Χριστοφίδης Πέτρος Α. ν. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 148

(2004) 2 ΑΑΔ 148

[*148]27 Φεβρουαρίου, 2004

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΠΕΤΡΟΣ Α. ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7487)

 

Ποινή ― Αναστολή ποινής ― Ενεργοποίηση μέρους ανασταλείσας ποινής φυλάκισης για παράνομη κατοχή και χρήση ναρκωτικών ― Μείωση του ενεργοποιηθέντος μέρους κατ’ έφεση επειδή το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη την προσπάθεια του εφεσείοντος για απεξάρτηση.

Το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης δύο ετών με τριετή αναστολή για παράνομη κατοχή κάνναβης.  Έντεκα μήνες αργότερα ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος κατόπιν δίκης για παράνομη κατοχή κάνναβης και κάπνισμα κάνναβης. Το Κακουργιοδικείο ενεργοποίησε μέρος της ανασταλείσας ποινής φυλάκισης των δύο ετών.  Το Κακουργιοδικείο είχε αναφερθεί στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντος επισημαίνοντας ότι όπως αναφέρεται στην έκθεση της κοινωνικής έρευνας, αυτός ακολουθεί πρόγραμμα απεξάρτησης τα τελευταία δύο χρόνια σε συνεργασία με το ΘΕΜΕΑ. Ωστόσο, εν τέλει, το Κακουργιοδικείο ανέφερε ότι δεν είχε παρουσιαστεί μαρτυρία (επιρρίπτοντας στην υπεράσπιση την υποχρέωση να παρουσιάσει τέτοια στοιχεία), ως προς οποιοδήποτε γεγονός απεξάρτησης του εφεσείοντος από συγκεκριμένη ναρκωτική ουσία.  Το ενεργοποιηθέν μέρος της ποινής καθορίσθηκε σε δώδεκα μήνες.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

Η ενεργοποίηση κάποιου μέρους της ποινής καθίστατο επιβεβλημένη. Για να μην απωλέσει η φυλάκιση με αναστολή το νόημά της, για να μην εξασθενήσει ή να εξουδετερωθεί η αποτελεσματικότητά της ως [*149]σωφρονιστικό μέτρο. Όμως, δικαιολογείται μείωση της ποινής από δώδεκα σε οκτώ μήνες, επειδή, στον καθορισμό του ενεργοποιηθέντος μέρους, το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη την προσπάθεια του εφεσείοντος για απεξάρτηση παρόλον ότι η προσπάθεια αυτή δεν πέτυχε τελικά.  Η όποια προσπάθεια θα πρέπει να αποτιμάται και να ανταμείβεται ώστε να ενθαρρύνεται ο χρήστης να την συνεχίζει. Χρειάζεται ταυτόχρονα και αποτελεσματικός μηχανισμός παρακολούθησης από το Δικαστήριο κατά τη διάρκεια της αναστολής. Το Άρθρο 5 του περί της Υφ’ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972 (Ν. 95/1972, όπως τροποποιήθηκε), προσφέρει κάποιες δυνατότητες.

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς. Η ποινή μειώθηκε ως ανωτέρω.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τον Εφεσείοντα - Κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 20995/2001) ημερομηνίας 14/7/2003, με την οποία κατ’ ακολουθία της τελευταίας καταδίκης του σε φυλάκιση έξι μηνών για παράνομη κατοχή 25.5 γραμμαρίων φυτού κάνναβης και κάπνισμα του φυτού, το Επαρχιακό Δικαστήριο παρέπεμψε την υπόθεση στο Κακουργιοδικείο προς εξέταση του θέματος ενεργοποίησης προηγούμενης ανασταλείσας διετούς ποινής φυλάκισης με τριετή αναστολή η οποία του επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο στις 15/12/99 στην κατηγορία της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου, ήτοι κάνναβης και το Κακουργιοδικείο ενεργοποίησε μέρος της ανασταλείσας ποινής φυλάκισης για περίοδο δώδεκα μηνών.

Δ. Παυλίδης, για τον Εφεσείοντα.

Π. Ευθυβούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Ο Εφεσείων είναι παρών.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάου.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Στις 15 Δεκεμβρίου 1999 το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης δύο ετών με τριετή αναστολή, όταν παραδέχθηκε κατηγορία παράνομης κατοχής [*150]ελεγχόμενου φαρμάκου ήτοι, κάνναβης. Στην επιμέτρηση της ποινής λήφθηκαν υπόψη και άλλα αδικήματα, παρόμοια και διαφορετικά. Έντεκα μήνες αργότερα, τον Νοέμβριο του 2000, ο εφεσείων διέπραξε ξανά αδικήματα σε σχέση με ναρκωτικά: παράνομη κατοχή 25.5 γραμμαρίων φυτού κάνναβης και κάπνισμα του φυτού. Βρέθηκε ένοχος κατόπιν δίκης.

Η υπόθεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο καθυστέρησε. Το κατηγορητήριο καταχωρίστηκε τον Ιούλιο του 2001. Τον Σεπτέμβριο, που ήταν ορισμένη, ο εφεσείων δεν εμφανίστηκε. Εξασφαλίστηκε η παρουσία του τον Οκτώβριο με ένταλμα σύλληψης και αφέθηκε ελεύθερος με όρους για να εμφανιστεί στις αρχές Νοεμβρίου, όμως δεν το έπραξε. Δεύτερο ένταλμα σύλληψης εκτελέστηκε τον Οκτώβριο του 2002 γιατί ο εφεσείων είχε μεταβεί στο εξωτερικό. Για τον ένα χρόνο που χάθηκε την ευθύνη την έφερε ο εφεσείων. Στη συνέχεια δεν υπήρξαν ιδιαίτερα προβλήματα. Η ακρόαση άρχισε στις 11 Μαρτίου 2003. Χρειάστηκαν έξι συνεδρίες. Στις 12 Μαΐου ο εφεσείων καταδικάστηκε σε φυλάκιση έξι μηνών αφού  λήφθηκαν υπόψη δύο προηγούμενες καταδίκες του, η μια από τις οποίες ήταν εκείνη του Κακουργιοδικείου την οποία προαναφέραμε.

Κατ’ ακολουθίαν της τελευταίας καταδίκης, το Επαρχιακό Δικαστήριο παρέπεμψε την υπόθεση στο Κακουργιοδικείο, βάσει του άρθρου 4(4) του περί της Υφ’ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972 (Ν. 95/1972, όπως τροποποιήθηκε) για να εξετάσει θέμα ενεργοποίησης της ανασταλείσας ποινής. Το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι πέραν της καθυστέρησης στο Επαρχιακό Δικαστήριο υπήρξε και κάποια καθυστέρηση στην ενώπιον του διαδικασία. Καθώς εξήγησε, «.... αρχικά δεν απεστάλησαν όλα τα αναγκαία έγγραφα από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, ούτε υπήρχε πρόσφατη έκθεση του Γραφείου Ευημερίας για τον κατηγορούμενο ....». Επιπλέον μεσολάβησαν  μερικές αναβολές που λάμβαναν υπόψη τις ανάγκες των διαδίκων, πότε της μιας πλευράς και πότε της άλλης. 

Το Κακουργιοδικείο ενεργοποίησε μέρος της ανασταλείσας ποινής φυλάκισης των δύο ετών. Έκρινε ότι δεν συνέτρεχε λόγος για μη ενεργοποίηση.  Πιο άμεσα σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα:

«...... ο κατηγορούμενος δεν έχει κανένα ουσιαστικό ελαφρυντικό ή δικαιολογία για την παράβαση των όρων της αναστολής.  Δεν έχει θέσει στοιχεία μετριαστικά της διάρρηξης της [*151]εμπιστοσύνης που του έδειξε το προηγούμενο Κακουργιοδικείο. Ο κατηγορούμενος διέπραξε το νέο αδίκημα, το οποίο επέφερε την καταδίκη του περίπου 11 μήνες μετά την επιβληθείσα φυλάκιση με αναστολή, γεγονός το οποίο δείχνει ότι ο κατηγορούμενος ούτε εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία που του δόθηκε, ούτε σεβάστηκε την απόφαση του Δικαστηρίου.  Προκύπτει από την απόφαση του Κακουργιοδικείου η οποία τέθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου για σκοπούς ολοκληρωμένης γνώσης των συνθηκών που οδήγησαν στην αναστολή της ποινής φυλάκισης, ότι η έκκληση του στο τότε Κακουργιοδικείο για επιείκεια λόγω της προσπάθειας του να απεξαρτηθεί από τα ναρκωτικά, παρέμεινε κενό γράμμα εφόσον λίγους μήνες μετά διέπραξε το νέο αδίκημα.  Και όχι μόνο αυτό, αλλά οι ίδιοι λόγοι που προβλήθησαν τότε, επαναλήφθησαν και τώρα.  Το τότε αδίκημα και το νέο είναι όχι μόνο ομοειδή αλλά ταυτόσημα εφόσον και στις δύο περιπτώσεις πρόκειτο για κατοχή κάνναβης.»

Για την ενεργοποίηση μόνο μέρους της ποινής το Κακουργιοδικείο εξήγησε ότι:

«Αυτό κυρίως, λόγω του γεγονότος ότι το Δικαστήριο καλείται να ενεργοποιήσει την ποινή 3½ χρόνια μετά την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης με αναστολή και 2½ χρόνια μετά τη διάπραξη του αδικήματος στο οποίο ήδη καταδικάστηκε σε εξάμηνη φυλάκιση. Το γεγονός ότι έχει παρέλθει αρκετός χρόνος από τη διάπραξη του νέου αδικήματος παραμένει, έστω και αν για το χρόνο που διέρρευσε μεταξύ της καταχώρησης του κατηγορητηρίου και της τελικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ευθύνεται για μεγάλο μέρος ο ίδιος ο κατηγορούμενος. Η παρέλευση όμως μακρού χρονικού διαστήματος από την ημέρα διάπραξης του αδικήματος παραμένει ένα υπαρκτό γεγονός και δεν κρίνεται ορθό να εκτίσει ποινή ο κατηγορούμενος για ολόκληρη την περίοδο των 2 ετών μετά την παρέλευση τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος.»

Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε και στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντος. Επεσήμανε ότι:

«Όπως αναφέρεται στην έκθεση, τα τελευταία δύο χρόνια, σε συνεργασία με το ΘΕΜΕΑ ακολουθεί πρόγραμμα απεξάρτησης των σκληρών ναρκωτικών, κατορθώνοντας να παραμείνει, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, καθαρός από τη χρήση τοξικών ουσιών.»

[*152]Ωστόσο, εν τέλει δεν  έλαβε αυτό το τελευταίο υπόψη. Ανέφερε ότι:

«Δεν έχει παρουσιαστεί, όπως ορθά εισηγήθηκε η κατηγορούσα αρχή, μαρτυρία (και ήταν υποχρέωση της υπεράσπισης να παρουσιάσει τέτοια στοιχεία), ως προς οποιοδήποτε γεγονός απεξάρτησης από συγκεκριμένη ναρκωτική ουσία .....»

Αυτή όμως η προσέγγιση παραγνώριζε εντελώς το μέρος της έκθεσης κοινωνικής έρευνας που αναφερόταν σε προσπάθεια του εφεσείοντος για απεξάρτηση κατά τα τελευταία δύο χρόνια.  Επρόκειτο για θέμα σημαντικό. Την έκθεση τη ζητά το ίδιο το Δικαστήριο. Και απευθύνεται προς το Δικαστήριο. Αν το Κακουργιοδικείο θεωρούσε πως δεν μπορούσε να στηριχθεί σ’ αυτό το μέρος της έκθεσης χωρίς στοιχειοθέτηση, θα έπρεπε να το διερευνούσε. Να καλούσε σε πρώτο στάδιο τη λειτουργό που ετοίμασε την έκθεση για να παράσχει διευκρινίσεις αναφορικά με τις πληροφορίες της. Και έπειτα, ανάλογα με το τί προέκυπτε, να έδινε οδηγίες για εξασφάλιση των αναγκαίων επί του θέματος στοιχείων. Στο έργο αυτό, της συγκέντρωσης των αναγκαίων στοιχείων, είτε θετικών είτε αρνητικών, αναμένεται να συνδράμει το Κακουργιοδικείο και η Κατηγορούσα Αρχή. Στο Αγγλικής προέλευσης σύστημα ποινικής δικαιοσύνης που ισχύει στην Κύπρο, δεν μετέχει στη δίωξη δικαστικός λειτουργός, όπως συμβαίνει σε άλλα συστήματα. Όμως το κατ’ αντιπαράθεση σύστημα αμβλύνεται στην ποινική διαδικασία με αυξημένη ευθύνη του Δικαστηρίου να μεριμνήσει, μεταξύ άλλων, ώστε σε σοβαρή υπόθεση να βρίσκεται στο στάδιο της ποινής συμπληρωμένη η εικόνα των περιστάσεων του κατηγορουμένου με όλα τα στοιχεία που μπορεί λογικά να εντοπίσει κανείς. Κανένα σύστημα δεν είναι παραδεκτό χωρίς τέτοιες διασφαλίσεις. 

Σε σχέση λοιπόν με το θέμα της απεξάρτησης, σημασία δεν είχε μόνο το αν ο εφεσείων τελικά πέτυχε ή όχι. Σημασία είχε και το αν προσπάθησε και πόσο.  Στον όλως ιδιαίτερα ευαίσθητο τομέα των εξαρτησιογόνων ουσιών είναι χρήσιμο να γνωρίζει κανείς ότι οι πιθανότητες αποτυχίας είναι μεγάλες, ιδίως σε ανοικτό θεραπευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης όπως αυτό που πρόσφερε το ΘΕΜΕΑ. Η άποψη του Κακουργιοδικείου ότι ο εφεσείων «ούτε εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία που του δόθηκε ούτε σεβάστηκε την απόφαση του Δικαστηρίου» μας φαίνεται να υποτιμά την προσπάθεια που γίνεται για απεξάρτηση σε περίπτωση αποτυχίας. Έχουμε τη γνώμη ότι θα πρέπει η όποια προσπάθεια να αποτιμάται και να ανταμείβεται ώστε να ενθαρρύνεται ο χρήστης να τη συνεχίζει. Χρειάζεται ταυτόχρο[*153]να και αποτελεσματικός μηχανισμός παρακολούθησης από το Δικαστήριο κατά τη διάρκεια της αναστολής. Το άρθρο 5 του Νόμου προσφέρει κάποιες δυνατότητες.

Κατά την κρίση μας, η ενεργοποίηση κάποιου μέρους της ποινής καθίστατο επιβεβλημένη. Για να μην απωλέσει η φυλάκιση με αναστολή το νόημα της, για να μην εξασθενήσει ή να εξουδετερωθεί η αποτελεσματικότητα της ως σωφρονιστικό μέτρο.  Όμως, στον καθορισμό του ενεργοποιηθέντος μέρους, το Κακουργιοδικείο δεν περιέλαβε και τη σημαντική πτυχή την οποία περιγράψαμε. Καταλήγουμε ότι δικαιολογείται μείωση της ποινής από δώδεκα σε οκτώ μήνες.

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Η ποινή μειώνεται ανάλογα.

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς.      Η ποινή μειώνεται ως ανωτέρω.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο