Λεωνίδου Παντελής ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 663

(2004) 2 ΑΑΔ 663

[*663]16 Δεκεμβρίου, 2004

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝIΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΛΕΩΝΙΔΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7867)

 

Ποινή ― Έκδοση ακάλυπτων επιταγών, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Παραδοχή και συνεργασία ― Λευκό ποινικό μητρώο ― Εξόφληση των επιταγών ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 3 μηνών ― Επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.

Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρυσμα ― Η επιβολή ιδιαίτερα σοβαρών ποινών ενδείκνυται για να αναχαιτίσει τη συνεχιζόμενη παρανομία που πλήττει άμεσα τις καθημερινές συναλλαγές των ανθρώπων με την έκδοση ακάλυπτων επιταγών ― Ιδιαίτερα τώρα που η Κύπρος έχει γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο εφεσείων ήταν πλασιέ. Τον Μάρτιο του 2003 εξέδωσε επτά ακάλυπτες επιταγές για συνολικό ποσό £26.190 προς εταιρεία με την οποία συνεργάζετο διαθέτοντας προϊόντα της τα οποία αγόραζε από αυτή. Ο εφεσείων υποστήριξε ενώπιον του εκδικάσαντος δικαστηρίου ότι καθ’ όσον κατέβαλλε τα ποσά των επιταγών που έδωσε στην εταιρεία όταν εισέπραττε ο ίδιος αντίστοιχα ποσά από τους δικούς του πελάτες, αδυνατούσε να πληρώσει τις εν λόγω επιταγές διότι πελάτες του καθυστέρησαν να του εξοφλήσουν επιταγές τους συμποσούμενες σε £18.000. Επικαλέσθηκε επίσης την παραδοχή και συνεργασία του, την εξόφληση των επιταγών σε μεταγενέστερο στάδιο, την έλλειψη καταδικών και τις οικογενειακές του συνθήκες.

Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τριών μηνών στις επτά κατηγορίες.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την ποινή ως έκδηλα υπερβολική. Διατύπωσε επίσης το παράπονο ότι κακώς δεν διατάχθηκε η αναστολή της ποινής φυλάκισης που του είχε επιβληθεί.

[*664]Αποφασίστηκε ότι:

1. Οι πέντε από τις επτά επιταγές δεν ήσαν μεταχρονολογημένες, οι δε άλλες δύο ήσαν μεταχρονολογημένες μόνο κατά μία και δύο ημέρες αντιστοίχως. Αυτό μειώνει ουσιωδώς τη σημασία βασικού επιχειρήματος του εφεσείοντος ως προς τον λόγο για τον οποίο δεν πλήρωσε τις επιταγές στην ώρα του. Επίσης η εξόφληση των επιταγών λίγες μέρες πριν την επιβολή της ποινής δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως άμεση ένδειξη έμπρακτης μεταμέλειας εκ μέρους του.

2. Η επιβληθείσα ποινή βρίσκεται μέσα στα πλαίσια της νομολογίας και σε αυτή αντανακλώνται όλοι οι μετριαστικοί παράγοντες που προβλήθηκαν από τον εφεσείοντα. Τοσούτω μάλλον μετά την αύξηση της ποινής με το Νόμο 25(Ι)/2003, οποίος ισχύει στην προκείμενη περίπτωση.

3. Η παρούσα περίπτωση δεν ήταν αρμόζουσα περίπτωση αναστολής και το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς επέβαλε ποινή άμεσης φυλάκισης.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Ισιδώρου ν. G.M. Christofi Enterprises Ltd κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 61,

Τηλεμάχου ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 701,

Polycarpou v. The Police (1970) 2 C.L.R. 112,

Παπαντωνίου ν. D.K. Andreou Co. Ltd (2002) 2 Α.Α.Δ. 368,

Νικολάου ν. Rolandos Enterprises Ltd (2004) 2 Α.Α.Δ. 546.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, (Υπόθεση Αρ. 13500/2003), ημερομηνίας 27/10/2004, με την οποία καταδικάστηκε, επί της δικής του παραδοχής, σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 3 μηνών σε επτά κατηγορίες που αφορούσαν την έκδοση ακάλυπτων επιταγών κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, με τον ισχυρισμό ότι η δικάσασα Δικαστής δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στα ελαφρυντικά του στοιχεία, με αποτέλεσμα η ποινή να καθίστατο υπερβολική, εφ’ ετέρου δε ότι κακώς δεν ανεστάλη η επιβληθείσα ποινή [*665]φυλάκισης.

Ν. Δαμιανού, για τον Εφεσείοντα.

Δ. Παπαμιλτιάδους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Ο Εφεσείων είναι παρών.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Ο Εφεσείων καταδικάσθηκε, επί της δικής του παραδοχής, σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 3 μηνών σε επτά κατηγορίες που αφορούσαν την έκδοση ακάλυπτων επιταγών κατά παράβαση του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα. Και οι επτά επιταγές, για συνολικό ποσό £26.190, είχαν δοθεί το Μάρτιο 2003 προς εταιρεία με την οποία ο Εφεσείων συνεργάζετο διαθέτοντας, ως πλασιέ που ήταν, προϊόντα της τα οποία αγόραζε από αυτή. Οι επιταγές εδόθησαν στα πλαίσια λογαριασμού που ετηρείτο για τις δοσοληψίες των μερών, ήταν δε η θέση του Εφεσείοντα ενώπιον του εκδικάσαντος δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων, καθ’ όσον κατέβαλλε τα ποσά των επιταγών που έδωσε στην εταιρεία όταν εισέπραττε ο ίδιος αντίστοιχα ποσά από τους δικούς τους πελάτες, είχε αδυναμία να πληρώσει τις εν λόγω επιταγές διότι δύο πελάτες του καθυστέρησαν να του εξοφλήσουν επιταγές τους συμποσούμενες σε £18.000. Επικαλέσθηκε επίσης ο Εφεσείων την εξ αρχής και επί δικαστηρίω παραδοχή και συνεργασία του, τη μετέπειτα εξόφληση των επιταγών, την έλλειψη προηγούμενων καταδικών του και τις οικογενειακές συνθήκες του, καλώντας το δικαστήριο να μην του επιβάλει ποινή άμεσης φυλάκισης.

Η ευπαίδευτη εκδικάσασα Δικαστής έλαβε υπ’ όψη της όλα τα ανωτέρω. Θεώρησε όμως ότι η σοβαρότητα των αδικημάτων, όπως προκύπτει και από πρόσφατη αύξηση της προνοούμενης στο νόμο ποινής, σε συνδυασμό με το ότι τέτοια αδικήματα βρίσκονται σε πολύ μεγάλη έξαρση, επέβαλλαν την επιβολή αποτρεπτικής ποινής άμεσης φυλάκισης, σε συμφωνία και με τη νομολογία.

Με την έφεση διατυπώνεται παράπονο, αφ’ ενός μεν ότι η ευπαίδευτη δικαστής δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στα ανωτέρω ελαφρυντικά του Εφεσείοντα, με αποτέλεσμα η ποινή να καθίστατο υπερβολική, αφ’ ετέρου δε ότι κακώς δεν ανεστάλη η επιβληθείσα [*666]ποινή φυλάκισης. Ως προς το πρώτο, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα τόνισε την απρόσμενη αδυναμία του εφεσείοντα να πληρώσει τις επιταγές αφού και ο ίδιος δεν επληρώθη για ποσά που του οφείλοντο, την έστω και καθυστερημένα πλήρη εξόφληση τους και την ανάγκη που έχει τον εφεσείοντα ο ανήλικος μαθητής υιός του αφού διαμένει μαζί του μετά από το χωρισμό των γονιών του. Ως προς το δεύτερο, ο κ. Δαμιανού παρέπεμψε στο ότι το δικαστήριο παράλειψε να εξετάσει το ενδεχόμενο της αναστολής της ποινής φυλάκισης και έδωσε έμφαση στο ότι η πρόσφατη τροποποίηση του νόμου καθιστά ευχερέστερη την αναστολή ποινής φυλάκισης υπό τις συνθήκες της υπόθεσης αυτής.

Να πούμε κατ’ αρχή ότι ορισμένα από τα στοιχεία στη βάση των οποίων υπήρξε επιχειρηματολογία έχουν διευκρινισθεί περαιτέρω. Όπως προκύπτει από τα ίδια τα κατηγορητήρια, οι πέντε από τις επτά επιταγές δεν ήσαν μεταχρονολογημένες, οι δε άλλες δύο ήσαν μεταχρονολογημένες μόνο κατά μία και δύο ημέρες αντιστοίχως. Αυτό μειώνει ουσιωδώς τη σημασία του βασικού επιχειρήματος του Εφεσείοντα ως προς το λόγο για τον οποίο δεν πλήρωσε τις επιταγές στην ώρα τους. Προέκυψε επίσης ότι οι επιταγές τελικά εξοφλήθησαν λίγες μέρες πριν από την επιβολή της ποινής. Τούτο, αν και δεν μειώνει τη σημασία της εξόφλησης τους ως ένδειξης έμπρακτης μεταμέλειας, σίγουρα δεν μπορεί βεβαίως και να τη χαρακτηρίζει ως άμεση τέτοια (ίδε Ισιδώρου ν. G.M. Christofi Enterprises Ltd κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 61, Τηλεμάχου ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 701). Ακόμα προέκυψε ότι ο ανήλικος υιός του Εφεσείοντα είναι 17½ ετών, ούτε μπορεί να θεωρείται ότι δεν θα έχει τη δέουσα φροντίδα για το διάστημα της φυλάκισης του Εφεσείοντα.

Τώρα ως προς τη νομολογία, στην οποία ανεφέρθη σε έκταση ο κ. Δαμιανού, δεν αμφισβητείται η αρχή, όπως διατυπώθηκε στην υπόθεση Polycarpou v. The Police (1970) 2 C.L.R. 112, ότι, όπως το έθεσε ο Βασιλειάδης, Π., δίδοντας την απόφαση του Εφετείου (σ. 116):

"... imprisonment, as a sanction in a system of social defence, should only be resorted to when no other sentence can fit the circumstances of the particular case. It should be avoided whenever such a course is possible;  and if it cannot be avoided, it must be made to serve one of the objects which such a sentence is intended to serve."

Στην περίπτωση των αδικημάτων τα οποία εξετάζουμε η νομολογία τονίζει την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών φυλάκισης [*667]ακριβώς για το σκοπό που η ποινή φυλάκισης σε τέτοιες περιπτώσεις επιδιώκει να εξυπηρετήσει, όπως είπε ο Βασιλειάδης, Π., δηλαδή την καταστολή της ευρύτατης εκδήλωσης τέτοιων αδικημάτων τα οποία και πλήττουν τη θεμελιακή ασφάλεια και εντιμότητα των συναλλαγών (ίδε Ισιδώρου ν. Christofi Enterprises Ltd κ.ά., ανωτέρω, Παπαντωνίου ν. D.K. Andreou Co. Ltd (2002) 2 Α.Α.Δ. 368). Να αναφερθούμε όμως και ιδιαιτέρως στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Νικολάου ν. Rolandos Enterprises Ltd (2004) 2 Α.Α.Δ. 546 και στα λεχθέντα από τον Αρτεμίδη, Π., ο οποίος έδωσε την απόφαση (σελίδα 548):

"Δεν θα επαναλάβουμε αυτά που κατά κόρον έχουν ειπωθεί. Να σημειώσουμε μόνο πως για την αντιμετώπιση της πλημμυρίδας των ποινικών υποθέσεων, με κατηγορίες που αφορούν την έκδοση επιταγών χωρίς αντίκρισμα, έχει γίνει ειδικό πρόγραμμα εργασίας των δικαστών ώστε αυτές να εκδικάζονται κατά αποκλειστικότητα από συγκεκριμένο δικαστή κατά επαρχία. Τούτο από μόνο του δεν περιποιεί τιμή στη χώρα μας. Η συνεχιζόμενη παρανομία, που πλήττει άμεσα στις καθημερινές συναλλαγές των ανθρώπων, που αναμένεται να διεξάγονται στη βάση της νομιμότητας και τιμιότητας, πρέπει να σταματήσει, ιδιαίτερα τώρα που η χώρα μας έγινε μέλος της μεγάλης οικογένειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν συνεχιστεί η συγκεκριμένη παρανομία, τότε βεβαίως και τα Δικαστήρια θα την αντιμετωπίσουν με πιο αυστηρές ποινές. Ενόψει δε της φύσης του αδικήματος και της συχνότητας, που ακόμη παρατηρείται στη διάπραξη του, δεν θα υπάρχει άλλη επιλογή. Ο ίδιος ο νομοθέτης με πρόσφατη τροποποίηση του νόμου (Ν. 25(1)/2003) αύξησε τη χρηματική ποινή που προβλεπόταν στον προηγούμενο νόμο από £1500 σε £5000 και τη φυλάκιση από 2 σε 3 χρόνια."

Η ποινή φυλάκισης των τριών μηνών την οποία επέβαλε η ευπαίδευτη δικαστής δεν είναι έξω από τα πλαίσια της νομολογίας ούτε μπορεί να λεχθεί ότι δεν αντανακλώνται σε αυτή όλοι οι μετριαστικοί παράγοντες που ανεφέρθησαν. Τοσούτο μάλλον μετά και την αύξηση της ποινής με το Νόμο 25(1)/2003, ο οποίος, δημοσιευθείς στις 31.1.2003, ισχύει ως προς την προκειμένη υπόθεση.

Ούτε είναι αυτή αρμόζουσα περίπτωση αναστολής, όπως και η ευπαίδευτη δικαστής προφανώς θεώρησε επιβάλλουσα ποινή άμεσης φυλάκισης. Η τροποποίηση της σχετικής νομοθεσίας, στην οποία εβασίσθη ιδιαιτέρως ο κ. Δαμιανού, ασφαλώς αποδεσμεύει το δικαστήριο από τους περιορισμούς της προηγούμενης νομοθεσίας και νομολογίας αλλά δεν συνεπάγεται ευχέρεια παροχής [*668]αναστολής, προκειμένου ομολογουμένως για αδίκημα μέτριας σοβαρότητας, οποτεδήποτε συντρέχουν παράγοντες όπως η έλλειψη προηγούμενων καταδικών και ενδείξεις μεταμέλειας σε συνδυασμό με επιπτώσεις στην οικογενειακή ή άλλη πτυχή της ζωής του παραβάτη. Αν και στην κατάλληλη περίπτωση η αναστολή θα ήταν ενδεικνυόμενη αναλόγως του συνόλου των παραγόντων αυτών και άλλων, η προκειμένη περίπτωση δεν είναι τέτοια που οι περιστάσεις της υπόθεσης να εκτοπίζουν την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής άμεσης φυλάκισης ως εκ της φύσης και της έξαρσης του αδικήματος.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο