Wilesinge Napana Muhamdiramlage Gamagedara Ariyaratnev. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 560

(2004) 2 ΑΑΔ 560

[*560]5 Νοεμβρίου, 2004

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

NAPANA MUHAMDIRAMLAGE GAMAGEDARA

ARIYARATNE WILESINGE,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7789)

 

Αλλοδαποί ― Παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία αλλοδαπού ο οποίος εισήλθε νόμιμα στην Κύπρο, παρέμεινε παράνομα μετά τη λήξη της άδειας παραμονής του και υπέβαλε με μεγάλη καθυστέρηση αίτημα για απόκτηση ασύλου με βάση τις διατάξεις του Άρθρου 7(1) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν.6(Ι)/2000 όπως τροποποιήθηκε) ― Κατά πόσο ο αιτητής μπορεί να συμπεριληφθεί στα όρια της προσφερόμενης από την πιο πάνω νομοθετική πρόνοια, προστασίας ― Κατά πόσο το θέμα της αδικαιολόγητης καθυστέρησης στην υποβολή αιτήματος για άσυλο εξετάζεται αποκλειστικά από το αρμόδιο διοικητικό όργανο στο οποίο υποβάλλεται.

Συμβάσεις ― Διεθνείς Συμβάσεις ― Δυνατότητα συνομολόγησης διεθνούς Σύμβασης χωρίς κυρωτικό νόμο ― Εφαρμοστέες αρχές ως προς την παραγωγή ατομικών δικαιωμάτων.

Ποινή ― Παράνομη παραμονή αλλοδαπού ο οποίος εισήλθε νόμιμα στην Κύπρο, παρέμεινε παράνομα μετά τη λήξη της άδειας παραμονής του και υπέβαλε με μεγάλη καθυστέρηση αίτημα για απόκτηση ασύλου με βάση τις διατάξεις του Άρθρου 7(1) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν.6(Ι)/2000 όπως τροποποιήθηκε) ― Επιβολή ποινής φυλάκισης πέντε μηνών ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Ο εφεσείων είναι από τη Σρι Λάνκα. Την 1.5.2001 ήλθε νόμιμα στην Κύπρο για απασχόληση. Η άδειά του έληξε στις 21.5.2002 αλλά ο εφεσείων παρέμεινε στην Κύπρο παράνομα.  Στις 23.7.2004 ζήτησε πολιτικό άσυλο και εξασφάλισε πιστοποιητικό με το οποίο βεβαιωνόταν ότι απέκτησε την ιδιότητα αιτητή πολιτικού ασύλου, με επακόλουθο δικαίωμα άδειας προσωρινής παραμονής μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης, βάσει [*561]του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(Ι)/2000 όπως τροποποιήθηκε). Ο εφεσείων συνελήφθη για τη διάπραξη του αδικήματος της παράνομης παραμονής του στη Δημοκρατία μετά τη λήξη της άδειάς του, κατά παράβαση του Άρθρου 19(1)(λ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, (όπως τροποποιήθηκε). Ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή στην κατηγορία για παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία και το Δικαστήριο τον τιμώρησε με την επιβολή πεντάμηνης φυλάκισης, αφού σημείωσε πως ο εφεσείων δεν είχε δώσει ικανοποιητική εξήγηση για την καθυστέρηση των τριών χρόνων και τεσσάρων μηνών στην υποβολή του αιτήματός του για άσυλο.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση υποστηρίζοντας ότι:

“Ενόψει της ύπαρξης του Άρθρου 7 του Ν. 6(Ι)/2000 λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι συνεχίζουν να υπάρχουν και/ή να ισχύουν για τον εφεσείοντα τα αδικήματα που αναφέρονται στο κατηγορητήριο.”

Ο συνήγορος του εφεσείοντος εισηγήθηκε ότι:

1.  Ο περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμος δεν ισχύει σε περιπτώσεις όπου υποβάλλεται αίτηση για πολιτικό άσυλο με βάση τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου, Άρθρο 7(1).

     Κατά την εν λόγω εισήγηση, το στοιχείο της αδικαιολόγητης καθυστέρησης στις αρχές, που προνοείται στο πιο πάνω άρθρο του Ν.6(1)/2000, αποτελεί θέμα αποκλειστικής αρμοδιότητας του διοικητικού οργάνου το οποίο εξετάζει την αίτηση ασύλου και επομένως το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν διατηρεί δυνατότητα να επιληφθεί του θέματος. Που σημαίνει ότι δεν υπάρχει χώρος για εξέταση ποινικής ευθύνης βάσει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου προτού η αρμόδια διοικητική αρχή απορρίψει οριστικά το αίτημα για άσυλο.

     Ο συνήγορος επικαλέσθηκε και τη Σύμβαση της Γενεύης η οποία στο Άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζεται ως η «Σύμβαση η οποία αφορά τη Νομική Κατάσταση των Προσφύγων, που έγινε στη Γενεύη, στις 28 Ιουλίου 1951 και η οποία δεσμεύει την Κυπριακή Δημοκρατία και περιλαμβάνει το Πρωτόκολλο, το οποίο κυρώθηκε με τον περί Πρωτοκόλλου επί της Νομικής Καταστάσεως των Προσφύγων (Κυρωτικό) Νόμο του 1968». Το Άρθρο 31(1) της Σύμβασης είναι σχετικό επί του προκειμένου.  Ο συνήγορος εξέφρασε την άποψη ότι το Άρθρο 7(1) του Νόμου προορίζεται να μεταφέρει στην Κυπριακή νομοθεσία το Άρθρο [*562]31(1) της Σύμβασης το οποίο ρητώς καλύπτει και την περίπτωση νόμιμης εισόδου αλλά παράνομης παραμονής και ότι η διαφορά μεταξύ των δύο διατάξεων προκύπτει από μεταφραστική ανεπάρκεια η οποία, πρέπει να αντικρύζεται με την ερμηνευτική ευρύτητα που αρμόζει στις συνθήκες.

2.  Αν επικρατούσε η άποψη πως το Επαρχιακό Δικαστήριο διατηρούσε τη δυνατότητα εξέτασης του θέματος της καθυστέρησης, η επί του προκειμένου πρωτόδικη κατάληξη δεν ήταν ικανοποιητική και αυτό διότι το θέμα δεν διερευνήθηκε επαρκώς.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Άρθρο 7(1) του περί Προσφύγων Νόμου δεν καλύπτει στα όρια της προσφερόμενης προστασίας αιτητή ο οποίος εισήλθε νόμιμα στη Δημοκρατία. Μεταξύ αυτού και του Άρθρου 31(1) της Σύμβασης υπάρχει, ως προς το υπό αναφορά σημείο, σοβαρή διάσταση που δεν μπορεί να γεφυρωθεί ερμηνευτικά. Το Άρθρο 31(1) της Σύμβασης παρέχει παράλληλα, με κάποιο τρόπο, προστασία στις περιπτώσεις οι οποίες δεν καλύπτονται από το Άρθρο 7(1) του περί Προσφύγων Νόμου ενόψει του Πρωτοκόλλου το οποίο κυρώθηκε με τον περί Πρωτοκόλλου επί της Νομικής Καταστάσεως των Προσφύγων (Κυρωτικό) Νόμο του 1968, (Ν. 73/68), το Άρθρο 1 του οποίου προβλέπει ότι τα κράτη μέλη «υποχρεούνται να εφαρμόσουν εις τους πρόσφυγας, ως ούτοι ορίζονται κατωτέρω, τα άρθρα 2 μέχρι 34 συμπεριλαμβανομένου, της Συμβάσεως».

2.  Ατομικά δικαιώματα παράγονται και στην περίπτωση όπου η συνομολόγηση διεθνούς Σύμβασης γίνεται χωρίς κυρωτικό νόμο, εφόσον δημιουργηθούν δικαιολογημένες προσδοκίες. Και τότε θα πρέπει πρακτικώς να αποφεύγεται η ματαίωση αυτών των προσδοκιών. Με την έφεση δεν τέθηκε συγκεκριμένο ζήτημα σε σχέση με το Άρθρο 31(1) της Σύμβασης. Ούτε χρήζει οριστικής απάντησης το τεθέν ερώτημα σε σχέση με το εν λόγω άρθρο, αφού, αν θεωρηθεί η εφαρμογή του ως δεδομένη, η κατάληξη για τον εφεσείοντα δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετική.

3.  Η εξαίρεση από την τιμωρία που προβλέπεται στο Άρθρο 7(1) του περί Προσφύγων Νόμου, η οποία εξ ορισμού παραπέμπει στη διάπραξη ποινικού αδικήματος, εξαρτάται από την κρίση το πρωτόδικου Δικαστηρίου. Θέμα καθυστέρησης στην υποβολή αιτήματος για άσυλο εξετάζεται και από το αρμόδιο διοικητικό όργανο αλλά με διαφορετική προοπτική.

[*563]4.      Στην προκείμενη περίπτωση η πρωτόδικη κρίση σήμαινε πως ο εφεσείων τιμωρήθηκε για παράβαση του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου και ότι η παράβαση δεν συνδεόταν με τις ανάγκες που αφορούσαν την ιδιότητά του ως αιτητή πολιτικού ασύλου. Οι περιστάσεις δεν άφηναν κανένα περιθώριο για διαφορετική κατάληξη.

5.  Αν υπήρχαν στοιχεία που να εξηγούσαν την καθυστέρηση του εφεσείοντος, αυτός ήταν που τα γνώριζε, εναπόκειτο στον ίδιο να τα παρουσιάσει και το Δικαστήριο του έδωσε την ευκαιρία να το πράξει.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενη υπόθεση:

R. v. Uxbridge Magistrates [1999] 4 All E.R. 520.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον εφεσείοντα, από τη Σρι Λάνκα, ο οποίος την  1/5/2001 εισήλθε στην Κύπρο νόμιμα για απασχόληση και του χορηγήθηκε σχετική άδεια η οποία έληξε στις 21/3/2002 εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Υπόθεση Αρ. 10022/2004), ημερομηνίας 26/7/2004, με την οποία βρέθηκε ένοχος, κατόπιν παραδοχής για παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία, μετά τη λήξη της άδειάς του κατά παράβαση του Άρθρου 19(1)(λ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, (όπως τροποποιήθηκε), αφού σημείωσε ότι αυτός δεν έδωσε ικανοποιητική εξήγηση για την καθυστέρηση 3 χρόνων και 4 μηνών στην υποβολή της αίτησής του για πολιτικό άσυλο, βάσει του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(Ι)/2000 όπως τροποποιήθηκε) και του επέβαλε ποινή πεντάμηνης φυλάκισης.

Μ. Γεωργίου, για τον Εφεσείοντα.

Η. Στεφάνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Ο Εφεσείων είναι παρών.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου δίδεται από τον Νικολάου, Δ.

[*564]ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων είναι από τη Σρι Λάνκα. Την 1 Μαΐου 2001 ήρθε στην Κύπρο νόμιμα για απασχόληση. Του χορηγήθηκε σχετική άδεια η οποία έληξε την 21 Μαρτίου 2002 αλλά ο εφεσείων παρέμεινε στην Κύπρο παράνομα. Στις 23 Ιουλίου 2004, δηλαδή περισσότερο από τρία χρόνια αργότερα, παρουσιάστηκε στα γραφεία της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης στη Λάρνακα και ζήτησε πολιτικό άσυλο. Το αίτημα καταγράφηκε και, αυθημερόν, εκδόθηκε σχετικό πιστοποιητικό με το οποίο βεβαιωνόταν ότι ο εφεσείων απέκτησε την ιδιότητα αιτητή πολιτικού ασύλου, με επακόλουθο δικαίωμα άδειας προσωρινής παραμονής μέχρι τη λήψη τελικής επί του θέματος απόφασης, βάσει του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(Ι)/2000 όπως τροποποιήθηκε). Ο εφεσείων συνελήφθη ωστόσο για την προηγηθείσα διάπραξη ποινικού αδικήματος δεδομένου ότι μετά τη λήξη της άδειας του είχε παραμείνει στη Δημοκρατία, κατά παράβαση του άρθρου 19(1)(λ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, (όπως τροποποιήθηκε). Για τέτοιο αδίκημα προβλέπεται, κατ’ ανώτατο όριο, ποινή φυλάκισης δώδεκα μηνών και £1.000 πρόστιμο.

Κατατέθηκε ποινική υπόθεση και ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή στην κατηγορία.   Ανέφερε ότι είχε προβλήματα στη χώρα του και γι’ αυτό δεν ήθελε να γυρίσει πίσω. Το Δικαστήριο του υπέδειξε την καθυστέρηση των 3 χρόνων και 4 μηνών στην υποβολή του αιτήματος για άσυλο ώστε αν υπήρχε κάποια εξήγηση να δοθεί. Ο εφεσείων ανέφερε μόνο πως δεν είχε αρκετά χρήματα, ούτε γνώση περί του θέματος. Το Δικαστήριο επέβαλε ποινή πεντάμηνης φυλάκισης, αφού σημείωσε πως ο εφεσείων δεν είχε δώσει ικανοποιητική εξήγηση για την εν λόγω καθυστέρηση. Ως προς τη σοβαρότητα αυτού του είδους αδικημάτων το Δικαστήριο επεσήμανε ότι:

«Αδικήματα ως αυτά που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος βρίσκονται σε πολύ μεγάλη έξαρση και δεν θα ήταν υπερβολή να πω ότι χιλιάδες αλλοδαποί έρχονται και παραμένουν παράνομα στον τόπο μας προς αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Ο εντοπισμός τους δε είναι πολύ δύσκολος, πολλές φορές δε γίνεται μετά παρέλευση πολλών μηνών ή ακόμη και χρόνων, όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση.»

Με την έφεση, την οποία ο εφεσείων άσκησε μέσω δικηγόρου, προβάλλεται η θέση ότι:

«Ενόψει της ύπαρξης του άρθρου 7 του Ν. 6(Ι)/2000 λανθα[*565]σμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι συνεχίζουν να υπάρχουν και/ή να ισχύουν για τον εφεσείοντα τα αδικήματα που αναφέρονται στο κατηγορητήριο.»

Έγινε κατά πρώτο λόγο εισήγηση ότι ο περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμος δεν ισχύει ή δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπου υποβάλλεται αίτηση για πολιτικό άσυλο με βάση τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου, το άρθρο 7(1) του οποίου προβλέπει ότι:

«Αιτητής, ο οποίος εισέρχεται ή εισήλθε στη Δημοκρατία παράνομα, δεν υπόκειται σε τιμωρία λόγω μόνο της παράνομης εισόδου ή διαμονής του, νοουμένου ότι παρουσιάζεται, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στις αρχές και εκθέτει τους λόγους της παράνομης εισόδου ή διαμονής του.»

Κατά την εν λόγω εισήγηση, το κατά πόσο υπήρξε «αδικαιολόγητη καθυστέρηση» αποτελεί θέμα που εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου το οποίο εξετάζει την αίτηση ασύλου και επομένως το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν διατηρεί δυνατότητα να επιληφθεί του θέματος.  Που σημαίνει ότι δεν υπάρχει χώρος για εξέταση ποινικής ευθύνης βάσει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου προτού το διοικητικό όργανο απορρίψει οριστικά το αίτημα για άσυλο.

Επειδή δε ο εφεσείων είχε νομίμως εισέλθει στη Δημοκρατία ενώ σύμφωνα με το άρθρο 7(1) του περί Προσφύγων Νόμου η προστασία από τιμωρία καλύπτει μόνο αιτητή «ο οποίος εισέρχεται ή εισήλθε στη Δημοκρατία παράνομα», ο συνήγορος επικαλέστηκε και τη Σύμβαση της Γενεύης. Πρόκειται για την ορισθείσα στο άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου ως «τη Σύμβαση, η οποία αφορά τη Νομική Κατάσταση των Προσφύγων, που έγινε στη Γενεύη, στις 28 Ιουλίου 1951 και η οποία δεσμεύει την Κυπριακή Δημοκρατία και περιλαμβάνει το Πρωτόκολλο, το οποίο κυρώθηκε με τον περί Πρωτοκόλλου επί της Νομικής Καταστάσεως των Προσφύγων (Κυρωτικό) Νόμο του 1968». Σχετικό επί του προκειμένου είναι το άρθρο 31(1) της Σύμβασης με το οποίο  προβλέπεται ότι:

«The Contracting States shall not impose penalties, on account of their illegal entry or presence, on refugees who, coming directly from a territory where their life or freedom was threatened in the sense of article 1, enter or are present in their territory without authorisation, provided they present themselves without delay to the authorities and show good [*566]cause for their illegal entry or presence.»

Με αφετηρία ότι ο περί Προσφύγων Νόμος αποβλέπει στην προώθηση των σκοπών της Σύμβασης, ο συνήγορος εξέφρασε την άποψη ότι το άρθρο 7(1) του Νόμου προορίζεται να μεταφέρει στην Κυπριακή νομοθεσία το Άρθρο 31(1) της Σύμβασης το οποίο ρητώς καλύπτει και την περίπτωση νόμιμης εισόδου αλλά παράνομης παραμονής και ότι η διαφορά μεταξύ των δύο διατάξεων προκύπτει από μεταφραστική ανεπάρκεια η οποία πρέπει, καθώς πρόσθεσε, να αντικρύζεται με την ερμηνευτική ευρύτητα που αρμόζει σε Συνθήκες. Παρατηρούμε όμως πως το ζητούμενο, όπως ο ίδιος ο συνήγορος το έθεσε, δεν είναι η ερμηνεία της Σύμβασης αλλά του Νόμου.

Προστέθηκε εκ μέρους του εφεσείοντος και εισήγηση ότι αν επικρατούσε η άποψη πως το Επαρχιακό Δικαστήριο διατηρούσε τη δυνατότητα εξέτασης του θέματος καθυστέρησης, η επί του προκειμένου πρωτόδικη κατάληξη δεν ήταν ικανοποιητική και αυτό διότι το θέμα δεν διερευνήθηκε επαρκώς.

Μας φαίνεται, εν πρώτοις, πως το λεκτικό του άρθρου 7(1) του περί Προσφύγων Νόμου, όσο διασταλτικά και αν ερμηνευτεί, δεν παρέχει δυνατότητα συμπερίληψης στα όρια της προσφερόμενης προστασίας, αιτητή ο οποίος εισήλθε στη Δημοκρατία νόμιμα. Μεταξύ αυτού του άρθρου και του Άρθρου 31(1) της Σύμβασης υπάρχει, ως προς το υπό αναφορά σημείο, σοβαρή διάσταση που δεν μπορεί να γεφυρωθεί ερμηνευτικά. Ο λόγος για αυτή τη διάσταση δεν είναι προφανής. Απομένει βέβαια το κατά πόσο το Άρθρο 31(1) της Σύμβασης παρέχει παράλληλα, με κάποιο τρόπο, προστασία στις περιπτώσεις οι οποίες δεν καλύπτονται από το άρθρο 7(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Η απάντηση στο ερώτημα θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη ότι ενώ η Σύμβαση δεν κυρώθηκε με νόμο βάσει του Άρθρου 169.3 του Συντάγματος αφού είχε συνομολογηθεί προηγουμένως, εν τούτοις με τον περί Πρωτοκόλλου επί της Νομικής Καταστάσεως των Προσφύγων (Κυρωτικό) Νόμο του 1968, (Ν. 73/68), κυρώθηκε το Πρωτόκολλο, το Άρθρο 1 του οποίου προβλέπει ότι τα κράτη μέλη «υποχρεούνται να εφαρμόσουν εις τους πρόσφυγας, ως ούτοι ορίζονται κατωτέρω, τα άρθρα 2 μέχρι 34 συμπεριλαμβανομένου, της Συμβάσεως».

Σημειώνουμε και τη λύση, σε άλλο επίπεδο, που ευνοήθηκε στην Αγγλία όπως και αλλού, όπου η συνομολόγηση διεθνούς Σύμβασης γίνεται χωρίς κυρωτικό νόμο. Αν σε τέτοια περίπτωση δεν γίνει εσωτερική νομοθετική μεταφορά των προνοιών της Σύμβασης, αυτό δεν σημαίνει πως δεν παράγονται ατομικά δικαιώματα. Παρά[*567]γονται εφόσον δημιουργηθούν δικαιολογημένες προσδοκίες. Και τότε θα πρέπει πρακτικώς να αποφεύγεται η ματαίωση αυτών των προσδοκιών: βλ. R. v. Uxbridge Magistrates, (Ex-parte Amini and Others) [1999] 4 All E.R. 520.

Δεν χρειάζεται σε αυτή την υπόθεση να δώσουμε οριστική  απάντηση στο τεθέν ερώτημα σε σχέση με το Άρθρο 31(1) της Σύμβασης αφού, αν θεωρήσουμε την εφαρμογή του ως δεδομένη, η κατάληξη για τον εφεσείοντα και πάλι δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετική. Άλλωστε, η υπόθεση πρωτοδίκως φαίνεται να κρίθηκε με την αντίληψη ότι ίσχυε διάταξη που παρείχε προστασία εφόσον δεν σημειωνόταν αδικαιολόγητη καθυστέρηση.  Επισημαίνουμε δε πως με την έφεση δεν τέθηκε συγκεκριμένο ζήτημα σε σχέση με το Άρθρο 31(1) της Σύμβασης.

Δεν συμμεριζόμαστε την άποψη ότι για τους σκοπούς του άρθρου 7(1) του περί Προσφύγων Νόμου – το ίδιο βέβαια και για το Άρθρο 31(1) της Σύμβασης – το θέμα της «αδικαιολόγητης καθυστέρησης» εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου που εξετάζει το υποβληθέν αίτημα πολιτικού ασύλου. Απεναντίας, η προβλεπόμενη εξαίρεση από τιμωρία, η οποία εξ ορισμού παραπέμπει στη διάπραξη ποινικού αδικήματος, δεν μπορεί παρά να εξαρτάται από την κρίση του Ποινικού Δικαστηρίου. Θέμα καθυστέρησης στην υποβολή αιτήματος για άσυλο εξετάζεται και από το αρμόδιο διοικητικό όργανο αλλά με διαφορετική προοπτική. Σημειώνουμε σχετικά την πρόνοια στο άρθρο 12(1)(β)(ν) του περί Προσφύγων Νόμου, όπου η καθυστέρηση εξειδικεύεται ως ένας από πολλούς παράγοντες που το διοικητικό όργανο μπορεί να λάβει υπόψη για να καταλήξει ότι η αίτηση ασύλου είναι πρόδηλα αβάσιμη:

«Αίτηση θεωρείται ως πρόδηλα αβάσιμη όταν σαφώς δεν αποκαλύπτει οποιαδήποτε ουσιώδη βάση για αναγνώριση του αιτητή ως πρόσφυγα δυνάμει του παρόντος Νόμου, για έναν από τους πιο κάτω λόγους:

(α) .............................................................................................

(β) η αίτηση βασίζεται σε ψευδείς ή παραπλανητικές παραστάσεις οι οποίες δόθηκαν εσκεμμένα ή υποβάλλεται με καταφανή σκοπό την κατάχρηση των διαδικασιών παραχώρησης ασύλου δυνάμει του παρόντος Νόμου, η οποία προσδιορίζεται ως τέτοια στις πιο κάτω περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο αιτητής χωρίς οποιαδήποτε λογική εξήγηση:

      ..............................................................................................

[*568]

(ν) ενώ είχε πολλαπλές προηγούμενες ευκαιρίες να υποβάλει αίτηση, υπέβαλε αίτηση με αποκλειστικό σκοπό να αποφύγει την απέλασή του από τη Δημοκρατία:

Νοείται ότι, κατά την εκτίμηση της πιο πάνω περίπτωσης, ο αρμόδιος λειτουργός λαμβάνει υπόψη κατά πόσο οι λόγοι για τους οποίους ο αιτητής υποβάλλει αίτηση προέκυψαν κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Δημοκρατία.»

Στην προκειμένη περίπτωση η τιμωρία που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα δεν είχε σχέση με ενέργειες του που προέκυψαν εκ της ιδιότητας του ως αιτητή πολιτικού ασύλου. Η τιμωρία είχε ως λόγο το ότι ο εφεσείων παρέβη τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο και ότι η παράβαση δεν συνδεόταν με τις ανάγκες που αφορούσαν την εν λόγω επικληθείσα ιδιότητα. Αυτό ήταν που σήμαινε η πρωτόδικη κρίση. Κατά τη γνώμη μας, οι περιστάσεις δεν άφηναν κανένα περιθώριο για διαφορετική κατάληξη. Έχουμε υπόψη ότι τον αιτητή ασύλου μπορεί να συνοδεύουν διάφορες δυσκολίες. Συνοψίζονται ως εξής στην Εισαγωγή των Κατευθυντήριων Γραμμών για την Κράτηση Προσφύγων που εξέδωσε η Υπάτη Αρμοστεία Ηνωμένων Εθνών (Αναθεώρηση-26 Φεβρουαρίου 1999):

«…… given the special situation of asylum seekers, in particular the effects of trauma, language problems, lack of information, previous experiences which often result in a suspicion of those in authority, feelings of general insecurity, and the fact that these and other circumstances may vary enormously from one asylum seeker to another, there is no limit which can be mechanically applied or associated with the expression “without delay”.»

Αν υπήρχαν στοιχεία που να εξηγούσαν την  καθυστέρηση του εφεσείοντος, αυτός ήταν που τα γνώριζε και σ’ αυτόν απόκειτο να τα έθετε. Την ευκαιρία το Δικαστήριο του την έδωσε.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο