Τσαπατσάρης Ζαννέτος ν. Aστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 600

(2004) 2 ΑΑΔ 600

[*600]24 Nοεμβρίου, 2004

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

ΖΑΝΝΕΤΟΣ ΤΣΑΠΑΤΣΑΡΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Aρ. 7823)

 

Ποινική Δικονομία ― Διαταγή για κράτηση υποδίκου μέχρι τη δίκη του από το Κακουργιοδικείο ― Πιθανότητα καταδίκης ― Κατά πόσο είναι επιτρεπτή η λήψη υπόψη των προηγούμενων καταδικών του υποδίκου ― Κατά πόσο το εκδικάζον Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα να καθορίζει το χώρο κράτησης.

Ο εφεσείων, ο οποίος αντιμετώπιζε την κατηγορία της ένοπλης ληστείας κατά παράβαση των Άρθρων 282, 283 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, διατάχθηκε στις 17.9.04 να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι τη δίκη του από το Κακουργιοδικείο στις 8.12.04 επειδή υπήρχε η πιθανότητα καταδίκης του και η πιθανότητα μη προσέλευσής του στη δίκη. Εφεσίβαλε τη διαταγή κράτησής του υποστηρίζοντας ότι:

1.  Δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις να κρατηθεί μέχρι τη δίκη του.

2.  Εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο απέρριψε αίτημά του με το οποίο εζητείτο να απορριφθεί το αίτημα κράτησής του για το λόγο ότι ήταν ασαφές και αόριστο.

Αναφορικά με τον πρώτο λόγο ήταν η θέση του συνηγόρου του εφεσείοντος ότι:

α) κακώς απορρίφθηκε η ένσταση του εναντίον της αναφοράς σε προηγούμενη καταδίκη του εφεσείοντος για παρόμοιο «δήθεν» αδίκημα και

β) δεν αποδείχθηκαν οι προηγούμενες καταδίκες.

[*601]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου προκύπτει ότι είναι επιτρεπτή η λήψη υπόψη των προηγούμενων καταδικών του υποδίκου στην αξιολόγηση του ενδεχομένου διάπραξης άλλων ή παρόμοιων αδικημάτων.

2.  Και αν ακόμη δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη η αναφορά σε προηγούμενη καταδίκη, αυτό δεν επηρεάζει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου η ουσία της οποίας είναι ότι επιθανολογείτο η καταδίκη του για αδίκημα σοβαράς μορφής αφού γι’ αυτό προβλέπεται ποινή φυλάκισης διά βίου.

3.  Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του Εφετείου που να τεκμηριώνει το λόγο έφεσης 2) ανωτέρω.

4.  Ο καθορισμός χώρου κράτησης του εφεσείοντος δεν εμπίπτει στα πλαίσια της αρμοδιότητας του εκδικάζοντος δικαστηρίου.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Ψύλλας ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 801.

Έφεση εναντίον Διατάγματος Κράτησης.

Έφεση από τον κατηγορούμενο, ο οποίος παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού για την κατηγορία της ένοπλης ληστείας κατά παράβαση των Άρθρων 282, 283 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λεμεσού (Υπόθεση Αρ. 5025/2004), ημερομηνίας 17/12/2004, με την οποία το Κακουργιοδικείο, ορίζοντας την υπόθεση του για ακρόαση στις 7 και 8/12/2004 δέχθηκε αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής και διέταξε όπως ο κατηγορούμενος παραμείνει υπό κράτηση μέχρι τη δίκη του.

Μ. Γεωργίου, για τον Εφεσείοντα.

Ν. Κέκκος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Εx tempore

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Μ. Φωτίου.

[*602]ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: O εφεσείων παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού για την κατηγορία της ένοπλης ληστείας κατά παράβαση των άρθρων 282, 283 και 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.

Στις 17/9/04 το Κακουργιοδικείο ορίζοντας την υπόθεση του για ακρόαση στις 7 και 8/12/04 δέχθηκε αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής και διέταξε όπως ο κατηγορούμενος (εφεσείων) παραμείνει υπό κράτηση μέχρι τη δίκη του.

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση στην οποία προβάλλονται δυο λόγοι έφεσης:  Πρώτον ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα αποφάσισε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις να κρατηθεί ο κατηγορούμενος μέχρι την ημερομηνία της δίκης του και δεύτερον ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο αγνόησε ή απέρριψε το αίτημα του κατηγορουμένου με το οποίο ζητείτο να απορριφθεί το αίτημα κράτησης του για το λόγο ότι ήταν ασαφές και αόριστο.

Αναφορικά με τον πρώτο λόγο ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα ότι κακώς απορρίφθηκε η ένσταση του συνηγόρου του για να γίνει αναφορά σε προηγούμενη καταδίκη του κατηγορουμένου για παρόμοιο «δήθεν» αδίκημα. 

Η δικαιολόγηση της ένστασης συνίστατο στο ότι σύμφωνα με την αγγλική νομοθεσία οι πρόνοιες της οποίας ισχύουν και  στην Κύπρο, είναι ανεπίτρεπτο για το δικαστήριο που θα κρίνει τα γεγονότα της υπόθεσης να ακούσει μαρτυρία για τυχόν προηγούμενες καταδίκες του κατηγορουμένου γιατί η αξία τέτοιας μαρτυρίας είναι κατά πολύ μικρότερη του κινδύνου πρόκλησης προκατάληψης προς το πρόσωπο του κατηγορουμένου (its prejudicial value overweights by far its probative value).

Αναφορικά με τον πιο πάνω λόγο, από τη νομολογία του δικού μας Ανωτάτου Δικαστηρίου, (βλέπε μεταξύ άλλων Ψύλλας ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 801, σελ. 805) φαίνεται ότι είναι επιτρεπτό να λαμβάνονται υπόψη οι προηγούμενες καταδίκες. Έτσι αυτό το σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης απορρίπτεται.

Το δεύτερο σκέλος είναι ότι δεν αποδείχθηκαν οι προηγούμενες καταδίκες. Στο σημείο αυτό αναφέρουμε ότι δεν υπήρχε ρητή άρνηση των προηγουμένων καταδικών ούτως ώστε να χρειαζόταν η απόδειξή τους. Εν πάση περιπτώσει ιδιαίτερα όσον αφορά τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης η αναφορά σε προηγούμενες καταδί[*603]κες για κλοπή και ληστεία γίνεται στην έκθεση του Τμήματος Κοινωνικής Ευημερίας που ετοιμάστηκε για τον κατηγορούμενο για σκοπούς νομικής αρωγής. Προχωρούμε επίσης να πούμε ότι και αν ακόμη θεωρηθεί ότι δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη η αναφορά σε προηγούμενη καταδίκη, αυτό δεν επηρεάζει την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου για το λόγο ότι η ουσία της απόφασης του, όπως φαίνεται στις σελ. 3 και 5, είναι ότι από την ενώπιον του μαρτυρία και ιδιαίτερα «την ύπαρξη γενετικού υλικού του κατηγορουμένου στην πλαστική μαύρη σακούλα που εγκατέλειψε ο ληστής στο κατάστημα που ληστεύθηκε», πιθανολογείται η καταδίκη του κατηγορουμένου για αδίκημα σοβαράς μορφής αφού γιαυτό προβλέπεται ποινή φυλάκισης διά βίου. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη νομολογία, όσο πιο σοβαρό είναι ένα αδίκημα τόσο πιο πιθανό είναι να προσπαθήσει ένας κατηγορούμενος να μην παρουσιαστεί στη δίκη του.

Ο ισχυρισμός του ευπαίδευτου δικηγόρου του εφεσείοντα ήταν ότι η ύπαρξη DNA και μόνο, ως ανωτέρω, δεν πιθανoλογεί καταδίκη. Διαφωνούμε με αυτή την εισήγηση καθότι σύμφωνα με τη νομολογία η ύπαρξη δακτυλικού αποτυπώματος και κατ’ αναλογία DNA, σε κατάλληλη υπόθεση, μπορεί να αποτελέσει αρκετή μαρτυρία για καταδίκη. Βέβαια το θέμα αυτό θα αποφασιστεί από το δικαστήριο που θα εκδικάσει την υπόθεση.

Αναφορικά με το δεύτερο λόγο έφεσης δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον μας που να δείχνει ότι το αίτημα για κράτηση ήταν ασαφές και αόριστο.

Αναφορικά με την εισήγηση του συνηγόρου ότι το δικαστήριο έπρεπε να καθορίσει το χώρο κράτησης του εφεσείοντα, παρατηρούμε πως τούτο δεν εμπίπτει μέσα στα πλαίσια της αρμοδιότητας του εκδικάζοντος δικαστηρίου.

Eξεταζόμενα όλα τα πιο πάνω υπό το φως της νομολογίας που διέπει το θέμα, στην οποία γίνεται αναφορά και από το πρωτόδικο δικαστήριο, καταλήγουμε ότι η απόφαση του Κακουργιοδικείου ήταν ορθή.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η παρούσα έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο