Neratzia Hotel Apartments Ltd ν. Christoforou & Avraam(Catering Services) Ltd και Άλλων (2004) 2 ΑΑΔ 234

(2004) 2 ΑΑΔ 234

[*234]21 Απριλίου, 2004

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

NERATZIA HOTEL APARTMENTS LTD.,

Εφεσείοντες,

v.

1. CHRISTOFOROU & AVRAAM

    (CATERING SERVICES) LTD.,

2. ΑΝΔΡΕΑ ΛΥΣΗ,

3. ΜΗΛΙΤΣΑΣ Α. ΛΥΣΗ,

Εφεσιβλήτων.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7393)

 

Οδοί και οικοδομές ― Κατοχή και χρήση υποστατικού χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης, κατά παράβαση το Άρθρου 20(1)(9) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96 ― Κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς δεν επέβαλε ποινή και δεν διέταξε την έκδοση διατάγματος κατεδάφισης μετά από καταδίκη σε σχετική κατηγορία.

Την 1.4.99 η εφεσείουσα εταιρεία ενοικίασε κατάστημά της στην Αγία Νάπα στην εφεσίβλητη εταιρεία η οποία το λειτουργούσε ως χώρο πώλησης παγωτού. Το κατάστημα αποτελούσε μέρος οικοδομής η οποία ανεγέρθηκε το 1985 και για την οποία εκδόθηκε άδεια οικοδομής το 1997. Στην εν λόγω οικοδομή είχαν γίνει μέσα στο 1997 μερικές προσθήκες και μετατροπές χωρίς να υποβληθεί προς τούτο αίτηση για άδεια οικοδομής. Τότε κύριοι μέτοχοι της εφεσίβλητης εταιρείας ήταν ο Χ. Χαραλάμπους (νυν διευθυντής της εφεσείουσας εταιρείας) και κάποιο άλλο άτομο, και η πιο πάνω εταιρεία άρχισε να χρησιμοποιεί ένα γραφείο ως κατάστημα πώλησης παγωτού και προέβηκε σε μερικές προσθήκες στην οικοδομή. Ο εφεσίβλητος 2, διευθυντής της εφεσίβλητης εταιρείας και η εφεσίβλητη 3 δεν είχαν καμμία σχέση με τις προσθήκες και μετατροπές που έγιναν.

Η εφεσείουσα εταιρεία είχε καταχωρήσει αρχικά αίτηση έξωσης εναντίον των εφεσιβλήτων με απώτερο σκοπό την παραχώρηση του καταστήματος στα παιδιά του διευθυντή. Ακολούθως η εφεσείουσα εταιρεία καταχώρησε την παρούσα ποινική κατηγορία εναντίον των [*235]εφεσιβλήτων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε την εφεσίβλητη εταιρεία ένοχη σε κατηγορία κατοχής και χρήσης υποστατικού χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης (κατά παράβαση του Άρθρου 20(1)(9) του Κεφ. 96) και τους εφεσίβλητους 2 και 3 ένοχους (κατά παράβαση του Άρθρου 20(2)(iii) του Κεφ. 96 και του Άρθρου 20(γ) του Κεφ. 154) με την ιδιότητα των συνεργών.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέβαλε ποινή ούτε εξέδωσε διάταγμα κατεδάφισης σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 20(3) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96.

Η εφεσείουσα εταιρεία καταχώρησε την παρούσα έφεση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η καταχώρηση της παρούσας ποινικής διαδικασίας ορθά κρίθηκε ότι δεν ήταν το αποτέλεσμα της ευαισθησίας της εφεσείουσας για την τήρηση του νόμου, αλλά είχε σαν κίνητρο τον εξαναγκασμό των εφεσιβλήτων να παραδώσουν ελευθέρα κατοχή του υποστατικού στην εφεσείουσα.  Μέσα σε αυτά τα πλαίσια η μη επιβολή ποινής ήταν ορθή.

2.  Ο λόγος που οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στη μη επιβολή ποινής, είναι ο ίδιος που δεν επέτρεψε την έκδοση του διατάγματος κατεδάφισης.  Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και σε αυτή την πτυχή ήταν ορθή.  Η εξουσία που παρέχεται από το Άρθρο 20 είναι διακριτική και το πρωτόδικο Δικαστήριο την άσκησε ορθά κάτω από τις περιστάσεις.

3.  Η πρωτόδικη προσέγγιση για την μη επιδίκαση εξόδων ήταν κάτω από τις περιστάσεις ορθή.

Η έφεση απορρίφθηκε. Διατάχθηκε όπως έκαστος διάδικος καταβάλει

τα δικά του έξοδα.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τους εφεσείοντες - κατήγορους ιδιοκτήτες ενός καταστήματος στην Αγία Νάπα το οποίο ενοικίαζε στην α΄ εφεσίβλητη εταιρεία κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (Υπόθεση Αρ. 499/2002), ημερομηνίας 23/12/2002, με την οποία ενώ βρήκε την εφεσίβλητη εταιρεία ένο[*236]χη σε κατηγορία κατοχής και χρήσης υποστατικού χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης (κατά παράβαση του Άρθρου 20(1)(9) του Κεφ. 96)) και τους εφεσίβλητους 2 και 3 ένοχους (κατά παράβαση του Άρθρου 20(2)(iii) του Κεφ. 96 και του Άρθρου 20(γ) του Κεφ. 154) με την ιδιότητα των συνεργών, απέφυγε να επιβάλει οποιαδήποτε ποινή αφού μια τέτοια ενέργεια “θα ήταν αντίθετη προς το αίσθημα δικαιοσύνης” και απέφυγε να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα κατεδάφισης σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 20(3) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96.

Α. Κουμής με Κ. Κίττου, για τους Εφεσείοντες.

Μ. Μουαΐμης, για τους Εφεσιβλήτους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

(α) Τα γεγονότα.

Τα ιδιάζοντα μη αμφισβητούμενα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης αντικατοπτρίζονται πολύ περιληπτικά στην πρωτόδικη απόφαση. Κρίνουμε σκόπιμο να αναφέρουμε τα πιο κάτω που σχετίζονται άμεσα με τους λόγους έφεσης.

Η εφεσείουσα εταιρεία (Neratzia Hotel Apartments Ltd) που ήταν ιδιοκτήτρια ενός καταστήματος στην Αγία Νάπα, ενοικίασε το πιο πάνω κατάστημα την 1/4/99 στην α΄ εφεσίβλητη εταιρεία (Christoforou and Avraam (Catering Services) Ltd), η οποία το λειτουργούσε ως χώρο πώλησης παγωτού. Το κατάστημα αποτελούσε μέρος μιας οικοδομής η οποία ανεγέρθηκε το 1985 και για την οποία εκδόθηκε άδεια οικοδομής το 1997. Στην πιο πάνω οικοδομή είχαν γίνει μερικές προσθήκες και μετατροπές χωρίς να υποβληθεί προς τούτο αίτηση για άδεια οικοδομής. Πιο συγκεκριμένα μέσα στο 1997, όταν οι κύριοι μέτοχοι της α΄ εφεσίβλητης εταιρείας ήταν οι Χαμπής Χαραλάμπους (νυν διευθυντής της εφεσείουσας) και κάποιος Χριστόφορος Καφεράς, η πιο πάνω εταιρεία, (i) άρχισε να χρησιμοποιεί ένα γραφείο ως κατάστημα πώλησης παγωτού, και (ii) προέβηκε σε μερικές προσθήκες στην οικοδομή που συμπεριλάμβαναν το κλείσιμο ενός χώρου με με[*237]ταλλικές κατασκευές και την τοποθέτηση γύρω από αυτές ρόλεξ και μιας τέντας. Ο εφεσίβλητος 2 (διευθυντής της εφεσίβλητης εταιρείας) και η εφεσίβλητη 3 (σύζυγος του εφεσίβλητου 2) δεν είχαν καμιά σχέση με τη διενέργεια των πιο πάνω προσθηκών και μετατροπών, αφού είχαν αγοράσει τις μετοχές της α΄ εφεσίβλητης το 1991.

Κρίνουμε σκόπιμο να αναφέρουμε ότι η εφεσείουσα είχε καταχωρήσει αρχικά με άλλη διαδικασία αίτηση έξωσης εναντίον των εφεσιβλήτων, με απώτερο σκοπό την παραχώρηση τους στα παιδιά του διευθυντή. Όπως παραδέχθηκε ο ίδιος, καταχώρησε την αίτηση έξωσης “για να σάσω τα παιθκιά μου που εν μες’ τες στράτες”. Ακολούθως η εφεσείουσα καταχώρησε την παρούσα ποινική κατηγορία εναντίον των εφεσιβλήτων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε την εφεσίβλητη εταιρεία ένοχη σε κατηγορία κατοχής και χρήσης υποστατικού χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης (κατά παράβαση του άρθρου 20(1)(9) του Κεφ. 96)) και τους εφεσίβλητους 2 και 3 ένοχους (κατά παράβαση του άρθρου 20(2)(iii) του Κεφ. 96 και του άρθρου 20(γ) του Κεφ. 154) με την ιδιότητα των συνεργών.

Στην επιβολή της ποινής το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν μπορούσε να παραβλέψει το γεγονός ότι η παρούσα ποινική διαδικασία αποτελούσε μια προσπάθεια εξαναγκασμού των εφεσιβλήτων να εγκαταλείψουν το κατάστημα, εφόσον εκκρεμεί ήδη ενώπιον άλλου Δικαστηρίου άλλη αίτηση για την έκδοση διατάγματος έξωσης. Επιπρόσθετα το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο διευθυντής της εφεσείουσας δεν επέδειξε οποιαδήποτε ευαισθησία για τη λήψη εκ μέρους του μέτρων για την έκδοση άδειας για τις μετατροπές που είχαν γίνει, άνκαι ήταν το μόνο αρμόδιο πρόσωπο που μπορούσε να το κάμει, αλλά προχώρησε να ενοικιάσει το χώρο στους εφεσιβλήτους και να καταχωρίσει αργότερα εναντίον τους την παρούσα ποινική διαδικασία για να τους εξαναγκάσει να του παραδώσουν κατοχή του καταστήματος για να ικανοποιήσει τις οικονομικές ανάγκες των παιδιών του.

Με βάση τα πιο πάνω το Δικαστήριο,

(i) Απέφυγε να επιβάλει οποιαδήποτε ποινή αφού μια τέτοια ενέργεια “θα ήταν αντίθετη προς το αίσθημα δικαιοσύνης”,

(ii)   Απέφυγε να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα κατεδάφισης σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 20(3) του περί Ρυθ[*238]μίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96.

(β) Η έφεση.

Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα εταιρεία προσβάλλει την ορθότητα της ποινής ισχυριζόμενη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να επιβάλει ποινή στους εφεσιβλήτους εφόσον τους βρήκε ένοχους στη β΄ κατηγορία και επιπρόσθετα ότι θα έπρεπε να είχε εκδώσει και διάταγμα κατεδάφισης των παράνομων προσθηκομετατροπών.

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά τους λόγους έφεσης που έχουν προβληθεί και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν χωρεί λόγος επέμβασής μας.

Αναφορικά με τη μη επιβολή ποινής σημειώνουμε ότι η εφεσείουσα, που ήταν η αρμόδια για τη λήψη άδειας για τις μετατροπές που είχαν γίνει, παρέλειψε να πάρει οποιαδήποτε μέτρα για να νομιμοποιήσει τις αλλαγές και αντί αυτού προχώρησε στη μίσθωση του υποστατικού στην εφεσίβλητη εταιρεία, εισπράττοντας τα σχετικά ενοίκια από τη χρήση του. Ακολούθως προχώρησε στην καταχώριση αίτησης για έξωση και στην καταχώριση της παρούσας ποινικής διαδικασίας, σε μια προσπάθεια εξαναγκασμού των εφεσιβλήτων να της παραδώσουν κατοχή του υποστατικού.

Η καταχώριση της παρούσας ποινικής διαδικασίας ορθά κρίθηκε ότι δεν ήταν το αποτέλεσμα της ευαισθησίας της εφεσείουσας για την τήρηση του νόμου, αλλά είχε σαν κίνητρο τον εξαναγκασμό των εφεσιβλήτων να παραδώσουν ελευθέρα κατοχή του υποστατικού στην εφεσείουσα. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια κρίνουμε ότι η μη επιβολή ποινής ήταν ορθή.

Αναφορικά με το παράπονο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εκδώσει διάταγμα κατεδάφισης, θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι το άρθρο 20(3)(α) και (β) του περί Ρύθμισης Οδών και Οικοδομών Νόμου (Κεφ. 96, όπως έχει τροποποιηθεί) προνοεί ότι,

“(3) Επιπρόσθετα με οποιαδήποτε άλλη ποινή που καθορίζεται από το άρθρο αυτό, το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου καταδικάζεται πρόσωπο για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (1), δύναται να διατάξει –

(α)   όπως η οικοδομή ή οποιοδήποτε τμήμα αυτής, ανάλογα με την περίπτωση, σε σχέση με την οποία το ποινικό αδίκημα [*239]διαπράχτηκε κατεδαφιστεί ή μετακινηθεί εντός τέτοιου χρόνου ως ήθελε καθοριστεί σε τέτοιο διάταγμα, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν υπερβαίνει τους δύο μήνες, εκτός αν στο μεταξύ ληφθεί άδεια σε σχέση με αυτή από την αρμόδια αρχή:

         Νοείται ότι η αρχή αυτή δύναται, κατά τη χορήγηση τέτοιας άδειας, να επιβάλει τέτοιους όρους ως ήθελε αυτή θεωρήσει σκόπιμο και οι διατάξεις του άρθρου 4 εφαρμόζονται σε κάθε τέτοια άδεια.

(β)   σε περιπτώσεις μετατροπής της εγκεκριμένης χρήσης της οικοδομής, τη διακοπή της μετατροπής της εγκεκριμένης χρήσης της οικοδομής εντός τέτοιας προθεσμίας, όπως προβλέπεται στο διάταγμα του Δικαστηρίου, αλλά να μην υπερβαίνει τους δύο μήνες, εκτός αν πριν από την παρέλευση τέτοιας προθεσμίας εξασφαλιστεί άδεια μετατροπής της εγκεκριμένης χρήσης από την αρμόδια αρχή.”

Ο λόγος που οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στη μη επιβολή ποινής, είναι ο ίδιος που δεν επέτρεψε την έκδοση του διατάγματος κατεδάφισης. Κρίνουμε ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και σε αυτή την πτυχή ήταν ορθή, σημειώνοντας ότι η εξουσία που παρέχεται από το άρθρο 20 είναι διακριτική και το πρωτόδικο Δικαστήριο την άσκησε ορθά κάτω από τις περιστάσεις.

Με την ίδια αιτιολογία κρίνουμε ότι η πρωτόδικη προσέγγιση για την μη επιδίκαση εξόδων ήταν κάτω από τις περιστάσεις ορθή.

Η έφεση απορρίπτεται. Έκαστος διάδικος να καταβάλει τα δικά του έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται. Διατάσσεται όπως έκαστος διάδικος καταβάλει τα δικά του έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο