Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Μάριου Αριστοτέλους (2004) 2 ΑΑΔ 166

(2004) 2 ΑΑΔ 166

[*166]8 Mαρτίου, 2004

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΜΑΡΙΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7511)

 

Ποινή ― Ναρκωτικά ― Καλλιέργεια φυτών κάνναβης ― Κατοχή 7 φυτών κάνναβης ― Χρήση κάνναβης ― Λευκό ποινικό μητρώο ― Δύσκολες προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις ― Παραδοχή ― Επιβολή προστίμου £300, £200 και £100 αντίστοιχα στην κάθε κατηγορία ― Η ποινή κρίθηκε επιεικής κατ’ έφεση, όχι όμως τόσο ανεπαρκής που να επέτρεπε την επέμβαση του Εφετείου.

Ποινή ― Έφεση ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου επί της ποινής.

Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Οριακή ενοχή κατηγορουμένου ― Αποτελεί μετριαστικό της ποινής παράγοντα.

Ποινική Δικονομία ― Παραδοχή ενοχής ― Όταν τα γεγονότα που αναφέρονται στο πρωτόδικο Δικαστήριο για μετριασμό της ποινής κατηγορουμένου ισοδυναμούν με μη παραδοχή, το Δικαστήριο οφείλει να απορρίψει την παραδοχή και να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης.

Η Αστυνομία κατόπιν πληροφοριών εισήλθε με δικαστικό ένταλμα στην οικία του εφεσίβλητου στη Λεμεσό και εντόπισε 7 φυτά κάνναβης ύψους 5-10 εκ., στην αυλή της οικίας, βλαστημένα στο έδαφος, δίπλα από κλουβιά πουλιών ανάμεσα σε άγρια βλάστηση.  Επίσης ανευρέθηκαν ίχνη ξηρής φυτικής ύλης ανάμεικτης με καπνό στη λεκάνη του αποχωρητηρίου και στον κάλαθο σκουπιδιών ένα κομμένο χειροποίητο τσιγάρο το οποίο περιείχε ξηρή φυτική ύλη κάνναβης ανάμεικτη με καπνό. Αναφορικά με τα φυτά ο εφεσίβλητος είπε στην Αστυνομία ότι «Πρώτη φορά τα βλέπω, πρέπει να βλάστησαν [*167]τυχαία από τα πουλιά των κλουβιών». Σε θεληματική του κατάθεση πρόβαλε και πάλιν την ίδια πιο πάνω θέση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσίβλητο πρόστιμο £300, £200 και £100 αντίστοιχα σε κάθε κατηγορία. Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε τις πιο πάνω ποινές ως έκδηλα ανεπαρκείς, ενόψει της σοβαρότητας των αδικημάτων, του ύψους των προβλεπόμενων ποινών, των γεγονότων της υπόθεσης και της ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικής ποινής.

Ο συνήγορος του εφεσίβλητου υπέβαλε ότι εν όψει των όσων λέχθηκαν από τον τότε συνήγορο του εφεσίβλητου, το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε καταχωρήσει μη παραδοχή. Είναι με αυτά τα δεδομένα κατέληξε ο συνήγορος, που το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε τις εκκαλούμενες ποινές προστίμου.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η θέση του εφεσίβλητου δεν έχει αντικρουσθεί και παρέμεινε αναντίλεκτη. Πλην όμως, έχει νομολογηθεί ότι οσάκις στην αγόρευση για μετριασμό της ποινής προβάλλονται ισχυρισμοί οι οποίοι δεν συνάδουν με την παραδοχή το Δικαστήριο οφείλει να απορρίψει την παραδοχή και να προχωρήσει στην καταχώρηση «μη παραδοχής» εκτός αν οι σχετικοί ισχυρισμοί αποσυρθούν.

2.  Η καταχώρηση μη παραδοχής αποτελούσε την ενδεδειγμένη πορεία εν όψει μάλιστα των Άρθρων 7(1)(α)(2) και 32(2) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν.29/77 όπως έχει τροποποιηθεί). Το Άρθρο 32(2) απαιτεί όπως ο κατηγορούμενος έχει γνώση της ύπαρξης των γεγονότων που προβάλλονται από την Κατηγορούσα Αρχή.

3.  Η ενοχή του εφεσίβλητου είναι οριακή και αυτό αποτελεί μετριαστικό της ποινής παράγοντα. Ο παράγων αυτός σε συνάρτηση με το λευκό μητρώο του εφεσίβλητου και τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις δεν καθιστούν την ποινή τόσο ανεπαρκή σε βαθμό που να επιτρέπει την επέμβαση του Εφετείου.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Αστυνομία Λεμεσού v. Toorac Fashion Ltd κ.ά. (1993) 2 Α.Α.Δ. 117,

Γενικός Εισαγγελέας v. Εταιρεία Bisco Ltd κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 16,

[*168]Γενικός Εισαγγελέας κ.ά. v. Πότση κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 252,

Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245,

Γεωργίου v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525,

Γενικός Εισαγγελέας v. Παύλου (1997) 2 Α.Α.Δ. 170,

Πισκόπου v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342,

Βραχίμης v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 527,

Δημοκρατία v. Κυριάκου κ.ά. (1990) 2 Α.Α.Δ. 264,

Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248,

Γενικός Εισαγγελέας v. Πέτρου (1993) 2 Α.Α.Δ. 9,

Λαζάρου v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 129,

Λεβέντης v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632,

Efstathiou v. Police, 22 C.L.R. 191,

Attorney-General v. Mahmout (1961) C.L.R. 181,

Polykarpou v. Police (1967) 2 C.L.R. 152,

Kefalos v. Police (1972) 2 C.L.R. 1,

Lytrides v. Municipality of Famagousta (1973) 2 C.L.R. 119,

Philaktides v. Republic (1979) 2 C.L.R. 157,

Γεωργίου v. Σαμάρα (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 17,

Γαβριηλίδης v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 405.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από το Γενικό Eισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Yπόθεση Aρ. 2669/2003), ημερομηνίας 11/9/2003, με τη οποία στον εφεσίβλητο ο οποίος παραδέκτηκε ενοχή σε τρεις κατηγορίες από τις οποίες η πρώτη αφορούσε [*169]καλλιέργεια φυτών κάνναβης, η δεύτερη κατοχή 7 φυτών κάνναβης και η τρίτη κάπνισμα φυτού κάνναβης, επιβλήθηκαν ποινές προστίμου £300,- £200,- και £100,- αντίστοιχα, ως ποινών έκδηλα ανεπαρκών.

Ρ. Βραχίμης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.

Ν. Καλλής, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος παρεδέχθη ενοχή σε τρεις κατηγορίες. Η πρώτη αφορούσε καλλιέργεια φυτών κάνναβης, η δεύτερη κατοχή 7 φυτών κάνναβης και η τρίτη κάπνισμα φυτού κάνναβης.

Παραθέτουμε τα γεγονότα της υπόθεσης όπως έχουν τεθεί από την Κατηγορούσα Αρχή ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου:

Στις 9.3.2002 και περί ώρα 09.40 ο Μάρτυρας Κατηγορίας 4 (Μ.Κ.4) μαζί με άλλους αστυφύλακες της Υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών Λεμεσού μετέβηκαν, κατόπιν πληροφορίας, για έρευνα με δικαστικό ένταλμα στην οικία όπου διέμενε ο εφεσίβλητος στη Λεμεσό. Σκοπός της έρευνας ήταν η ανεύρευση ναρκωτικών. Με την είσοδο των αστυνομικών στην οικία του εφεσίβλητου ο Μ.Κ.4 πρόσεξε τον εφεσίβλητο να εξέρχεται από το αποχωρητήριο της οικίας και άκουσε το καζανάκι να βρίσκεται σε λειτουργία.  Ο Μ.Κ.4 εισήλθε στο αποχωρητήριο και στην παρουσία του εφεσίβλητου και της συζύγου του έλεγξε τη λεκάνη και τον κάλαθο σκουπιδιών. Από τον έλεγχο βρήκε στη λεκάνη ίχνη ξηρής φυτικής ύλης ανάμεικτης με καπνό, ενώ στον κάλαθο σκουπιδιών ένα κομμένο χειροποίητο τσιγάρο το οποίο περιείχε ξηρή φυτική ύλη κάνναβης ανάμεικτη με καπνό. Τα παρέλαβε, τα υπέδειξε στον εφεσίβλητο όσο και στη σύζυγο του.  Τους ανέφερε ότι η ξηρή φυτική ύλη είναι κάνναβη της οποίας η κατοχή απαγορεύεται και ο εφεσίβλητος απάντησε: «Είναι δικό μου, ένα τσιγάρο ήταν και είχα λίγο χόρτο κανναούρι και πέταξα το γιατί φοβήθηκα».  Ο εφεσίβλητος συνελήφθηκε, του εξηγήθηκε ο λόγος της σύλληψης του και απάντησε «εντάξει».  Η έρευνα συνεχίσθηκε στην αυλή της οικίας, στην παρουσία του εφεσίβλητου. Ο Μ.Κ.4 βρήκε βλαστημένα στο έδαφος, δίπλα από κλουβιά πουλιών ανάμεσα σε άγρια βλάστηση, 7 φυτά κάνναβης ύψους 5-10 εκ.. Τα υπέδειξε στον εφεσίβλητο, τον πληροφόρησε ότι είναι φυτά κάννα[*170]βης των οποίων πάλι η κατοχή και καλλιέργεια απαγορεύεται και αφού του επέστησε την προσοχή στο Νόμο, ο εφεσίβλητος απάντησε: «Πρώτη φορά τα βλέπω, πρέπει να βλάστησαν τυχαία από τα πουλιά των κλουβιών». Ο εφεσίβλητος έδωσε θεληματική κατάθεση στην οποία πρόβαλε – και πάλιν – την πιο πάνω θέση ότι τα φυτά βλάστησαν τυχαία από τα πουλιά των κλουβιών. Ο εφεσίβλητος κατηγορήθηκε γραπτώς και απάντησε «παραδέχομαι μόνο είχα στην κατοχή μου ένα τσιγάρο». Ο εφεσίβλητος δεν βαρυνόταν με προηγούμενες καταδίκες.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσίβλητο πρόστιμο £300, £200 και £100 στην πρώτη, δεύτερη και τρίτη κατηγορία αντιστοίχως. Έλαβε υπόψη το λευκό του ποινικό μητρώο και τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις.  Τα παιδικά του χρόνια ήταν τραυματικά λόγω του χωρισμού των γονέων του, γεγονός το οποίο είχε  κάποιες δυσμενείς επιδράσεις στην ανάπτυξη του καθιστώντας τον ως πρόσωπο ανεξέλεγκτο και ατίθασο που ωθήθηκε στο να δοκιμάσει κάνναβη. Είναι έγγαμος, πατέρας ενός ανήλικου  παιδιού. Τελευταίως βρισκόταν σε διάσταση με τη σύζυγό του λόγω βασικά οικονομικών προβλημάτων διότι δε μπορούσε να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του προς την οικογένεια του. Είχε κάποιο πρόβλημα υγείας από ένα δυστύχημα που τον καθιστούσε σχεδόν ανίκανο για πλήρη εργασία. Εργοδοτείτο από τον πατέρα του παίρνοντας ένα μικρό ημερομίσθιο. Είχε εξεύρει και δεύτερη εργασία για να συμπληρώσει το εισόδημά του αντιμετωπίζοντας πλέον την κατάσταση και τη ζωή διαφορετικά για να μπορέσει να αντεπεξέλθει καλύτερα στις υποχρεώσεις του και ως σύζυγος και ως πατέρας.

Σε σχέση με τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων ο ευπαίδευτος συνήγορος του υπέβαλε ότι ο εφεσίβλητος «είχε κλουβιά με καναρίνια και χρησιμοποιούσε κατεργασμένο κανναούρι και αυτά τα φυτά είχαν βλαστήσει από μόνα τους». Συμπλήρωσε ότι ο εφεσίβλητος «φυσικά δεν τα φύτεψε για να μεγαλώσουν και όταν τα αντιλήφθηκε έπρεπε να τα εκριζώσει, δηλαδή δεν τα είχε φυτέψει ο ίδιος με πρόθεση εκείνη. Είχαν βλαστήσει από τη χρήση των κλουβιών των καναρινιών». 

Επί του προκειμένου το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε τα εξής:

«Με έχει προβληματίσει το θέμα των κατηγοριών της πρώτης κατηγορίας και της δεύτερης κατηγορίας. Έχει δώσει μια εξήγηση ο συνήγορος υπεράσπισης αναφορικά με την καλλιέργεια και την [*171]κατοχή των φυτών που εντοπίστηκαν στην οικία του κατηγορουμένου. Είναι αναντίλεκτη αυτή η θέση. Μετριάζει σε αρκετό βαθμό την εκ πρώτης όψεως σοβαρότητα των αδικημάτων και θα τη λάβω σοβαρά υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής.»

Η έφεση.

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας εφεσίβαλε τις πιο πάνω ποινές. Ο εκπρόσωπος του  - κ. Βραχίμης – υποστήριξε ότι η επιβληθείσα από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στον εφεσίβλητο, ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής γιατί η φύση και η σοβαρότητα των διαπραχθέντων αδικημάτων, το ύψος των προβλεπόμενων από τον Νόμο ποινών, τα γεγονότα της υπόθεσης, οι προσωπικές περιστάσεις ως και η ανάγκη για ειδική και γενική πρόληψη, καθιστούν την ποινή έκδηλα ανεπαρκή. Τόνισε ότι για το αδίκημα της πρώτης κατηγορίας προβλέπεται ποινή φυλάκισης δια βίου και για το αδίκημα της δεύτερης κατηγορίας φυλάκιση 15 ετών. Δεν επέμενε επί της ανεπάρκειας της ποινής που έχει επιβληθεί στην τρίτη κατηγορία γιατί το αδίκημα διαπράχθηκε μεταξύ των ετών 1997 και 1998.

Από την άλλη ο κ. Καλλής αναφέρθηκε στην πιο πάνω εκδοχή του εφεσίβλητου που σχετίζεται με τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος της πρώτης κατηγορίας – της καλλιέργειας φυτών καννάβεως. Υπέβαλε ότι εν όψει των όσων λέχθηκαν από τον τότε συνήγορο του εφεσίβλητου το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να είχε καταχωρήσει μη παραδοχή. Είναι με αυτά τα δεδομένα – κατέληξε ο ευπαίδευτος συνήγορος – που το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε τις εκκαλούμενες ποινές προστίμου.

’Εχει νομολογηθεί ότι ο προσδορισμός της ποινής και η επιμέτρηση του ύψους της αποτελούν πρωταρχική ευθύνη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο επεμβαίνει, αν η ποινή είναι πρόδηλα ανεπαρκής τιμωρία για τους κατηγορουμένους, δεν ικανοποιεί τους σκοπούς του Νόμου, δεν ενεργεί ως αποτρεπτική για άλλους και δεν προστατεύει το κοινό (Αστυνομία Λεμεσού ν. Toorac Fashion Ltd κ.ά. (1993) 2 Α.Α.Δ. 117, 121, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Εταιρεία Bisco Ltd κ.ά. (1991) 2 Α.Α.Δ. 16, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κ.ά. ν. Πότση κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 252). Η ανεπάρκεια της ποινής πρέπει να καταφαίνεται ως αντικειμενικό γεγονός (Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Παύλου (1997) 2 Α.Α.Δ. 170, 175, Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342 [*172]και Βραχίμης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 527).

Η σοβαρότητα που προσδίδεται στο αδίκημα από το νομοθέτη, όπως προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής συνιστά ένα από τους παράγοντες που συνθέτουν την σοβαρότητα του αδικήματος. Το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο για την επιλογή του τύπου της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασης της (Βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου κ.ά. (1990) 2 Α.Α.Δ. 264, 270 - Βλ. και Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (1993) 2 Α.Α.Δ. 9, Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 129 και Βραχίμης (πιο πάνω)). Όπως τέθηκε στην Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632, “το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή”.

Η κάθε υπόθεση πρέπει να κρίνεται με βάση τα δικά της περιστατικά. Δεσπόζον ελαφρυντικό στοιχείο στην παρούσα υπόθεση είναι η πιο πάνω εκδοχή του εφεσίβλητου αναφορικά με τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος της καλλιέργειας φυτών  κάνναβης.

Εν όψει του γεγονότος ότι στην κατοχή του εφεσίβλητου βρέθηκε μικρή ποσότητα κάνναβης η πιο πάνω εκδοχή του – ότι τα φυτά είχαν βλαστήσει τυχαία - δεν μπορεί να ήταν τόσο φυσική.  Ωστόσο δεν είχε αντικρουσθεί και όπως σημείωσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέμεινε αναντίλεκτη. Πλήν όμως, έχει νομολογηθεί ότι οσάκις στην αγόρευση για μετριασμό της ποινής προβάλλονται ισχυρισμοί οι οποίοι δεν συνάδουν με την παραδοχή το Δικαστήριο οφείλει να απορρίψει την παραδοχή και να προχωρήσει στην καταχώριση «μη παραδοχής» εκτός αν οι σχετικοί ισχυρισμοί αποσυρθούν (Βλ. Efstathiou v. The Police, 22 C.L.R. 191, Attorney-General of the Republic v. Mahmout (1961) C.L.R. 181, Polykarpou v. Police (1967) 2 C.L.R. 152, Kefalos v. Police (1972) 2 C.L.R. 1, Lytrides v. Municipality of Famagousta (1973) 2 C.L.R. 119, Philaktides v. Republic (1979) 2 C.L.R. 157,  Γεωργίου ν. Σαμάρα (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 17 και Γαβριηλίδη ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 405).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ακολούθησε την πιο πάνω πορεία ούτε και ο εφεσίβλητος επιδίωξε να εφεσιβάλει την καταδικαστική απόφαση. Η καταχώριση μη παραδοχής αποτελούσε την ενδεδειγμένη πορεία εν όψει μάλιστα των αρ. 7(1) (α) (2) και 32(2)* του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν. 29/77 όπως έχει τροποποιηθεί). Τονίζεται ότι το αρ. 32(2) απαιτεί όπως ο κατηγορούμενος έχει γνώση της ύπαρξης των γεγονότων που προβάλλονται από την Κατηγορούσα Αρχή.

Εν όψει όλων των ανωτέρω θεωρούμε ότι η ενοχή του εφεσίβλητου είναι οριακή και αυτό αποτελεί μετριαστικό της ποινής παράγοντα (Ioannou v. Police (1978) 2 C.L.R. 39, 40, 41).  Αφού ελάβαμε υπόψη αυτό τον παράγοντα σε συνάρτηση με το λευκό μητρώο του εφεσίβλητου και τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις θεωρούμε ότι η εκκαλούμενη ποινή ανκαι επιεικής δεν είναι τόσο ανεπαρκής σε βαθμό που να επιτρέπει την επέμβασή μας. Ακολουθεί πως η έφεση πρέπει ν’ απορριφθεί.

Η έφεση απορρίπτεται.

H έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο