Τυμπιώτης Γιώργος ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 612

(2004) 2 ΑΑΔ 612

[*612]30 Noεμβρίου, 2004

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΥΜΠΙΩΤΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7551)

 

Ποινή ― Σεξουαλικά αδικήματα ― Βιασμός κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Σεξουαλική εκμετάλλευση ανήλικης κατά παράβαση του Άρθρου 3(1)(γ)(2)(β) του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου αρ. 3(Ι)/2000 ― Άσεμνη επίθεση κατά παράβαση των Άρθρων 151 και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Θύμα των αδικημάτων ήταν νεαρό κορίτσι ηλικίας 14 ετών κατά τους ουσιώδεις χρόνους, κόρη αδελφής του κατηγορουμένου ― Κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος σε 20 από τις 23 κατηγορίες που αντιμετώπιζε και καταδικάστηκε όπως εκτίσει συνολικά ποινή φυλάκισης 8 ετών ― Επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης κατ’ έφεση.

Απόδειξη ― Αντιφατική μαρτυρία ― Όταν οι αντιφάσεις στη μαρτυρία δεν είναι ουσιώδεις σε βαθμό που θα μπορούσαν να κλονίσουν την αξιοπιστία μάρτυρα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας σε υπόθεση βιασμού, σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκου και άσεμνης επίθεσης ― Ήταν ορθή και δεν παρεχόταν πεδίο για επέμβαση του Εφετείου για παραγκωνισμό των ευρημάτων του Κακουργιοδικείου ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου ― Το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας ανήκει κατ’ εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.

Απόδειξη ― Μάρτυρες ― Κλήση μαρτύρων ― Υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής για κλήση μάρτυρα προκύπτει μόνο εφόσον η Κατηγορούσα Αρχή γνωρίζει ότι ο συγκεκριμένος μάρτυρας είναι αξιόπιστος.

Απόδειξη ― Σεξουαλικά αδικήματα ― Προειδοποίηση Δικαστηρίου ― Ενισχυτική μαρτυρία ― Εφαρμοστέες αρχές.

[*613]Απόδειξη ― Κατάθεση-ομολογία υπόπτου προς την Αστυνομία ότι διέπραξε το αδίκημα ― Η θεληματικότητα και επομένως το αποδεκτό της εξετάζεται μέσα στην ολότητα του μαρτυρικού υλικού.

Απόδειξη ― Μάρτυρες ― Προστασία μαρτύρων ― Τοποθέτηση ειδικού διαχωριστικού στην αίθουσα του Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση υπόθεσης ώστε ο κατηγορούμενος να μην έβλεπε την παραπονουμένη και αντίστροφα κατά τη διάρκεια της κατάθεσής της στη βάση του περί Προστασίας  Μαρτύρων Νόμου, αρ. 95(1)/2001 ― Κατά πόσο είχε οποιαδήποτε δυσμενή επίδραση στην υπεράσπισή του κατηγορουμένου.

Απόδειξη ― Ιατρική μαρτυρία ― Ιατρικές απόψεις ως προς το κατά πόσο υπήρξε ή όχι ρήξη παρθενικού υμένα σε υπόθεση βιασμού – Αξιολόγηση μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο ― Άρνηση του Εφετείου να επέμβει.

Δικαστήριο ― Αμεροληψία Δικαστηρίου ― Κατοχυρώνεται με το Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος ― Εφαρμοστέο κριτήριο για την εξαίρεση Δικαστή από την εκδίκαση υπόθεσης.

Δικηγόροι ― Οι πράξεις και η συμπεριφορά των δικηγόρων κατά το χειρισμό δικαστικών υποθέσεων ενώπιον των Δικαστηρίων πρέπει να συνάδουν με τους Θεσμούς και τη δεοντολογία ενός έντιμου επαγγέλματος.

Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο μετά από ακροαματική διαδικασία σε μία κατηγορία βιασμού, σε δεκατρείς κατηγορίες σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανήλικης και σε έξι κατηγορίες άσεμνης επίθεσης και του επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλάκισης 8 ετών.

Σύμφωνα με τα γεγονότα στα οποία έχει καταλήξει το Κακουργιοδικείο ο εφεσείων είναι αδελφός της μητέρας της παραπονουμένης. Η παραπονουμένη, κατά τους ουσιώδεις χρόνους των διαφόρων επεισοδίων στις οποίες στηρίζονται οι σχετικές κατηγορίες, ήταν 14 ετών, έτυχε δε και προηγουμένως σεξουαλικής παρενόχλησης από τον πατέρα της, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να φύγει από το σπίτι. Μετά τη φυγή του πατέρα, ο εφεσείων επισκεπτόταν την μητέρα της παραπονουμένης και την παραπονουμένη και άρχισε από την 1.1.99 να την παίρνει μαζί του στο χώρο όπου εργαζόταν. Της επιτίθετο άσεμνα στο αυτοκίνητό του, στο χώρο της εργασίας του και στο σπίτι της. Σε μία περίπτωση στο σπίτι της παραπονουμένης ο εφεσείων ήλθε σε σεξουαλική επαφή μαζί της τρεις φορές μέσα σε μία ώρα.

Ο εφεσείων παραδέχθηκε σε θεληματική κατάθεσή του στις [*614]2.8.01 ότι ήλθε σε σεξουαλική επαφή με την παραπονουμένη σε μια από τις επισκέψεις του στο σπίτι της. Πέντε μέρες αργότερα ο εφεσείων αναίρεσε την εν λόγω κατάθεσή του.

Ο εφεσείων κατέθεσε ενόρκως αρνούμενος την άσεμνη επίθεση εναντίον της παραπονουμένης και αποδίδοντας την όλη υπόθεση σε συνωμοσία της μητέρας της και του Πάμπου, με τον οποίο η μητέρα της είχε σχέσεις, για να τον βγάλουν “από τη μέση για να κάμουν τα σχέδια τους, όπως τα ήθελαν”.

Το Κακουργιοδικείο αποφάσισε να αποδεχθεί την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής κρίνοντας ένοχο τον εφεσείοντα σε 20 από τις 23 κατηγορίες που αντιμετώπιζε.

Ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους έφεσης:

1. Το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στην υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής να καλέσει το μάρτυρα κατηγορίας Χαράλαμπο Παύλου. Σχετικά υποβλήθηκε ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης που είχε, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 13 του Κεφ. 9, ότι ο μάρτυς ήταν ανίκανος και έτσι η απουσία του τελικά οδήγησε στη διεξαγωγή μιας μη δίκαιης δίκης.

2. Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ως αξιόπιστες μάρτυρες τη μητέρα της παραπονουμένης και τη γειτόνισσά της, στην οποία η παραπονουμένη ανέφερε ότι ο εφεσείων την παρενοχλούσε.

3. Λανθασμένα το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε τη μαρτυρία της παραπονουμένης.

4. Το Κακουργιοδικείο έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στη μαρτυρία της Κλινικής Ψυχολόγου Στέλλας Κυριακίδου, η οποία παρακολουθούσε την παραπονουμένη και εξήγησε τον τρόπο συμπεριφοράς της στο Δικαστήριο.

5. Το Κακουργιοδικείο λανθασμένα δεν προειδοποίησε τον εαυτό του για τους κινδύνους που υπήρχαν να στηριχθεί αποκλειστικά στη μαρτυρία της παραπονουμένης στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας.

6. Λανθασμένα έγινε αποδεκτή η ομολογία του εφεσείοντος.

7. Η τοποθέτηση διαχωριστικού στην αίθουσα εκδίκασης της υπόθεσης επέδρασε δυσμενώς στην υπεράσπιση του εφεσείοντος.

[*615]8.        Λανθασμένα το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε την ιατρική μαρτυρία του Δρος Ματσάκη (ο οποίος εξέτασε την παραπονουμένη και κατέθεσε ότι δεν διαπίστωσε ρήξη του παρθενικού υμένα) αντί τη μαρτυρία του Δρος Ν. Γεωργιάδη (ο οποίος δεν εξέτασε την παραπονουμένη και αρκέστηκε στην παράθεση θεωρητικών αναφορών). Ο Δρ. Ματσάκης κατέθεσε ότι αν ο εφεσείων τοποθετούσε στο παρελθόν επανειλημμένα το δάκτυλό του στον κόλπο της παραπονουμένης, θα ερχόταν σε επαφή με τον παρθενικό υμένα. Αν όμως αυτές οι επαφές δεν οδηγούσαν στη ρήξη του υμένα, τοτε θα υπήρχαν αυξημένες πιθανότητες να μη γινόταν ρήξη με το πέος και έτσι η διαπίστωση του ότι δεν βρήκε “εμφανή ρήξη” του υμένα, δεν αποτελούσε γι’ αυτόν έκπληξη.

9. Το Κακουργιοδικείο ενήργησε κάτω από το κράτος προκατάληψης και παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης επειδή απέρριψε αίτημα της Υπεράσπισης για εξαίρεση της σύνθεσης του, από την περαιτέρω εκδίκαση της υπόθεσης.

10.     Η Κατηγορούσα Αρχή απέφυγε σκόπιμα να ζητήσει από το μάρτυρα Δρα Ματσάκη να καταθέσει την ιατροδικαστική του έκθεση αναφορικά με τον εφεσείοντα. Στην εν λόγω έκθεση ο Δρ. Ματσάκης περιέγραφε τον εφεσείοντα αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ότι ο εφεσείων είχε φυσιολογικά γεννητικά όργανα. Ήταν η θέση της Υπεράσπισης, ότι την εν λόγω έκθεση του κ. Ματσάκη (η οποία τέθηκε τελικά κατά την αντεξέτασή του), η Κατηγορούσα Αρχή δεν την κατέθεσε γιατί, εφόσον δεν διαρρήχθηκε ο παρθενικός υμένας, ο ισχυρισμός της παραπονουμένης για βιασμό “θα κλονιζόταν συνθέμελα”.

11.     Η κατηγορούσα Αρχή σκόπιμα δεν αποκάλυψε στο μάρτυρα Δρα Ματσάκη πριν από την εξέταση της παραπονουμένης ότι η τελευταία είχε ισχυρισθεί τριπλό βιασμό σε διάρκεια μιας ώρας και επαναλαμβανόμενη δακτυλική επαφή στον κόλπο της για διάστημα μεγαλύτερο από δύο χρόνια. Ήταν η θέση της Υπεράσπισης ότι τα στοιχεία που δεν τέθηκαν σε γνώση του Δρος Ματσάκη συνιστούσαν μια αθέμιτη παράλειψη εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής και απόκρυψη ουσιώδους μαρτυρίας για να παραπλανήσει το μάρτυρα, με σκοπο να καταλήξει σε ευνοϊκότερα συμπεράσματα για την εκδοχή της παραπονουμένης.

12.     Η Κατηγορούσα Αρχή παρέλειψε να ζητήσει στη δίκη εντός δίκης από το Δρα Ολύμπιο να καταθέσει φάκελο του εφεσείοντος μέσα στον οποίο υπήρχε ουσιώδης μαρτυρία για τη βεβαρημένη κατάσταση της υγείας του.

13.     Λανθασμένα το Κακουργιοδικείο κατέληξε στην καταδίκη του [*616]εφεσείοντος αφού προέβηκε σε λανθασμένη εκτίμηση της ομολογίας του σε συνδυασμό με την υπόλοιπη μαρτυρία που συνηγορούσε ότι δεν διαπράχθηκε οποιοδήποτε αδίκημα.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Η θέση της Υπεράσπισης αναφορικά με το Άρθρο 13 του Κεφ. 9, είναι λανθασμένη, γιατί η Κατηγορούσα Αρχή δεν κάλεσε το μάρτυρα και δεν τον πρόσφερε για αντεξέταση όχι γιατί ήταν ανίκανος μάρτυρας σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 13 του Κεφ. 9, αλλά γιατί έκρινε ότι δεν ήταν μάρτυρας που μπορούσε να γίνει πιστευτός. Ο εν λόγω μάρτυρας, ήταν αδελφός του πατέρα της παραπονουμένης και είχε καταδικαστεί μετά την καταχώρηση της παρούσας υπόθεσης σε δεκαετή φυλάκιση για ανθρωποκτονία. Η Κατηγορούσα Αρχή θεώρησε ότι δεν επιθυμούσε να τον καλέσει ως μάρτυρα κατηγορίας, γιατί, έχοντας υπόψη την ιατρική μαρτυρία που είχε ήδη δοθεί ότι ο μάρτυς υπέφερε από διαταραχή προσωπικότητας εξαρτητικού και σχιζοτυπικού τύπου, έκρινε ότι δεν θα ήταν πιστευτός. Η Κατηγορούσα Αρχή δεν είχε υποχρέωση να αποδείξει εκ νέου ποιά ήταν η κατάσταση του μάρτυρος. Η μαρτυρία αυτή είχε κατατεθεί χωρίς ένσταση και βρισκόταν στο φάκελο της ποινικής υπόθεσης 1868/03 η οποία αφορούσε τον εν λόγω μάρτυρα. Ο φάκελος είχε καταχωρηθεί χωρίς ένσταση από την Υπεράσπιση και το Κακουργιοδικείο χωρίς να έχει προβεί σε οποιαδήποτε ευρήματα για τη ψυχική υγεία του μάρτυρα, δεν μπορούσε να παραγνωρίσει τα στοιχεία που είχαν παρουσιασθεί εκ συμφώνου ενώπιόν του. Η απόφαση της Κατηγορούσας Αρχής να μην τον καλέσει ήταν, υπό τις περιστάσεις, εύλογη. Η Υπεράσπιση είχε τη δυνατότητα να κλητεύσει τον εν λόγω μάρτυρα, δεν το έπραξε και δεν μπορεί να επικαλείται ότι παραβιάσθηκε η αρχή της διεξαγωγής δίκαιης δίκης.

2. Η αξιολόγηση των μαρτύρων ανάγεται στη σφαίρα της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δεν αναμένεται ότι η μαρτυρία ενός μάρτυρος πρέπει να συνάδει απόλυτα με τη μαρτυρία των υπολοίπων μαρτύρων. Οι διαφορές στη μαρτυρία είναι αναπόφευκτες. Αν οι διαφορές είναι επουσιώδεις και τα ευρήματα του Δικαστηρίου εύλογα το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Στην εκκαλούμενη απόφαση, οι διαφορές που υποδείχθηκαν δεν μπορούν να οδηγήσουν στη απόρριψη της μαρτυρίας των πιο πάνω μαρτύρων.

3. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την επέμβαση του Εφετείου αναφορικά με την αποδοχή της εκδοχής της παραπονουμένης. Οι διαφορές που υποδείχθηκαν είναι επουσιώδεις σε βαθμό που δεν θα μπορούσαν να αποτρέψουν το Κακουργιοδικείο να καταλήξει στα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε.

[*617]

4. Το Κακουργιοδικείο αποφάσισε να κάμει αποδεκτή τη μαρτυρία της Στέλλας Κυριακίδου επειδή η εν λόγω μαρτυρία ήταν “απόλυτα δεκτή και οι εξηγήσεις που έδωσε ήταν όχι μόνο επιστημονικά τεκμηριωμένες αλλά και σύμφωνες με την ανθρώπινη εμπειρία και λογική”.

5. Το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε τη μαρτυρία της παραπονουμένης χωρίς ενισχυτική μαρτυρία αφού προειδοποίησε τον εαυτό του για τους κινδύνους που περιέχονται στο να βασισθεί αποκλειστικά σε μια τέτοια μαρτυρία χωρίς ενίσχυση. Η προειδοποίηση έχει δοθεί μετά την ανάλυση της κατάθεσης της παραπονουμένης και τη διαπίστωση της ύπαρξης μερικών τρωτών και αδυναμιών στη μαρτυρία της, στοιχεία όμως που δεν μπορούσαν να κλονίσουν την αξιοπιστία της.  Η προειδοποίηση που έχει δοθεί ικανοποιεί την απαίτηση ότι τα λόγια που έχουν χρησιμοποιηθεί είναι αντιληπτά ώστε να εξασφαλίζεται η προστασία του εφεσείοντος.

6. Δεν έχει καταδειχθεί ότι συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος ανατροπής της πρωτόδικης ενδιάμεσης απόφασης με την οποία έγινε αποδεκτή η ομολογία του εφεσείοντος ως θεληματική. Το Κακουργιοδικείο προέβη σε ορθή και λεπτομερή ανάλυση τόσο της μαρτυρίας όσο και της νομικής θέσης.

7. Σύμφωνα με τις σχετικές πρόνοιες του περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου, αρ. 95(Ι)/2001 η τοποθέτηση διαχωριστικού πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να επιτρέπεται στον κατηγορούμενο να παρακολουθεί ακουστικά το μάρτυρα και να δίνει οδηγίες στο δικηγόρο του. Στην παρούσα περίπτωση δεν προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι ο κατηγορούμενος δεν άκουε καθόλου ή ότι δημιουργήθηκαν προβλήματα στην Υπεράσπιση.

8. Η αποδοχή της μαρτυρίας του Δρος Ματσάκη, ο οποίος είχε εξετάσει την παραπονουμένη, βρισκόταν μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας του Κακουργιοδικείου και είναι δεόντως αιτιολογημένη.

9. Η ανεξαρτησία και αμεροληψία του Δικαστηρίου κατοχυρώνεται τόσο με το Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όσο και με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Το κριτήριο για την εξαίρεση Δικαστή είναι η δημιουργία δικαιολογημένης εντύπωσης ύπαρξης πραγματικής πιθανότητας προκατάληψης από το Δικαστή στο νου του μέσου εχέφρονα πολίτη, ο οποίος γνωρίζει όλα τα γεγονότα. Εικασίες και καχυποψίες μόνο δεν είναι αρκετές. Η εισήγηση του εφεσείοντος για προκατάληψη εί[*618]ναι εντελώς αβάσιμη. Η ένσταση του εφεσείοντος έπρεπε να υποβληθεί στον κατάλληλο χρόνο όταν το Κακουργιοδικείο εξέταζε το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για τη μη παρουσίαση του Χαράλαμπου Παύλου ως μάρτυρα κατηγορίας στην παρούσα υπόθεση. Η Υπεράσπιση παρέλειψε να το πράξει και δεν μπορούσε αργότερα να ζητήσει την εξαίρεση της σύνθεσης του Κακουργιοδικείου, που πρακτικά θα ισοδυναμούσε με επανεξέταση της ενδιάμεσης απόφασης για τη μη παρουσίαση του μάρτυρα.

10.     Η παράλειψη της κατάθεσης της έκθεσης του Δρος Ματσάκη δεν είχε επηρεάσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την Υπεράσπιση του εφεσείοντος. Και τούτο γιατί η εν λόγω έκθεση τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την παραπομπή του εφεσείοντος σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου και η Υπεράσπιση είχε την ευχέρεια, όπως και έπραξε, να θέσει το περιχόμενό της στο μάρτυρα Δρα Ματσάκη και να τον αντεξετάσει.

11.     Το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι τα στοιχεία που αναφέρονται στον υπ’ αρ. 11 λόγο έφεσης ήταν θεμελιακά και έπρεπε να είχαν δοθεί στο Δρα Ματσάκη προτού προβεί στην εξέταση της παραπονουμένης. Όμως το Κακουργιοδικείο έθεσε τόσο στο Δρα Ματσάκη όσο και στο μάρτυρα της Υπεράσπισης Δρα Γεωργιάδη το στοιχείο των δακτυλικών επαφών για να το σχολιάσουν. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια το Κακουργιοδικείο αποφάνθηκε ότι η πιο πάνω παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής δεν επηρέασε δυσμενώς την Υπεράσπιση του εφεσείοντος. Η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου ήταν ορθή.

12.     Ο δικηγόρος του εφεσείοντος δεν μπορεί να προβάλλει την δική του παράλειψη να απαιτήσει την παρουσίαση του φακέλου του εφεσείοντος από τον Δρα Ολύμπιο ως κακόβουλη παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να προσκομίσει το φάκελο.

13.     Η αξιολόγηση του Κακουργιοδικείου ήταν απόλυτα ορθή. Η θεληματική κατάθεση του εφεσείοντος σε συνδυασμό με την εκδοχή της παραπονουμένης που έγινε δεκτή από το Δικαστήριο, συνέθεσαν τη βάση επί της οποίας στηρίχθηκε το συμπέρασμα ενοχής του εφεσείοντος. Ανεξάρτητα δε από την θεληματική κατάθεση του εφεσείοντος, η μαρτυρία της παραπονουμένης ήταν συντριπτική για τον εφεσείοντα.

14.     Ο δικηγόρος, κατά την άσκηση του επαγγέλματός του, πρέπει να ενεργεί με τρόπο που να συνάδει με τους Θεσμούς και τη δεοντολογία, μέσα στα πλαίσια σεβασμού του Δικαστηρίου με τη χρησιμοποίηση εκείνων των λέξεων που υποδηλούν ακριβώς αυτού του είδους το σεβασμό. Στην παρούσα περίπτωση η χρήση συγκεκριμένων εκφράσεων από το δι[*619]κηγόρο, μεταξύ των οποίων ήταν και η έκφραση ότι το Κακουργιοδικείο “προσπάθησε να αποκρύψει (κατά κάποιο τρόπο) τη σοβαρότητα της μαρτυρίας του Χαράλαμπου Παύλου, που το ίδιο απέκλεισε από του να ακουστεί”, ήταν αβάσιμη και απαράδεκτη.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Ιωάννου και Άλλη ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 657,

Brown v. Brown [1997] 1 Cr. App. R. 112,

Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172,

Sedora Enterprises v. Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1990) 2 Α.Α.Δ. 282,

Αεροπόρος και άλλοι ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 362,

Πέτρου και άλλοι ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 76,

Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220,

Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 72,

Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320,

Ξυδιάς κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 174,

R. v. O’Reilly [1967] 51 Cr. App. R. 345,

R. v. Henry and Manning [1969] 53 Cr. App. R. 150,

Πίτσιλλος ν. Δημοκρατίας (1994) 1 Α.Α.Δ. 268,

Locabail Ltd v. Bayfield Properties [2001] 1 All E.R. 65,

Ex p. Pinochet Ugarte (No.2) [1999] 1 All E.R. 577 (HL),

Taylor and another v. Lawrence and another [2002] 2 All E.R. 353,

Hauschildt v. Denmark (A 154 para 59 [1989],

Sainte Marie v. France (A 253 – A para 32 [1992],

[*620]

Σοφοκλέους ν. Ταβελούδη και Άλλων (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 837,

Economides and Αnother v. Police (1983) 2 C.L.R. 301,

Razis and another v. Republic (1983) 3 C.L.R. 309,

Αποστολίδου ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 80,

In Re C.D. an Advocate (1969) 1 C.L.R. 376.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 17885/2001), ημερομηνίας 28/9/2001, με την οποία βρέθηκε ένοχος σε μία κατηγορία βιασμού (κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα), σε δεκατρείς κατηγορίες σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανήλικης (κατά παράβαση του Άρθρου 3(1)(γ)(2)(β) του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου Αρ. 3(Ι)/2000 και σε έξι κατηγορίες άσεμνης επίθεσης (κατά παράβαση των Άρθρων 151 και 35 του Ποινικού Κώδικα) και καταδικάστηκε όπως εκτίσει συνολικά ποινή φυλάκισης 8 χρόνων.

Π. Μιχαήλ, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Ζαχαριάδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Ο Εφεσείων είναι παρών.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της απόφασης του Κακουργιοδικείου σύμφωνα με την οποία βρέθηκε ένοχος σε μία κατηγορία βιασμού (κατά παράβαση των άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα), σε δεκατρείς κατηγορίες σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανήλικης (κατά παράβαση του άρθρου 3(1)(γ)(2)(β) του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου αρ. 3(Ι)/2000) και σε έξι κατηγορίες άσεμνης επίθεσης (κατά παράβαση των άρθρων 151 και 35 του Ποινικού Κώδικα). Ο εφεσείων καταδι[*621]κάστηκε όπως εκτίσει συνολικά ποινή φυλάκισης 8 χρόνων.

(Α) Τα Γεγονότα και η Πρωτόδικη Απόφαση.

Σύμφωνα με τα γεγονότα στα οποία έχει καταλήξει το Κακουργιοδικείο, ο εφεσείων είναι αδελφός της μητέρας της παραπονουμένης η οποία, κατά τους ουσιώδεις χρόνους των διαφόρων επεισοδίων πάνω στις οποίες στηρίζονται οι σχετικές κατηγορίες, ήταν 14 χρόνων. Ως αποτέλεσμα προηγούμενης σεξουαλικής παρενόχλησης της παραπονουμένης από τον πατέρα της, ο τελευταίος έφυγε από το οικογενειακό σπίτι. Μετά τη φυγή του πατέρα, ο εφεσείων επισκεπτόταν την αδελφή του (μητέρα της παραπονουμένης) και την παραπονουμένη και άρχισε από την 1/1/99 να την παίρνει μαζί του στο Kykko Bowling όπου εργαζόταν. Ενώ την μετέφερνε με το αυτοκίνητο του στο πιο πάνω μέρος της επιτίθετο άσεμνα, χαϊδεύοντας την στο μηρό.

Στο Kykko Bowling, όπου εργαζόταν ως τεχνικός, την οδηγούσε στο δωμάτιο του εργαστηρίου, όπου επιδιδόταν σε άσεμνες πράξεις εναντίον της. Πιο συγκεκριμένα, της ανασήκωνε τα ρούχα και τη χαΐδευε και τη φιλούσε στο σώμα, τοποθετούσε ένα δάκτυλο στα γεννητικά της όργανα, έπαιρνε και τοποθετούσε το χέρι της στο πέος του ενώ αυτός αυνανιζόταν και προσπαθούσε να την πείσει να έλθει σε σεξουαλική επαφή μαζί του. Η συμπεριφορά του εφεσείοντος επαναλαμβανόταν στο σπίτι της παραπονουμένης, όταν απουσίαζαν η μητέρα και τα αδέλφια της. Σε μια από τις επισκέψεις του στο σπίτι της παραπονουμένης και ενώ απουσίαζαν η μητέρα και τα αδέλφια της, ο εφεσείων την έσπρωξε και αφού την οδήγησε στο υπνοδωμάτιο της, ήλθε σε σεξουαλική επαφή μαζί της τρεις φορές μέσα σε μια ώρα.

Μέσα στον Ιούλιο του 2001 η παραπονουμένη, που είχε αναστατωθεί από την επίσκεψη του εφεσείοντος στο σπίτι της, ανέφερε σε μια γειτόνισσα ότι δεν ήθελε να ξαναπάει με τον εφεσείοντα στο Kykko Bowling γιατί την πείραζε. Λίγο αργότερα ανέφερε περισσότερες λεπτομέρειες στον αδελφό του πατέρα της. Την 1/8/2001 η μητέρα της κατάγγειλε την υπόθεση στην Αστυνομία, όταν αντιλήφθηκε ότι η παραπονουμένη ήταν στεναχωρημένη και ήθελε να αυτοκτονήσει.

Όταν η Αστυνομία ανέκρινε τον εφεσείοντα στις 2/8/2001, ο τελευταίος παραδέχθηκε ότι, άνκαι η παραπονουμένη ήταν 14 χρόνων, εντούτοις φαινόταν πιο μεγάλη και ο εφεσείων την θεωρούσε ωραία γυναίκα. Μια μέρα που πήγε στο σπίτι της, την οδήγησε στην [*622]κρεβατοκάμαρη της και εκεί, μετά από διάφορες θωπείες στα ευαίσθητα σημεία του σώματος της, ήλθε σε σεξουαλική επαφή μαζί της. Αρχικά η ίδια δεν δεχόταν αλλά αργότερα δεν αντιδρούσε. Συμπληρώνοντας την κατάθεση του ο εφεσείων ανέφερε: «Τώρα που το σκέφτομαι ήταν ένα λάθος μου τούτη η πράξις».

Πέντε μέρες αργότερα και πιο συγκεκριμένα στις 7/8/2001 ο εφεσείων αναίρεσε την πιο πάνω κατάθεση του δηλώνοντας:

“Θέλω να σας αναφέρω μετά που οδηγίες του δικηγόρου μου ότι η πρώτη κατάθεση που σας έδωσα δεν είναι αληθινή, την έδωσα επειδή φοβήθηκα, η πραγματικότητα είναι ότι την Μαρία την χάιδευα μόνο φιλικά σ’ όλο της το σώμα.”

Προς απόδειξη των σχετικών κατηγοριών η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε την παραπονουμένη, τη μητέρα της Δήμητρα Χρυσοστόμου (η οποία κατέθεσε ότι ο εφεσείων έκαμνε διάφορα δώρα στην κόρη της και ότι η μάρτυς τηλεφώνησε στην Αστυνομία όταν αντιλήφθηκε ότι η κόρη της ήθελε να αυτοκτονήσει),  τη Χριστίνα Κοκκινόφτα, Λοχία στην Αστυνομική Ακαδημία Κύπρου (η οποία πήρε το γραπτό παράπονο της παραπονουμένης), το Βοηθό Υπεύθυνο του ΟΠΕ Λευκωσίας Αν. Υπαστυνόμο Γ. Χινινό και Υπαστυνόμο Σ. Τερεζόπουλο (οι οποίοι ως ανακριτές της υπόθεσης πήραν την κατάθεση-ομολογία του εφεσείοντος), το Φοίβο Τσιαμέττη (Διευθυντή του Kykko Bowling όπου εργαζόταν ο εφεσείων, ο οποίος κατέθεσε ότι ο εφεσείων έφερνε μαζί του την ανήλικη), το Δώρο Πολυδώρου (Λειτουργό του Γραφείου Ευημερίας Λευκωσίας, ο οποίος κατέθεσε ότι σε συνάντηση που είχε με την παραπονουμένη η τελευταία του ανέφερε ότι ο εφεσείων την παρενοχλούσε σεξουαλικά), τη Βαθούλα Βασιλείου (γειτόνισσα της παραπονουμένης στην οποία η παραπονουμένη της ανέφερε ότι την ενοχλούσε ο εφεσείων), τη Στέλλα Κυριακίδου (Κλινική Ψυχολόγο, η οποία παρακολουθούσε την παραπονουμένη και εξήγησε τον τρόπο συμπεριφοράς της παραπονουμένης), το Νίκο Νικολάου (συνάδελφο του εφεσείοντος ο οποίος ανέφερε ότι ο εφεσείων έφερνε στο Kykko Bowling την παραπονουμένη), την Ανδριάνα Μαλεκκίδου (Πρωτοκολλητή Α΄ στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, η οποία κατέθεσε αντίγραφο της απόφασης της 6/6/2003 του Κακουργιοδικείου στην υπ’ αρ. 1868/03 στην οποία ο Χαράλαμπος Παύλου (Πάμπος), αδελφός του πατέρα της παραπονουμένης, είχε καταδικασθεί σε δεκαετή φυλάκιση γιατί σκότωσε τον πατέρα του Άνθιμο Παύλου ενώ βρισκόταν υπό κράτος έντονης ψυχικής αποδιοργάνωσης) και το Δρα Μάριο Ματσάκη (ο οποίος εξέτασε την παραπονουμένη και κατέθεσε ότι δεν διαπίστωσε ρήξη του παρθενικού της υμένα).

[*623]

Ο εφεσείων κατέθεσε ενόρκως ισχυριζόμενος ότι ουδέποτε επιτέθηκε άσεμνα εναντίον της παραπονουμένης, ότι την χαΐδευε μόνο στον ώμο και τη φιλούσε καμιά φορά στο μάγουλο σαν θείος και ότι η καταγγελία της παραπονουμένης εναντίον του ήταν το αποτέλεσμα συνωμοσίας της μητέρας της και του Πάμπου, με τον οποίο η μητέρα της είχε σχέσεις και οι δύο τους ήθελαν να βγάλουν τον εφεσείοντα “από τη μέση για να κάμουν τα σχέδια τους, όπως τα ήθελαν”. Ο εφεσείων κλήτευσε επίσης το Δρα Νίκο Γεωργιάδη (Ειδικό Γυναικολόγο – Μαιευτήρα, ο οποίος κατέθεσε ότι σύμφωνα με τις καταγγελίες της παραπονουμένης θα ανέμενε ότι θα έπρεπε να υπήρχε ρήξη του παρθενικού της υμένα) και την Τατιάνα Ιωάννου (σύζυγο αδελφού της μητέρας της παραπονουμένης), η οποία ρώτησε την παραπονουμένη αν ο εφεσείων της είχε επιτεθεί άσεμνα και η παραπονουμένη της απάντησε αρνητικά.

Το Κακουργιοδικείο, αφού προέβηκε σε μια λεπτομερή αξιολόγηση του συνόλου της μαρτυρίας που είχε παρουσιαστεί ενώπιον του, αποφάσισε να αποδεχθεί την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής βρίσκοντας τον εφεσείοντα ένοχο σε 20 από τις 23 κατηγορίες που αντιμετώπιζε.

(Β) Οι Λόγοι Έφεσης.

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για πολλούς και διάφορους λόγους. Έχουμε ταξινομήσει και θα εξετάσουμε τους διάφορους λόγους έφεσης με την πιο κάτω σειρά:

(i) Μη κλήτευση του Χαράλαμπου Παύλου.

Έχει προβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ο ισχυρισμός ότι το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στην υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής να καλέσει ή τουλάχιστο να διαθέσει προς αντεξέταση το Μάρτυρα Κατηγορίας 3 επί του κατηγορητηρίου Χαράλαμπο Παύλου. Σχετικά υποβλήθηκε ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης που είχε, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 13 του περί Απόδειξης Νόμου Κεφ. 9, ότι ο μάρτυς ήταν ανίκανος και έτσι η απουσία του τελικά οδήγησε στη διεξαγωγή μιας μη δίκαιης δίκης.

Επισημαίνουμε ότι η πιο πάνω θέση αναφορικά με το άρθρο 13 του Κεφ. 9, είναι λανθασμένη, γιατί η Κατηγορούσα Αρχή δεν κάλεσε το μάρτυρα και δεν τον πρόσφερε για αντεξέταση όχι γιατί ήταν [*624]ανίκανος μάρτυρας σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 13 του Κεφ. 9, αλλά γιατί έκρινε ότι δεν ήταν μάρτυρας που μπορούσε να γίνει πιστευτός.

Από τη μαρτυρία που είχε παρουσιαστεί, φαίνεται ότι ο Χαράλαμπος Παύλου είχε καταδικαστεί από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο στις 6/6/2003 στην υπ’ αρ. 1868/03 ποινική υπόθεση σε δεκαετή φυλάκιση μετά από παραδοχή του στο αδίκημα της ανθρωποκτονίας, αφού είχε σκοτώσει τον πατέρα του Άνθιμο Παύλου, βρισκόμενος υπό κράτος έντονης αποδιοργάνωσης του ψυχικού του κόσμου. Όπως φαίνεται από τα πρακτικά της πιο πάνω υπόθεσης, ο Χαράλαμπος Παύλου επιτέθηκε εναντίον του πατέρα του με μαχαίρι γιατί το θύμα συμπεριφερόταν με βαναυσότητα στη μητέρα του και δεν την άφησε να μεταβεί στη γαμήλια τελετή συγγενικών τους προσώπων. Η Κατηγορούσα Αρχή ανέφερε ότι άνκαι η μαρτυρία του πιο πάνω μάρτυρα ήταν ευνοϊκή για τις θέσεις της, δεν επιθυμούσε να τον καλέσει αλλά και ούτε να τον προσφέρει προς αντεξέταση γιατί σύμφωνα με ιατρική μαρτυρία, ο μάρτυς έπασχε από διαταραχή προσωπικότητας εξαρτητικού και σχιζοτυπικού τύπου και εβίωνε εξωτερικεύοντας πληθώρα παραληρητικών ιδεών και ψευδαισθήσεων ακουστικού τύπου. Ο πιο πάνω υπάκουε και υπέκυπτε σε αυτές τις ψευδαισθήσεις και αισθανόταν ότι οι πράξεις του κατευθύνονταν από κάποιες δυνάμεις τις οποίες ο ίδιος ονόμαζε ως “mobile”.

Το Κακουργιοδικείο, αφού ανέφερε ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει βασική υποχρέωση να καλεί όλους τους μάρτυρες που βρίσκονται στο κατηγορητήριο, εντούτοις σημείωσε ότι διατηρεί τη διακριτική ευχέρεια να μην καλέσει ένα συγκεκριμένο μάρτυρα αν, κατά την άποψή της, η μαρτυρία του δεν θα μπορούσε να γίνει πιστευτή. Το Κακουργιοδικείο αφού προέβηκε σε μια αναφορά στη νομολογία και αφού σημείωσε ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν μπορεί να αποφύγει την υποχρέωση να καλέσει ένα μάρτυρα γιατί θα δώσει μια διαφορετική προφορική κατάθεση από ό,τι περιέχει η γραπτή του κατάθεση, αποφάνθηκε ότι η απόφαση της Κατηγορούσας Αρχής να μην καλέσει το μάρτυρα ως μη πιστευτό ήταν εύλογη κάτω από τις περιστάσεις. Σύμφωνα με τη σχετική ενδιάμεση απόφαση η Κατηγορούσα Αρχή δεν ενήργησε ύποπτα ή για αλλότριους λόγους και η θέση της Υπεράσπισης ότι ο μάρτυς αυτός θα της ήταν χρήσιμος δεν ήταν λόγος που θα μπορούσε να ανατρέψει την απόφαση της Κατηγορούσας Αρχής να μην τον καλέσει.

Οι λόγοι που έχουν προβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος, ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν εδικαιολογείτο να θεωρήσει το μάρτυρα αναξιόπιστο και να μην τον καλέσει ή τον προσφέρει για αντεξέτα[*625]ση, δεν ευσταθούν. Το θέμα της κλήτευσης ή της μη κλήτευσης ενός μάρτυρος κατηγορίας εξετάστηκε πρόσφατα στην απόφαση Μαρία Ιωάννου και Ανδριανή Ηρακλέους ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 657, στις οποίες το Ανώτατο Δικαστήριο, αφού προέβηκε σε μια αναφορά στη νομολογία, υιοθέτησε την προσέγγιση της Αγγλικής νομολογίας όπως αυτή καθορίστηκε στην υπόθεση Brown v. Brown (1997) 1 Cr. App. R. 112. Σύμφωνα με την 4η κατευθυντήρια γραμμή της πιο πάνω απόφασης,

“Counsel for the prosecution ought normally to call, or offer to call, all the witnesses who give direct evidence of the primary facts of the case unless the prosecutor regards the witness’s evidence as unworthy of belief.”

Σε ελεύθερη μετάφραση,

“Η Κατηγορούσα Αρχή κανονικά πρέπει να καλεί ή να προσφέρει όλους τους μάρτυρες που μπορούν να δώσουν άμεση μαρτυρία για τα κύρια γεγονότα της υπόθεσης, εκτός αν ο Δημόσιος Κατήγορος θεωρεί τη μαρτυρία ως μη ικανή να γίνει πιστευτή.”

Επίσης σύμφωνα με την 7η κατευθυντήρια γραμμή,

“Counsel for the prosecution, properly exercising his discretion, is not obliged to offer a witness upon whom the Crown does not rely merely in order to give the defence material with which to attack the credit of other witnesses on whom the Crown does rely. The law does not insist that the prosecution are obliged to call a witness for no purpose other than to assist the defence in its endeavours to destroy the Crown’s own case. Such a course would merely serve to confuse a jury. The Crown’s obligation is to make such witnesses available to the defence so that the defence can call them if they choose to do so.”

Σε ελεύθερη μετάφραση,

“Η Κατηγορούσα Αρχή δεν είναι υπόχρεη να προσφέρει ένα μάρτυρα (πάνω στη μαρτυρία του οποίου δεν προτίθεται να βασισθεί), για να δώσει την ευχέρεια στην Υπεράσπιση να τον χρησιμοποιήσει για να επιτεθεί εναντίον της αξιοπιστίας των υπόλοιπων μαρτύρων κατηγορίας (στη μαρτυρία των οποίων προτίθεται να βασισθεί). Μια τέτοια διαδικασία απλά προκαλεί σύγχυση. Η υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής είναι να έχει τέτοιους μάρτυρες στη διάθεση της Υπεράσπισης, για να [*626]δώσει την ευχέρεια στην Υπεράσπιση να τους καλέσει αν η Υπεράσπιση το κρίνει σκόπιμο.”

Σύμφωνα τέλος, με την 6η κατευθυντήρια γραμμή, ο κατ’ εξοχήν κριτής κατά πόσο ένας μάρτυρας για κύρια γεγονότα είναι ανάξιος να γίνει πιστευτός, είναι η Κατηγορούσα Αρχή.

Περαιτέρω, στην υπόθεση Ιωάννου (πιο πάνω) το Εφετείο σχολιάζοντας την Brown v. Brown παρατήρησε τα ακόλουθα στη σελ. 668 της απόφασής του:

“Το Ποινικό Εφετείο αφού ανέφερε ότι η αμφισβήτηση της εγκυρότητας μιας καταδικαστικής απόφασης (γιατί η Κατηγορούσα Αρχή αρνείται να καλέσει ή να προσφέρει ένα μάρτυρα προς αντεξέταση), έχει καταστεί πρόσφατα αρκετά δημοφιλής μεταξύ των δικηγόρων, τόνισε ότι είναι αρκετά δύσκολο να επιτύχει. Και τούτο γιατί η Υπεράσπιση έχει την ευχέρεια να καλέσει το μάρτυρα και το Εφετείο καλείται να εξετάσει τη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποφανθεί πάνω σε ένα θέμα που εμπίπτει μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας του Δημόσιου Κατήγορου.”

Στην παρούσα περίπτωση η Κατηγορούσα Αρχή είχε συμπεριλάβει στον κατάλογο των μαρτύρων κατηγορίας που καταχωρήθηκε μαζί με την ποινική υπόθεση στις 5/9/2001 και το Χαράλαμπο Παύλου. Ο μάρτυς αυτός καταδικάστηκε δύο περίπου χρόνια αργότερα σε δεκαετή φυλάκιση για ανθρωποκτονία. Η Κατηγορούσα Αρχή θεώρησε ότι δεν επιθυμούσε να τον καλέσει ως μάρτυρα κατηγορίας, γιατί, έχοντας υπόψη την ιατρική μαρτυρία που είχε ήδη δοθεί ότι ο μάρτυς υπέφερε από διαταραχή προσωπικότητας εξαρτητικού και σχιζοτυπικού τύπου, έκρινε ότι δεν θα ήταν πιστευτός. Η Κατηγορούσα Αρχή δεν είχε υποχρέωση να αποδείξει εκ νέου ποιά ήταν η κατάσταση του μάρτυρος. Η μαρτυρία αυτή είχε κατατεθεί χωρίς ένσταση και βρισκόταν στο φάκελο της ποινικής υπόθεσης 1868/03. Σημειώνουμε ότι ο φάκελος καταχωρήθηκε χωρίς ένσταση από την Υπεράσπιση και το Κακουργιοδικείο χωρίς να έχει προβεί σε οποιαδήποτε ευρήματα για τη ψυχική υγεία του μάρτυρα, δεν μπορούσε να παραγνωρίσει τα στοιχεία που είχαν παρουσιασθεί εκ συμφώνου ενώπιον του. Έχοντας υπόψη τη σχετική νομολογία πάνω στο θέμα και τους λόγους που προβλήθηκαν για την επιλογή της μη κλήτευσης ή προσφοράς του, έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ήταν εύλογη η απόφαση της Κατηγορούσας Αρχής για την αξιοπιστία του μάρτυρα και εδικαιολογείτο να μην τον καλέσει, η δε πρωτόδικη ενδιάμεση απόφαση ήταν ορθή. Τελικά παρατηρούμε ότι [*627]η Υπεράσπιση δεν μπορεί να επικαλείται ότι παραβιάστηκε η αρχή της διεξαγωγής δίκαιης δίκης αφού θα μπορούσε να κλητεύσει η ίδια το μάρτυρα, πράγμα που παρέλειψε να πράξει.

(ii) Λανθασμένα το Κακουργιοδικείο θεώρησε ως αξιόπιστες μάρτυρες τη Δήμητρα Χρυσοστόμου και Βαθούλα Βασιλείου.

Έχει προβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα αποδέχθηκε τις μαρτυρίες των μαρτύρων κατηγορίας Δήμητρας Χρυσοστόμου και Βαθούλας Βασιλείου και τούτο γιατί οι μαρτυρίες των πιο πάνω χαρακτηρίζονταν από ασάφειες, αντιφάσεις και ανακρίβειες.

Αναφορικά με τη μάρτυρα Δήμητρα Χρυσοστόμου (μητέρα της παραπονουμένης) υποβλήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η μάρτυς δεν θυμόταν πάρα πολλά και ουσιώδη γεγονότα που αφορούσαν την υπόθεση, απαντώντας σε διάφορες ερωτήσεις με τις λέξεις «Δεν θυμούμαι».

Αναφορικά με τη Βαθούλα Βασιλείου υποβλήθηκε ότι η μάρτυς υπέπεσε σε μια σοβαρότατη αντίφαση και ότι φοβόταν να αποκαλύψει ουσιώδη στοιχεία που αφορούσαν τη γραμμή υπεράσπισης του εφεσείοντος.

Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι η μαρτυρία της μητέρας της παραπονουμένης Δήμητρας Χρυσοστόμου ήταν ειλικρινής και η θέση της ότι δεν είχε λόγους να υποψιαστεί τον αδελφό της (εφεσείοντα) όταν έπαιρνε την παραπονουμένη στο Kykko Bowling ήταν εύλογη. Η μαρτυρία της επιβεβαίωνε ότι η παραπονουμένη είχε παραπονεθεί αρχικά στον αδελφό του πατέρα της και αυτός στη μάρτυρα, χωρίς να της δώσει όμως λεπτομέρειες, όπως επίσης και ότι η παραπονουμένη απειλούσε και παλαιότερα ότι θα αυτοκτονήσει χωρίς να αποκαλύπτει τους λόγους και ότι ουδέποτε της είπε ότι θα αυτοκτονούσε λόγω παρενοχλήσεων του πατέρα της.

Το Κακουργιοδικείο έκρινε επίσης ότι η Βαθούλα Βασιλείου ήταν αξιόπιστη μάρτυς. Σύμφωνα με τη σχετική απόφαση, η πιο πάνω υπήρξε μια ανεξάρτητη μάρτυς που γνώριζε την οικογένεια της παραπονουμένης και επιβεβαίωσε την εκδοχή της παραπονουμένης, ότι ενώ κατέβαινε τα σκαλιά από το ανώγειο σπίτι στο οποίο διέμενε, είδε την παραπονουμένη να κλαίει και της είπε ότι δεν ήθελε να πάει στο bowling γιατί την πείραζε ο θείος της ο Κόκος (εφεσείων). Η μάρτυς ανέφερε αντεξεταζόμενη (χωρίς να κλονιστεί η μαρτυρία της) ότι η παραπονουμένη της είπε ότι πήγαινε για να αυτοκτονήσει και ότι το [*628]παράπονο της ήταν εναντίον του εφεσείοντος και όχι εναντίον οποιουδήποτε άλλου. Το Κακουργιοδικείο αποφάνθηκε επίσης ότι η μάρτυς δεν είχε οποιοδήποτε λόγο να καταθέσει στο Δικαστήριο οτιδήποτε άλλο εκτός από την αλήθεια και ο φόβος που ένιωσε σε κάποιο στάδιο της αντεξέτασης της για το θείο της Πάμπο, ήταν συνδεδεμένος με το γεγονός ότι αυτός είχε κάμει “φονικό” και όχι γιατί την είχε εκφοβίσει ο ίδιος.

Αναφορικά με την αντίθεση που υποδείχθηκε ότι υπήρχε στις μαρτυρίες της μητέρας και της Βαθούλας Βασιλείου, κρίνουμε σκόπιμο να επαναλάβουμε το σχετικό εκείνο μέρος της πρωτόδικης απόφασης που απαντά στην εισήγηση που υποβλήθηκε:

“Υπάρχει πράγματι μια αντίφαση και ασάφεια στις μαρτυρίες της μητέρας και της Βασιλείου, σε σχέση με τη θέση της παραπονουμένης. Η τελευταία ανέφερε ότι αντιλαμβανόμενη τον κατηγορούμενο, πήγε πίσω στην αυλή, η Βασιλείου την είδε, η δε μητέρα της νομίζοντας ότι είχε βγει στην ταράτσα για να αυτοκτονήσει, ρώτησε τη Βασιλείου αν την είδε εκεί. Η Βασιλείου ανέφερε ότι είχε συναντήσει την παραπονούμενη στα σκαλιά, ενώ η ίδια τα κατέβαινε και η παραπονούμενη τα ανέβαινε. Σ’ εκείνο το επεισόδιο η παραπονούμενη της είπε ότι πήγαινε να αυτοκτονήσει. Η μητέρα δεν είπε ότι όντως είχε δει τη θυγατέρα της να είχε βγει στην ταράτσα. Μέρος της σύγχυσης δημιουργήθηκε και διότι ο συνήγορος αντεξετάζοντας πήρε ως δεδομένο ότι η παραπονούμενη είχε όντως βγει στην ταράτσα και υπέβαλε ερώτηση προς τη Δήμητρα ως προς το λόγο που βγήκε η παραπονούμενη στην ταράτσα, θεωρώντας το τελευταίο ως γεγονός. Η μητέρα ανέφερε ότι η θυγατέρα της «ήθελε να βγει πάνω στην ταράτσα της πολυκατοικίας ....» Προφανώς η ίδια δεν την είχε δει, εφόσον ήταν στο σπίτι.”

Ο δικηγόρος του εφεσείοντος κατέβαλε εντατικές προσπάθειες για να εξουδετερώσει την αξιοπιστία των πιο πάνω μαρτύρων κατηγορίας, υποδεικνύοντας ακόμα και την πιο επουσιώδη διαφορά που μπορούσε να εντοπισθεί στη μαρτυρία τους. Έχει νομολογιακά καθιερωθεί και έχει επαναληφθεί σε μεγάλο αριθμό υποθέσεων ότι η αξιολόγηση των μαρτύρων ανάγεται στη σφαίρα της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τούτο γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να ακούσει τους μάρτυρες και παρακολουθώντας τη συμπεριφορά τους ενώ καταθέτουν, να προβεί ακολούθως στην κατάλληλη αξιολόγηση. Δεν αναμένεται ότι η μαρτυρία ενός μάρτυρος πρέπει να συνάδει απόλυτα με τη μαρτυρία των υπολοίπων μαρτύρων. Οι διαφορές στη μαρτυρία εί[*629]ναι αναπόφευκτες. Το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο οι διαφορές αυτές είναι ουσιώδεις ή επουσιώδεις. Αν αυτές είναι επουσιώδεις και τα ευρήματα του Δικαστηρίου εύλογα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν συνάδουν σε ουσιώδη μέρη με τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί. Σε μια τέτοια περίπτωση το Εφετείο μπορεί να επέμβει ανατρέποντας τα πρωτόδικα συμπεράσματα και διαμορφώνοντας το ίδιο τα δικά του συμπεράσματα. (Βλέπε Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172, Sedora Enterprises v. Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1990) 2 Α.Α.Δ. 282, Αεροπόρος και άλλοι ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 362, Πέτρου και άλλοι ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 76, Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220 και Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (1) (2000) 2 Α.Α.Δ. 72).

Αντιφάσεις πάνω σε μικρολεπτομέρειες όχι μόνο δεν αποδυναμώνουν μια κατά τα άλλα αξιόπιστη μαρτυρία, αλλά αντίθετα την ενδυναμώνουν, με την έννοια ότι δείχνουν πως δεν υπήρξε προσχεδιασμός και/ή συνεννόηση μεταξύ των μαρτύρων ως προς το τι θα κατέθεταν. (Βλ. Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320, 322 και Ξυδιάς κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 174, 227).

Έχουμε εξετάσει τις διάφορες εισηγήσεις που έχουν υποβληθεί και δεν έχουμε πεισθεί ότι οι διαφορές που μας έχουν υποδειχθεί είναι τέτοιας μορφής που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην απόρριψη της μαρτυρίας των πιο πάνω μαρτύρων. Το Κακουργιοδικείο είχε την ευχέρεια να τις ακούσει και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους ενώ κατέθεταν. Η αξιολόγηση τους και τα συμπεράσματα που επακολούθησαν κρίνονται ως εύλογα και οι μικροδιαφορές στη μαρτυρία τους που μας έχουν υποδειχθεί δεν δικαιολογούν ότι η μαρτυρία τους θα έπρεπε να μην γίνει δεκτή. Η εισήγηση απορρίπτεται.

(iii)Λανθασμένα το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε τη μαρτυρία της παραπονουμένης.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι η μαρτυρία της παραπονουμένης ήταν γεμάτη από ασάφειες, ανακρίβειες και αντιφάσεις και ότι η τελική αποδοχή της συνιστά υπόσκαψη του θεμελίου της καταδίκης. Πιο συγκεκριμένα, σε μια προσπάθεια εξουδετέρωσης της αξιοπιστίας της παραπονουμένης, ο δικηγόρος του εφεσείοντος υπέδειξε 35 διαφορές στη μαρτυρία της παραπονουμένης σε σχέση με τη μαρτυρία των υπολοίπων μαρτύρων κατηγορίας, ένα γεγονός, που σύμφωνα με την Υπεράσπιση οδήγησε το Κα[*630]κουργιοδικείο να καταλήξει σε ακροσφαλή συμπεράσματα. Μεταξύ άλλων, υποβλήθηκε ότι η μαρτυρία της παραπονουμένης περιέχει ουσιαστικές αντιφάσεις σε κρίσιμα γεγονότα, όπως π.χ. κατά τη διάρκεια των σεξουαλικών παρενοχλήσεων μέσα στο όχημα του εφεσείοντος κατά τη διαδρομή προς το Kykko Bowling (η παραπονουμένη δεν θυμόταν το χρώμα του αυτοκινήτου), όπως επίσης και κατά πόσο υπήρχαν διαχωριστικά γυαλιά μέσα στο δωμάτιο του Kykko Bowling. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να σχολιάσει, μεταξύ άλλων, πλείστα όσα μέρη της μαρτυρίας της παραπονουμένης και ιδιαίτερα ότι, κατά τη διενέργεια του κατ’ ισχυρισμό βιασμού δεν σχίστηκαν ούτε ξεχείλωσαν τα ρούχα που φορούσε.

Το Κακουργιοδικείο στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονουμένης, αφού σημείωσε το νεαρό της ηλικίας της και την ευδιάκριτη επιφυλακτικότητα της, έλαβε υπόψη,

(i)  Ότι σε μερικές περιπτώσεις δυσκολευόταν να μιλήσει λόγω φόβου που ένιωθε και ντροπής να αναπαραγάγει τα γεγονότα που αναφέρονταν στις σεξουαλικές παρενοχλήσεις και το βιασμό,

(ii) Ότι διακατεχόταν από συναισθηματική σύγχυση που οφειλόταν στην εχθρότητα που ένιωθε προς τον εφεσείοντα και

(iii)               Ότι υπήρχε σκίαση της χρονικής ανάμνησης για τον ακριβή χρόνο και χώρο των διαφόρων γεγονότων.

Το Κακουργιοδικείο αφού σημείωσε, ότι η δυσκολία και η απροθυμία της παραπονουμένης να απαντήσει σε ερωτήσεις που της υποβάλλονταν οφειλόταν σε φόβο ξυλοδαρμού της από τον εφεσείοντα και ότι η εχθρότητα που ένιωθε εναντίον του εφεσείοντος οφειλόταν στη για σειρά χρόνων κακομεταχείριση της από τον εφεσείοντα και στο ότι η αδυναμία της να καθορίσει επακριβώς το χώρο και χρόνο των διαφόρων γεγονότων που σχετίζονταν με τη διάπραξη των αδικημάτων οφειλόταν, σύμφωνα με την κλινική Ψυχολόγο Στέλλα Κυριακίδου, στην απώλεια της ικανότητας επαναφοράς της μνήμης λόγω των διαφόρων δυσάρεστων εμπειριών στις οποίες είχε υποβληθεί, αποφάσισε να αποδεχθεί την εκδοχή της. Το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο πιο πάνω συμπέρασμα αφού έλαβε υπόψη ότι η μαρτυρία της παραπονουμένης “δόθηκε μέχρι τέλους χωρίς μεγάλα προβλήματα ακόμη και στο στάδιο της αντεξέτασης η οποία ήταν ιδιαίτερα επίπονη και ψυχοφθόρα για τη μάρτυρα”. Στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονουμένης το Κακουργιοδικείο δεν πα[*631]ραγνώρισε την ύπαρξη και ασαφειών που συνδέονταν με τη χρησιμοποίηση πολλές φορές εκ μέρους της των λέξεων «Δεν θυμούμαι», ιδιαίτερα κατά το στάδιο της αντεξέτασης της. Αναφορικά με τα πιο πάνω το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι τα πολλά «δεν θυμούμαι» ενέπιπταν “στον όλο τρόπο έκφρασης της παραπονουμένης και τη χρονική ασάφεια και δυσκολία να καθορίσει επακριβώς ορισμένα εκ των γεγονότων ενώ ήταν και μια απάντηση της μάρτυρος κάπως απρόσεκτη όπως είχε γίνει με την περίπτωση του προφυλακτικού, που ερωτούμενη αρχικά από τον κ. Μιχαήλ γιατί ήταν πιο σίγουρη για το ότι ο κατηγορούμενος έφερε προφυλακτικό, η παραπονουμένη ανέφερε αρχικά ότι δεν θυμόταν και στην παρέμβαση του Δικαστηρίου να το αναφέρνει όταν δεν καταλαβαίνει κάποια ερώτηση, η μάρτυς ζήτησε να ξανατεθεί η ερώτηση από τον κ. Μιχαήλ και έδωσε μετά την εύλογη απάντηση ότι την προηγούμενη ημέρα είχε άγχος και ήταν κουρασμένη, σε αντίθεση με την επόμενη ημέρα.” Το Κακουργιοδικείο αφού σημείωσε, επίσης ότι η μαρτυρία της παραπονουμένης επιβεβαιωνόταν στα ουσιώδη σημεία και από τη μαρτυρία της μητέρας της Δήμητρας Χρυσοστόμου και της Βαθούλας Βασιλείου, κατέληξε στην απόφαση αποδοχής της εκδοχής της. Πιο συγκεκριμένα το Κακουργιοδικείο αποφάνθηκε ότι “δεν διατηρούσε καμιά απολύτως αμφιβολία ότι η παραπονουμένη είπε την αλήθεια στο Δικαστήριο και μετέφερε τα βασικά γεγονότα όπως ακριβώς έγιναν και με λεπτομέρειες που δεν θα σκεφτόταν να πει αν δεν είχε βιώσει αυτές τις καταστάσεις, άσχετα, επαναλαμβάνεται, από τη σκίαση των χρονικών μεγεθών και της επακριβούς παρατήρησης σε επιμέρους γεγονότα και ότι ήταν μάρτυς αληθείας και μόνο”.

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά τις διάφορες εισηγήσεις που έχουν υποβληθεί και δεν έχουμε πεισθεί ότι υπάρχουν λόγοι που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την επέμβαση μας αναφορικά με την αποδοχή της εκδοχής της παραπονουμένης. Το Κακουργιοδικείο που είχε την ευχέρεια να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά της παραπονουμένης σε όλα τα στάδια της προφορικής της κατάθεσης και σε συνδυασμό με το υπόλοιπο της μαρτυρίας που παρουσίασε η Κατηγορούσα Αρχή, αποφάσισε να αποδεχθεί τους ισχυρισμούς της. Υιοθετώντας τα όσα έχουμε ήδη αναφέρει αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρατηρούμε ότι οι διαφορές που έχουν υποδειχθεί δεν μπορεί να πλήξουν την αξιοπιστία της. Είναι επουσιώδεις σε βαθμό που δεν θα μπορούσαν να αποτρέψουν το Κακουργιοδικείο να καταλήξει στα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε. Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

(iv) Το Κακουργιοδικείο έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στη μαρτυρία της Στέλλας Κυριακίδου.

[*632]

Έχει υποβληθεί από την Υπεράσπιση ότι το Κακουργιοδικείο έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στη μαρτυρία της Στέλλας Κυριακίδου και εστερνίστηκε τα συμπεράσματα της εξέτασης της, που ήταν ελλιπής και/ή μεροληπτική υπέρ της παραπονουμένης.

Η Στέλλα Κυριακίδου ήταν Κλινική Ψυχολόγος και γνώριζε την παραπονουμένη από προηγούμενες συνεντεύξεις που είχε μαζί της, όταν η τελευταία είχε την εμπειρία ενός παρόμοιου επεισοδίου με τον πατέρα της. Αυτή η προηγούμενη σχέση βοήθησε την παραπονουμένη να νιώθει πιο άνετα, εξηγώντας στην Κλινική Ψυχολόγο τι είχε συμβεί. Η μάρτυς κατέθεσε ότι ένα νεαρό πρόσωπο όπως η παραπονουμένη που περνά από αυτού του είδους τις εμπειρίες, όχι μεμονωμένα αλλά κατ’ επανάληψη, χάνει την ικανότητα επαναφοράς της μνήμης, έτσι που να μην βρίσκεται σε θέση να καταθέσει με ακρίβεια πότε και πού είχαν διαδραματισθεί συγκεκριμένα γεγονότα. Η μάρτυς ανέφερε ότι οι περιγραφές της παραπονουμένης και ο τρόπος έκφρασης της έδειχνε μια ιδιαίτερη συναισθηματική φόρτιση γύρω από τον εφεσείοντα. Η αδυναμία της παραπονουμένης να καθορίσει με ακρίβεια τα χρονικά διαστήματα μέσα στα οποία έλαβαν χώρα οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις, οφειλόταν στο ότι οι παρενοχλήσεις ήταν επαναλαμβανόμενες και δεν υπήρχε ένα συγκεκριμένο σημείο αναφοράς, με αποτέλεσμα η μνήμη να χάνεται στο χρόνο. Ακόμα και σε σεξουαλική κακοποίηση μιας και μοναδικής φοράς, το κακοποιημένο παιδί μπορεί να παρουσιάζει αδυναμία μεταφοράς των γεγονότων, γιατί η τραυματική αυτή εμπειρία αλλοιώνει τη μνήμη αφού το παιδί προσπαθεί να απωθήσει στο υποσυνείδητο ή ασυνείδητο την εμπειρία αυτή.

Το Κακουργιοδικείο αποφάσισε να αποδεχθεί τη μαρτυρία της Στέλλας Κυριακίδου σημειώνοντας ότι “η μάρτυς εντυπωσίασε ευνοϊκότατα το Δικαστήριο όχι μόνο για την επιστημονική της κατάρτιση, αλλά και με τον τρόπο με τον οποίο έδωσε τη μαρτυρία της στο Δικαστήριο, συμπεριλαμβανομένων και των εξηγήσεων που έδωσε στα διάφορα επιμέρους θέματα”. Σύμφωνα με το Κακουργιοδικείο η μαρτυρία της ήταν “απόλυτα δεκτή και οι εξηγήσεις που έδωσε ήταν όχι μόνο επιστημονικά τεκμηριωμένες αλλά και σύμφωνες με την ανθρώπινη εμπειρία και λογική”.

Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια κρίνουμε ότι οι εισηγήσεις της Υπεράσπισης αναφορικά με την αποδοχή της μαρτυρίας της Στέλλας Κυριακίδου είναι ολωσδιόλου ανεδαφικές. Το Κακουργιοδικείο έχει προβεί σε λεπτομερή εξέταση της μαρτυρίας της και [*633]έχει τεκμηριώσει τους λόγους για τους οποίους έχει αποδεχθεί το περιεχόμενο της κατάθεσης της. Δεν έχουμε πεισθεί ότι η εξέταση της παραπονουμένης έχει διεξαχθεί με ελλιπή και/ή μεροληπτικό τρόπο και ότι υπήρχαν ελλείψεις ή ανακρίβειες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην απόρριψη της. Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

(v) Το Κακουργιοδικείο λανθασμένα δεν προειδοποίησε τον εαυτό του κατάλληλα για τους κινδύνους που υπήρχαν να στηριχθεί αποκλειστικά στη μαρτυρία της παραπονουμένης εφόσον δεν υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι το Κακουργιοδικείο υποβάθμισε τις κραυγαλέες αδυναμίες και τα τρωτά σημεία της μαρτυρίας της παραπονουμένης, που ήταν άτομο “οριακής νοημοσύνης” και προχώρησε στην αποδοχή της μαρτυρίας της χωρίς ενίσχυση, παραλείποντας να απαιτήσει τον απαιτούμενο από τη νομολογία βαθμό συνοχής, σταθερότητας, ευκρίνειας και ακρίβειας που έπρεπε να είχε η μαρτυρία της. Επιπρόσθετα ο δικηγόρος του εφεσείοντος υπέβαλε ότι το Κακουργιοδικείο “προσπάθησε και πάλι να αποκρύψει (κατά κάποιο τρόπο) τη σοβαρότητα της μαρτυρίας του Χαράλαμπου Παύλου, που το ίδιο απέκλεισε από το να ακουστεί”.

Αναφορικά με την χωρίς ενίσχυση αποδοχή της μαρτυρίας της παραπονουμένης κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, που είναι αρκετά διευκρινιστικό:

“Έχοντας υπόψη την πιο πάνω ανάλυση που απορρέει από την όλη κατάθεση της παραπονούμενης και την παρατήρηση του Δικαστηρίου επ’ αυτής, το Δικαστήριο είναι διατεθειμένο, έχοντας προειδοποιήσει τον εαυτό του κατάλληλα για τους κινδύνους που υπάρχουν να βασιστεί αποκλειστικά στη μαρτυρία αυτή χωρίς ενίσχυση, να ενεργήσει επί της μαρτυρίας της αποκλειστικά και μόνο, έχοντας υπόψη παρά τις κάποιες αδυναμίες και τρωτά που αυτή είχε, ότι η μαρτυρία ήταν γνήσια, ειλικρινής και αληθής. Είναι γεγονός βέβαια ότι δεν υπάρχει στην ουσία ενισχυτική μαρτυρία από πλευράς άμεσου παραπόνου ή παντελούς ανεξάρτητης μαρτυρίας που εμπλέκει τον κατηγορούμενο ουσιωδώς. Υπάρχουν όμως, όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια, αρκετά στοιχεία επιβεβαίωσης της κατάθεσης της παραπονούμενης που αναμφιβόλως πιστοποιούν την αλήθεια των λόγων της.”

[*634]

Αναφορικά με την εισήγηση ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη ότι η μάρτυς ήταν “οριακής νοημοσύνης”, σημειώνουμε ότι δεν είχε δοθεί τέτοια μαρτυρία που θα μπορούσε να οδηγήσει το Κακουργιοδικείο να ενεργήσει διαφορετικά αναφορικά με την αποδοχή της μαρτυρίας της. Από τη σχετική μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί, η Κλινική Ψυχολόγος Στέλλα Κυριακίδου ανέφερε ότι η παραπονουμένη όταν κλήθηκε στην Αστυνομία για να καταθέσει ήταν έντονα αγχωμένη και έδινε την εντύπωση “ενός παιδιού με μια νοημοσύνη μέσα στα πλαίσια του φυσιολογικού, γύρω στο μέσο όρο γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται ως οριακή”. Η πιο πάνω μαρτυρία δεν καθιστούσε την παραπονουμένη σαν παιδί “οριακής νοημοσύνης”, η μαρτυρία του οποίου θα έπρεπε να εξεταστεί μέσα στα πλαίσια μειωμένης νοημοσύνης. Το Κακουργιοδικείο αφού έλαβε υπόψη όλη τη σχετική μαρτυρία αποφάσισε να αποδεχθεί την εκδοχή της και η επεξήγηση από την Κλινική Ψυχολόγο ότι η νοημοσύνη της παραπονουμένης βρισκόταν μέσα σε φυσιολογικά πλαίσια, δεν ενισχύει καθόλου την εισήγηση της Υπεράσπισης.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντος υπέβαλε ότι το Κακουργιοδικείο “προσπάθησε και πάλι να αποκρύψει (κατά κάποιο τρόπο) τη σοβαρότητα της μαρτυρίας του Χαράλαμπου Παύλου, που το ίδιο απέκλεισε από το να ακουστεί”. Η πιο πάνω εισήγηση είναι, το λιγότερο που μπορούμε να πούμε, ατυχής. Ο δικηγόρος του εφεσείοντος εκτόξευσε εναντίον του Κακουργιοδικείου κατηγορία ότι το Κακουργιοδικείο προσπάθησε να αποκρύψει τη σοβαρότητα της μαρτυρίας του Χαράλαμπου Παύλου. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το Κακουργιοδικείο είχε ήδη αποφασίσει ότι η Κατηγορούσα Αρχή είχε το δικαίωμα να μην τον καλέσει ως μάρτυρα κατηγορίας και ότι σύμφωνα με την ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου, ορθά έπραξε. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια το Κακουργιοδικείο δεν είχε καμιά υποχρέωση να εξετάσει τη σοβαρότητα της μαρτυρίας του (αφού δεν είχε καταθέσει) και η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντος ότι το Κακουργιοδικείο προσπάθησε να αποκρύψει τη σοβαρότητα της μαρτυρίας του, συνιστά ατεκμηρίωτη μομφή εναντίον του Κακουργιοδικείου. Η πιο πάνω εισήγηση δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως απαράδεκτη.

Η Υπεράσπιση υπέβαλε ότι το Κακουργιοδικείο περιορίστηκε σε μια τυπική προειδοποίηση που δεν ήταν όμως ικανοποιητική για τους κινδύνους που υπήρχαν να αποδεχθεί τη μαρτυρία της παραπονουμένης.

[*635]Έχουμε ήδη αποφασίσει ότι ορθά το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε τη μαρτυρία της παραπονουμένης. Το Κακουργιοδικείο αφού ανέφερε ότι η αναγκαιότητα της αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας δεν είναι απόλυτη, σημείωσε ότι εφόσον το Δικαστήριο αποδέχεται τη μαρτυρία του παραπονουμένου ή της παραπονουμένης για σεξουαλικό αδίκημα, μπορεί να ενεργήσει πάνω σε αυτή, χωρίς άλλη ενισχυτική μαρτυρία, νοουμένου ότι προειδοποιεί τον εαυτό του για τους κινδύνους που περιέχονται στο να βασισθεί αποκλειστικά σε μια τέτοια μαρτυρία χωρίς ενίσχυση. Μετά την ανάλυση και αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονουμένης, το Κακουργιοδικείο αποφάνθηκε ότι δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι αυτή είπε την αλήθεια, μεταφέροντας στο Δικαστήριο τα γεγονότα όπως αυτά είχαν εκτυλιχθεί και αφού προέβηκε στη δήλωση που προαναφέραμε, προχώρησε σε μια ανάλυση εκείνης της μαρτυρίας που υποστήριζε τη μαρτυρία της παραπονουμένης.

Δεν υπάρχει συγκεκριμένος τύπος προειδοποίησης που θα πρέπει να υιοθετηθεί από το Δικαστήριο. Όπως έχει θέσει το θέμα ο Γ. Κακογιάννης στη σελίδα 311 του συγγράμματος του “Η Απόδειξη”,

“Όμως ο κανόνας ότι οι ένορκοι πρέπει να προειδοποιούνται δεν σημαίνει ότι κάποιος δικολαβικός φραστικός τύπος θα πρέπει αυτόματα να απαγγέλλεται από το Δικαστή ή ότι οποιοσδήποτε ειδικός τύπος λέξεων ή οποιοδήποτε ειδικό σχήμα πρέπει να χρησιμοποιείται και ότι αν δεν χρησιμοποιηθεί η ανακεφαλαίωση θα είναι εσφαλμένη και θα οδηγήσει σε αναίρεση της καταδίκης.”

Όπως τονίζεται επίσης στο σύγγραμμα Phipson on Evidence, 12η Έκδοση, σελ. 691, δεν υπάρχει ανάγκη υιοθέτησης ενός μαγικού τύπου, αλλά η λέξη κίνδυνος πρέπει να αναφέρεται στην προειδοποίηση.

“No magic formula need be used by the judge. The actual word “corroboration” need not be used and it is better not to use it. When used it needs to be explained ….. It is submitted however that whatever words are used the warning should refer to the “danger” (of acting upon the uncorroborated evidence of the witness). “Danger” is a simple word requiring no explanation and easy to remember.”

Σε ελεύθερη μετάφραση,

[*636]

“Ο Δικαστής δεν χρειάζεται να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μαγικό τύπο. Δεν είναι ανάγκη να χρησιμοποιηθούν οι λέξεις “ενισχυτική μαρτυρία” και είναι καλύτερα να μην χρησιμοποιηθούν. Όταν χρησιμοποιούνται πρέπει να επεξηγούνται .... Υποβάλλεται όμως ότι οποιεσδήποτε λέξεις χρησιμοποιούνται η προειδοποίηση πρέπει να αναφέρεται στον “κίνδυνο” (να βασίζεται πάνω στη χωρίς ενίσχυση μαρτυρία του μάρτυρος). Ο “κίνδυνος” είναι μια απλή λέξη που δεν απαιτεί εξήγηση και είναι εύκολη να τη θυμάται κάποιος.”

Στην παρούσα υπόθεση ο τύπος που έχει λάβει η προειδοποίηση την οποία έχει δώσει το Κακουργιοδικείο συμπεριλαμβάνει τους “κινδύνους” που μπορεί να προκύψουν από την χωρίς ενίσχυση αποδοχή της μαρτυρίας της παραπονουμένης. Η προειδοποίηση έχει δοθεί μετά την ανάλυση της κατάθεσης της παραπονουμένης και τη διαπίστωση της ύπαρξης μερικών τρωτών και αδυναμιών στη μαρτυρία της, στοιχεία όμως που δεν μπορούσαν να κλονίσουν την αξιοπιστία της. Η προειδοποίηση που έχει δοθεί ικανοποιεί την απαίτηση ότι τα λόγια που έχουν χρησιμοποιηθεί είναι αντιληπτά ώστε να εξασφαλίζεται η προστασία του εφεσείοντος. (Βλ. R. v. O’ Reilly [1967] 51 Cr. App. R. 345 και R. v. Henry and Manning [1969] 53 Cr. App. R. 150).

Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

(vi) Λανθασμένα η ομολογία του εφεσείοντος έγινε αποδεκτή.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η κατάθεση του δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή γιατί ήταν το αποτέλεσμα ψυχικής πίεσης και/ή υποσχέσεων που του δόθηκαν σχετικά με τη λήψη φαρμακευτικής αγωγής για την πάθηση του σακχαρώδη διαβήτη από την οποία υπέφερε. Πιο συγκεκριμένα υποβλήθηκε ότι ο ανακριτής της υπόθεσης Λοχίας Στέφανος Τερεζόπουλος γνώριζε ότι ο εφεσείων υπέφερε από σακχαρώδη διαβήτη και ότι θα έπρεπε να του χορηγείται ένεση ινσουλίνης στις 7 π.μ. και 7 μ.μ. πριν από τη λήψη πρωϊνού και πριν από τη λήψη γεύματος το απόγευμα. Σύμφωνα δε με το Δρα Γιώργο Ολύμπιο, Ειδικό Παθολόγο με εξειδίκευση στο σακχαρώδη διαβήτη, η μη χορήγηση ινσουλίνης σε ένα διαβητικό του προκαλεί αισθήματα άγχους με αποτέλεσμα ο ασθενής να παρουσιάζει συμπτώματα κοκκινίσματος και εφίδρωσης, τα οποία επιδεινώνονται με την πάροδο του χρόνου.

Στην ενδιάμεση απόφαση του το Κακουργιοδικείο αναφέρθη[*637]κε μεταξύ άλλων τόσο στη μαρτυρία του Λοχία Τερεζόπουλου όσο και στη μαρτυρία του Δρος Ολύμπιου. Αναφορικά με το Λοχία Τερεζόπουλο το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι ο μάρτυς αντιλήφθηκε ότι ο εφεσείων είχε σοκαριστεί από τη σύλληψη του, είχε κοκκινήσει και είχε αρχίσει να τρέμει μέχρι το τέλος της κατάθεσης του. Μπορεί να ήταν και ιδρωμένος, αλλά όμως αυτά δεν τον επηρέασαν από του να εκφράσει την επιθυμία του να προβεί σε θεληματική κατάθεση. Αναφορικά με το Δρα Ολύμπιο το Κακουργιοδικείο παρατήρησε ότι ο μάρτυς παρακολουθούσε τον εφεσείοντα ως ασθενή από τις 19/9/2000 και γνώριζε την κατάσταση του. Σύμφωνα με τον πιο πάνω, αν ο εφεσείων βρισκόταν σε κατάσταση σοκ λόγω κάποιου άλλου σοβαρού λόγου, η κατάσταση αυτή του εφεσείοντος σε συνδυασμό με τη μη έγκαιρη λήψη της ινσουλίνης, σίγουρα δεν θα επέφερε σημαντική ή πνευματική επιδείνωση που θα τον επηρέαζε να δώσει κατάθεση.

Το Κακουργιοδικείο, αφού απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντος γιατί έβριθε από ανακρίβειες και μη λογικές θέσεις, αποφάνθηκε ότι η κατάθεση του ήταν θεληματική. Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε το πιο κάτω απόσπασμα από την ενδιάμεση απόφαση, που είναι αρκετά διευκρινιστικό:

“Το Δικαστήριο έχει με ιδιαίτερη προσοχή αναλογιστεί την όλη μαρτυρία ενώπιον του και δεν διατηρεί την παραμικρή αμφιβολία ως προς τη θεληματικότητα της κατάθεσης. Κρίνεται ότι η κατάθεση λήφθηκε υπό τις συνθήκες που περιέγραψαν οι δύο αστυνομικοί μάρτυρες χωρίς να υπάρξει καμία παρότρυνση, απειλή, εκβιασμός ή εκφοβισμός υπό οποιαδήποτε μορφή ή τύπο. Δεν θεωρείται ορθό σ’ αυτό το ενδιάμεσο στάδιο να γίνει εξονυχιστική ανάλυση της μαρτυρίας που ακούσθηκε για να μην πληγεί η αξιοπιστία των μαρτύρων και ιδιαίτερα του κατηγορουμένου σύμφωνα με τον προαναφερθέντα κανόνα. Μπορεί όμως να σχολιασθεί χωρίς αυτόν τον κίνδυνο η μαρτυρία του Δρ. Ολύμπιου, ο οποίος κλήθηκε ειδικά να καταθέσει στη δίκη εντός δίκης. Η μαρτυρία του ήταν σαφής και γίνεται απόλυτα δεκτή. Εξάγονται απ’ αυτή δύο βασικά συμπεράσματα: (ι) ότι ακόμη και η εφίδρωση ή το τρέμουλο, ακόμη και η πιθανή κόπωση, δεν χαρακτηρίζονται ιατρικώς ως «σοκ», αλλά είναι προϊόντα άγχους. Επομένως η περιγραφή του Τερεζόπουλου περί κατάστασης «σοκ» μετά που πληροφόρησε τον κατηγορούμενο τους λόγους της σύλληψης του, δεν ήταν παρά η περιγραφή ενός μη ειδήμονα, προσπαθώντας να περιγράψει τα ευδιάκριτα εκείνα σημάδια που θα ήταν εμφανή, ως είπε ο Δρ. Ολύμπιος, και σ’ ένα μη ειδικό (ιι) ακόμη [*638]και η κατάσταση αυτή συνδυασμένη και με τη στέρηση της ένεσης για μια ώρα μετά την κανονική ώρα, σε καμία περίπτωση δεν θα δημιουργούσε συνθήκες που θα επηρέαζαν την πνευματική ικανότητα και διαύγεια του κατηγορουμένου.

Υπενθυμίζεται ότι ο μάρτυς ήταν ο γιατρός που παρακολουθούσε τον κατηγορούμενο ειδικά για τον σακχαρώδη διαβήτη. Ειδικά αναφερόμενος στη δική του κατάσταση όπως τον γνώριζε μέσα από το ιστορικό του, ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος θα παρουσίαζε ερυθρότητα και εφίδρωση. Σε τέτοια κατάσταση ο γιατρός εξήγησε ότι αυτό που ζητούν συνήθως οι ασθενείς είναι ένα ποτήρι νερό, ακριβώς όπως ζήτησε και ο κατηγορούμενος, σύμφωνα με τον Τερεζόπουλο.

Κατά τα άλλα είναι επίσης δεκτό ότι ο κατηγορούμενος απλώς είχε αναφέρει στον Τερεζόπουλο ότι έπασχε από διαβήτη χωρίς να θέσει άμεσο θέμα ανάγκης λήψης ένεσης ινσουλίνης.”

Έχουμε εξετάσει τις εισηγήσεις που έχουν υποβληθεί που συνηγορούσαν υπέρ της υιοθέτησης της εκδοχής του εφεσείοντος αναφορικά με τη λήψη της κατάθεσης του και δεν έχουμε πεισθεί ότι συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος ανατροπής της πρωτόδικης ενδιάμεσης απόφασης. Το Κακουργιοδικείο προέβηκε σε μια λεπτομερή ανάλυση τόσο της μαρτυρίας όσο και της νομικής θέσης, την οποία και υιοθετούμε. Η εισήγηση απορρίπτεται.

(vii)      Η τοποθέτηση του διαχωριστικού επέδρασε δυσμενώς στην υπεράσπιση του εφεσείοντος.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι η τοποθέτηση ειδικού διαχωριστικού, έτσι που ο εφεσείων να μην έβλεπε την παραπονουμένη και αντίστροφα κατά τη διάρκεια της κατάθεσης της παραπονουμένης κατόπιν αιτήματος της Κατηγορούσας Αρχής, έχει προκαταλάβει ευμενώς το Δικαστήριο υπέρ της παραπονουμένης και έχει δημιουργήσει λανθασμένες εντυπώσεις σε βάρος του εφεσείοντος.

Όπως φαίνεται και από τα σχετικά πρακτικά, σε κάποιο στάδιο της κύριας εξέτασης της παραπονουμένης όταν η παραπονουμένη περιέγραφε τις λεπτομέρειες μιας άσεμνης επίθεσης του εφεσείοντος, η μάρτυς δεν αισθανόταν καλά και έβαζε το χέρι της στο πρόσωπο. Κατόπιν ενός μικρού διαλείμματος και προτού συνεχιστεί η ακροαματική διαδικασία, η ευπαίδευτη συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής υπέβαλε αίτημα για την τοποθέτηση ενός διαχωριστικού, [*639]έτσι που να μην μπορούσε ο εφεσείων να βλέπει την παραπονουμένη, ούτε και η τελευταία τον εφεσείοντα. Και τούτο γιατί, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 95(1)/2001 η μάρτυς έχρηζε βοήθειας, ήταν κάτω των 18 χρόνων και η φύση των κατηγοριών που αντιμετώπιζε ο εφεσείων δικαιολογούσαν την τοποθέτηση διαχωριστικού. Ακολούθως ο δικηγόρος του εφεσείοντος αποδέχτηκε την τοποθέτηση του διαχωριστικού, νοουμένου ότι η παραπονουμένη θα ακουγόταν όταν μιλούσε.

Το Κακουργιοδικείο, στην ενδιάμεση απόφαση που εξέδωσε, αφού έκρινε ότι επληρούνταν οι προϋποθέσεις των άρθρων 4 και 5 του περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου, αρ. 95(1)/2001 και πιο συγκεκριμένα ότι (α) η μάρτυς έχρηζε βοήθειας, (β) δεν είχε συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας της και (γ) τη φύση των περιστάσεων κάτω από τις οποίες τελέστηκαν τα αδικήματα, διέταξε (σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 5(2)(α) του Νόμου) την τοποθέτηση ειδικού διαχωριστικού κατά τρόπο που η παραπονουμένη δεν θα μπορούσε να βλέπει τον εφεσείοντα, θα μπορούσε όμως να βλέπει το Δικαστήριο και τους δικηγόρους της διαδικασίας.

Η Υπεράσπιση ισχυρίζεται ότι ο τρόπος με τον οποίο τοποθετήθηκε το διαχωριστικό της δημιούργησε ουσιαστικά προβλήματα γιατί “το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας της δεν ακουγόταν από τον κατηγορούμενο”. Προς τούτο ο δικηγόρος του εφεσείοντος επέσυρε την προσοχή του Δικαστηρίου κατά τη διάρκεια της παράθεσης μαρτυρίας από την παραπονουμένη, λέγοντας ότι ο πελάτης του του είχε αναφέρει κατά τη διάρκεια του διαλείμματος ότι ελάχιστα άκουε από όσα έλεγε η μάρτυρας.

Η αντίδραση του Κακουργιοδικείου ήταν η ακόλουθη:

“Δικαστήριο: Δεν μπορεί να γίνει διαφορετική ρύθμιση. Είναι ένα παιδί, μιλά με τον τρόπο αυτό, έχει πρόβλημα εκφοράς λόγου, μιλά σιγά και έχει δυσκολία να τα πει. Σημασία έχει εσείς να ακούετε.”

Η Υπεράσπιση εισηγείται ότι έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 5(3) του Νόμου που προνοεί ότι,

“Για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου το Δικαστήριο πρέπει, στις πιο πάνω περιπτώσεις, να ικανοποιείται ότι έγιναν οι κατάλληλες τεχνολογικές και άλλες διευθετήσεις και ότι λήφθηκαν όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε ο [*640]κατηγορούμενος να δύναται να παρακολουθεί ακουστικά τη διαδικασία και να δίνει οδηγίες στο δικηγόρο του”,

η αποτελεσματική υπεράσπιση του κατηγορουμένου επηρεάστηκε δυσμενέστατα.

Η αντίδραση του Δικαστηρίου στην αναφορά του δικηγόρου της Υπεράσπισης ότι σημασία έχει να ακούει ο δικηγόρος, είναι λανθασμένη. Σύμφωνα με τις σχετικές πρόνοιες του άρθρου 5(3) του Νόμου, η τοποθέτηση ενός διαχωριστικού πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να επιτρέπεται στον κατηγορούμενο να παρακολουθεί ακουστικά το μάρτυρα ή τη μάρτυρα και να δίνει οδηγίες στο δικηγόρο του. Στην παρούσα περίπτωση το παράπονο που υποβλήθηκε είναι ότι ο κατηγορούμενος ελάχιστα άκουε από όσα έλεγε η μάρτυς. Δεν προβλήθηκε όμως ισχυρισμός ότι ο κατηγορούμενος δεν άκουε καθόλου ή ότι δημιουργήθηκαν μέχρι τότε οποιαδήποτε προβλήματα στην Υπεράσπιση, αλλά ότι άκουε ελάχιστα και τούτο λόγω του ότι, όπως αναφέρει το Δικαστήριο, η παραπονουμένη μιλούσε σιγά γιατί είχε δυσκολία να εκφρασθεί. Η εισήγηση της Υπεράπισης θα μπορούσε να είχε σημασία αν αποδεικνυόταν ότι λόγω αυτής της παρατυπίας ο εφεσείων έχει υποστεί οποιαδήποτε συγκεκριμένη δυσμενή επίδραση στην υπεράσπιση του. Όμως δεν έχει υποβληθεί μια τέτοια εισήγηση και ο ισχυρισμός ότι έχει επηρεαστεί δυσμενέστατα η αποτελεσματική υπεράσπιση του εφεσείοντος παρέμεινε μετέωρος. Σημειώνουμε ότι ο συνήγορος του εφεσείοντος είχε κάθε ευκαιρία να ζητήσει χρόνο για να συνεννοηθεί με τον πελάτη του προτού προχωρήσει στην αντεξέταση της παραπονουμένης, κάτι που δεν έπραξε.

Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

(viii) Λανθασμένα το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Δρος Ματσάκη αντί εκείνη του Δρος Ν. Γεωργιάδη.

Η Υπεράσπιση υπέβαλε ότι το Κακουργιοδικείο έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στη μαρτυρία του Δρος Ματσάκη και με λανθασμένη καθοδήγηση κατέληξε στην αποδοχή της και στην ταυτόχρονη απόρριψη της μαρτυρίας του Δρος Γεωργιάδη.

Το εύρημα του Δρος Ματσάκη ότι δεν υπήρχε εμφανής ρήξη ή εμφανής ένδειξη επούλωσης του υμένα συνάδει με τη μαρτυρία των ιατρών Σοφοκλέους, Χ''Κωστή και Νεοφύτου και οδήγησε το Κακουργιοδικείο να συμπεράνει ότι η παραπονουμένη δεν είχε ρήξη παρθενικού υμένα.

[*641]Ο Δρ. Γεωργιάδης ανέφερε ότι οι επαναλαμβανόμενες σεξουαλικές παρενοχλήσεις με το δάκτυλο για σειρά ετών μαζί με το βιασμό (τρεις φορές σε μια ώρα) θα έπρεπε να επιφέρουν ρήξη του υμένα, δεδομένου ότι δεν υπάρχει υμένας που θα μπορούσε να αντισταθεί σε τόσες επιθέσεις. Ο Δρ. Ματσάκης κατέθεσε ότι αν ο εφεσείων τοποθετούσε στο παρελθόν επανειλημμένα το δάκτυλο του στον κόλπο της παραπονουμένης, θα ερχόταν σε επαφή με τον υμένα. Αν όμως αυτές οι επαφές δεν οδηγούσαν στη ρήξη του υμένα, τότε θα υπήρχαν αυξημένες πιθανότητες να μη γινόταν ρήξη με το πέος και έτσι η διαπίστωση του ότι δεν βρήκε “εμφανή ρήξη” του υμένα, δεν αποτελούσε γι’ αυτόν έκπληξη.

Το Κακουργιοδικείο με βάση τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε επέλεξε να αποδεχθεί τη μαρτυρία του Δρος Ματσάκη (που εξέτασε προσωπικά την παραπονουμένη) και να απορρίψει τη μαρτυρία του Δρος Γεωργιάδη (που δεν εξέτασε την παραπονουμένη και αρκέστηκε στην παράθεση θεωρητικών αναφορών), για τους πιο κάτω λόγους:

(α)     Ο Δρ. Ματσάκης εξέτασε την παραπονουμένη και είχε την ευχέρεια να παρατηρήσει τα γεννητικά της όργανα και τον παρθενικό της υμένα και να μεταφέρει στο Δικαστήριο τις παρατηρήσεις που έκαμε με γυμνό οφθαλμό, σε αντίθεση με το Δρα Γεωργιάδη που δεν είχε εξετάσει προσωπικά την παραπονουμένη και περιορίστηκε σε θεωρητικές αναφορές και αναλύσεις.

(β)     Ο Δρ. Γεωργιάδης ήταν απόλυτος στις θέσεις που εξέφρασε σε αντίθεση με το Δρα Ματσάκη που ήταν πιο ελαστικός στις προσεγγίσεις του, η μαρτυρία του οποίου επιβεβαιωνόταν και από τη μαρτυρία των άλλων ιατρών που δεν διαπίστωσαν ρήξη του παρθενικού υμένα.

(γ)     Η εξέταση του Δρος Ματσάκη έγινε στις 6/8/2001, αρκετό χρονικό διάστημα μετά το βιασμό της παραπονουμένης. Το χρονικό αυτό διάστημα ήταν αρκετό για να επέλθει η επούλωση του παρθενικού υμένα και να συνάδει με τη μαρτυρία του ότι δεν διαπίστωσε “εμφανή ρήξη ή εμφανή ένδειξη επουλωμένης παλαιάς πληγής”, αφού σύμφωνα με το σύγγραμμα “Ιατροδικαστική” του Κουτσελίνη, όπου υπάρχει ατελής ρήξη η διαδικασία της επούλωσης συμπληρώνεται μέσα σε 3-15 μέρες, σπανιότερα μέχρι τις 20. Σύμφωνα με τη μαρτυρία που δόθηκε, μια επούλωση ατελούς ρήξης συμπληρώνεται μέσα σε δύο βδομάδες κατά τρόπο που να μην είναι φανερή η τραυματική επιφάνεια. Αντίθετα στην περίπτωση της ολικής ρήξης που είναι “τελεία και φθίνει μέχρι τη βάση του υμένα” διαπιστώνε[*642]ται ουλή αφού τα χείλη δεν επανασυγκολλούνται, αλλά παραμένει μια μόνιμη διακοπή στη συνέχεια του υμένα.

Η αποδοχή της μαρτυρίας του Δρος Ματσάκη που βρισκόταν μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας του Κακουργιοδικείου, είναι δεόντως αιτιολογημένη. Ο Δρ. Ματσάκης βρισκόταν σε πολύ καλύτερη θέση από το Δρα Γεωργιάδη να εκφέρει άποψη, αφού εξέτασε προσωπικά την παραπονουμένη, σε αντίθεση με το Δρα Γεωργιάδη που περιορίστηκε σε παράθεση της θεωρητικής πλευράς του ζητήματος. Δεν έχουν προβληθεί λόγοι που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι η πιο πάνω επιλογή ήταν λανθασμένη. Η εισήγηση απορρίπτεται.

(ix) Το αίτημα για εξαίρεση των Δικαστών: Το Κακουργιοδικείο ενήργησε κάτω από το κράτος επηρεασμού, προκατάληψης και παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.

Έχει υποβληθεί από το δικηγόρο του εφεσείοντος ότι το Κακουργιοδικείο “λανθασμένα και παράνομα και κάτω από το κράτος επηρεασμού, προκατάληψης και παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης απέρριψε το αίτημα της Υπεράσπισης για εξαίρεση της σύνθεσης του (Στ. Ναθαναήλ, Π.Ε.Δ., Μ. Μαυρονικόλα, Α.Ε.Δ., Λ. Καουτζιάνη, Ε.Δ.) από την περαιτέρω εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης”. Πιο συγκεκριμένα ο δικηγόρος του εφεσείοντος εισηγείται ότι “ο εφεσείων δεν έτυχε δίκαιης δίκης διότι το Κακουργιοδικείο ενεργώντας υπό το κράτος οφθαλμοφανούς προκατάληψης έκρινε ως “εύλογο” το λόγο που προέβαλε η Κατηγορούσα Αρχή για την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας να μην καλέσει ούτε να προσφέρει προς αντεξέταση το Χαράλαμπο Παύλου”.

Από τα γεγονότα όπως έχουν παρουσιασθεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου φαίνεται ότι το Κακουργιοδικείο (με τη σύνθεση που εξέτασε την παρούσα υπόθεση εναντίον του εφεσείοντος Γεωργίου Τυμπιώτη) εκδίκασε προηγουμένως την υπόθεση 1868/03 (εναντίον του Χαράλαμπου Παύλου) στην οποία κατόπιν παραδοχής επέβαλε στο Χαράλαμπο Παύλου 10ετή ποινή φυλάκισης. Ο Χαράλαμπος Παύλου ήταν ο τρίτος μάρτυρας στο κατηγορητήριο στην παρούσα υπόθεση και το Κακουργιοδικείο, όπως προαναφέραμε, με σχετική ενδιάμεση απόφαση του αποφάσισε ότι η μη κλήτευση του από την Κατηγορούσα Αρχή, ήταν ορθή. Η Υπεράσπιση εισηγήθηκε ότι το Κακουργιοδικείο όταν καταδίκασε το Χαράλαμπο Παύλου στην 1868/03 υπόθεση, “κατέληξε σε πολλά ευρήματα για τη ψυχική του κατάσταση” και έτσι δεν υπήρχαν αντικειμενικά εχέγγυα για τον εφεσείοντα να έχει [*643]μια ανεπηρέαστη δίκη. Πιο συγκεκριμένα το Κακουργιοδικείο στη 1868/03 αποφάσισε για τη ψυχική διαταραγμένη κατάσταση του μάρτυρος και έτσι δεν μπορούσε να μην ήταν προκατειλημμένο όταν εξεταζόταν το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής να μην παρουσιάσει ως μάρτυρα κατηγορίας το Χαράλαμπο Παύλου. Αφού άκουσε τις απόψεις και των δύο πλευρών το Κακουργιοδικείο αποφάσισε να απορρίψει την εισήγηση της Υπεράσπισης για να εξαιρεθεί από τη συνέχιση της ακρόασης της παρούσας υπόθεσης, σημειώνοντας ότι εξέτασε το αίτημα της Υπεράσπισης για την εξαίρεση του “αποδεσμευμένο από οποιαδήποτε προηγούμενη υπόθεση και απόφαση που είχε λάβει σε αυτή” και ότι δεν είχε προβεί “σε εύρημα στην 1868/03 περί της ψυχικής υγείας του μάρτυρα”. Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιασθεί φαίνεται ότι στην επιβολή ποινής στην 1868/03 στον Χαράλαμπο Παύλου κατόπιν παραδοχής του στο αδίκημα της ανθρωποκτονίας, η ψυχική υγεία του αποτέλεσε κοινό έδαφος μεταξύ των δύο πλευρών που αποτέλεσε μετριαστικό παράγοντα χωρίς να χρειασθεί από το Κακουργιοδικείο να προβεί σε οποιαδήποτε ευρήματα.

Το Κακουργιοδικείο αφού ανέφερε ότι δεν χρειάστηκε να κάμει ευρήματα στην υπόθεση 1868/03, κατέληξε λέγοντας,

“Το ότι το Δικαστήριο έτυχε να συμμετάσχει στην έκδοση της ποινής στη 1868/03, δεν το καθιστά με οποιοδήποτε τρόπο προκατειλημμένο, ούτε και το αποτέλεσμα σε εκείνη την υπόθεση αποτέλεσε το σκεπτικό της ενδιάμεσης απόφασης στη 1868/03.”

Η αμεροληψία του Δικαστηρίου αποτελεί ένα από τα βασικά εχέγγυα της ορθής απονομής της δικαιοσύνης που κατοχυρώνεται τόσο με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όσο και με τις πρόνοιες του Συντάγματος.

Το άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης προνοεί ότι,

“Παν πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσις του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως.”

Η ανεξαρτησία και αμεροληψία του εκδικάζοντος Δικαστηρίου κατοχυρώνεται και με το άρθρο 30.2 του Συντάγματος το οποίο προνοεί ότι,

[*644]“Έκαστος κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε κατ’ αυτού ποινικής κατηγορίας, δικαιούται ανεπηρεάστου, δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου διά νόμου.”

Οι προεκτάσεις του άρθρου 30.2 του Συντάγματος εξετάστηκαν στην Κύπρο από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Πίτσιλλος ν. Δημοκρατίας (1994) 1 Α.Α.Δ. 268, όπου ο Δικαστής Στυλιανίδης εκδίδοντας την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου τόνισε ότι,

“Το κριτήριο για την εξαίρεση Δικαστή είναι η δημιουργία δικαιολογημένης εντύπωσης ύπαρξης πραγματικής πιθανότητας προκατάληψης από το Δικαστή στο νου του μέσου εχέφρονα πολίτη, ο οποίος γνωρίζει όλα τα γεγονότα. Εικασίες και καχυποψίες μόνο δεν είναι αρκετές.”

Το θέμα της προκατάληψης εξετάστηκε στην Αγγλική απόφαση Locabail Ltd v. Bayfield Properties [2001] 1 All ER 65, στην οποία καθορίσθηκαν οι κατευθυντήριες γραμμές που διέπουν το θέμα. (Βλ. επίσης Ex p. Pinochet Ugarte (No.2) [1999] 1 All ER 577 (HL) και Taylor and another v. Lawrence and another [2002] 2 All ER 353). Το βασικό ερώτημα είναι αν η αμφιβολία για τη μη ύπαρξη αμεροληψίας είναι “υποκειμενικά δικαιολογημένη”. Στην υπόθεση Hauschildt v. Denmark (A 154 para 59 [1989]) ένας Δικαστής στη Δανία που είχε εκδώσει διατάγματα για την κράτηση και απομόνωση του κατηγορουμένου, συμμετέσχε αργότερα ως Πρόεδρος του Δικαστηρίου που θα εκδίκαζε την ποινική υπόθεση εναντίον του ίδιου κατηγορουμένου. Άνκαι για την έκδοση των διαταγμάτων κράτησης ο Δικαστής θα έπρεπε να ικανοποιηθεί ότι υπήρχε “μια ιδιαίτερα επιβεβαιωτική υποψία ενοχής” (particularly confirmed suspicion of guilt), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάνθηκε ότι δεν υπήρχαν ειδικά περιστατικά (special circumstances) που θα δημιουργούσαν μια νόμιμη αμφιβολία (legitimate doubt) ως προς την αμεροληψία του Δικαστή για τη μετέπειτα εξαίρεση του. (Βλέπε επίσης την απόφαση Sainte Marie v. France (A 253 – A para 32 [1992]) στην οποία η προηγούμενη συμμετοχή δύο Δικαστών του Γαλλικού Εφετείου που είχαν καταδικάσει τον αιτητή για παράνομη κατοχή όπλων σε σύνθεση άλλου δικαστηρίου που απέρριψε την αίτηση του να αφεθεί ελεύθερος, κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να δικαιολογήσει ανησυχίες για έλλειψη αμεροληψίας. [*645](Βλ. επίσης Σοφοκλέους ν. Ταβελούδη και Άλλων (2003) (1Β) Α.Α.Δ. 837).

Οι διάδικοι δεν μπορούν να καθορίζουν τη σύνθεση του Δικαστηρίου ανάλογα με τις επιθυμίες τους. Ο διάδικος που επιζητεί την εξαίρεση ενός δικαστή θα πρέπει να στοιχειοθετήσει την ύπαρξη πραγματικής πιθανότητας προκατάληψης για να δικαιολογήσει τον ισχυρισμό του για παραβίαση του άρθρου 6(1) της Σύμβασης. Όπως έχει τονισθεί από τον πρώην Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Γ. Πική στην υπόθεση Αποστολίδου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 80,

“Αναντίλεκτο είναι ότι η επίλυση νομικού ζητήματος πρωτοδίκως ή κατ’ έφεση δεν αποκλείει τη συμμετοχή Δικαστή στη σύνθεση Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται του ιδίου, όμοιου ή παρεμφερούς νομικού ζητήματος. (Βλ. μεταξύ άλλων Razis and Another v. Republic (1983) 3 C.L.R. 309, Makrides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 304). Η ευαισθησία του Δικαστή, ως υποδεικνύεται στην Makrides, δεν αποτελεί τον οδηγό στη διαπίστωση κωλύματος, αλλά οδηγό συνιστά η σωστή εκτίμηση του δικαστικού καθήκοντος και ό,τι αυτό επιβάλλει. Παραίτηση από αυτό το καθήκον ενέχει ορατούς κινδύνους για την απονομή της δικαιοσύνης όπως υποδεικνύεται:

“One such danger is that we would be coming close to acknowledging to a litigant a right to choose the judge who will try him.”

“Ένας τέτοιος κίνδυνος είναι ότι θα φθάναμε κοντά στην αναγνώριση δικαιώματος στο διάδικο να επιλέγει το δικαστή που θα τον δικάσει.”

Έχει επίσης αποφασιστεί ότι ένας Δικαστής δεν κωλύεται λόγω προκατάληψης να εξετάσει τρίτη διαδοχική αίτηση για την κράτηση ενός υπόπτου προς διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων, άνκαι έχει ήδη εκδώσει προηγουμένως άλλα δύο διατάγματα κράτησης εναντίον του ίδιου υπόπτου (Economides and Georghiou v. The Police (1983) 2 C.L.R. 301) και ότι η έκδοση απόφασης από ένα Δικαστή πάνω σε ένα συγκεκριμένο νομικό σημείο, δεν τον εμποδίζει να εξετάσει το ίδιο νομικό σημείο σε άλλη υπόθεση, είτε μεταξύ των ίδιων διαδίκων, είτε μεταξύ άλλων διαδίκων. (Razis and another v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 309).

Έχουμε εξετάσει την εισήγηση και έχουμε καταλήξει στο συ[*646]μπέρασμα ότι είναι τελείως αβάσιμη. Σημειώνουμε ότι τα στοιχεία που είχαν παρουσιαστεί στην 1868/03 αναφορικά με τη ψυχική υγεία του στην υπόθεση εκείνη κατηγορουμένου, ήταν αποδεκτά και από τις δύο πλευρές και το Κακουργιοδικείο δεν είχε προβεί σε οποιαδήποτε σχετικά ευρήματα σε βαθμό που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την προσέγγιση του στην παρούσα υπόθεση. Η ένσταση του εφεσείοντος έπρεπε να είχε υποβληθεί στον κατάλληλο χρόνο όταν το Κακουργιοδικείο εξέταζε το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για τη μη παρουσίαση του Χαράλαμπου Παύλου ως μάρτυρα κατηγορίας στην παρούσα υπόθεση. Η Υπεράσπιση παρέλειψε να το πράξει και δεν μπορούσε αργότερα να ζητήσει την εξαίρεση της σύνθεσης του Κακουργιοδικείου, που πρακτικά θα ισοδυναμούσε με επανεξέταση της ενδιάμεσης απόφασης για τη μη παρουσίαση του μάρτυρα.

Η επαναφορά του θέματος σαν ένας λόγος έφεσης είναι τελείως άσκοπος. Προς τούτο σημειώνουμε ότι ο δικηγόρος του εφεσείοντος καταχώρησε στις 27/6/2003 αίτηση για την έκδοση εντάλματος Certiorari εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργιοδικείου της 27/6/2003 για τη μη εξαίρεση του από τη συνέχιση της ακροαματικής διαδικασίας, η οποία απορρίφθηκε. Από την πιο πάνω σταχυολογούμε το πιο κάτω απόσπασμα:

“Η επίδικη απόφαση του Κακουργιοδικείου, η ενδιάμεση δηλαδή απόφαση της 27.6.2003, επί του αιτήματος του δικηγόρου να εξαιρεθεί από την παραπέρα εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης που αντιμετωπίζει ο αιτητής, είναι, κατά τη γνώμη μου, απόλυτα ορθή και βασισμένη σε ορθή εκτίμηση των γεγονότων, του νόμου και της νομολογίας. Η παρούσα αίτηση στηρίζεται, κατά την ταπεινή μου άποψη, σε ολωσδιόλου λαθεμένη εκτίμηση και αξιολόγηση της ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργιοδικείου, του νόμου και της νομολογίας, που προφανώς να οφείλεται σε καλόπιστο, αλλά εσφαλμένο, χειρισμό της υπόθεσης. Διαβάζοντας τις δύο αποφάσεις (δηλαδή και την απόφαση της 18.6.03) του Κακουργιοδικείου, που είναι ενώπιόν μου, φρονώ επίσης πως το ίδιο το Δικαστήριο μεριμνά με περισσή αγωνία για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, που περιλαμβάνει και το ορθώς νοούμενο συμφέρον του κατηγορουμένου.”

Το αίτημα εξαίρεσης των Δικαστών του Κακουργιοδικείου βασίζεται στην παρουσία τους ως μέλη του Κακουργιοδικείου στην επιβολή ποινής στον κατηγορούμενο Χαράλαμπο Παύλου στην υπόθεση 1868/03 και στη μετέπειτα ενδιάμεση απόφαση τους να θεω[*647]ρήσουν ως ορθή την απόφαση της Κατηγορούσας Αρχής να μην καλέσει τον πιο πάνω ως μάρτυρα κατηγορίας στην παρούσα υπόθεση εναντίον του εφεσείοντος. Όπως έχει ήδη τονισθεί στην υπόθεση 1868/03 το Κακουργιοδικείο δεν είχε προβεί σε ευρήματα γεγονότων. Όμως και στην περίπτωση που το Κακουργιοδικείο κατέληγε κατόπιν αξιολόγησης μαρτυρίας σε ευρήματα γεγονότων, σύμφωνα με τις αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία, δεν θα υπήρχε κώλυμα. Όπως έχουμε ήδη τονίσει το Κακουργιοδικείο δεν εξέτασε ξανά το θέμα, αλλά απλώς έκρινε ότι με βάση τα στοιχεία που είχε η Κατηγορούσα Αρχή, η απόφαση της να θεωρήσει το μάρτυρα ως μη πιστευτό και να μην τον κλητεύσει, ήταν εύλογη. Δεν έχουμε διαπιστώσει βάσιμο λόγο που θα δικαιολογούσε την εξαίρεση των Δικαστών του Κακουργιοδικείου να συνεχίσουν την ακρόαση της παρούσας υπόθεσης. Οι προσωπικές ευαισθησίες δεν μπορούν να συνιστούν κώλυμα στην άσκηση δικαστικών καθηκόντων. (Βλ. Αποστολίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 80).

(x) Η Κατηγορούσα Αρχή απέφυγε σκόπιμα να ζητήσει από το μάρτυρα Δρα Ματσάκη να καταθέσει την ιατροδικαστική του έκθεση της 8/8/2001 αναφορικά με τον εφεσείοντα.

Ο Δρ. Ματσάκης εξέτασε τον εφεσείοντα κατόπιν παράκλησης του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα στις 6/8/2001, κατόπιν γραπτής συγκατάθεσης του ίδιου του εφεσείοντος. Από την ιατροδικαστική έκθεση που ετοίμασε ο Δρ. Ματσάκης μετά την εξέταση, που έχει κατατεθεί ως Τεκμήριο “Λ”, κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε το πιο κάτω απόσπασμα που σχετίζεται με αυτό το λόγο έφεσης:

“Ο Γεώργιος Τυμπιώτης μου δήλωσε ότι “ποτέ δεν άγγιξε την Μαρία” και ότι ο λόγος που σε προηγούμενη κατάθεσή του στην Αστυνομία δήλωσε ότι ήλθε σε σεξουαλική επαφή μαζί της ήταν διότι κτυπήθηκε επανειλημμένα από την αστυνομία στο πρόσωπο την περ. Πέμπτη και γι’ αυτό “φοβήθηκε” και “ομολόγησε ψέματα”. Ισχυρίζεται ότι κτυπήθηκε δυνατά με τα χέρια των Αστυνομικών (γροθιές και χαστούκια) ιδιαίτερα στην αρ. πλευρά του προσώπου.

Εξέταση:

Πρόκειται για ανδρός ύψους περ. 175 εκ. και μέτριας σωματικής διάπλασης. Φέρει μέτριου μεγέθους μαύρα μαλλιά. Είναι αξύριστος. Φορά κοντό παντελόνι, κοντομάνικη φανέλα, σάνταλα και σλιπ. Τα νύχια του είναι μετρίου μεγέθους. [*648]Φέρει τατουάζ “καράτε” στο δεξιό αντιβράχιο. Παρουσιάζει πυτιρίαση στον κορμό. Δεν φέρει εξωτερικές κακώσεις στο πρόσωπο ή σε οποιοδήποτε άλλο σημείο του σώματός του.

Τα εξωτερικά γεννητικά όργανα και ο πρωκτός παρουσιάζονται φυσιολογικά.”

Η Υπεράσπιση εισηγείται ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέφυγε να καταθέσει την πιο πάνω έκθεση κατά τη διάρκεια της κύριας εξέτασης του Δρος Ματσάκη (η οποία κατατέθηκε τελικά κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης του) γιατί ήθελε “να αποφύγει το συλλογισμό ότι ο παρθενικός υμένας της παραπονουμένης θα έπρεπε οπωσδήποτε να είχε διαρρηχθεί (αφού έτσι γίνεται στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων) επειδή εισχώρησε σε στύση ένα φυσιολογικό πέος”. Είναι η θέση της Υπεράσπισης ότι εφόσο δεν διαρρήχθηκε ο παρθενικός υμένας, ο ισχυρισμός της παραπονουμένης ότι το πέος του εφεσείοντος εισχώρησε στον κόλπο της και ότι επήλθε βιασμός, “θα κλονιζόταν συνθέμελα”. Η παράλειψη αυτή της Κατηγορούσας Αρχής “μόλυνε την ετυμηγορία του Δικαστηρίου με το σπέρμα της αδικίας”. Το Κακουργιοδικείο αφού σημείωσε την απάντηση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Κατηγορούσας Αρχής ότι η αναφορά του Δρος Ματσάκη στην πιο πάνω έκθεση του, ότι ο εφεσείων είχε φυσιολογικά γεννητικά όργανα, δεν αφαιρούσε ή πρόσθετε στη μαρτυρία γιατί η Κατηγορούσα Αρχή δεν υποστήριξε οτιδήποτε διαφορετικό, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εξήγηση που δόθηκε από τη δικηγόρο της Κατηγορούσας Αρχής δεν ήταν ικανοποιητική. Το Δικαστήριο τόνισε την ανάγκη παρουσίασης από την Κατηγορούσα Αρχή όλων των στοιχείων που είχε στην κατοχή της για να μην δίνει την εντύπωση ότι αποκρύπτει οτιδήποτε το οποίο μπορούσε να ήταν υπέρ του κατηγορουμένου. Όμως παρά την πιο πάνω παράλειψη, το Κακουργιοδικείο αποφάνθηκε ότι δεν είχε επηρεαστεί η Υπεράσπιση του εφεσείοντος. Και τούτο γιατί η Υπεράσπιση είχε ενώπιον της την πιο πάνω έκθεση από την παραπομπή του εφεσείοντος προς δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου και είχε την ευχέρεια, όπως και έπραξε, να θέσει το περιεχόμενο της έκθεσης στο μάρτυρα Δρα Ματσάκη και να τον αντεξετάσει πάνω στο περιεχόμενο της, σε συσχετισμό με την υπόλοιπη μαρτυρία που είχε παρουσιαστεί.

Υιοθετούμε την πρωτόδικη απόφαση που είναι απόλυτα ορθή και πλήρως αιτιολογημένη.

Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

[*649](xi)     Η Κατηγορούσα Αρχή σκόπιμα δεν αποκάλυψε στο μάρτυρα Δρα Ματσάκη πριν από την εξέταση της παραπονουμένης ότι η τελευταία είχε ισχυρισθεί τριπλό βιασμό σε διάρκεια μιας ώρας και επαναλαμβανόμενη δακτυλική επαφή στον κόλπο της για διάστημα μεγαλύτερο από δύο χρόνια.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι ο ισχυρισμός της παραπονουμένης για τριπλό βιασμό σε διάρκεια μιας ώρας και η επαναλαμβανόμενη δακτυλική επαφή στον κόλπο της που δεν τέθηκαν σε γνώση του Δρος Ματσάκη, συνιστούσαν μια αθέμιτη παράλειψη εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής και απόκρυψη ουσιώδους μαρτυρίας για να παραπλανήσει το μάρτυρα, με σκοπό να καταλήξει σε ευνοϊκότερα συμπεράσματα για την εκδοχή της παραπονουμένης. Είναι η θέση της Υπεράσπισης ότι αν τα στοιχεία αυτά είχαν τεθεί ενώπιον του Δρος Ματσάκη, ο τελευταίος δεν θα ήταν τόσο κατηγορηματικός στην προφορική του κατάθεση στο Δικαστήριο.

Αναφορικά με τον πιο πάνω λόγο το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι τα στοιχεία αυτά ήταν θεμελιακά και έπρεπε να είχαν δοθεί στο Δρα Ματσάκη προτού προβεί στην εξέταση της παραπονουμένης. Όμως το Κακουργιοδικείο παρατήρησε ότι το στοιχείο των δακτυλικών επαφών βρισκόταν σε γνώση της Υπεράσπισης και το έθεσε στο Δρα Ματσάκη για να το σχολιάσει. Η ίδια γραμμή ακολουθήθηκε και για το μάρτυρα της Υπεράσπισης Δρα Γεωργιάδη, ο οποίος κλήθηκε και αυτός να εκφέρει τις απόψεις του. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια το Κακουργιοδικείο αποφάνθηκε ότι η πιο πάνω παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής δεν επηρέασε δυσμενώς την Υπεράσπιση του εφεσείοντος. Συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση χωρίς να κρίνουμε σκόπιμο να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο.

Περαιτέρω παρατηρούμε ότι η θέση της Υπεράσπισης ότι δεν δόθηκαν στοιχεία στους άλλους γιατρούς των οποίων τα πιστοποιητικά κατατέθηκαν σχετικά με την κατ’ ισχυρισμό επανειλημμένη χρήση του δακτύλου και τον τριπλό βιασμό, είναι χωρίς σημασία αφού το μόνο που περιείχαν τα πιστοποιητικά ήταν η διαπίστωση ότι ο παρθενικός υμένας της παραπονουμένης δεν είχε διαρρηχθεί.

Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

(xii) Η Κατηγορούσα Αρχή παρέλειψε να ζητήσει στη δίκη εντός δίκης από το Δρα Ολύμπιο να καταθέσει το φάκελο [*650]του εφεσείοντος μέσα στον οποίο υπήρχε ουσιώδης μαρτυρία για τη βεβαρημένη κατάσταση της υγείας του.

Η Υπεράσπιση εισηγείται ότι η Κατηγορούσα Αρχή αθέμιτα και κακόβουλα παρέλειψε να ζητήσει από το Δρα Ολύμπιο που παρακολουθούσε τον εφεσείοντα, να καταθέσει κατά τη διάρκεια της δίκης εντός δίκης το φάκελο του εφεσείοντος μέσα στον οποίο υπήρχε ουσιώδης μαρτυρία για τη βεβαρημένη κατάσταση του, με αποκλειστικό σκοπό να μην φανεί στο Δικαστήριο ότι η πίεση και ο εκφοβισμός που δέχθηκε σε συνδυασμό με την κατάσταση της υγείας του συνηγορούσαν στο ότι η κατάθεση του δεν ήταν θεληματική. Σύμφωνα με την Υπεράσπιση η παράλειψη αυτή οδήγησε στην έκδοση μιας απόφασης που περιείχε όχι μόνο το σπέρμα της αδικίας αλλά ήταν και εξ ολοκλήρου άδικη.

Η πιο πάνω εισήγηση είναι παντελώς απαράδεκτη. Όπως φαίνεται από τα σχετικά πρακτικά της υπόθεσης η ευπαίδευτη συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής μόλις πληροφορήθηκε ότι ο εφεσείων επαρακολουθείτο από κυβερνητικό ιατρό αναφορικά με την ασθένεια του διαβήτη, δήλωσε στο Δικαστήριο ότι θα μπορούσε να φέρει τον ιατρό για να καταθέσει ή να υποβάλει σχετικό αίτημα. Πράγματι η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε τον Ειδικό Παθολόγο με εξειδίκευση στο σακχαρώδη διαβήτη Δρα Ολύμπιο, που εργαζόταν στην Παθολογική Κλινική του Νοσοκομείου Λάρνακας και παρακολουθούσε τον εφεσείοντα από τις 19/9/2000, ο οποίος κατέθεσε για την κατάσταση του εφεσείοντος. Η Υπεράσπιση αντεξέτασε το μάρτυρα και ζήτησε και κατατέθηκε ιατρικό πιστοποιητικό που εκδόθηκε από τον πιο πάνω μάρτυρα στις 11/9/2000. Ακολούθως σε ερώτηση που του υποβλήθηκε κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης του, αν ο εφεσείων είχε νοσηλευτεί στο Γενικό Νοσοκομείο για προβλήματα σχετικά με σακχαρώδη διαβήτη, ο μάρτυς απάντησε “Δεν μπορώ να θυμηθώ διότι δεν έχω το φάκελο τώρα. Τον ψάξαμε αλλά δεν τον βρήκαμε”. Στη συνέχεια ο δικηγόρος του εφεσείοντος συμπλήρωσε την αντεξέταση του μάρτυρα με την υποβολή ακόμα τεσσάρων ερωτήσεων.

Από τα πιο πάνω αδυνατούμε να αντιληφθούμε πώς ο δικηγόρος του εφεσείοντος αποδίδει αθέμιτα και κακόβουλα κίνητρα στην Κατηγορούσα Αρχή, ότι παρέλειψε να καταθέσει το φάκελο του εφεσείοντος. Ο δικηγόρος του εφεσείοντος αντεξέτασε το μάρτυρα και μπορούσε να ζητήσει μια αναβολή για να παρασχεθεί η ευχέρεια στο μάρτυρα να εντοπίσει το φάκελο και να τον παρουσιάσει στο Δικαστήριο. Ο δικηγόρος του εφεσείοντος δεν [*651]μπορεί να προβάλλει τη δική του παράλειψη να απαιτήσει την παρουσίαση του φακέλου, ως κακόβουλη παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να προσκομίσει το φάκελο. Πραγματικά μας ξενίζει ο τρόπος χειρισμού της υπόθεσης από το συνήγορο του εφεσείοντος που είναι ολότελα ανεδαφικός με ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς εναντίον της Κατηγορούσας Αρχής.

Η εισήγηση απορρίπτεται.

(xiii) Λανθασμένα το Κακουργιοδικείο κατέληξε στην καταδίκη του εφεσείοντος αφού προέβηκε σε λανθασμένη εκτίμηση της ομολογίας του σε συνδυασμό με την υπόλοιπη μαρτυρία που συνηγορούσε ότι δεν διαπράχθηκε οποιοδήποτε αδίκημα.

Η πιο πάνω εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το Κακουργιοδικείο, αφού άκουσε την παραπονουμένη να καταθέτει και αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία της μέσα στα πλαίσια του συνόλου της μαρτυρίας που είχε παρουσιασθεί, αποδέχθηκε την εκδοχή της και απέρριψε εκείνη του εφεσείοντος. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο εφεσείων προέβηκε σε τρεις αντιφατικές καταθέσεις.

Στην α΄ κατάθεση του στις 2/8/2001 (Τ. “A”) ο εφεσείων ανέφερε ότι η παραπονουμένη άνκαι 14 χρόνων έδειχνε με τις φούστες που φορούσε πιο μεγάλη και ήταν ωραία γυναίκα. Ο εφεσείων ήθελε πάρα πολύ να έλθει σε σεξουαλική επαφή μαζί της και όταν πήγε στο σπίτι της και ήταν μόνη της, άρχισε να την χαϊδεύει σε ευαίσθητα μέρη του σώματος της. Αφού την έβαλε πάνω στο κρεβάτι ήλθε σε σεξουαλική επαφή μαζί της χρησιμοποιώντας προφυλακτικό. Αρχικά η παραπονουμένη δεν δεχόταν αλλά δεν αντέδρασε. Ο εφεσείων συμπλήρωσε την κατάθεση του λέγοντας, «Τώρα που το σκέφτομαι ήταν ένα λάθος μου τούτη η πράξης».

Πέντε μέρες αργότερα και ειδικότερα στις 7/8/2001 ο εφεσείων προέβηκε σε β΄ κατάθεση (Τ. “Γ”) στην οποία ανέφερε τα ακόλουθα:

“Θέλω να σας αναφέρω μετά που οδηγίες του δικηγόρου μου ότι η πρώτη κατάθεση που σας έδωσα δεν είναι αληθινή, την έδωσα επειδή φοβήθηκα, η πραγματικότητα είναι ότι τη Μαρία την χαΐδευα μόνο φιλικά σ’ όλο της το σώμα.”

Στις 10/8/2001 όταν η Αστυνομία κατηγόρησε τον εφεσείοντα, η απάντηση του (Τ. “Δ”) ήταν η ακόλουθη:

[*652]

“Εγώ δεν παραδέχομαι καμιά που τες κατηγορίες. Παραδέχομαι μόνο ότι την χαΐδευα φιλικά σαν θείος και όχι κάτω από τα ρούχα.”

Σημειώνουμε επίσης τον ισχυρισμό του εφεσείοντος που περιέχεται στην ιατροδικαστική έκθεση του Δρος Ματσάκη (Τ. “Λ”), που κατατέθηκε χωρίς ένσταση από την Υπεράσπιση, ότι ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι “κτυπήθηκε δυνατά με τα χέρια των Αστυνομικών (γροθιές και χαστούκια) ιδιαίτερα στην αρ. πλευρά του προσώπου”. Στην έκθεση του ο Δρ. Ματσάκης αναφέρει ότι δεν διαπίστωσε “εξωτερικές κακώσεις στο πρόσωπο ή σε οποιοδήποτε άλλο σημείο του σώματος του”.

Το Κακουργιοδικείο αφού έλαβε υπόψη ότι μια κατάθεση – ομολογία έστω και αν κρίνεται θεληματική θα πρέπει να εξετάζεται μέσα στην ολότητα του μαρτυρικού υλικού, σε μια προσπάθεια διαπίστωσης ότι η κατάθεση ήταν όντως θεληματική και περιείχε την αλήθεια, ανέφερε τα ακόλουθα:

“Έχοντας εξετάσει το Τεκμήριο «Α» εκ νέου, δεν διατηρείται καμία αμφιβολία ότι η κατάθεση αυτή είναι αληθής και ο κατηγορούμενος όντως ομολόγησε τον βιασμό για τους λόγους που αναφέρει, παρά το γεγονός ότι αργότερα στο Τεκμήριο «Γ» αναίρεσε την ομολογία αποδίδοντας την σε φόβο. Αλλά, ακόμη και στο Τεκμήριο «Γ» ο κατηγορούμενος αναφέρει μέρος της αλήθειας έστω άθελα του, δεχόμενος ότι χαΐδευε την παραπονούμενη σε όλο της το σώμα (έστω και αν λέει ότι ήταν φιλικό το χάιδεμα) σε αντίθεση με την ένορκη κατάθεση του στην οποία υποστήριξε ότι μόνο στον ώμο πιθανώς να την χαΐδεψε φιλικά ή να την αγκάλιασε ως θείος στα πεταχτά ή και να της έδωσε και ένα φιλί στο μάγουλο προσπαθώντας να την καλμάρει όταν αυτή ήταν αναστατωμένη.

Το ότι το Τεκμήριο «Α» αποτελεί αληθινή ομολογία πιστοποιείται πρόσθετα και από το γεγονός ότι πουθενά σε αυτό δεν έκαμε μνεία της λεγόμενης σκευωρίας που υποστήριξε ενόρκως μεταξύ του Πάμπου και της Δήμητρας για να τον βγάλουν από τη μέση. Ακόμη και αν δεν ήταν φυσιολογικό να αναμενόταν να το ανέφερε στο Τεκμήριο «Α» σίγουρα με την αναίρεση της ομολογίας μερικές μέρες μετά στο Τεκμήριο «Γ», θα αναμενόταν να δοθεί ο λόγος αυτός που ώθησε, κατά την άποψη του, την παραπονούμενη να τον καταγγείλει. Τίποτε όμως απολύτως δεν είπε και τα όσα ενόρκως ανέφερε, ότι τα περί σκευωρίας τα είπε στην αστυ[*653]νομία όταν του λάμβαναν τις καταθέσεις και ειδικά την πρώτη φορά δεν γίνονται αποδεκτά από το Δικαστήριο ως αντιπροσωπεύοντα την αλήθεια. Ακόμη και στην απάντηση του στις κατηγορίες Τεκμήριο «Δ», που δόθηκε τρεις μέρες μετά το Τεκμήριο «Γ» και είχε περισσότερο χρόνο να σκεφθεί και πάλι δεν κατέγραψε οτιδήποτε, αρκούμενος στη μη παραδοχή των κατηγοριών και παραδεχόμενος μόνο ότι χαΐδευε την παραπονούμενη φιλικά ως θείος και όχι κάτω από τα ρούχα. Κρίνεται έτσι ότι όλη η μαρτυρία του κατηγορουμένου, ότι ανέφερε στην αστυνομία τα περί σκευωρίας είναι εκ των υστέρων σκέψεις που αναφέρθηκαν στο Δικαστήριο με μοναδικό σκοπό να αλλοιώσουν τα πραγματικά γεγονότα.”

Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι η αξιολόγηση του Κακουργιοδικείου ήταν απόλυτα ορθή. Η θεληματική κατάθεση του εφεσείοντος σε συνδυασμό με την εκδοχή της παραπονουμένης που έγινε δεκτή από το Δικαστήριο, συνέθεσαν τη βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε το συμπέρασμα της ενοχής του εφεσείοντος. Προς τούτο, ανεξάρτητα από τη θεληματική κατάθεση του εφεσείοντος, μπορεί να λεχθεί ότι η μαρτυρία της παραπονουμένης ήταν συντριπτική για τον εφεσείοντα.

Η εισήγηση απορρίπτεται.

(Γ) Ο Τρόπος Διατύπωσης και Προώθησης των Λόγων Έφεσης.

Σε αυτό το στάδιο θα θέλαμε να αναφερθούμε στον τρόπο διατύπωσης των λόγων έφεσης από το δικηγόρο του εφεσείοντος και ιδιαίτερα στους ισχυρισμούς του ότι το Κακουργιοδικείο “προσπάθησε να αποκρύψει (κατά κάποιο τρόπο) τη σοβαρότητα της μαρτυρίας του Χαράλαμπου Παύλου, που το ίδιο απέκλεισε από του να ακουστεί”, όπως επίσης και στον ισχυρισμό ότι “ο εφεσείων δεν έτυχε μιας δίκαιης δίκης διότι το Κακουργιοδικείο ενεργώντας υπό το κράτος οφθαλμοφανούς προκατάληψης έκρινε ως “εύλογο” το λόγο που προέβαλε η Κατηγορούσα Αρχή για την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας να μην καλέσει ούτε να προσφέρει προς αντεξέταση το Χαράλαμπο Παύλου”. Το Εφετείο ζήτησε από το δικηγόρο του εφεσείοντος να διευκρινίσει τι εννοούσε με τους ισχυρισμούς του ότι το Κακουργιοδικείο ήταν οφθαλμοφανώς προκατειλημμένο και ότι προσπάθησε να αποκρύψει τη σοβαρότητα της μαρτυρίας του Χαράλαμπου Παύλου. Ο συνήγορος του εφεσείοντος απάντησε ότι αναφορικά με τη χρήση των λέξεων “προκατάληψη” και “απόκρυψη” σε καμιά περίπτωση δεν εννοούσε αυτές τις λέξεις, προσθέτοντας ότι η χρήση [*654]των λέξεων αναφερόταν στο ότι “ήταν επηρεασμένο το Δικαστήριο από το μωρό που είχε ενώπιον του”, εννοώντας την παραπονουμένη.

Επιπρόσθετα ως αποτέλεσμα της απάντησης του Δρος Ολύμπιου κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης του, ότι δεν είχε στην κατοχή του τον ιατρικό φάκελο του εφεσείοντος αφού έψαξε και δεν τον βρήκε, ο δικηγόρος του εφεσείοντος απέδωσε τη μη παρουσίαση του φακέλου σε “αθέμιτη και κακόβουλη” συμπεριφορά εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής με αποκλειστικό σκοπό να αποκρύψει από το Δικαστήριο ότι η πίεση και ο εκφοβισμός που δέχθηκε ο εφεσείων, σε συνδυασμό με την κατάσταση της υγείας του, συνηγορούσαν στο ότι η κατάθεση του δεν ήταν θεληματική.

Η πιο πάνω συμπεριφορά του δικηγόρου του εφεσείοντος είναι, το λιγότερο που μπορούμε να πούμε, απαράδεκτη. Η χρησιμοποίηση εκφράσεων και/ή λέξεων που αφήνουν υπονοούμενα για την ακεραιότητα των Δικαστών που εκδικάζουν μια υπόθεση, χωρίς την παράθεση των απαραίτητων εκείνων γεγονότων που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν ένα τέτοιο ισχυρισμό, συνιστά ανοίκεια επίθεση εναντίον όχι μόνο του χαρακτήρα των Δικαστών που εκδικάζουν την υπόθεση, αλλά και εναντίον του κύρους της δικαιοσύνης γενικώτερα. Τονίζουμε ότι ο δικηγόρος πρέπει να σέβεται τους νόμους και η διαγωγή του στον επαγγελματικό του βίο πρέπει να είναι σεμνή και αξιοπρεπής. Ο δικηγόρος θεωρείται ως το πλέον αρμόδιο πρόσωπο πάνω στο οποίο θα βασισθεί το Δικαστήριο για να απονέμει δικαιοσύνη και μέσα σε αυτά τα πλαίσια θεωρείται ως συλλειτουργός της δικαιοσύνης. (Βλ. In Re C.D. an Advocate (1969) 1 C.L.R. 376). Όπως έχει τονισθεί στην πιο πάνω απόφαση για τη συμπεριφορά των δικηγόρων,

“Οι πράξεις τους και η συμπεριφορά τους πρέπει να συνάδουν με τους Θεσμούς και τη δεοντολογία ενός έντιμου επαγγέλματος.”

Έτσι, ενώ σύμφωνα με τον Κανονισμό 33(6) των Κανονισμών Δεοντολογίας του 2002 (Κ.Δ.Π. 237/2002 της 17/5/2002), ο δικηγόρος πρέπει να υπερασπίζει ενσυνείδητα τον πελάτη χωρίς φόβο, αυτό πρέπει να γίνεται μέσα στα πλαίσια σεβασμού του Δικαστηρίου με τη χρησιμοποίηση εκείνων των λέξεων και εκφράσεων που υποδηλούν ακριβώς αυτού του είδους το σεβασμό.

Δεν επιθυμούμε να επεκταθούμε περισσότερο, συνοψίζοντας ότι, στην παρούσα περίπτωση η χρήση των πιο πάνω αναφερόμενων εκφράσεων από το δικηγόρο του εφεσείοντος, ήταν αβάσιμη [*655]και απαράδεκτη.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο