Xαραλάμπους Κώστας Τραλαλάς ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 323

(2004) 2 ΑΑΔ 323

[*323]28 Μαΐου, 2004

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠHΣ, Δ/στές]

ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΤΡΑΛΑΛΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης,

(Ποινική Έφεση Αρ. 7633)

 

Ποινή ― Διαδοχικές ποινές ― Οι βασικές αρχές είναι ότι δεν πρέπει να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές για κατηγορίες που ουσιαστικά συνιστούν μια ενιαία συμπεριφορά και ότι εν πάση περιπτώσει το σύνολο των διαδοχικών ποινών που ενδεχομένως να επιβληθούν πρέπει να είναι ανάλογο προς τη σοβαρότητα των επί μέρους κατηγοριών.

Ποινή ― Αναστολή ποινής φυλάκισης ― Διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου ― Παράγοντες που προσμετρούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου ― Αφαίρεση της αναγκαιότητας ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων για να δοθεί αναστολή ― Ο περί της Υφ’ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις (Τροποπ.) Νόμος του 2003, Ν. 186(1)/03.

Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία σε τρεις κατηγορίες. Η μια κατηγορία αφορούσε είσοδο σε κατοικία με σκοπό την όχληση, η δεύτερη κατηγορία αφορούσε διάρρηξη κατοικίας με σκοπό την κλοπή και η τρίτη κατηγορία αφορούσε κλοπή από κλειδωμένο συρτάρι του Συμβουλίου Βελτιώσεως του χωριού του. Το Δικαστήριο του επέβαλε διαδοχικές ποινές φυλάκισης 6 μηνών στην κατηγορία της διάρρηξης της κατοικίας, 4 μηνών στην κατηγορία της κλοπής από το συρτάρι και 2 μηνών στην κατηγορία της εισόδου στην κατοικία.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την επιβληθείσα ποινή υποστηρίζοντας ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο δεν διέταξε αναστολή της ποινής ενόψει των συνθηκών διάπραξης των αδικημάτων, της ηλικίας του εφεσείοντος, του λευκού ποινικού του μητρώου, των προβλημάτων υγείας [*324]που αντιμετωπίζει, της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη των αδικημάτων χωρίς ο εφεσείων να παρανομήσει και πάλι και της μεταμέλειάς του. Ως προς την διαδοχική εκτέλεση των ποινών υποστηρίχθηκε ότι οι ποινές θα έπρεπε να συνέτρεχαν, λαμβανομένου ιδιαιτέρως υπόψη ότι ο εφεσείων αντιμετώπισε ένα ενιαίο κατηγορητήριο.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η διαδοχικότητα των ποινών θα οδηγούσε σε διπλασιασμό του μέτρου κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τη σοβαρότερη από τις κατηγορίες με την εξίσωση πολύ λιγότερο σοβαρών κατηγοριών και την αναγωγή τους σε ρυθμιστικό παράγοντα της αποτελεσματικής ποινής. Η προκείμενη περίπτωση είναι ακατάλληλη για επιβολή διαδοχικών ποινών, και μάλιστα ενόψει της νεαρής ηλικίας του εφεσείοντος, της απουσίας προηγούμενων καταδικών και του γεγονότος ότι δεν παρανόμησε ξανά στο σχετικό μακρύ χρονικό διάστημα μεταξύ της διάπραξης των αδικημάτων και της επιβολής της ποινής.

2.  Η προσέγγιση του Δικαστηρίου να μη διατάξει αναστολή της ποινής φυλάκισης είναι ορθή στο θέμα και ιδιαιτέρως ως προς την έμφαση που έθεσε (1) στις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων και (2) στην έλλειψη άμεσης και έμπρακτης μεταμέλειας του εφεσείοντος.

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

R. v. Hamilton [1980] 2 Cr. App. R. (S) 229,

R. v. Reeves [1980] 2 Cr. App. (S) 35,

M v. Magin [1971] 56 Cr. App. R. 181,

R. v. Koyce [1979] 1 Cr. App. R. (5) 21.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τον Εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθεση Αρ. 15502/2002), ημερομηνίας 5/3/2004, με την οποία βρέθηκε ένοχος σε τρεις κατηγορίες οι οποίες αφορούσαν την είσοδο σε κατοικία στις 8 Ιουλίου 2001 με [*325]σκοπό την όχληση κατά παράβαση του Άρθρου 280 του Ποινικού Κώδικα, την διάρρηξη της κατοικίας αυτής στις 2 ή 3 Ιανουαρίου 2001, με σκοπό την κλοπή, κατά παράβαση του Άρθρου 292(α) του Ποινικού Κώδικα και την κλοπή £61,60 από κλειδωμένο συρτάρι του Συμβουλίου Βελτιώσεως του χωριού του Εφεσείοντα στις 4-6 Σεπτεμβρίου, 2001, κατά παράβαση του Άρθρου 266(ζ) του Ποινικού Κώδικα και του επιβλήθηκαν διαδοχικές ποινές φυλάκισης 6 μηνών στην κατηγορία της διάρρηξης της κατοικίας, 4 μηνών στην κατηγορία της κλοπής από το συρτάρι και 2 μηνών στην κατηγορία της εισόδου στην κατοικία.

Ν. Καλλής, για τον Eφεσείοντα.

Ι. Λουκαΐδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Ο Εφεσείων κρίθηκε ένοχος, μετά από ακροαματική διαδικασία, σε τρεις κατηγορίες. Η μια κατηγορία αφορούσε είσοδο στην κατοικία  του ΜΚ7 στις 8 Ιουλίου 2001 με σκοπό την όχληση του, κατά παράβαση του άρθρου 280 του Ποινικού Κώδικα. Τα σχετικά ευρήματα ήσαν ότι, ενώ οι ένοικοι απουσίαζαν, ο Εφεσείων εθεάθη εντός της οικίας, μία συρόμενη πόρτα της οποίας ευρέθη ακολούθως να είχε σπρωχθεί προς τα πάνω. Δεν εκλάπη όμως οτιδήποτε, ούτε υπήρχαν επεμβάσεις σε χώρους εντός της οικίας, εξ ου και ο Εφεσείων αθωώθηκε στην αρχικά διατυπωθείσα κατηγορία της διάρρηξης κατοικίας με σκοπό την κλοπή κατά παράβαση του άρθρου 292(α) του Ποινικού Κώδικα και ευρέθη ένοχος στην εν λόγω κατηγορία η οποία και προσετέθη στο κατηγορητήριο από το Δικαστήριο. Η δεύτερη κατηγορία αφορούσε διάρρηξη της κατοικίας του ΜΚ7 στις 2 ή 3 Ιανουαρίου 2001 με σκοπό την κλοπή, κατά παράβαση του άρθρου 292(α) του Ποινικού Κώδικα. Τα σχετικά ευρήματα ήσαν ότι ο Εφεσείων ευρέθη εντός της οικίας του ΜΚ7, χωρίς όμως να υπάρχουν ίχνη διάρρηξης.  Ήταν όμως ανοικτό το υπνοδωμάτιο και έλειπαν £500 από το ερμάρι. Ο ΜΚ7 δεν κατάγγειλε τότε την υπόθεση λόγω της σχέσης του με τον Εφεσείοντα, αφού ο Εφεσείων ήταν συγχωριανός, γνωστός και πελάτης στο εστιατόριο του. Την κατήγγειλε μετά από το δεύτερο συμβάν που έγινε έξι μήνες μετά και αφορά την πρώτη κατηγορία. Η τρίτη κατηγορία αφορούσε κλοπή £61.60 από κλειδωμένο συρτάρι του Συμβουλίου Βελτιώσεως του χωριού του Εφεσείοντα στις 4-6 Σεπτεμβρίου [*326]2001, κατά παράβαση του άρθρου 266(ζ) του Ποινικού Κώδικα. Τα σχετικά ευρήματα ήσαν ότι στο εσωτερικό μέρος του κλειδωμένου συρταριού, το οποίο είχε παραβιασθεί, εντοπίσθησαν τα δακτυλικά αποτυπώματα του Εφεσείοντα.

Στον Εφεσείοντα επεβλήθησαν ποινές φυλάκισης 6 μηνών στην κατηγορία της διάρρηξης της κατοικίας, 4 μηνών στην κατηγορία της κλοπής από το συρτάρι και 2 μηνών στην κατηγορία της εισόδου στην κατοικία. Το Δικαστήριο απέρριψε εισήγηση για αναστολή της ποινής φυλάκισης. Ο ευπαίδευτος Δικαστής είπε:

“Οι συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων δεν είναι ευνοϊκές για τον Κατηγορούμενο. Η εγκληματική του δράση ήταν συνεχείς και παρατεταμένη ενώ και τα ιδιαίτερα γεγονότα των αδικημάτων που διέπραξε είναι επιβαρυντικά. Σ’ ότι αφορά ειδικά τα αδικήματα των κατηγοριών 2 και 4, διεφάνη πως ο παραπονούμενος ήταν γνωστός του και υπήρχε μεταξύ τους σχέση. Αντί ο Κατηγορούμενος να σεβαστεί και να διαφυλάξει αυτή τη σχέση την καταχράστηκε με το χειρότερο τρόπο.  Εισήλθε παράνομα δύο φορές στην οικία του, κλέβοντας την πρώτη φορά ποσό £500 και περιφερόμενος στο υπνοδωμάτιο του (του κατ’ εξοχήν ιδιωτικού χώρου οποιουδήποτε ανθρώπου) τη δεύτερη.

Η δε μεταμέλεια που εξεφράσθη εκ μέρους του Κατηγορουμένου στο τέλος δεν είναι έμπρακτη και άμεση, στοιχεία που αν υπήρχαν, θα δικαιολογούσαν ίσως, σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες, την αναστολή της ποινής φυλάκισης.”

Αποφάσισε δε περαιτέρω ότι:

“Οι ποινές θα εκτελεσθούν διαδοχικά αφού τα διαπραχθέντα αδικήματα είναι χωριστά, δεν υπάρχει χρονική συνάφεια μεταξύ τους ούτε και άλλη σύνδεση από πλευράς γεγονότων.”

Κατά την ακρόαση της έφεσης, η οποία στρέφεται μόνο εναντίον της ποινής, δεν προωθήθησαν όλες οι περιλαμβανόμενες στους λόγους έφεσης θέσεις. Υποστηρίχθησαν μόνο οι αφορώσες στη μη αναστολή της ποινής και στη διαδοχική εκτέλεση των ποινών. Ως προς τη μη αναστολή, ο ευπαίδευτος συνήγορος εισηγήθηκε ότι το Δικαστήριο απέδωσε υπέρμετρη σημασία στις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων και δεν απέδωσε τη δέουσα σημασία στο ότι ο Εφεσείων είναι 27 ετών, δεν έχει προηγούμενες καταδίκες, αντιμετωπίζει πρόβλημα υγείας και είχε δύσκολες οικογενειακές συνθήκες, ούτε στο ότι πέρασε μακρύ χρονικό διάστημα από τη [*327]διάπραξη των αδικημάτων χωρίς ο Εφεσείων να παρανομήσει και πάλι. Εισηγήθηκε επίσης ότι το Δικαστήριο έσφαλε στο να θεωρήσει ότι ο Εφεσείων δεν είχε μεταμεληθεί. Ως προς τη διαδοχική εκτέλεση των ποινών, ο ευπαίδευτος συνήγορος εισηγήθηκε ότι οι ποινές θα έπρεπε να συνέτρεχαν, λαμβανομένου ιδιαιτέρως υπ’ όψη ότι ο Εφεσείων αντιμετώπισε ένα ενιαίο κατηγορητήριο.

Το θέμα της επιβολής διαδοχικών ποινών έχει εξετασθεί από το Εφετείο στην υπόθεση Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 A.A.Δ. 123, με αναφορά στην πλούσια αγγλική νομολογία που παρέχει και τις κατευθυντήριες γραμμές. Η βασική αρχή είναι ότι δεν πρέπει να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές για κατηγορίες που ουσιαστικά συνιστούν μια ενιαία συμπεριφορά αφού αυτό θα οδηγούσε σε υπερβολή την ουσιαστική ποινή για επί μέρους μικρότερης σοβαρότητας κατηγορίες. Παράλληλη αρχή είναι ότι εν πάση περιπτώσει το σύνολο των διαδοχικών ποινών που ενδεχομένως να επιβληθούν πρέπει να έχει αναλογία προς τη σοβαρότητα των επί μέρους κατηγοριών. Ο Δικαστής, όπως λέγεται, πρέπει να δει στην υπόθεση από απόσταση και να αναρωτηθεί κατά πόσο η συνολική ποινή είναι αρμόζουσα προς τα δεδομένα της.

Στην προκειμένη περίπτωση ο ευπαίδευτος Δικαστής θεώρησε ότι έπρεπε να επιβληθούν διαδοχικές ποινές για τρεις λόγους:

1. Τα αδικήματα ήσαν χωριστά.

2. Δεν υπήρχε χρονική συνάφεια μεταξύ των αδικημάτων.

3. Τα αδικήματα δεν συνδέοντο από πλευράς γεγονότων.

Είναι ορθό ότι τα τρία αδικήματα ήσαν χωριστά από απόψεως γεγονότων και χρονικής διάπραξης και έτσι δεν αφορούσαν την κλασσική περίπτωση του ενός περιστατικού στην οποία πρέπει να επιβάλλονται συντρέχουσες ποινές. Όμως δεν ήσαν ασύνδετα από άλλες απόψεις.  Το ίδιο το Δικαστήριο, απορρίπτοντας προηγούμενη εισήγηση ότι επρόκειτο για μεμονωμένη συμπεριφορά του Εφεσείοντα στα πλαίσια του υπολογισμού της ποινής, ενέταξε τη συμπεριφορά του Εφεσείοντα την οποία αφορούν οι τρεις κατηγορίες σε ένα σύνολο συνδεόμενης εγκληματικής συμπεριφοράς, ιδιαίτερα ως προς τα δύο αδικήματα που αφορούσαν την οικία του ΜΚ7. Η αντίκριση αυτή όμως απολήγει αντιφατική προς τον τελικό χειρισμό των αδικημάτων ως εντελώς ανεξαρτήτων για σκοπούς διαδοχικότητας των ποινών.  Ιδιαίτερα τα αδικήματα που αφορούσαν την οικία του ΜΚ7 συνδέοντο και κατά το ότι αναφέρονται στον ίδιο παραπονούμενο και στα ίδια ουσιαστικά γεγονότα (ίδε R. v. Lewis, R. v. Paddοn, αναφερό[*328]μενες στο Current Sentencing Practice, Vol. 1, A5-2B01) και κατά το ότι ο εν λόγω παραπονούμενος επέλεξε να μην καταγγείλει τον Εφεσείοντα ως προς το πρώτο περιστατικό παρά μόνο όταν διεπράχθη και το δεύτερο, συνδέοντας έτσι τα δύο.  Δεν ήταν λοιπόν τυχαίο ούτε το ότι όλες οι κατηγορίες περιλήφθησαν στο ίδιο κατηγορητήριο και δικάσθησαν ενιαία.

Παράλληλα, η επιβολή διαδοχικών ποινών στην προκειμένη περίπτωση φαίνεται να καθιστά τη συνολική ποινή του ενός έτους δυσανάλογη προς τη σοβαρότητα των επί μέρους κατηγοριών (Ίδε R. v. Barton, R. v. Hamilton [1980] 2 Cr. App. R. (S) 229, R. v. Reeves [1980] 2 Cr. App. (S) 35, αναφερόμενες στο CSP, Vol. 1 A5-3A01,02,03). Είναι πρόδηλο από τις ποινές που επέβαλε το Δικαστήριο ότι θεώρησε τις κατηγορίες ως μέτριας σοβαρότητας στο σύνολο των παραγόντων που επενεργούσαν για επιμέτρηση της ποινής.  Η φυλάκιση των έξη μηνών που επεβλήθη στην πιο σοβαρή από τις κατηγορίες αντανακλά ουσιαστικά το μέτρο της κρίσης του Δικαστηρίου για αυτή. Η διαδοχικότητα των ποινών θα οδηγούσε σε διπλασιασμό του μέτρου αυτού με την εξίσωση πολύ λιγότερο σοβαρών κατηγοριών και την αναγωγή τους σε ρυθμιστικό παράγοντα της αποτελεσματικής ποινής. Θεωρούμε λοιπόν την προκειμένη ως ακατάλληλη περίπτωση για επιβολή διαδοχικών ποινών, και μάλιστα προκειμένου για σχετικά νεαρό πρόσωπο χωρίς προηγούμενες καταδίκες (ίδε M v. Magin [1971] 56 Cr. App. R. 181, R. v. Koyce [1979] 1 Cr. App. R. (5) 21) το οποίο δεν παρανόμησε ξανά στο σχετικά μακρύ χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από της διάπραξης των αδικημάτων μέχρι της επιβολής της ποινής.

Η άλλη πτυχή της έφεσης αφορά τη μη αναστολή της ποινής φυλάκισης. Δεχόμεθα ότι υπήρχαν παράγοντες που θα μπορούσαν να συνηγορούσαν υπέρ της αναστολής. Όπως δείχνουν οι επιβληθείσες ποινές, επρόκειτο για μέτριας σοβαρότητας αδικήματα, ο Εφεσείων είναι σχετικά νεαρός άνθρωπος με κάποιο πρόβλημα υγείας και δεν έχει προηγούμενες καταδίκες. Ακόμα, ο Ν. 186(Ι)/03 αφαιρεί την αναγκαιότητα ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων για να δοθεί αναστολή.  Η αναστολή όμως δεν παύει να είναι έργο του εκδικάζοντος Δικαστηρίου στη βάση όλων των περιστάσεων που αφορούν την υπόθεση και τον αδικοπραγούντα. Στην προκειμένη περίπτωση δεν θα μπορούσαμε να διαπιστώσουμε λανθασμένη προσέγγιση του ευπαίδευτου Δικαστή στο θέμα και ιδιαιτέρως ως προς την έμφαση που έθεσε (1) στις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων, που αποκάλυπταν επανειλημμένη και αμετανόητη καταχρηστική παραβίαση από τον Εφεσείοντα του σπιτιού ενός συγχωριανού και γνωστού του και (2) στην έλλειψη άμεσης και έμπρακτης μεταμέλειας του Εφεσείο[*329]ντα.  Ως προς το πρώτο, είναι σημαντικό να λέγεται ότι ο Εφεσείων ήδη είχε μια δεύτερη ευκαιρία, εν πολλοίς ανάλογη προς εκείνη που θα του εδίδετο με αναστολή, όταν ο ΜΚ7 δεν τον κατάγγειλε για το πρώτο περιστατικό, την οποία και δεν αξιοποίησε. Ως προς το δεύτερο, να πούμε ότι, αν και βεβαίως ήταν δικαίωμα του Εφεσείοντα να μην προβεί σε παραδοχή, η απολογία του μετά από την καταδίκη του επί της ακροαματικής διαδικασίας σίγουρα δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως άμεση ή να κριθεί αντικειμενικά ως ειλικρινής.  Τα όσα μας ανέφερε δε ο ευπαίδευτος συνήγορος του, ότι δηλαδή δεν προέβη σε αποζημίωση του ΜΚ7 καθ’ όσον κατεδικάσθη σε άμεση φυλάκιση, ενώ θα μπορούσε να το είχε κάνει δανειζόμενος τα χρήματα αν του είχε δοθεί αναστολή, δεν βοηθά την εικόνα έμπρακτης μεταμέλειας.

Η έφεση λοιπόν επιτυγχάνει εν μέρει, ώστε να διατάσσεται όπως οι επιβληθείσες ποινές συντρέχουν αντί να είναι συνεχόμενες, και αποτυγχάνει και απορρίπτεται κατά τα λοιπά.

H έφεση επιτυγχάνει μερικώς.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο