Kαϊλής Kυριάκος ν. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 251

(2004) 2 ΑΑΔ 251

[*251]21 Απριλίου, 2004

[ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΑΪΛΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7490)

 

Απόδειξη ― Σεξουαλικά αδικήματα ― Αναστατωμένη εμφάνιση (distress) παιδιού και/ή άλλου θύματος σεξουαλικού αδικήματος ― Εφαρμοστέες αρχές ως προς το κατά πόσο μπορεί να θεωρηθεί ως ενισχυτική μαρτυρία.

Απόδειξη ― Αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας μετά την αυτοπροειδοποίηση και μετά την απόφαση για αποδοχή μαρτυρίας χωρίς ενίσχυση ― Κατά πόσο αποτελεί ορθή προσέγγιση.

Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Διάγνωση ποινικής ευθύνης κατηγορουμένου εντός ευλόγου χρόνου ― Διασφαλίζεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος ― Η συμβολή κατηγορουμένου στην καθυστέρηση μετρά εναντίον του.

Το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας έκρινε, με πλειοψηφία, ένοχο τον εφεσείοντα για τη διάπραξη των αδικημάτων του βιασμού, της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκου και της απαγωγής. Η υπεράσπιση του εφεσείοντος ήταν εκείνη της συγκατάθεσης. Το Κακουργιοδικείο αποδέκτηκε τη μαρτυρία της παραπονουμένης, ηλικίας 14½ χρονών κατά την ημέρα της διάπραξης του αδικήματος και 17 κατά την ημέρα της ένορκης μαρτυρίας της, και αποφάνθηκε ότι ήταν διατεθειμένο να βασιστεί αποκλειστικά και μόνο στην εν λόγω μαρτυρία προειδοποιώντας κατάλληλα τον εαυτό του για τους κινδύνους που συνεπάγεται μια καταδίκη χωρίς ενισχυτική μαρτυρία. Παρά την πιο πάνω διαπίστωσή του το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αναγκαίο να ζητήσει ενισχυτική μαρτυρία, την οποία εντόπισε στην αναστατωμένη κατάσταση της παραπονούμενης όπως είχε περιγραφεί στο Δικαστήριο από τη στενή φίλη της παραπονουμένης Hilda και από τη μητέρα της παραπονουμένης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο [*252]έκρινε ότι η μαρτυρία της Hilda δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή ως άμεσο παράπονο εφόσον δεν ήταν η πρώτη που είδε την παραπονούμενη μετά το συμβάν αλλά κάποιος κοινός τους φίλος της είχε αποσαφηνίσει τι είχε γίνει, όπως ο ίδιος τα είχε αντιληφθεί από την παραπονούμενη.

Η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης αναφορικά με την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας έχει αμφισβητηθεί με την παρούσα έφεση.  Ο συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι η ανάγκη για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας μετά την αυτοπροειδοποίηση και μετά την απόφασή του να δεχθεί την μαρτυρία της παραπονουμένης χωρίς ενίσχυση, καθιστά σαφές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενδόμυχα αμφιβολίες για την ορθότητα της κατάληξης ή/και ανασφάλεια ως προς την ορθότητα της κατάληξης, γεγονός που καθιστά τέτοια απόφαση ακροσφαλή και ως εκ τούτου εσφαλμένη.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η γενική νομολογιακή αρχή είναι ότι η αναστατωμένη εμφάνιση ενός παιδιού αμέσως μετά το σεξουαλικό αδίκημα δυνατόν να ενισχύει τη μαρτυρία του.

2.  Η αναστατωμένη κατάσταση αποτελεί ενισχυτική μαρτυρία μόνο αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις.  Τέτοιες περιστάσεις συντρέχουν όπου οι συνθήκες υποβολής του παραπόνου είναι τέτοιες που να αποκλείουν την προσποίηση, τον θεατρινισμό την πλαστότητα ή την παραποίηση.  Δεν πρέπει να αποδίδεται ιδιαίτερη έμφαση στην αναστάτωση και μικρή μόνο βαρύτητα μπορεί να της αποδίδεται.

3.  Η παρούσα περίπτωση δεν αποτελούσε εξαιρετική περίπτωση.  Κατά συνέπεια το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέδωσε στην αναστατωμένη κατάσταση της παραπονουμένης τη βαρύτητα που έχει αποδώσει. Επομένως εσφαλμένα έκρινε ότι αποτελούσε ενισχυτική μαρτυρία.

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε επί του σημείου της αναστάτωσης τη μαρτυρία της μητέρας της παραπονουμένης «έστω και να υπερέβαλλε ως προς το σκονισμένο και το λασπωμένο των ρούχων». Εφόσον όμως υπήρχε αναντίλεκτη μαρτυρία ότι τα ρούχα δεν είχαν λάσπη ή σκόνη, η μητέρα δεν είπε την αλήθεια επί του συγκεκριμένου θέματος. Ενόψει αυτής της πτυχής του θέματος καθώς και της απουσίας σύμπτωσης, ανάμεσα στη μαρτυρία της μητέρας και της παραπονούμενης, σε ότι αφορά την κατάστασή της, [*253]η απόδοση οποιασδήποτε βαρύτητας στη μαρτυρία της μητέρας ήταν άκρως ανασφαλής, ανεξάρτητα από το κατά πόσο αυτή η περίπτωση αποτελούσε εξαιρετική περίπτωση ή όχι.

5.  Αναφορικά με τη μαρτυρία της Hilda, υπάρχει αντίφαση στον τρόπο προσέγγισής της από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Από τη μια κρίθηκε ότι η ποιότητα της μαρτυρίας της «δεν επιτρέπει την αποδοχή της ως άμεσο παράπονο» και από την άλλη η μαρτυρία της έγινε δεκτή ως ενισχυτική.

6.  Η παραπονούμενη, κάτω από τις συνθήκες της υπόθεσης, δεν αποκλείεται μετά που είχε διακορευθεί να είχε μετανοιώσει για τη συγκατάθεσή της και η αναστάτωσή της να οφείλεται στο γεγονός της διακόρευσης.

7.  Η κρίση για το εσφαλμένο της αποδοχής της πιο πάνω μαρτυρίας ως ενισχυτικής σημαίνει ότι δεν αποδείχθηκε η απουσία συγκατάθεσης της παραπονούμενης.

8.  Το πιο πάνω συμπέρασμα καλύπτει τα αδικήματα του βιασμού και της απαγωγής, στα οποία η απουσία συγκατάθεσης της παραπονουμένης αποτελεί συστατικό στοιχείο. Επίσης καλύπτει και το αδίκημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκου.

9.  Ο εφεσείων συνέβαλε στην καθυστέρηση που σημειώθηκε στην εκδίκαση της υπόθεσης (3 έτη και 2 μήνες) γι’ αυτό και ο ισχυρισμός του ότι έχει παραβιασθεί το δικαίωμα του για διάγνωση της ευθύνης του μέσα σε εύλογο χρόνο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

Η έφεση επιτράπηκε.

Η καταδίκη ακυρώθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Makris v. Police (1961) C.L.R. 330,

Theodorou v. Police (1971) 2 C.L.R. 245,

R. v. Redpath [1962] 46 Cr. App. R. 319,

R. v. Okoye [1964] Crim. L.R. 416,

R. v. Luisi [1964] Crim. L.R. 605,

Wilson [1974] 48 Cr. App. R. 304,

[*254]Knight [1966] 50 Cr. App. R. 122,

Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 259,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Μενελάου (2004) 2 Α.Α.Δ. 223.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 931/2002), ημερομηνίας 28/7/2004, με την οποία κρίθηκε ένοχος για τη διάπραξη των αδικημάτων του βιασμού, της σεξουλιακής εκμετάλλευσης ανηλίκου και του βιασμού.

Γ. Α. Γεωργίου, για τον Εφεσείοντα.

Π. Ευθυβούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Καλλή, Δ..

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας για τη διάπραξη των αδικημάτων του βιασμού, σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκου και απαγωγής. Η υπεράσπιση του ήταν εκείνη της συγκατάθεσης της παραπονουμένης. Έχει εφεσιβάλει την καταδίκη του.

Σημειώνουμε ότι η καταδικαστική απόφαση ήταν απόφαση πλειοψηφίας. Επομένως η αναφορά στο Πρωτόδικο Δικαστήριο θα είναι αναφορά στην πλειοψηφία του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου. Οι συνθήκες διάπραξης των πιο πάνω αδικημάτων φαίνονται στη μαρτυρία της παραπονούμενης. Την παραθέτουμε όπως έχει συνοψισθεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο:

Η παραπονούμενη γεννήθηκε στις 13.9.85 στο Manchester Αγγλίας. Κατάγεται όμως από την Περσία και κατοικούσε στην Κύπρο από το 1990 μαζί με την οικογένεια της στην Ακρόπολη Λευκωσίας. Τον επίδικο χρόνο δηλαδή το Μάιο του 2000, φοιτούσε στην Αμερικάνικη Ακαδημία και είχε ως καλύτερη της φίλη στο σχολείο την Hilda Hounkpatin, Μ.Κ.10. Συνάντησαν δε μαζί για πρώτη φορά τον εφεσείοντα ενώ περπατούσαν κοντά στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στην Ακρόπολη, όταν εκείνος σταμάτη[*255]σε το όχημα του και άρχισε να μιλά με τη Hilda.  Τις κάλεσε να εισέλθουν στο όχημα του για να τους δώσει το τηλέφωνο του, όπως και έπραξαν και πήγαν μια σύντομη βόλτα για ένα-δύο λεπτά. Οι ίδιες δεν είχαν δώσει το τηλέφωνο τους σε αυτόν.

Αργά το απόγευμα της 19.5.00, γύρω στις 7.00 – 7.30 μ.μ. όταν άρχισε ο ήλιος να δύει, αφού ενημέρωσε τη μητέρα της, η παραπονούμενη άρχισε να περπατά προς το σπίτι του άλλου καλού της φίλου από το σχολείο, του Joseph, για να πήγαιναν μαζί να έβλεπαν το πρώην αγόρι της τον Κυριάκο Ορφανίδη, Μ.Κ.11. Καθ’ οδόν και κοντά στο εστιατόριο Kenny Rogers, της κόρναρε ο εφεσείων με το όχημα του, μη αναγνωρίζοντας τον στη αρχή. Εκείνος σταμάτησε, της είπε ποιος ήταν και της ζήτησε να εισέλθει στο όχημα του για να τηλεφωνήσει στη Hilda. Όταν της είπε ότι ήταν ο Κυριάκος, ξαφνικά θυμήθηκε το άτομο και το όχημα και εισήλθε στο όχημά του, από δε το κινητό του τηλέφωνο που της έδωσε, τηλεφώνησε στη Hilda, η οποία ήταν όμως στο σπίτι φίλης της και δεν ήθελε να μιλήσει στο τηλέφωνο. Εκείνη τη στιγμή ο εφεσείων άρχισε να οδηγεί και όταν τον ρώτησε προς τα που πήγαινε, της απάντησε ότι θα πήγαινε να βρει την Hilda και ξανακάλεσε το τηλέφωνο της αλλά το σήκωσε η άλλη φίλη της Hilda και έτσι δεν μίλησαν μεταξύ τους.  Άρχισε τότε να φλερτάρει μαζί της λέγοντας της ότι ήταν πιο όμορφη από τη Hilda και είχε ένα περίεργο ύφος, ενώ θύμωσε και της είπε κάτι που δεν κατάλαβε γιατί τα Αγγλικά του δεν ήταν πολύ καλά. Του είπε ότι ήθελε να πάει πίσω να συναντήσει τον Joseph, γιατί θα τη βοηθούσε να πάρει ένα ημερολόγιο στο πρώην αγόρι της – τον Κυριάκο Ορφανίδη - αυτός δεν την έπαιρνε αλλά προθυμοποιήθηκε να την πάρει όπου ήθελε. Η ίδια τότε τηλεφώνησε από το τηλέφωνο του εφεσείοντα στον Ορφανίδη σε σταθερό τηλέφωνο, μίλησε με αυτόν και ο ίδιος ο εφεσείων και έγινε διευθέτηση να συναντηθούν μπροστά από την υπεραγορά Πηλαβάκη στη Λακατάμια για να του παραδώσει ένα ημερολόγιο-λεύκωμα. Ταυτόχρονα η παραπονούμενη μίλησε και με τον Joseph, διότι υποτίθετο θα ήταν μαζί του, επειδή ανησυχούσε για τη μητέρα της, λέγοντας του να μην της πει ότι θα πήγαινε να συναντήσει τον Ορφανίδη χωρίς αυτόν. Συνάντησε πράγματι τον Ορφανίδη και του έδωσε το ημερολόγιο και επειδή ήθελε να τον κάμει να ζηλέψει επανήλθε στο όχημα του εφεσείοντος ζητώντας του όμως να την πάρει πίσω στον τόπο που τη βρήκε.

Ο εφεσείων αντί να οδηγήσει την παραπονούμενη στον τόπο που τη βρήκε, προχώρησε προς άγνωστη της κατεύθυνση, λέγοντάς της ότι έπαιρνε κάποιο συντόμι. Η ίδια άρχισε να φοβάται κάπως, γιατί ο εφεσείων οδηγούσε γρήγορα και για κάποιο διάστημα και ξαφνικά εισήλθε σε ένα σκοτεινό δρόμο, χωρίς πολλά οχήματα και [*256]ενώ ήθελε να πάει σπίτι, της είπε ότι θα την έπαιρνε μετά και ρωτώντας τον τι εννοούσε, της απάντησε ότι θα αντιλαμβανόταν σε λίγο. Άρχισε να φοβάται ο δε εφεσείων οδήγησε το όχημα σε ένα χαμηλό λόφο στην περιοχή που αντιλήφθηκε να ήταν η Λαπάτσα, χωρίς να υπήρχε οποιοσδήποτε γύρω. Ο εφεσείων σταμάτησε το όχημα. Στη συνέχεια της αφαίρεσε τα ρούχα και την άγγιζε έντονα. Εκείνη ήταν φοβισμένη, ένοιωθε ότι δεν μπορούσε να έκανε οτιδήποτε και ήξερε ότι αν φώναζε μια και δεν ήταν κανείς άλλος στο χώρο, τα πράγματα θα χειροτέρευαν. Ένοιωθε φόβο και δεν μπορούσε να ουρλίαξει. Ακολούθως ο εφεσείων τοποθέτησε το πέος του μέσα στον κόλπο της πονώντας την διότι ήταν παρθένα με αποτέλεσμα να αρχίσει να αιμορραγεί, οπότε εκείνος σηκώθηκε, βγήκε από το όχημα, φοβήθηκε από το αίμα που είδε και της είπε ότι δεν γνώριζε ότι ήταν η πρώτη της φορά. Δεν την είχε όμως ρωτήσει. 

Κατά τη διάρκεια της επιστροφής ήταν φοβισμένη, τρομοκρατημένη και ένοιωθε δυνατούς πόνους. Αφήνοντας τη στο δρόμο της είπε ότι δεν θα ήθελε να γνώριζε, εννοώντας την ίδια, τι θα συνέβαινε αν έλεγε τί έγινε, λόγια που εξέλαβε ως απειλή.  Στη συνέχεια άρχισε να περπατά με γρήγορο ρυθμό προς το σπίτι του Joseph κλαίγοντας και όταν της άνοιξε την πόρτα ο Joseph την είδε να έχει αίματα, να τρέμει και φοβήθηκε. Την πήρε στο δωμάτιο του και τηλεφώνησε από εκεί στη Hilda για να της πει τον συμβάν, αφού της έπλυνε τα χέρια, τα οποία είχαν αίματα και προθυμοποιήθηκε να την πάρει σπίτι. Η ίδια σε εκείνο το στάδιο δεν γνώριζε ότι η Hilda είχε ενημερώσει τη μητέρα της, την οποία και βρήκαν πολύ κοντά στο σπίτι της και πήγαν με τη μητέρα της, χωρίς τον Joseph, να εντοπίσουν τον κατηγορούμενο στο καφέ Nuevo.  Μετέπειτα πήγαν στην αστυνομία, ενώ προσπαθούσε να είναι ψύχραιμη, ενώ η μητέρα της ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση και δεν μπορούσε να την έβλεπε έτσι. Την εξέτασε κάποιος ιατροδικαστής στο Μακάρειο Νοσοκομείο και είχε αίματα στα χέρια, στα πόδια και στη μέσα μεριά του παντελονιού της, το οποίο προφανώς είχε λερωθεί από το αίμα στους μηρούς της.

Η παραπονούμενη, στην αντεξέταση της επέμενε στη θέση που κατέθεσε κατά την κύρια εξέτασή της, δεχόμενη ότι όντως και η Hilda και η ίδια είχαν πει στον εφεσείοντα ότι ήταν 17 ετών, αλλά το έκαμαν γιατί ήταν απλώς παιδιά τότε και δεν εννοούσαν τίποτε το ιδιαίτερο λέγοντας το αυτό.

Ο εφεσείων στην ένορκη μαρτυρία του υποστήριξε ότι όλα έγιναν με την συγκατάθεση της παραπονούμενης η οποία – μάλιστα – [*257]ήταν και προκλητική και ανελάμβανε και πρωτοβουλίες.  Την οδήγησε με το όχημά του στη Λαπάτσα αντιλαμβανόμενος τη στάση της σε όλη τη διαδρομή να ήταν πολύ θετική, να ήταν προκλητική, έδειχνε ότι ήθελε να κάνει κάτι και αντιλαμβάνονταν και οι δύο για ποιο λόγο πήγαιναν εκεί, η δε συμπεριφορά της δεν ήταν σίγουρα μιας 17χρονης όπως του είχε πει μαζί με τη φίλη της όταν τις πρωτοσυνάντησε. Του έλεγε «I like you» και του χαϊδευε το χέρι.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ύστερα από εκτεταμένη παράθεση, σχολιασμό και αξιολόγηση της μαρτυρίας δέχθηκε, για τους λόγους που εξήγησε λεπτομερώς, την εκδοχή της παραπονούμενης και απέρριψε εκείνη του εφεσείοντος.

Αναφορικά με τη νομική πτυχή το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι λόγω του «ότι η φύση όλων των αδικημάτων κατατάσσει αυτά στα σεξουαλικά τοιαύτα είναι αναγκαία, ως θέμα νομοθετικής επιταγής, η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας, της μαρτυρίας της παραπονούμενης». Η ανάγκη της αναζήτησης – συνέχισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο – εδράζεται στα εγγενή ανθρώπινα ελαττώματα και αδυναμίες που πιθανόν να οδηγούν γυναίκες (όταν το αδίκημα αφορά γυναίκες) στην επινόηση ψευδών καταγγελιών για δικούς τους σκοπούς (βλ. Wills on Circumstantial Evidence, 17η έκδοση, σελ. 430, Makris ν. Police (1961) C.L.R. 330 και Theodorou ν. Police (1971) 2 C.L.R. 245).

Άλλος λόγος αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας – συμπλήρωσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο – «είναι βέβαια και το νεαρό της ηλικίας της παραπονούμενης (14½ χρονών την ημέρα της διάπραξης του αδικήματος και 17 την ημέρα της ένορκης μαρτυρίας της)». Η αναζήτηση της «ενισχυτικής μαρτυρίας εδράζεται και πάλιν σε λόγους που ανάγονται στους εγγενείς κινδύνους που πιθανόν η μαρτυρία παιδιών, έστω και αν δίνουν ένορκη κατάθεση, να επιφέρει».

Τέλος, το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε «ότι η αναγκαιότητα της αναζήτησης δεν είναι όμως απόλυτη. Το Δικαστήριο, νοουμένου ότι αποδέχεται τη μαρτυρία της/του παραπονουμένης/ου για το σεξουαλικό αδίκημα, μπορεί να ενεργήσει πάνω σ’ αυτή, χωρίς άλλη ενισχυτική μαρτυρία, με την προϋπόθεση ότι προειδοποιεί τον εαυτό του για τους κινδύνους να βασισθεί αποκλειστικά σε τέτοια μαρτυρία χωρίς ενίσχυση».

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο συνέχισε ως εξής:

«Όσον αφορά την αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας, όπως [*258]εξηγήθηκε και πριν, αυτή θα ήταν αναγκαία ως θέμα πρακτικής, τόσο λόγω της φύσης των αδικημάτων όσο και του νεαρού της ηλικίας της παραπονούμενης. Η παραπονούμενη όμως κρίθηκε καθόλα αξιόπιστη και θα είμαστε διατεθειμένοι να βασιστούμε αποκλειστικά και μόνο στη μαρτυρία της προειδοποιώντας κατάλληλα εαυτούς για τους κινδύνους που συνεπάγεται μια καταδίκη, χωρίς ενισχυτική μαρτυρία. Η προειδοποίηση και αυτοκαθοδήγηση δίνεται στα πλαίσια της νομολογιακής επιταγής για την πλήρη προειδοποίηση (“full direction”) (Petrosyan v. Αστυνομίας (2003) 2 A.A.Δ. 90).»

Παρά την πιο πάνω διαπίστωση του το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αναγκαίο να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία. Έθεσε το θέμα ως εξής:

«Παρά τη διαπίστωση αυτή κρίνεται αναγκαίο να εξεταστεί η ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας έχοντας υπόψη τις διϊστάμενες θέσεις των συνηγόρων. Δεν υπάρχει, κρίνουμε, στην ολότητα των γεγονότων άμεσο παράπονο. Ο Joseph δεν προσήλθε για κατάθεση, ο οποίος ‘ήταν και ο πρώτος που είδε την παραπονούμενη και ο οποίος σύμφωνα με την ίδια δέχθηκε το παράπονο. Η Hilda θα μπορούσε πράγματι να χρησιμοποιηθεί ως το άτομο στο οποίο η παραπονούμενη προέβηκε σε άμεσο διαδοχικό παράπονο, έχοντας δεχθεί τηλεφώνημα από την παραπονούμενη και τον Joseph από το σπίτι του τελευταίου. Όμως η ποιότητα της μαρτυρίας της Hilda σ’ αυτή την πτυχή και μόνο σ’ αυτή, δεν επιτρέπει, κρίνεται, την αποδοχή της ως άμεσο παράπονο με τη συνέπεια που αυτό θα είχε κάτω από το άρθρο 10 του Κεφ. 9. Και αυτό διότι παρόλο που στη μαρτυρία της όντως κατέθεσε ότι η παραπονούμενη της είπε ότι βιάστηκε, εντούτοις αυτό το έκανε μετά από φρεσκάρισμα μνήμης, στην δε αντεξέταση της δέχθηκε σ’ ερώτηση ότι δεν θυμόταν και πολλά πράγματα και ότι ήταν ο Joseph πρώτος που της είχε αποσαφηνίσει τί είχε γίνει, όπως τα είχε ο ίδιος αντιληφθεί από την παραπονούμενη. Βέβαια σ’ άλλο σημείο είπε καθαρά ότι και η παραπονούμενη της είχε μιλήσει (στο ίδιο τηλεφώνημα ή άλλο δεν ήταν σίγουρη), την ίδια μέρα. Δεχόμαστε ότι όντως είχε μιλήσει η παραπονούμενη με τη Hilda, εξ’ ου και της είχε ζητήσει να μην πει τίποτε στη μητέρα της, αλλά δεν μπορούμε να δεχθούμε με τη βεβαιότητα που απαιτείται ότι πράγματι της είχε πει ότι είχε βιασθεί για σκοπούς αποδοχής ύπαρξης άμεσου παραπόνου.»

Η ενισχυτική μαρτυρία που εντόπισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποτελείτο από την αναστατωμένη κατάσταση της παραπο[*259]νούμενης. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:

«Ενισχυτική μαρτυρία όμως ανευρίσκεται στην αναστατωμένη κατάσταση της παραπονούμενης και γι’ αυτή την αναστάτωση υπάρχει σαφής και επαρκής μαρτυρία. Μαρτυρία για την αναστατωμένη κατάσταση μπορεί να γίνει αποδεκτή ως ενισχυτική της μαρτυρίας της παραπονούμενης. Όπως αναφέρεται στον Archbold, 40η Εκδ. σελ. 925-6 παρ. 1418:

‘Evidence by another witness of a child’s distress immediately after a sexual offence may corroborate the child’s evidence. R. v. Redpath [1962] 46 Cr. App. R. 319.’

Αναφέρεται όμως ταυτόχρονα ότι χρειάζεται να επιδειχθεί μεγίστη προσοχή στην αποδοχή τέτοιας μαρτυρίας, διότι πολλές φορές αποτελεί μέρος του ίδιου του άμεσου παραπόνου, ενώ το παιδί μπορεί να προσποιείται για δικούς του λόγους.

Το ‘distressed condition’ ως ενισχυτική μαρτυρία δεν περιορίζεται βέβαια μόνο στα ανήλικα θύματα βιασμού. Στη Γιάγκου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 67, 72 η άσχημη εμφάνιση των παραπονούμενων κατά την επιστροφή τους στο σπίτι θεωρήθηκε ως ενισχυτική μαρτυρία, ενώ στη Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 259, 269-70, το Ανώτατο Δικαστήριο έκανε δεκτό το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι, μεταξύ άλλων, τα κλάματα, ο φόβος και γενικά η αναστατωμένη κατάσταση της παραπονούμενης, ήταν ενδεικτικά της συνέπειας της εκδοχής της, προσθέτοντας ότι οι Αγγλικές υποθέσεις Redpath, Knight και Wilson που εκεί μνημονεύονται ως προς την αναστατωμένη εμφάνιση, ‘δεν θέτουν οι πιο πάνω υποθέσεις κάποιο κανόνα δικαίου. Έχουν πίσω τους όσα διδάσκει η ανθρώπινη πείρα ιδίως αναφορικά με τον κίνδυνο θεατρινισμού. Η δε αξία αυτού του στοιχείου, εκτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας’.

Έτσι και στη παρούσα υπόθεση, δεχόμαστε ότι η παραπονούμενη ήταν φοβισμένη, έκλαιγε, ήταν τρομοκρατημένη, είχε αίματα στα πόδια και στα χέρια και πονούσε. Την κατάσταση αυτή εντόπισε η Hilda, όταν η παραπονούμενη της μίλησε από το σπίτι του Joseph και διαπίστωσε τα πιο πάνω σε βαθμό που δεν μπορούσε να αντιληφθεί τι έλεγε από τα κλάματα και το φόβο. Τη διαπίστωσε επίσης η μητέρα όταν την είδε να υποβαστάζεται από τον Joseph και να έχει την αναστατωμένη κατάσταση που περιέ[*260]γραψε στη μαρτυρία της. Έστω και να υπερέβαλλε ως προς το σκονισμένο και το λασπωμένο των ρούχων, η μαρτυρία της δεν παύει να είναι σημαντική ως προς το τι διέκρινε και πιστοποιεί πλήρως την παραπονούμενη. Και να σημειωθεί ότι και η Hilda και η μητέρα της, ειδικά η δεύτερη, διεπίστωσαν την αναστατωμένη αυτή κατάσταση ανεξάρτητα από οποιοδήποτε άμεσο παράπονο σ’ αυτές. Να λεχθεί επίσης ότι και ο κ. Αγγελίδης σ’ ερώτηση στην αντεξέταση της μητέρας, δέχθηκε ότι η παραπονούμενη κινείτο υποβασταζόμενη από τον Joseph. Αυτό το αρχικό στήριγμα που πρόσφερε ο Joseph για να περπατήσει, το περιέγραψε στη μαρτυρία της η παραπονούμενη και το είδε και η μητέρα. Είναι αποδεκτό λοιπόν το γεγονός αυτό, έστω και αν ο ίδος ο Joseph δεν παρουσιάστηκε ως μάρτυρας.

Όλα τα πιο πάνω λοιπόν, πιστοποιούν την εκδοχή της παραπονούμενης, αποτελούν ενισχυτική μαρτυρία και είναι δεκτά από μας ως τέτοια. Ήταν όπως επεξηγήθηκε και στην ανάλυση της μαρτυρίας, η συνέχεια (αλλά και η συνέπεια) της αυθόρμητης και πηγαίας αντιμετώπισης του όλου θέματος από την παραπονούμενη, ειδικά απέναντι στους φίλους της με τους οποίους ήρθε πρώτα σ’ επαφή.

Το αναστατωμένο της εμφάνισης, με κλάματα, εντόπισε και ο Ορφανίδης όταν του μίλησε η παραπονούμενη στο τηλέφωνο και όταν την είδε αργότερα στην Πύλη Πάφου.»

Η έφεση.

Η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης αναφορικά με την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας έχει αμφισβητηθεί με ένα από τους λόγους έφεσης. Επί του προκειμένου ο κ. Γεωργίου πρόβαλε τις πιο κάτω θέσεις:

(α)   Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά την απόφαση του να στηριχθεί, μετά από αυτοπροειδοποίηση, στην μαρτυρία της παραπονουμένης χωρίς την ανάγκη αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας και μετά από αυτή του την απόφαση, έκρινε αναγκαία την αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας. Τούτο καθιστά προφανές το ότι ακόμα και μετά την αυτοπροειδοποίηση και μετά την απόφαση του να δεχθεί την μαρτυρία της παραπονουμένης χωρίς ενίσχυση, το Πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενδόμυχα αμφιβολίες για την ορθότητα της κατάληξης ή/και ανασφάλεια ως προς την ορθότητα της κατάληξης, γεγονός που καθιστά μια τέτοια απόφαση [*261]ακροσφαλή και ως εκ τούτου εσφαλμένη.

(β)   Η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ‘ενισχυτική μαρτυρία ανευρίσκεται στην αναστατωμένη κατάσταση της παραπονουμένης’ και ότι ‘η παραπονούμενη ήταν φοβισμένη, έκλαιγε, ήταν τρομοκρατημένη, είχε αίματα στα πόδια και στα χέρια και πονούσε’ και ότι όλα αυτά ‘πιστοποιούν την εκδοχή της παραπονούμενης, αποτελούν ενισχυτική μαρτυρία και είναι δεκτά από μας ως τέτοια’, είναι λανθασμένη και αντίθετη προς την έννοια της ενισχυτικής μαρτυρίας, όπως αυτή είναι νομοθετημένη και νομολογημένη.

(γ)   Η αναστάτωση, ο φόβος, το κλάμα και το αίμα δεν τείνουν να αποδείξουν ότι ο κατηγορούμενος είναι ο δράστης. Αντίθετα τα πιο πάνω συνάδουν απόλυτα και με την εκδοχή ότι προέρχονται από την απώλεια της παρθενίας και τον φόβο για την αντίδραση της ‘αυστηρών αρχών οικογένειας’ στην πιθανή αποκάλυψη της εθελούσιας σεξουαλικής επαφής με απώλεια της παρθενίας στην ηλικία της παραπονουμένης.

Στην παρούσα υπόθεση το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν αναγκαίο να εξεταστεί η ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας. Μια τέτοια προσέγγιση έχει τύχει της επιδοκιμασίας της νομολογίας. Δεν σημαίνει καθόλου ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο «είχεν ενδόμυχα αμφιβολίες». Έπεται πως η σχετική εισήγηση (βλ. παραγ. (α), πιο πάνω) δεν ευσταθεί.

Η γενική νομολογιακή αρχή είναι ότι η αναστατωμένη εμφάνιση ενός παιδιού αμέσως μετά το σεξουαλικό αδίκημα δυνατόν να ενισχύει την μαρτυρία του παιδιού. 

Στη συνέχεια θα παραθέσουμε την νομολογία στην οποία εξετάστηκε το θέμα της αναστατωμένης εμφάνισης θύματος σεξουαλικού αδικήματος.

Στην Redpath [1962] 46 Cr. App. R. 319, ο εφεσείων καταδικάσθηκε για άσεμνη επίθεση εναντίον κοριτσιού ηλικίας 7 ετών. Η ίδια κατέθεσε ότι έπαιζε σε ανοικτό μέρος με δύο φίλους της όταν ο εφεσείων την έριξε στο έδαφος και της επιτέθηκε άσεμνα. Η μητέρα της κατέθεσε ότι επήγε σπίτι τρέμοντας και αμέσως έκαμε παράπονο. Τρίτο πρόσωπο – ο κ. Hall – που βρισκόταν κοντά στο ανοικτό μέρος πρόσεξε αυτοκίνητο σταματημένο στην άκρη του ανοικτού μέρους και έναν άνδρα τον οποίο ανεγνώρισε ως τον εφεσείοντα να περπατά προς την ανήλικη, αργότερα να [*262]επιστρέφει και να φεύγει με το αυτοκίνητο. Αμέσως μετά είδε την ανήλικη να έρχεται από τον ανοικτό μέρος σε πολύ αναστατωμένη κατάσταση. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι δεν είχε ποτέ πλησιάσει το ανοικτό μέρος.

Ο Δικαστής καθοδήγησε τους ενόρκους ότι η αναστατωμένη κατάσταση της ανήλικης όπως την είχε προσέξει ο κ. Hall αποτελούσε ενισχυτική μαρτυρία.

Στη έφεση το μόνο θέμα ήταν κατά πόσο η πιο πάνω καθοδήγηση ήταν ορθή. Ο Αρχιδικαστής Λόρδος Parker έθεσε το θέμα ως εξής στις σελ. 321-322:

“It seems to this court that the distressed condition of a complainant is quite clearly capable of amounting to corroboration. Of course, the circumstances quite clearly will vary enormously, and in some circumstances quite clearly no weight, or little weight, could be attached to such evidence as corroboration. Thus, if a girl goes in a distressed condition to her mother and makes a complaint, while the mother’s evidence as to the girl’s condition may in law be capable of amounting to corroboration, quite clearly the jury should be told that they should attach little, if any, weight to that evidence, because it is all part and parcel of the complaint. The girl making the complaint might well put on an act and simulate distress. But in the present case the circumstances are entirely different. Here is this little girl emerging from the moor in a matter of seconds after the appellant has left, not about to make a complaint at that particular moment and with no idea that she is being observed or that anybody thinks that anything improper has happened. Quite clearly in those circumstances the observation of Mr. Hall, an independent bystander, was very strong evidence, if accepted by the jury, of the little girl’s story.”

Σε μετάφραση:

«Μου φαίνεται ότι η αναστατωμένη κατάσταση της παραπονούμενης είναι σαφώς ικανή να ισοδυναμεί με ενισχυτική μαρτυρία. Βέβαια οι περιστάσεις μπορούν να διαφέρουν σημαντικά, και σε ορισμένες περιπτώσεις είναι αρκετά καθαρό ότι δεν μπορεί να αποδίδεται οποιαδήποτε βαρύτητα ή λίγη βαρύτητα σε τέτοια μαρτυρία, ως ενισχυτική.  Έτσι αν ένα κορίτσι πάει σε αναστατωμένη κατάσταση στη μητέρα της και κάμει παράπονο, ενώ η μαρτυρία της μητέρας για την κατάσταση του κοριτσιού μπορεί νομικά να είναι ικανή για να ισοδυναμεί ως ενισχυτική μαρτυρία, είναι αρκετά καθαρό ότι στους ενόρκους πρέπει να λεχθεί ότι πρέπει να αποδώσουν μικρή, αν όχι καθόλου, βαρύτητα σε εκείνη τη μαρτυρία, γιατί αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του παραπόνου. Η ανήλικη που κάμνει το παράπονο μπορεί κάλλιστα να προσποιείται και να υποκρίνεται την αναστατωμένη. Πλην όμως στην παρούσα υπόθεση οι περιστάσεις είναι καθ’ ολοκληρίαν διαφορετικές. Εδώ έχουμε το μικρό κορίτσι να βγαίνει από το ανοικτό μέρος σε ζήτημα δευτερολέπτων ευθύς  μετά που έφυγε ο εφεσείων χωρίς να προτίθεται να κάμει παράπονο εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή και χωρίς να έχει ιδέα ότι παρακολουθείτο ή ότι κάποιος ενόμιζε ότι είχε συμβεί κάτι το ανάρμοστο. Είναι αρκετά σαφές, ότι κάτω από εκείνες τις περιστάσεις η παρατήρηση του κ. Hall, που ήταν ένας ανεξάρτητος θεατής, ήταν μια ισχυρή απόδειξη, αν γινόταν δεκτή από τους ενόρκους, της ιστορίας του μικρού κοριτσιού.»

Στην R. v. Okoye [1964] Crim. L.R. 416 ο εφεσείων καταδικάσθηκε για επίθεση με σκοπό τη διαφθορά. Η υπεράσπιση του ήταν η συγκατάθεση του θύματος. Ο Δικαστής καθοδήγησε τους ενόρκους ότι η αναστάτωση του θύματος όταν παραπονέθηκε σε συγγενικό της πρόσωπο και στην αστυνομία ισοδυναμούσε με ενισχυτική μαρτυρία.

Η έφεση έγινε δεκτή γιατί το Δικαστήριο δεν είχε υπογραμμίσει επαρκώς ότι μια αναστατωμένη κατάσταση κατά το χρόνο του παραπόνου το πολύ να ισοδυναμεί σε πολύ ανεπαίσθητη ενισχυτική μαρτυρία έχοντας υπόψη την R. v. Redpath 46 Cr. App. R. 319*.

Στην R. v. Luisi [1964] Crim.L.R. 605, παραπονούμενη ήταν μια κοπέλα ηλικίας 16 ετών. Κατέθεσε ότι ο εφεσείων την άρπαξε, και ενώ κρατούσε ένα αιχμηρό αντικείμενο κοντά στο λαιμό της τη βίασε. Έκαμε παράπονο και ήταν πολύ αναστατωμένη. Η υπεράσπιση του εφεσείοντος ήταν εκείνη της συγκατάθεσης. Η έφεση έγινε δεκτή. Κρίθηκε ότι: Είχε υπερτονισθεί η σπουδαιότητα της αναστάτωσης της παραπονούμενης. Μπορεί να υπάρχουν υποθέσεις (π.χ. R. v. Redpath [1962] 46 Cr.App.R. 319) όπου δεν μπορεί να υπάρχει εισήγηση ότι η αναστάτωση ήταν πλαστή. Πλην όμως στις συνηθισμένες υποθέσεις, η βαρύτητα που μπορεί να δοθεί στην αναστάτωση διαφέρει σε μεγάλο βαθμό, και οι ένορκοι πρέπει να προειδοποιούνται ότι ανκαι μπορεί να ισοδυναμεί με ενισχυτική μαρτυρία, πρέπει να είναι πλήρως ικανοποιημένοι ότι δεν εγείρεται ζήτημα να είναι αποτέλεσμα προσποίησης*.

Στην Wilson [1974] 58 Cr.App.R. 304 ο εφεσείων καταδικάσθηκε, ανάμεσα σ’ άλλα, σε μια κατηγορία για παρότρυνση της θυγατέρας του να διαπράξει αιμομιξία. Η παραπονούμενη κατέθεσε ότι ο πατέρας της της τηλεφώνησε και την απείλησε ότι θα κάρφωνε το μαχαίρι στη μητέρα της αν η ίδια – η παραπονούμενη – δεν δεχόταν να έλθει σε σεξουαλική επαφή μαζί του. Κοινωνική Λειτουργός κατέθεσε ότι η παραπονούμενη της τηλεφώνησε ευθύς αμέσως και έδειχνε σημεία συναισθηματικής αναστάτωσης κατά τη διάρκεια της τηλεφωνικής συνομιλίας και περαιτέρω σημάδια αναστάτωσης και δυστυχίας όταν εμφανίσθηκε στο γραφείο της περίπου μια ώρα μετά. Ο Δικαστής καθοδήγησε τους ενόρκους ότι μπορούσαν να θεωρήσουν αυτά τα σημάδια αναστάτωσης ως μαρτυρία ενισχυτική της μαρτυρίας της παραπονούμενης.

Στην απόφαση του Εφετείου έγινε αναφορά στις υποθέσεις Redpath, Okoye και Luisi (πιο πάνω) στις οποίες λέχθηκε ότι δεν πρέπει να αποδίδεται ιδιαίτερη έμφαση στην αναστάτωση της παραπονούμενης υπό την έννοια ότι οι ένορκοι πρέπει να προειδοποιούνται ότι πρέπει να αποδίδεται μικρή βαρύτητα σε τέτοια μαρτυρία. Στη συνέχεια το θέμα τέθηκε ως εξής (στη σελ. 311):

“Reference to Okoye (supra) and Luisi (supra) bears out that in each case the Lord Chief Justice took the opportunity of stressing the need for the utmost care in warning the jury that they must guard against attaching undue weight to the appearance of distress, for it might rise from a multiplicity of causes and, of course (and this is vitally important in the present case), might not spring, despite the girl’s assertion, from anything the accused man did or said, but from other and dissociated causes. That is a roundabout way of saying that, unless there are very special circumstances (such as those in Redpath (supra) where the child had no reason to think that she was being observed), the distressed condition of a complainant may simply fail to implicate the [*265]accused in the offence charged.

………………………………………………………………

It is the daughter alone in the present case who asserted that on August 2 her father incited her to have sex with him and that he threatened to knife her mother if she refused.  But who knows on what lines that conversation proceeded?  Only two people:  the father and the daughter. Adele sounded and appeared to be distressed, and Mrs. Guy formed the view that her distress was genuine. Even so, the circumstances of the case are basically different from Redpath (supra) ……………………………......

We regard it as of considerable importance that the type of warning adverted to by Lord Parker C.J. in Knight [1966] 50 Cr.App.R. 122 is constantly borne in mind when such cases as the present are before the Courts and that a trial judge cannot be too zealous in heeding that warning.  For these reasons we allow the appeal against the convictions.”

Σε μετάφραση:

«Η αναφορά στην Okoye (πιο πάνω) και Luisi (πιο πάνω) φανερώνει ότι στην κάθε υπόθεση ο Λόρδος Αρχιδικαστής άδραξε την ευκαιρία να τονίσει την ανάγκη μέγιστης προσοχής όταν προειδοποιούνται οι ένορκοι ότι πρέπει να προσέχουν έναντι της απόδοσης υπέρ του δέοντος βαρύτητας στην εμφάνιση αναστάτωσης, γιατί αυτή μπορεί να οφείλεται σε πληθώρα αιτίων και, βεβαίως (και αυτό είναι ζωτικής σημασίας στην παρούσα υπόθεση) μπορεί να μην οφείλεται, παρά τους ισχυρισμούς της κοπέλας, σε κάτι που έκαμε ή είπε ο κατηγορούμενος, αλλά σε άλλες ξεχωριστές αιτίες.  Αυτός είναι ένας έμμεσος τρόπος να λεχθεί ότι, εκτός αν υπάρχουν πολύ ειδικές περιστάσεις (όπως εκείνες της Redpath (πιο πάνω) όπου η ανήλικη δεν είχε λόγο να νομίζει ότι παρακολουθείτο) η αναστατωμένη κατάσταση της παραπονούμενης απλώς δυνατόν να αποτυγχάνει να ενοχοποιήσει τον κατηγορούμενο για το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται

........................................................................................................

Μόνο η θυγατέρα στην παρούσα υπόθεση ισχυρίσθηκε ότι στις 2 Αυγούστου ο πατέρας της την παρότρυνε να κάμει έρωτα μαζί του και ότι απείλησε να μαχαιρώσει την μητέρα της αν αρνείτο. Ποιός όμως γνωρίζει πως προχώρησε η συνομιλία; μόνο δύο άτομα, ο πατέρας και η θυγατέρα. Η Adele φαινόταν αναστατωμένη και η κα. Guy σχημάτισε την εντύπωση ότι η αναστάτωση της ήταν γνήσια. Έστω και έτσι οι περιστάσεις της υπόθεσης είναι βασικώς διαφορετικές από την Redpath (πιο πάνω) ................. Το θεωρούμε σημαντικό ότι το είδος της προειδοποίησης που χρησιμοποίησε ο Αρχιδικαστής Λόρδος Parker στη Knight [1966] 50 Cr.App. R. 122 πρέπει να λαμβάνεται συνεχώς υπόψη οσάκις υποθέσεις όπως η παρούσα βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου και ένας πρωτόδικος Δικαστής δεν μπορεί να είναι πολύ ζηλότυπος όταν λαμβάνει σοβαρώς υπόψη εκείνη την προειδοποίηση. Για τους λόγους αυτούς επιτρέπουμε την έφεση κατά της καταδίκης.»

Στην R. v. Knight (πιο πάνω) ο εφεσείων καταδικάστηκε για άσεμνη επίθεση εναντίον κοριτσιού ηλικίας 7 ετών η οποία έδωσε ανώμοτη κατάθεση. Ο πατέρας της κατέθεσε ότι συνάντησε την θυγατέρα του ενώ περπατούσε στο δρόμο με τον εφεσείοντα, ο οποίος απομακρύνθηκε. Κατέθεσε, επίσης, ότι η θυγατέρα του φαινόταν φοβισμένη και έτρεμε και είχε τα χέρια της πάνω στα γεννητικά της όργανα. Η ίδια είπε ότι προτού συναντήσει τον πατέρα της δεν ήταν καθόλου αναστατωμένη.

Κρίθηκε ότι στην περίπτωση σεξουαλικού αδικήματος, όπου υπάρχει μαρτυρία από γονέα για την αναστατωμένη κατάσταση της παραπονουμένης, οι ένορκοι πρέπει να προειδοποιούνται ότι, προτού την θεωρήσουν ως ενισχυτική της μαρτυρίας της παραπονούμενης, πρέπει να ικανοποιούνται ότι η αναστάτωση ήταν πραγματική και όχι προσποιητή και ότι μικρή βαρύτητα πρέπει να της αποδίδεται αν είναι η μόνη μαρτυρία που είναι ικανή να ισοδυναμεί με ενισχυτική μαρτυρία*.

Οι υποθέσεις Redpath, Knight και Wilson (πιο πάνω) σχολιάσθηκαν στη Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 259, 270. Λέχθηκε ότι δεν «θέτουν κάποιο κανόνα δικαίου. Έχουν πίσω τους όσα διδάσκει η ανθρώπινη πείρα ιδίως αναφορικά με το θέμα του θεατρινισμού  Η δε αξία αυτού του στοιχείου εκτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας».

Από την πιο πάνω νομολογία προκύπτουν τα εξής:

[*267]Η αναστατωμένη κατάσταση αποτελεί ενισχυτική μαρτυρία μόνο αν συντρέχουν  εξαιρετικές περιστάσεις.  Τέτοιες περιστάσεις συντρέχουν όπου οι συνθήκες υποβολής του παραπόνου είναι τέτοιες που να αποκλείουν την προσποίηση, τον θεατρινισμό την πλαστότητα ή την παραποίηση. Δεν πρέπει να αποδίδεται ιδιαίτερη έμφαση στην αναστάτωση και μικρή μόνο βαρύτητα μπορεί να της αποδίδεται.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι η παραπονούμενη «ήταν φοβισμένη, έκλαιε, ήταν τρομοκρατημένη, είχε αίματα στα πόδια και στα χέρια και πονούσε». Διαπίστωσε δε ότι την κατάσταση αυτή εντόπισε η Hilda όταν η παραπονούμενη της τηλεφώνησε από το σπίτι του Joseph. Διαπίστωσε, επίσης, ότι την κατάσταση αυτή εντόπισε και η μητέρα της όταν την είδε να υποβαστάζεται από τον Joseph και να έχει την αναστατωμένη κατάσταση που περιέγραψε στη μαρτυρία της.

Αναφορικά με τις διαπιστώσεις της Hilda παρατηρούμε ότι η τελευταία δεν είχε συναντήσει την παραπονούμενη μετά το συμβάν.  Επομένως δεν μπορούσε να είχε διαπιστώσει την παρουσία αίματος στα πόδια και στα χέρια.  Παρατηρούμε επίσης:

(α)   Της τηλεφωνικής συνομιλίας της παραπονούμενης με την Hilda, από το σπίτι του Joseph, είχε προηγηθεί παράπονο της παραπονούμενης προς τον Joseph.

(β)   Η Hilda στη μαρτυρία της ανέφερε (βλ. σελ. 144 των πρακτικών) ότι είχε αντιληφθεί ότι ο Joseph την ηρέμησε – την παραπονούμενη – και του είπε καθαρά τί έγινε.

Λαμβάνουμε υπόψη το στάδιο και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έχει διαπιστωθεί η αναστατωμένη κατάσταση της παραπονούμενης από την Hilda  και τη μητέρα της. Ιδιαίτερα σε σχέση και με τις δύο – τη Hilda και τη μητέρα της – λαμβάνουμε υπόψη ότι είχε προηγηθεί η συνάντηση της παραπονούμενης με τον Joseph.  Σε σχέση δε με την μητέρα λαμβάνουμε υπόψη ότι είχε προηγηθεί η συνομιλία της με τη Hilda. 

Έχουμε την άποψη πως τα όσα είχαν μεσολαβήσει και προηγηθεί δεν μπορούν να εντάξουν την παρούσα υπόθεση στις εξαιρετικές περιστάσεις. Τα όσα είχαν προηγηθεί και λεχθεί είναι ικανά να οδηγήσουν σε αμφιβολίες περί του κατά πόσο η κατάσταση της παραπονούμενης ήταν γνήσια ή ήταν το αποτέλεσμα προσποίησης, παραποίησης ή θεατρινισμού. Η νομολογία (βλ. κυρίως Redpath [*268]και Wilson (πιο πάνω)) έχει θέσει πολύ αυστηρούς κανόνες. Κρίνουμε κατά συνέπεια ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέδωσε στην αναστατωμένη κατάσταση της παραπονουμένης τη βαρύτητα που έχει αποδώσει. Επομένως εσφαλμένα έκρινε ότι αποτελούσε ενισχυτική μαρτυρία.

Σε σχέση με τη μαρτυρία της μητέρας υπάρχουν και οι εξής διαστάσεις:

Η παραπονούμενη στη μαρτυρία της (βλ. σελ. 95 των πρακτικών) ανέφερε ότι όταν συνάντησε τη μητέρα της ήταν «normal και calm». Περαιτέρω η μητέρα στη μαρτυρία της ανέφερε ότι τα ρούχα της παραπονούμενης ήταν σκονισμένα και λασπωμένα.  Σε σχέση με αυτό το θέμα υπάρχει αναντίλεκτη μαρτυρία – η ίδια η κατάσταση των ρούχων – (βλ. σελ. 93 των πρακτικών) ότι τα ρούχα δεν είχαν λάσπη ή σκόνη.  Η ίδια η παραπονούμενη είπε ότι (βλ. σελ. 94 των πρακτικών) «δεν υπάρχει λάσπη ή σκόνη γιατί δεν ήμουν μέσα στη λάσπη».

Παρά ταύτα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε επί του σημείου της αναστάτωσης τη μαρτυρία της μητέρας «έστω και αν υπερέβαλλε ως προς το σκονισμένο και το λασπωμένο των ρούχων».  Δεν επρόκειτο όμως για υπερβολή γιατί η μητέρα δεν είχε μεγαλοποιήσει κάτι που υπήρχε σε μικρή έκταση.  Εφόσον δεν υπήρχε καθόλου σκόνη και λάσπη η μητέρα δεν είπε την αλήθεια επί του συγκεκριμένου θέματος. Έχοντας υπόψη αυτή την πτυχή του θέματος καθώς και την απουσία σύμπτωσης, ανάμεσα στη μαρτυρία της μητέρας και της παραπονούμενης, σε ότι αφορά την κατάσταση της θεωρούμε ότι ήταν άκρως ανασφαλής η απόδοση οποιασδήποτε βαρύτητας στη μαρτυρία της μητέρας ανεξάρτητα από το κατά πόσο αυτή η περίπτωση αποτελούσε εξαιρετική περίπτωση ή όχι.

Αναφορικά δε με την μαρτυρία της Hilda έχουμε εντοπίσει και μια αντίφαση στην προσέγγιση της από το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Από την μια κρίθηκε (βλ. σελ. 7, πιο πάνω) ότι η ποιότητα της μαρτυρίας της «δεν επιτρέπει την αποδοχή της ως άμεσο παράπονο» και από την άλλη η μαρτυρία της έγινε δεκτή ως ενισχυτική.

Πρέπει, επίσης, να προσθέσουμε ότι ο εφεσείων ισχυρίσθηκε ότι η σεξουαλική επαφή έλαβε χώραν με την συγκατάθεση της παραπονουμένης.  Κάτω από τις συνθήκες που η παραπονούμενη μίλησε με τη Hilda και συνάντησε τη μητέρα της – είχε προηγηθεί η συνομιλία της με τον Joseph – δεν αποκλείεται μετά που είχε διακορευθεί να είχε μετανιώσει για τη συγκατάθεση της και η ανα[*269]στάτωση της να οφείλεται στο γεγονός της διακόρευσης.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους θεωρούμε ότι η καταδικαστική απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πρέπει να ακυρωθεί λόγω εσφαλμένης ή πλημμελούς απόφασης επί του θέματος της ενισχυτικής μαρτυρίας. Εφόσον το δικαστήριο θεώρησε σκόπιμο να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία αυτή καλύπτει και το θέμα της συγκατάθεσης της παραπονούμενης. Για τη θεμελίωση των αδικημάτων του βιασμού και της απαγωγής ήταν αναγκαίο να αποδειχθεί ότι δεν είχε δοθεί η συγκατάθεση της παραπονούμενης. Η κρίση για το εσφαλμένο της αποδοχής της πιο πάνω μαρτυρίας ως ενισχυτικής σημαίνει ότι δεν αποδείχθηκε η απουσία συγκατάθεσης της παραπονουμένης.

Το πιο πάνω συμπέρασμα μας καλύπτει τα αδικήματα του βιασμού και της απαγωγής (κατηγορίες 1 και 3) στα οποία η απουσία συγκατάθεσης της παραπονουμένης αποτελεί συστατικό στοιχείο.  Πρόσθετα καλύπτει και το αδίκημα της κατηγορίας 2 – της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκου, κατά παράβαση των αρ. 2, 3(1) (γ), 3(2) (β) του περί Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου του 2000 (Ν.3(Ι)/2000). Το αρ. 3(1) (γ) του Νόμου 3(Ι)/2000 απαγορεύει τη σεξουαλική εκμετάλλευση ή κακοποίηση ανηλίκων. Σύμφωνα με το αρ. 2 «σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου» σημαίνει την παρότρυνση ή τον εξαναγκασμό ανηλίκου να συμμετέχει σε οποιαδήποτε σεξουαλική δραστηριότητα. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω συμπεράσματα μας θεωρούμε ότι δεν αποδείχθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή ότι ο εφεσείων εκμεταλλεύτηκε σεξουαλικά την ανήλικη εξαναγκάζοντας την να συμμετέχει σε σεξουαλική δραστηριότητα.  Ούτε και αποδείχθηκε παρότρυνση για συμμετοχή σε σεξουαλική δραστηριότητα.

Ο κ. Γεωργίου έχει προωθήσει και λόγο έφεσης που σχετίζεται με την καθυστέρηση στην έναρξη της ποινικής δίωξης. Υποστήριξε ότι η καθυστέρηση παραβίασε το δικαίωμα του εφεσείοντος για εκδίκαση της υπόθεσης εντός ευλόγου χρόνου το οποίο διασφαλίζεται από το αρ. 30.2 του Συντάγματος. Αυτό γιατί ενώ το αδίκημα διαπράχθηκε στις 19.5.2000 η ποινική υπόθεση καταχωρήθηκε στις 10.6.2002. Η καθυστέρηση – σύμφωνα με τον κ. Γεωργίου – ήταν τέτοια που δικαιολογούσε την απαλλαγή του εφεσείοντος.

Λόγω της καθυστέρησης – συνέχισε ο κ. Γεωργίου – ένας βασικός μάρτυρας – ο Joseph – δεν βρισκόταν πλέον στην Κύπρο και ο εφεσείων «εστερήθη της ευκαιρίας να εξετάσει και/ή αντεξετάσει ένα ουσιαστικό μάρτυρα».

[*270]

Εν όψει του πιο πάνω συμπεράσματος μας θεωρούμε ότι η διατύπωση κρίσης επί του πιο πάνω λόγου της έφεσης θα αποτελούσε ένα ακαδημαϊκό εγχείρημα. Ωστόσο πρέπει να επισημάνουμε ότι η διάγνωση της ποινικής ευθύνης του εφεσείοντος έλαβε χώραν εντός 3 ετών και 2 μηνών από τη διάπραξη του αδικήματος. Θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι και ο εφεσείων συνέβαλε στην καθυστέρηση. Η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση στις 18.11.2002 και ύστερα από αίτηση του συνηγόρου του για αναβολή ημερ. 12.11.2002 η ακρόαση της υπόθεσης ανεβλήθη για το Μάρτιο του 2003. Έχοντας υπόψη αυτές τις επισημάνσεις σε συνάρτηση με τις αρχές που διέπουν το εύλογο του χρόνου (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Μενελάου (2004) 2 A.A.Δ. 223) θεωρούμε ότι δεν έχει παραβιασθεί το πιο πάνω δικαίωμα του εφεσείοντα. Η απουσία του Joseph ίσως να έχει επηρεάσει την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής γιατί αυτός ήταν ένας βασικός μάρτυρας της. Κάτω από τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης ο εφεσείων δεν μπορεί να οικοδομήσει επί της απουσίας του Joseph.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει.  Η καταδίκη ακυρώνεται.

Η έφεση επιτρέπεται.

Η καταδίκη ακυρώνεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο