Tabrizi Abolfaze ν. Aστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 421

(2004) 2 ΑΑΔ 421

[*421]19 Ιουλίου, 2004

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ABOLFAZE TABRIZI,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7567)

 

Ποινή ― Συνωμοσία προς διάπραξη πλημμελήματος δηλαδή παράνομης μεταφοράς έναντι αμοιβής αλλοδαπών στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας ― Παραμονή στη Δημοκρατία μετά τη λήξη της άδειας παραμονής ― Παροχή ασύλου σε αλλοδαπούς ― Επιβολή διαδοχικών ποινών 12 μηνών στην πρώτη κατηγορία και 4 μηνών στις κάθε μια από τις άλλες δύο κατηγορίες ― Δεν κρίθηκαν έκδηλα υπερβολικές ― Εφετείο διέταξε όπως ληφθεί υπόψη κατά την έκτιση της ποινής η περίοδος κατά την οποία ο εφεσείων τελούσε υπό κράτηση.

Ποινή ― Διαδοχικές ποινές ― Οι βασικές αρχές είναι ότι δεν πρέπει να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές για κατηγορίες που ουσιαστικά συνιστούν μια ενιαία συμπεριφορά και ότι εν πάση περιπτώσει το σύνολο των διαδοχικών ποινών που ενδεχομένως να επιβληθούν πρέπει να είναι ανάλογο προς τη σοβαρότητα των επί μέρους κατηγοριών.

Ποινικός Κώδικας ― Συνωμοσία προς διάπραξη πλημμελήματος δηλαδή παράνομης μεταφοράς έναντι αμοιβής αλλοδαπών στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας ― Η καταβολή αμοιβής δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος.

Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Αδικήματα που αφορούν την παράνομη είσοδο  αλλοδαπών στην Κύπρο ― Πρέπει να τιμωρούνται με την επιβολή αποτρεπτικών ποινών.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Έφεση κατά των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στις οποίες κατέληξε κατόπιν ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας ― Απορρίφθηκε, δεν τεκμηριώθηκε λόγος για επέμβαση στην κρίση του Δικαστηρίου.

[*422]Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού μετά από ακροαματική διαδικασία σε τρεις κατηγορίες για τη διάπραξη των πιο κάτω αδικημάτων:

1.  Συνωμοσία με άλλα πρόσωπα προς διάπραξη πλημμελήματος ήτοι να μεταφέρουν παράνομα έναντι αμοιβής αλλοδαπούς στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας χωρίς την άδεια του Διευθυντή Αρχείου Πληθυσμού και Μεταναστεύσεως.

2.  Παραμονή στη Δημοκρατία μετά τη λήξη της άδειας παραμονής του ήτοι ενώ ήταν αλλοδαπός, δηλαδή Ιρανός, και εισήλθε στην Κύπρο στις 18.5.01 σαν επισκέπτης και του δόθηκε άδεια παραμονής προσωρινώς μέχρι τις 2.6.01 παρέμεινε στη Δημοκρατία μετά τη λήξη της προσωρινής άδειας παραμονής του χωρίς να έχει εξασφαλίσει την άδεια του Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μεταναστεύσεως και

3.  Παροχή ασύλου σε αλλοδαπούς τους οποίους εγνώριζε ή είχε εύλογο αιτία να πιστεύει ότι ενήργησαν κατά παράβαση του Νόμου περί Αλλοδαπών, δηλαδή ότι εισήλθαν στη Δημοκρατία της Κύπρου χωρίς τη συγκατάθεση του Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης.

     Το Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 12 μηνών στην πρώτη κατηγορία και ποινή φυλάκισης 4 μηνών στην κάθε μια από τις κατηγορίες 2 και 3 και διέταξε όπως οι ποινές εκτελεστούν διαδοχικά.

     Ο εφεσείων εφεσίβαλε τόσο την καταδίκη του όσο και την επιβολή διαδοχικών ποινών.

Α. Έφεση κατά της καταδίκης

     Ο εφεσείων προέβαλε τους ακόλουθους λόγους έφεσης κατά της καταδίκης:

1. Ότι λανθασμένα κρίθηκε ένοχος επί της πρώτης κατηγορίας «χωρίς να υπάρχει προς τούτο ανάλογη μαρτυρία». Ο συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατέληξε σε εύρημα ότι ο εφεσείων έλαβε αμοιβή για τη μεταφορά των αλλοδαπών στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

2. Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή κατά παράβαση των κανόνων του Δικαίου της Απόδειξης επέτρεψε στο [*423]δημόσιο κατήγορο να αντεξετάσει ουσιαστικά μάρτυρα κατηγορίας και να υποβάλει καθοδηγητικές ερωτήσεις.

3. Ότι η περίοδος της παράνομης παραμονής του εφεσείοντος στο έδαφος της Δημοκρατίας αρχίζει από τις 4.8.2003 και λήγει στις 29.10.2003 “και όχι ως το κατηγορητήριο από 2.6.2001 έως 29.10.2003”.

B. Έφεση κατά της ποινής

     Η έφεση κατά της ποινής στρέφεται κατά της επιβολής διαδοχικών ποινών. Υποστηρίχθηκε, επίσης, ότι οι ποινές στη δεύτερη και τρίτη κατηγορία είναι έκδηλα υπερβολικές.

Γ.  Τέλος ο συνήγορος του αιτητή υποστήριξε ότι κατά την έκτιση της ποινής πρέπει να ληφθεί υπόψη η περίοδος κατά την οποία ο εφεσείων βρίσκεται υπό κράτηση.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την πρώτη κατηγορία δικαιολογούνται απόλυτα από την ενώπιον του μαρτυρία. Με βάση τις διαπιστώσεις εκείνες ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο της κατηγορίας της συνωμοσίας.

    Η καταβολή αμοιβής δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Επομένως δεν μπορεί να επηρεάσει το θέμα της καταδίκης.

2. Από το περιεχόμενο των πρακτικών δεν προκύπτει ότι ο δημόσιος κατήγορος έχει αντεξετάσει με οποιονδήποτε τρόπο τον μάρτυρα κατηγορίας.

3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τη μαρτυρία του εφεσείοντος αναξιόπιστη και η κρίση αυτή δεν έχει εφεσιβληθεί, όπως δεν έχει εφεσιβληθεί ούτε η κρίση ότι η Κατηγορoύσα Αρχή έχει τεκμηριώσει τη δεύτερη κατηγορία.

4. Αναφορικά με την επιβολή διαδοχικών ποινών, η βασική αρχή είναι ότι δεν πρέπει να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές για κατηγορίες που συνιστούν μια ενιαία συμπεριφορά.  Στην παρούσα υπόθεση οι τρεις κατηγορίες δεν συνιστούν μια ενιαία συμπεριφορά.  Τηρήθηκε επίσης και η παράλληλη αρχή ότι εν πάση περιπτώσει το σύνολο των διαδοχικών ποινών που ενδεχομένως να επιβληθούν πρέπει να είναι ανάλογο [*424]προς τη σοβαρότητα των επί μέρους κατηγοριών.

5. Η εισήγηση του αιτητή κάτω από την παράγραφο Γ ανωτέρω γίνεται αποδεκτή και εκδίδεται ανάλογη διαταγή.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Τραλαλάς ν. Αστυνομίας (2004) 2 A.A.Δ. 323.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον κατηγορούμενο Iρανό, εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Yπόθεση Aρ. 16632/03), ημερομηνίας 11/2/2004, με την οποία κρίθηκε ένοχος σε τρεις κατηγορίες για συνωμοσία με άλλα πρόσωπα προς διάπραξη πλημμελήματος, δηλαδή για να μεταφέρουν παράνομα έναντι αμοιβής αλλοδαπούς στο έδαφος της Kυπριακής Δημοκρατίας χωρίς την άδεια του Διευθυντή Aρχείου Πληθυσμού και Mεταναστεύσεως, κατά παράβαση του Άρθρου 372 και 20 του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154, παραμονή στη Δημοκρατία μετά τη λήξη της άδειας παραμονής του, ήτοι ενώ ήταν αλλοδαπός και εισήλθε στην Kύπρο στις 18.5.2001 σαν επισκέπτης, παρέμεινε μετά τη λήξη της άδειας του, χωρίς να έχει εξασφαλίσει την άδεια του Διευθυντή Tμήματος Aρχείου Πληθυσμού και Mεταναστεύσεως, Άρθρο 19(1)(λ) του περί Aλλοδαπών και Mεταναστεύσεως Nόμου, Kεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε από τους Nόμους 50/88, 101(I)/96 και 66(I)/03 και παροχή ασύλου σε αλλοδαπούς χωρίς τη συγκατάθεση του Διευθυντή του Tμήματος Aρχείου Πληθυσμού και Mεταναστεύσεως, κατά παράβαση του Άρθρου 2 και 19(1) (η) του περί Aλλοδαπών και Mεταναστεύσεως Nόμου, Kεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε από το Nόμο 50/88 και του επιβλήθηκε, στις 26/11/2003, ποινή φυλάκισης 12 μηνών στην πρώτη κατηγορία και ποινή φυλάκισης 4 μηνών στην κάθε μια από τις κατηγορίες 2 και 3 - όλες οι ποινές να εκτελεστούν διαδοχικά.

Αλ. Σαουρής, για τον Εφεσείοντα.

Δ. Παπαμιλτιάδους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπισε ενώπιον του Επαρ[*425]χιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) τρεις κατηγορίες για τη διάπραξη των πιο κάτω αδικημάτων:

1.  Συνωμοσία με άλλα πρόσωπα προς διάπραξη πλημμελήματος ήτοι «να μεταφέρουν παράνομα έναντι αμοιβής αλλοδαπούς στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας χωρίς την άδεια του Διευθυντή Αρχείου Πληθυσμού και Μεταναστεύσεως (βλ. αρ. 372 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154).

2.  Παραμονή στη Δημοκρατία μετά τη λήξη της άδειας παραμονής του ήτοι «ενώ ήταν αλλοδαπός, δηλαδή Ιρανός, και εισήλθε στην Κύπρο στις 18.5.01 σαν επισκέπτης και του δόθηκε άδεια παραμονής προσωρινώς στη Δημοκρατία μέχρι τις 2.6.01, παρέμεινε στη Δημοκρατία μετά τη λήξη της προσωρινής άδειας παραμονής του χωρίς να έχει εξασφαλίσει την άδεια του Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μεταναστεύσεως» (βλ. αρ. 19(1) (λ) του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 50/88, 101(Ι)/96 και 66(Ι)/03).

3.  Παροχή ασύλου σε αλλοδαπούς ήτοι «μεταξύ των μηνών Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου, 2003, εν γνώσει του παρείχε άσυλο στους Mustafa Ali και Abadi Kiavasi Zadhig, από το Ιράν τους οποίους εγνώριζε ή είχε εύλογο αιτία να πιστεύει ότι ενήργησαν κατά παράβαση του Νόμου περί Αλλοδαπών, δηλαδή ότι εισήλθαν στη Δημοκρατία της Κύπρου χωρίς τη συγκατάθεση του Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (βλ. αρ. 2 και 19(1) (η) του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 50/88).

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ύστερα από ακροαματική διαδικασία, έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα σ’ όλες τις πιο πάνω κατηγορίες και του επέβαλε ποινή φυλάκισης 12 μηνών στην πρώτη κατηγορία, και ποινή φυλάκισης 4 μηνών στην κάθε μια από τις κατηγορίες 2 και 3 – όλες οι ποινές να εκτελεστούν διαδοχικά.

Η παρούσα έφεση στρέφεται τόσο κατά της καταδίκης όσο και κατά της ποινής.

Προτού ασχοληθούμε με τους λόγους της έφεσης θα παραθέσουμε τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση όπως έχουν διαπιστωθεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ύστερα από την αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας.

[*426]

Ο Mustafa Ali Adadi (ο Μ.Κ.1) είναι από το Ιράν. Ενώ βρισκόταν στην χώρα του πρόσεξε σε μια εφημερίδα διαφήμιση που αναφερόταν στην εξασφάλιση άδειας σε ενδιαφερόμενα πρόσωπα για είσοδο, παραμονή και εργασία στην Κύπρο και για την εξασφάλιση διαμονής στην Κύπρο. Τηλεφώνησε στον αριθμό τηλεφώνου που υπήρχε στην διαφήμιση και μίλησε με κάποιο που του συστήθηκε με το όνομα Said Tabrizi. Διευθετήθηκε συνάντηση μεταξύ τους και στην συνάντηση αυτή ο Μ.Κ.1 και ο Said Tabrizi συμφώνησαν ότι έναντι χρηματικής αμοιβής ο Tabrizi  θα τον μετέφερε στην Κύπρο και θα τον σύστηνε στον αδελφό του Abolfaze Tabrizi – τον εφεσείοντα – ο οποίος θα του έβρισκε σπίτι και δουλειά και θα του εξασφάλιζε άδεια παραμονής. Ο Μ.Κ.1 συμφώνησε να πληρώσει $1.500 πριν από την αναχώρηση και $1.500 μετά από την άφιξη του στην Κύπρο. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα μαζί με τον Said Tabrizi, κάποιον ονόματι Κιαβάζ Ατί (ο Μ.Κ.2) και μαζί με τον κατηγορούμενο 2 ξεκίνησαν από τη χώρα τους με λεωφορείο. Στα σύνορα με την Τουρκία έδειξαν τα διαβατήρια τους και συνέχισαν το ταξίδι τους μέχρι την Μερσίνα. Απ’ εκεί με πλοίο έφθασαν στην Κερύνεια. Έμειναν εκεί για 15 μέρες και στη συνέχεια με αυτοκίνητο πέρασαν στις ελεύθερες περιοχές και κατέληξαν στη Λεμεσό. Αναζήτησαν την διεύθυνση του εφεσείοντος την οποία εντόπισαν από άλλους Ιρανούς και τον επισκέφθηκαν για να τους διευθετήσει άδεια παραμονής, άδεια εργασίας, δουλειά και χώρο διαμονής όπως είχε υποσχεθεί ο αδελφός του. Ο Μ.Κ.1 του είπε ότι ήταν επιβάτες του αδελφού του, δηλαδή του Said Tabrizi, και ότι ήθελαν δουλειά, άδεια παραμονής και εργασίας και χώρο για να μείνουν. Ο εφεσείων φάνηκε να γνωρίζει την διευθέτηση που υπήρχε μεταξύ του Μ.Κ.1 και του Said Tabrizi.  Τόσο ο ίδιος – ο Μ.Κ. 1 – όσο και τα άλλα δύο πρόσωπα που ταξίδευσαν μαζί του δηλαδή ο Μ.Κ.2 και ο κατηγορούμενος 2 είπαν στον εφεσείοντα τις λεπτομέρειες για το ταξίδι τους και ότι επίσης μετά την άφιξη τους στην Κύπρο είχαν καταστρέψει τα διαβατήρια τους.  Για κάποιο χρονικό διάστημα ο ίδιος – ο Μ.Κ. 1 – και τα άλλα πρόσωπα που ήλθαν μαζί του από την Περσία έμειναν στο σπίτι του εφεσείοντος.  Για τη διαμονή τους εκεί του έδωσαν κάποιο ποσό. Όσον αφορά το ποσό εκείνο που έπρεπε να πληρώσει μετά την άφιξη του στην Κύπρο ο Μ.Κ.1 το έδωσε σε κάποιο πρόσωπο που του είχε υποδείξει ο αδελφός του εφεσείοντος, αλλά μετά την άφιξη του ο εφεσείων τον ρώτησε τί έγινε για το ποσό αυτό. Μετά από μερικές μέρες που έμεινε στο σπίτι του εφεσείοντος ο Μ.Κ.1 και ο Μ.Κ.2 πήγαν συνοδευόμενοι από τον εφεσείοντα για να τους βρεί δουλειά. Εκεί όμως συνελήφθηκαν από την Αστυνομία.

Η ορθότητα της καταδίκης έχει αμφισβητηθεί με 4 λόγους έφεσης [*427]ο πρώτος από τους οποίους αποσύρθηκε στη διάρκεια της ακρόασης της έφεσης.

Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης ο εφεσείων ισχυρίσθηκε ότι λανθασμένα κρίθηκε ένοχος επί της πρώτης κατηγορίας «χωρίς να υπάρχει προς τούτο ανάλογη μαρτυρία». Ο κ. Σαουρής, εκ μέρους του εφεσείοντος, υποστήριξε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατέληξε σε εύρημα ότι ο εφεσείων έλαβε αμοιβή για να μεταφέρει τους Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Επιπλέον ούτε διαφάνηκε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας αλλά μόνο ως υπόθεση από τη μαρτυρία των Μ.Κ.1 και 2 ότι ο εφεσείων γνώριζε για τις διευθετήσεις αυτών με το Said Tabrizi, αδελφό του εφεσείοντος. Πουθενά – κατέληξε – δεν υπάρχει θετική και σαφής μαρτυρία όπως διαφαίνεται από τα πρακτικά της υπόθεσης «ούτε ότι ο εφεσείων συνωμότησε με άλλα πρόσωπα, ούτε ότι έλαβε αμοιβή για να μεταφέρει αλλοδαπούς στο έδαφος της Δημοκρατίας».

Το αδίκημα της συνωμοσίας διαπράττεται όπου δύο ή περισσότερα πρόσωπα συμφωνούν να προβούν σε μια παράνομη πράξη ή να προβούν σε μια νόμιμη πράξη με παράνομα μέσα (Archbold Criminal Pleading Evidence & Practice, 42η εκ., παραγ. 28-4).

Έχουμε παραθέσει τις διαπιστώσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. σελ. 3-4, πιο πάνω). Από αυτές προκύπτει ότι κάποιος Said Tabrizi  συμφώνησε με τον Μ.Κ.1 να μεταφέρει τον τελευταίο στην Κύπρο έναντι αμοιβής. Προκύπτει, επίσης, ότι ο εφεσείων ήταν ενήμερος της εν λόγω συμφωνίας ή διευθέτησης μεταξύ του Μ.Κ.1 και του Said Tabrizi. Περαιτέρω προκύπτει ότι όταν ο Tabrizi έφθασε στην Κύπρο ο εφεσείων του πρόσφερε διαμονή. Σημειώνουμε ότι οι διαπιστώσεις αυτές δικαιολογούνται απόλυτα από την ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία. Έχουμε την άποψη πως με βάση τις διαπιστώσεις εκείνες ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο της κατηγορίας της συνωμοσίας. Ο τελευταίος ήταν ενήμερος της συμφωνίας ή διευθέτησης για την παράνομη μεταφορά του Μ.Κ.1 στην Κύπρο και συμφώνησε να προωθήσει την υλοποίηση της. Έπεται πως η σχετική εισήγηση του κ. Σαουρή δεν ευσταθεί.

Αναφορικά με την εισήγηση που σχετίζεται με την αμοιβή, όπως υποδείξαμε και στη διάρκεια της ακρόασης της έφεσης, η καταβολή αμοιβής δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Επομένως δεν μπορεί να επηρεάσει το θέμα της  καταδίκης.

Με τον τρίτο λόγο της έφεσης ο εφεσείων υποστήριξε ότι το [*428]Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή αντινομικά και/ή κατά παράβαση των κανόνων του Δικαίου της Απόδειξης επέτρεψε στο δημόσιο κατήγορο να αντεξετάσει ουσιαστικά μάρτυρα κατηγορίας και να υποβάλει καθοδηγητικές ερωτήσεις. Επί του προκειμένου ο κ. Σαουρής παρέπεμψε στις σελ. 19-20 των πρακτικών.

Έχουμε εξετάσει τα πρακτικά στα οποία μας παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος. Έχουμε διαπιστώσει ότι από το περιεχόμενο τους δεν προκύπτει ότι ο δημόσιος κατήγορος έχει αντεξετάσει με οποιοδήποτε τρόπο τον μάρτυρα κατηγορίας.  Η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Ο τελευταίος λόγος της έφεσης σχετίζεται με τις ημερομηνίες της παράνομης παραμονής του εφεσείοντος στο έδαφος της Δημοκρατίας. Ο κ. Σαουρής υπέβαλε ότι η περίοδος αυτή αρχίζει από τις 4.8.2003 και λήγει στις 29.10.2003 «και όχι ως το κατηγορητήριο από 2.6.2001 έως 29.10.2003». Παρέπεμψε επί του προκειμένου στη μαρτυρία του εφεσείοντος η οποία βρίσκεται στη σελ. 65 των πρακτικών.

Πρέπει να υποδείξουμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την μαρτυρία του εφεσείοντος αναξιόπιστη και η κρίση αυτή δεν έχει προσβληθεί. Σε σχέση δε με το αδίκημα της δεύτερης κατηγορίας το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι ο εφεσείων έπρεπε να αποδείξει «ότι κατέχει άδεια παραμονής σε ισχύ κάτι το οποίο δεν έχει πράξει». Συνεπώς – κατέληξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο – η Κατηγορούσα Αρχή έχει τεκμηριώσει τη δεύτερη κατηγορία. Ούτε αυτή η κρίση έχει εφεσιβληθεί. Έχει, επομένως, παραμείνει άτρωτη. Έπεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Η έφεση κατά της ποινής στρέφεται κατά της επιβολής διαδοχικών ποινών. Υποστηρίχθηκε, επίσης, ότι οι ποινές στη δεύτερη και τρίτη κατηγορία είναι έκδηλα υπερβολικές.

Στην Τραλαλάς ν. Αστυνομίας (2004) 2 A.A.Δ. 323, το θέμα της επιβολής διαδοχικών ποινών τέθηκε ως εξής:

«Η βασική αρχή είναι ότι δεν πρέπει να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές για κατηγορίες που ουσιαστικά συνιστούν μια ενιαία συμπεριφορά αφού αυτό θα οδηγούσε σε υπερβολή την ουσιαστική ποινή για επί μέρους μικρότερης σοβαρότητας κατηγορίες. Παράλληλη αρχή είναι ότι εν πάση περιπτώσει το σύνολο των διαδοχικών ποινών που ενδεχομένως να επιβληθούν πρέπει να έχει αναλογία προς τη σοβαρότητα των επί μέρους [*429]κατηγοριών. Ο Δικαστής, όπως λέγεται, πρέπει να  δει την υπόθεση από απόσταση και να αναρωτηθεί κατά πόσο η συνολική ποινή είναι αρμόζουσα προς τα δεδομένα της.»

Στην παρούσα υπόθεση οι τρεις κατηγορίες δεν συνιστούν μια ενιαία συμπεριφορά. Επομένως δεν συντρέχει θέμα παραβίασης των σχετικών αρχών. Αναφορικά με τη δεύτερη αρχή η συνολική ποινή ανκαι μάλλον αυστηρή δεν είναι υπερβολική στο βαθμό που να παρέχεται πεδίο επέμβασης μας. Αναφορικά με τις ποινές που έχουν επιβληθεί στις κατηγορίες 2 και 3 υιοθετούμε την πιο κάτω προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δεν βρίσκουμε λόγο που να επιτρέπει την επέμβασή μας:

«Αδικήματα που αφορούν την παράνομη είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στην Κύπρο ή που σχετίζονται με τέτοια αδικήματα αντιμετωπίζονται ως σοβαρά. Έχει επισημανθεί στην σχετική νομολογία ότι τόσο η παράνομη είσοδος στο έδαφος της Δημοκρατίας όσο και η παράνομη παραμονή προσώπων που εισήλθαν αρχικά νόμιμα έχει φθάσει σε τέτοια επίπεδα που δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα κοινωνικής και οικονομικής φύσεως αλλά και προβλήματα αστυνόμευσης.  Ακόμα ότι η Κύπρος είναι φιλόξενη χώρα αλλά ο καθένας που επιθυμεί να ζήσει εδώ οφείλει να συμμορφώνεται με τους Νόμους και τους Κανονισμούς της χώρας αυτής.

Όπου ένα αδίκημα είναι από τη φύση του σοβαρό ή όπου διαπράττεται με μεγάλη συχνότητα δικαιολογείται η αντιμετώπιση του με ποινές αποτρεπτικού χαρακτήρα έτσι που πέραν από την τιμωρία του κατηγορουμένου να εξυπηρετείται και ο στόχος της αποτροπής διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων στο μέλλον είτε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο είτε από άλλα πρόσωπα.»

Τέλος ο κ. Σαουρής υποστήριξε ότι κατά την έκτιση της ποινής πρέπει να ληφθεί υπόψη η περίοδος κατά την οποία ο εφεσείων βρίσκεται υπό κράτηση. Θεωρούμε ότι έχει δίκαιο και εκδίδουμε την ανάλογη διαταγή.

Η έφεση κατά της καταδίκης και ποινής απορρίπτεται τηρουμένης της πιο πάνω διαταγής για την έκτιση της ποινής.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο