Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Aνδρέα Σιαμμά και Άλλου (2004) 2 ΑΑΔ 416

(2004) 2 ΑΑΔ 416

[*416]6 Iουλίου, 2004

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

(Ποινική Έφεση Αρ. 7467)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΝΔΡΕΑ ΣΙΑΜΜΑ,

Εφεσιβλήτου.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 7497)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Eφεσείων,

v.

ΧΑΡΗ ΧATZHΜΙΤΣΗ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7467, 7497)

 

Ποινική Δικονομία ― Έφεση ― Επανεκδίκαση υπόθεσης ― Πότε διατάσσεται.

Παράνομη εργοδότηση αλλοδαπών ― “Αλλοδαπή ιδιότητα και υπόσταση” εργοδοτηθέντων ― Αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος.

Οι εφεσίβλητοι, μηχανικοί, υπάλληλοι κατά τον ουσιώδη χρόνο εργοληπτικής εταιρείας, αθωώθηκαν και απαλλάχθηκαν σε κατηγορία για παράνομη εργοδότηση δύο αλλοδαπών κατά παράβαση του Άρθρου 14Β του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 όπως τροποποιήθηκε και του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, επειδή δεν είχε στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον τους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως καταλυτική για την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής τη μη προσαγωγή μαρτυρίας αναφορικά με την “αλλοδαπή ιδιότητα και υπόσταση” [*417]των εργοδοτηθέντων και, συνεπώς, έλειπε ουσιώδες συστατικό στοιχείο του αδικήματος.

Σε έφεση που ασκήθηκε εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, οι εφεσίβλητοι ήγειραν θέμα παραβίασης του δικαιώματός τους για διάγνωση της ποινικής τους ευθύνης εντός ευλόγου χρόνου.  Το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε σ’ αυτό το πλαίσιο, και τα ακόλουθα, ως συνιστώντα την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής:  Οι δύο εργοδοτηθέντες αναζήτησαν εργοδότηση το πρωϊ της 24.2.01 αλλά τους ανατέθηκε εργασία υπό τον όρο να παρουσιάσουν, κατά το μεσημεριανό διάλειμμα, τις άδειες και τα διαβατήριά τους.  Το εργοτάξιο όμως ελέγχθηκε από την Αστυνομία στις 9.00 π.μ. με αποτέλεσμα την τροχιοδρόμηση της δίωξης των δύο πολιτικών μηχανικών σε σχέση με τη δίωρη περίπου εργοδότηση.

Το Ανώτατο Δικαστήριο εξετάζοντας το κατά πόσο στην παρούσα υπόθεση θα ενδείκνυτο να ασκήσει τη διακριτική του εξουσία υπέρ της έκδοσης διαταγής για επανεκδίκαση σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, έδωσε αρνητική απάντηση αφού έλαβε υπόψη ότι:

1.  Η επανεκδίκαση θα άρχιζε τουλάχιστον 3½ χρόνια μετά την κατ’ ισχυρισμό διάπραξη των αδικημάτων.

2.  Δεν υπήρχαν προβλέψεις αναφορικά με το χρόνο που θα απαιτείτο για την πλήρη εκδίκαση και τη δαπάνη που ενδεχομένως θα επωμίζοντο οι εφεσίβλητοι πέραν εκείνης που ήδη υπέστησαν.

3.  Η διαδικασία θα αφορούσε σε κατ’ ισχυρισμό εργοδότηση δύο περίπου ωρών, κατά την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής υπό τον όρο της προσκόμισης αδειών και διαβατηρίων και αυτά εναντίον υπαλλήλων της εργοληπτικής εταιρείας, οι οποίοι δεν προκύπτει ότι θα είχαν ίδιο όφελος.

Oι εφέσεις απορρίφθηκαν.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Γενικός Εισαγγελέας ν. Καψού (2004) 2 A.A.Δ. 127.

Εφέσεις εναντίον αθωωτικής απόφασης.

Εφέσεις από το Γενικό Eισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Yπόθεση Aρ. 11311/2001) ημερομηνίας 12/6/2003, με την οποία σε κατηγορία εναντίον των εφεσιβλήτων η οποία καταχωρήθηκε στις 27/12/2001, ότι διέπραξαν το αδί[*418]κημα της εργοδότησης δύο αλλοδαπών κατά παράβαση του Άρθρου 14B του περί Aλλοδαπών και Mεταναστεύσεως Nόμου, Kεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε απο το Nόμο 100(I)/96 και K.Δ.Π. 242/72, Kαν. 9(1)(ε) και Kαν.14 καθώς και Άρθρο 20 του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154, κρίθηκε ότι δε στοιχειοθετήθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση και οι εφεσίβλητοι αθωώθηκαν και απαλλάχθηκαν.

Λ. Παντελή, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Eφεσείοντα.

Ε. Πουργουρίδης, για τους Eφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

KΩNΣTANTINIΔHΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι είναι μηχανικοί, υπάλληλοι κατά τον ουσιώδη χρόνο εργοληπτικής εταιρείας.  Σύμφωνα με το κατηγορητήριο που καταχωρήθηκε στις 27.12.01 διέπραξαν το αδίκημα της εργοδότησης δυο αλλοδαπών "κατά παράβαση του άρθρου 14Β του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 100(Ι)/96 και Κ.Δ.Π. 242/72 Καν. 9(1)(ε) και 14 καθώς και άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154".

Το αδίκημα, κατά τις λεπτομέρειες στο κατηγορητήριο, είχε διαπραχθεί στις 24.2.01 δηλαδή περίπου 10 μήνες προηγουμένως. Κατά των εργοδοτηθέντων δεν προσάφθηκαν κατηγορίες.  Ούτε κατά της εταιρείας στο προσωπικό της οποίας εμφανίζονταν να εντάχθηκαν. Εξήγηση γι’ αυτά και για την αργοπορημένη καταχώρηση του κατηγορητηρίου, δεν έχουμε.

Οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν ενοχή και η ακρόαση της υπόθεσης άρχισε ένα σχεδόν χρόνο μετά, στις 14.11.02. Χρειάστηκαν 6 δικάσιμες ημέρες και η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε στις 12.6.03. Κρίθηκε πως δεν είχε στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση και οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν και απαλλάχθηκαν. Είχαν επισημανθεί ασάφειες στο κατηγορητήριο και συζητήθηκαν εισηγήσεις της υπεράσπισης σε σχέση με το τι πράγματι αποδιδόταν στους εφεσίβλητους. Επιπλέον, υπό την προϋπόθεση πως ήταν ως συνεργοί της εργοδότριας εταιρείας τους που αναφέρονταν ως παρανόμως εργοδοτήσαντες, καταγράφηκαν προβληματισμοί αναφορικά με το στοιχείο της γνώσης ως συστατικού στοιχείου και το βάρος της απόδειξης της ύπαρξης άδειας.  Αυτό, εφόσον, [*419]όπως σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση σε σχέση με την προσθήκη στο κατηγορητήριο ότι "οι πιο πάνω αλλοδαποί ήλθαν στην Κύπρο με άδεια επισκέπτη", δεν υπήρχε αποδεκτή μαρτυρία περί την παραμονή ή ουσιαστικά τον τρόπο παραμονής" των εργοδοτηθέντων στη Δημοκρατία. Δεν χρειάστηκε όμως να καταλήξει οριστικά επ’ αυτών των θεμάτων το πρωτόδικο Δικαστήριο. Υπήρχε, όπως έκρινε, άλλη καταλυτικής σημασίας αδυναμία στην υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής.  Δεν είχε προσαχθεί οποιαδήποτε μαρτυρία αναφορικά με την "αλλοδαπή ιδιότητα και υπόσταση" των εργοδοτηθέντων και, συνεπώς, έλειπε ουσιώδες συστατικό του αδικήματος. Οι γραπτές καταθέσεις των εφεσιβλήτων, όσο και αν οι ίδιες ήταν αποδεκτές ως μαρτυρία, ήταν προφανές ότι αναφέρονταν στους εργοδοτηθέντες ως αλλοδαπούς όχι γιατί γνώριζαν ή μπορούσαν να γνωρίζουν επ’ αυτού αλλά γιατί έτσι τους είχε λεχθεί.

Ασκήθηκε έφεση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα και στο επίκεντρο των λόγων της βρίσκεται το ζήτημα του παραδεκτού και της αποδεικτικής δύναμης εξωδικαστικής ‘ομολογίας’. Μας απασχόλησε όμως ιδιαίτερα το ζήτημα που ήγειραν οι εφεσίβλητοι αναφορικά με το χρόνο που έχει παρέλθει, σε συνάρτηση προς τα υπόλοιπα περιστατικά. Σ’ αυτό το πλαίσιο, πέραν των πιο πάνω και τα ακόλουθα, ως συνιστώντα την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής: Οι δυο εργοδοτηθέντες αναζήτησαν εργοδότηση το πρωΐ της 24.2.01 αλλά τους ανατέθηκε εργασία υπό τον όρο να παρουσιάσουν, κατά το μεσημεριανό διάλειμμα, τις άδειες και τα διαβατήριά τους. Το εργοτάξιο, όμως, ελέγχθηκε από την Αστυνομία στις 9.00 π.μ., με αποτέλεσμα την τροχιοδρόμηση της δίωξης των δυο πολιτικών μηχανικών σε σχέση με τη δίωρη περίπου εργοδότηση.

Ενδεχόμενη κρίση πως η πρωτόδικη απόφαση επί του ενός σημείου στο οποίο αυτή στηρίχθηκε ήταν εσφαλμένη,  θα έφερνε στο προσκήνιο το κατά πόσο θα ήταν δίκαιο να υποβάλουμε εκ νέου τους εφεσίβλητους σε νέα δίκη. Παρεμφερές θέμα εξετάστηκε πρόσφατα στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χαράλαμπου Καψού (2004) 2 A.A.Δ. 127. Αποφασίστηκε πως ενόψει της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος στο πλαίσιο του συνόλου των περιστατικών, δεν θα δικαιολογείτο επανεκδίκαση και η έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης απορρίφθηκε. Kαι εν προκειμένω, η επανεκδίκαση θα άρχιζε τουλάχιστον 3½ χρόνια μετά την κατ’ ισχυρισμό διάπραξη των αδικημάτων και, βεβαίως, προβλέψεις αναφορικά με το χρόνο που θα απαιτηθεί για πλήρη εκδίκαση αλλά και τη δαπάνη πέραν εκείνης που υπέστησαν οι εφεσίβλητοι ήδη, δεν μπορούν να γίνουν. Η διαδικασία [*420]θα αφορούσε σε κατ’ ισχυρισμό εργοδότηση δυο περίπου ωρών, κατά την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής υπό τον όρο της προσκόμισης αδειών και διαβατηρίων και αυτά εναντίον υπαλλήλων της εργοληπτικής εταιρείας, οι οποίοι δεν προκύπτει ότι θα είχαν ίδιο όφελος. Δεν θα ασκούσαμε τη διακριτική μας εξουσία υπέρ της έκδοσης διαταγής για επανεκδίκαση και οτιδήποτε άλλο θα απέληγε να είναι ακαδημαϊκής σημασίας. Οι εφέσεις απορρίπτονται.

Oι εφέσεις απορρίπτονται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο