Severis & Athienitis Securities Ltd ν. Eιρήνης Kαλότυχου (2004) 2 ΑΑΔ 293

(2004) 2 ΑΑΔ 293

[*293]14 Μαΐου, 2004

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

SEVERIS & ATHIENITIS SECURITIES LTD,

Εφεσείοντες,

v.

ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΛΟΤΥΧΟΥ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7557)

 

Έφεση ― Κατά αθωωτικής απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου σε ιδιωτική ποινική υπόθεση ― Η έφεση είναι εξ υπαρχής άκυρη αν καταχωρήθηκε χωρίς την έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα ― Άρθρο 137, του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

Έφεση ― Δικαίωμα άσκησης έφεσης ― Δεν αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα ούτε από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως δικαίωμα η δυνατότητα άσκησης έφεσης ― Η δυνατότητα άσκησης έφεσης μπορεί να προσδιοριστεί και να ρυθμιστεί με νόμο.

Νομολογία ― Αρχή της δεσμευτικότητας των προηγουμένων αποφάσεων ― Περιστάσεις κάτω από τις οποίες δικαιολογείται η παρέκκλιση από προηγούμενη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αθώωσε και απάλλαξε την εφεσίβλητη σε κατηγορία “έκδοσης επιταγής η οποία χωρίς εύλογη αιτία, με πράξη της κατηγορουμένης δεν εξοφλήθη κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 186/86 και 36(1)/97”. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η επίδικη επιταγή “δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως επιταγή εν τη εννοία του Νόμου αφ’ ης στιγμής ήταν πληρωτέα σε ημερομηνία μεταγενεστέρα της έκδοσής της”.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση χωρίς να έχει εξασφαλίσει την έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, η οποία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για άσκηση έφεσης εναντίον αθωωτικής απόφασης σε ιδιωτική ποινική υπόθεση, όπως προνοεί το Άρθρο 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

[*294]Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέκτηκε την προδικαστική ένσταση του συνηγόρου της εφεσίβλητης ότι η έφεση δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του πιο πάνω άρθρου του Κεφ. 155, αφού απουσίαζε η έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα για άσκησή της έφεσης και ως εκ τούτου η έφεση δεν ήταν παραδεκτή.

Αναφορικά με το θέμα της απόκλισης από δικαστικό προηγούμενο, το οποίο είχε εγερθεί από το συνήγορο της εφεσείουσας, το Ανώτατο Δικαστήριο μετά από εκτενή αναφορά στη σχετική νομολογία, αποφάνθηκε ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν συνέτρεχε λόγος που να δικαιολογεί απόκλιση ή απομάκρυνση από τις αρχές που καθιέρωσε η σχετική νομολογία οι οποίες αντανακλούν την ορθή θέση του δικαίου.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Ερμογένους ν. Αστυνομίας (2003) 2 A.A.Δ. 387,

Ανδρέου ν. Γενικού Εμπορίου Μιχαήλ Καλλής Λτδ κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 571,

Xenophontos v. Charalambous (1961) C.L.R. 122,

Κιρλάππου v. Ευθυμίου (1997) 2 Α.Α.Δ. 338,

Γρηγορίου v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (Αρ. 2) (1999) 2 Α.Α.Δ. 174,

Ιατρικές Υπηρεσίες ν. Πίττα (1995) 2 Α.Α.Δ. 261,

Republic v. Demetriades (1977) 3 C.L.R. 213,

Μαυρογένης v. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315,

Χριστοδούλου v. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1295,

Γεωργίου v. Κυπριακές Αερογραμμές (1998) 1 Α.Α.Δ. 1794,

Νικολάου κ.ά. v. Νικολάου κ.ά. (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338,

Arakian v. Republic (1972) 3 C.L.R. 294.

[*295]Έφεση εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.

Έφεση από την εφεσείουσα εταιρεία, ιδιώτη κατήγορο, εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 8381/2002), ημερομηνίας 19/11/2003 με την οποία σε ποινική δίωξη την οποία άσκησε εναντίον της κατηγορούμενης για τη διάπραξη του αδικήματος της έκδοσης επιταγής, η οποία χωρίς εύλογη αιτία, με πράξη της κατηγορούμενης δεν εξοφλήθη κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 186/86 και 36(Ι)/97, το Δικαστήριο αθώωσε και απάλλαξε την κατηγορούμενη επειδή κρίθηκε ότι η μεταχρονολογημένη επιταγή δεν εμπίπτει στην έννοια της επιταγής του Άρθρου 305Α του Κεφ. 154.

Χρ. Θεοδώρου για Λ. Παπαφιλίππου, για τους Εφεσείοντες.

Π. Κλεοβούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα εταιρεία (η εφεσείουσα) άσκησε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) ποινική δίωξη εναντίον της εφεσίβλητης για διάπραξη του αδικήματος «έκδοσης επιταγής η οποία χωρίς εύλογη αιτία, με πράξη της κατηγορουμένης δεν εξοφλήθη κατά παράβαση του αρ. 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 186/86 και 36(Ι)/97».

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απάλλαξε και αθώωσε την εφεσίβλητη. Έκρινε ότι η επίδικη επιταγή «δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως επιταγή εν τη εννοία του Νόμου αφ’ ης στιγμής ήταν πληρωτέα σε ημερομηνία μεταγενέστερα της έκδοσης της».

Έρεισμα της πιο πάνω κατάληξης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν η απόφαση του Εφετείου στην Ερμογένους ν. Αστυνομίας (2003) 2 A.A.Δ. 387, στην οποία κρίθηκε ότι «επιταγή» στο αρ. 305Α του Κεφ. 154 δεν περιλαμβάνει και τη μεταχρονολογημένη επιταγή.

Εν όψει των προνοιών του αρ. 137(1) (α)* του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, το οποίο απαιτεί την έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για άσκηση έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης από ιδιώτη κατήγορο, η εφεσείουσα επεδίωξε να εξασφαλίσει την σχετική έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Το αίτημα της απορρίφθηκε. Με επιστολή του ημερ. 27.11.2003 (Τεκ. Α) ο Γενικός Εισαγγελέας πληροφόρησε την εφεσείουσα ότι οι λόγοι της έφεσης που προβάλλονται αφορούν ζητήματα τα οποία, υπό το φως της απόφασης στην υπόθεση Ερμογένους (πιο πάνω) έχουν ήδη ξεκαθαρίσει τελεσίδικα.

Παρά την απουσία της σχετικής έγκρισης η εφεσείουσα άσκησε την παρούσα έφεση κατά της πιο πάνω αθωωτικής απόφασης.  Ο κ. Κλεοβούλου, εκ μέρους της εφεσίβλητης, ήγειρε προδικαστική ένσταση. Ισχυρίστηκε ότι η έφεση δεν πληροί τις προϋποθέσεις του πιο πάνω αρ. 137(1) (α) του Κεφ. 155, αφού απουσιάζει η έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για την άσκηση της. Επί του προκειμένου ο κ. Κλεοβούλου μας παρέπεμψε στην Ανδρέου ν. Γενικού Εμπορίου Μιχαήλ Καλλής Λτδ κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 571 στην οποία, σε πλήρη ταύτιση με την υπάρχουσα νομολογία, επιβεβαιώθηκε ότι δεν είναι παραδεκτή έφεση από ιδιώτη κατήγορο, χωρίς την έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

Στην Xenophontos v. Charalambous (1961) C.L.R. 122 και Κιρλάππου ν. Ευθυμίου (1997) 2 Α.Α.Δ. 338 εξετάσθηκε κατ’   ευθείαν το δικαίωμα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης από ιδιώτη κατήγορο. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την έφεση στη δεύτερη – σελ. 340-341- που εξέδωσε ο Πικής, Π.:

«Κρίνουμε την έφεση αβάσιμη. Το άρθρο 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, καθιστά την εξουσιοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα, προϋπόθεση για την άσκηση έφεσης από τρίτο (τον κατήγορο), κατά αθωωτικής απόφασης του [*297]Επαρχιακού Δικαστηρίου. Το δικαίωμα έφεσης προκύπτει από την εξουσιοδότηση και πρέπει να αποκρυσταλλωθεί πριν την καταχώρησή της. Το δικαίωμα έφεσης πηγάζει από την έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα και πρέπει να αποκρυσταλλώνεται πριν την καταχώρηση της.

........................................................................................................

Εφόσον η έφεση δεν θεμελιώνεται σε άνευ όρων έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα, ελλείπουν οι προϋποθέσεις για την άσκησή της. Στην απουσία της απαιτούμενης εξουσιοδότησης η έφεση δεν έπρεπε να είχε γίνει δεχτή από το Πρωτοκολλητείο. Ήταν εξ υπαρχής άκυρη.»

Οι πιο πάνω δύο αποφάσεις υιοθετήθηκαν στην Γρηγορίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (Αρ. 2) (1999) 2 Α.Α.Δ. 174, 184 (απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.). Λέχθηκε ότι η έφεση είναι άκυρη δεν ενεργοποιεί την δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και εφόσον το Πρωτοκολλητείο την καταχώρισε θα απορριφθεί.    Βλ., επίσης, Ιατρικές Υπηρεσίες ν. Πίττα (1995) 2 Α.Α.Δ. 261 και Ανδρέου (πιο πάνω).

Εν όψει της πιο πάνω θέσης της Νομολογίας ζητήσαμε από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας ν’ αγορεύσει επί της προδικαστικής ένστασης. Υπέβαλε ότι η προδικαστική ένσταση συναρτάται άμεσα με την ουσία της έφεσης και έπρεπε, ως εκ τούτου να αναπτύξει τις θέσεις του τόσο επί της ουσίας όσο και επί της προδικαστικής ένστασης. Επί της ουσίας της έφεσης μας κάλεσε, για τους λόγους που παρέθεσε, όπως αποστούμε από την απόφαση στην Ερμογένους (πιο πάνω). Σε σχέση με την προδικαστική ένσταση και πάλιν μας κάλεσε να αποστούμε από την υπάρχουσα νομολογία. Υπέβαλε ότι το δικαίωμα έφεσης άπτεται της ισότητας των όπλων. Συνιστά δικαίωμα Προσφυγής στο Δικαστήριο το οποίο διασφαλίζεται από το αρ. 30.1 του Συντάγματος. Σε καταδικασθέντα – συνέχισε ο κ. Θεοδώρου – υπάρχει δικαίωμα έφεσης, ενώ δεν υπάρχει τέτοιο δικαίωμα στην περίπτωση αθωωτικής απόφασης εκτός αν δοθεί η έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Αυτή η διάκριση – συμπλήρωσε – παραβιάζει την αρχή της ισότητας, η οποία διασφαλίζεται από το αρ. 28 του Συντάγματος και κατ’ επέκταση την αρχή της ισότητας των όπλων.

Αναφορικά με την παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο λόγω της μη ύπαρξης δικαιώματος έφεσης είναι πολύ διαφωτιστικά τα όσα λέχθηκαν στην Γρηγορίου (πιο πάνω) – στις σελ. 183-184:

[*298]

«Ούτε το Σύνταγμα ούτε η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναγνωρίζουν ως δικαίωμα τη δυνατότητα άσκησης έφεσης. Η δυνατότητα άσκησης έφεσης μπορεί να προσδιοριστεί και να ρυθμιστεί με νόμο. Χωρίς τον οποίο, δεν χωρεί έφεση. Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε από τον Τριανταφυλλίδη, Π. στην Photini Polycarpou Georkadji and Another v. The Republic (1971) 2 C.L.R. 229, με αναφορά στην Healy v. Ministry of Health [1954] 3 All E.R. 449, τα Δικαστήρια δεν εφευρίσκουν δικαίωμα έφεσης όταν τέτοιο δεν παρέχεται ούτε σφετερίζονται κατ’ έφεση δικαιοδοσία όταν τέτοια δεν δημιουργείται. (βλ. συναφώς και Evangelos Christofi v. The Police (1970) 2 C.L.R. 117, Georghios Lazarou and Others v. The Police (1973) 2 C.L.R. 81, Attorney-General v. Pouris & Others (1979) 2 C.L.R. 15, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λαζαρίδης κ.α. (1992) 2 Α.Α.Δ. 8, Κυριάκου ν. Δήμου Έγκωμης (1992) 2 Α.Α.Δ. 414, Δημοκρατία ν. Ερμογένους κ.ά. (1990)2 Α.Α.Δ. 459  και Χριστοδούλου και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 443). Όσα αναφέρθηκαν από τον εφεσείοντα σε σχέση με τους λόγους έφεσης που θέλει να συζητήσει, είναι άσχετα. Ο περιορισμός στο άρθρο 137 των λόγων για τους οποίους ο Γενικός Εισαγγελέας μπορεί να ασκήσει ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης και η καθ υπόθεση μη κάλυψη των όσων ο εφεσείων θέλει να προβάλει, δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι χωρίς θετική νομοθετική διάταξη που να καθιστά δυνατή την άσκηση έφεσης, τέτοια δεν χωρεί.

Ζητήματα ως προς τη συνταγματικότητα των περιορισμών που τίθενται, εξετάστηκαν πρώτα στην Georkadji (ανωτέρω). Η εισήγηση για πρόσκρουση στο Άρθρο 30.1 του Συντάγματος και περαιτέρω στο Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, απορρίφθηκε. Ακολούθησε η Pouris, η Ερμογένους  και, τελικά, η Λαζαρίδης (ανωτέρω).  Στην τελευταία, μάλιστα, η απόφαση της πλειοψηφίας που εξέδωσε ο Πικής, Δ., όπως ήταν τότε, τελειώνει ως εξής:

‘Καταλήγουμε ότι το άρθρο 137 του Κεφ. 155 δεν προσκρούει σε καμιά συνταγματική διάταξη η οποία να επιβάλλει την τροποποίηση του βάσει του άρθρου 188 του Συντάγματος.’»

Στην Georkadji (πιο πάνω) με αναφορά στην υπόθεση «Relating to certain aspects of the laws on the use of languages in education in Belgium» (δημοσιεύται στο Yearbook of the European Convention on Human Rights 1968 σελ. 832, 864) λέχθηκε ότι το αρ. 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιω[*299]μάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, δεν υποχρεώνει τα Κράτη να εγκαθιδρύσουν σύστημα Εφετείων. Λέχθηκε επίσης ότι «Κράτος που εγκαθιδρύει τέτοια Δικαστήρια υπερβαίνει τις υποχρεώσεις του δυνάμει του αρ. 6». Βλ. και το πιο κάτω απόσπασμα από την Ανδρέου (πιο πάνω) στις σελ. 574-575:

«Στην πρόσφατη απόφασή μας στην Αναστασίου ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 435, μετά από θεώρηση των σχετικών διατάξεων του νόμου και της σχετικής νομολογίας, διαπιστώσαμε ότι: ‘Δικαίωμα έφεσης παρέχεται από τις διατάξεις των Άρθρων 132-137 του Κεφ. 155’. Το Άρθρο 131 του Κεφ. 155 περιορίζει το δικαίωμα έφεσης στις περιπτώσεις που ρητά προβλέπονται από τις πρόνοιες του νόμου – (Άρθρο 131(1) – Κεφ. 155) – και ρητά ορίζει ότι δε χωρεί έφεση κατά αθωωτικής απόφασης, εκτός με τη σύσταση ή γραπτή έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα – (Άρθρο 131(2) – Κεφ. 155). Η άλλη επεξήγηση, η οποία γίνεται στην Αναστασίου, είναι ότι οι πρόνοιες του Κεφ. 155 περί της εξασφάλισης, σε ορισμένες περιπτώσεις, προγενέστερης άδειας από το δικαστήριο για την άσκηση έφεσης έχουν ατονήσει, ενόψει της σημασίας το όρου ‘δύναται’ στο πλαίσιο του Άρθρου 25(2) του Ν.14/60 – (βλ. Theodoros Panayioti Shourris v. The Republic and Gregoris N. Kazantzis v. The Police (1961) C.L.R. 11).

Το Σύνταγμα δεν παρέχει δικαίωμα έφεσης κατά αποφάσεων ποινικών ή πολιτικών δικαστηρίων – (Attorney-General v. Georgiou (1984) 2 C.L.R. 251, Γεν. Εισαγγελέας ν. Λαζαρίδη & Άλλου (1992) 2 Α.Α.Δ. 8). Μόνη εξαίρεση αποτελούν οι πρόνοιες του Άρθρου 11.6 του Συντάγματος – (βλ., μεταξύ άλλων, Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 252).

Η θεώρηση των αρχών και ρυθμίσεων, που διέπουν το δικαίωμα έφεσης κατά αποφάσεων ποινικού δικαστηρίου, που έγινε στην Αναστασίου ν. Αστυνομίας (ανωτέρω), αντανακλάται στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου, που δόθηκε από τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην Αναστασιάδης ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 565

Βλ.,επίσης, «Law of the European Convention on Human Rights» των D.J. Harris, M. O’ Boyle και C. Warbrick, σελ. 240: «Το αρ. 6(1) της Σύμβασης δεν εγγυάται δικαίωμα έφεσης από απόφαση Δικαστηρίου που συμμορφώνεται με το αρ. 6 σε ποινικές ή μη ποινικές υποθέσεις»*.

Από την πιο πάνω νομολογία προκύπτει σαφώς ότι ο περιορισμός του δικαιώματος έφεσης δεν παραβιάζει το αρ. 30.1 του Συντάγματος.

Τώρα ως προς το θέμα της παραβίασης του αρ. 28 του Συντάγματος έχει και αυτό αντιμετωπισθεί στην Γρηγορίου, πιο πάνω (σελ. 184):

«Η εισήγηση του εφεσείοντα για αντισυνταγματικότητα ή για παράβαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, δεν ευσταθούν.  Η διαφοροποίηση από το Νομοθέτη μεταξύ καταδικαστικής και αθωωτικής απόφασης αποτελεί ανοικτή νομοθετική επιλογή.  Αυτό είναι διάχυτο στη νομολογία ήδη από την Xenophontos (βλ. συναφώς και The Criminal Procedure in Cyprus των Λοϊζου και Πική, στη σελίδα 180). Σ’ αυτό περιέχεται και το έλασσον. Να τίθεται δηλαδή ο ειδικός περιορισμός να ασκείται η έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα ή με την έγκρισή του, όπου αναγνωρίζεται δικαίωμα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης ή σε σχέση με την ανεπάρκεια της ποινής (βλ. και Ιατρικές Υπηρεσίες ν. Πίττας (1995) 2 Α.Α.Δ. 261). Υποβάλλει, βέβαια, ο εφεσείων πως δεν εναρμονίζεται προς το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση η αναγνώριση τέτοιου ρόλου στο Γενικό Εισαγγελέα. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος παρέχει ευθέως στο Γενικό Εισαγγελέα την εξουσία ‘να κινή, διεξάγη, επιλαμβάνηται και συνεχίζη ή διακόπτη οιανδήποτε διαδικασίαν ή διατάσση δίωξιν καθ’ οιουδήποτε προσώπου εν τη Δημοκρατία δι’ οιονδήποτε αδίκημα’. Επομένως, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η νομοθετική απαίτηση για την εξασφάλιση της έγκρισης του όταν μπορεί, κατά την κρίση του, να διακόπτει κάθε διαδικασία για οποιοδήποτε αδίκημα.»

Ο κ. Θεοδώρου μας έχει καλέσει να αποστούμε από την πιο πάνω νομολογία.

Έχουν, επομένως, τη θέση τους οι αρχές οι οποίες διέπουν την απόκλιση από δικαστικό προηγούμενο. Στις αρχές αυτές θα γίνει αναφορά στη συνέχεια.

Στη Republic v. Demetriades (1977) 3 C.L.R. 213, 263, 264 (απόφαση Α.Ν. Λοΐζου, Δ., όπως ήταν τότε) λέχθηκε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δικαιούται να αποστεί από δικαστικό προηγούμενο αν είναι της γνώμης ότι είναι εσφαλμένο ή αν οι μεταβλη[*301]θείσες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις απαιτούν αναθεώρηση της προηγούμενης προσέγγισης του ιδιαίτερα σε σχέση με ζητήματα Συνταγματικού και Διοικητικού Δικαίου.

Στην Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, 335, 336 (απόφαση της πλειοψηφίας Πική, Π.) το θέμα τέθηκε ως εξής από την Πλήρη Ολομέλεια:

«Στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας – Δημοκρατία ν. Γιάλλουρου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363, το Δικαστήριο απέστη από την απόφαση της Ολομέλειας στη Republic v. Christoudia (1988) 3 C.L.R. 2622, επειδή έκρινε ότι η αρχή δικαίου στην οποία είχε θεμελιωθεί ήταν εσφαλμένη. Το ακόλουθο απόσπασμα καθορίζει το αιτιολογικό της απόκλισης και την ευχέρεια που παρέχεται για απομάκρυνση από προηγούμενη απόφαση, οποτεδήποτε ο λόγος της συγκρούεται με συνταγματική αρχή:

‘Η απόκλιση ή απομάκρυνση από προηγούμενη δικαστική απόφαση δικαιολογείται οποτεδήποτε διαπιστώνεται ότι η αρχή την οποία ενσωματώνει είναι εσφαλμένη. Η ελευθερία είναι αναμφιβόλως μεγαλύτερη οποτεδήποτε προηγούμενη δικαστική απόφαση συγκρούεται με θεμελιακή συνταγματική αρχή, όπως η διάκριση των Εξουσιών.’

Είναι αυτονόητο ότι το δικαστήριο αντιμετωπίζει με επιφύλαξη το ενδεχόμενο ανατροπής πρόσφατης απόφασης. Όμως, η όποια διστακτικότητα υποχωρεί, εφόσον διαπιστωθεί ότι η αρχή δικαίου, την οποία ενσωματώνει, είναι αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη.»

Στη Χριστοδούλου ν. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ (1999) 1 A.A.Δ. 1295 το Εφετείο κλήθηκε να αποστεί από την απόφαση στη Γεωργίου ν. Κυπριακές Αερογραμμές (1998) 1 A.A.Δ. 1794. Στην απόφαση του Εφετείου ο Αρτεμίδης, Δ. – όπως ήταν τότε - ανέφερε τα εξής:

«Εμείς θα εφαρμόσουμε αυτή την απόφαση για σοβαρούς λόγους αρχής δικαίου.  Πιστεύουμε πως οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου πρέπει να είναι σεβαστές, πρώτα από το ίδιο το Δικαστήριο και βεβαίως γενικά. Γιατί διασφαλίζεται έτσι, όσο είναι δυνατό, η ευθυγράμμιση του δικαίου και της νομολογίας. Αν είχαμε διαφορετική νομική προσέγγιση, που δεν έχουμε, πάλιν θα υιοθετούσαμε την απόφαση του Εφετείου για το λόγο που αναφέραμε πιο πάνω. Θα διαφωνούσαμε μόνο στην περίπτωση που η προσωπική μας άποψη θα δημιουργούσε κρίση συνείδησης για την ορ[*302]θότητα μιας απόφασης, σε τέτοιο βαθμό που θα πιστεύαμε πως αν δεν εκφράζαμε τη δική μας θέση θα αισθανόμαστε πως οδηγείται η υπόθεση στο δρόμο της αδικίας.»

Βλ. και απόφαση Πική, Δ. – όπως ήταν τότε – στην Νικολάου κ.α. ν. Νικολάου κ.ά. (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338, 1406: «Προηγούμενες αποφάσεις του δικαστηρίου θεωρούνται κατά κανόνα δεσμευτικές. Μόνο λόγοι κεφαλαιώδους σημασίας, όπως η ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων στις οποίες εδράζεται αρχή δικαίου, μπορεί να δικαιολογήσουν απόκλιση από το λόγο προηγούμενης απόφασης του Δικαστηρίου. (Fitzleet Estates Ltd v. Cherry [1977] 3 All E.R. 996, (H.L.)Βλ. επίσης Bremer Vulkan v. South India Shipping [1981] 1 All E.R. 289, Paal Wilson & Co v. Blumenthal [1983] 1 All E.R. 34, Food Corp of India v. Antclizo Shipping [1988] 2 All E.R. 513). Eυχέρεια για απόκλιση παρέχεται και όταν κριθεί ότι προηγούμενη απόφαση βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου ή οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα (O’ Brien v. Robinson [1973] 1 All E.R. 583 (H.L.))».

Διαπιστώνουμε ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος που να δικαιολογεί απόκλιση ή απομάκρυνση από την πιο πάνω νομολογία. Οι αρχές τις οποίες ενσωματώνουν δεν είναι εσφαλμένες. Η αρχή της ισότητας εφαρμόζεται «επί περιπτώσεων τελουσών υπό τας αυτάς εν γένει συνθήκας» (βλ. Arakian v. Republic (1972) 3 C.L.R. 294, 299 – απόφαση της Ολομέλειας). Όπως λέχθηκε στην Γρηγορίου (πιο πάνω) «η διαφοροποίηση από το Νομοθέτη μεταξύ καταδικαστικής και αθωωτικής απόφασης αποτελεί ανοικτή νομοθετική επιλογή». Αυτό γιατί οι δύο περιπτώσεις δεν τελούν «υπό τας αυτάς συνθήκας». Οι σχετικές αποφάσεις αντανακλούν την ορθή θέση του δικαίου. Για το λόγο αυτό η προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει. Έπεται πως η έφεση είναι άκυρη. Όπως και στη Γρηγορίου (πιο πάνω) δεν ενεργοποιεί τη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και εφόσον το Πρωτοκολλητείο την καταχώρησε θα την απορρίψουμε.

Εν όψει της κατάληξης μας επί της προδικαστικής ένστασης δεν παρίσταται ανάγκη να εξετάσουμε την ουσία της έφεσης.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο