Borisov Borislav Petrov ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (2004) 2 ΑΑΔ 204

(2004) 2 ΑΑΔ 204

[*204]29 Μαρτίου, 2004

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

BORISLAV PETROV BORISOV,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (ΑΡ. 1),

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7488)

 

Ποινή ― Κυκλοφορία πλαστού εγγράφου ― Παράνομη είσοδος στην Κυπριακή Δημοκρατία ― Συνεργασία με τις αστυνομικές αρχές ― Παραδοχή ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 15 μηνών ― Επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.

Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δίκαιη δίκη ― Κατά πόσο στην παρούσα υπόθεση παραβιάσθηκε το δικαίωμα κατηγορούμενου για δίκαιη δίκη επειδή δεν του παρασχέθηκε νομική εκπροσώπηση και/ή δωρεάν νομική αρωγή.

Ποινική Δικονομία ― Παραδοχή ενοχής ― Κατά πόσο τα όσα ανέφερε ο κατηγορούμενος κατά την αγόρευσή του προς μετριασμό της ποινής έπρεπε να οδηγήσουν το Δικαστήριο στην καταχώρηση μη παραδοχής.

Ποινή ― Έφεση εναντίον ποινής ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου στο θέμα της ποινής.

Ο εφεσείων κατάγεται από τη Βουλγαρία, είναι 31 ετών, παντρεμένος με τρία παιδιά.  Η οικογένειά του διαμένει στη Βουλγαρία. Το 1998 ενώ βρισκόταν στην Κύπρο καταδικάστηκε σε φυλάκιση 15 μηνών για αδικήματα κλοπής επιταγών, πλαστογραφίας, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, πλαστοπροσωπείας και εξασφάλισης χρημάτων διά ψευδών παραστάσεων και απελάθηκε. Επανήλθε παράνομα σαν απαγορευμένος μετανάστης και απελάθηκε για δεύτερη φορά το 2003 για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, χωρίς να κατηγορηθεί.  Ακολούθως εισήλθε ξανά στην Κύπρο χρησιμοποιώντας Ελληνικό διαβατήριο, το οποίο απέκτησε παράνομα και καταδικάστηκε κατόπιν παραδοχής σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 15 μηνών στις κατηγορίες κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και [*205]παράνομης εισόδου στην Κύπρο.

Ο εφεσείων ισχυρίσθηκε κατ’ έφεση ότι:

1.  Επηρεάσθηκε το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη επειδή δεν του δόθηκε η ευκαιρία να έχει νομική εκπροσώπηση της εκλογής του.

2.  Κατ’ ουσία δεν προέβηκε σε παραδοχή και

3.  Η ποινή που του έχει επιβληθεί είναι υπερβολική.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο εφεσείων ουδέποτε υπέβαλε γραπτό αίτημα είτε για την παροχή νομικής εκπροσώπησης είτε για την παροχή δωρεάν νομικής αρωγής και δεν μπορεί να επικαλείται προς τούτο ότι υπήρξε παραβίαση των αρχών της δίκαιης δίκης.

2.  Τα όσα ανέφερε ο εφεσείων προς μετριασμό της ποινής δεν συνιστούν μη παραδοχή αλλά γεγονότα που θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη στην επιλογή του είδους και του ύψους της ποινής που θα επέβαλλε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

3.  Η επιβληθείσα ποινή δεν είναι υπερβολική ενόψει της σοβαρότητας των αδικημάτων ιδιαίτερα του αδικήματος της α΄ κατηγορίας για την οποία το ανώτατο όριο είναι η ισόβια ποινή φυλάκισης που καθορίζεται για την κυκλοφορία πλαστού εγγράφου.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Καττιρτζή ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 519.

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον Εφεσείοντα, βουλγαρικής καταγωγής, εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 15780/2003), ημερομηνίας 2/7/2003, με την οποία βρέθηκε ένοχος στις κατηγορίες της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου (κατά παράβαση των Άρθρων 331, 333(α), 335, 339 και 29 του Ποινικού Κώδικα) και της παράνομης εισόδου στην Κύπρο (κατά παράβαση των Άρθρων 2, 6(ι)(κ) και 19(2) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105) και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δεκαπέντε μηνών, ως ποινών έκδηλα υπερβολικών.

[*206]Λ. Θεμιστοκλέους, για τον Εφεσείοντα.

Π. Ευθυβούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Ο Εφεσείων είναι παρών.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης κατόπιν παραδοχής του σε αδικήματα κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και παράνομης εισόδου στην Κυπριακή Δημοκρατία.

(α) Τα γεγονότα.

Ο εφεσείων κατάγεται από τη Βουλγαρία, είναι 31 χρόνων, παντρεμένος με τρία παιδιά, ηλικίας 2, 8 και 10 χρόνων. Η οικογένεια του διαμένει στη Βουλγαρία. Το 1998 ενώ βρισκόταν στην Κύπρο καταδικάστηκε σε φυλάκιση 15 μηνών για αδικήματα κλοπής επιταγών, πλαστογραφίας, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, πλαστοπροσωπείας και εξασφάλισης χρημάτων δια ψευδών παραστάσεων. Αποφυλακίστηκε στις 4/8/99 και ακολούθως το όνομα του συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των απαγορευμένων μεταναστών με απαγόρευση εισόδου στην Κυπριακή Δημοκρατία.

Στις 29/1/2003 κατόπιν καταγγελίας από τρεις αλλοδαπές καλλιτέχνιδες ότι είχαν απειληθεί από τον εφεσείοντα με κυνηγετικό όπλο, η Αστυνομία προέβηκε στις απαραίτητες έρευνες και στις 14/2/2003 συνέλαβε τον εφεσείοντα, που διαπιστώθηκε ότι ήταν ο Borislav Borisov, κάτοχος του υπ’ αρ. 5574847 Βουλγαρικού διαβατηρίου. Ως αποτέλεσμα οδηγιών του Γενικού Εισαγγελέα ο εφεσείων απελάθηκε από την Κύπρο στις 21/2/2003, χωρίς να προσαφθεί εναντίον του οποιαδήποτε ποινική κατηγορία, και τα στοιχεία του συμπεριλήφθηκαν στον κατάλογο των απαγορευμένων μεταναστών.

Στις 23/6/2003 μετά από καταγγελία για επίθεση, η Αστυνομία ερεύνησε το σπίτι του εφεσείοντος χωρίς να τον εντοπίσει. Ο εφεσείων εντοπίστηκε δύο μέρες αργότερα και κατόπιν έρευνας στην οικία του παρέδωσε στην Αστυνομία Ελληνικό διαβατήριο (που είχε εκδοθεί στο όνομα Αντών Ταγκαλίδης) και μια Ελληνική άδεια οδήγησης. Από τις σχετικές ανακρίσεις της Αστυνομίας διαπιστώθηκε ότι [*207]το Ελληνικό διαβατήριο ήταν πλαστό, ενώ δεν υπήρχε σφραγίδα εισόδου στην Κύπρο σε κανένα από τα δύο διαβατήρια.

Αναφορικά με την κατοχή του πλαστού διαβατηρίου ο κατηγορούμενος μετά την παραδοχή του στη σχετική κατηγορία, ανέφερε στο Δικαστήριο προς μετριασμό της ποινής ότι γνωρίστηκε στην Ελλάδα με μια κοπέλα με το όνομα Άντρια Χ” Κώστα, με την οποία συμφώνησε να συνάψει εικονικό πολιτικό γάμο και της κατέβαλε $5.000 για να τον εφοδιάσει με Ελληνικό διαβατήριο. Αφού υπέγραψε τα σχετικά έγγραφα και επέλεξε το όνομα Αντών Ταγκαλίδης στο οποίο θα εκδιδόταν το διαβατήριο, η πιο πάνω του παρέδωσε μέσα σε τρεις μέρες το Ελληνικό διαβατήριο και μια Ελληνική άδεια οδηγού. Ακολούθως αφού της υπέγραψε ένα άλλο χαρτί για την έκδοση διαζυγίου, αναχώρησε για τη Βουλγαρία. Γνωρίζοντας ότι το Βουλγαρικό όνομα του βρισκόταν στον κατάλογο των ανεπιθύμητων επισκεπτών, ήλθε στην Κύπρο χρησιμοποιώντας το Ελληνικό διαβατήριο για να βρίσκεται κοντά στη φίλη του στην Κύπρο. Προς τούτο σκόπευε να προβεί σε ενέργειες για να εξασφαλίσει εργασία ζωγραφίζοντας εικονοστάσια σε εκκλησίες, αφού είχε σπουδάσει στη Βουλγαρία στη Ζωγραφική Ακαδημία και ήταν ζωγράφος – αγιογράφος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 15 μηνών στις κατηγορίες:

(i)  Κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου (κατά παράβαση των άρθρων 331, 333(α), 335, 339 και 29 του Ποινικού Κώδικα) και

(ii) Παράνομης εισόδου στην Κύπρο (κατά παράβαση των άρθρων 2, 6(ι)(κ) και 19(2) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105).

Ο εφεσείων ισχυρίζεται,

  (i)   Ότι επηρεάσθηκε το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη,

 (ii)   Ότι κατ’ ουσία δεν προέβηκε σε παραδοχή και

(iii)   Ότι η ποινή που του έχει επιβληθεί είναι υπερβολική.

(β) Παραβίαση των αρχών της διεξαγωγής δίκαιης δίκης.

Έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντος ότι δεν δόθηκε στον εφεσείοντα η ευκαιρία να έχει νομική εκπροσώπηση της εκλογής του. Πιο συγκεκριμένα ο συνήγορος του εφεσείοντος ισχυρίστηκε ότι ο εφεσείων, που είναι αλλοδαπός Βουλ[*208]γάρικης καταγωγής και δεν μιλά την Ελληνική γλώσσα, επηρεάστηκε δυσμενώς όταν άλλαζε την απάντηση του στην κατηγορία της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου “και τούτο φαίνεται με τον τρόπο που έγινε και οδηγήθηκε ο κατηγορούμενος σε αλλαγή απαντήσεως και παραδοχή ενώ η προηγούμενη απάντηση του ήτο μη παραδοχή τουλάχιστον ως προς την πρώτη κατηγορία”.

Η πιο πάνω εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Από τα σχετικά πρακτικά διαπιστώνεται ότι προτού αρχίσει η ποινική διαδικασία, η μεταφράστρια Ιωάννα Τεγγερίδη ορκίστηκε ότι θα μετέφραζε πιστά από τα Ελληνικά στα Βουλγαρικά και αντίστροφα. Ο εφεσείων αφού κατηγορήθηκε, με την απάντηση που έδωσε ότι δεν γνώριζε ότι το διαβατήριο του ήταν πλαστό, σημειώθηκε ότι οι απαντήσεις του είχαν καταχωρηθεί σαν μη παραδοχές. Ακολούθως ο Δημόσιος Κατήγορος ζήτησε μια αναβολή για 10 λεπτά για να εξηγήσει τις κατηγορίες στον εφεσείοντα. Μετά την επανέναρξη της διαδικασίας ο Δημόσιος Κατήγορος αφού ανέφερε ότι εξήγησε μέσω της μεταφράστριας στον εφεσείοντα τις σχετικές κατηγορίες, ο τελευταίος τον πληροφόρησε ότι ήθελε να αλλάξει απάντηση και να παραδεχθεί. Το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες να επανακατηγορηθεί ο εφεσείων, ο οποίος και παραδέχθηκε ενοχή.

Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι ο εφεσείων ουδέποτε ζήτησε νομική εκπροσώπηση και επληροφορείτο για το τι λεγόταν στο Δικαστήριο από τη μεταφράστρια. Επιπρόσθετα σημειώνουμε ότι ο εφεσείων σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν ζήτησε δωρεάν νομική αρωγή, ώστε να πληροφορηθεί ότι το θέμα της παραχώρησης δωρεάν νομικής αρωγής θα μπορούσε να προωθηθεί με γραπτή αίτηση (άρθρο 7 του Νόμου που Προνοεί για Παροχή Δωρεάν Νομικής Αρωγής, αρ. 165(Ι)/2000). Στην παρούσα περίπτωση ο εφεσείων ουδέποτε υπέβαλε γραπτό αίτημα είτε για την παροχή νομικής εκπροσώπησης είτε για την παροχή δωρεάν νομικής αρωγής και δεν μπορεί να επικαλείται προς τούτο ότι υπήρξε παραβίαση των αρχών της δίκαιης δίκης.

Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

(γ)        Η απάντηση του κατηγορουμένου μετά την αλλαγή της απάντησης ισοδυναμούσε με μη παραδοχή.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι η αναφορά του κατά την αγόρευση του προς μετριασμό της ποινής ότι δεν είχε γνώση της πλαστότητας του διαβατηρίου, έπρεπε να οδηγήσει το Δικαστήριο στην καταχώριση “μη παραδοχής” στην κατηγορία [*209]της κατηγορίας κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου.

Μια προσεκτική εξέταση των όσων ανέφερε ο εφεσείων προς μετριασμό της ποινής, αποκαλύπτει ότι αυτά δεν συνιστούν μη παραδοχή αλλά γεγονότα που μπορούσαν να ληφθούν υπόψη στην επιλογή του είδους και του ύψους της ποινής που θα επέβαλλε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Πιο συγκεκριμένα ο εφεσείων ανέφερε ότι συμφώνησε να καταβάλει στην Άντρια Χ''Κώστα $5.000 και να συνάψει μαζί της πολιτικό γάμο και να καταστεί έτσι δυνατή η έκδοση Ελληνικού διαβατηρίου. Προς τούτο ο εφεσείων έδωσε τα απαραίτητα στοιχεία στην Άντρια Χ” Κώστα και αφού ο ίδιος επέλεξε το ψεύτικο όνομα Αντών Ταγκαλίδης πάνω στο οποίο θα εκδιδόταν το διαβατήριο από ένα κατάλογο ονομάτων που του έδωσε η πιο πάνω, σε τρεις μέρες η Άντρια Χ''Κώστα του έφερε ένα Ελληνικό διαβατήριο με το πιο πάνω όνομα και μια άδεια οδήγησης. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο ίδιος για την όλη διαδικασία, “Άρχισα να αισθάνομαι ότι ίσως και δεν ήταν τόσο καθαρό, γιατί έγιναν πολύ γρήγορα όλα αυτά. Όμως αυτό το ποσό το είχα πληρώσει και ήθελα πάρα πολύ να βρω, να έχω Ελληνικό διαβατήριο. Συμφώνησα με τον εαυτό μου ότι δεν ήταν ψέμα”.

Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι τα όσα είχε πει ο εφεσείων για μετριασμό της ποινής υποδηλούν τόσο την ένοχη του σκέψη όσο και συμπεριφορά και δεν μπορούν να εξισωθούν με απάντηση που θα ισοδυναμούσε με μη παραδοχή. (Βλ. Μ. Καττιρτζή ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 519).

H εισήγηση απορρίπτεται.

(δ)       Η ποινή που επιβλήθηκε ήταν υπερβολική.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν υπερβολική αφού αυτός συνεργάστηκε με την Αστυνομία παραδεχόμενος τη διάπραξη των αδικημάτων και αποκαλύπτοντας τα γεγονότα. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι η ποινή είναι υπερβολική αφού αντανακλά στα μέλη της οικογένειας του εφεσείοντος, ότι η πράξη δεν ήταν μεγάλης βαρύτητας, ότι δεν απεκόμισε οποιοδήποτε όφελος και ότι στερήθηκε της δυνατότητας να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο που θα μπορούσε να παραθέσει εκ μέρους του όλα τα δυνατά μετριαστικά στοιχεία.

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού σημείωσε τη σοβαρότητα των αδικημάτων προχώρησε στην επιβολή της ποινής φυλάκισης και στις δύο κατηγορίες. Το [*210]Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστωθεί ότι η ποινή ήταν έκδηλα υπερβολική. Στην παρούσα περίπτωση η σοβαρότητα των αδικημάτων τονίζεται με την έκταση της ποινής φυλάκισης που προνοούν οι σχετικές νομοθετικές πρόνοιες. Ιδιαίτερα για την α΄ κατηγορία σημειώνουμε την κατά ανώτατο όριο ισόβια ποινή φυλάκισης που καθορίζεται για την κυκλοφορία πλαστού εγγράφου.

Η συμπεριφορά του εφεσείοντος είναι τελείως απαράδεκτη. Ήλθε στην Κύπρο και αφού καταδικάστηκε το 1998 σε 12μηνη φυλάκιση για αδικήματα που σχετίζονταν με την κυκλοφορία πλαστών εγγράφων, απελάθηκε. Επανήλθε παράνομα σαν απαγορευμένος μετανάστης και απελάθηκε για β΄ φορά το 2003 για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, χωρίς να κατηγορηθεί. Ακολούθως εισήλθε ξανά στην Κύπρο χρησιμοποιώντας Ελληνικό διαβατήριο το οποίο απέκτησε παράνομα και καταδικάστηκε σε δύο συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 15 μηνών, που αποτελούν και το επίδικο θέμα της παρούσας έφεσης. Οι πιο πάνω ποινές δεν μπορούν να κριθούν ως υπερβολικές. Αντίθετα σημειώνουμε ότι ήταν, με τα πιο πάνω περιστατικά, επιεικείς.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο