Δημοκρατία ν. Μαρίνας Αβρααμίδου και Άλλων (2004) 2 ΑΑΔ 51

(2004) 2 ΑΑΔ 51

[*51]4 Φεβρουαρίου, 2004

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στές]

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

Αιτήτρια,

v.

1. ΜΑΡΙΝΑΣ ΑΒΡΑΑΜΙΔΟΥ,

2. ΜΙΧΑΛΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

3. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόμνημα Αρ. 352)

 

Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης ― Κατοχυρώνεται με το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος ― Ποία η εμβέλειά του εν λόγω δικαιώματος ― Κατά πόσο αφορά την προφορική μαρτυρία του κατηγορουμένου ή κατά πόσο εκτείνεται και σε άλλη πραγματική μαρτυρία που πηγάζει από τον ίδιο ― Απόκλιση, κατά πλειοψηφία, από την απόφαση στην Μιχάλης Ανδρέα «Ψύλλα» ν. Δημοκρατίας (2003) 2 A.A.Δ. 353 ― Ανασκόπηση της νομολογίας του Ευρωπαϊκου Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ανάλυση αυθεντιών.

Μαρτυρία ― Μαρτυρία η οποία λαμβάνεται κατά παράβαση του δικαιώματος της μη αυτοενοχοποίησης του  κατηγορουμένου, συνιστά παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης και είναι για το λόγο αυτό απαράδεκτη.

Ποινική Δικονομία ― Επιφύλαξη για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο νομικών ερωτημάτων ― Ο περί Ποινικής Δκονομίας Νόμος, Κεφ. 155, Άρθρο 148.

Στην υπόθεση αυτή το Κακουργιοδικείο δεν αποδέχθηκε την κατάθεση του αποτσίγαρου του κατηγορουμένου, το οποίο είχε ληφθεί από τις ανακριτικές αρχές, ως αποδεικτικό στοιχείο στη δίκη, υιοθετώντας την αρχή της Μιχάλης Ανδρέα «Ψύλλα» ν. Δημοκρατίας, σύμφωνα με την οποία η μαρτυρία για το γενετικό υλικό του κατη[*52]γορουμένου που λαμβάνεται παρά τη θέληση του με πλάγια μέσα, παραβιάζει το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης του και δεν συνιστά, ως εκ τούτου, παραδεκτή μαρτυρία.

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ζήτησε από το Κακουργιοδικείο να επιφυλάξει για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο τρία συναφή νομικά ερωτήματα ως εγειρόμενα κατά τη διάρκεια της δίκης. Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι όντως επιβάλλεται η επιφύλαξη των εν λόγω ερωτημάτων.

Το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε τα νομικά ερωτήματα και αποφάνθηκε ότι, ενόψει της απάντησής του στο πρώτο από αυτά, δεν εγείρετο ζήτημα να απαντήσει στα άλλα δύο ερωτήματα.

Το πρώτο νομικό ερώτημα είναι το ακόλουθο:

Κατά πόσο το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος, συναρτάται με, και περιορίζεται μόνο σε προφορική μαρτυρία του κατηγορουμένου (evidence of testimonial nature) ή κατά πόσο αυτό εκτείνεται και σε άλλη πραγματική μαρτυρία που πηγάζει από τον ίδιο.

Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας με την οποία συμφωνούν οι Δικαστές Αρτέμης, Κωνσταντινίδης, Νικολαΐδης, Νικολάου, Κρονίδης, Ηλιάδης, Κραμβής, Γαβριηλίδης και Αρέστης, θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ.  Με την απόφαση της πλειοψηφίας συμφωνεί και ο Αρτεμίδης, Δ., με ορισμένες πρόσθετες παρατηρήσεις που περιέχονται σε ξεχωριστό κείμενό του. Ο Χατζηχαμπής, Δ., καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα για τους λόγους που εξηγεί στη δική του ξεχωριστή απόφαση.  Αντίθετη είναι η απόφαση του Πική, Π., όπως και εκείνη του Καλλή, Δ., για τους λόγους που εξηγούνται στις ξεχωριστές τους αποφάσεις.

Αποφασίστηκε ότι:

Υπό Γαβριηλίδη, Δ. συμφωνούντων και των Δικαστών Αρτέμη, Κωνσταντινίδη, Νικολαΐδη, Νικολάου, Κρονίδη, Ηλιάδη, Κραμβή και Αρέστη:

1.  Η αρχή ότι το τεκμήριο της αθωότητας εμπεριέχει, σιωπηρά, το δικαίωμα της σιωπής και, συνακόλουθα, το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης, έχει αναγνωρισθεί τόσο από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου όσο και από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ).

[*53]2.        Στη Saunders v. United Kingdom [1997] 23 EHRR 313 το ΕΔΑΔ παρατήρησε ότι το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης, υποδηλώνει ότι οι διωκτικές αρχές οφείλουν να στοιχειοθετούν την υπόθεσή τους εναντίον του κατηγορουμένου χωρίς να καταφεύγουν σε μαρτυρία η οποία να έχει εξασφαλιστεί κατόπιν εξαναγκασμού ή καταπίεσης του κατηγορουμένου και παρά τη θέλησή του. Στηριζόμενο σε αυτή την εξήγηση του δικαιώματος της μη αυτοενοχοποίησης, το ΕΔΑΔ διαφοροποίησε το δικαίωμα της σιωπής του κατηγορουμένου και, συνακόλουθα, το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης με τη δική του μαρτυρία, το οποίο έκρινε ότι προστατεύεται από το Άρθρο 6(2) της Σύμβασης, από τη χρήση μαρτυρικού υλικού, το οποίο, αν και έχει ως πηγή τον κατηγορούμενο, εν τούτοις υπάρχει εξ αντικειμένου και ανεξάρτητα από τη θέλησή του.  Στη δεύτερη περίπτωση, το ΕΔΑΔ έκρινε ότι δεν παραβιάζεται ούτε το δικαίωμα της σιωπής ούτε το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης του κατηγορουμένου.

     Η διαφοροποίηση μεταξύ “προφορικής μαρτυρίας” και “πραγματικής μαρτυρίας” για τους σκοπούς του δικαιώματος της σιωπής και, συνακόλουθα, της μη αυτοενοχοποίησης, όπως διαγράφηκε στη Saunders επιβεβαιώθηκε και από τη μεταγενέστερη απόφαση του ΕΔΑΔ στην Heaney & McGuiness v. Ireland. Η ίδια διάκριση υιοθετήθηκε και εφαρμόστηκε από το Ανακτοβούλιο στην Brown v. Scott.

     Το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης το οποίο έχει τις ρίζες του στο Αγγλικό κοινοδίκαιο, είναι ευρέως γνωστό και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπου, μάλιστα, έχει κατοχυρωθεί με ρητή συνταγματική πρόνοια.

     Η διάκριση μεταξύ “προφορικής μαρτυρίας” και πραγματικής μαρτυρίας”, φαίνεται ότι είναι αποδεκτή και σε όλες τις άλλες χώρες όπου αναγνωρίζεται το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης, με εξαίρεση τον Καναδά.

3.  Ενόψει των πιο πάνω, ιδιαίτερα δε των αποφάσεων του ΕΔΑΔ στη Saunders και στην Heaney & McGuiness, κρίνεται ότι ορθά γίνεται η διάκριση μεταξύ “προφορικής” και “πραγματικής” μαρτυρίας και ορθά το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης περιορίζεται στην πρώτη. Εφόσον η κατοχύρωση του δικαιώματος της μη αυτοενοχοποίησης αποβλέπει στην προστασία του κατηγορουμένου από τυχόν εξαναγκασμό ή καταπίεσή του να αυτοενοχοποιηθεί, η επέκταση του δικαιώματος πέραν της “προφορικής” και στην “πραγματική” μαρτυρία στερείται ευλόγου ερείσματος. [*54]Η “πραγματική” μαρτυρία υπάρχει ή δεν υπάρχει, ανεξάρτητα από τη θέληση του κατηγορουμένου.

4.  Στη Ψύλλας η κατηγορούσα αρχή δεν πρόβαλε, όπως στην παρούσα υπόθεση, τη θέση ότι το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης περιορίζεται στην προφορική και δεν επεκτείνεται στη “πραγματική” μαρτυρία.

5.  Στη βάση των όσων αναφέρονται και με την επιφύλαξη

α) της υποχρέωσης του Δικαστηρίου να μην αποδεχθεί “πραγματική” μαρτυρία που εξασφαλίστηκε κατά παράβαση συνταγματικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, και,

β) της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να μην αποδεχθεί “πραγματική” μαρτυρία που εξασφαλίστηκε παράνομα (illegally) ή κατά τρόπο που κρίνεται αθέμιτος (improper), η απάντηση στο πρώτο νομικό ερώτημα είναι ότι το συνταγματικό δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης του κατηγορουμένου περιορίζεται στην “προφορική” του μαρτυρία και δεν επεκτείνεται σε οποιαδήποτε άλλη “πραγματική” μαρτυρία η οποία έχει ως πηγή τον ίδιο.

Υπό Αρτεμίδη, Δ.:

Το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης αφορά μόνο τον προφορικό λόγο που προέρχεται από τον ύποπτο. Η επιστήμη και η τεχνολογία προσφέρει πολλά κατά τη μεθόδευση της ανίχνευσης εγκλήματος όχι μόνο για τον εντοπισμό του δράστη αλλά ενδεχομένως και για την αποσύνδεση του υπόπτου από το έγκλημα. Η μέθοδος που χρησιμοποιείται για τη συγκέντρωση των στοιχείων εξετάζεται από το Δικαστήριο στο πλαίσιο του ερωτήματος κατά πόσο η διαδικασία απολήγει σε δίκαιη δίκη, όπως εφαρμόζεται η αρχή από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Τα Κυπριακά Δικαστήρια είναι πιο αυστηρά στην αποδοχή μαρτυρίας που λαμβάνεται ως αποτέλεσμα παραβίασης συνταγματικού δικαιώματος υπόπτου, σε αντίθεση με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που σε πολλές υποθέσεις έχει εκφέρει διαφορετική άποψη.

Υπό Χατζηχαμπή, Δ.:

1.  Το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης, όπως και το δικαίωμα της σιωπής με το οποίο συνδέεται, έχει συναρτηθεί προς το τεκμήριο της αθωότητας, όπως φαίνεται και από την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Πρόεδρος [*55]της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (1994) 3 Α.Α.Δ. 1.

2.  Όπως έχει διαμορφωθεί, το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης περιορίζεται στην “προφορική” μαρτυρία και δεν επεκτείνεται στη “πραγματική” μαρτυρία.

     Αυτή η προσέγγιση είναι λανθασμένη και απολήγει σε φαύλες συνέπειες. Κατά πρώτο, το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης δεν θα έπρεπε να συνδέεται καθόλου με το τεκμήριο της αθωότητας.

     Κατά δεύτερο λόγο, η διάκριση μεταξύ “προφορικής” μαρτυρίας, που θεωρείται ότι παραβιάζει το τεκμήριο της αθωότητας μέσω της αυτοενοχοποίησης, και “πραγματικής” μαρτυρίας, που δεν θεωρείται ότι παραβιάζει τούτο, είναι αθεμελίωτη στη λογική του πράγματος όσο και στην όποια άλλη διάστασή του.

     Η εξήγηση η οποία παρέχεται για τη διάκριση, ότι δηλαδή στην περίπτωση “πραγματικής” μαρτυρίας αυτή υφίσταται και αναδεικνύεται ανεξάρτητα από τη θέληση του ατόμου, αποκαλύπτει από μόνη της τη γύμνια της.

3.  Ο λόγος για τον οποίο το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης συνεδέθη μόνο με τη λήψη “προφορικής” μαρτυρίας από τον κατηγορούμενο όσο και με το τεκήριο της αθωότητας, ήταν η ανάγκη προστασίας του υπόπτου από ανάρμοστους τρόπους εξασφάλισης ομολογίας του προς απόδειξη της ενοχής του και η ευχέρεια υπαγωγής της προστασίας αυτής στο τεκμήριο της αθωότητας. Η μη επέκταση του δικαιώματος της μη αυτοενοχοποίησης στην “πραγματική” μαρτυρία οφείλεται στην ανάπτυξη άλλων και κυρίως επιστημονικών στοιχείων απόδειξης ενοχής προερχόμενων από τον κατηγορούμενο αλλά μη συνιστούντων “προφορική μαρτυρία” και στην παράλληλη συνειδητοποίηση της ανάγκης περιορισμού του κανόνα που καθιερώθηκε ως προς την “προφορική” μαρτυρία ως άκαμπτου και καθολικής εμβέλειας κανόνα και αυτοσκοπού. Για να γίνει όμως αυτό θα πρέπει να αναγνωρισθεί ότι οι αξίες που εμπλέκονται στο θέμα δεν συναρτώνται προς το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης ως μέρος του απόλυτου τεκμηρίου της αθωότητας και προς τη μη ικανοποιητική διάκριση μεταξύ “προφορικής” και “πραγματικής” μαρτυρίας αλλά συναρτώνται προς τη δεκτότητα της μαρτυρίας σε σχέση με τη νομιμότητα λήψης της όσο και τη χρήση της κατά τη δίκη.

     Με αυτά υπόψη, η κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην απόφαση της πλειοψηφίας ότι το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης εν [*56]πάση περιπτώσει δεν επεκτείνεται σε “πραγματική” μαρτυρία σε συνάρτηση με το πρώτο ερώτημα που ετέθη, είναι ορθή.

Υπό Πική, Π.:

1.  Ο κ. Κληρίδης υποστήριξε ότι το κατοχυρωμένο από το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος δικαίωμα κατά της αυτοενοχοποίησης περιορίζεται σε προφορικές δηλώσεις του κρατουμένου και όχι σε ό,τι μπορεί να χαρακτηριστεί πραγματική μαρτυρία, έστω και αν αυτή πηγάζει από το άτομο του κρατουμένου. Τις θέσεις του υποστήριξε, πρωτίστως, με αναφορά στη νομολογία των αμερικανικών δικαστηρίων, ερμηνευτική του πεδίου εφαρμογής της πέμπτης τροποποίησης του Αμερικανικού Συντάγματος, η οποία προβλέπει ότι:- “No person …. shall be compelled in any criminal case to be a witness against himself”.

2.  Το δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνεται από τη σχετική τροποποίηση του Αμερικανικού Συντάγματος, δεν είναι ταυτόσημο με το δικαίωμα κατά της αυτοενοχοποίησης, ως αυτό προσδιορίζεται στην απόφαση Πρόεδρος Δημοκρατίας ν. Βουλής Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (1994) 3 Α.Α.Δ. 1, ερμηνευτική του Άρθρου 12.4 του Συντάγματος. Περιορίζεται η αμερικανική διάταξη σε ό,τι ο ίδιος ο κρατούμενος ή ο ύποπτος μπορεί να εκφέρει κατά του εαυτού του. Η αυτοενοχοποίηση, από την άλλη, περιλαμβάνει κάθε πράξη ή ενέργεια του υπόπτου, η οποία τείνει να τον ενοχοποιήσει κάθε τι το οποίο προέρχεται από τον ίδιο.

3.  Το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά στην R. v. Stillman [1977] 1 S.C.R. 607 (απόφαση πλειοψηφίας) υιοθέτησε τη θέση ότι το δικαίωμα κατά της αυτοενοχοποίησης, το οποίο κατοχυρώνεται από τον Καναδικό Χάρτη των Δικαιωμάτων και Ελευθεριών του Ανθρώπου, δεν περιορίζεται σε δηλώσεις του υπόπτου, εκτείνεται και σε κάθε τι που προέρχεται από τον ίδιο, περιλαμβανομένης ό,τι μπορεί να χαρακτηριστεί ως πραγματική μαρτυρία, που τείνει να τον ενοχοποιήσει.

4.  Και στην Αγγλία η νομολογία υποστηρίζει ότι δε δικαιολογείται διάκριση μεταξύ προφορικής και άλλης μαρτυρίας, έχουσας προέλευση τον ύποπτο, ως προς την εφαρμογή της αρχής κατά της αυτοενοχοποίησης R. v. Sang [1980] A.C. 402.

5.  Στην «Ψύλλας» κρίθηκε ότι εξασφάλιση γενετικού υλικού παρά τη θέληση του κρατουμένου, με πλάγια μέσα, παραβιάζει το δικαίωμά του κατά της αυτοενοχοποίησης.

[*57]

6.  Ούτε στη γραπτή αλλά ούτε στην προφορική του αγόρευση ο κ. Κληρίδης πρόβαλε οποιοδήποτε επιχείρημα, το οποίο να δικαιολογεί απόκλιση από τη «Ψύλλας».

7.  Η εισήγηση του κ. Κληρίδη με την οποία το Δικαστήριο κλήθηκε να αποφασίσει ότι το δικαίωμα κατά της μη αυτοενοχοποίησης, δεν τυγχάνει εφαρμογής σε οτιδήποτε άλλο από δηλώσεις του κατηγορουμένου, έρχεται σε άμεση αντίθεση με το λόγο της «Ψύλλας» και δεν έχει παραταθεί κανένας λόγος που θα μπορούσε να δικαιολογήσει απόκλιση από το δικαστικό προηγούμενο της «Ψύλλας».

8.  Η αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου αποτελεί αρχή μεγάλης σημασίας για την απονομή της δικαιοσύνης και τα δικαιώματα του ανθρώπου.

     Η διαφωνία, αφ’ εαυτής, προς προηγούμενη δικαστική απόφαση, δεν στοιχειοθετεί λόγο απόκλισής της.

     Η απόφαση στη «Ψύλλας» κατοπτρίζει τη θεώρηση και εφαρμογή από την Κυπριακή Δικαιοσύνη του θεμελιώδους δικαιώματος του ανθρώπου κατά της αυτοενοχοποίησης. Το ίδιο επιβάλλει και το δικαίωμα για δικαία δίκη. Τα Άρθρα 33 και 35 του Συντάγματος δεν αφήνουν αμφιβολία ως προς τη διασταλτική ερμηνεία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ως άλλωστε υποδηλώνει η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

     Παρέκκλιση από τη «Ψύλλας» μπορεί να συμβιβαστεί μόνο με άρνηση της αρχής του δικαστικού προηγούμενου.

     Πέραν τούτου αποδοχή των εισηγήσεων του κ. Κληρίδη ως προς το εύρος του δικαιώματος κατά της αυτοενοχοποίησης, θα ακρωτηρίαζε το δικαίωμα και θα το συρρίκνωνε σε ασφυκτικά όρια.

9.  Ο χωρίς προστασία περιορισμός της ελευθερίας του ατόμου διανοίγει την οδό της ταπείνωσης και του εξευτελισμού του.  Δε χωρεί λογική διάκριση μεταξύ ομιλίας και άλλης ενέργειας.  Όταν δε η εξασφάλιση μαρτυρίας από το σώμα του κρατουμένου έχει ως σκοπό την υπερφαλάγγιση της άρνησής του να παράσχει τέτοια μαρτυρία, παραβιάζονται, εκτός από το δικαίωμά του κατά της αυτοενοχοποίησης, και τα άλλα δικαιώματα του κρατουμένου, τα οποία διαγράφει η νομολογία εκτροχιάζοντας τη δίκη του κατηγορουμένου από τα θέσμια της δικαίας δίκης.

[*58]

10.  Το μόνο ερώτημα, το οποίο θα μπορούσε να τεθεί ως εγειρόμενο από τα γεγονότα της υπόθεσης, είναι κατά πόσο η εξασφάλιση γενετικού υλικού με μεθοδεύσεις της Αστυνομίας προς υπερφαλάγγιση της άρνησης του κρατουμένου να παράσχει τέτοια στοιχεία, πλήττει το δικαίωμά του κατά της αυτοενοχοποίησης.

     Σ’ αυτό το ερώτημα η απάντηση δε θα μπορούσε να είναι άλλη από θετική. Παραβιάζεται το δικαίωμά του κατά της αυτοενοχοποίησής του.

Υπό Καλλή, Δ.:

1.  Έχει καλώς καθιερωθεί από το κοινοδίκαιο ότι το δικαστήριο, στην άσκηση της συμφυούς εξουσίας του καθώς και του καθήκοντος να διασφαλίσει όπως σε κάθε υπόθεση ο κατηγορούμενος τυγχάνει δίκαιης δίκης έχει πάντοτε διακριτική ευχέρεια να αποκλείσει μαρτυρία η οποία κατά τα άλλα είναι αποδεκτή.

     Ως προς το ποια μαρτυρία μπορεί να αποκλειστεί στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου αυτή περιλαμβάνει τόσο την προφορική όσο και την πραγματική μαρτυρία που πηγάζει από τον ίδιο τον κατηγορούμενο.

2.  Το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης δεν συναρτάται με και δεν περιορίζεται μόνο σε προφορική μαρτυρία αλλά εκτείνεται και σε άλλη πραγματική μαρτυρία που πηγάζει από τον ίδιο τον κατηγορούμενο. Οι περί του αντιθέτου θέσεις της Αμερικανικής Νομολογίας δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην Κύπρο.

3.  Τα όσα λέχθηκαν στη Saunders v. U.K. [1997] 24 E.H.R.R. 313 παρα. 69, αναφορικά με το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης δεν αποτελούν μέρος του λόγου (ratio) της απόφασης. Λέχθηκαν ως εκ περισσού (obiter).

4.  Το Κοινοδίκαιο με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο έχει αποφανθεί ότι το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης εκτείνεται και σε άλλη πραγματική μαρτυρία που πηγάζει από τον ίδιο τον κατηγορούμενο. Οι αρχές του κοινοδικαίου τυγχάνουν εφαρμογής στην Κύπρο δυνάμει του Άρθρου 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60). Επομένως τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν μπορούν να αρνούνται στους κατηγορούμενους την εφαρμογή των αρχών του κοινοδικαίου κατ’ επίκληση των όσων, ως εκ περισσού (obiter), λέχθηκαν στην Saunders (πιο πάνω).

[*59]

5.  Η απόφαση στην X v. Netherlands, No. 8239/78, 16 D.R. 184 [1978] στην οποία επίσης έχει αναφερθεί η Κατηγορούσα Αρχή, δεν έχει ασχοληθεί με το θέμα του εξεταζόμενου ερωτήματος και επομένως δεν είναι βοηθητική.

Γνωμοδότηση στο νομικό ερώτημα που εξετάστηκε, ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Ψύλλας v. Δημοκρατίας (2003) 2 A.A.Δ. 353,

Πρόεδρος της Δημοκρατίας v . Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (1994) 3 Α.Α.Δ. 1,

Funke & Others v. France [1993] 16EHRR 297,

Saunders v. United Kingdom [1997] 23 EHRR 313,

Heaney & McGuineess v. Ireland, Appl. 34720/97, 21.12.2000,

Brown v. Stott [2001] 2 WLR 817,

Schmerber v. California 384 U.S. 757,

Doe v. United States 487 U.S. 201,

R. v. Stillman [1997] 1 SCR 607,

Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33,

Khan v. U.K. 2000-V 279, 31 EHRR 1016,

Χ v. The Netherlands, 8239/78,

Γιαννίδης v. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 143,

Ιωάννου ν. Δημοκρατίας και Άλλου (2003) 2 A.A.Δ. 171,

Merthodja v. Police (1987) 2 C.L.R. 227,

Parpas v. Republic (1988) 2 C.L.R. 5,

[*60]Καττής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 262,

Teixeira de Castro v. Portugal [1998] 4 BHRC 533, ECt HR,

R. v. Sang [1980] A.C. 402,

R. v. Payne [1963] 1 W.L.R. 637,

Saunders v. UK. R.J.D. 1996-V1, 24 E.C.H.R. 2044,

Funke v. France [1993] 16 E.H.R.R. 297,

Νικολάου κ.ά. ν. Νικολάου κ.ά. (Αρ. 2) (1992) 1(Β) Α.Α.Δ.  1338,

Γιάλλουρος ν. Νικολάου (2001) 1 A.A.Δ. 558,

Perry v. The United Kingdom, Application No. 63373/00, ημερ. 17.7.2003,

Allan v. The United Kingdom, Application No. 48539/99,

Judgment Strasbourg, 5 November 2002, Final 05/02/2003,

P.G. and J.H. v. The United Kingdom, 2001-1X E.C.H.R. 195,

Republic v. Phivos Petrou Pierides (1971) 2 C.L.R. 181,

Σάκκος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510,

Volettos v. Republic (1961) C.L.R. 169,

Kokkinos v. Police (1967) 2 C.L.R. 217,

Petri v. Police (1968) 2 C.L.R. 40,

Harris v. D.P.P. [1952] A.C. 694,

D.P.P. v. Boardman [1975] A.C. 421,

R. v. Barken [1941] 2 K.B. 381,

Fox v. Chief Constable of Gwent [1985] 1 All E.R. 230,

R. v. Governor of Pentoville Prison, ex parte Chinoy [1992] 1 All E.R. 317,

[*61]R. v. Khan [1994] 4 All E.R. 426,

Αστυνομία ν. Ξυδιά κ.ά. (1992) 2 Α.Α.Δ. 26.

Υπόμνημα - Νομικό Ερώτημα.

Υπόμνημα από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λάρνακας ημερομηνίας 6/8/2003 κατόπιν σχετικού προς τούτο αιτήματος του Γενικού Εισαγγελέα για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 148 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, αναφορικά με τρία νομικά ερωτήματα τα οποία προέκυψαν κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της ποινικής υπόθεσης 2/2002, Κακουργιοδικείο Λάρνακας, δηλαδή, κατά πόσον το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος, συναρτάται με, και περιορίζεται μόνο σε προφορική μαρτυρία του κατηγορούμενου (evidence of testimonial nature) ή κατά πόσον αυτό εκτείνεται και σε άλλη πραγματική μαρτυρία που πηγάζει από τον ίδιο και εάν η απάντηση στο 1 είναι καταφατική, παραβιάζεται το συνταγματικό δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης, όταν οι ανακριτικές αρχές εξασφαλίζουν, χωρίς τη συγκατάθεση του κατηγορουμένου, πραγματική μαρτυρία προερχόμενη από τον ίδιο χωρίς την άσκηση καταπίεσης, παγίδευσης, εξαναγκασμού ή παραπλάνησης από αυτές ή διαφοροποιείται η απάντηση στο ερώτημα 2 αν η πραγματική μαρτυρία συνίσταται σε σωματικό δείγμα προερχόμενο από τον κατηγορούμενο, το οποίο οι ανακριτικές αρχές εξασφάλισαν από αντικείμενο, με το οποίο ο κατηγορούμενος ήρθε σε επαφή με δική του πρωτοβουλία και χωρίς την προτροπή των ανακριτικών αρχών, χωρίς όμως προηγουμένως να έχει προειδοποιηθεί για αυτό το ενδεχόμενο.

Π. Κληρίδης, Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας με Η. Στεφάνου, Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για την Αιτήτρια.

Α. Ιωάννου, για τους Καθ’ ων η αίτηση 1 και 2.

Ν. Καλλής, για τον Καθ’ ου η αίτηση 3.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας, με την οποία συμφωνούν οι Αρτέμης, Κωνσταντινίδης, Νικολαϊδης, Νικολάου, Κρονίδης, Ηλιάδης, Κραμβής, Γαβριηλίδης και Αρέστης, Δ/στές, θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ. Με την απόφαση της πλειοψηφίας συμφωνεί και ο Αρτεμίδης, Δ., με ορι[*62]σμένες πρόσθετες παρατηρήσεις που περιέχονται σε ξεχωριστό κείμενό του. Ο Χατζηχαμπής, Δ., καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα για τους λόγους που εξηγεί στη δική του ξεχωριστή απόφαση. Αντίθετη είναι η δική μου απόφαση, όπως και εκείνη του Καλλή, Δ., για τους λόγους που εξηγούμε στις ξεχωριστές μας αποφάσεις.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Το Μόνιμο Κακουργοδικείο, με Υπόμνημά του ημερομηνίας 6.8.2003, επιφύλαξε για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 148 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, τρία νομικά ερωτήματα τα οποία προέκυψαν κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της ποινικής υπόθεσης 2/2002, Ε.Δ. Λάρνακας.

Το πραγματικό υπόβαθρο των τριών νομικών ερωτημάτων, το οποίο είναι αναντίλεκτο, έχει, περιληπτικά, ως εξής:

Ο μάρτυρας Λοχίας 2871 Παναγιώτου, μετά την εκτέλεση εντάλματος σύλληψης του κατηγορουμένου 3, ζήτησε τη συγκατάθεσή του για τη λήψη δείγματος αίματος με σκοπό την εξέτασή του για ανίχνευση του γενετικού του προφίλ (DNA). Ο κατηγορούμενος απάντησε «Εν διώ τίποτε». Κατά τη μεταφορά του από την Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού σ’ εκείνη της Λάρνακας, ο κατηγορούμενος εξέφρασε την επιθυμία να προμηθευτεί τσιγάρα. Τότε ο μάρτυρας του αγόρασε, από περίπτερο στη Λάρνακα, δύο πακέτα τσιγάρα. Ακολούθως, και ενώ οι αστυνομικοί της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λάρνακας διεξήγαγαν τη συνήθη διαδικασία καταγραφής του κατηγορουμένου, ο τελευταίος άνοιξε ένα πακέτο με τσιγάρα, έβγαλε ένα τσιγάρο και άρχισε να το καπνίζει. Όταν ο μάρτυρας είδε τον κατηγορούμενο να καπνίζει, πήρε ένα σταχτοδοχείο από το γραφείο, μετέβηκε στους χώρους υγιεινής, έπλυνε το σταχτοδοχείο σχολαστικά και, επιστρέφοντας, το επανατοποθέτησε εκεί όπου ήταν και προηγουμένως. Όπως εξήγησε ο μάρτυρας, οι ενέργειές του αποσκοπούσαν στη λήψη του αποτσίγαρου εάν και εφόσον ο κατηγορούμενος το εναπόθετε στο σταχτοδοχείο. Όταν ο κατηγορούμενος πράγματι εναπόθεσε το αποτσίγαρο στο σταχτοδοχείο, ο μάρτυρας το παρέλαβε λέγοντάς του «θα το πάρω για σκοπούς σύγκρισης γενετικού υλικού που βρέθηκε στα περιτυλίγματα των ναρκωτικών». Αφού, στη συνέχεια, του επέστησε την προσοχή στο νόμο, ο κατηγορούμενος δεν απάντησε. Ούτε και υπέγραψε το φάκελο μέσα στον οποίο ο μάρτυρας τοποθέτησε το αποτσίγαρο.

Ενόψει των πιο πάνω γεγονότων, το Κακουργοδικείο, έχοντας υπόψη την υπόθεση Μιχάλη Ανδρέα «Ψύλλα» ν. Δημοκρατίας (2003) 2 A.A.Δ. 353, κατέληξε ότι οι ενέργειες του μάρτυρα προ[*63]σέβαλλαν το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης του κατηγορουμένου, όπως αυτό διασφαλίζεται από το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος και, ως εκ τούτου, δεν αποδέχθηκε την κατάθεση του αποτσίγαρου ως αποδεικτικού στοιχείου στη δίκη.

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με αίτημά του ημερομηνίας 6.8.2003, ζήτησε από το Κακουργοδικείο να επιφυλάξει για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο τρία συναφή νομικά ερωτήματα ως εγειρόμενα κατά τη διάρκεια της δίκης. Το Κακουργοδικείο έκρινε ότι όντως επιβάλλεται η επιφύλαξή των εν λόγω ερωτημάτων, όπως αυτά διατυπώθηκαν από το Γενικό Εισαγγελέα, είναι δε τα ακόλουθα:

1.  Κατά πόσον το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος, συναρτάται με, και περιορίζεται μόνο σε προφορική μαρτυρία του κατηγορουμένου (evidence of testimonial nature) ή κατά πόσον αυτό εκτείνεται και σε άλλη πραγματική μαρτυρία που πηγάζει από τον ίδιο.

2.  Αν η απάντηση στο 1 είναι καταφατική, παραβιάζεται το συνταγματικό δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης, όταν οι ανακριτικές αρχές εξασφαλίζουν, χωρίς τη συγκατάθεση του κατηγορουμένου, πραγματική μαρτυρία προερχόμενη από τον ίδιο χωρίς την άσκηση καταπίεσης, παγίδευσης, εξαναγκασμού ή παραπλάνησης από αυτές;

3.  Διαφοροποιείται η απάντηση στο ερώτημα 2 αν η πραγματική μαρτυρία συνίσταται σε σωματικό δείγμα προερχόμενο από τον κατηγορούμενο, το οποίο οι ανακριτικές αρχές εξασφάλισαν από αντικείμενο, με το οποίο ο κατηγορούμενος ήρθε σε επαφή με δική του πρωτοβουλία και χωρίς την προτροπή των ανακριτικών αρχών, χωρίς όμως προηγουμένως να έχει προειδοποιηθεί για αυτό το ενδεχόμενο;

Κατά την ενώπιόν μας διαδικασία ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, αφού διέκρινε μεταξύ “προφορικής μαρτυρίας” (testimonial evidence), ήτοι μαρτυρίας η οποία αναφέρεται σε γεγονότα την αλήθεια των οποίων είναι σε θέση ο ίδιος ο μάρτυρας να βεβαιώσει, και “πραγματικής μαρτυρίας” (real evidence), ήτοι μαρτυρίας μέσω τεκμηρίων τα οποία παρουσιάζονται από μάρτυρες στη δίκη ως πειστήρια, υποστήριξε ότι το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης περιορίζεται στην προφορική μαρτυρία του κατηγορουμένου και δεν επεκτείνεται σε οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία η [*64]οποία έχει ως πηγή τον ίδιο. Επικαλούμενος δε την επί του θέματος νομολογία των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, όπως και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), κατέληξε με την εισήγηση ότι η απάντηση και στα τρία ερωτήματα πρέπει να είναι αρνητική. Την αντίθετη θέση υποστήριξε ο δικηγόρος του καθ’ ου η αίτηση 3. Αφού επικαλέστηκε, κατά κύριο λόγο, την απόφαση του Εφετείου στην Ψύλλας, κατέληξε με την εισήγηση ότι η απάντηση στα δύο πρώτα ερωτήματα πρέπει να είναι καταφατική ενώ στο τρίτο αρνητική.

Θα ασχοληθούμε και με τα τρία ερωτήματα μαζί.

Η αρχή ότι το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο κατοχυρώνεται ρητά από το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος και το άρθρο 6(2) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Νόμος 39/1962), εμπεριέχει, σιωπηρά, το δικαίωμα της σιωπής και, συνακόλουθα, το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης, έχει αναγνωρισθεί τόσο από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου όσο και από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ). (Βλ., μεταξύ άλλων, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής (Αρ.1) (1994) 3 Α.Α.Δ. 1, Funke & Others v. France [1993] 16EHRR 297 και Saunders v. United Kingdom [1997] 23EHRR 313).

Στη Saunders το ΕΔΑΔ παρατήρησε ότι το λογικό υπόβαθρο (rationale) του δικαιώματος της σιωπής και, συνακόλουθα, του δικαιώματος της μη αυτοενοχοποίησης έγκειται στην προσπάθεια να προστατευθεί ο κατηγορούμενος από τυχόν αθέμιτες πιέσεις εκ μέρους των διωκτικών αρχών με στόχο να ενοχοποιήσει αυτός ο ίδιος τον εαυτό του. Το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης, ειδικότερα, υποδηλώνει ότι οι διωκτικές αρχές οφείλουν να στοιχειοθετούν την υπόθεσή τους εναντίον του κατηγορουμένου χωρίς να καταφεύγουν σε μαρτυρία η οποία να έχει εξασφαλιστεί κατόπιν εξαναγκασμού ή καταπίεσης του κατηγορουμένου και παρά τη θέλησή του. Στηριζόμενο σε αυτή την εξήγηση του δικαιώματος της μη αυτοενοχοποίησης, το ΕΔΑΔ διαφοροποίησε το δικαίωμα της σιωπής του κατηγορουμένου και, συνακόλουθα, το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης με τη δική του μαρτυρία, το οποίο έκρινε ότι προστατεύεται από το Άρθρο 6(2) της Σύμβασης, από τη χρήση μαρτυρικού υλικού το οποίο, αν και έχει ως πηγή τον κατηγορούμενο, εν τούτοις υπάρχει εξ αντικειμένου και ανεξάρτητα από τη θέλησή του. Στη δεύτερη περίπτωση, το ΕΔΑΔ έκρινε ότι δεν παραβιάζεται ούτε το δικαίωμα της σιωπής ούτε το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης του κατηγορουμένου. Το σχετικό απόσπασμα από την Saunders έχει ως εξής:

[*65]

“69. The right not to incriminate oneself is primarily concerned, however, with respecting the will of an accused person to remain silent. As commonly understood in the legal systems of the Contracting Parties to the Convention and elsewhere, it does not extend to the use in criminal proceedings of material which may be obtained from the accused through the use of compulsory powers but which has an existence independent of the will of the suspect such as, inter alia, documents acquired pursuant to a warrant, breath, blood and urine samples and bodily tissue for the purpose of DNA testing.”

Σε ελεύθερη μετάφραση:

“69. Το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης αποβλέπει κυρίως στο σεβασμό της θέλησης του κατηγορουμένου να παραμείνει σιωπηλός. Όπως είναι συνήθως αντιληπτό στα νομικά συστήματα των Συμβαλλομένων Μερών στη Σύμβαση, αλλά και αλλαχού, το δικαίωμα δεν επεκτείνεται στη χρήση, σε ποινική διαδικασία υλικού το οποίο δυνατό να ληφθεί από τον κατηγορούμενο με τη χρήση εξουσίας καταναγκασμού το οποίο όμως, υλικό, υπάρχει ανεξάρτητα από τη θέληση του υπόπτου όπως, μεταξύ άλλων, έγγραφα εξασφαλισθέντα δυνάμει εντάλματος, δείγματα αναπνοής, αίματος και ούρων και σωματικοί ιστοί με σκοπό τη σύγκριση γενετικού υλικού.”

Η διαφοροποίηση μεταξύ “προφορικής μαρτυρίας” και “πραγματικής μαρτυρίας”, για τους σκοπούς του δικαιώματος της σιωπής και, συνακόλουθα, της μη αυτοενοχοποίησης, όπως διαγράφηκε στη Saunders, επιβεβαιώθηκε και από τη μεταγενέστερη απόφαση του ΕΔΑΔ στη Heaney & McGuinness v. Ireland (Appl. 34720/97, 21.12.2000). Η ίδια διάκριση υιοθετήθηκε και εφαρμόστηκε από το Ανακτοβούλιο στην Brown v. Stott [2001] 2 WLR 817, όπου, με αναφορά στην Saunders, αποφασίστηκε ότι η υποχρέωση παροχής δείγματος αναπνοής από πρόσωπο εναντίον του οποίου υπήρχε υπόνοια ότι οδηγεί όχημα υπό την επήρεια οινοπνεύματος, με μέγιστη ποινή, σε περίπτωση άρνησης £1.000 πρόστιμο ή έξι μήνες φυλάκιση, με ταυτόχρονη οπισθογράφηση της άδειας οδηγού, δεν παραβίαζε το άρθρο 6(2) της Σύμβασης. (Βλ. σχετικά και Jacobs & White “The European Convention on Human Rights”, 3rd Edition 2002, p.p. 174-176).

Το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης το οποίο, σημειωτέον, έχει τις ρίζες του στο Αγγλικό κοινοδίκαιο, είναι ευρέως γνωστό και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπου, μάλιστα, έχει κατοχυρωθεί [*66]με ρητή πρόνοια στην Πέμπτη Τροποποίηση του Συντάγματος. Σύμφωνα με την πρόνοια αυτή “no person shall be compelled in any criminal case to be a witness against himself” (κανένα πρόσωπο δεν μπορεί να υποχρεωθεί σε οποιαδήποτε ποινική υπόθεση να είναι μάρτυρας εναντίον του εαυτού του). Και εκεί, όμως, όπως και στην Ευρώπη, το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης ερμηνεύθηκε από τα δικαστήρια στενά. Ότι, δηλαδή, περιορίζεται στην παροχή “προφορικής μαρτυρίας” από τον κατηγορούμενο (evidence of testimonial or communicative nature) και δεν επεκτείνεται στην παροχή ή λήψη, από τον κατηγορούμενο, “πραγματικής μαρτυρίας” (real or physical evidence). (Βλ. μεταξύ άλλων, Schmerber v. California 384 U.S. 757 και Doe v. United States 487 U.S. 201).

Πέρα, όμως, της Ευρώπης και της Αμερικής, φαίνεται ότι, με εξαίρεση τον Καναδά, η διάκριση μεταξύ “προφορικής μαρτυρίας” και “πραγματικής μαρτυρίας” είναι αποδεκτή και σε όλες τις άλλες χώρες όπου αναγνωρίζεται το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από τη μελέτη του καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Νοτίου Αφρικής St. Terblanche “The Admissibility of Real Evidence Derived from the Accused” (2001):

“The right against self-incrimination has, worldwide, been interpreted rather literally. In terms of this interpretation, providing incriminating evidence emanating from oneself is not held to be in breach of the privilege against self-incrimination unless the person is forced to communicate such self-incriminating evidence. As a result only verbal admissions and confessions, and admissions by conduct are affected. A typical example of an admission by conduct is where the suspect points out certain facts or objects relating to the offence, such as a murder weapon, or a place where stolen goods have been stashed.”

Σε ελεύθερη μετάφραση:

“Το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης έχει, παγκοσμίως, ερμηνευθεί μάλλον κατά γράμμα. Στα πλαίσια αυτής της ερμηνείας, η προσφορά ενοχοποιητικής μαρτυρίας προερχόμενης από τον ύποπτο δε θεωρείται ότι παραβιάζει το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης εκτός εάν ο ύποπτος εξαναγκασθεί να κοινοποιήσει τέτοια αυτοενοχοποιητική μαρτυρία. Ως αποτέλεσμα μόνο προφορικές παραδοχές και ομολογίες, όπως και παραδοχές λόγω συμπεριφοράς επηρεάζονται από το δικαίωμα. Τυπικό παράδειγμα παραδοχής λόγω συμπεριφοράς συνιστά η περίπτωση όπου ο ύπο[*67]πτος υποδεικνύει ορισμένα γεγονότα ή αντικείμενα συνδεόμενα με το αδίκημα, όπως το φονικό όπλο ή την κρύπτη στην οποία τοποθετήθηκαν τα κλοπιμαία.”

Στον Καναδά, το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε, κατά πλειοψηφία, την αρχή ότι το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης δεν περιορίζεται στην “προφορική μαρτυρία” αλλά επεκτείνεται και στην “πραγματική μαρτυρία” η οποία έχει ως πηγή τον κατηγορούμενο. (Βλ. R. v. Stillman [1997] 1 SCR 607).

Ενόψει των πιο πάνω, ιδιαίτερα δε των αποφάσεων του ΕΔΑΔ στη Saunders και στην Heaney & McGuinness, κρίνουμε ότι ορθά γίνεται η διάκριση μεταξύ “προφορικής” και “πραγματικής” μαρτυρίας και ορθά το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης περιορίζεται στην πρώτη. Εφόσον η κατοχύρωση του δικαιώματος της μη αυτοενοχοποίησης αποβλέπει στην προστασία του κατηγορουμένου από τυχόν εξαναγκασμό ή καταπίεσή του να αυτοενοχοποιηθεί, η επέκταση του δικαιώματος πέραν της “προφορικής” και στην “πραγματική” μαρτυρία στερείται ευλόγου ερείσματος. Η “πραγματική” μαρτυρία υπάρχει ή δεν υπάρχει, ανεξάρτητα από τη θέληση του κατηγορουμένου.

Στη Ψύλλας, επί της οποίας στηρίχθηκε το Κακουργοδικείο, το Εφετείο δεν κλήθηκε να οριοθετήσει την εμβέλεια του δικαιώματος της μη αυτοενοχοποίησης. Τέτοιο ζήτημα δεν συζητήθηκε. Στη Ψύλλας η κατηγορούσα αρχή δεν πρόβαλε, όπως τώρα, τη θέση ότι το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης περιορίζεται στην “προφορική” και δεν επεκτείνεται στην “πραγματική” μαρτυρία. Εξού και στην απόφαση δεν συζητείται ούτε απαντάται τέτοιο ερώτημα. Ούτε, βέβαια, γίνεται αναφορά είτε στη Saunders είτε σε οποιαδήποτε άλλη, συνάδουσα ή απάδουσα με τη Saunders, αυθεντία.

Στη βάση των όσων αναφέραμε, και με την επιφύλαξη

(α)   της υποχρέωσης του Δικαστηρίου να μην αποδεχθεί “πραγματική” μαρτυρία που εξασφαλίστηκε κατά παράβαση συνταγματικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, και,

(β)   της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να μην αποδεχθεί “πραγματική” μαρτυρία που εξασφαλίστηκε παράνομα (illegally) ή κατά τρόπο που κρίνεται αθέμιτος (improper),

η απάντησή μας στο πρώτο νομικό ερώτημα είναι ότι το συνταγματικό δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης του κατηγορουμένου περιορίζεται στην “προφορική” του μαρτυρία και δεν επεκτείνεται [*68]σε οποιαδήποτε άλλη “πραγματική” μαρτυρία η οποία έχει ως πηγή τον ίδιο.

Ενόψει της απάντησής μας στο πρώτο νομικό ερώτημα δεν εγείρεται ζήτημα να απαντήσουμε το δεύτερο, όπως και το τρίτο, νομικό ερώτημα. Και τούτο διότι τόσο το δεύτερο όσο και το τρίτο νομικό ερώτημα προϋποθέτουν ότι στο πρώτο νομικό ερώτημα δώσαμε την αντίθετη απάντηση.

Η υπόθεση παραπέμπεται στο Κακουργοδικείο για συνέχιση της διαδικασίας.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Συμφωνώ με την αιτιολογία της απάντησης που δίδει ο αδελφός δικαστής Γαβριηλίδης στο πρώτο από τα τρία ερωτήματα που τέθηκαν με το Υπόμνημα του Γενικού Εισαγγελέα για γνωμοδότηση από το Ανώτατο δικαστήριο και πως, ενόψει της απάντησης σ’ αυτό παρέλκει οποιαδήποτε απάντηση στα άλλα δύο. Το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης είναι ευρύτατα αναγνωρισμένο στο σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης και συνταγματικά κατοχυρωμένο στο άρθρο 12.4.όπου αναφέρεται:

«Ο κατηγορούμενος δι’ αδίκημα τι θεωρείται αθώος, μέχρις ου αποδειχθή ένοχος συμφώνως προς τον νόμον.»

Έχω δε τη γνώμη πως ανεξάρτητα από τη χαρακτηριστική ορολογία που δίδεται στο δικαίωμα αυτό, η οποία, μολονότι έχει επικρατήσει μπορεί να μην είναι δόκιμη, τούτο ουσιαστικά συνιστά δικαίωμα του υπόπτου να επιλέξει να παραμείνει σιωπηλός από την αρχή των ερευνών της ανακριτικής αρχής μέχρι και την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου. Η κατηγορούσα αρχή οφείλει να αποδείξει την υπόθεση εναντίον κατηγορουμένου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Έχει ο κατηγορούμενος υπέρ του το τεκμήριο της αθωότητας.

Το δικαίωμα αφορά μόνο στον προφορικό λόγο που προέρχεται από τον ύποπτο. Οι ανακριτικές αρχές έχουν κάθε εξουσία να μεθοδεύουν την πρόληψη, και στην περίπτωση διάπραξης εγκλήματος την ανίχνευση του, καθώς και τη σύλληψη υπόπτου με τη διαδικασία που προβλέπεται στο Σύνταγμα και στους συνάδοντας νόμους. Κατά τη μεθόδευση της ανίχνευσης εγκλήματος η πρόοδος της επιστήμης και τεχνολογίας προσφέρει πολλά. Όχι βέβαια για να εντοπιστεί μόνο ο δράστης αλλά ενδεχομένως και για να αποσυνδεθεί ύποπτος από το έγκλημα. Η μέθοδος που χρησιμοποιείται για τη συγκέντρωση των στοιχείων εξετάζεται από το Δικαστήριο στο πλαί[*69]σιο του ερωτήματος, που αποτελεί και τον άξονα της δίκης, και που είναι, κατά πόσο η διαδικασία απολήγει σε δίκαιη δίκη, όπως εφαρμόζεται η αρχή από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Να υπενθυμίσω δε πως εμείς είμαστε πιο αυστηροί στην αποδοχή μαρτυρίας που λαμβάνεται ως αποτέλεσμα παραβίασης συνταγματικού δικαιώματος υπόπτου, Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. p.33, σε αντίθεση με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που έχει σε πολλές υποθέσεις εκφέρει διαφορετική άποψη, Khan v. U.K. 2000-V 279; 31 EHRR 1016, απόφαση στην οποία ο δικαστής Λ. Λουκαΐδης διαφώνησε, ο οποίος και συζητά ειδικά το ζήτημα σε άρθρο του στο Human Rights Law Review, τόμος 3, Νο.1, σελ.35.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Με βρίσκει σύμφωνο η  κατάληξη της απόφασης του Γαβριηλίδη, Δ., την οποία προσυπογράφει η πλειοψηφία των μελών του Δικαστηρίου, ότι, ως συγκεκριμένη απάντηση στο πρώτο ερώτημα που μας ετέθη, το αποκαλούμενο δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης περιορίζεται μόνο σε "προφορική" μαρτυρία του κατηγορουμένου και δεν επεκτείνεται σε άλλη "πραγματική" μαρτυρία προερχόμενη από τον ίδιο. Αισθάνομαι όμως την ανάγκη να διατυπώσω τις απόψεις που εκφράζουν πληρέστερα τη δική μου προσέγγιση στο θέμα.

Το ερώτημα, όπως τίθεται, αφορά την εμβέλεια, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στη νομολογία, του αποκαλούμενου δικαιώματος της μη αυτοενοχοποίησης. Το δικαίωμα αυτό, όπως και το δικαίωμα της σιωπής με το οποίο συνδέεται (δεν εξετάζω για σκοπούς της προκειμένης συζήτησης ποίο εκ των δύο περικλείει το άλλο), έχει συναρτηθεί προς το τεκμήριο της αθωότητας, όπως φαίνεται και από την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (1994) 3 Α.Α.Δ. 1, ότι (σελ. 6, υπό Λοΐζου, Π.,):

"Το τεκμήριο της αθωότητας εμπεριέχει και το δικαίωμα  της μη αυτοενοχοποίησης της κατά Νόμο υποχρεωτικής αυτοενοχοποίησης (sic) το οποίο αποκτάται (sic) και στο Αγγλικό Κοινοδίκαιο και είναι ενσωματωμένο στο νομικό μας σύστημα."

Όπως έχει διαμορφωθεί, το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης περιορίζεται στη λεγόμενη "προφορική" μαρτυρία και δεν επεκτείνεται στη λεγόμενη "πραγματική" μαρτυρία. Στις Η.Π.Α. μάλιστα, η διάκριση εξυπακούεται στην ίδια την Πέμπτη Τροποποίηση του Συντάγματος η οποία και διέπει το θέμα.

[*70]Θεωρώ την προσέγγιση αυτή λανθασμένη και απολήγουσα σε φαύλες συνέπειες. Κατά πρώτο, το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης δεν θα έπρεπε να συνδέεται καθόλου προς το τεκμήριο της αθωότητας. Το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο κατοχυρώνεται στο Άρθρο 12.4 του Συντάγματος, αφορά, όπως προκύπτει και από την ίδια τη διατύπωση του Άρθρου 12.4, το βάρος απόδειξης ποινικής ενοχής το οποίο και θέτει στον κατήγορο, ανάγοντας έτσι σε συνταγματική επιταγή τον παραδοσιακό κανόνα του κοινοδικαίου, και δεν αφορά τη δεκτότητα μαρτυρίας προερχόμενης από τον κατηγορούμενο και που έχει συναρτηθεί προς το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης. Η μαρτυρία με την οποία μπορεί να αποδειχθεί η ποινική ενοχή του κατηγορουμένου, περιλαμβανομένης μαρτυρίας προερχόμενης από τον ίδιο, υπόκειται στους δικούς της όρους δεκτότητας σύμφωνα αφενός μεν με τους κανόνες του δικαίου της απόδειξης αφετέρου δε με τη νομιμότητα του τρόπου εξασφάλισής της ώστε να συνάδει με τα κατά το Σύνταγμα και το Νόμο δικαιώματα του κατηγορουμένου. Η δεκτότητα της μαρτυρίας όμως, στα πλαίσια αυτά, είναι θέμα εντελώς διάφορο του τεκμηρίου της αθωότητας και του εκ τούτου πηγάζοντος βάρος της αποδείξεως.

Κατά δεύτερο λόγο, η διάκριση μεταξύ "προφορικής" μαρτυρίας, που θεωρείται ότι παραβιάζει το τεκμήριο της αθωότητας μέσω της αυτοενοχοποίησης, και "πραγματικής" μαρτυρίας, που δεν θεωρείται ότι παραβιάζει τούτο, είναι αθεμελίωτη στη λογική του πράγματος όσο και στην όποια άλλη διάστασή του. Το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης, αν είναι μέρος του τεκμηρίου της αθωότητας, δεν μπορεί να παραβιάζεται όταν μιλούμε για λήψη προφορικής (ή γραπτής) δήλωσης (ίδε Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1), ανωτέρω), αλλά να μην παραβιάζεται όταν μιλούμε για λήψη στοιχείων από το σώμα του ατόμου (ίδε X v. The Netherlands, 8239/78), σε κάθε περίπτωση υπό συνθήκες εξαναγκασμού (φυσικού ή νομικού) ή έλλειψης πληροφόρησης και συγκατάθεσης. Όπως το έθεσε ο Δικαστής Marten στην απόφασή του με την οποία διαφώνησε με την πλειοψηφία στην υπόθεση Saunders v. The United Kindom [1997] 23 EHHR 313 (para. 12):

"… in both cases the will of the suspect is not respected in that he is forced to bring about his own conviction".

Και στη μία και στην άλλη περίπτωση παραβιάζεται η δυνατότητα του ατόμου, τεκμαιρωμένου ως αθώου, να μην αυτοενοχοποιηθεί χωρίς την πληροφορημένη και ελεύθερη συγκατάθεσή του. Μάλιστα θα έλεγα ότι η "πραγματική" μαρτυρία μπορεί να είναι και πιο βεβαία και πιο ισχυρή και πιο ζημιογόνα της "προφορικής". Η εξή[*71]γηση η οποία παρέχεται για τη διάκριση, ότι δηλαδή στην περίπτωση "πραγματικής" μαρτυρίας αυτή υφίσταται και αναδεικνύεται ανεξάρτητα από τη θέληση του ατόμου, αποκαλύπτει από μόνη της τη γύμνια της. Ούτε είναι δυνατό να υπάρξει, και επί των ίδιων των όρων της διάκρισης, ασφαλής προσδιορισμός της σε κάθε περίπτωση, όπως επίσης υπέδειξε ο Δικαστής Marten στην υπόθεση Saunders, ανωτέρω.

Με αυτά υπόψη, είναι κατανοητή, ως θέμα αρχής, τόσο η τοποθέτηση του Δικαστή Marten στην υπόθεση Saunders, ανωτέρω, όσο και η τοποθέτηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Καναδά (ίδε R. v. Stillman [1997] 1 S.C.R. 607), που οδηγούν μεν σε εκ διαμέτρου αντίθετες καταλήξεις αλλά καταδεικνύουν ότι δεν μπορεί να υπάρχει ενδιάμεση τοποθέτηση που μόνο πτωχή υπηρεσία θα προσέφερε στην αξία που διέπει την έννοια της μη αυτοενοχοποίησης.

Η ιστορία της ανάπτυξης του δικαιώματος της μη αυτοενοχοποίησης (ίδε τη χωριστή αλλά σύμφωνη με την απόφαση της πλειοψηφίας απόφαση του Δικαστή Walsh στην υπόθεση Saunders, ανωτέρω) αποκαλύπτει βεβαίως και το λόγο για τον οποίο το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης συνεδέθη μόνο με τη λήψη "προφορικής" μαρτυρίας από τον κατηγορούμενο όσο και με το τεκμήριο της αθωότητας. Ήταν η ανάγκη προστασίας του υπόπτου από ανάρμοστους τρόπους εξασφάλισης ομολογίας του προς απόδειξη της ενοχής του και η ευχέρεια υπαγωγής της προστασίας αυτής στο μόνο, ελλείψει καθιερωμένων θεμελιωδών συνταγματικών και άλλων νομικών δικαιωμάτων, σταθερό σημείο αναφοράς του κοινοδικαίου, το τεκμήριο της αθωότητας. Η μη επέκταση του δικαιώματος της μη αυτοενοχοποίησης στην "πραγματική" μαρτυρία οφείλεται όχι στη φύση των πραγμάτων αλλά στην ανάπτυξη στους δικούς μας καιρούς άλλων και κυρίως επιστημονικών στοιχείων απόδειξης ενοχής προερχόμενων από τον κατηγορούμενο αλλά μη συνιστούντο "προφορική" μαρτυρία και στην παράλληλη συνειδητοποίηση της ανάγκης περιορισμού του κανόνα που καθιερώθηκε ως προς την "προφορική" μαρτυρία ως άκαμπτου και καθολικής εμβέλειας κανόνα και αυτοσκοπού. Για να γίνει όμως αυτό θα πρέπει να αναγνωρισθεί ότι οι εμπλεκόμενες στο θέμα αξίες δεν συναρτώνται προς το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης ως μέρος του απόλυτου τεκμηρίου της αθωότητας και προς τη μη ικανοποιητική διάκριση μεταξύ "προφορικής" και "πραγματικής" μαρτυρίας αλλά συναρτώνται προς τη δεκτότητα της μαρτυρίας σε σχέση με τη νομιμότητα της λήψης της όσο και τη χρήση της κατά τη δίκη. Στην ουσία αυτό σημαίνει ότι η λήψη της μαρτυρίας θα πρέπει να αποδεσμευθεί από το τεκμήριο της αθωότητας και να ελέγχεται ως συνάδουσα με το νόμο και ιδιαιτέ[*72]ρως με το σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου κάτω από το Σύνταγμα και την Ευρωπαΐκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ανεξαρτήτως της διάκρισης μεταξύ "προφορικής" και "πραγματικής" μαρτυρίας.

Έτσι ερμηνεύω και την τάση που προκύπτει στη Saunders. Αν και η απόφαση αποδέχεται, στο απόσπασμα (para. 69) που παρατίθεται στην απόφαση του Γαβριηλίδη, Δ., ότι το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης (που εντάσσεται στο ευρύτερο δικαίωμα της σιωπής) δεν επεκτείνεται στη λήψη "πραγματικής" μαρτυρίας (ουσιαστικά δηλαδή τη διάκριση μεταξύ "προφορικής" και "πραγματικής" μαρτυρίας), είναι όχι στα πλαίσια του τεκμηρίου της αθωότητας αλλά στα πλαίσια του δικαιώματος της δίκαιης δίκης κάτω από το Άρθρο 6-1 της Σύμβασης που ειδώθηκε το θέμα. Ιδιαίτερης προσοχής φρονώ δε ότι είναι η παρατήρηση του Δικαστηρίου (para. 74) ότι δεν θεωρούσε αναγκαίο

"... to decide whether the right not to incriminate oneself is absolute or whether infringements of it may be justified in particular circumstances."

που συνάδει με τη σχετικότητα του δικαιώματος της δίκαιης δίκης προς τα γεγονότα της υπόθεσης.

Η προσέγγιση αυτή συνάδει με τον έλεγχο της νομιμότητας της λήψης μαρτυρίας οποιασδήποτε φύσεως από τον κατηγορούμενο σε αναφορά με τα θεμελιώδη δικαιώματα τα προνοούμενα στη Σύμβαση ή στο Σύνταγμα που περιέχεται στη νομολογία μας. (Ίδε Γιαννίδης ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 143, Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2003) 2 A.A.Δ. 171, και την εκεί αναφερομένη προηγούμενη νομολογία). Αλλά και τα γεγονότα της υπόθεσης "Ψύλλας" ν. Δημοκρατίας (2003) 2 A.A.Δ. 353, όπως και η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η εξασφάλιση του γενετικού υλικού ήταν προϊόν παγίδευσης, υπάγονται ευχερέστερα στην αρχή του αποκλεισμού μαρτυρίας η οποία, ως εκ του τρόπου λήψης της ή και της χρήσης της κατά τη δίκη, παραβιάζει το θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορουμένου σε δίκαιη δίκη, παρά στο δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης.

Με αυτά υπόψη, και εφόσον θεωρώ ότι η δεκτότητα μαρτυρίας προερχόμενης από τον κατηγορούμενο δεν θα πρέπει να βασίζεται στη διάκριση μεταξύ "προφορικής" και "πραγματικής" μαρτυρίας έστω και αν τούτη αντανακλά την κρατούσα άποψη, θα συμφωνούσα ότι το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης εν πάση περιπτώ[*73]σει δεν επεκτείνεται σε "πραγματική" μαρτυρία σε συνάρτηση με το πρώτο ερώτημα που μας ετέθη. Και ασφαλώς δεν θα απαντούσα τα άλλα δύο ερωτήματα εφόσον αυτά υποβάλλονται, όπως είναι διατυπωμένα, ως προς ενδεχόμενη παραβίαση του δικαιώματος της μη αυτοενοχοποίησης.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Ευθύς μετά τη σύλληψη του Χαράλαμπου Χαραλάμπους για ναρκωτικά, στον Αστυνομικό Σταθμό Λεμεσού, οι αστυνομικοί που τον συνέλαβαν του ζήτησαν να δώσει, εφόσον συμφωνούσε και ο ίδιος, αίμα για ανίχνευση του γενετικού του υλικού. Η απάντησή του ήταν αρνητική. Καθ’ οδόν προς τη Λάρνακα, όπου ο κρατούμενος θα μεταφερόταν, αυτός ζήτησε από τους αστυνομικούς φύλακές του να σταματήσουν σε περίπτερο, για να αγοράσει τσιγάρα, παράκληση που αυτοί ικανοποίησαν. 

Στο γραφείο παραπόνων του Αστυνομικού Σταθμού Λάρνακας, όπου μεταφέρθηκε, και ενώ οι επί καθήκοντι αστυνομικοί κατέγραφαν τα στοιχεία του, ο συλληφθείς άναψε τσιγάρο. Επί τούτου, ο ένας από τους δυο αστυνομικούς που τον μετέφεραν στη Λάρνακα, ο Λοχίας Παναγιώτου, μηχανεύτηκε τρόπο να πάρει στοιχεία για το γενετικό υλικό του κρατουμένου, χωρίς ο ίδιος να το ξέρει και χωρίς ο ίδιος να το αντιληφθεί. Πήρε το σταχτοδοχείο, που ήταν στην αίθουσα και που ο κρατούμενος, κατά λογική πρόβλεψη, θα χρησιμοποιούσε για να σβήσει το τσιγάρο του, το μετέφερε σε άλλο δωμάτιο, το έπλυνε επιμελώς και το επανέφερε στη θέση του. Ως αναμενόταν, ο κρατούμενος έσβησε το τσιγάρο του σ’ αυτό. Ο λοχίας, που επινόησε το σχέδιο, συνέλεξε το αποτσίγαρο, το τοποθέτησε σε φάκελο, είπε στον κρατούμενο γιατί το συνέλεξε και του επέστησε την προσοχή του στο νόμο. Ο κρατούμενος δεν έδωσε απάντηση, πλην αρνήθηκε να υπογράψει το φάκελο στον οποίο τοποθετήθηκε το τεκμήριο.

Κατά τη δίκη του τότε κρατουμένου και μετέπειτα κατηγορουμένου ενώπιον του Κακουργιοδικείου, για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, έχουσα ως σκοπό την εισαγωγή ελεγχόμενων φαρμάκων από το εξωτερικό χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας (συγκατηγορείται με δύο άλλα πρόσωπα), αυτός ήγειρε ένσταση στην προσαγωγή μαρτυρίας αναφορικά με το γενετικό του υλικό που άφησε στο αποτσίγαρο.

Το Κακουργιοδικείο απέρριψε τη μαρτυρία ως απαράδεκτη, για τους λόγους που εξηγεί στην ενδιάμεση απόφασή του. Έκρινε ότι ο λόγος της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην «Ψύλλας» ν. Δημοκρατίας (2003) 2 A.A.Δ. 353, καθιστούσε την προσα[*74]γωγή της μαρτυρίας απαράδεκτη. Στο στάδιο εκείνο, ο Γενικός Εισαγγελέας ζήτησε από το Κακουργιοδικείο, κατ’ επίκληση των προνοιών του Άρθρου 148(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, να παραπέμψει τα ακόλουθα τρία ερωτήματα προς κρίση από το Ανώτατο Δικαστήριο, τα οποία και παρέπεμψε.

«1. Κατά πόσον το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης που κατοχυρώνεται από το άρθρο 12.4 του Συντάγματος, συναρτάται με, και περιορίζεται μόνο σε προφορική μαρτυρία του κατηγορούμενου (evidence of testimonial nature) ή κατά πόσον αυτό εκτείνεται και σε άλλη πραγματική μαρτυρία που πηγάζει από τον ίδιο.

2.  Αν η απάντηση στο 1 είναι καταφατική, παραβιάζεται το συνταγματικό δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης, όταν οι ανακριτικές αρχές εξασφαλίζουν, χωρίς τη συγκατάθεση του κατηγορούμενου, πραγματική μαρτυρία προερχόμενη από τον ίδιο χωρίς την άσκηση καταπίεσης, παγίδευσης, εξαναγκασμού ή παραπλάνησης από αυτές;

3.  Διαφοροποιείται η απάντηση στο ερώτημα 2 αν η πραγματική μαρτυρία συνίσταται σε σωματικό δείγμα προερχόμενο από τον κατηγορούμενο, το οποίο οι ανακριτικές αρχές εξασφάλισαν από αντικείμενο, με το οποίο ο κατηγορούμενος ήρθε σε επαφή με δική του πρωτοβουλία και χωρίς την προτροπή των ανακριτικών αρχών, χωρίς όμως προηγουμένως να έχει προειδοποιηθεί για αυτό το ενδεχόμενο;»

Στο προοίμιο της παραπομπής παρατίθενται τα γεγονότα, που στοιχειοθετούν το υπόβαθρο του ερωτηματολογίου και τη μεθόδευση της Αστυνομίας για τη συλλογή του αποτσίγαρου, παρά την εκφρασθείσα άρνηση του κρατουμένου να δώσει στοιχεία προς διαπίστωση του γενετικού του υλικού.

Στην «Ψύλλας» ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), κρίθηκε ότι η συλλογή υλικών στοιχείων, προερχομένων από το σώμα κρατουμένου, για τη διαπίστωση του γενετικού του υλικού, αντίθετα προς τη θέλησή του, πλήττει το ατομικό δικαίωμα του κατηγορουμένου κατά της αυτοενοχοποίησης (self-incrimination), το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος. Και στην «Ψύλλας», όπως και στην παρούσα υπόθεση, συνελέγησαν στοιχεία για την ανίχνευση του γενετικού υλικού του κρατουμένου (καλαμάκι στην υπόθεση εκείνη, που χρησιμοποιήθηκε για την πόση χυμού) με πλάγια μέσα, προς εξουδετέρωση της άρνησής του [*75]να τα παράσχει οικειοθελώς.

Στην προηγούμενη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην Πρόεδρος Δημοκρατίας ν. Βουλής Αντ. (Αρ.1) (1994) 3 Α.Α.Δ. 1, νομοθετική διάταξη, επιβάλλουσα υποχρέωση σε ιδιοκτήτες τουριστικών καταλυμάτων να υποβάλουν δήλωση σχετικά με την ύπαρξη και λειτουργία των υποστατικών τους, κρίθηκε αντισυνταγματική, γιατί δυνητικά μπορούσε να οδηγήσει στην αυτοενοχοποποίησή τους, κατά παράβαση του δικαιώματος κατά της αυτοενοχοποίησης, που κατοχυρώνει το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος, ως απόρροια του τεκμηρίου της αθωότητας.

Το Άρθρο 7.1 του Συντάγματος, επισημαίνεται στην «Ψύλλας», το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου, αποκλείει τη διά βίας λήψη αίματος από τον ύποπτο ή άλλων συνθετικών στοιχείων του σώματός του, προς το σκοπό διαπίστωσης του γενετικού του υλικού. και, γενικά, απαγορεύει κάθε πράξη που παραβιάζει τη σωματική του ακεραιότητα.

Στην «Ψύλλας» τονίστηκε ότι, εκτός από την παραβίαση του δικαιώματος κατά της αυτοενοχοποίησης, η Αστυνομία παραβίασε και μια άλλη αρχή, συνυφασμένη με δικαίωμα του κρατουμένου. εκείνη που αποκλείει τη χρήση της κράτησης του υπόπτου για αλλότριους σκοπούς. αρχή η οποία αναγνωρίστηκε και έτυχε εφαρμογής στις Merthodja v. Police (1987) 2 C.L.R. 227 και Parpas v. Republic (1988) 2 C.L.R. 5.

Στη Merthodja v. Police, (ανωτέρω), οι ομολογίες του κρατουμένου (γραπτές και προφορικές) σχετικές με το αδίκημα για το οποίο δικαζόταν, γενόμενες μετά την εκπνοή της νόμιμης κράτησής του, κρίθηκαν απαράδεκτες – (Άρθρο 11.2 του Συντάγματος).

Στην Parpas v. Republic, (ανωτέρω), δείγμα γραφής του κρατουμένου, που λήφθηκε κατά την κράτησή του ως ύποπτος για κατοχή εκρηκτικών υλών, κρίθηκε απαράδεκτο ως μαρτυρία στη δίκη του για εγκλήματα πλαστογραφίας. Χρησιμοποιήθηκε η κράτησή του για σκοπούς άλλους απ’ ό,τι ήταν επιτρεπτό. 

Ο λόγος των πιο πάνω αποφάσεων συμπυκνώνεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την «Ψύλλας»:-

«Η κράτηση υποδίκου έχει ως αντικείμενο, όπως κατά συρροή καθορίζει η νομολογία, τη διευκόλυνση του ανακριτικού έργου και όχι τη χρήση του υπόπτου ως μέσου για την εξασφάλιση μαρτυρίας [*76]εναντίον του. Στην τελευταία ανάλυση η προειδοποίηση (caution) προς τον ύποπτο εξικνείται στη διασφάλιση του δικαιώματος της σιωπής και του δικαιώματος κατά της αυτοενοχοποίησης.»

Στη «Ψύλλας», το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο κρατούμενος παγιδεύτηκε να δώσει εκείνο που δεν είχε υποχρέωση να δώσει και που αρνήθηκε να δώσει, τουτέστιν δείγμα του γενετικού του υλικού. Η κράτησή του χρησιμοποιήθηκε για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους αυτή ήταν παραδεκτή. Η μαρτυρία ήταν μολυσμένη, κατά τις αρχές της Καττής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 262 (απόφαση πλειοψηφίας) – (βλ., επίσης, Teixeira de Castro v Portugal [1998] 4 BHRC 533, ECt HR). Η κατάθεση τέτοιας μαρτυρίας δε συνάδει με τις αρχές της δικαίας δίκης. Αποκλείεται. Λέχθηκε στη «Ψύλλας»:-

«... ότι μαρτυρία η οποία προκύπτει από μολυσμένη πηγή, συνιστά παραβίαση της αρχής της δικαίας δίκης και για το λόγο αυτό είναι απαράδεχτη ...»

Στη θεμελιακή απόφαση Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33, αποφασίστηκε ότι μαρτυρία, που λαμβάνεται κατά παράβαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του ατόμου - (Μέρος ΙΙ του Συντάγματος), είναι απαράδεκτη.

Τα ερωτήματα, που τίθενται προς απάντηση από το Ανώτατο Δικαστήριο, περιστρέφονται γύρω από το παραδεκτό της μαρτυρίας, την οποία το Κακουργιοδικείο απέκλεισε. συναρτώνται με το βάσιμο της απόφασής του. Θεώρηση θεμάτων έξω από αυτό το πλαίσιο του εγειρόμενου κατά τη δίκη θέματος δε χωρεί. ούτε είναι παραδεκτή. Τέτοιο εγχείρημα θα προσέδιδε θεωρητικό και ακαδημαϊκό χαρακτήρα στην απόφασή μας, που δεν είναι επιτρεπτό. Το Άρθρο 148 του Κεφ. 155 περιορίζει το δικαίωμα επιφύλαξης νομικού ερωτήματος σε θέματα που εγείρονται κατά τη δίκη. Και η απάντηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου τελεί υπό τον ίδιο περιορισμό. Το εγερθέν κατά τη δίκη ζήτημα περιστρεφόταν γύρω από το παραδεκτό της προσαγωγής ως μαρτυρίας του γενετικού υλικού που συνέλεξε η Αστυνομία από τον κρατούμενο,  κάτω από τις συνθήκες που προσδιορίζονται στο προοίμιο του ερωτηματολογίου.

Στη γραπτή (διάγραμμα) και προφορική του αγόρευση, ο κ. Κληρίδης υποστήριξε ότι το κατοχυρωμένο από το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος δικαίωμα κατά της αυτοενοχοποίησης περιορίζεται σε προφορικές δηλώσεις του κρατουμένου και όχι σε ό,τι μπορεί να χαρακτηριστεί πραγματική μαρτυρία, έστω και αν αυτή πηγάζει από το [*77]άτομο του κρατουμένου. Τις θέσεις του υποστήριξε, πρωτίστως, με αναφορά στη νομολογία των αμερικανικών δικαστηρίων, ερμηνευτική του πεδίου εφαρμογής της πέμπτης τροποποίησης του Αμερικανικού Συντάγματος, η οποία προβλέπει ότι:- “Νo person ... shall be compelled in any criminal case to be a witness against himself” - (ελληνική μετάφραση, ελεύθερη - «κανένας δεν μπορεί να υποχρεωθεί σε ποινική υπόθεση να είναι μάρτυρας κατά του εαυτού του».)

Το δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνεται από τη σχετική τροποποίηση του Αμερικανικού Συντάγματος, δεν είναι ταυτόσημο με το δικαίωμα κατά της αυτοενοχοποίησης, ως αυτό προσδιορίζεται στην απόφαση Πρόεδρος Δημοκρατίας ν. Βουλής Αντ. (Αρ.1), (ανωτέρω), ερμηνευτική του Άρθρου 12.4 του Συντάγματος. Περιορίζεται η αμερικανική διάταξη σε ό,τι ο ίδιος ο κρατούμενος ή ο ύποπτος μπορεί να εκφέρει κατά του εαυτού του. Η αυτοενοχοποίηση, από την άλλη, περιλαμβάνει κάθε πράξη ή ενέργεια του υπόπτου, η οποία τείνει να τον ενοχοποιήσει. κάθε τι το οποίο προέρχεται από τον ίδιο.

Αξιοσημείωτο είναι ότι το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά στην R. v. Stillman [1997] 1 S.C.R. 607 - (απόφαση πλειοψηφίας) - υιοθέτησε τη θέση ότι το δικαίωμα κατά της αυτοενοχοποίησης, το οποίο κατοχυρώνεται από τον Καναδικό Χάρτη των Δικαιωμάτων και Ελευθεριών του Ανθρώπου, δεν περιορίζεται σε δηλώσεις του υπόπτου. εκτείνεται και σε κάθε τι που προέρχεται από τον ίδιο, περιλαμβανόμενης ό,τι μπορεί να χαρακτηριστεί ως πραγματική μαρτυρία, που τείνει να τον ενοχοποιήσει. Μεταξύ άλλων, αποκλείστηκε ως μαρτυρία, στην υπόθεση εκείνη, χαρτομάντιλο με μύξα του κρατουμένου, για την ανίχνευση του γενετικού του υλικού. Ο κρατούμενος χρησιμοποίησε το χαρτομάντιλο και το πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων, απ’ όπου το μάζεψε η Αστυνομία. Νωρίτερα ο κρατούμενος, μέσω του δικηγόρου του, εκδήλωσε την άρνησή του να παράσχει ουσίες από το άτομό του. Το Δικαστήριο έκρινε το χαρτομάντιλο απαράδεκτο ως μαρτυρία. Ευρισκόμενος υπό κράτηση ο ύποπτος, δεν απεμπολεί το δικαίωμα ή την προσδοκία ιδιωτικής ζωής:-

“The privacy expectation should not be reduced to such an extent as to justify seizures of bodily samples without consent, particularly for those who are detained while they are still presumed to be innocent.”

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη:-

«Η προσδοκία ιδιωτικής ζωής δεν πρέπει να μειώνεται, σε βαθμό που να δικαιολογεί κατάσχεση σωματικών δειγμάτων χωρίς συγκατάθεση, ιδιαίτερα από εκείνους οι οποίοι κρατούνται και οι οποίοι, κατά τεκμήριο, θεωρούνται αθώοι.»)

Η αρχή αποκλεισμού μαρτυρίας, που πλήττει το δικαίωμα κατά της αυτοενοχοποίησης, προσδιορίζεται ως εξής στην ίδια απόφαση:-

“If the evidence, obtained in a manner which violates the Charter, involved the accused being compelled to incriminate himself either by a statement or by the use as evidence of his body or of bodily substances, it will be classified as conscriptive evidence. The unauthorized use of a person’s body or bodily substances is just as much compelled ‘testimony’ that could render the trial unfair as is a compelled statement.”

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη:

«Εάν η μαρτυρία, ληφθείσα με τρόπο που παραβιάζει το Χάρτη, αφορά τον εξαναγκασμό του κατηγορουμένου να ενοχοποιήσει τον εαυτό του, είτε με δήλωση ή με τη χρήση μαρτυρίας από το σώμα του ή από σωματικές ουσίες, αυτή θα ταξινομηθεί ως επιτακτική μαρτυρία. Η μη εξουσιοδοτημένη χρήση του σώματος προσώπου ή σωματικών ουσιών συνιστά, εξίσου, καταναγκαστική μαρτυρία (testimony), η οποία μπορούσε να καταστήσει τη δίκη άδικη, όσο και μια καταναγκαστικά γενόμενη δήλωση.»)

Και στην Αγγλία η νομολογία υποστηρίζει ότι δε δικαιολογείται διάκριση μεταξύ προφορικής και άλλης μαρτυρίας, έχουσα προέλευση τον ύποπτο, ως προς την εφαρμογή της αρχής κατά της αυτοενοχοποίησης – R. v. Sang [1980] A.C. 402*.

Η αρχή, η οποία προσδιορίζει την εμβέλεια του δικαιώματος κατά της αυτοενοχοποίησης, εδράζεται, ως τονίστηκε στην R. v. Sang, (ανωτέρω), στο λατινικό αξίωμα, γνωστό ως “nemo tenetur se ipsum prodere” ή “nemo debet prodere se ipsum”. Διαφωτιστικό για τη φύση του δικαιώματος είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Λόρδου Scarman:- (σελ. 456-457)

“If an accused is misled or tricked into providing evidence (whether it be an admission or the provision of finger-prints or medical evidence or some other evidence), the rule against self-incrimination – nemo tenetur se ipsum prodere – is likely to be infringed. Each case must, of course, depend on its circumstances. All I would say is that the principle of fairness, though concerned exclusively with the use of evidence at trial, is not susceptible to categorization or classification and is wide enough in some circumstances to embrace the way in which after the crime, evidence has been obtained from the accused.”*

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη:

«Εάν ο κατηγορούμενος παραπλανάται, ή, με τέχνασμα (κόλπο**), οδηγείται στο να παράσχει μαρτυρία (είτε αυτή είναι παραδοχή, ή η παροχή δακτυλικών αποτυπωμάτων, ή ιατρική μαρτυρία, ή κάποια άλλη μαρτυρία), η αρχή κατά της αυτοενοχοποίησης - nemo tenetur se ipsum prodere - είναι πιθανόν να παραβιαστεί. Κάθε υπόθεση εξαρτάται από τις περιστάσεις της. Εκείνο το οποίο θέλω να πω, είναι ότι η αρχή της δικαίας μεταχείρισης, παρόλο που περιστρέφεται αποκλειστικά γύρω από τη χρήση της μαρτυρίας στη δίκη, δεν είναι δεκτική κατηγοριοποίησης ή ταξινόμησης και είναι, αρκούντως, ευρεία, κάτω από ορισμένες περιστάσεις, για να συμπεριλάβει τον τρόπο, κατά τον οποίο, μετά το έγκλημα, μαρτυρία λήφθηκε από τον κατηγορούμενο.»)

Η σημασία του λατινικού αξιώματος εξηγείται στην απόφαση του Λόρδου Diplock, στην ίδια υπόθεση:- (σελ. 436)

“The underlying rationale of this branch of the criminal law, though it may originally have been based upon ensuring the reliability of confessions is, in my view, now to be found in the maxim nemo debet prodere se ipsum, no one can be required to be his own betrayer or in its popular English mistranslation ‘the right to silence’ .”

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη:

«Ο θεμέλιος λόγος αυτής της πτυχής του ποινικού δικαίου, παρόλο που μπορεί αρχικά να απέβλεπε στο να διασφαλίσει το βάσιμο των ομολογιών, τώρα εστιάζεται, κατά την άποψή μου, στο λατινικό αξίωμα - nemo debet prodere se ipsum - δεν μπορεί να ζητηθεί από κανένα να προδώσει τον εαυτό του ή, κατά τη λαϊκή αγγλική εσφαλμένη μετάφρασή του ‘το δικαίωμα της σιωπής’.»)

[*80]Προς υποστήριξη των θέσεών του, ο κ. Κληρίδης επικαλέστηκε, επίσης, την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη Saunders v. UK. R.J.D. 1996-VI, 24 E.C.H.R. 2044, το ακόλουθο απόσπασμα από την οποία παρατίθεται:- (σελ. 2064-2065)

“69. The right not to incriminate oneself is primarily concerned, however, with respecting the will of an accused person to remain silent. As commonly understood in the legal systems of the Contracting Parties to the Convention and elsewhere, it does not extend to the use in criminal proceedings of material which may be obtained from the accused through the use of compulsory powers but which has an existence independent of the will of the suspect such as, inter alia, documents acquired pursuant to a warrant, breath, blood and urine samples and bodily tissue for the purpose of DNA testing.”

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη:

«69. Το δικαίωμα μη ενοχοποίησης του εαυτού κυρίως σχετίζεται, παρά ταύτα, με σεβασμό της θέλησης του κατηγορουμένου προσώπου να παραμείνει σιωπηρός. Ως γίνεται κοινά αντιληπτό στα νομικά συστήματα των Συμβαλλομένων Μερών στη Σύμβαση και αλλού, δεν εκτείνεται στη χρήση, σε ποινική διαδικασία, υλικού το οποίο μπορεί να ληφθεί από τον κατηγορούμενο με τη χρήση εξαναγκασμού, αλλά το οποίο έχει ύπαρξη ανεξάρτητη από τη θέληση του υπόπτου, όπως, μεταξύ άλλων, έγγραφα, τα οποία αποκτώνται βάσει εντάλματος, αναπνοή, αίμα και δείγματα ούρων και σωματικού ιστού (tissue) για τους σκοπούς ελέγχου του DNA.»)

Το απόσπασμα δεν εξυπακούει, όπως και η απόφαση στη Saunders v. UK. R.J.D., (ανωτέρω), γενικά, τον αποκλεισμό μαρτυρίας, την οποία παρέχει ο ίδιος ο κατηγορούμενος, αυτοενοχοποιώντας τον εαυτό του. Στη Saunders, αντικείμενο προς εξέταση ήταν το παραδεκτό του πρακτικού της ανάκρισης του κατηγορουμένου, υπό την ιδιότητά του ως αξιωματούχος εταιρείας υπό διερεύνηση, αναφορικά με τη διαχείριση των υποθέσεών της. Η ανάκριση έγινε από επιθεωρητή, διορισθέντα προς τούτο βάσει των διατάξεων του Αγγλικού περί Εταιρειών Νόμου του 1985 (Άρθρο 432). Βάσει των προνοιών του Άρθρου 436(2)(c) και (3) του ιδίου Νόμου, πρόσωπο, αρνούμενο να απαντήσει στις ερωτήσεις του επιθεωρητή, υπόκειται σε φυλάκιση, κατ’ ανάλογο τρόπο που μάρτυρας, αρνούμενος να απαντήσει ερωτήσεις στο δικαστήριο, υπόκειται σε τιμωρία για καταφρόνηση του δικαστηρίου - (εδάφιο 3). Επίδικο θέμα της υπόθεσης ήταν το παραδεκτό των δηλώσεων του κατηγορουμένου, κατά την ανάκρισή του, ως μαρτυρίας κατά τη δίκη του, για αδικήματα σχετιζόμενα με τη διαχείριση των υποθέσεων της εταιρείας. Σύμφωνα με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το πρακτικό της κατάθεσης του κατηγορουμένου ενώπιον του επιθεωρητή ήταν απαράδεκτο ως μαρτυρία, επειδή έπληττε το δικαίωμα του κατηγορουμένου κατά της αυτοενοχοποίησής του. Η απόφαση δεν αφορούσε τη λήψη ό,τι χαρακτηρίζεται ως πραγματική μαρτυρία από το άτομο του κατηγορουμένου. Παρατηρήσεις, που έγιναν σε σχέση με αυτή τη διάσταση του θέματος, αποτελούν obiter dicta. Οι παρατηρήσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου επί του θέματος έρχονται σε αντίθεση με την προηγούμενη απόφαση του στην Funke v. France [1993] 16 E.H.R.R. 297, στην οποία αποφασίστηκε ότι το δικαίωμα της δικαίας δίκης περιλαμβάνει “the right of anyone charged with a criminal offence . . . to remain silent and not to contribute to incriminating himself”* - (Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη: «το δικαίωμα του καθενός, ο οποίος κατηγορείται με ποινικό αδίκημα, να παραμείνει σιωπηλός και να μη συμβάλει στην ενοχοποίηση του εαυτού του»). Κατά την έρευνα της κατοικίας του υπόπτου, ανευρέθηκαν λογαριασμοί καταθέσεων σε ξένες τράπεζες. Παράλειψη παροχής των λεπτομερειών που του ζητήθηκαν συνιστούσε αδίκημα. Για την παράλειψη αυτή διώχθηκε και καταδικάστηκε. Κρίθηκε ότι το δικαίωμα κατά της αυτοενοχοποίησης, που αποτελεί πτυχή της δικαίας δίκης κατά το Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, παραβιάστηκε και ότι ο ύποπτος δεν είχε υποχρέωση να παράσχει τις λεπτομέρειες του τραπεζικού του λογαριασμού.

Αναμφισβήτητο είναι ότι δεν είναι επιτρεπτός ο εξαναγκασμός του κρατουμένου να παράσχει στοιχεία για το γενετικό του υλικό. Τέτοια ενέργεια θα συνιστούσε βιασμό της σωματικής του ακεραιότητας, τον οποίο απαγορεύει το Άρθρο 7.1 του Συντάγματος. Ακόμα, θα συνιστούσε ταπεινωτική μεταχείριση, ενάντια προς τις διατάξεις του Άρθρου 8 του Συντάγματος. Θα παραβίαζε, εξ ίσου, και το δικαίωμα της προσωπικής ασφάλειας του κρατουμένου, κατά παράβαση του Άρθρου 11.1 του Συντάγματος.

Στη «Ψύλλας», κρίθηκε, ως έχουμε διαγράψει, ότι εξασφάλιση γενετικού υλικού παρά τη θέληση του κρατουμένου, με πλάγια μέσα, παραβιάζει το δικαίωμά του κατά της αυτοενοχοποίησής του.  [*82]Η κράτηση δεν έχει ως σκοπό την εξασφάλιση μαρτυρίας από το συλληφθέντα ή τον κρατούμενο. Το Άρθρο 11.2(γ) του Συντάγματος καθορίζει το σκοπό για τον οποίο είναι παραδεκτή η σύλληψη ή η κράτηση ατόμου. Το Άρθρο 11.2 καθιστά τον περιορισμό της ελευθερίας του ατόμου, ως ο νόμος ορίζει στις περιπτώσεις (γ). 

«2. Ουδείς στερείται της ελευθερίας αυτού, ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζη εις τας περιπτώσεις:

........................................................................................................

(γ)   συλλήψεως ή κρατήσεως ατόμου ενεργουμένης προς τον σκοπόν προσαγωγής αυτού ενώπιον της αρμοδίας κατά νόμον αρχής επί τη ευλόγω υπονοία ότι διέπραξεν αδίκημα ή οσάκις η σύλληψις ή κράτησις θεωρηθή ευλόγως αναγκαία προς παρεμπόδισιν διαπράξεως αδικήματος ή αποδράσεως μετά την διάπραξιν αυτού,»

Στην παρούσα υπόθεση, ο Χαραλάμπους συνελήφθη και μεταφέρθηκε στον αστυνομικό σταθμό. Νομιμοποιητικό έρεισμα της κράτησής του ήταν η προσαγωγή του στο δικαστήριο.

Το Άρθρο 11.5 προβλέπει:-

«5. Ο συλληφθείς προσάγεται ενώπιον του δικαστού ως οίον τε συντομώτερον ευθύς μετά την σύλληψιν αυτού, πάντως δε το βραδύτερον εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από της συλλήψεως, εφ’ όσον δεν αφεθή πρότερον ελεύθερος.»

 

Ούτε στη γραπτή αλλά ούτε και στην προφορική του αγόρευση ο κ. Κληρίδης πρόβαλε οποιοδήποτε επιχείρημα, το οποίο να δικαιολογεί απόκλιση από το λόγο της «Ψύλλας».

Ο κ. Καλλής, ο δικηγόρος του κατηγορουμένου Χαραλάμπους, στην αγόρευσή του, υποστήριξε την «Ψύλλας», ως κατά πάντα ισχύουσα και ως διαγράφουσα την απάντηση και στα τρία ερωτήματα που υποβλήθηκαν.

Με την αγόρευση του κ. Κληρίδη, έχουμε κληθεί να αποφασίσουμε ότι το δικαίωμα κατά της μη αυτοενοχοποίησης, το οποίο ενσωματώνεται στο Άρθρο 12.4 του Συντάγματος, δεν τυγχάνει εφαρμογής σε ο,τιδήποτε άλλο από δηλώσεις του κατηγορουμένου. Η εισήγησή του έρχεται σε άμεση αντίθεση με το λόγο της «Ψύλλας», πρόσφατης απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που δόθηκε στις 18 Ιουλίου, 2003, απόφαση δεσμευτική, σύμφωνα με τις αρ[*83]χές του δεσμευτικού δικαστικού προηγούμενου. Κανένα λόγο δεν παρέθεσε (ο κ. Κληρίδης), που θα μπορούσε να δικαιολογήσει απόκλιση από το δικαστικό προηγούμενο της «Ψύλλας», εκτός του ότι, κατά την εισήγησή του, η απόφαση είναι εσφαλμένη.

Η αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου δεν αποτελεί σχήμα λόγου αλλά αρχή μεγάλης σημασίας για την απονομή της δικαιοσύνης και τα δικαιώματα του ανθρώπου. Η αρχή του δικαστικού προηγούμενου έχει ως λόγο τη βεβαιότητα ως προς το δίκαιο και την ομοιόμορφη εφαρμογή του. Η βεβαιότητα για το δίκαιο ενέχει μεγάλη σπουδαιότητα για τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του ανθρώπου. είναι αλληλένδετη με αυτή τούτη την ελευθερία του. Η ομοιομορφία στην εφαρμογή του δικαίου είναι συνυφασμένη με την ισονομία, η οποία κατοχυρώνεται ως κεφαλαιώδες δικαίωμα του ανθρώπου από το Άρθρο 28 του Συντάγματος. Η ισότητα ενώπιον του νόμου και η ίση προστασία και μεταχείριση των παραβατών από τη δικαιοσύνη αποτελούν μέρος του πυρήνα του δικαιώματος που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28. 

Αναγνωρίζεται δικαίωμα απόκλισης από το λόγο δεσμευτικού δικαστικού προηγούμενου, στις περιπτώσεις που καθορίζει η νομολογία. Οι προϋποθέσεις αυτές συνοψίζονται στην απόφασή μας στη Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315 (απόφαση πλειοψηφίας). Στο ακόλουθο απόσπασμα, που υιοθετείται από την προηγούμενη απόφασή μας στη Νικολάου κ.ά. ν. Νικολάου και Άλλου (Αρ. 2) (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1338, προσδιορίζονται οι προϋποθέσεις, κάτω από τις οποίες χωρεί παρέκκλιση από δικαστικό προηγούμενο:- (σελ. 1406)

«Τα περιθώρια και προϋποθέσεις για απόκλιση από προηγούμενες αποφάσεις της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ανάλογες με εκείνες που παρέχονται στη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων να αποκλίνει από προηγούμενες αποφάσεις της που περιέχονται στη διακήρυξη του 1966, [1966] 3 All E.R., 77. Στο προοίμιο της Διακήρυξης Πρακτικής επαναβεβαιώνεται η προσήλωση στο δικαστικό προηγούμενο ως το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομείται το δίκαιο και προσδιορίζεται η εφαρμογή του σε συγκεκριμένους τομείς. Προηγούμενες αποφάσεις του δικαστηρίου θεωρούνται κατά κανόνα δεσμευτικές. Μόνο λόγοι κεφαλαιώδους σημασίας, όπως η ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων στις οποίες εδράζεται αρχή δικαίου, μπορεί να δικαιολογήσουν απόκλιση από το λόγο προηγούμενης απόφασης του δικαστηρίου. (Fitzleet Estates Ltd v. Cherry [1977] 3 All E.R. 996, (H.L.) - Βλ. επίσης Bremer Vulkan v. South India [*84]Shipping [1981] 1 All E.R. 289, Paal Wilson & Co v. Blumenthal [1983] 1 All E.R. 34, Food Corp of India v. Antclizo Shipping [1988] 2 All E.R. 513). Ευχέρεια για απόκλιση παρέχεται και όταν κριθεί ότι προηγούμενη απόφαση βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου ή οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα. (O΄Brien v. Robinson [1973] 1 All E.R. 583, (H.L.)).»

Τρεις είναι οι κατ’ εξοχήν λόγοι, για τους οποίους μπορεί να δικαιολογηθεί απόκλιση από δικαστικό προηγούμενο:-

(α)       Ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων, στις οποίες εδράζεται αρχή δικαίου.

Η απόφαση στην «Ψύλλας» δόθηκε προ έξι, περίπου, μηνών.  Οι περιστάσεις, στις οποίες εδράζεται ο λόγος της «Ψύλλας», ήταν όμοιες με τις περιστάσεις στις οποίες βασίστηκε η απόφαση του Κακουργιοδικείου λίγες μέρες αργότερα, όπως όμοιες είναι οι περιστάσεις που επικρατούν και σήμερα.  Ειρήσθω, κανένας δεν έχει επικαλεστεί την αλλαγή των περιστάσεων ως αιτία για απόκλιση από το λόγο της «Ψύλλας». Στη Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3), (ανωτέρω), επισημάνθηκε:- (σελ. 335)

«Είναι αυτονόητο ότι το δικαστήριο αντιμετωπίζει με επιφύλαξη το ενδεχόμενο ανατροπής πρόσφατης απόφασης.»

(β)       Αδιαμφισβήτητο λάθος στον προσδιορισμό αρχής δικαίου.  

Λάθος μπορεί να θεωρηθεί ως αδιαμφισβήτητο, όπου δεν μπορεί να προβληθεί αντίλογος για την ύπαρξή του, εκτός, βέβαια, ο αυθαίρετος αντίλογος. Η διαφωνία, αφ’ εαυτής, δε στοιχειοθετεί λόγο για απόκλιση από δεσμευτικό προηγούμενο. Αν έτσι είχαν τα πράγματα, δε θα υπήρχε δεσμευτικό προηγούμενο.   

Όπως έχουμε υποδείξει, ο όρος «αυτοενοχοποίηση» δεν περιορίζεται στον προφορικό λόγο. Ο όρος περιλαμβάνει κάθε πράξη ή παράλειψη του κρατουμένου, που τείνει να τον ενοχοποιήσει. Η νομολογία άλλων χωρών, ως προς την εμβέλεια του δικαιώματος κατά της αυτοενοχοποίησης, διίσταται. Η απόφαση στην «Ψύλλας» κατοπτρίζει τη θεώρηση και εφαρμογή από την Κυπριακή Δικαιοσύνη του θεμελιώδους δικαιώματος του ανθρώπου κατά της αυτοενοχοποίησης. Το ίδιο επιβάλλει και το δικαίωμα για δικαία δίκη, ως έχουμε αναφέρει. Τα Άρθρα 33 και 35 του Συντάγματος δεν αφήνουν αμφιβολία ως προς τη διασταλτική ερμηνεία των [*85]δικαιωμάτων του ανθρώπου, ως άλλωστε υποδηλώνει η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. 

Στην Police v. Georghiades, (ανωτέρω), που αποτελεί σταθμό στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κρίθηκε ότι μαρτυρία, η οποία λαμβάνεται ή προκύπτει από την παραβίαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, δεν είναι παραδεκτή. Απόλυτος κανόνας  αποκλεισμού τέτοιας μαρτυρίας δεν αντανακλάται στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ούτε στη νομολογία πολλών χωρών της Ευρώπης. Το Άρθρο 35 του Συντάγματος δεσμεύει την Κυπριακή Δικαιοσύνη να μεριμνά για την αποτελεσματική εφαρμογή των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Ερωτάται: Πώς κατοχυρώνεται το δικαίωμα κατά της αυτοενοχοποίησης, όταν εξαιρεθούν από την εμβέλειά του πράξεις άλλες από τον προφορικό λόγο; Όταν αναγνωρίστηκε και, αργότερα, κατοχυρώθηκε ως θεμελιώδες το δικαίωμα κατά της αυτοενοχοποίησης, ο προφορικός λόγος ήταν το μόνο μέσο αυτοενοχοποίησης του υπόπτου ή του κρατουμένου. Επιστημονικές ανακαλύψεις διεύρυναν το πεδίο ενοχοποίησης του κατηγορουμένου, με τη λήψη στοιχείων από το σώμα του. Αυτή είναι η περίπτωση περισυλλογής ύλης, προς διαπίστωση του γενετικού του υλικού (D.N.A.). Ερωτάται: Θα καθηλώσουμε την εφαρμογή του δικαιώματος κατά της αυτοενοχοποίησης στα δεδομένα και στο πεδίο γνώσης παρωχημένων εποχών; Αν έτσι έχουν τα πράγματα, πολλά από τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου θα χάσουν τη σημασία και τη δραστικότητά τους. Τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες του ανθρώπου αποτελούν μέρος της ταυτότητάς του. Εξ ορισμού, έχουν διαχρονικό χαρακτήρα, ο οποίος αποβάλλεται, όταν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες ταυτίζονται με τα δεδομένα οποιασδήποτε εποχής.

Για τη λήψη κατάθεσης από ύποπτο έχουν στοιχειοθετηθεί κανόνες για τη διασφάλιση του δικαιώματός του κατά της αυτοενοχοποίησης, με την προειδοποίηση, γνωστή ως caution. Δε διαλανθάνει της προσοχής μας ότι, στην προκείμενη περίπτωση, ο λοχίας, ο οποίος μεθόδευσε την υπερφαλάγγιση της άρνησης του κρατουμένου να δώσει στοιχεία αποκαλυπτικά του γενετικού του υλικού, επέστησε την προσοχή του στο νόμο μετά τη συλλογή του αποτσίγαρου και όχι πριν. Η προειδοποίηση, ως εξηγήσαμε στην «Ψύλλας», σκοπεί στην προστασία του δικαιώματος κατά της αυτοενοχοποίησης και όχι στη συγκάλυψη της παραβίασής του.

Άλλη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, χαρακτηριστική της πρόσδοσης στα ανθρώπινα δικαιώματα της εγγενούς τους εμ[*86]βέλειας, είναι η Γιάλλουρος ν. Νικολάου (2001) 1 A.A.Δ. 558, όπου αποφασίστηκε ότι: Παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου παρέχει στο θύμα, άνευ ετέρου, δικαίωμα νομικής προστασίας, περιλαμβανομένης και της αποζημίωσης, άσχετα από την ύπαρξη υλικής ζημίας.

(γ)        Όταν το δικαστικό προηγούμενο οδηγεί σε πασιφανή άδικα αποτελέσματα.

Καμιά αδικία δεν έχει προβληθεί, ως προκύπτουσα από την εφαρμογή του δικαστικού προηγούμενου της «Ψύλλας». Άδικο θα ήταν το αντίθετο, αφήνοντας τον κρατούμενο έρμαιο των μηχανεύσεων εκείνων που τον κρατούν. Η κράτηση δεν καθιστά τον ύποπτο κτήμα των Αστυνομικών Αρχών. Υπενθυμίζουμε ότι νομιμοποιητικό έρεισμα της σύλληψης ή της κράτησης ατόμου, βάσει του Άρθρου 11.2(γ) του Συντάγματος, είναι η προσαγωγή του ενώπιον της Δικαιοσύνης και όχι άλλος λόγος. 

Ενδεικτική της προσέγγισης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε κάθε απόπειρα υπερκέρασης από τα αστυνομικά όργανα της άρνησης του κρατουμένου να παράσχει αποδεικτικό υλικό σε βάρος του με τη χρήση πλαγίων μέσων, είναι η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Perry v. The United Kingdom, Application No. 63737/00, 17/7/2003. Ο κρατούμενος αρνήθηκε να λάβει μέρος σε αναγνωριστική παράταξη. Τα αστυνομικά όργανα τον φωτογράφισαν, ενώ εκρατείτο, χωρίς τη συγκατάθεσή του, ώστε να καταστεί δυνατή η αναγνώρισή του από τη φωτογραφία. Η μαρτυρία για την αναγνώριση του κρατουμένου, μέσω της φωτογραφίας, κρίθηκε απαράδεκτη. Ήταν το προϊόν της παραβίασης της ιδιωτικής του ζωής. Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η ιδιωτική ζωή του ατόμου δεν τελειώνει έξω από το σπίτι του, όπως δεν τελειώνουν και οι προσδοκίες για το σεβασμό της προσωπικής του ζωής. 

Άλλη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, διαφωτιστική για το απαράδεκτο μαρτυρίας που εξασφαλίζεται αντίθετα προς τη βούληση του κρατουμένου, είναι η Allan v. The United Kingdom, Application No. 48539/99, Judgment Strasbourg, 5 November 2002, Final 05/02/2003. Αξιοσημείωτο είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση:-

“The right to silence is triggered when the accused is subjected to the coercive powers of the state through his or her detention.”

[*87]

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη:-

«Το δικαίωμα της σιωπής ενεργοποιείται όταν ο κατηγορούμενος υποβάλλεται στην εξαναγκαστική δύναμη της Πολιτείας με την κράτησή του.»)

Στην υπόθεση εκείνη ο κρατούμενος παγιδεύτηκε, κατά την κράτησή του, να προέλθει σε συνομιλία με πράκτορα της Αστυνομίας. Η μαγνητοταινία, με το περιεχόμενο της συνομιλίας, κρίθηκε απαράδεκτη ως μαρτυρία.

Παρενθετικά, μπορεί να γίνει αναφορά και στις πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις, σχετικά με τα προσωπικά δεδομένα του ατόμου. Κάθε τι προσδιοριστικό της κατά φύση ταυτότητας του ανθρώπου αποτελεί δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα, η επεξεργασία του οποίου απαγορεύεται, εκτός όπου τούτο είναι επιτρεπτό από τις πρόνοιες του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου του 2001, (Ν. 138(Ι)/2001). Σχετική με το θέμα είναι η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην P.G. and J.H. v. The United Kingdom, 2001-IX E.C.H.R. 195, στην οποία κρίθηκε ότι η λήψη δείγματος της φωνής του κρατουμένου, χωρίς τη συγκατάθεσή του, συνιστούσε παραβίαση του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής. Επρόκειτο, ως επισημαίνεται, για δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα, η επεξεργασία του οποίου δεν επιτρεπόταν από τις διατάξεις του αγγλικού νόμου Data Protection Act 1984. Δε θα επεκταθώ στο θέμα, ούτε θα εξετάσω τις προεκτάσεις του, εφόσον τέτοιο ζήτημα δεν ηγέρθη, ούτε συζητήθηκε ενώπιόν μας. Περιορίζομαι στο να επισημάνω και αυτή τη διάσταση του θέματος, εφόσον δε χωρεί αμφιβολία ότι το σάλιο του κρατουμένου, που αφέθηκε στο αποτσίγαρο, αποτελεί δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα.

Δεν έχει τεθεί και, οριστικά, δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος, που θα μπορούσε να δικαιολογήσει απόκλιση από το λόγο της απόφασης στην «Ψύλλας».

Παρέκκλιση από το λόγο της «Ψύλλας» μπορεί να συμβιβαστεί μόνο με άρνηση της αρχής του δικαστικού προηγούμενου. 

Πέραν τούτου, αποδοχή των εισηγήσεων του κ. Κληρίδη ως προς το εύρος του δικαιώματος κατά της αυτοενοχοποίησης, θα ακρωτηρίαζε το δικαίωμα και θα το συρρίκνωνε σε ασφυκτικά [*88]όρια.

Στην περίπτωση του προφορικού λόγου, πριν ο ύποπτος κρατούμενος πει ο,τιδήποτε, που θα μπορούσε να τον ενοχοποιήσει, του γνωστοποιείται το δικαίωμά του κατά της αυτοενοχοποίησης. Αυτό είναι θεσμοθετημένο από το Άρθρο 8 του ΚΕΦ. 155 και τους Δικαστικούς Κανόνες, νομοθετική διάταξη που διασώθηκε βάσει του Άρθρου 188.1 του Συντάγματος. Προσαρμογή της προς το Σύνταγμα (Άρθρο 188.1, 4, 5(β)), επιβάλλει την προειδοποίηση του κρατουμένου για το δικαίωμά του κατά της αυτοενοχοποίησης σε κάθε περίπτωση που είναι δυνατό ο κρατούμενος, με δική του πράξη ή ενέργεια, να ενοχοποιήσει τον εαυτό του. Ως η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου διασαφηνίζει, προειδοποίηση για το δικαίωμα του κρατουμένου να μην πει τίποτε πρέπει να του παρέχεται οποτεδήποτε τα στοιχεία στα χέρια του ανακριτή εγείρουν, εξ αντικειμένου, (όχι υποκειμενικά), υπόνοιες εναντίον του – (βλ. The Republic v. Phivos Petrou Pierides (1971) 2 C.L.R. 181· Σάκκος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510. Βλ., επίσης, Michael Vassili Volettos v. The Republic (1961) C.L.R. 169· Costas Andreou Kokkinos v. The Police (1967) 2 C.L.R. 217· Michael Antoni Petri v. The Police (1968) 2 C.L.R. 40, 74).

Πάνω σε ποια βάση θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί η παροχή στοιχείων, προερχομένων από το άτομο του κρατουμένου;  Το δικαίωμα κατά της αυτοενοχοποίησης έχει ως απώτερο λόγο την προστασία του ατόμου από δικές του πράξεις, ενέργειες, που μπορεί να τον ενοχοποιήσουν. Υπάρχει βαριά κληρονομιά, που επέβαλε την καθιέρωση θεσμικών μέτρων κατά της αυτοενοχοποίησης του κρατουμένου. Δε θα κάμω αναδρομή σ’ αυτή.  Ό,τι αποκαλύπτει, είναι ότι, χωρίς την προστασία κατά της αυτοενοχοποίησης, ο άνθρωπος καθίσταται έρμαιο της βούλησης εκείνων που τον κρατούν. Ο χωρίς προστασία περιορισμός της ελευθερίας του ατόμου διανοίγει την οδό της ταπείνωσης και του εξευτελισμού του. Δε χωρεί λογική διάκριση μεταξύ ομιλίας και άλλης ενέργειας. Όταν δε η εξασφάλιση μαρτυρίας από το σώμα του κρατουμένου έχει ως σκοπό την υπερφαλάγγιση της άρνησής του να παράσχει τέτοια μαρτυρία, παραβιάζονται, εκτός από το δικαίωμά του κατά της αυτοενοχοποίησης, και τα άλλα δικαιώματα του κρατουμένου, τα οποία διαγράφει η νομολογία (βλ. Merthodja v. Police· Parpas v. Republic και Καττής κ.ά. ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω)) - εκτροχιάζοντας τη δίκη του κατηγορουμένου από τα θέσμια τις δικαίας δίκης.

Ο περιορισμός της ελευθερίας του συλληφθέντος ή κρατουμένου, ως έχουμε υποδείξει, επιτρέπεται για συγκεκριμένους λόγους, για την προσαγωγή του ενώπιον του δικαστηρίου, όχι για την απόσπαση μαρτυρίας από το άτομό του κατά του εαυτού του. Κανένα δικαστήριο δε θα μπορούσε να διατάξει τη σύλληψη ή την κράτηση ατόμου για τέτοιο σκοπό. Τιθέμενος υπό κράτηση, ο ύποπτος δεν αποβάλλει τα θεμελιώδη δικαιώματά του, ούτε καθίσταται ο ίδιος αντικείμενο ερευνών για την ανίχνευση της φυσικής του ταυτότητας, προς συλλογή μαρτυρίας για την απόδειξη της υπόθεσης εναντίον του. Κράτηση για τέτοιο σκοπό φέρνει στο νου παρωχημένες εποχές, που, κατά την κράτησή του, ο άνθρωπος έχανε την ταυτότητά του ως υποκείμενο του δικαίου. Καθίστατο αντικείμενο στα χέρια εκείνων που τον είχαν υπό κράτηση.

Το πρώτο ερώτημα*, που τίθεται και το οποίο επαναλαμβάνω σε υποσημείωση, συναρτάται με τα γεγονότα της υπόθεσης και είναι δεκτικό άμεσης απάντησης.

Η απάντηση στο ερώτημα είναι ότι το δικαίωμα κατά της αυτοενοχοποίησης δεν περιορίζεται μόνο σε προφορική μαρτυρία του κατηγορουμένου, αλλά εκτείνεται και σε κάθε άλλο στοιχείο μαρτυρίας, που πηγάζει ή προέρχεται από το άτομο του κρατουμένου.

Τα ερωτήματα 2 και 3 δε συναρτώνται άμεσα με τα γεγονότα της υπόθεσης, τα οποία έδωσαν λαβή στα ερωτήματα. Παραπομπή χωρεί για ζήτημα που εγείρεται κατά τη δίκη, ως ορίζει το Άρθρο 148 του Κεφ. 155. Νομικό ερώτημα προς γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να εγερθεί μόνο μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο.

Τα ερωτήματα 2 και 3 τα οποία αναπαράγονται στην υποσημείωση*, διατυπώνονται έξω από τα γεγονότα που στοιχειοθετούν το υπόμνημα.

Τα γεγονότα, στα οποία υποστυλώνονται τα ερωτήματα, και οι παράμετροί τους, ως προσδιορίζονται στο υπόμνημα του Κακουργιοδικείου, είναι τα ακόλουθα:-

«3. Το Κακουργιοδικείο με απόφαση ημερ. 31 Ιουλίου 2003, κατέληξε ότι το προτεινόμενο από την Κατηγορούσα Αρχή στοιχείο μαρτυρίας δεν μπορούσε να γίνει αποδεχτό.

 4. Αυτή η κατάληξη ήταν αποτέλεσμα της εξαγωγής συμπερασμάτων ως πραγματικών θεμάτων από τα πρωτογενή γεγονότα, όπως τα αντίκρισε το Κακουργιοδικείο με βάση τη μη αμφισβητηθείσα μαρτυρία. Πιο συγκεκριμένα: Το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι κατά τη διάρκεια της κράτησης του Κατηγορούμενου 3, υπήρξε από την αστυνομία συγκεκριμένη μεθόδευση που στόχο είχε την παραλαβή του αποτσίγαρου που κάπνισε ο Κατηγορούμενος 3, με απώτερο σκοπό την προώθηση του για επιστημονικές εξετάσεις απομόνωσης γενετικού υλικού. Η εισαγωγή μαρτυρίας που είχε προκύψει από τη λήψη του συγκεκριμένου αποτσίγαρου, που έγινε χωρίς την εκ των προτέρων προειδοποίηση του Κατηγορούμενου 3 ως προς τις συνέπειες της άφεσης και παραλαβής του από την αστυνομία, συνδυαζόμενη με την επιθυμία των ανακριτικών αρχών να εξασφαλίσουν γενετικό υλικό του συγκεκριμένου Κατηγορούμενου, παρά την προγενέστερα εκδηλωθείσα άρνηση του για λήψη δείγματος αίματος για επιστημονικές εξετάσεις απομόνωσης γενετικού υλικού, διαπιστώθηκε από το Κακουργιοδικείο ότι ήταν αποτέλεσμα της παραβίασης του συνταγματικού δικαιώματος της σιωπής και κατ’ επέκταση της μη αυτοενοχοποίησης, όπως αυτά διασφαλίζονται από το άρθρο 12.4 του Συντάγματος.»

Το ερώτημα 2 δε συσχετίζεται προς το υπόβαθρο του υπομνήματος, στο βαθμό που δε συναρτάται με την άρνηση του κρατουμένου να δώσει στοιχεία του γενετικού του υλικού και τις μεθοδεύσεις της Αστυνομίας για την παράκαμψη ή υπερφαλάγγισή της. 

Και το ερώτημα 3 δε συνδέεται με τα γεγονότα της υπόθεσης, πα[*91]ρόλο που μπορεί ευθέως να λεχθεί ότι η προειδοποίηση από τις Αστυνομικές Αρχές προς τον κρατούμενο για το δικαίωμά του κατά της αυτοενοχοποίησης, πριν κληθεί να δώσει στοιχεία εκπορευόμενα από το άτομό του, είναι πρόδηλη. Το γεγονός ότι, μόλις παραλήφθηκε το αποτσίγαρο, επεστήθη η προσοχή του κατηγορουμένου στο νόμο, καταδεικνύει ότι ο αστυνομικός ανακριτής είχε συνείδηση του καθήκοντός του να προειδοποιήσει τον κρατούμενο για το δικαίωμα κατά της αυτοενοχοποίησής του. Το ότι δεν το έπραξε νωρίτερα και δεν επέστησε την προσοχή του κρατουμένου στο δικαίωμά του για τη συγκατάθεσή του στην περισυλλογή του αποτσίγαρου, είναι χαρακτηριστικό της κακής του πίστης. 

Το μόνο ερώτημα, το οποίο θα μπορούσε να τεθεί ως εγειρόμενο από τα γεγονότα της υπόθεσης, είναι κατά πόσο η εξασφάλιση γενετικού υλικού με μεθοδεύσεις της Αστυνομίας προς υπερφαλάγγιση της άρνησης του κρατουμένου να παράσχει τέτοια στοιχεία, πλήττει το δικαίωμά του κατά της αυτοενοχοποίησης. 

Σ’ αυτό το ερώτημα η απάντηση δε θα μπορούσε να είναι άλλη από θετική. Παραβιάζεται το δικαίωμά του κατά της αυτοενοχοποίησής του.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Συμφωνώ με την απόφαση του Πική, Π.. Κρίνω ορθό όπως παραθέσω και τους δικούς μου λόγους για τους οποίους άγομαι στην ίδια κατάληξη σχετικά με την απάντηση στο πρώτο ερώτημα του Υπομνήματος.

Θεωρώ ότι το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης, που κατοχυρώνεται από το αρ. 12.4 του Συντάγματος, δεν περιορίζεται μόνο σε προφορική μαρτυρία του κατηγορουμένου αλλά εκτείνεται και σε άλλη πραγματική μαρτυρία που πηγάζει από τον ίδιο.

Οι λόγοι είναι οι εξής:

Έχει καλώς καθιερωθεί από το κοινοδίκαιο ότι το δικαστήριο, στην άσκηση της συμφυούς εξουσίας του καθώς και του καθήκοντος να διασφαλίσει όπως σε κάθε υπόθεση ο κατηγορούμενος τυγχάνει δίκαιης δίκης έχει πάντοτε διακριτική ευχέρεια να αποκλείσει μαρτυρία η οποία κατά τα άλλα είναι αποδεκτή (Blackstone’s Criminal Practice 2003, σελ. 1970, 1972). Σύμφωνα με τον Blackstone’s (πιο πάνω) στη σελ. 1970 οι πρώτες σαφείς διακηρύξεις για την ύπαρξη αυτής της διακριτικής ευχέρειας αποκλεισμού βρίσκονται στις αποφάσεις του Lord Moulton και Lord Reading C.J. στην R. v. Christie [1914] A.C. 545 στις σελ. [*92]559 και 564, αντιστοίχως. Ακολούθως η διακριτική ευχέρεια αναπτύχθηκε στη βάση μιας υπόθεσης μετά την άλλη σε σχέση με συγκεκριμένη και διαφορετικών τύπων κατά τα άλλα αποδεκτής μαρτυρίας (βλ. π.χ. Harris v. D.P.P. [1952] A.C. 694, 707, και D.P.P. v. Boardman [1975] A.C. 421, 438, 441, 453, 463, σε σχέση με μαρτυρία για όμοια γεγονότα). 

Ως προς το ποια μαρτυρία μπορεί να αποκλειστεί στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου αυτή περιλαμβάνει τόσο την προφορική όσο και την πραγματική μαρτυρία που πηγάζει από τον ίδιο τον κατηγορούμενο. Αυτό έχει επιβεβαιωθεί με πανηγυρικό τρόπο στην θεμελιακή απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής των Λόρδων στην υπόθεση Regina v. Sang [1980] A.C. 402. Ο πυρήνας της τελικής κατάληξης της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Sang βρίσκεται στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Lord Diplock στη σελ. 1231:

“(1) A trial judge in a criminal trial has always a discretion to refuse to admit evidence if in his opinion its prejudicial effect outweighs its probative value.

(2) Save with regard to admissions and confessions and generally with regard to evidence obtained from the accused after commission of the offence, he has no discretion to refuse to admit relevant admissible evidence on the ground that it was obtained by improper or unfair means. The court is not concerned with how it was obtained. It is no ground for the exercise of discretion to exclude that the evidence was obtained as the result of the activities of an agent provocateur.”

Σε μετάφραση:

«(1)  Το εκδικάζον δικαστήριο σε μια ποινική δίκη έχει πάντοντε διακριτική ευχέρεια να αρνηθεί να δεχθεί μαρτυρία αν κατά την γνώμη του ο δυσμενής της επηρεασμός υπερισχύει της αποδεικτικής της αξίας.

(2) Εκτός σε σχέση με παραδοχή και ομολογία και γενικά σε σχέση με μαρτυρία που λαμβάνεται από τον κατηγορούμενο μετά τη διάπραξη του αδικήματος το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να αρνηθεί την αποδοχή σχετικής αποδεκτής μαρτυρίας για το λόγο ότι εξασφαλίσθηκε με ανάρμοστα ή άδικα μέσα. Δεν απασχολεί το δικαστήριο ο τρόπος εξασφάλισης της. Δεν αποτελεί λόγο για την άσκηση διακριτικής ευχέρειας για αποκλεισμό το ότι η μαρτυρία εξασφαλίστηκε ως αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων πράκτορα της Αστυνομίας.»

Στις αποφάσεις των μελών της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων έχει επεξηγηθεί η φράση «and generally with regard to evidence obtained from the accused after commission of the offence» που συναντούμε στη δεύτερη παράγραφο του πιο πάνω αποσπάσματος.

Ο Lord Diplock (στη σελ. 436) εξήγησε ότι η φράση αναφέρεται σε μαρτυρία που ισοδυναμεί με αυτο-ενοχοποιητική παραδοχή η οποία λήφθηκε από τον κατηγορούμενο, μετά τη διάπραξη του αδικήματος, με τρόπο που θα δικαιολογούσε το Δικαστήριο να αποκλείσει μια πραγματική ομολογία η οποία είχε το ίδιο αυτο-ενοχοποιητικό αποτέλεσμα και αναφέρθηκε στην R. v. Barken [1941] 2 K.B. 381* (στην οποία δολίως καταρτισθέντα έγγραφα που παρουσιάσθηκαν στον Επιθεωρητή Φόρων κρίθηκαν ότι βρίσκονταν ακριβώς στην ίδια θέση με προφορική ή έγγραφη ομολογία η οποία ήταν το αποτέλεσμα υποσχέσεων, προτροπών ή απειλών) και στην R. v. Payne [1963] 1 W.L.R. 637. O Lord Diplock συνέχισε ως εξής στη σελ. 436:

“The underlying rationale of this branch of the criminal law, though it may originally have been based upon ensuring the reliability of confessions is, in my view, now to be found in the maxim nemo debet prodere se ipsum, no one can be required to be his own betrayer or in its popular English mistranslation ‘the right to silence’. That is why there is no discretion to exclude evidence discovered as the result of an illegal search but there is discretion to exclude evidence which the accused has been induced to produce voluntarily if the method of inducement was unfair.”

[*94]

Σε μετάφραση:

«Η βασική λογική αυτού του κλάδου του ποινικού δικαίου ανκαι αρχικά δυνατόν να βασιζόταν επί της διασφάλισης της αξιοπιστίας των ομολογιών, κατά την άποψη μου, τώρα βασίζεται επί της αρχής nemo debet prodere se ipsum, δεν μπορεί να απαιτείται από κάποιο να γίνει προδότης του εαυτού του ή σύμφωνα με την δημοφιλή αγγλική κακή μετάφραση ‘το δικαίωμα της σιωπής’. Είναι γι’ αυτό το λόγο που δεν υπάρχει διακριτική ευχέρεια αποκλεισμού μαρτυρίας που ανακαλύπτεται ως αποτέλεσμα μιας παράνομης έρευνας αλλά υπάρχει διακριτική ευχέρεια αποκλεισμού μαρτυρίας την οποία ο κατηγορούμενος είχε πεισθεί να παρουσιάσει θεληματικά αν η μέθοδος της πειθούς ήταν άδικη.»

Ο Lord Fraser of Tullybelton συμφώνησε με τον Lord Diplock ότι η απόφαση στην Payne (πιο πάνω) βασίσθηκε μερικώς επί της αρχής nemo tenetur se ipsum accusare και ότι η πιο πάνω φράση εφαρμόζεται «μόνο σε μαρτυρία και έγγραφα που λήφθηκαν από τον κατηγορούμενο ή από υποστατικά που κατέχει (the phrase applied only to evidence and documents obtained from the accused person or from premises occupied by him).

Πολύ διαφωτιστική είναι η προσέγγιση του Lord Scarman στις σελ. 456-457:

“If an accused is misled or tricked into providing evidence (whether it be an admission or the provision of finger-prints or medical evidence or some other evidence), the rule against self-incrimination - nemo tenetur se ipsum prodere – is likely to be infringed. Each case must, of course, depend on its circumstances.  All I would say is that the principle of fairness, though concerned exclusively with the use of evidence at trial, is not susceptible to categorization or classification and is wide enough in some circumstances to embrace the way in which after the crime, evidence has been obtained from the accused.”

Σε μετάφραση:

«Αν ένας κατηγορούμενος παραπλανηθεί ή εξαπατηθεί και προμηθεύσει μαρτυρία (είτε αυτή είναι παραδοχή ή η παροχή δακτυλικών αποτυπωμάτων ή ιατρική μαρτυρία ή κάποια άλλη μαρτυρία) ο κανόνας κατά της αυτοενοχοποιήσης - nemo  tenetur se ipsum prodere – δυνατόν να παραβιασθεί. Η κάθε υπόθεση πρέπει, βεβαίως, να εξαρτάται από τα περιστατικά της. Αυτό που θα έλεγα είναι ότι η αρχή της δίκαιης μεταχείρισης, ανκαι αναφέρεται αποκλειστικά στη χρήση της μαρτυρίας κατά τη δίκη, δεν υπόκειται σε κατηγοριοποίηση ή ταξινόμηση και είναι αρκετά ευρεία σε ορισμένες περιστάσεις έτσι που να περιλαμβάνει τον τρόπο με τον οποίο, μετά το έγκλημα, έχει ληφθεί μαρτυρία από τον κατηγορούμενο.»

Οι πιο πάνω θέσεις των Lord Diplock, Fraser και Scarman υιοθετήθηκαν στην Fox v. Chief Constable of Gwent [1985] 1 All E.R. 230, 236. Κρίθηκε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να αποκλείσει σχετική και αποδεκτή μαρτυρία – επρόκειτο για δείγμα αναπνοής – η οποία είχε ληφθεί με τρόπο άδικο από τον κατηγορούμενο μετά τη διάπραξη του αδικήματος για το οποίο κατηγορείται. Υιοθετήθηκε, επίσης, στις R. v. Governor of Pentoville Prison, ex parte Chinoy [1992] 1 All E.R. 317, 329, 330, R. v. Khan [1994] 4 All E.R. 426, [1996] 3 All E.R. 289 (H.L.).

Είναι λοιπόν πρόδηλο – από τα πιο πάνω αποσπάσματα – ότι το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης δεν συναρτάται με και δεν περιορίζεται μόνο σε προφορική μαρτυρία αλλά εκτείνεται και σε άλλη πραγματική μαρτυρία που πηγάζει από τον ίδιο τον κατηγορούμενο. Τονίζεται ότι οι πιο πάνω αρχές αποτελούν αρχές του κοινοδικαίου το οποίο τυγχάνει εφαρμογής στην Κύπρο δυνάμει του αρ. 29 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) (Βλ. επί του θέματος της σημασίας των Αγγλικών αποφάσεων και της εφαρμογής του Κοινοδικαίου την Αστυνομία ν. Ξυδιά κ.ά. (1992) 2 Α.Α.Δ. 26, 33, 34). Οι περί του αντιθέτου θέσεις της Αμερικανικής Νομολογίας δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην Κύπρο. Είναι ερμηνευτικές του όρου “witness” που συναντούμε στην 5η τροποποίηση του Αμερικανικού Συντάγματος η οποία προβλέπει: “No person .... shall be compelled in any criminal case to be a witness against himself”*. Εν όψει του λεκτικού της 5ης τροποποίησης η επί του προκειμένου θέση της Αμερικανικής Νομολογίας δεν τυγχάνει εφαρμογής στην Κύπρο γιατί δεν έχουμε παρόμοια συνταγματική πρόνοια.

Είναι αλήθεια ότι στην Saunders v. U.K. [1997] 24 E.H. R.R. 313, παρα. 69, λέχθηκαν τα εξής:

“The right not to incriminate oneself is primarily concerned, [*96]however, with respecting the will of an accused person to remain silent. As commonly understood in the legal systems of the Contracting Parties to the Convention and elsewhere, it does not extend to the use in criminal proceedings of material which may be obtained from the accused through the use of compulsory powers but which has an existence independent of the will of the suspect such as, inter alia, documents acquired pursuant to a warrant, breath, blood and urine samples and bodily tissue for the purpose of DNA testing.

If the present case the Court is only called upon to decide whether the use made by the prosecution of the statements obtained from the applicant by the inspectors amounted to an unjustifiable infringement of the right. This question must be examined by the Court in the light of all the circumstances of the case. In particular, it must be determined whether the applicant has been subject to compulsion to give evidence and whether the use made of the resulting testimony at his trial offended the basic principles of a fair procedure inherent in Article 6 para. 1 (art. 6-1) of which the right not to incriminate oneself is a constituent element.”

Σε μετάφραση:

«Το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης πρωτίστως αναφέρεται στο σεβασμό της βούλησης του κατηγορουμένου να παραμείνει σιωπηλός. Όπως γίνεται κοινώς αντιληπτό στα νομικά συστήματα των συμβαλλομένων μερών της Σύμβασης και αλλού, δεν επεκτείνεται στη χρησιμοποίηση σε ποινική διαδικασία υλικού που δύναται να ληφθεί από τον κατηγορούμενο μέσα από τη χρησιμοποίηση καταναγκαστικών εξουσιών αλλά έχει ύπαρξη ανεξάρτητη από τη βούληση του υπόπτου, όπως, ανάμεσα σ’ άλλα, έγγραφα που εξασφαλίζονται δυνάμει εντάλματος, δείγματα αναπνοής, αίματος και ούρων και σωματικών ιστών για σκοπούς ελέγχου του D.N.A.. 

Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο καλείται μόνο να αποφασίσει κατά πόσο η χρήση που έκαμε η Κατηγορούσα Αρχή των καταθέσεων που λήφθηκαν από τον κατηγορούμενο από τους επιθεωρητές ισοδυναμούσαν με αδικαιολόγητη παραβίαση του δικαιώματος. Το ερώτημα αυτό πρέπει να εξεταστεί από το Δικαστήριο υπό το φως όλων των περιστατικών της υπόθεσης. Συγκεκριμένα πρέπει να αποφασισθεί κατά πόσο ο αιτητής έχει πιεσθεί στο να δώσει μαρτυρία και κατά πόσο η χρήση στην οποία υποβλήθηκε η μαρτυρία κατά τη δίκη του παραβίαζε την βασική αρχή [*97]της δίκαιης διαδικασίας σύμφυτης στο αρ. 6(1) του οποίου το δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης είναι συστατικό στοιχείο.»

Ωστόσο να μου επιτραπεί να παρατηρήσω ότι τα όσα λέχθηκαν πιο πάνω δεν αποτελούν μέρος του λόγου (ratio) της απόφασης.  Λέχθηκαν ως εκ περισσού (obiter). Επίδικο θέμα στη Saunders (πιο πάνω) ήταν το παράπονο του αιτητή ότι δεν είχε τύχει δίκαιης δίκης κατά παράβαση του αρ. 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών γιατί καταθέσεις που έδωσε υπό συνθήκες καταναγκασμού στους Επιθεωρητές του Τμήματος Εμπορίου και Βιομηχανίας στη διάρκεια της έρευνας τους έγιναν δεκτές ως μαρτυρία εναντίον του κατά την δίκη του. Κρίθηκε (βλ. παραγ. 76 της απόφασης) ότι είχε σημειωθεί παραβίαση του δικαιώματος μη αυτοενοχοποίησης και ότι (βλ. παρα. 81 της απόφασης) ο αιτητής έχει στερηθεί της δίκαιης δίκης κατά παράβαση του αρ. 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.  Κατά συνέπεια δεν βλέπω πως έχει τη θέση της η πιο πάνω παραγ. 69 της απόφασης.

Το Κοινοδίκαιο με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο έχει αποφανθεί ότι το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης εκτείνεται και σε άλλη πραγματική μαρτυρία που πηγάζει από τον ίδιο τον κατηγορούμενο. Οι αρχές του κοινοδικαίου τυγχάνουν εφαρμογής στην Κύπρο δυνάμει του πιο πάνω αρ. 29(1) (γ) του Νόμου 14/60. Έχω επομένως την άποψη πως τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν μπορούν να αρνούνται στους κατηγορουμένους την εφαρμογή των αρχών του κοινοδικαίου κατ’ επίκληση των όσων, ως εκ περισσού (obiter), λέχθηκαν στη Saunders (πιο πάνω). 

Αναφορικά με την απόφαση στη X. v. Netherlands, No. 8239/78, 16 D.R. 184 [1978] στην οποία έχει, επίσης, αναφερθεί η Κατηγορούσα Αρχή παρατηρώ ότι αποτελεί απόφαση της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με την οποία δεν έγινε δεκτή η αίτηση του αιτητή. Δεν έχει ασχοληθεί με το θέμα του πρώτου ερωτήματος και επομένως δεν είναι βοηθητική.

Γνωμοδότηση στο νομικό ερώτημα που εξετάστηκε ως ανωτέρω.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο