Mελανίτης Mάριος Xριστοδούλου ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 309

(2004) 2 ΑΑΔ 309

[*309]26 Μαΐου, 2004

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΜΑΡΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΜΕΛΑΝΙΤΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7544)

 

Ποινή ― Εμπρησμός κατά παράβαση του Άρθρου 315(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Εφεσείων νεαράς ηλικίας, εβαρύνετο με τρεις προηγούμενες καταδίκες οι δύο από τις οποίες αφορούσαν διαρρήξεις και κλοπές και η τρίτη αφορούσε κλοπή και κακόβουλη ζημιά ― Επιβολή ποινής φυλάκισης 2½ χρόνων ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Ποινή ― Ελαφρυντικοί παράγοντες ― Μέθη ― Μπορεί να θεωρηθεί ως ελαφρυντικό στοιχείο, αφού εκτιμηθεί μέσα στα υπόλοιπα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Το καθήκον για επιμέτρηση της ποινής ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ― Πεδίο για παρέμβαση από το Εφετείο παρέχεται μόνο όταν καταφαίνεται ότι ήταν αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν είναι έκδηλα υπερβολική.

Ποινή ― Αναστολή της ποινής ― Προϋπόθεση για αναστολή της ποινής σύμφωνα με τον περί της Υφ’ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμο 1972 (Νόμος 95/72) (όπως τροποποιήθηκε).

Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος, μετά από παραδοχή, σε κατηγορία εμπρησμού. Αντικείμενο του εμπρησμού ήταν σταθμευμένο αυτοκίνητο. Η πυρκαγιά κατασβέστηκε από τον ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου πριν αυτή επεκταθεί. Η ζημιά στο αυτοκίνητο ανήλθε στο ποσό των £350 χωρίς μέχρι τώρα να αποζημιωθεί ο παραπονούμενος.  Προηγουμένως ο εφεσείων διασκέδαζε σε δισκοθήκη. Το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 2½ χρόνων την οποία [*310]εφεσιβάλλει ως έκδηλα υπερβολική.

Ο εφεσείων υποστηρίζει κατ’ έφεση ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη την κατάσταση μέθης στην οποία βρίσκετο και τη συναισθηματική του φόρτιση από την, κατ’ ισχυρισμό, επικείμενη σύλληψη του πατέρα του γιατί δεν είχε χρήματα να εξοφλήσει εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλές και όχι όπως έκρινε το Κακουργιοδικείο ότι η εν λόγω φόρτιση συνδεόταν με το χρέος που ο παραπονούμενος όφειλε στον πατέρα του εφεσείοντος.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Κακουργιοδικείο έδωσε τη δέουσα σημασία σε όλους τους μετριαστικούς παράγοντες και στα υπέρ του εφεσείοντος ελαφρυντικά. Η εθελούσια μέθη πρέπει να ιδωθεί μέσα στα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.

2.  Η έξαρση στη διάπραξη του αδικήματος του εμπρησμού επιβάλλει στα Δικαστήρια την υποχρέωση επιβολής αποτρεπτικών ποινών στην προσπάθεια περιορισμού της εγκληματικής δράσης των παρανόμων και για την προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει καθορίσει την ποινή μετά από στάθμιση και συνεκτίμηση όλων των σχετικών παραγόντων.  Η ποινή δεν κρίνεται έκδηλα υπερβολική και επικυρώνεται.

4.  Η επικυρωθείσα ποινή των 2½ χρόνων φυλάκισης δεν μπορεί να τύχει αναστολής με βάση το Νόμο 95/72 (όπως τροποποιήθηκε).

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Φαναράς κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 50,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Τσιολή (1991) 2 Α.Α.Δ. 194,

Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222,

Σουπαρής ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 58,

Λοίζου ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 227,

[*311]Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224,

Φιλίππου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 245,

Γενικού Εισαγγελέα ν. Στυλιανού (2001) 2 Α.Α.Δ. 55,

Παναγιώτου (Αντάρτης) ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138,

Κλεοβούλου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 57.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τον Εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 16075/93), ημερομηνίας 11/11/2003, με την οποία του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2½ ετών αφού κρίθηκε ένοχος, κατόπιν παραδοχής, σε κατηγορία για εμπρησμό κατά παράβαση του Άρθρου 315(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

Α. Πηλείδου με Ε. Γεωργίου, για τον Εφεσείοντα.

Π. Ευθυβούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: H ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Μ. Κρονίδη.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος, μετά από δική του παραδοχή, σε κατηγορία εμπρησμού κατά παράβαση του άρθρου 315(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Η μεγίστη προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης από το πιο πάνω άρθρο είναι αυτή των 14 χρόνων. Το Κακουργιοδικείο του επέβαλε ποινή φυλάκισης 2½ χρόνων.

Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της πιο πάνω ποινής φυλάκισης που του επέβαλε το Κακουργιοδικείο, ως έκδηλα υπερβολικής.

Στις 4.30 π.μ. της 22.8.2003 ο εφεσείων περιέλουσε με βενζίνη το σταθμευμένο αυτοκίνητο υπ’ αριθμό εγγραφής RM372 και χρησιμοποιώντας τον αναπτήρα του έθεσε φωτιά σ’ αυτό.  Προηγουμένως ο εφεσείων, σύμφωνα με δήλωση του προς την Αστυνομία, διασκέδαζε σε δισκοθήκες με τον αδελφό του. Ο εφεσείων φεύγοντας από τη δισκοθήκη οδήγησε το μοτοποδήλατο του σε [*312]σταθμό βενζίνης και αφού πλήρωσε σε αυτόματη μηχανή πήρε βενζίνη σε τενεκεδένιο δοχείο.

Με την έναρξη της πυρκαγιάς ο ιδιοκτήτης του οχήματος αφυπνήσθηκε και κατέσβεσε την πυρκαγιά πριν αυτή επεκταθεί πέραν του αυτοκινήτου το οποίο ήταν σταθμευμένο έξω από το σπίτι του. Ο παραπονούμενος-ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου όταν εξήλθε από την οικία του αντιλήφθηκε τον εφεσείοντα να τρέχει να απομακρυνθεί από τη σκηνή. Ο εφεσείων συνελήφθηκε από την αστυνομία αυθημερόν και παραδέχθηκε ενοχή. Η ζημιά στο αυτοκίνητο ανήλθε στο ποσό των £350 χωρίς μέχρι τώρα να αποζημιωθεί ο παραπονούμενος.

Ο εφεσείων εβαρύνετο με τρεις προηγούμενες καταδίκες. Οι δύο πρώτες αφορούσαν διαρρήξεις γραφείων και καταστημάτων και κλοπές για τις οποίες εξέτισε μακρά ποινή φυλάκισης.  Η τρίτη προηγούμενη καταδίκη αφορούσε κλοπή και κακόβουλη ζημιά και του επεβλήθη βαριά ποινή προστίμου.

Η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα, αγορεύοντας ενώπιον μας, εισηγήθηκε κατ’ αρχήν ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη δύο από τους μετριαστικούς, κατά τον εφεσείοντα, παράγοντες δηλαδή την κατάσταση μέθης στην οποία βρίσκετο και την συναισθηματική φόρτιση που τον διακατείχε. Σχετικά δε με το τελευταίο ισχυρίστηκε ότι το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε λανθασμένα ως προς τα γεγονότα. Το λάθος δε του Κακουργιοδικείου, η ευπαίδευτη συνήγορος, το εντοπίζει στο γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του συνδέει τη συναισθηματική φόρτιση με το χρέος που ο παραπονούμενος όφειλε στον πατέρα του εφεσείοντα και όχι, όπως υποβλήθηκε από την υπεράσπιση, ότι επίκειτο η σύλληψη του πατέρα του εφεσείοντα γιατί δεν είχε χρήματα να εξοφλήσει εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλές.

Ως προς το πρώτο θέμα της μέθης του εφεσείοντα, το Κακουργιοδικείο το εξέτασε εν εκτάσει. Αφού αναφέρθηκε στις αρχές που ισχύουν για το θέμα, όπως η νομολογία τις προδιέγραψε, κατέληξε ως εξής:-

«Στην προκειμένη περίπτωση το Δικαστήριο δεν μπορεί να δεχθεί ως ιδιαίτερο μετριαστικό παράγοντα το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε υπό την επήρεια αλκοόλ, το οποίο είχε καταναλώσει σε νυκτερινό κέντρο το προηγούμενο βράδυ, διότι η κατανάλωση ήταν αυτόβουλη και παρά το γεγονός ότι επηρέασε το αίσθημα αυτοελέγχου του κατηγορούμενου, αυτός προχώρησε [*313]σκόπιμα στην εγκληματική του πράξη, ενώ είχε χρόνο να αναλογισθεί τις ενέργειες του εφόσον είχε μεταβεί σε βενζινάδικο, είχε πάρει βενζίνη, την είχε τοποθετήσει σε δοχείο και την μετέφερε με την μοτοσικλέτα του στο όχημα του παραπονούμενου με όλες τις συνέπειες. Η κατανάλωση αλκοόλ επομένως δεν μπορεί παρά οριακά να ληφθεί υπόψη υπέρ του.»

Οι πιο πάνω παρατηρήσεις του Κακουργιοδικείου συνάδουν με τις αρχές που έθεσε η νομολογία και ιδιαίτερα ότι η εθελούσια μέθη πρέπει να ιδωθεί μέσα στα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Αυτά αναφέρονται στην υπόθεση Φαναράς κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 50. Στη σελίδα 55 ο Αρτεμίδης, Δ. (νυν Πρόεδρος) εκδίδοντας την απόφαση του Εφετείου αναφέρει:-

«Έγινε εισήγηση ενώπιον του κακουργιοδικείου, και εδώ, πως οι εφεσείοντες, βρισκόντουσαν σε κατάσταση μέθης, σε βαθμό που μειώθηκε ο αυτοέλεγχος τους. Πολύ ορθά το κακουργιοδικείο επισημαίνει πως εθελούσια οι εφεσείοντες κατανάλωσαν το αλκοόλ που επέφερε σ’ αυτούς μείωση του αυτοέλεγχου τους, και γι’ αυτό ο παράγοντας τούτος δεν έπαιξε σοβαρό ρόλο στην επιμέτρηση της ποινής, μολονότι ελήφθη υπόψη.  Το κακουργιοδικείο αξιολόγησε το στοιχείο τούτο με αναφορά στη σχετική νομολογία, περιλαμβανομένης και της υπόθεσης Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γεωργίου Τσιολή (1991) 2 Α.Α.Δ. 194, όπου ελέχθη πως η μέθη μπορεί να θεωρηθεί ως ελαφρυντικό στοιχείο, αφού βέβαια εκτιμηθεί μέσα στα υπόλοιπα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης.»

Όσον αφορά τη συναισθηματική φόρτιση που διακατείχε τον εφεσείοντα, το Κακουργιοδικείο αν και το έλαβε υπόψη του απέδωσε περιορισμένη σημασία χαρακτηρίζοντας το ως οριακό και μη ιδιαίτερο ελαφρυντικό στοιχείο με αναφορά στα όσα ο εφεσείων υπέβαλε διά της συνηγόρου του για μετριασμό της ποινής.  Υπήρχε η υποβολή ότι, κατά την περίοδο της διάπραξης του αδικήματος, εκκρεμούσαν εναντίον του πατέρα του εφεσείοντα εντάλματα φυλάκισης για μη αποπληρωμή χρεών του και ήταν πιθανή η σύλληψη και φυλάκιση του λόγω της μη δυνατότητας εξόφλησης ενώ ο παραπονούμενος, κατ’ ισχυρισμό του εφεσείοντα, χρωστούσε μερικές χιλιάδες λίρες προς τον πατέρα του.

Ορθά το Κακουργιοδικείο ανέφερε ότι δεν υπήρχαν σε λεπτομέρεια τα γεγονότα ενώπιον του και ιδιαίτερα πότε δημιουργήθηκε αυτό το χρέος. Ακόμα και ενώπιόν μας αυτό παρέμεινε αδιευκρίνιστο από τη συνήγορο του εφεσείοντα. Από δε τα πρακτικά [*314]της υπόθεσης προκύπτει ότι ο πατέρας του εφεσείοντα πράγματι, λόγω μη εξόφλησης εντάλματος πληρωμής, καταδικάσθηκε σε εξάμηνο φυλάκιση, αλλά σε χρόνο μεταγενέστερο κατά 2½ περίπου μήνες σε σχέση με την ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος που αντιμετώπιζε ο εφεσείων. Εκ τούτου καταδεικνύεται ότι δεν υπήρχε αμεσότητα του ενδεχομένου της φυλάκισης και της διάπραξης του αδικήματος.

Το Κακουργιοδικείο, εν πάση περιπτώσει, έλαβε υπόψη τον μετριαστικό αυτό παράγοντα. Δεν του έδωσε ιδιαίτερη σημασία που δικαιολογείται από τα γεγονότα όπως εξετέθησαν πιο πάνω.  Καταλήγουμε, κατά συνέπεια, ότι και στο θέμα αυτό το Κακουργιοδικείο δεν διέπραξε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής ή είχε λανθασμένη καθοδήγηση ως προς τα γεγονότα.

Με ιδιαίτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων διατείνεται ότι η επιβληθείσα ποινή ήταν έκδηλα υπερβολική πάντοτε σε σχέση με όλους τους μετριαστικούς παράγοντες και τα υπέρ του ελαφρυντικά.

Με βάση σταθερή θέση της νομολογίας, το καθήκον επιμέτρησης της ποινής βρίσκεται στους ώμους του πρωτόδικου δικαστή. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν καταφαίνεται ότι ήταν αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν είναι έκδηλα υπερβολική (Βλέπε: Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222, Σουπαρής ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 58, Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 227).

Το Κακουργιοδικείο κατά την επιμέτρηση της ποινής έλαβε υπόψη τη νεαρή ηλικία του εφεσείοντα, τις προσωπικές του περιστάσεις, καθώς και κάθε άλλο παράγοντα που θα συνέτεινε στο μετριασμό της ποινής. Τόνισε όμως εμφαντικά τη σοβαρότητα του αδικήματος που προκύπτει από την ποινή που προνοεί ο νόμος και την ανάγκη για την επιβολή αποτρεπτικών ποινών για την προστασία της κοινωνίας από τέτοιου είδους παράνομη συμπεριφορά.

Η διάπραξη του αδικήματος του εμπρησμού ευρίσκεται σε έξαρση τα τελευταία χρόνια. Σχεδόν καθημερινά διαπράττονται τέτοια αδικήματα εμπρησμού ως μέσο επίτευξης παρανόμων στόχων. Η έξαρση αυτή στη διάπραξη τέτοιων αδικημάτων επιβάλλει στα Δικαστήρια την υποχρέωση επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε μια προσπάθεια περιορισμού της εγκληματικής δράσης των παρανόμων και για την προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών.

Είναι γεγονός ότι, με βάση τη νομολογία, όταν επιβάλλεται η [*315]πρόσδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή, η υποχρέωση για εξατομίκευση της ποινής δεν ατονεί, νοουμένου ότι αυτή δεν οδηγεί στην εξουδετέρωση του στοιχείου της αποτροπής που επιβάλλει η φύση και τα περιστατικά του αδικήματος (Βλέπε: Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224, Φιλίππου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 245 και Γενικού Εισαγγελέα ν. Στυλιανού (2001) 2 Α.Α.Δ. 55).

Δυνατότητα επέμβασης παρέχεται μόνο όπου το στοιχείο της υπερβολής βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα από το συσχετισμό της προς το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορουμένου (Βλέπε: Σωκράτης Παναγιώτου (Αντάρτης) ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138 και Κλεοβούλου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 57).

Έχουμε εξετάσει το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης σε συνδυασμό με όλους τους παράγοντες οι οποίοι διέπουν την επιμέτρηση της ποινής. Διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει καθορίσει την ποινή μετά από στάθμιση και συνεκτίμηση όλων των σχετικών παραγόντων. Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε στοιχείο έκδηλης υπερβολής.

Λόγω της κατάληξης μας αυτής οι δύο λόγοι έφεσης που αναφέρονται στην αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης καθίστανται ατελέσφοροι. Και τούτο γιατί η αναστολή της ποινής σύμφωνα με τον περί της Υφ’ όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμο 1972 (Νόμος 95/72) (όπως τροποποιήθηκε) επιτρέπεται μόνο όταν η ποινή φυλάκισης δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια. Κατά συνέπεια η επικυρωθείσα ποινή των 2½ χρόνων φυλάκισης δεν μπορεί να τύχει αναστολής με βάση το σχετικό νόμο.

Η έφεση απορρίπτεται.

H έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο