Adnan Fuat ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 183

(2004) 2 ΑΑΔ 183

[*183]17 Μαρτίου, 2004

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

FUAT ADNAN,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7605)

 

Ποινική Δικονομία ― Διαταγή για κράτηση κατηγορουμένου μέχρι την ημέρα εκδίκασης της υπόθεσής του από το Κακουργιοδικείο ― Διακριτική ευχέρεια ― Κίνδυνος μη προσέλευσης του στη δίκη ― Παράγοντες που καθορίζουν τον κίνδυνο της μη προσέλευσης ― Ο χρόνος κράτησης είναι ένας παράγων που δεν πρέπει να παραγνωρίζεται από το Δικαστήριο που εξετάζει αίτηση για την κράτηση του κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του ― Το Κακουργιοδικείο υιοθέτησε τις ορθές νομολογιακές αρχές και τις εφάρμοσε στα γεγονότα της υπόθεσης ― Το Εφετείο δεν επενέβη.

Ποινική Δικονομία ― Διαταγή για κράτηση κατηγορουμένου μέχρι την ημέρα εκδίκασης της υπόθεσής του από το Κακουργιοδικείο ― Ισχυρισμοί που αφορούν τη νομιμότητα σύλληψης και τη δεκτότητα μαρτυρίας ― Εξετάζονται στο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας της ουσίας της υπόθεσης.

Ο εφεσείων, ο οποίος είναι Τουρκοκύπριος, είχε παραπεμφθεί σε δίκη στο Κακουργιοδικείο για κατοχή ναρκωτικών, κατοχή με σκοπό την προμήθειά τους σε τρίτο πρόσωπο, προμήθεια 2052.6 γραμμαρίων φυτικής ύλης κάνναβης και συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος. Διατάχθηκε να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την ημέρα που ορίστηκε η υπόθεσή του για ακρόαση, για περίοδο 6 περίπου μηνών.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση υποστηρίζοντας ότι το Κακουργιοδικείο:

1) Παρέλειψε να εξετάσει ότι η σύλληψη του ήταν παράνομη,

2) Εσφαλμένα έκρινε ότι μπορούσε να διαφύγει στο παράνομο ψευδοκράτος επειδή είναι Τουρκοκύπριος,

[*184]3)      Εσφαλμένα έδωσε υπερβολική βαρύτητα στη σοβαρότητα των αδικημάτων παραγνωρίζοντας το λευκό ποινικό του μητρώο, το σύνολο της μαρτυρίας και το μεγάλο χρονικό διάστημα της κράτησης,

4) Εσφαλμένα διέταξε την κράτησή του χωρίς να εξετάσει τη δυνατότητα απόλυσής του με εγγύηση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Θέματα που σχετίζονται με ισχυρισμούς που αφορούν τη νομιμότητα της σύλληψης του υπόπτου, όπως επίσης και τη δεκτότητα μαρτυρίας που βασίζεται σε δηλώσεις του υπόπτου, εξετάζονται κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας της ουσίας της υπόθεσης και όχι στο στάδιο της εξέτασης αίτησης για την κράτηση ή όχι του υπόπτου.

2.  Από την πρωτόδικη απόφαση φαίνεται ότι το Κακουργιοδικείο δεν προέβη σε οποιαδήποτε διαφοροποίηση στη μεταχείριση του εφεσείοντος σε σχέση με άλλες περιπτώσεις που αναφέρονται σε κρατήσεις πολιτών και κατοίκων στις ελεύθερες περιοχές. Το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε ορθά πάνω στο θέμα, δίδοντας την αναγκαία βαρύτητα σε όλα τα σχετικά στοιχεία.

3.  Ο εφεσείων δεν έχει στενούς δεσμούς με τις ελεύθερες περιοχές, αφού κατοικεί μόνιμα στις κατεχόμενες περιοχές και σε περίπτωση μη παρουσίας του στη δίκη δεν θα μπορεί να καταστεί δυνατή η εκτέλεση ενός διατάγματος σύλληψης. Τούτο δικαιολογούσε την κράτηση του παρά το ότι προτάθηκαν διάφορες εγγυήσεις για την απόλυσή του.

4.  Το χρονικό διάστημα της κράτησης ενός κατηγορουμένου μέχρι την ημέρα εκδίκασης των κατηγοριών που αντιμετωπίζει είναι ένας παράγων που δεν πρέπει να παραγνωρίζεται από το Δικαστήριο που εξετάζει μια αίτηση για την κράτηση του κατηγορουμένου.

     Στην παρούσα περίπτωση έχοντας υπόψη την εικόνα που είχε ενώπιον του το Κακουργιοδικείο από το σύνολο των διαθέσιμων στοιχείων, ο κίνδυνος μη προσέλευσης του εφεσείοντος στη δίκη του ήταν υπαρκτός και επομένως η κράτηση του ήταν δικαιολογημένη.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Οικονομίδης v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 492,

[*185]Μαυρομιχάλης v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 607,

X”Δημητρίου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45,

Θεοχάρους v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48,

Κazanjian v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 326,

Wemhoff v. FRG A7 p. 25 [1968],

Letellier v. France A 207 [1991],

Ιωάννου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 596,

Χριστούδιας v. Δημοκρατίας (2002) 2 A.A.Δ. 1,

Γενικός Εισαγγελέας v. Μανουσαρίδη κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 639.

Έφεση εναντίον διατάγματος κράτησης.

Έφεση από τον εφεσείοντα ο οποίος αντιμετωπίζει 4 κατηγορίες που αναφέρονται σε κατοχή, κατοχή με σκοπό την προμήθεια σε τρίτο πρόσωπο και προμήθεια 2052.6 γραμμαρίων φυτικής ύλης κάνναβης, κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του περί Nαρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Oυσιών Νόμου αρ. 29/77 (όπως έχει τροποποιηθεί) και επιπρόσθετα αντιμετωπίζει κατηγορία συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση του Άρθρου 371 του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154, εναντίον της απόφασης του Kακουργιοδικείου Λάρνακας (Yπόθεση Aρ. 13499/2003) ημερομηνίας 22/1/2004, με την οποία διατάχθηκε η κράτησή του μέχρι τη δίκη του στις 17/5/2004.

G. Kadri με N. Κληρίδη και A. Νεοκλέους, για τον Εφεσείοντα.

Φ. Τιμοθέου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Ο Εφεσείων είναι παρών.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

[*186]ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

(α) Τα γεγονότα.

Ο εφεσείων αντιμετωπίζει 4 κατηγορίες που αναφέρονται σε κατοχή, κατοχή με σκοπό την προμήθεια σε τρίτο πρόσωπο και προμήθεια 2052.6 γραμμαρίων φυτικής ύλης κάνναβης, κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου αρ. 29/77 (όπως έχει τροποποιηθεί). Επιπρόσθετα ο εφεσείων αντιμετωπίζει κατηγορία συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν μέσα στο σχετικό φάκελο του Δικαστηρίου, αστυνομικοί, κατόπιν πληροφορίας ότι θα διενεργείτο μετακίνηση ναρκωτικών, είδαν στις 11/12/2003 τον εφεσείοντα να κρατά στα χέρια του μια μαύρη σακούλα και να την ρίχνει σε παρακείμενο περιτοίχισμα και ακολούθως να τρέχει για να διαφύγει. Η σακούλα αυτή περιείχε την ποσότητα των ναρκωτικών που αναφέρεται στις σχετικές κατηγορίες. Οι αστυνομικοί κάλεσαν τον εφεσείοντα να σταματήσει, αλλά επειδή αυτός προσπάθησε να διαφύγει έριξαν εναντίον του πυροβολισμούς και κατόρθωσαν να τον συλλάβουν αφού εξάσκησαν προς τούτο βία.

Εκ μέρους του εφεσείοντος υποβλήθηκε ότι η σύλληψη ήταν αποτέλεσμα παγίδευσης του από την Αστυνομία.

Ο εφεσείων συνελήφθηκε στις 11/12/2003 και παρουσιάστηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, το οποίο εξέδωσε διάταγμα προσωποκράτησής του. Στις 19/12/2003 η υπόθεση παραπέμφθηκε προς εκδίκαση από το Κακουργιοδικείο Λάρνακας. Ο εφεσείων κατηγορήθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου στις 22/1/2004 και αφού αρνήθηκε ενοχή στις σχετικές κατηγορίες, η υπόθεση του ορίστηκε για ακρόαση στις 17/5/2004. Κατόπιν αίτησης της Κατηγορούσας Αρχής διατάχθηκε η κράτηση του μέχρι τις 17/5/2004.

(β) Η έφεση.

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της κράτησης του, ισχυριζόμενος ότι το Κακουργιοδικείο,

(i)  Παρέλειψε να εξετάσει ότι η σύλληψη του ήταν παράνομη,

(ii) Εσφαλμένα έκρινε ότι μπορούσε να διαφύγει στο παράνομο ψευδοκράτος επειδή είναι Τουρκοκύπριος,

[*187]

(iii)       Εσφαλμένα απέδωσε υπερβολικό βάρος στη σοβαρότητα των αδικημάτων και

(iv)       Εσφαλμένα διέταξε την κράτηση του χωρίς να εξετάσει τη δυνατότητα απόλυσης του με εγγύηση.

(i) Παράλειψη εξέτασης αν η σύλληψη ήταν παράνομη.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να εξετάσει και να αξιολογήσει την εισήγηση της υπεράσπισης ότι η σύλληψη του ήταν παράνομη και αντισυνταγματική. Πιο συγκεκριμένα κατά το στάδιο της αγόρευσης του δικηγόρου του εφεσείοντος πριν από την έκδοση του διατάγματος κράτησης, υποβλήθηκε ότι ο εφεσείων εισήλθε στις ελεύθερες περιοχές από το φυλάκιο του Λήδρα Πάλας για να μεταβεί στο γραφείο του Επάρχου για να ζητήσει Κυπριακό διαβατήριο. Εκεί συνάντησε τον Τουρκοκύπριο Μουσταφά Μουσταφά που τον γνώριζε. Ο τελευταίος προθυμοποιήθηκε να τον μεταφέρει με το αυτοκίνητο του στο γραφείο του Επάρχου και ο εφεσείων αποδέχθηκε την πρόταση. Μετά τη διευθέτηση του θέματος του διαβατηρίου ο Μουσταφά σταμάτησε με το αυτοκίνητο του σε κάποιο σημείο της Λευκωσίας, όπου μπήκαν μέσα στο αυτοκίνητο και δύο Ελληνοκύπριοι που άρχισαν να μιλούν με τον Μουσταφά. Ο εφεσείων δεν αντιλαμβανόταν τι έλεγαν γιατί δεν μιλά την Ελληνική γλώσσα. Ακολούθως ο Μουσταφά οδήγησε το αυτοκίνητο προς την Λάρνακα, λέγοντας του ότι είχε κάποια δουλειά σε ένα εργοστάσιο. Ο Μουσταφά σταμάτησε έξω από το εργοστάσιο και βγήκε έξω μαζί με τους δύο Ελληνοκύπριους. Ακολούθως ο Μουσταφά οδήγησε το αυτοκίνητο προς το μέρος του με ιλιγγιώδη ταχύτητα και του πέταξε μπροστά στα πόδια του μια πλαστική τσάντα. Αμέσως ήλθε η Αστυνομία και τον συνέλαβε αφού προηγήθηκε βάναυση κακοποίηση του. Προηγουμένως τον είχαν πυροβολήσει και όταν τον συνέλαβαν του έβαλαν ένα πιστόλι στο στόμα και τον απείλησαν ότι θα τον σκοτώσουν, κτυπώντας τον με γροθιές στο κεφάλι και στο στομάχι, ενώ τον έφτυναν στο πρόσωπο βρίζοντας τον με τις λέξεις “Σιυλλότουρκε” και “Βρωμότουρκε”. Ακολούθως του επεστήθη η προσοχή του στο Νόμο στην Ελληνική γλώσσα που δεν την αντιλαμβάνεται. Είναι η εισήγηση του εφεσείοντος ότι οι πιο πάνω ισχυρισμοί της υπεράσπισης λανθασμένα δεν αξιολογήθηκαν από το Κακουργιοδικείο όταν εξέταζε την αίτηση για το διάταγμα κράτησης του.

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Θέματα που σχετίζονται με ισχυρισμούς που αφορούν τη νομιμότητα της σύλληψης του [*188]υπόπτου, όπως επίσης και τη δεκτότητα μαρτυρίας που βασίζεται σε δηλώσεις του υπόπτου, εξετάζονται κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας της ουσίας της υπόθεσης και όχι στο στάδιο της εξέτασης αίτησης για την κράτηση ή όχι του υπόπτου. Παρόμοιο θέμα εξετάστηκε στην υπόθεση Οικονομίδης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 492, όπου τονίστηκε ότι αυτά “είναι θέματα για συζήτηση στο πλαίσιο της ακρόασης της υπόθεσης, όχι για τη διαδικασία κράτησης του κατηγορουμένου όπου το μαρτυρικό υλικό εκτιμάται στην όψη του, όπως εμφανίζεται ενώπιον του δικαστηρίου”. (Βλέπε επίσης Μαυρομιχάλης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 607.)

(ii)        Το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα έκρινε ότι ο εφεσείων θα μπορούσε να διαφύγει στο παράνομο ψευδοκράτος.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι λανθασμένα και κατά παράβαση του άρθρου 28 του Συντάγματος το Κακουργιοδικείο διέταξε την κράτηση του με την αιτιολογία ότι θα μπορούσε να διαφύγει στις κατεχόμενες περιοχές όπου διαμένει με την οικογένεια του, πράγμα που θα απέκλειε την εκτέλεση τυχόν εντάλματος σύλληψης για τη μη παρουσία του την ημέρα της δίκης του. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα η πρωτόδικη απόφαση δεν περιέχει αιτιολόγηση γιατί το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη ότι ο πατέρας του εφεσείοντος είναι ιδιοκτήτης ακίνητης περιουσίας στις ελεύθερες περιοχές αξίας εκατομμυρίων λιρών, ότι ήταν πρόθυμος να υπογράψει εγγύηση £10.000 για να εμφανισθεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου κατά τη δικάσιμο και ότι υπήρχε Ελληνοκύπριος που ήταν πρόθυμος να τον φιλοξενήσει αν απολυόταν με εγγύηση. Είναι επίσης η θέση του εφεσείοντος ότι η μη ύπαρξη προηγούμενων καταδικών, η ευχέρεια παροχής οποιασδήποτε εγγύησης, η μη πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων, η μη εξέταση του ισχυρισμού του για την κακοποίηση που υπέστη, η μη σύλληψη του οδηγού του αυτοκινήτου που κατά τον ισχυρισμό του ενεργούσε προς όφελος της Αστυνομίας και η μη ύπαρξη πιθανότητας διάπραξης άλλων αδικημάτων, είναι λόγοι που συνηγορούσαν υπέρ της απόλυσης του με κάποιου είδους εγγύηση.

Στην απόφαση του το Κακουργιοδικείο σημείωσε τα ακόλουθα:

“Στην παρούσα υπόθεση ο Κατηγορούμενος, Τουρκοκύπριος, πολίτης της Δημοκρατίας, έχει τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις που έχει ο κάθε πολίτης της Δημοκρατίας. Συνεπώς δεν επιτρέπεται διαχωρισμός μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Εδώ όμως ο Κατηγορούμενος έχει χαλαρούς δεσμούς με τις ελεύθερες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας αφού διαμένει μόνιμα και εργάζεται στις κατεχόμενες περιοχές οι οποίες δεν ελέγχονται από [*189]την Κυπριακή Δημοκρατία. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Θεοδωρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (πιο πάνω):

“Η αναφορά, στη συνέχεια, από το πρωτόδικο Δικαστήριο στον, εξ αντικειμένου, χαλαρότερο δεσμό με τη χώρα μη γηγενών Κυπρίων, σε σύγκριση με Κυπρίους, δε μεταβάλλει τη βασική καθοδήγηση του δικαστηρίου επί του θέματος.”

Κατ’ αναλογία ισχύουν τα ίδια και στις περιπτώσεις όπου ένας κατηγορούμενος διαμένει μόνιμα και εργάζεται στις κατεχόμενες περιοχές και δεν φαίνεται να έχει στενούς δεσμούς με τις ελεύθερες περιοχές, όπως συμβαίνει με τον Κατηγορούμενο.”

Από την παράθεση του πιο πάνω αποσπάσματος της πρωτόδικης απόφασης φαίνεται ότι η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει δεκτή και τούτο γιατί δεν υπήρξε οποιαδήποτε διαφοροποίηση στη μεταχείριση του εφεσείοντος σε σχέση με άλλες περιπτώσεις που αναφέρονται σε κρατήσεις πολιτών και κατοίκων στις ελεύθερες περιοχές. Η πιο πάνω αναφορά δεν διαφοροποιεί τη βασική καθοδήγηση του Κακουργιοδικείου πάνω στο θέμα, η οποία έχει δώσει την αναγκαία βαρύτητα σε όλα τα σχετικά στοιχεία.

(iii)       Το Κακουργιοδικείο έδωσε υπερβολικό βάρος στη σοβαρότητα του αδικήματος χωρίς να σταθμίσει τα άλλα περιστατικά που συνηγορούσαν προς όφελος του εφεσείοντος.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι το Κακουργιοδικείο απέδωσε υπερβολικό βάρος στη σοβαρότητα των αδικημάτων, παραγνωρίζοντας το λευκό ποινικό μητρώο του, το σύνολο της μαρτυρίας και το μεγάλο χρονικό διάστημα της κράτησης.

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Στην απόφαση του Κακουργιοδικείου περιέχεται το πιο κάτω απόσπασμα:

“Παράγοντες που λαμβάνει υπόψη το Δικαστήριο κατά την εξέταση των πιο πάνω είναι, μεταξύ άλλων, εκείνοι που συνδέονται με τον χαρακτήρα του κατηγορουμένου, την κατοικία του, το επάγγελμα του, τα οικονομικά του, τους οικογενειακούς δεσμούς και τους δεσμούς όλων των ειδών με τη χώρα στην οποία διώκεται. (Βλ. Neumeister v. Austria A8 p.39 [1968]). Στην υπόθεση Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48, υποδεικνύεται ότι σε καμιά περίπτωση δεν εκτιμάται η πιθανότητα μη προσέλευσης με κατ’ απομόνωση αναφορά στη σοβαρότητα του αδικήματος, την πιθανότητα καταδίκης και την επιβληθεισομένη [*190]ποινή, αυτόματα δηλαδή, χωρίς συνυπολογισμό άλλων σχετικών δεδομένων. Το εγχείρημα συνίσταται όχι απλώς στην αποτίμηση γενικών ενδεχομένων από την κατ’ ισχυρισμό διάπραξη αδικήματος ορισμένης σοβαρότητας για το οποίο μπορεί να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος αλλά στην αποτίμηση της πιθανότητας να διαφύγει ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος.”

Η εφαρμογή των πιο πάνω φαίνεται στην κατάληξη του Κακουργιοδικείου που αναφέρει ότι,

“Έχουμε θέσει επίσης ενώπιον μας τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του Κατηγορουμένου όπως αυτές έχουν εκτεθεί και φαίνονται μέσα από την έκθεση κοινωνικής έρευνας. Δεν αγνοούμε ακόμη ότι ο Κατηγορούμενος είναι λευκού ποινικού μητρώου. Στην υπόθεση Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7, τονίστηκε ότι οι επιπτώσεις της κράτησης στην προσωπική, οικογενειακή ή επαγγελματική ζωή ενός υποδίκου έστω και αν είναι δυσμενείς δεν υπερφαλαγγίζουν το γενικό δημόσιο συμφέρον για την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης (βλ. επίσης Ψύλλας ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 801, Χριστούδια ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 1, Καλαθάς ν. Γενικού Εισαγγελέα (2002) 2 Α.Α.Δ. 38 και Ψύλλας ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 213). Στην παρούσα υπόθεση δεν κρίνουμε ότι οι προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορουμένου είναι τόσο εξαιρετικές ούτως ώστε να υπερφαλαγγίζουν το γενικό δημόσιο συμφέρον.”

Έχει νομολογιακά καθιερωθεί από τα Κυπριακά Δικαστήρια και επιβεβαιωθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ότι ένας κατηγορούμενος θα πρέπει να αφήνεται ελεύθερος μέχρι τη δίκη του εκτός αν η Κατηγορούσα Αρχή αποδείξει ότι συντρέχουν “σχετικοί και ικανοποιητικοί λόγοι” (relevant and sufficient reasons) που δικαιολογούν την  κράτηση του μέχρι την ημερομηνία εκδίκασης της υπόθεσης του.                        Tο ερώτημα αν ένας κατηγορούμενος θα παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης του εξετάζεται με αναφορά,

(i)  Στον κίνδυνο μη προσέλευσης του στο Δικαστήριο κατά τη δικάσιμη,

(ii) Στην πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων και

(iii)       Στην πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων.

Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι ο κίνδυνος μη προσέλευσης καθορίζεται από

[*191]

(α)   Τη σοβαρότητα του αδικήματος,

(β)   Την πιθανότητα καταδίκης και

(γ)   Την ποινή που δυνατό να επιβληθεί.

(Βλέπε Χ''Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48 και Cazantzian v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 326).

Ο κίνδυνος μη προσέλευσης εξετάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Wemhoff v. FRG (A7 p. 25 [1968]) στην οποία ο αιτητής αντιμετώπιζε κατηγορίες παρότρυνσης τραπεζικών αξιωματούχων να προβούν σε καταχρήσεις μεγάλων χρηματικών ποσών. Το ίδιο θέμα εξετάστηκε λίγο αργότερα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Letellier v. France (A 207 [1991]) στην οποία η αιτήτρια, που αντιμετώπιζε κατηγορία συνεργίας στη δολοφονία του συζύγου της, παρέμεινε υπό κράτηση για μια συνολική περίοδο 2 χρόνων και 9 μηνών. Πρωτόδικα διατάχθηκε η κράτηση της παρά το ότι η αιτήτρια ήταν μητέρα ανηλίκων και υπεύθυνη μιας επιχείρησης εστιατορίου, στοιχεία που συνηγορούσαν εναντίον της πιθανότητας διαφυγής της. Το διάταγμα κράτησης βασίστηκε στο ύψος της ποινής και στη μαρτυρία που υπήρχε εναντίον της. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σημείωσε ότι από μόνη της η σοβαρότητα της κατηγορίας που αντιμετώπιζε η αιτήτρια δεν μπορούσε να αιτιολογήσει την κράτηση της. Όπως τονίστηκε χαρακτηριστικά,

“The Court points out that such a danger cannot be gauged solely on the basis of the severity of the sentence risked. It must be assessed with a reference to a number of other relevant factors which may either confirm the existence of a danger of absconding or make it appear so slight that it cannot justify detention pending trial.”

Η πιο πάνω προσέγγιση εφαρμόζεται και στην Κύπρο. (Βλ. Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω)).

Στην παρούσα περίπτωση είναι ορθό ότι έχουν προσφερθεί συγκεκριμένες εγγυήσεις για την εξασφάλιση εμφάνισης του εφεσείοντος στη δίκη του ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Όμως δεν μπορεί να παραγνωρισθεί ότι ο εφεσείων δεν έχει στενούς δεσμούς με τις ελεύθερες περιοχές, αφού κατοικεί μόνιμα στις κατεχόμενες περιοχές και σε περίπτωση μη παρουσίας του στη δίκη [*192]δεν θα μπορεί να καταστεί δυνατή η εκτέλεση ενός διατάγματος σύλληψης. Τούτο δικαιολογούσε την κράτηση του παρά το ότι προτάθηκαν διάφορες εγγυήσεις για την απόλυσή του.

(iv)       Το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα διέταξε την κράτηση του εφεσείοντος μέχρι την ημέρα της δίκης του, για περίοδο 6 περίπου μηνών.

Ο εφεσείων συνελήφθηκε στις 11/12/2003 και βρισκόταν υπό κράτηση μέχρι τις 22/1/2004 όταν, αφού αρνήθηκε ενοχή στις κατηγορίες που του προσάφθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου, διατάχθηκε η κράτηση του μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης του στις 17/5/2004. Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα κατέληξε στο διάταγμα κράτησης του για ένα χρονικό διάστημα 6 περίπου μηνών, χωρίς να εξετάσει τη δυνατότητα απόλυσης του με εγγύηση και ότι ο χρόνος της κράτησης του εξετάστηκε φραστικά χωρίς τη συνεκτίμηση των υπόλοιπων παραγόντων.

Το σχετικό απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης αναφέρει τα ακόλουθα:

“Έχοντας ενώπιον μας όλα τα πιο πάνω και λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη τον κανόνα ότι δεν είναι απαραίτητο να συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις για την κράτηση ενός κατηγορουμένου, και χωρίς να παραβλέπουμε ότι το χρονικό διάστημα μέχρι την ημερομηνία της δίκης δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλο, κρίνουμε ότι η διακριτική μας ευχέρεια θα πρέπει να ασκηθεί υπέρ της κράτησης του Κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη αφού βρίσκουμε ότι η ατομική του ελευθερία θα πρέπει να υποχωρήσει έναντι του δημοσίου συμφέροντος. Ως εκ τούτου ο Κατηγορούμενος μέχρι την ημερομηνία της δίκης θα τελεί υπό κράτηση.”

Οι προεκτάσεις της χρονικής διάρκειας της κράτησης αποτελεί θέμα που ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και εξετάζεται μέσα στα πλαίσια των ιδιαίτερων περιστατικών της κάθε περίπτωσης. Το χρονικό διάστημα της κράτησης ενός κατηγορουμένου μέχρι την ημέρα εκδίκασης των κατηγοριών που αντιμετωπίζει είναι ένας παράγων που δεν πρέπει να παραγνωρίζεται από το Δικαστήριο που εξετάζει μια αίτηση για την κράτηση του κατηγορουμένου. (Βλ. Letellier v. France, A 207 para 35 [1991]). Όπως έχει τονισθεί από το Δικαστή Νικολάου στην υπόθεση Χ''Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45,

“Άλλος παράγοντας - που δεν απασχόλησε μέχρι τώρα και δεν απαντάται στη νομολογία – είναι ο χρόνος κράτησης. Το μή[*193]κος του πρέπει να σταθμίζεται έναντι του βαθμού της πρόβλεψης του ενδεχομένου που προορίζεται να αποτελέσει έρεισμα κρίσης.”

Η πιο πάνω προσέγγιση υιοθετήθηκε λίγο αργότερα στην υπόθεση Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 596 και η χρονική έκταση της κράτησης εξετάστηκε σε δύο υποθέσεις που ακολούθησαν. Πιο συγκεκριμένα στην υπόθεση Χριστούδια ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 1, όπου ο εφεσείων αντιμετώπιζε κατηγορίες πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστών εγγράφων, κρίθηκε ότι η κράτηση του εφεσείοντος για 5 μήνες μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης του ήταν δικαιολογημένη, ενώ στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανουσαρίδη, Δολεσίδη και Θεοδωρίδη ((2001) 2 Α.Α.Δ. 639), στην οποία οι εφεσίβλητοι αντιμετώπιζαν μεταξύ άλλων κατηγορίες απόπειρας ληστείας και μεταφοράς πυροβόλου όπλου, η απόλυση τους με όρους κρίθηκε λανθασμένη και το Ανώτατο Δικαστήριο κατόπιν έφεσης που ασκήθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα, αποφάσισε την κράτηση τους για 8 μήνες μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης τους.

Στην παρούσα περίπτωση έχοντας υπόψη την εικόνα που είχε ενώπιον του το Κακουργιοδικείο από το σύνολο των διαθέσιμων στοιχείων, ο κίνδυνος μη προσέλευσης του εφεσείοντος στη δίκη του ήταν υπαρκτός και επομένως η κράτηση του ήταν δικαιολογημένη.

Η έφεση απορρίπτεται.

H έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο