Γενικός Eισαγγελέας ν. Kώστα Mέλιου Mενελάου (2004) 2 ΑΑΔ 223

(2004) 2 ΑΑΔ 223

[*223]14 Απριλίου, 2004

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΙΟΥ ΜΕΝΕΛΑΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7549)

 

Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Διάγνωση ποινικής ευθύνης κατηγορουμένου εντός ευλόγου χρόνου ― Διασφαλίζεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος ― Αρχές που διέπουν το εύλογο του χρόνου ― Η συμβολή κατηγορουμένου στην καθυστέρηση μετρά εναντίον του.

Στην υπόθεση αυτή το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού έκρινε βάσιμη την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσίβλητου και κατ’ ακολουθίαν τερμάτισε τη διαδικασία προτού αρχίσει η ακρόαση της υπόθεσης και απάλλαξε τον εφεσίβλητο από τις κατηγορίες κλοπής από την τράπεζα στην οποία εργοδοτείτο, πλαστογραφίας πλαστού εγγράφου, ετοιμασίας ψευδών λογαριασμών με σκοπό την καταδολίευση και κλοπής υπό υπαλλήλου. Οι κατηγορίες για κλοπή σχετίζονται με αρκετές δεκάδες χιλιάδες λίρες. Το Κακουργιοδικείο αποφάνθηκε ότι το χρονικό διάστημα από τη σύλληψη του εφεσίβλητου στις 20.4.1999 μέχρι τις 14.10.2003 που ορίστηκε τελικά η υπόθεση για ακρόαση, είχε ως αποτέλεσμα την παραβίαση του δικαιώματος του εφεσίβλητου για εκδίκαση της υπόθεσής του εντός ευλόγου χρόνου, δικαίωμα που διασφαλίζεται με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.

Ο Γενικός Εισαγγελέας άσκησε έφεση αμφισβητώντας την ορθότητα της απόφασης του Κακουργιοδικείου.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Κακουργιοδικείο κατέληξε στην απόφασή του χωρίς να ακολουθήσει τις αρχές της νομολογίας των Κυπριακών Δικαστηρίων και τις αρχές που καθιερώθηκαν από τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Συμβουλίου της Ευρώπης. Το εύλογο διάστημα αποφασίζεται με κα[*224]θιερωμένα κριτήρια όπως, η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, η σημασία για εκείνον που υποβάλλει το αίτημα, η στάση των αρχών και η συμπεριφορά του ιδίου του αιτούντος.

2.  Το Κακουργιοδικείο απλώς υπολόγισε το χρονικό διάστημα από τη σύλληψη του εφεσίβλητου μέχρι τις 14.10.2003 και αφού παρατήρησε πως αυτό το διάστημα ήταν μεγάλο, αφού υπερέβαινε τα τρία χρόνια, χωρίς οτιδήποτε άλλο, έκρινε πως παραβιαζόταν το δικαίωμα του εφεσίβλητου σε δίκη μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα. Αγνόησε δηλαδή τη σοβαρότητα και πολυπλοκότητα της υπόθεσης, καθώς επίσης και τη συμπεριφορά του ίδιου του εφεσίβλητου ο οποίος είχε και αυτός αρκετά μεγάλο μερίδιο ευθύνης στο θέμα των αναβολών που οδήγησαν στην καθυστέρηση της εκδίκασης της παρούσας υπόθεσης.

Η έφεση επιτράπηκε. Διατάχθηκε επανεκδίκαση.

Έφεση εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.

Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λεμεσού (Υπόθεση Αρ. 520/2000), ημερομηνίας 24/1/2003, ο οποίος αντιμετώπιζε 14 κατηγορίες οι οποίες αφορούσαν, η 1η σε κλοπή £12.650 από την τράπεζα στην οποία εργοδοτείτο, άλλες 6 σε πλαστογραφία και κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, η 8η και η 11η σε ετοιμασία ψευδών λογαριασμών με σκοπό την καταδολίευση, και οι υπόλοιπες σε κλοπή υπό υπαλληλου, απαλλάχθηκε από όλες τις κατηγορίες προτού αρχίσει η ακρόαση της υπόθεσης αποδεχόμενη την εισήγηση του δικηγόρου του ότι παραβιάστηκε το δικαίωμά του για δίκη μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ με Ν. Κέκκο, Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.

Λ. Κληρίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Αρτεμίδης, Π.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Ο εφεσίβλητος παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του μόνιμου κακουργιοδικείου Λεμεσού. Στο κατηγορητήριο αναγράφονταν 14 κατηγορίες. Η 1η αφορά σε κλοπή £12.650 από την τράπεζα στην οποία εργοδοτείτο, άλλες 6 πλαστογραφία [*225]και κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, η 8η,  και η 11η ετοιμασία ψευδών λογαριασμών με σκοπό την καταδολίευση, και οι υπόλοιπες κλοπή υπό υπαλλήλου. Το αδίκημα της πλαστογραφίας που είναι και το σοβαρότερο, επισύρει, σύμφωνα με το άρθρο 336 του Ποινικού Κώδικα ποινή φυλάκισης δια βίου.  Οι κατηγορίες για κλοπή σχετίζονται με αρκετές δεκάδες χιλιάδες λίρες. Ο εφεσίβλητος παρουσιάστηκε ενώπιον του κακουργιοδικείου στις 30.3.2000 και αρνήθηκε ενοχή. Η δίκη ορίστηκε  στις 26.6.2000 και ο εφεσίβλητος αφέθηκε ελεύθερος με όρους. 

Η υπόθεση, μετά από αρκετές αναβολές, ορίστηκε τελικά για ακρόαση στις 14.10.2003. Πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας ο δικηγόρος του εφεσίβλητου υπέβαλε αίτημα διακοπής της δίκης και απαλλαγής του, με την εισήγηση πως με την καθυστέρηση που σημειώθηκε στην εκδίκαση της υπόθεσης παραβιάζονταν οι πρόνοιες του άρθρου 30.2 του Συντάγματος, που ορίζουν:

«έκαστος, κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε κατ’ αυτού ποινικής κατηγορίας, δικαιούται ανεπηρεάστου, δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου δια νόμου». 

Το κακουργιοδικείο, αφού αναφέρθηκε στην πορεία της υπόθεσης μέχρι την ημερομηνία που θα άρχιζε η εκδίκαση της, δηλαδή 14.10.2003, και στις νομολογιακές αρχές που άπτονται του ζητήματος που ηγέρθη ενώπιον του, της περάτωσης δηλαδή της ποινικής στην παρούσα περίπτωση διαδικασίας, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, έκρινε βάσιμη την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσίβλητου, και κατ’ ακολουθίαν τερμάτισε τη διαδικασία προτού αρχίσει η ακρόαση της υπόθεσης και απάλλαξε τον εφεσίβλητο από όλες τις κατηγορίες. 

Ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρισε έφεση σύμφωνα με τις εξουσίες που έχει βάσει του άρθρου 137(1) (III) και (IV), της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155 προβάλλοντας τη θέση πως η απόφαση του κακουργιοδικείου είναι εσφαλμένη, για τους λόγους που θα φανούν από τη συζήτηση που ακολουθεί. 

Θα ενθέσουμε αυτούσια την περικοπή από την απόφαση του κακουργιοδικείου, στην οποία καταγράφεται το ιστορικό της πορείας της υπόθεσης ενώπιον του με τις συνεχείς αναβολές, μέχρι την ημερομηνία που έγινε το αίτημα για διακοπή της.  Η αυτούσια καταγραφή της περικοπής δεν είναι τυχαία. Από το περιεχόμενο της θα [*226]φανεί το νομικό σφάλμα στο οποίο περιέπεσε το κακουργιοδικείο, και που αφορά τόσο στην αξιολόγηση των ουσιαστικών λόγων, για τους οποίους διδόντουσαν οι αναβολές, αλλά, και κυρίως, στην ολωσδιόλου λαθεμένη εφαρμογή των αρχών και της νομολογίας που άπτονται στο υπό συζήτηση συνταγματικό δικαίωμα κατηγορουμένου, αλλά και όλων των διαδίκων, σε δίκη εντός ευλόγου χρόνου.

«Ο κατηγορούμενος συνελήφθη στις 20.4.99 από την Αστυνομία και κατόπιν έκδοσης διαταγμάτων προσωποκράτησης παρέμεινε υπό κράτηση από τότε μέχρι τις 12.5.99 οπότε και αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους. Στις 15.2.00 παραπέμφθηκε στο Κακουργιοδικείο το οποίο συνεδρίαζε στις 30.3.00. Σχετικά με το θέμα αυτό θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι, όπως προκύπτει από το φάκελο του Δικαστηρίου, ο Γενικός Εισαγγελέας έδωσε τη συγκατάθεση του για τη μη διεξαγωγή προανάκρισης στην υπόθεση από τις 15.10.1999. 

Έχουμε ήδη αναφέρει ότι η υπόθεση ορίστηκε αρχικά για ακρόαση στις 26.6.00. Εκείνη την ημέρα όπως προκύπτει από το φάκελο του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο ήταν απασχολημένο με τη συνέχιση της ακρόασης στην υπόθεση 8413/98 του Κακουργιοδικείου Πάφου. Ως εκ τούτου ανέβαλε την παρούσα λόγω έλλειψης χρόνου και την όρισε εκ νέου για ακρόαση στις 3.10.00.

Στις 3.10.00 το Δικαστήριο ανέβαλε την ακρόαση για τις 27.11.00 για το λόγο ότι ενώπιον του εκκρεμούσε η υπόθεση 4642/00 στην οποία ένας εκ των δύο κατηγορουμένων είχε παραδεχθεί ενοχή και ο άλλος όχι. Προτίμησε, όπως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό, να δώσει προτεραιότητα στην υπόθεση εκείνη στην οποία οι κατηγορούμενοι τελούσαν υπό κράτηση, έστω και αν η παρούσα υπόθεση ήτο λίγο αρχαιότερη. Η συνέχιση της ακρόασης στην υπόθεση 4642/00, η οποία βρισκόταν στο τελικό της στάδιο, αποτέλεσε το λόγο για την αναβολή της παρούσας και στις 27.11.00. Επαναορίστηκε για ακρόαση τις 27.2.01. Στις 27.2.01 το Δικαστήριο ανέβαλε την υπόθεση για ακρόαση στις 28.5.01 επειδή συνέχιζε την ακρόαση στην υπόθεση 7119/00, υπόθεση ανθρωποκτονίας, και στην οποία οι κατηγορούμενοι τελούσαν υπό κράτηση.

Στις 28.5.01 υποβλήθηκε αίτημα εκ μέρους του κατηγορουμένου για την αναβολή της υπόθεσης το οποίο εγκρίθηκε από το Δικαστήριο. Στην απόφαση του το Δικαστήριο αναφέρει ότι ανε[*227]ξάρτητα από το αίτημα του κατηγορουμένου το Δικαστήριο θα δυσκολευόταν «ούτως ή άλλως» να αρχίσει την ακρόαση της υπόθεσης επειδή ήταν απασχολημένο ήδη με δύο συνεχιζόμενες ακροάσεις, την υπ’ αρ. 3883/00 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου – προφανώς εννοούσε στο Κακουργιοδικείο Πάφου – και την υπ’ αρ.6908/00 που αφορούσε ναρκωτικά. Στον επαναπρογραμματισμό της υπόθεσης για ακρόαση, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι τον επόμενο Σεπτέμβριο θα άλλαζε η σύνθεση του Κακουργιοδικείου.  Θα έπρεπε επομένως, «να γίνει πρόβλεψη ώστε οποιαδήποτε υπόθεση αρχίσει να ολοκληρωθεί μέχρι τότε». Νοουμένου δε ότι στην παρούσα υπόθεση υπήρχαν 49 μάρτυρες κατηγορίας το δικαστήριο έκρινε ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να αρχίσει και να ολοκληρωθεί η ακρόαση μέχρι τότε. Η υπόθεση αναβλήθηκε για ακρόαση στις 5.11.01 αφού, όπως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό, το Δικαστήριο θα άρχιζε την εκδίκαση της 27871/99 στις 12.9.01 και στις 29.10.01 της 27870/00. Αναμένετο δε, ότι οι δύο υποθέσεις που αφορούσαν την κατάχρηση μεγάλων χρηματικών ποσών θα έπαιρναν αρκετό χρονικό διάστημα μέχρι να διεκπεραιωθούν.

 

Στις 5.11.01 εγκρίθηκε αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για την αναβολή της ακρόασης και η υπόθεση επαναορίστηκε για ακρόαση στις 28.1.02. Κατά την τελευταία πιο πάνω ημερομηνία, ζητήθηκε αναβολή εκ μέρους του κατηγορουμένου. Το αίτημα εγκρίθηκε από το Δικαστήριο το οποίο όμως σημείωσε ότι, εν πάση περιπτώσει, ήταν απασχολημένο στην εκδίκαση της υπόθεσης 24867/01 που αφορούσε απόπειρα φόνου.

Στις 29.4.02 που η υπόθεση ήταν πάλι ορισμένη για ακρόαση, το Δικαστήριο ανέβαλε την υπόθεση στις 23.9.02 λόγω έλλειψης χρόνου αφού εκείνη την περίοδο ήταν απασχολημένο με τρεις συνεχιζόμενες ακροάσεις στις υποθέσεις 27870/99, 6747/00 και 2993/00. Το δικαστήριο σημείωσε ότι η επόμενη υπόθεση που προγραμμάτιζε να εκδικάσει μόλις ολοκληρώνετο μια από τις προαναφερόμενες υποθέσεις ήταν η παρούσα.

Επειδή το δικαστήριο στις 23.9.02 ήταν απασχολημένο με άλλες συνεχιζόμενες ακροάσεις η υπόθεση αναβλήθηκε για τις 17.3.03. Κατά την τελευταία πιο πάνω ημερομηνία ζητήθηκε αναβολή εκ μέρους του κατηγορουμένου. Το αίτημα εγκρίθηκε, για το λόγο ότι εκείνη την περίοδο το Δικαστήριο ήταν απασχολημένο με δύο άλλες συνεχιζόμενες ακροάσεις.

Στις 12.9.03 που η υπόθεση ήταν πάλι ορισμένη για ακρόαση [*228]ενώπιον του Δικαστηρίου, αυτή τη φορά με την παρούσα σύνθεση, υποβλήθηκε αίτημα για αναβολή εκ μέρους του κατηγορουμένου, για λόγους που αφορούσαν την κατάσταση της υγείας του τελευταίου κατόπιν τροχαίου δυστυχήματος, το οποίο εγκρίθηκε. Η υπόθεση αναβλήθηκε στη συνέχεια για ακρόαση στις 14.10.03.»

Είναι γεγονός ότι από την ημερομηνία που συνελήφθη ο εφεσίβλητος, 20.4.1999, μέχρι την ημερομηνία που τελικά θα άρχιζε η δίκη, 14.10.2003, πέρασαν πάνω από τρία χρόνια. Ο εφεσίβλητος ήταν ελεύθερος υπό όρους. Το κακουργιοδικείο εξετάζοντας, και αποδεχόμενο την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσίβλητου, δεν έλαβε τίποτε άλλο υπόψη  παρά μόνο το χρονικό αυτό διάστημα.  Ενώ ασχολείται σε έκταση με τις καθιερωμένες αρχές που εφαρμόζονται στο επίμαχο ζήτημα, με αναφορά στη δική μας νομολογία και αυτή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, διέλαθαν της προσοχής του κακουργιοδικείου τα σοβαρά στοιχεία και κριτήρια που  εκτιμούνται για να κριθεί η παραβίαση ή μη, του όντως σοβαρού αυτού δικαιώματος. Στην πρωτόδικη απόφαση διακρίνουμε μεν την διάθεση του Δικαστηρίου να διακηρύξει το δικαίωμα του κατηγορουμένου για δίκη μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, η διάθεση όμως αυτή παρεξέκλινε το Δικαστήριο από την πορεία της προσεκτικής κρίσης. Η ορθότητα της σκέψης μας αυτοαποδεικνύεται αν αναλογιστεί κανείς πως, αποδοχή της θέσης του κακουργιοδικείου θα απέληγε σε γενική νομολογιακή καθιέρωση ότι, χρονικό διάστημα πάνω από τρία χρόνια για την περάτωση οποιασδήποτε διαδικασίας στο Δικαστήριο, εδώ μας αφορά η ποινική, δημιουργεί αυτόματα παραβίαση του ευλόγου χρόνου που διασφαλίζεται στο άρθρο 30.2 του Συντάγματος.

Δεν είναι όμως αυτά που υποστηρίζει η δική μας νομολογία, (βλ. Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203) μήτε και οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.  Το εύλογο διάστημα αποφασίζεται με καθιερωμένα κριτήρια όπως, η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, η σημασία για εκείνον που υποβάλλει το αίτημα, η στάση των αρχών και η συμπεριφορά του ιδίου του αιτούντος. Στη Σειρά «Θεσμικά Κείμενα του Συμβουλίου της Ευρώπης» των Donna Gomien, David Harris, Leo Zwaak, σε επιμέλεια και μετάφραση των Γαβριήλ Αμίτση και Έφης Τσατσαρέλη, διαβάζουμε τα εξής σχετικά: 

«Η συνολική διάρκεια της διαδικασίας είναι προφανώς αντικειμενικό γεγονός, εφόσον βέβαια είναι γνωστά  τα χρο[*229]νικά της ορόσημα, υπεισέρχονται όμως και άλλοι παράγοντες όταν χρειάζεται να εκτιμηθεί ο εύλογος χαρακτήρας της προθεσμίας. Η Επιτροπή και το Δικαστήριο εφάρμοσαν ειδικότερα τα ακόλουθα κριτήρια:

α. την πολυπλοκότητα της υπόθεσης

β. τη σημασία για τους αιτούντες

γ. τη στάση των αρχών

δ. τη συμπεριφορά του ίδιου του αιτούντα.»

Στην ανάλυση που ακολουθεί, και σε αναφορά με την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, επισημαίνεται πως αυτή σχετίζεται ταυτόχρονα με θέματα πραγματικών περιστατικών και δικαίου, όπως η φύση και σοβαρότητα των συγκεκριμένων ζητημάτων και παραβάσεων, ο αριθμός των ζητημάτων και των αξιόποινων πράξεων που μελετώνται στην ίδια υπόθεση, η φυσική και χρονολογική απόσταση ανάμεσα στα γεγονότα ή τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά.  Σε σχέση δε με τη σημασία που το ζήτημα έχει για τον αιτούντα, σημειώνεται πως εφαρμόζεται γενικά πιο αυστηρό κριτήριο όταν πρόκειται για ποινικές διαδικασίες, ιδιαίτερα όταν ο κατηγορούμενος τελεί υπό προφυλάκιση. Η συμπεριφορά δε αυτού που επικαλείται το δικαίωμα, εδώ του εφεσίβλητου, μη συνεργασίας ή κωλυσιεργίας λαμβάνεται επίσης υπόψη.  

Οι ίδιες αρχές επαναλαμβάνονται και στις εκδόσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης (Νο.13), αναφορικά με το άρθρο 6 της Σύμβασης, όπου γίνεται παραπομπή σε αποφάσεις, στις οποίες η επίμαχη χρονική περίοδος κρίθηκε εύλογη ή μη ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά στην κάθε υπόθεση. Και αυτή ποικίλλει. Ειδικότερα., στο σύγγραμμα των D.J.Harris, M.O’ Boyle, C.Warbrick, Law of the European Convention on Human Rights, διαβάζουμε τα εξής:

«The reasonableness of the length of proceedings in both criminal and non-criminal cases depends on the particular circumstances of the case. There is no absolute time limit.  Factors that are always taken into account are the complexity of the case, the conduct of the applicant and the conduct of the competent administrative and judicial authorities. No particular factor is conclusive; the approach must be to examine them separately and then to assess their cumulative effect. Although particular instances of delay attributable to the state may not seem unreasonable, they may be such when taken together. No margin of appreciation doctrine is applied, at least expressly, when determining the reasonableness of the time taken; the European Court simply [*230]makes its own assessment of the length of time taken. When it does so, it must bear in mind that Article 6 can only require such expedition as is consistent with the proper administration of Justice. 

As to the first of the three factors listed above, a case may be complicated for many reasons, such as the volume of evidence, the number of defendants or changes, the need to obtain expert evidence or evidence from abroad, or the complexity of the legal issues involved.”

(Σε μετάφραση):

«To εύλογο του χρόνου της δικαστικής διαδικασίας τόσο στις ποινικές όσο και μη ποινικές υποθέσεις, εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης. Δεν υπάρχει δογματικά καθορισμένο διάστημα. Παράγοντες που πάντοτε λαμβάνονται υπόψη είναι η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, η συμπεριφορά του αιτητή και η συμπεριφορά των αρμοδίων διοικητικών και δικαστικών αρχών. Κανένας ειδικός παράγοντας δεν είναι καθοριστικός. Η ορθή προσέγγιση είναι, η εξέταση πρώτα των παραγόντων ξεχωριστά και μετά να υπολογιστούν οι σωρευτικές τους επιπτώσεις. Μολονότι, ειδικές περιπτώσεις αργοπορίας που βαρύνουν την πολιτεία μπορεί να μη φαίνονται εύλογες, δυνατόν να κριθούν εύλογες, αν οι πιο πάνω παράγοντες προσμετρήσουν. Δεν εφαρμόζεται οποιαδήποτε συγκεκριμένη αρχή αναφορικά με το χρονικό τούτο διάστημα, τουλάχιστον ρητά, όταν υπολογίζεται το εύλογο του χρόνου.  Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απλά υπολογίζει το ίδιο το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Όταν δε το κάνει αυτό, πρέπει να έχει υπόψη του ότι το Άρθρο 6 απαιτεί μόνο τέτοια ταχύτητα η οποία θα είναι συμβατή με τον ορθό τρόπο απονομής της Δικαιοσύνης».

Οι ίδιες αρχές επαναλαμβάνονται και στην πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Pedersen and Baadgaard v. Denmark (Application No. 49017/99), 19.6.2003. Στην πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου των Λόρδων: Attorney-General’s Reference (No.2/2001), δημοσιευμένη στους Times Law Report, 11.12.2003, αποφασίστηκε πως  ποινική διαδικασία δυνατό να ανασταλεί γιατί  υπήρξε παραβίαση της αρχής πως η εκδίκαση της υπόθεσης θα έπρεπε να περατωθεί σε εύλογο χρονικό διάστημα σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλά τούτο μπορεί να γίνει μόνο εφόσον δεν θα ήταν πλέον δυνατή η διεξαγωγή δίκαιης δίκης, ή [*231]για κάποιο πειστικό λόγο θα ήταν άδικο να προχωρήσει η δίκη εναντίον του κατηγορουμένου. Να θυμίσουμε επίσης πως η διακοπή της δίκης δεν είναι η μόνη και αποκλειστική θεραπεία που παρέχει το Δικαστήριο, όταν αποφανθεί πως η δίκη δεν περατώθηκε μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.  Ανάλογα με την περίπτωση, τέτοια διαπίστωση μπορεί να οδηγήσει και σε άλλου είδους θεραπεία π.χ. κατά την επιμέτρηση της ποινής σε ποινική δίκη στη μείωση της. Τέτοια θεραπεία, καθώς καταδεικνύει η νομολογία μας δόθηκε πολλές φορές. 

Είπαμε όμως στην αρχή πως το κακουργιοδικείο δεν παραθέτει στην απόφαση του ορθά το πρακτικό των αναβολών, και κατ’ ακολουθίαν εσφαλμένη είναι και η τελική του ετυμηγορία.  Επισημαίνουμε από αυτό τα εξής: Ο εφεσίβλητος συνελήφθη στις 20.4.99, και τέθηκε υπό κράτηση, σύμφωνα με σχετικά διατάγματα του Δικαστηρίου μέχρι τις 12.5.99. Στις 15.2.2000 παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του κακουργιοδικείου που συνεδρίαζε στις 30.3.2000. Η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση από το κακουργιοδικείο στις 26.6.2000. Είναι γεγονός πως έκτοτε το ίδιο το κακουργιοδικείο ανέβαλε την εκδίκαση της υπόθεσης πολλές φορές λόγω έλλειψης χρόνου. Καθώς αναφέρεται στα σχετικά πρακτικά το κακουργιοδικείο ήταν απασχολημένο με την ακρόαση άλλων υποθέσεων.  Προφανώς όμως για όλες τις αναβολές που δόθηκαν, στις 26.6.2000, 3.10.2000, 27.11.2000 και 27.2.2001, γνώριζε εκ των προτέρων ο εφεσίβλητος, γι’ αυτό και εκπροσωπούσε το δικηγόρο του, κ. Κληρίδη, άλλος συνάδελφος του, ο οποίος και δεν έφερε καμία ένσταση στις αναβολές. Στις 28.5.2000 όμως ο ίδιος ο εκπρόσωπος του κ.Κληρίδη ζήτησε  εκ μέρους του αναβολή της δίκης, γιατί ο κ.Κληρίδης ήταν απασχολημένος σε άλλη πολιτική έφεση.  Το Δικαστήριο, αποδεχόμενο το αίτημα για αναβολή, ανέφερε πως λόγω ελλείψεως χρόνου, εν πάση περιπτώσει, δεν θα μπορούσε να προχωρήσει στην ακρόαση της υπόθεσης.  Στις 5.11.2001 το αίτημα για αναβολή ήταν κοινό. Στις 28.1.2002  ζήτησε την αναβολή ο εκπρόσωπος του κ.Κληρίδη, γιατί ο ίδιος ήταν ενώπιον δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε άλλη υπόθεση. Η δικηγόρος της Δημοκρατίας ανέφερε στο Δικαστήριο πως η ίδια ήταν έτοιμη για την έναρξη της ακρόασης, το Δικαστήριο όμως ανέβαλε την υπόθεση, πάλιν λόγω ελλείψεως χρόνου. 

Ερχόμαστε τώρα στα πιο κρίσιμα γεγονότα. Στις 29.4.2002 η δικηγόρος της Δημοκρατίας ήταν έτοιμη για την έναρξη της ακρόασης της υπόθεσης. Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου κ.Κληρίδης ανέφερε στο Δικαστήριο πως ήταν έτοιμος, και πως είχε ήδη συνεννοηθεί, με τη δικηγόρο της δημοκρατίας, ώστε να συμφωνηθούν [*232]από κοινού γεγονότα που αφορούσαν στην υπόθεση, με σκοπό να διευκολυνθεί η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο υπέδειξε στους δικηγόρους πως υπήρχε χρόνος να γίνει αυτό την ίδια ημέρα. Ο κ.Κληρίδης απάντησε ως εξής: «Δεν είναι εύκολο γιατί είναι ορισμένες καταθέσεις που έκανε ο ίδιος, ορισμένα άλλα γεγονότα, θα χρειαστεί χρόνος». Στο τέλος της διαδικασίας το Δικαστήριο σημείωσε πάλιν πως εν πάση περιπτώσει δεν θα μπορούσε να αρχίσει η ακρόαση λόγω ελλείψεως χρόνου, υπέδειξε όμως πως όταν θα καταγράφονταν τα παραδεκτά γεγονότα αυτά να κοινοποιηθούν στο Δικαστήριο, έτσι που μετά από κοινή συνεννόηση με τους δικηγόρους να υπολογιστεί ο χρόνος της ακρόασης, ώστε να προγραμματιστεί να γίνει στο ενδιάμεσο άλλων υποθέσεων που είχε ενώπιον του το κακουργιοδικείο. Στις 23.9.2002 πληροφορήθηκε το Δικαστήριο πως το κείμενο με τα παραδεκτά γεγονότα, καθώς επίσης και δέσμη αρκετών τεκμηρίων που είχαν συμφωνηθεί, ήσαν έτοιμα. Το Δικαστήριο όμως ανέφερε πως δεν μπορούσε να αρχίσει την ακρόαση, θεώρησε όμως σαν δεδομένη την καταγραφή των παραδεκτών γεγονότων καθώς επίσης και τη συμφωνηθείσα δέσμη εγγράφων. Το γεγονός αυτό επιβεβαίωσε και ο δικηγόρος του εφεσίβλητου, ο οποίος μάλιστα είπε πως στο μέλλον θα υπάρξουν και άλλα παραδεκτά γεγονότα και πως η δίκη θα συντομευόταν πολύ. 

Στις 17.3.2003, δικηγόρος που εμφανίστηκε εκ μέρους του κ.Κληρίδη ζήτησε, αναβολή της δίκης γιατί ο τελευταίος ήταν απασχολημένος σε συνεχιζόμενη ακρόαση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Παρουσίασε μάλιστα στο κακουργιοδικείο και καθορισμένες ημερομηνίες κατά τις οποίες ο κ. Κληρίδης διευκολυνόταν να είναι ενώπιον του για την ακρόαση, και μάλιστα πως αν η υπόθεση οριζόταν το Σεπτέμβρη δεν θα είχε πρόβλημα. Δεν υπήρξε ένσταση εκ μέρους της Δημοκρατίας και το Δικαστήριο ανέβαλε την υπόθεση για τις 12.9.2003. Εκείνη την ημέρα ο ίδιος ο κ.Κληρίδης ζήτησε αναβολή της ακρόασης γιατί ο εφεσίβλητος ενεπλάκη σε τροχαίο δυστύχημα και υπέστη κάταγμα του στέρνου. Έμεινε λίγες μέρες στο νοσοκομείο, από το οποίο εξήλθε στις 31.8.2003. Στις 11.9.2003, μία ημέρα δηλαδή πριν από την καθορισθείσα ημερομηνία της ακρόασης, εξετάστηκε από γιατρό και του έδωσε αναλγητικά φάρμακα γιατί είχε πόνους. Δεν μπορούσε επομένως να παραστεί στο Δικαστήριο για να παρακολουθήσει τη δίκη. Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας συνήνεσε στην αναβολή της υπόθεσης.  Το Δικαστήριο, αφού εξέτασε τα ιατρικά πιστοποιητικά, έκρινε δικαιολογημένη την αναβολή και όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 14.10.2003.  Λόγω μάλιστα της κατάστασης της υγείας του εφεσίβλητου, και μετά από αίτημα του δι[*233]κηγόρου του, το Δικαστήριο ενέκρινε και την αναστολή των όρων να παρουσιάζεται στον Αστυνομικό Σταθμό Γερμασόγειας τρεις φορές την εβδομάδα. Στις 14.10.2003, όταν ήταν η υπόθεση ενώπιον του κακουργιοδικείου για να αρχίσει η ακρόαση, υπεβλήθη ενώπιον του το αίτημα, για το οποίο και η συζήτηση στην παρούσα έφεση, με το γνωστό αποτέλεσμα. 

Το κακουργιοδικείο, όπως είπαμε, δεν παραθέτει με ακρίβεια τα πραγματικά γεγονότα που αφορούν στη διαδικασία, όπως τα εκθέσαμε εμείς πιο πάνω.  Αντίθετα, εκείνο το οποίο απλώς έκανε ήταν να υπολογίσει το χρονικό διάστημα από τη σύλληψη του εφεσίβλητου μέχρι τις 14.10.2003, που έγινε ενώπιον του το επίμαχο αίτημα. Αφού δε παρατήρησε πως το χρονικό τούτο διάστημα, πάνω από 3 χρόνια, είναι μεγάλο, χωρίς οτιδήποτε άλλο, έκρινε πως παραβιαζόταν το δικαίωμα του εφεσίβλητου σε δίκη μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.  Αγνόησε δηλαδή τη σοβαρότητα και πολυπλοκότητα της υπόθεσης, καθώς επίσης και τη συμπεριφορά του ίδιου του εφεσίβλητου, όπως την περιγράψαμε πιο πάνω.

Για τους λόγους που εξηγήσαμε, η απόφαση του κακουργιοδικείου είναι εσφαλμένη και ακυρώνεται. Διατάσσεται η εκδίκαση της υπόθεσης από το μόνιμο κακουργιοδικείο Λεμεσού, το οποίο αναμένεται να προγραμματίσει κατά τέτοιο τρόπο την εργασία του ώστε αυτή η υπόθεση, καθώς και όλες που έχει ενώπιον του, να διεκπεραιωθούν σύμφωνα με τις επιταγές του Συντάγματος.

Η έφεση επιτρέπεται. Διατάσσεται επανεκδίκαση.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο