Wellfit Engineering Co Ltd και Άλλος ν. Άκη Xαπίδη (2004) 2 ΑΑΔ 271

(2004) 2 ΑΑΔ 271

[*271]23 Απριλίου, 2004

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

(Ποινική Έφεση Αρ. 7413)

WELLFIT ENGINEERING CO LTD,

Εφεσείoντες,

v.

ΑΚΗ ΧΑΠΙΔΗ,

Εφεσιβλήτου.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 7414)

ΑΝΔΡΕΑ ΚΟΥΤΡΟΥΚΙΔΗ,

Εφεσείων,

v.

ΑΚΗ ΧΑΠΙΔΗ,

Εφεσίβλητου.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7413, 7414)

 

Ποινή ― Έκδοση επιταγής άνευ αντικρίσματος ― Αποπληρωμή στο ακέραιο των χρημάτων, αντικείμενο της επιταγής – Πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος μεταξύ διάπραξης του αδικήματος και επιβολής ποινής ― Επιβολή ποινής προστίμου £500 στην εφεσείουσα εταιρεία και £500 στον διευθυντή της ― Μειώθηκαν κατ’ έφεση σε £200 πρόστιμο για τον κάθε ένα από τους εφεσείοντες.

Ποινικός κώδικας ― Έκδοση επιταγής άνευ αντικρίσματος κατά παράβαση του Άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― “Διαθέσιμα κεφάλαια του εκδότου της επιταγής” ― Είναι τα κεφάλαια του εκδότη στην τράπεζα γενικά ― Η ένδειξη “please represent” η οποία ετέθη επί της επιταγής κατά την παρουσίασή της για πληρωμή δεν αναιρούσε το ότι η επιταγή δεν επληρώθη λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων.

Η εφεσείουσα εταιρεία και ο διευθυντής της, ο εφεσείων, καταδι[*272]κάσθηκαν κατόπιν ακρόασης για έκδοση επιταγής άνευ αντικρίσματος κατά παράβαση του Άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Το Δικαστήριο επέβαλε πρόστιμο £500 στον κάθε ένα από τους εφεσείοντες και επίσης τους διέταξε να πληρώσουν £300 έξοδα.

Η επιταγή είχε εκδοθεί για το ποσό των £1.350 στις 12.12.1996, στο όνομα κάποιου Μαυρουδή ο οποίος μαζί με τον εφεσείοντα ήσαν διευθυνταί και μέτοχοι της εφεσείουσας, σε διευθέτηση χρηματικών διευκολύνσεων που ο εφεσίβλητος παρέσχε προς την εφεσείουσα μέσω του Μαυρουδή.  Η επιταγή ήταν επί της Εθνικής Τράπεζας. Ο εφεσίβλητος την κατέθεσε στην Τράπεζα Κύπρου, όταν όμως η επιταγή παρουσιάστηκε από την Τράπεζα Κύπρου στην Εθνική Τράπεζα για πληρωμή στις 14.1.1997 δεν επληρώθη αλλά επεστράφη με την ένδειξη “please represent” λόγω μη διαθέσιμων κεφαλαίων. Στις 11.5.2001 καταχώρησε την ποινική υπόθεση και στις 26.7.2001 καταχώρησε αγωγή. Στις 6.11.2001 εκδόθηκε απόφαση στην αγωγή η οποία ικανοποιήθηκε με την πληρωμή του ποσού της επιταγής μεταξύ της έκδοσης της καταδικαστικής απόφασης στην ποινική υπόθεση και την επιβολή της ποινής.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την καταδίκη τους και την επιβληθείσα ποινή ως έκδηλα υπερβολική σε συνάρτηση μόνο με το διαρρεύσαντα χρόνο μεταξύ της διάπραξης του αδικήματος και της καταχώρησης της ποινικής υπόθεσης.

Το βασικό παράπονο των εφεσειόντων εδράζεται στην εισήγηση ότι είναι εσφαλμένη η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια προς εξόφληση της επιταγής.  Οι εφεσείοντες παρέπεμψαν σε μαρτυρία του Μ.Κ. 5 προϊσταμένου του τμήματος τρεχούμενων λογαριασμών της Εθνικής Τράπεζας ο οποίος εδέχθη στην αντεξέτασή του ότι η εφεσείουσα πλην του τρεχούμενου λογαριασμού της επί του οποίου εξεδόθη η επιταγή και ο οποίος κατά την παρουσίαση της είχε χρεωστικό υπόλοιπο £21.303,50 που δεν επέτρεπε περαιτέρω υπέρβαση, διατηρούσε και άλλο πιστωτικό λογαριασμό για £21.000.

Συναφείς λόγοι έφεσης αφορούν τη σφραγίδα “please represent” η οποία ετέθη επί της επιταγής κατά την παρουσίασή της για πληρωμή στην Εθνική Τράπεζα. Όπως υποστηρίχθηκε, η εν λόγω ένδειξη αναιρεί το ότι η επιταγή δεν επληρώθη διότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια.

Οι εφεσείοντες ήγειραν και λόγους αναφορικά με τροποποίηση του κατηγορητηρίου υποστηρίζοντας ότι το κατηγορητήριο δεν [*273]προσδιόριζε τα ακριβή άρθρα του Νόμου στα οποία εβασίζοντο οι κατηγορίες, μετά από τροποποίηση του κατηγορητηρίου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι λόγοι εφέσεων εναντίον της καταδίκης δεν ευσταθούσαν.  Αναφορικά με τις εφέσεις εναντίον της ποινής, το Ανώτατο Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη το μεγάλο χρονικό διάστημα που παρήλθε μεταξύ της διάπραξης του αδικήματος και της επιβολής της ποινής στις 7.2.2003 καθώς και την δυσαναλογία μεταξύ του ύψους του προστίμου και του ποσού της επιταγής, το οποίο είχε μάλιστα πληρωθεί, αποδέχθηκε τις εφέσεις ως προς την επιβληθείσα ποινή, την οποία και μείωσε σε £200 για τον εφεσείοντα και £200 για την εφεσείουσα.

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν ως προς την καταδίκη και επιτράπηκαν ως προς την ποινή χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Πασχάλη κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 283.

Εφέσεις εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Εφέσεις από την εφεσείουσα εταιρεία (Έφεση Αρ. 7413) και το διευθυντή της (Έφεση Αρ. 7414) εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθεση Αρ. 10186/2001) ημερομηνίας 30/1/2003, με την οποία βρέθηκαν ένοχοι για έκδοση επιταγής άνευ αντικρίσματος κατά παράβαση του Άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα και τους επιβλήθηκε στις 7/2/2003 πρόστιμο £500 στον κάθε ένα, με διαταγή πληρωμής άλλων £300 εξόδων.

Φ. Αποστολίδης, για τους Εφεσείοντες.

Α. Ιωάννου για Δ. Αριστείδου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Ο Εφεσείων στην έφεση 7414 (Εφεσείων) είναι διευθυντής της εφεσείουσας εταιρείας στην έφεση 7413 (Εφεσείουσα). Και οι δύο κατηγορήθησαν και καταδικάσθησαν κατόπιν ακρόασης για έκδοση επιταγής άνευ αντικρίσματος κατά [*274]παράβαση του άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα και επεβλήθη πρόστιμο £500 στον κάθε ένα, με διαταγή πληρωμής άλλων £300 εξόδων. Οι εφέσεις είναι ταυτόσημες και ακούσθηκαν μαζί.

Κατά το σχετικό χρόνο έκδοσης της επιταγής, που ήταν η 12.12.1996, ο Εφεσείων και κάποιος Μαυρουδής ήσαν διευθυντές και μέτοχοι της Εφεσείουσας. Σε διευθέτηση χρηματικών διευκολύνσεων που ο Εφεσίβλητος παρέσχε προς την Εφεσείουσα μέσω του Μαυρουδή που ήταν φίλος του, η Εφεσείουσα εξέδωσε, μαζί με άλλες επιταγές, την εν λόγω επιταγή, με υπογραφή του Εφεσείοντα, για £1.350 στο όνομα του Μαυρουδή ο οποίος την ίδια μέρα την οπισθογράφησε και την παρέδωσε στον Εφεσίβλητο. Η επιταγή ήταν επί της Εθνικής Τράπεζας. Ο Εφεσίβλητος την κατέθεσε στην τράπεζα του, την Τράπεζα Κύπρου, όταν όμως η επιταγή παρουσιάστηκε από την Τράπεζα Κύπρου στην Εθνική Τράπεζα για πληρωμή στις 14.1.1997 δεν επληρώθη αλλά επεστράφη με την ένδειξη "please represent" λόγω μη διαθέσιμων κεφαλαίων.  Πέρασαν εν τούτοις αρκετά χρόνια πριν ο Εφεσίβλητος λάβει δικαστικά μέτρα. Στις 11.5.2001 κατεχώρησε την ποινική υπόθεση στην οποία αναφέρονται οι εφέσεις και στις 26.7.2001 κατεχώρησε αγωγή. Εξεδόθη μάλιστα απόφαση στην αγωγή στις 6.11.2001 η οποία και ικανοποιήθηκε με την πληρωμή του  ποσού της επιταγής μεταξύ της έκδοσης της καταδικαστικής απόφασης στην ποινική υπόθεση (30.1.2003) και την επιβολής της ποινής (7.2.2003).

Στις εφέσεις αναφέρονται 21 λόγοι έφεσης.  Πολλοί από αυτούς όμως δεν είναι αυτοτελείς και συνιστούν είτε υπεργενικευμένες θέσεις (όπως οι λόγοι έφεσης 1, 6, 16, 17, 20 και 21) είτε επί μέρους πτυχές των παραπόνων που αποτελούν την ουσία των εφέσεων όπως αυτές αναπτύχθησαν ενώπιόν μας. Ένα βασικό παράπονο των Εφεσειόντων εδράζεται στην εισήγηση ότι είναι εσφαλμένη η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια προς εξόφληση της επιταγής. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες παραπέμπει συναφώς στη μαρτυρία του Μ.Κ. 5, κ. Κακουλή, προϊσταμένου του τμήματος τρεχουμένων λογαριασμών και δανείων της Εθνικής Τράπεζας, ο οποίος εδέχθη κατά την  αντεξέταση του από τον Εφεσείοντα ότι η Εφεσείουσα, πλην του τρεχουμένου λογαριασμού της επί του οποίου εξεδόθη η επιταγή και ο οποίος κατά την παρουσίαση της είχε χρεωστικό υπόλοιπο £21.303,50 που δεν επέτρεπε περαιτέρω υπέρβαση, διατηρούσε και άλλο πιστωτικό λογαριασμό για £21.000. Θα μπορούσε έτσι, λέγει ο κ. Αποστολίδης, να θεωρηθεί ο λογαριασμός αυτός ως διαθέσιμο κεφάλαιο για πληρωμή της επιταγής. Ο ευπαίδευτος Δικαστής απέρριψε την εισήγηση αυτή λέγοντας:

[*275]"Πέραν της παραδοχής του Μ.Κ.5 για την ύπαρξη του ως άνω πιστωτικού λογαριασμού της κατηγορουμένης εταιρείας δεν υπάρχει οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία ενώπιόν μου ότι ήταν δυνατή η ανάληψη ή η μεταφορά κεφαλαίων από τον ως άνω πιστωτικό λογαριασμό για πληρωμή της επιταγής. Είμαι της άποψης ότι ήταν υποχρέωση των κατηγορουμένων να προσκομίσουν μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι ο ως άνω λογαριασμός δεν ήταν καθ’ οιονδήποτε τρόπο παγοποιημένος ή δεσμευμένος και ότι μπορούσαν να αναληφθούν κεφάλαια από αυτόν καθ’ οιανδήποτε στιγμή. Ειδικότερα η ως άνω υποχρέωση των κατηγορουμένων πιστεύω ότι κατέστη αναπόφευκτη από τη στιγμή που η πλευρά του παραπονουμένου κατά την αντεξέταση του κατηγορουμένου αρ. 2 προέβαλε τη θέση ότι κι αν ακόμη υπήρχε πιστωτικός λογαριασμός αυτός ήταν δεσμευμένος και δε μπορούσαν να μεταφερθούν κεφάλαια από αυτόν για πληρωμή της επιταγής".

Έτσι έχουν τα πράγματα και δεν έχει λεχθεί οτιδήποτε που να καταδεικνύει λανθασμένη τη θεώρηση του ευπαίδευτου Δικαστή. Ο Εφεσείων, αν και ήγειρε το θέμα κατά την αντεξέταση του κ. Κακουλή, δεν το προώθησε περαιτέρω ώστε να θέσει τέτοιο υπόβαθρο γεγονότων στο οποίο να μπορούσε να στηρίξει την εισήγηση του.  Αν και η αναφορά του άρθρου 305 Α σε διαθέσιμα κεφάλαια είναι ασφαλώς αναφορά στο σύνολο των κεφαλαίων του εκδότη στην τράπεζα [ίδε Πασχάλη κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 283], το βάρος που είχε ο Εφεσίβλητος να καταδείξει την έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων εξαντλείτο με την παρουσίαση της μαρτυρίας του κ. Κακουλή ότι η επιταγή δεν επληρώθη λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων και έγκειτο στους Εφεσείοντες να αμφισβητήσουν την ορθότητα και αποτελεσματικότητα της μαρτυρίας αυτής μέσω της αντεξέτασης ή της παρουσίασης άλλης μαρτυρίας.  Αυτό δεν έκαναν, το δε σύνολο της μαρτυρίας στο τέλος της ημέρας δικαιολογούσε την άποψη του Δικαστηρίου ότι απεδείχθη η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων. Δεν υπήρξε μετάθεση του βάρους απόδειξης της έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων από τον Εφεσίβλητο στους Εφεσείοντες να αποδείξουν την ύπαρξη τους.

Συναφείς λόγοι έφεσης αφορούν τη σφραγίδα "please represent" η οποία ετέθη επί της επιταγής κατά την παρουσίαση της για πληρωμή στην Εθνική Τράπεζα.  Η ένδειξη αυτή, λέγεται, αναιρεί το ότι η επιταγή δεν επληρώθη διότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια που, αν υπήρχαν, η ένδειξη θα ήταν διαφορετική, και δεν αποκλείει να εκπληρώνετο η επιταγή αν, που δεν έγινε, επαρουσιάζετο και πάλι. Δεν υπάρχει έρεισμα στις εισηγήσεις αυτές.  Η ένδειξη "please represent" ουδόλως ήταν ασυμβίβαστη με το ότι ο λόγος [*276]της μη πληρωμής της ήταν η έλλειψη κεφαλαίων, όπως ήταν η μαρτυρία. Αυτό που σίγουρα σήμαινε ήταν ότι η επιταγή δεν επληρώθη και ότι θα μπορούσε να παρουσιάζετο και πάλι για πληρωμή. Τέτοια υποχρέωση επαναπαρουσίασης όμως δεν θέτει ούτε το άρθρο 305Α ούτε ο νόμος γενικότερα. Αυτή ήταν και η άποψη του ευπαίδευτου Δικαστή. 

Άλλος λόγος έφεσης βασίζεται στο Τεκμήριο 3, την κατάσταση του τρεχούμενου λογαριασμού της Εφεσείουσας κατά το σχετικό χρόνο, που παρουσίασε ο κ. Κακουλής, στην οποία φαίνεται ότι η επιταγή επιστώθη στο λογαριασμό της Εφεσείουσας στις 14.1.1997 και εχρεώθη σε αυτό αργότερα την ίδια μέρα. Η εισήγηση είναι ότι η επιταγή επληρώθη στον δικαιούχο. Κάτι τέτοιο όμως σαφώς δεν εξάγεται από το Τεκμήριο 3 αλλά και αντιστρατεύεται την ίδια τη μαρτυρία του κ. Κακουλή ότι η επιταγή δεν επληρώθη όπως και τη μαρτυρία του ίδιου του μάρτυρα του Εφεσείοντα, Μ.Κ. 2, κ. Καμένου της Τράπεζας Κύπρου ότι η επιταγή δεν μπορεί να πληρώθηκε.  Ούτε προώθησε ο Εφεσείων τέτοια θέση στην αντεξέταση του κ. Κακουλή. Εφ’ όσον ασχολούμεθα με τη μαρτυρία του κ. Κακουλή, να πούμε, ως προς άλλη εισήγηση του Εφεσείοντα ότι η μαρτυρία του δεν έπρεπε να γίνει δεκτή διότι παραβίαζε το τραπεζικό απόρρητο, ότι ούτε τέτοια ένσταση διατυπώθηκε κατά την ακρόαση ως προς τη μαρτυρία αυτή ούτε και η εισήγηση προωθήθηκε ενώπιόν μας κατά ουσιαστικό τρόπο.

Διατυπώνονται επίσης λόγοι έφεσης οι οποίοι αφορούν το ότι η επιταγή ήταν διγραμμισμένη, για να υποστηριχθεί ότι ήταν ως εκ τούτου αδιαπραγμάτευτη ώστε να μην μπορούσε ο Μαυρουδής να την παραδώσει στον Εφεσίβλητο και να αποκτήσει ο Εφεσίβλητος δικαίωμα εναντίον των Εφεσειόντων. Το θέμα ηγέρθη ενώπιον του ευπαίδευτου Δικαστή ο οποίος όμως δεν το εξέτασε καθ’ όσον, όπως είπε, ηγέρθη πολύ αργά κατά το στάδιο της υπεράσπισης και δεν ετέθη στους μάρτυρες κατηγορίας.  Το θέμα βεβαίως, όπως και αν επηρεάζεται από τη μαρτυρία, μπορεί εν πάση περιπτώσει να εξετασθεί στα πλαίσια της έφεσης. Είναι όμως γεγονός ότι η παράλειψη να τεθεί το θέμα στους μάρτυρες κατηγορίας, και δη στον κ. Κακουλή, επηρεάζει, στο βαθμό που το θέμα θα ήταν θέμα μαρτυρίας, την κατάληξη επ’ αυτού. Στο βαθμό που το θέμα είναι νομικό, είναι βεβαίως σχετικές οι πρόνοιες του περί Συναλλαγματικών Νόμου. Να παρατηρήσουμε ότι το άρθρο 77, το οποίο καθιστά νόμιμη τη διαγράμμιση επιταγής όπως προβλέπεται στο άρθρο 76, κάνει ειδική πρόνοια ως προς τη δυνατότητα προσθήκης σε διγραμμισμένη επιταγή των λέξεων "μη διαπραγματεύσιμη".

[*277]Το δε άρθρο 81 προνοεί:

"Όταν πρόσωπο λαμβάνει δίγραμμη επιταγή η οποία φέρει επ’ αυτής τις λέξεις "μη διαπραγματεύσιμη", δεν έχει και δεν είναι ικανό να παράσχει καλύτερο τίτλο στην επιταγή από αυτό που είχε το πρόσωπο από το οποίο την έλαβε".

Ιδιαιτέρως σχετικό είναι το άρθρο 82(1):

"Όταν επιταγή είναι δίγραμμη και φέρει επ΄ αυτής, σε συσχετισμό με τη διγράμμιση, τις λέξεις "για λογαριασμό του δικαιούχου" με ή χωρίς τη λέξη "μόνο" η επιταγή δεν είναι μεταβιβάσιμη αλλά ισχύει μόνο μεταξύ των μερών".

Στην προκειμένη περίπτωση η επιταγή, αν και διγραμμισμένη, δεν έφερε τις λέξεις "μη διαπραγματεύσιμη", ή τις λέξεις "για λογαριασμό του δικαιούχου" που θα την καθιστούσε μη μεταβιβάσιμη και ισχύουσα μόνο μεταξύ της Εφεσείουσας και του Μαυρουδή. Δεν εμποδίζετο λοιπόν ο Μαυρουδής να την οπισθογραφήσει και παραδώσει στον Εφεσίβλητο ούτως ώστε αυτός να καθίστατο νομιμοποιημένος κομιστής της. Η κατάληξη της επιταγής στο Μαυρουδή εξ άλλου φαίνεται να ήταν και η πρόθεση των Εφεσειόντων.

Υπάρχουν ακόμα λόγοι έφεσης που αφορούν διαδικαστικά θέματα. Το κατηγορητήριο στη βάση του οποίου έγινε η ακρόαση ανέφερε στις λεπτομέρειες ότι η επιταγή παράμεινε απλήρωτη παρ’ όλον ότι παρήλθαν επτά ημέρες από την παρουσίασή της. Πριν από το Νόμο 38(1)/97 η περίοδος αυτή ήταν δεκαπέντε μέρες. Καθ’ όσον η εν λόγω επιταγή είχε παρουσιασθεί για πληρωμή πριν από το Νόμο 36(1)/97, ο ευπαίδευτος Δικαστής έκρινε ότι ενδείκνυτο η τροποποίηση του κατηγορητηρίου ώστε να αναφέρετο η περίοδος των δεκαπέντε αντί επτά ημερών.  Αφού άκουσε και τις απόψεις των μερών, στην απόφαση του τροποποίησε το κατηγορητήριο αναλόγως, στη βάση του άρθρου 85(4) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και της σχετικής νομολογίας. Παραπονούνται τώρα οι Εφεσείοντες ότι το κατηγορητήριο δεν προσδιόριζε τα ακριβή άρθρα του Νόμου στα οποία εβασίζοντο οι κατηγορίες και ότι δεν υπήρξε, κατά την τροποποίηση, συμμόρφωση με το νόμο και τη νομολογία. Με την τροποποίηση όμως το κατηγορητήριο προσαρμόσθηκε τόσο ως προς τα αναφερόμενα άρθρα όσο και ως προς τις λεπτομέρειες στα νομικά και πραγματικά δεδομένα της υπόθεσης. Ουδέν ελέχθη ενώπιον μας που να καταδεικνύει λανθασμένη την τροποποίηση αυτή. Ούτε, καθ’ όσον συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 85(4), εχρειάζετο να επανακατηγορηθούν και επαναπα[*278]ντήσουν οι Εφεσείοντες. 

Δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης που να αφορούν την καταδίκη. Προσβάλλεται όμως και η επιβληθείσα ποινή ως υπερβολική σε συνάρτηση μόνο με το διαρρεύσαντα χρόνο μεταξύ της διάπραξης του αδικήματος και της καταχώρισης της ποινικής υπόθεσης. Η καταχώριση της ποινικής υπόθεσης δεν έγινε παρά μόνο τεσσεράμισι σχεδόν χρόνια μετά από την επιστροφή της επιταγής. Όταν επεβλήθη δε η ποινή στις 7.2.2003 είχαν περάσει άλλα δυόμισι χρόνια. Ακόμα, διατυπώνεται παράπονο για άνιση μεταχείριση των Εφεσειόντων καθ’ όσον ο Μαυρουδής, θεωρούμενος ως συναυτουργός κατά το ότι οπισθογράφησε και παρέδωσε την επιταγή στον Εφεσίβλητο, δεν περιλήφθηκε στο κατηγορητήριο. Ο σχετικός προς τούτο λόγος έφεσης όμως δεν προωθήθηκε στο διάγραμμα ή στην ακρόαση και δεν θα μας απασχολήσει. 

Ως προς την καθυστέρηση, είναι γεγονός ότι το Δικαστήριο  έλαβε υπ’ όψη του την εν λόγω όντως πολύ μακρά καθυστέρηση ως λόγο για τον οποίο δεν θα έπρεπε να επιβληθεί ποινή φυλάκισης στον Εφεσείοντα. Παρά ταύτα, όπως παρατηρεί ο Εφεσείων, είχε διατάξει την κράτηση του Εφεσείοντα από τις 6.2.2003 μέχρι τις 7.2.2003 που θα επεβάλλετο η ποινή, χωρίς μάλιστα ο Εφεσείων να είχε παραλείψει να εμφανισθεί σε προηγούμενη δικάσιμο. Φρονούμε ότι τα δεδομένα αυτά καθιστούσαν την ποινή όντως υπερβολική. Το διάστημα των επτά ετών δικαιολογούσε  επιείκεια όχι μόνο ως προς το είδος της ποινής, που στην περίπτωση της Εφεσείουσας δεν θα μπορούσε βεβαίως να ήταν φυλάκιση εν πάση περιπτώσει, αλλά και ως προς το ύψος της ποινής προστίμου.  Λαμβανομένης υπ’ όψη και της κάποιας αναλογίας που θα μπορούσε να αναμένεται μεταξύ του ύψους του προστίμου και του ποσού της επιταγής (που μάλιστα είχε πληρωθεί τελικά) ως καθοδηγητικού της συγκριτικής σοβαρότητας της υπόθεσης.

Οι εφέσεις λοιπόν αποτυγχάνουν ως προς την καταδίκη και επιτυγχάνουν ως προς την ποινή προστίμου η οποία και μειώνεται σε £200 για τον Εφεσείοντα και £200 για την Εφεσείουσα.

Δεν θα υπάρξει διαταγή για έξοδα.

Οι εφέσεις απορρίπτονται ως προς την καταδίκη και επιτρέπονται ως προς την ποινή χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο