Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γεώργιου Γαβριήλκαι Άλλων (2004) 2 ΑΑΔ 596

(2004) 2 ΑΑΔ 596

[*596]22 Νοεμβρίου, 2004

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΓEΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

1. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ,

2. ΑΝΔΡΕΑ ΙΩΑΝΝΙΔΗ,

3. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7691)

 

Έφεση ― Έφεση εναντίον αθωωτικής απόφασης ― Κατά πόσο η απόφαση για απαλλαγή κατηγορουμένου επειδή είχε παραβιασθεί το θεμελιώδες δικαίωμά του για δίκαιη δίκη εντός ευλόγου χρόνου, αποτελεί αθωωτική απόφαση, υποκείμενη σε έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα ― Υιοθέτηση των λεχθέντων στην Αίτηση αρ. 61/95 Αναφορικά με την ενδιάμεση απόφαση ημερ. 9.3.1995 του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας στην ποινική υπόθεση 11703/93.

Λέξεις και Φράσεις ― Ποία η έννοια της φράσης “acquitted and discharged” που χρησιμοποιείται όταν κατηγορούμενος αθωώνεται στην Αγγλία.

Το θέμα που εγείρεται στην υπόθεση αυτή αφορά το κατά πόσο η απόφαση του Κακουργιοδικείου για απαλλαγή των κατηγορουμένων-εφεσιβλήτων στις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν, γιατί έκρινε πως είχε παραβιαστεί το δικαίωμα τους για δίκαιη δίκη μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, ήταν αθωωτική, για να δικαιούται ο Γενικός Εισαγγελέας, βάσει της τροποποίησης του Άρθρου 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου που έγινε με το Ν. 54(1)/1998, να την εφεσιβάλει.  Οι εφεσίβλητοι σε προδικαστική τους ένσταση υποστήριξαν ότι η απόφαση δεν ήταν αθωωτική και ο Γενικός Εισαγγελέας δεν έχει δικαίωμα να την εφεσιβάλει.  Είχαν απαλλαγεί, καθώς υποστήριξαν, μετά τη διακοπή της δίκης, χωρίς να διαγνωστεί η ενοχή τους ή μη στις κατηγορίες.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε την εισήγηση του δικηγο[*597]ρου της Δημοκρατίας, που εμφανίστηκε εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, πως στην έννοια της αθώωσης εμπεριέχεται και η απαλλαγή όταν αυτή ουσιαστικά απολήγει σε τελική κρίση που αίρει τελεσίδικα τις κατηγορίες του κατηγορουμένου.

Ακολούθως το Ανώτατο Δικαστήριο αφού προέβη σε ερμηνεία του όρου «απαλλαγή», στα αγγλικά discharge, αποφάνθηκε ότι το λεκτικό που χρησιμοποιήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήτοι, ότι οι κατηγορούμενοι «απαλλάσσονται» δεν έχει, υπό τις περιστάσεις, σημασία.  Η απόφαση του Δικαστηρίου ήταν αθωωτική, έστω και αν δεν ονομάζεται έτσι.

Η προδικαστική ένσταση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 4) (1995) 1 Α.Α.Δ. 537.

Έφεση εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.

Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Πάφου (Υπόθεση Αρ. 2987/2003), ημερομηνίας 6/4/2004, με την οποία το Κακουργιοδικείο διέκοψε τη δίκη και απάλλαξε τους εφεσίβλητους από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν, γιατί έκρινε πως είχε παραβιαστεί το θεμελιώδες δικαίωμα τους για δίκη μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, δικαίωμα που διασφαλίζεται από το Άρθρο 30.2. του Συντάγματος.

Σ. Μάτσας, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Μιλτιάδου, για τον Εφεσίβλητο 1.

Στ.Παύλου, για Εφεσίβλητο 2.

Μ. Παυλίδης, για Εφεσίβλητο 3.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Στις 6.4.2004 το μόνιμο Κακουργιοδικείο Πάφου διέκοψε τη δίκη και απάλλαξε τους εφεσίβλητους από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν, γιατί έκρινε πως είχε παραβιαστεί το θεμελιώδες δικαίωμα τους για δίκη μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, δικαίωμα που διασφαλίζεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος μας. Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας καταχώρισε, στις 16.4.2004, έφεση εναντίον της πιο πάνω απόφασης του κα[*598]κουργιοδικείου. Κατά την έναρξη της συζήτησης της έφεσης, οι δικηγόροι των εφεσιβλήτων πρόβαλαν προδικαστική ένσταση, με την εισήγηση πως ο Γενικός Εισαγγελέας δεν έχει δικαίωμα να εφεσιβάλει την απόφαση του κακουργιοδικείου γιατί αυτή δεν ήταν αθωωτική των κατηγοριών που αντιμετώπιζαν οι εφεσίβλητοι. Είχαν, καθώς υποστήριζαν, απαλλαγεί μετά τη διακοπή της δίκης χωρίς να διαγνωστεί η ενοχή τους ή μη στις κατηγορίες. Η απόφαση, επομένως, συνεχίζει η εισήγηση, δεν ήταν αθωωτική, για να δικαιούται ο Γενικός Εισαγγελέας, βάσει της τροποποίησης του άρθρου 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου που έγινε με το Ν.54(1)/1998 να την εφεσιβάλει.

Ο δικηγόρος, που εμφανίστηκε εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, υπέβαλε πως στην έννοια της αθώωσης εμπεριέχεται και η απαλλαγή, όταν αυτή ουσιαστικά απολήγει σε τελική κρίση που αίρει τελεσίδικα τις κατηγορίες εναντίον κατηγορουμένου.  Υποστηρίζοντας τη θέση του αναφέρθηκε σε απόφαση που εκδόθηκε στη Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 4) (1995) 1 Α.Α.Δ. 537. Αναφορικά με την ενδιάμεση απόφαση ημερ. 9/3/1995 του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας στην ποινική υπόθεση 11703/93 (την οποία έτυχε να εκδώσω εγώ).  Τα γεγονότα σε εκείνη την υπόθεση ήσαν πανομοιότυπα με αυτά που μας απασχολούν στην παρούσα έφεση. Και εκεί το κακουργιοδικείο σταμάτησε τη δίκη εναντίον του κατηγορούμενου και τον απάλλαξε από τις κατηγορίες, γιατί έκρινε πως παραβιάστηκε το δικαίωμα του για διάγνωση των εναντίον του κατηγοριών μέσα σε εύλογο χρόνο, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.

Κρίνουμε πως η εισήγηση του δικηγόρου της Δημοκρατίας είναι ορθή. Υιοθετούμε αυτά που λέχθηκαν στην Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 4) πιο πάνω. Να σχολιάσουμε όμως ακόμη λίγο το θέμα. Ο όρος «απαλλαγή», όπως απαντάται στο ποινικό μας δίκαιο, είναι μετάφραση του αγγλικού «discharge”. Κατά τη συνήθη φρασεολογία, όταν κατηγορούμενος αθωώνεται στην Αγγλία, χρησιμοποιείται η φράση “acquitted and discharged”, δηλαδή αθωώνεται και απαλλάσσεται. Η λέξη «αθώωση» αναφέρεται στο αποτέλεσμα της κρίσης του Δικαστηρίου, και «απαλλαγή» στο γεγονός ότι απελευθερώνεται από την τυχόν κράτηση του. (δες: το άρθρο 77(4) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155). Επίσης κατηγορούμενος μπορεί να κριθεί ένοχος αλλά κατά την επιμέτρηση της ποινής το Δικαστήριο αποφασίζει να χειριστεί τον κατηγορούμενο με τέτοιο τρόπο ώστε να μην του επιβάλει οποιαδήπο[*599]τε ποινή, και να τον απαλλάξει χωρίς όρους. (δες: τον Περί Κηδεμονίας και Άλλων Τρόπων Μεταχείρισης Αδικοπραγούντων Νόμο του 1996, Ν.46(1)/96, άρθρο 10).

Στην υπόθεση που εξετάζουμε το κακουργιοδικείο σταμάτησε τη δίκη, για τους λόγους που αναφέρουμε πιο πάνω. Σημειώνεται δε στην απόφαση του πως οι κατηγορούμενοι «απαλλάσσονται», προφανώς δε επειδή δεν έγινε διάγνωση της αθωότητας ή ενοχής των μετά τη λήψη μαρτυρίας δεν χρησιμοποίησε τη φράση «αθωώνονται». Το λεκτικό που χρησιμοποιήθηκε, υπό τις περιστάσεις, δεν έχει σημασία. Η δίκη άρχισε και σε κάποιο στάδιο διεκόπη με την επίμαχη απόφαση του Δικαστηρίου. Το αποτέλεσμα είναι πως το κατηγορητήριο απορρίφθηκε τελεσίδικα, με τη διάγνωση μάλιστα πως παραβιάστηκε θεμελιώδες δικαίωμα των εφεσιβλήτων. Η απόφαση του Δικαστηρίου ήταν, ως εκ τούτου, αθωωτική, έστω και αν δεν ονομάζεται έτσι. Όταν κατηγορούμενος αθωώνεται είναι πλεονασμός η χρήση της λέξης «και απαλλάσσεται», γιατί, αν είναι υπό κράτηση, η απελευθέρωση του είναι η αναπόφευκτη συνέπεια της αθώωσης του.

Ο Γενικός Εισαγγελέας εδικαιούτο να καταχωρίσει την υπό συζήτηση έφεση, η ακρόαση της οποίας και θα προχωρήσει επί της ουσίας.

Η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο