(2004) 2 ΑΑΔ 443
[*443]20 Ιουλίου, 2004
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΣΑΒΒΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7685)
Ποινή ― Ναρκωτικά ― Επιβολή ποινής φυλάκισης προσώπου που έχει ήδη καταδικαστεί σε προηγούμενη ποινή φυλάκισης για παρόμοια αδικήματα, ανεβάζοντας το συνολικό ύψος της ποινής σε 4½ έτη ― Κατά πόσο στην παρούσα περίπτωση οι ποινές έπρεπε να συντρέχουν ― Καταφατική η απάντηση στο ερώτημα.
Ποινή ― Διαδοχικές ποινές ― Ποινή φυλάκισης προσώπου που έχει ήδη καταδικαστεί σε προηγούμενη ποινή φυλάκισης ― Εφαρμοστέες αρχές που διέπουν το θέμα της επιβολής διαδοχικών ποινών φυλάκισης στις κατάλληλες υποθέσεις ως μέτρο ποινικής μεταχείρισης των αδικοπραγούντων.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης εννέα μηνών στην κατηγορία κατοχής 15 γραμμαρίων φυτού κάνναβης και δύο ετών στην κατηγορία της κατοχής του εν λόγω ναρκωτικού με σκοπό την προμήθεια του σε άλλο πρόσωπο. Διετάχθη δε όπως οι ποινές αυτές συντρέχουν μεν μεταξύ τους αλλά είναι διαδοχικές άλλης ποινής φυλάκισης την οποία ο εφεσείων ήδη εξέτιε. Η ποινή εκείνη είχε επιβληθεί από το Κακουργιοδικείο επί της παραδοχής του εφεσείοντος στην υπόθεση 9399/03 μόλις ενάμισι μήνα πριν και ήταν ποινή φυλάκισης δυόμισι ετών για κατοχή με σκοπό την προμήθεια 29 γραμμαρίων φυτού κάνναβης στις 17.7.2003. Με την ποινή εκείνη συνέτρεχε και άλλη ποινή φυλάκισης για κατοχή επίσης στις 17.7.2003 139 γραμμαρίων φυτού κάνναβης.
Ο συνήγορος του εφεσείοντος εφεσίβαλε την απόφαση και υποστήριξε ότι η προκείμενη περίπτωση ήταν πρέπουσα περίπτωση απόκλισης από τη γενική αρχή του Άρθρου 117(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Ο συνήγορος αναφέρθηκε στην ισχύου[*444]σα αρχή της συνολικότητας της ποινής (the totality principle) η οποία δεν επέτρεπε στην περίπτωση αυτή την επιβολή διαδοχικής ποινής, εν πάση περιπτώσει καθ’ όλη την έκτασή της, καθ’ όσον η φύση και τα περιστατικά της υπόθεσης, σε συνάρτηση με όλους τους σχετικούς παράγοντες, καταδεικνύουν ότι τα τεσσεράμισι χρόνια που ο εφεσείων τελικά θα εκτίσει είναι πολύ μεγαλύτερος από τον χρόνο που θα μπορούσε να προσδιορισθεί ως ο συνολικά ανάλογος των συγκεριμένων αδικημάτων.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε την εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντος και αποφάνθηκε ότι:
1. Η παρούσα υποθεση διαφοροποιείται από την Κουφού κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 396, όπου η επιβολή διαδοχικών ποινών βασίσθηκε στο ότι τα αδικήματα ήταν εντελώς διαφορετικής φύσης από εκείνα για τα οποία είχε επιβληθεί και εκτίετο ποινή σε άλλη υπόθεση, ώστε η επιβολή συντρέχουσων ποινών να μην δικαιολογείτο “απο τη φύση, το χαρακτήρα και τα περιστατικά της υπόθεσης”.
2. Με δεδομένη την ποινή των δυόμισι ετών ως το μέτρο που το Κακουργιοδικείο έκρινε ως ορθό (και η ποινή εκείνη δεν εφεσιβλήθη), το σύνολο της εγκληματικής συμπεριφοράς του εφεσείοντος, έχοντας υπόψη όλους τους παράγοντες που υπεισέρχονται στο θέμα, δεν θα δικαιολογούσε την επιβολή ποινής τεσσεράμισι ετών.
3. Με την επιτυχία της έφεσης η εκκαλούμενη απόφαση διαφοροποιείται ώστε οι επιβληθείσες ποινές να συντρέχουν με την επιβληθείσα από το Κακουργιοδικείο ποινή στην υπόθεση 9399/03 αντί να είναι συνεχόμενες αυτής.
Η έφεση επιτράπηκε. Διαταγή ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 1 Α.Α.Δ. 331,
R. v. Watts [2000] 1 Cr. App. R. (S.) 460,
R. v. Barton, October 6, 1972,
R. v. Holderness, July 15, 1974,
Κουφού κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 396.
[*445]Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Yπόθεση Aρ. 1758/2003), ημερομηνίας 11/3/2004, με την οποία κρίθηκε ένοχος, κατόπιν παραδοχής σε δύο κατηγορίες για κατοχή 15 γραμμαρίων φυτού κάνναβης και κατοχή του εν λόγω ναρκωτικού με σκοπό προμήθειάς του σε άλλο πρόσωπο, και του επεβλήθη ποινή φυλάκισης εννέα μηνών στην κατηγορία της κατοχής και δύο ετών στην κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια διετάχθη όπως οι ποινές αυτές συντρέχουν μεν μεταξύ τους αλλά να είναι διαδοχικές άλλης ποινής φυλάκισης δυόμισι ετών την οποία ο Eφεσείων ήδη εξέτειε.
Μ. Πικής, για τον Εφεσείοντα.
Δ. Θεοδώρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Με κατηγορητήριο το οποίο καταχωρήθηκε στις 26.2.2003, ο Εφεσείων κατηγορήθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου για (1) κατοχή 15 γραμμαρίων φυτού κάνναβης, (2) κατοχή του εν λόγω ναρκωτικού με σκοπό προμήθειας του σε άλλο πρόσωπο, (3) προμήθεια του εν λόγω ναρκωτικού σε άλλο πρόσωπο και (4) κατοχή άλλης μη προσδιοριζόμενης ποσότητας φυτού κάνναβης. Τα αδικήματα διεπράχθησαν, κατά το κατηγορητήριο, στις 9.7.2002. Ο Εφεσείων δεν παρεδέχθη ενοχή και η υπόθεση τροχιοδρομήθηκε προς ακρόαση. Τελικά στις 3.2.2004 ο Εφεσείων άλλαξε απάντηση και παραδέχθηκε ως προς τις πρώτες δύο πιο πάνω κατηγορίες, οι άλλες δύο δε κατηγορίες απεσύρθησαν με την άδεια του Δικαστηρίου, εφ’ όσον, όπως ελέχθη, δεν υπήρχε επαρκής μαρτυρία προς απόδειξη τους. Στον Εφεσείοντα επεβλήθη ποινή φυλάκισης εννέα μηνών στην κατηγορία της κατοχής και δύο ετών στην κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια. Διετάχθη δε όπως οι ποινές αυτές συντρέχουν μεν μεταξύ τους αλλά είναι διαδοχικές άλλης ποινής φυλάκισης την οποία ο Εφεσείων ήδη εξέτιε. Η ποινή εκείνη είχε επιβληθεί από το Κακουργιοδικείο επί της παραδοχής του Εφεσείοντα στην υπόθεση 9399/03 μόλις ενάμισι μήνα πριν, στις 21.1.2004, και ήταν ποινή φυλάκισης δυόμισι ετών για κατοχή με σκοπό την προμήθεια 29 γραμμαρίων φυτού κάνναβης στις [*446]17.7.2003. Με την ποινή εκείνη συνέτρεχε και άλλη ποινή φυλάκισης η οποία επεβλήθη από το Κακουργιοδικείο στην ίδια υπόθεση για κατοχή επίσης στις 17.7.2003 139 γραμμαρίων φυτού κάνναβης. Κατά την επιβολή της ποινής στην υπόθεση 9399/03 ελήφθη υπ’ όψη και άλλη υπόθεση (10343/02) η οποία αφορούσε συναφή αδικήματα διαπραχθέντα στις 30/31.3.2002, ανεφέρθησαν δε δύο προηγούμενες καταδίκες του Εφεσείοντα για συναφή αδικήματα, στην υπόθεση 15553/99 και στην υπόθεση 13568/2000 στις οποίες είχε επιβληθεί στον Εφεσείοντα ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών και ποινή προστίμου £440 αντιστοίχως. Οι προηγούμενες αυτές καταδίκες αναφέρθησαν και στην προκειμένη υπόθεση για σκοπούς επιβολής ποινής.
Ο λόγος έφεσης που αφορά το εκδήλως υπερβολικό της ποινής αυτής καθ’ αυτής απεσύρθη κατά την ακρόαση. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα επιχειρηματολόγησε μόνο ως προς την άλλη πτυχή της έφεσης η οποία αφορά το ότι οι επιβληθείσες ποινές διετάχθη να είναι διαδοχικές της ήδη εκτιόμενης των δυόμισι ετών. Η προκειμένη, εισηγήθηκε ο κ. Πικής, ήταν πρέπουσα περίπτωση απόκλισης από τη γενική αρχή του άρθρου 117(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφάλαιο 155. Προβαίνοντας σε ευρεία και αναλυτική ανασκόπηση της Αγγλικής νομολογίας, ο κ. Πικής εισηγήθηκε ότι η ισχύουσα αρχή της συνολικότητας της ποινής (the totality principle) δεν επέτρεπε στην περίπτωση αυτή την επιβολή διαδοχικής ποινής, εν πάση περιπτώσει καθ΄ όλη την έκταση της, καθ΄όσον η φύση και τα περιστατικά της υπόθεσης, σε συνάρτηση με όλους τους παράγοντες που είναι σχετικοί, καταδεικνύουν ότι τα τεσσεράμισι χρόνια που ο Εφεσείων τελικά θα εκτίσει είναι πολύ πέραν του χρόνου που θα μπορούσε να προσδιορισθεί ως ο συνολικά ανάλογος των συγκεκριμένων εν λόγω αδικημάτων.
Η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία δεν αμφισβήτησε βεβαίως την αρχή της συνολικότητας της ποινής. Εισηγήθηκε όμως η κα Θεοδώρου ότι η συνολική ποινή των τεσσεράμισι ετών δεν είναι δυσανάλογη των αδικημάτων ή υπερβολική υπό τις περιστάσεις.
Η αρχή της συνολικότητας της ποινής ισχύει βεβαίως στην Κύπρο όπως ισχύει και στην Αγγλία. Επεκτείνεται πέραν της περίπτωσης διαδοχικών ποινών που επιβάλλονται από το ίδιο δικαστήριο την ίδια ώρα στην ίδια ή σε διαφορετικές υποθέσεις και καλύπτει περιπτώσεις όπως η προκειμένη στην οποία οι ποινές επιβάλλονται από διαφορετικό δικαστήριο σε διαφορετικό χρόνο και σε διαφορετι[*447]κές υποθέσεις. Ακόμα, δεν περιορίζεται σε αδικήματα που είναι όμοια ή σχετίζονται μεταξύ τους ως μέρος μίας ενιαίας ενέργειας, ως προς τα οποία ο γενικός κανόνας είναι ότι δεν πρέπει να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές (ίδε και Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 1 Α.Α.Δ. 331). Επίκεντρο της είναι ο τιμωρούμενος και προοπτική της η αποφυγή υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη του. Και υπόβαθρο της είναι οι ευρύτεροι παράμετροι που διέπουν την αναλογικότητα της τιμωρίας προς το έγκλημα και που έχουν έρεισμα στις θεμελιακές αρχές του δικαίου και αναγνώριση στο Σύνταγμα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, υπό το φως των οποίων και θα πρέπει να εφαρμόζεται το άρθρο 117(2) και να ασκείται η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ως προς το ύψος της επιβληθησομένης ποινής. Εφόσον πρόκειται για στέρηση της ελευθερίας του ατόμου για σκοπούς τιμωρίας, η ποινική ευθύνη του τιμωρούμενου πρέπει να αντικρίζεται διαχρονικά σαν σύνολο σε κάθε δεδομένη περίπτωση φυλάκισής του.
Ειδικά στην περίπτωση όπως η προκειμένη, στην οποία επιβάλλεται ποινή ενώ ο τιμωρούμενος εκτίει άλλη ποινή, αποτελούν καλό κανόνα τα λεχθέντα από το Richards, J., στην υπόθεση R v. Watts [2000] 1 Cr. App. R. (S.) 460, στην οποία μας ανέφερε ο κ. Πικής:
"If the offence had fallen to be dealt with at the same time would the same total sentence have resulted. If not, then the total produced by making the sentences consecutive may be disproportionate and excessive."
Ο κανόνας αυτός αντιστοιχεί προς το γενικό κανόνα που το δικαστήριο, όταν εξετάζει το ενδεχόμενο επιβολής συντρεχουσών ή διαδοχικών ποινών, εφαρμόζει ως απόρροια της αρχής της συνολικότητας της ποινής. Όπως το έθεσε ο Lawton, L.J., στην υπόθεση R. v. Barton, October 6, 1972 (αναφερόμενη στο Encyclopaedia of Current Sentencing Practice, section A5-3A) (στην οποία επίσης μας ανέφερε ο κ. Πικής) υποδεικνύοντας το καθήκον του δικαστηρίου:
"It must look at the totality of the criminal behaviour and ask itself what is the appropriate sentence for all the offences."
Και πάλι δε ο Lawton, L.J., στην υπόθεση R. v. Holderness, July 15, 1974 (αναφερόμενος στην ως άνω Encyclopaedia, section Α5-3Β):
[*448]"... the step which this Court on numerous occasions has said should be taken, namely of standing back and looking at the overall effect of the sentences which had been passed."
Εξετάζοντας το σύνολο των παραγόντων που διέπουν το θέμα στην προκειμένη περίπτωση, διαπιστώνουμε έρεισμα στην έφεση. Κατ’ αρχή, επρόκειτο για αδικήματα της ίδιας φύσης με εκείνα για τα οποία είχε επιβληθεί η προηγούμενη και εκτιόμενη ποινή φυλάκισης των δυόμισι ετών στην υπόθεση 9399/03 όπως και με εκείνα τα οποία αφορούσαν οι υποθέσεις που ανεφέρθησαν ως προηγούμενες καταδίκες. Αυτό διαφοροποιεί την υπόθεση από την Κουφού κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 396, όπου η επιβολή διαδοχικών ποινών βασίσθηκε στο ότι τα αδικήματα ήσαν εντελώς διαφορετικής φύσης από εκείνα για τα οποία είχε ήδη επιβληθεί και εκτίετο ποινή σε άλλη υπόθεση, ώστε η επιβολή συντρεχουσών ποινών να μην δικαιολογείτο "από τη φύση, το χαρακτήρα και τα περιστατικά της υπόθεσης" (σ. 401).
Εξ άλλου, τα αδικήματα είχαν διαπραχθεί ένα χρόνο πριν από τα αδικήματα για τα οποία ο Εφεσείων είχε καταδικασθεί στην ήδη εκτιόμενη ποινή των δυόμισι ετών. Κανονικά η υπόθεση αυτή θα μπορούσε να είχε ληφθεί υπ’ όψη κατά την επιβολή ποινής στην υπόθεση εκείνη. Δεν ελήφθη βεβαίως υπ’ όψη διότι κατά το χρόνο που επεβλήθη η ποινή εκείνη ο Εφεσείων δεν παραδέχετο ακόμα ενοχή στην υπόθεση αυτή. Τούτο όμως δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να επενεργεί εις βάρος του σήμερα για τους παρόντες σκοπούς. Τοσούτο μάλλον αφού η αρχική μη παραδοχή του, που δεν κατέστησε δυνατό να ελαμβάνετο υπ΄όψη η υπόθεση αυτή στην 9399/03, μπορεί να μην είναι ασύνδετη προς την τελική τύχη των κατηγοριών που απεσύρθησαν και για τις οποίες ελέχθη ότι η μαρτυρία δεν ήταν επαρκής. Η δε καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης αυτής, που και πάλι συνέτεινε στο να μη ληφθεί υπ’ όψη στην υπόθεση 9399/03, φαίνεται, από τα πρακτικά που έχουμε ενώπιον μας, τουλάχιστον στις 17.10.2003 (πριν δηλαδή από την επιβολή ποινής στην 9399/03) που η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση, να οφείλετο στο Δικαστήριο, λόγω άλλης εργασίας του οποίου και ανεβλήθη. Ακόμα, η υπόθεση αυτή φαίνεται να εθεωρήθη, και να είναι, μικρότερης σοβαρότητας από την υπόθεση 9399/03, όπως προκύπτει και από τα περιστατικά της και από το γεγονός ότι εκείνη μεν ήχθη ενώπιον του Κακουργιοδικείου αυτή δε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Υποβάλλοντας λοιπόν στους εαυτούς μας το ερώτημα κατά πόσο η συνολική ποινή των τεσσεράμισι ετών που προκύπτει από τη διαδοχικότητα των ποινών είναι στο σύνολο της υπέρμετρη [*449]και δυσανάλογη προς τα εν λόγω αδικήματα, φρονούμε ότι η απάντηση πρέπει να είναι θετική. Με δεδομένη την ποινή των δυόμισι ετών ως το μέτρο που το Κακουργιοδικείο έκρινε ως ορθό (και η ποινή εκείνη δεν εφεσιβλήθη), το σύνολο της εγκληματικής συμπεριφοράς του Εφεσείοντα, έχοντας υπ’ όψη όλους τους παράγοντες που υπεισέρχονται στο θέμα, δεν θα δικαιολογούσε την επιβολή ποινής τεσσεράμισι ετών. Ή, θέτοντας το κάπως διαφορετικά, αν η υπόθεση αυτή ήταν ενώπιον του Κακουργιοδικείου όταν επιβάλλετο ποινή στην 9399/03 και ελαμβάνετο υπόψη, αμφιβάλλουμε αν η ποινή που θα επέβαλλε το Κακουργιοδικείο, με δεδομένο πάντοτε το μέτρο των δυόμισι ετών που το ίδιο έκρινε ως ορθό, θα ήταν αισθητά διαφορετική από εκείνη που επεβλήθη. Υπό το φως του συνόλου των περιστάσεων όπως τις έχουμε αξιολογήσει πιο πάνω, και έχοντας το όφελος και της απόφασης του Κακουργιοδικείου η οποία ετέθη ενώπιον μας, δεν θα είμαστε βέβαιοι ότι η ποινή των δυόμισι ετών που είχε επιβληθεί στην 9399/03 θα ήταν αυξημένη, ή αρκούντως αυξημένη, αν είχε ληφθεί υπ’ όψη τότε η υπόθεση αυτή, ώστε να δικαιολογούσε άλλη απόφαση μας παρά ότι οι συντρέχουσες ποινές που επεβλήθησαν στην υπόθεση αυτή θα πρέπει να συντρέχουν με την ήδη επιβληθείσα ποινή των δυόμισι ετών.
Με την επιτυχία της έφεσης λοιπόν, η εφεσιβαλλόμενη απόφαση διαφοροποιείται ώστε οι επιβληθείσες ποινές να συντρέχουν με την επιβληθείσα από το Κακουργιοδικείο ποινή στην υπόθεση 9399/03 αντί να είναι συνεχόμενες αυτής.
H έφεση επιτρέπεται. Διαταγή ως ανωτέρω.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο