Χαραλαμπίδης Μάριος ν. Φανούριου Δρουσιώτη (2004) 2 ΑΑΔ 114

(2004) 2 ΑΑΔ 114

[*114]18 Φεβρουαρίου, 2004

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΜΑΡΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΦΑΝΟΥΡΙΟΥ ΔΡΟΥΣΙΩΤΗ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7466)

 

Ποινικός Κώδικας ― Έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρυσμα κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Κατά πόσο η “επιταγή” στο Άρθρο 305Α σημαίνει μόνο την εξ αρχής επιταγή, ή κατά πόσο περιλαμβάνει και τη “μεταχρονολογημένη επιταγή”.

Ο εκδότης μεταχρονολογημένης επιταγής αθωώθηκε στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης εναντίον του για τον λόγο ότι δεν είχε αποδειχθεί ένα από τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, η έκδοση της επίδικης επιταγής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η μεταχρονολογημένη επιταγή δεν είναι επιταγή εν τη εννοία του Νόμου όταν εκδίδεται, παρά μόνο συναλλαγματική πληρωτέα σε μελλοντική ημερομηνία που φέρει και είναι τότε και μόνο τότε που καθίσταται επιταγή.

Ο εφεσείων, προς τον οποίο είχε εκδοθεί η επιταγή, υποστήριξε κατ’ έφεση ότι εδόθη λανθασμένη ερμηνεία στο Άρθρο 305Α(1) ώστε να μην έχει εφαρμογή σε μεταχρονολογημένες επιταγές.  Ο συνήγορός του υποστήριξε ότι η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την υπόθεση Ερμογένους ν. Αστυνομίας στην οποία είχε αποφασισθεί ότι η έκδοση βάσει του Άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα δεν μπορεί να αφορά παρά μόνο την εξ αρχής επιταγή.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση, παραπέμποντας στο σκεπτικό της Ερμογένους, από το οποίο, καθώς αποφάνθηκε, δεν είχε τον παραμικρό λόγο να αποκλίνει.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

[*115]Αναφερόμενη υπόθεση:

Ερμογένους ν. Αστυνομίας (2003) 2 A.A.Δ. 387.

Έφεση εναντίον αθωωτικής απόφασης.

Έφεση από τον εφεσείοντα-κατήγορο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Υπόθεση Αρ. 8720/2002), ημερομηνίας 18/6/2003, με την οποία ο εφεσίβλητος - κατηγορούμενος ο οποίος αντιμετώπιζε την κατηγορία της έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρισμα κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα αθωώθηκε, επειδή δεν αποδείχθηκε ένα από τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος.

Ε. Κορακίδης, για τον Εφεσείοντα.

Ο Εφεσίβλητος εμφανίζεται αυτοπροσώπως.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Ο Εφεσίβλητος κατηγορήθηκε για το αδίκημα της έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρισμα κατά παράβαση του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα. Αθωώθηκε στο στάδιο που το Δικαστήριο είχε να αποφασίσει κατά πόσο υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του για ένα και μόνο νομικό λόγο που συνίστατο στο ότι δεν απεδείχθη ένα από τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, η έκδοση της επίδικης επιταγής.  Δοθέντος ότι επρόκειτο για μεταχρονολογημένη επιταγή, το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτή, όταν εξεδόθη, δεν ήταν επιταγή εν τη εννοία του Νόμου. Η κρίση αυτή βασίσθηκε στον ορισμό της επιταγής στο άρθρο 73 του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262, ως συναλλαγματική πληρωτέα άμα τη όψει (on demand), όπως ορίζεται περαιτέρω στο άρθρο 10(1).  Βασιζόμενο και στην Αγγλική νομολογία, το Δικαστήριο απεφάσισε ότι η μεταχρονολογημένη επιταγή δεν είναι επιταγή εν τη εννοία του Νόμου όταν εκδίδεται παρά μόνο συναλλαγματική πληρωτέα στη μελλοντική ημερομηνία που φέρει και είναι τότε  και μόνο τότε που καθίσταται επιταγή. Κατέληξε δε ότι:

"Ανεξάρτητα αν η μεταχρονολογημένη "επιταγή" μεταβάλλεται ή όχι από συναλλαγματική σε επιταγή δεν ενέχει και τόση [*116]σημασία αφού όταν αυτή εκδόθηκε δεν ήταν επιταγή καθότι ήταν πληρωτέα σε καθορισμένο μελλοντικό χρόνο".

Σε αυτή τη βάση, δεν υπήρχε, κατά το χρόνο έκδοσης της επιταγής, επιταγή εν τη εννοία του Νόμου ώστε να μπορεί να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα.

Ο Εφεσείων, προς τον οποίο είχε εκδοθεί η επιταγή, λέγει με την έφεση ότι εδόθη λανθασμένη ερμηνεία στο άρθρο 305Α(1) ώστε να μην έχει εφαρμογή σε μεταχρονολογημένες επιταγές.  Βάση για τη θέση αυτή είναι η εισήγηση ότι, εφ’ όσον η μεταχρονολογημένη επιταγή καθίσταται επιταγή εν τη εννοία του Νόμου μόνο την ημέρα που είναι πληρωτέα, δηλαδή τη μελλοντική ημερομηνία που φέρει, ενώ εν τω μεταξύ είναι απλώς μεταχρονολογημένη συναλλαγματική, τότε είναι ουσιαστικά και που εκδίδεται και τότε είναι επιταγή εν τη εννοία του Νόμου ώστε να υφίσταται το εν λόγω συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Παραπέμπει προς τούτο ιδιαίτερα στην αναφορά στο άρθρο 305Α(1) ότι, "Πρόσωπο το οποίο εκδίδει επιταγή η οποία, κατά ή μετά την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη πληρωτέα ..."(υπογράμμιση δική του), ως ενδεικτική της πρόθεσης του νομοθέτη να καταστήσει κρίσιμη εκείνη την ημερομηνία ως ημερομηνία έκδοσης και πληρωτέου της επιταγής. 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα είχε, όπως ανέφερε, υπ’ όψη του την απόφαση στην υπόθεση Ερμογένους ν. Αστυνομίας (2003) 2 A.A.Δ. 387, ως σε αντίθεση με τη θέση την οποία πρότεινε. Χωρίς να μας καλεί να αποστούμε από το λόγο της Ερμογένους, εισηγήθηκε εν τούτοις την ορθότητα της θέσης του. Η θέση αυτή όμως απορρίφθηκε ευθέως στην Ερμογένους, από το σκεπτικό της οποίας και δεν έχουμε τον παραμικρό λόγο να αποκλίνουμε, αρκεί δε να παραθέσουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστηρίου που έδωσε ο Νικολάου, Δ.:

"Αλλά σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Συναλλαγματικών Νόμου, "έκδοση" σημαίνει "την πρώτη παράδοση συναλλαγματικής, γραμματίου ή επιταγής, συμπληρωμένης κατά τύπο σε πρόσωπο το οποίο λαμβάνει αυτή ως κάτοχος". Μας φαίνεται λοιπόν πως στην περίπτωση μεταχρονολόγησης, η "πρώτη παράδοση" αφορά την παράδοση συναλλαγματικής και όχι επιταγής. Γι’ αυτό η "έκδοση", βάσει του άρθρου 305Α  του Ποινικού Κώδικα δεν μπορεί να αφορά παρά μόνο την εξαρχής επιταγή.  Πρόκειται άλλωστε περί ποινικής διάταξης και επομένως, όπου θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να υπάρξουν εναλλακτικές λύσεις, η διάταξη ερμηνεύεται περιοριστικά. Η πρόσφατη εκ βάθρων και πά[*117]λι τροποποίηση του άρθρου 305Α με τον Ν. 25(I)/2003, με την οποία στο νέο εδάφιο (2) γίνεται αναφορά σε επιταγή που εκδόθηκε "προ ή κατά την ημερομηνία που αυτή κατέστη πληρωτέρα", έτσι που να περιλαμβάνει και τη μεταχρονολόγηση, αντανακλά ίσως και την από πλευράς του Νομοθέτη αντίληψη ότι η προηγούμενη διάταξη καθιστούσε αναπόφευκτη τη λύση στην οποία καταλήξαμε."

Και όχι μόνο τούτο. Καταλήγοντας σε αυτή τη θεώρηση, το Εφετείο είχε υπ’ όψη του την ίδια την ενώπιον μας εφεσιβαλλόμενη απόφαση και αναφέρθηκε σε έκταση σε αυτή, ουσιαστικά επιδοκιμάζοντας το σκεπτικό της με την κατάληξή του. Η απόφαση μας συνιστά και τη θεσμική και εκ δευτέρου ουσιαστική επιβεβαίωση της ορθότητάς της.

Η έφεση απορρίπτεται. Ο Εφεσείων θα καταβάλει τα έξοδα του Εφεσίβλητου.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο