Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Άντρης Ηρακλέους και Άλλου (2005) 2 ΑΑΔ 1

(2005) 2 ΑΑΔ 1

[*1]12 Ιανουαρίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

(Ποινική Έφεση Αρ. 7332)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΝΤΡΗΣ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ,

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 7333)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΣΥΜΕΩΝ ΣΥΜΕΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7332, 7333)

 

Αθωωτική απόφαση ― Αθωωτική απόφαση σε κατηγορίες πλαστογραφίας, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, εγγραφής δύο ακινήτων με ψευδείς παραστάσεις, εξασφάλισης πιστώσεων με ψευδείς παραστά[*2]σεις και απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, λόγω απουσίας άμεσης μαρτυρίας που να συνδέει τους κατηγορούμενους με τη διάπραξη των αδικημάτων ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Μαρτυρία ― Πλαστογραφία ― Η καλύτερη μαρτυρία για την απόδειξη πλαστογραφίας είναι η άμεση καθώς και αυτή που προέρχεται από εμπειρογνώμονα γραφολόγο.

Απόδειξη ― Ελατήριο ― Δεν αποτελεί παράγοντα στοιχειοθετικό οποιουδήποτε αδικήματος.

Εφετείο ― Παρατήρηση Εφετείου αναφορικά με τις συνέπειες αχρείαστα μακροσκελούς δικαστικής απόφασης.

Οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι αντιμετώπιζαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου 24 κατηγορίες που αφορούσαν αδικήματα πλαστογραφίας, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις δύο ακινήτων στη Λευκωσία στο όνομα του πατέρα τους Μιχαήλ Συμεών Φιλίππου, εξασφάλισης πιστώσεων με ψευδείς παραστάσεις και απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, αθωώθηκαν σε όλες τις κατηγορίες.  Η θέση της κατηγορούσας αρχής ήταν πως οι εφεσίβλητοι πλαστογράφησαν ένα πληρεξούσιο έγγραφο, (τεκμ. 23), ενώ ο εφεσίβλητος πλαστογράφησε επίσης ένα δικαστικό έγγραφο.  Η πλαστογραφία του πληρεξουσίου εγγράφου, συνίστατο στην ένθεση επ’ αυτού της απομίμησης της υπογραφής της Ισμήνης Καραγιώργη, ενώ η πλαστογράφηση του δικαστικού εγγράφου σχετίζεται με μια αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, με τη διαγραφή από αυτό της φράσης: «μονομερής αίτηση του Συμεών Μιχαήλ Συμεού από τη Λευκωσία». Το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα πως δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία που να συνδέει τους εφεσίβλητους με τη διάπραξη των αδικημάτων, αντικείμενο του κατηγορητηρίου.

Η υπόθεση επικεντρώνεται στο κατά πόσο με τη μαρτυρία που προσκομίστηκε, αποδείκτηκε η πλαστογράφηση του γενικού πληρεξουσίου εγγράφου από τους εφεσίβλητους. Ήταν κοινή θέση πως δεν υπήρχε άμεση μαρτυρία.  Η καλύτερη μάρτυρας, δηλαδή η Ισμήνη Καραγιώργη, της οποίας σύμφωνα με την κατηγορούσα αρχή η υπογραφή στο πληρεξούσιο έγγραφο πλαστογραφήθηκε, απεβίωσε πολύ πριν από την έναρξη των ερευνών της Αστυνομίας στην υπόθεση.  Ο εμπειρογνώμονας γραφολόγος της Αστυνομίας δεν μπορούσε να πει θετικά ότι οι υπογραφές στο επίδικο έγγραφο ήταν πλαστογραφημένες.  Ο αδελφός της Ισμήνης Καραγιώργη, ο οποίος είχε κληθεί από την κατηγορούσα αρχή για να τεκμηριώσει τη θέση της ότι οι εφεσίβλητοι εκμεταλλευόμενοι την ηλικία, τη ψυχασθένεια και το γεγονός ότι η Ισμήνη Καρα[*3]γιώργη δεν είχε άλλο προστάτη στο κόσμο, παρουσιάστηκαν για να τη βοηθήσουν δήθεν στη διαχείριση της περιουσίας της και στο διακανονισμό των υποχρεώσεών της προς την στέγη ευγηρίας όπου διέμενε, ήταν εντελώς αποπροσανατολισμένος από το περιβάλλον του, ίσως λόγω προχωρημένης ηλικίας και εμφανούς αρτηριοσκλήρυνσης και δεν μπορούσε να αρθρώσει καταληπτό λόγο.  Ο πιστοποιών λειτουργός ο οποίος σύμφωνα με τους εφεσίβλητους πιστοποίησε την υπογραφή της Ισμήνης Καραγιώργη, κατά την αντεξέτασή του αποδείκτηκε να λέει συνεχώς ψέματα, με αποτέλεσμα το σύνολο της κατάθεσής του να είναι αντιφατικού περιεχομένου.  Οι υπόλοιποι μάρτυρες δεν πρόσθεσαν τίποτε άμεσα σχετικό με την απόδειξη των κατηγοριών που αντιμετώπιζαν οι εφεσίβλητοι.

Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την απόφαση.

Το Ανώτατο Διικαστήριο απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

1.  Από τη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής το περισσότερο που μπορεί να αποδειχθεί είναι το ελατήριο για τη διάπραξη των αδικημάτων.  Ελλείπει όμως παντελώς από τη μαρτυρία, οποιοδήποτε στοιχείο που να συνδέει τους εφεσίβλητους με τη διάπραξη των αδικημάτων.

2.  Από το σύνολο της μαρτυρίας αναδύεται η υποψία ότι οι εφεσίβλητοι δεν λειτούργησαν τίμια.  Αυτό όμως είναι κάτι που πρέπει να αντιμετωπιστεί με τις ορθές διαδικασίες ή, ακόμη, η πολιτεία να σκεφτεί τρόπους προστασίας ανυπεράσπιστων ανθρώπων που πάσχουν ψυχικά ή πνευματικά και δεν έχουν δίπλα τους τα κατάλληλα πρόσωπα να μεριμνήσουν γι’ αυτούς.

3.  Δεν ενείχε καμιά σημασία στην παρούσα υπόθεση η πιστοποίηση της Ισμήνης Καραγιώργη ως διανοητικά ασθενούς ή όχι και η επί του θέματος αυτού συζήτηση του Κακουργιοδικείου δεν ήταν αναγκαία.

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.

Παρατήρηση Εφετείου:  Η απόφαση του Κακουργιοδικείου είναι αχρείαστα μακροσκελής, με αποτέλεσμα, η αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα καταληκτικά ευρήματα που δημιουργούν τη δικαστική αιτιολογική σκέψη να είναι δύσκολο να εντοπιστούν ή ανευρίσκονται σκόρπια στις τελευταίες σελίδες, οι οποίες δεν συνδέονται εύκολα με αυτές που προηγήθηκαν.

Εφέσεις εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.

[*4]

Εφέσεις από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 32698/00) ημερ. 21/6/02, με την οποία στους δύο κατηγορούμενους οι οποίοι είναι αδέλφια και αντιμετώπιζαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου 24 κατηγορίες που αφορούσαν σε αδικήματα πλαστογραφίας, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις δύο ακινήτων στο όνομα του Μιχαήλ Συμεών Φιλίππου, πατέρα των εφεσιβλήτων, εξασφάλιση πιστώσεων με ψευδείς παραστάσεις και απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, οι οποίες, αναφορικά με την πλαστογραφία, βασίζονται στα Άρθρα 331, 333(δ), 336 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, για τις ψευδείς παραστάσεις στα Άρθρα 297 και 301(α) του Ποινικού Κώδικα, ενώ οι κατηγορίες για την πλαστογραφία του δικαστικού εγγράφου στηρίζονται επίσης και στα Άρθρα 117, 35 και 305 του Ποινικού Κώδικα, αθωώθηκαν και απαλλάχθηκαν από όλες τις κατηγορίες.

Ρ. Βραχίμης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.

Η Εφεσίβλητη στην Ποινική Έφεση Αρ. 7332 παρουσιάζεται προσωπικά.

Ο Εφεσίβλητος στην Ποινική Έφεση Αρ.7333 παρουσιάζεται προσωπικά.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.:  Η εφεσίβλητη στην ποινική έφεση αρ.7332  Άντρη Ηρακλέους (στα επόμενα η εφεσίβλητη) και ο εφεσίβλητος Συμεών Συμεού στην ποινική έφεση αρ.7333, (στα επόμενα ο εφεσίβλητος), είναι αδέλφια. Αντιμετώπισαν ενώπιον του κακουργιοδικείου 24 κατηγορίες που αφορούσαν σε αδικήματα πλαστογραφίας, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις δύο ακινήτων (αριθμός εγγραφής 1097 και 3673 στην ενορία Τρυπιώτη), στο όνομα του Μιχαήλ Συμεών Φιλίππου, πατέρα των εφεσιβλήτων, εξασφάλιση πιστώσεων με ψευδείς παραστάσεις και  απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις.  Οι πιο πάνω κατηγορίες προέκυψαν, σύμφωνα με τη θέση της κατηγορούσας αρχής, από το γεγονός πως οι εφεσίβλητοι πλαστογράφησαν γενικό πληρεξούσιο έγγραφο που παρουσίαζε τον εφεσίβλητο ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπο της Ισμήνης Καραγιώργη για να διαχειρίζεται την περιουσία της. Άλλη ομάδα κατηγοριών αφορούσε στην πλαστογραφία και κυκλοφορία δικαστικού εγγράφου.  Οι κατηγορίες, αναφορικά με την πλαστογραφία, βασίζονται στα άρθρα 331, 333(δ) 336 και 20 [*5]του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, για τις ψευδείς παραστάσεις στα άρθρα  297 και 301(α) του Ποινικού Κώδικα, ενώ οι κατηγορίες για την πλαστογραφία του δικαστικού εγγράφου στηρίζονται επίσης και στα άρθρα 117, 35 και 305 του Ποινικού Κώδικα. Το κακουργιοδικείο αθώωσε τους εφεσίβλητους σε όλες τις κατηγορίες.

Ο εφεσίβλητος είναι θεολόγος, καθηγητής σχολής Μέσης Εκπαίδευσης, ενώ η εφεσίβλητη  δικηγόρος.  Εφεσείων είναι ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, ο οποίος επιδιώκει την ακύρωση της αθωωτικής απόφασης και αντικατάσταση της με καταδικαστική. 

Η απόφαση του κακουργιοδικείου είναι αχρείαστα μακροσκελής.  Λόγω εσφαλμένης πρακτικής που επικράτησε, στην απόφαση παρατίθεται σύνοψη της μαρτυρίας όλων των μαρτύρων, κατά τη σειρά που κατέθεσαν στο Δικαστήριο, ανεξάρτητα από τη σημασία της στην υπόθεση.  Μέσα σ΄αυτή τη δομή γραφής ισοπεδώνεται η ουσιαστική και σχετική με τις κατηγορίες μαρτυρία μαζί με άλλα δευτερεύοντα γεγονότα και στοιχεία, που περιπλέκουν και συγχέουν τη μαρτυρία που αφορά άμεσα στις κατηγορίες που εξετάζονται.  Το αποτέλεσμα είναι η αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα καταληκτικά ευρήματα που δημιουργούν τη δικαστική αιτιολογική σκέψη να είναι δύσκολο να εντοπιστούν ή ανευρίσκονται σκόρπια στις τελευταίες σελίδες, οι οποίες δεν συνδέονται εύκολα με αυτές που προηγήθηκαν. 

Στην έφεση που μας απασχόλησε είναι η θέση της κατηγορούσας αρχής πως οι εφεσίβλητοι πλαστογράφησαν ένα γενικό πληρεξούσιο έγγραφο, (τεκμ.23), ενώ ο εφεσίβλητος πλαστογράφησε επίσης ένα δικαστικό έγγραφο.  Η πλαστογραφία του πληρεξουσίου εγγράφου, που αποτελεί βασικά και τον κορμό των πιο σοβαρών κατηγοριών, συνίστατο στην ένθεση επ΄αυτού απομίμησης της υπογραφής της Ισμήνης Καραγιώργη, ενώ η πλαστογράφηση του δικαστικού εγγράφου, που σχετίζεται με μία αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (2/75 ημερ. 22.8.96), με τη διαγραφή από αυτό της φράσης: «μονομερής αίτηση του Συμεών Μιχαήλ Συμεού από τη Λευκωσία». 

Οι εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν στη δίκη πως η υπογραφή στο επίμαχο πληρεξούσιο ήταν αυτή της Ισμήνης Καραγιώργη και πως τέθηκε από αυτή ελεύθερα, το δε περιεχόμενο του εξέφραζε την πραγματική της βούληση.  Ο εφεσίβλητος αρνήθηκε επίσης ότι αλλοίωσε το δικαστικό έγγραφο.

[*6]Μολονότι ο αριθμός των κατηγοριών είναι μεγάλος, και η δίκη διήρκεσε για πολύ χρονικό διάστημα, η υπόθεση επικεντρώνεται σε ένα και μοναδικό σημείο.  Κατά πόσο δηλαδή, με τη μαρτυρία που προσκομίστηκε, αποδείκτηκε η πλαστογράφηση του γενικού πληρεξουσίου εγγράφου, από τους εφεσίβλητους.  Το ίδιο ισχύει και για το δικαστικό έγγραφο. 

Η καλύτερη βέβαια μαρτυρία, για την απόδειξη πλαστογραφίας είναι η άμεση, καθώς και αυτή που προέρχεται από εμπειρογνώμονα γραφολόγο.  Η άμεση μαρτυρία δίδεται από άτομο που επιμαρτύρησε την πράξη της πλαστογράφησης.  Η μαρτυρία εμπειρογνώμονα, γραφολόγου στην ειδικότητα, είναι επίσης ουσιαστική σε τέτοιου είδους υποθέσεις.  Στην υπόθεση που εξετάζουμε είναι κοινός τόπος πως δεν υπήρχε άμεση μαρτυρία.  Η καλύτερη μάρτυρας, δηλαδή η Ισμήνη Καραγιώργη, της οποίας, σύμφωνα με την κατηγορούσα αρχή, πλαστογραφήθηκε η υπογραφή στο πληρεξούσιο έγγραφο, απεβίωσε πολύ πριν από την έναρξη των ερευνών της Αστυνομίας στην υπόθεση. Ενώπιον του κακουργιοδικείου κατέθεσε και εμπειρογνώμονας γραφολόγος της αστυνομίας.  Το κακουργιοδικείο όμως έκρινε πως δεν μπορούσε να βασιστεί στη μαρτυρία του, για να καταλήξει σε συμπέρασμα ενοχής των εφεσιβλήτων, γιατί ο ίδιος ο μάρτυρας, υπαστυνόμος Ελευθέριος Χριστοδούλου, Μ.Κ.7, δεν αποφάνθηκε θετικά πως η υπογραφή που εμφανιζόταν στο επίμαχο πληρεξούσιο δεν ήταν αυτή της Ισμήνης Καραγιώργη.  Πράγματι, ο μάρτυρας είπε πως, αφού συνέκρινε την υπογραφή της Ισμήνης Καραγιώργη που υπήρχε σε έγγραφα, τα οποία εξακριβώθηκε πως υπέγραψε η ίδια, δηλαδή πιστωτικές κάρτες στην Τράπεζα Κύπρου, με την υπογραφή της στο πληρεξούσιο έγγραφο, δεν μπορούσε να πει θετικά ότι οι υπογραφές στο επίμαχο έγγραφο ήταν πλαστογραφημένες.  Και τούτο γιατί, όπως εξήγησε, επρόκειτο για γραφή προσώπου προχωρημένης ηλικίας και γι΄αυτό παρατήρησε, όπως το χαρακτήρισε, «τρεμούλιασμα της γραφής» λόγω γήρατος.  Ήταν δύσκολο, ως εκ τούτου, κατέληξε,  να διαφοροποιηθεί από το «τρεμούλιασμα» στη γραφή προσώπου που προσπαθεί να μιμηθεί την υπογραφή άλλου. Είπε τέλος πως, κατά τη γνώμη του, η υπογραφή στο πληρεξούσιο ήταν ύποπτη. 

Κλήθηκε επίσης ως μάρτυρας και ο αδελφός της Ισμήνης Καραγιώργη, προφανώς το μοναδικό συγγενικό της πρόσωπο. Η μαρτυρία του αποσκοπούσε στο να στεριώσει την υπόθεση της η κατηγορούσα αρχή, ότι οι εφεσίβλητοι εκμεταλλευόμενοι την ηλικία, τη ψυχασθένεια και το γεγονός ότι η Ισμήνη Καραγιώργη δεν είχε κανένα άλλο προστάτη στον κόσμο, παρουσιάστηκαν ως «καλοί σαμαρείτες» (η φράση είναι δική μας) για να τη βοηθήσουν δήθεν στη [*7]διαχείριση της περιουσίας της και στο διακανονισμό των υποχρεώσεων της προς την στέγη ευγηρίας, όπου διέμενε.  Το κακουργιοδικείο παραθέτει αυτούσια όλη τη μαρτυρία του αδελφού της Ισμήνης Καραγιώργη, για να καταδείξει πως ο άνθρωπος, ίσως λόγω προχωρημένης ηλικίας και εμφανούς αρτηριοσκλήρυνσης, δεν μπορούσε να αρθρώσει καταληπτό λόγο και πως ήταν παντελώς αποπροσανατολισμένος από το περιβάλλον του.  Πράγματι, όταν διαβαστεί η μαρτυρία του Φοίβου Καραγιώργη, ΜΚ30, διαπιστώνεται η ορθότητα της πιο πάνω προσέγγισης του Δικαστηρίου.  Δε βγαίνει κανένα νόημα από την κατάθεση του, γιατί ο άνθρωπος φανερά δεν μπορούσε να επικοινωνήσει.

Άλλος μάρτυρας, που η μαρτυρία του θα μπορούσε να αποδειχτεί βοηθητική στην ανίχνευση της αλήθειας, ήταν ο Χαράλαμπος Σαββίδης, πιστοποιών λειτουργός, ΜΚ29, ο οποίος σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων πιστοποίησε την υπογραφή της Ισμήνης Καραγιώργη, όταν η τελευταία το υπέγραψε στο γραφείο του.  Ο μάρτυρας όμως κατέθεσε στο κακουργιοδικείο πως η πιστοποίηση έγινε από τον ίδιο ενώ βρισκόταν στο κτηματολόγιο, για άλλες δουλειές, στην απουσία της Ισμήνης Καραγιώργη. Η εφεσίβλητη Άντρη Ηρακλέους τον έπεισε, όπως είπε, να πιστοποιήσει το πληρεξούσιο, βεβαιώνοντας τον πως η Ισμήνη Καραγιώργη ήταν συγγενικό της πρόσωπο και ο κατονομαζόμενος αντιπρόσωπος, εφεσίβλητος, ήταν αδελφός της, και έμπιστο πρόσωπο.  Κατά την αντεξέταση του όμως ο μάρτυρας αποδείκτηκε να λέει συνεχώς ψέματα, με αποτέλεσμα το σύνολο της κατάθεσης του να είναι αντιφατικού περιεχομένου.  Είναι αρκετό να αναφερθεί πως σε δεύτερη κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία είπε πως η Ισμήνη Καραγιώργη υπέγραψε το πληρεξούσιο ενώπιον του στο γραφείο του και ότι ο ίδιος πιστοποίησε την υπογραφή της.  Ισχυρίστηκε όμως, στη συνέχεια, πως ό,τι αναφέρει στην πιο πάνω κατάθεση του δεν είναι αληθινό.  Δικαιολογώντας δε τα ψέματα, που δέχθηκε πως είπε, ανέφερε πως αντιλήφθηκε ότι είχε κάνει λάθος, είχε τύψεις, και γι΄αυτό αποκάλυψε στην Αστυνομία την αλήθεια, γιατί κινδύνευε και ο ίδιος να εμπλακεί ως συνεργάτης στην όλη υπόθεση.  Βέβαια, η αλήθεια δεν μπορεί να εντοπισθεί, μέσα από τους αντιφατικούς ισχυρισμούς του. Και τα σχόλια, επομένως, του κακουργιοδικείου για τη μαρτυρία  αυτή είναι ορθά. 

Το υπόλοιπο των μαρτύρων για την κατηγορούσα αρχή, που ήσαν 44 συνολικά, δεν πρόσθεσε τίποτε άμεσα σχετικό με την απόδειξη των κατηγοριών που αντιμετώπιζαν οι εφεσίβλητοι.  Η μαρτυρία τους αναφέρεται στην κατάσταση της υγείας της Ισμήνης Καραγιώργη, η οποία για χρόνια πολλά ήταν διανοητικά ασθενής [*8]και υπήρξε μάλιστα τρόφιμος του νοσοκομείου Αθαλάσσας. Ο ΜΚ32 Γεώργιος Εξαδάκτυλος – γραμματειακός λειτουργός και υπεύθυνος για τη φύλαξη του αρχείου ασθενών στο νοσοκομείο Αθαλάσσας, ανέφερε στο Δικαστήριο πως, σύμφωνα με τα αρχεία αυτά η Ισμήνη Καραγιώργη είχε αποπιστοποιηθεί ως διανοητικά ασθενής στις 6.5.1978, ενώ ο δικηγόρος της δημοκρατίας, αμφισβητώντας την πιο πάνω μαρτυρία που ο ίδιος προσκόμισε, εισηγήθηκε πως η Ισμήνη Καραγιώργη αποπιστοποιήθηκε ως διανοητικά ασθενής στις 22.8.1996 με διάταγμα του Δικαστηρίου.  Το κακουργιοδικείο συζήτησε αυτό το θέμα, με αναφορά στο άρθρο 6(1) και (2), του περί Διανοητικά Ασθενών Νόμου Κεφ.252, για να αποφανθεί πως δεν χρειαζόταν διάταγμα του Δικαστηρίου για την αποπιστοποίηση κάποιου ως διανοητικά ασθενούς όταν ο γιατρός, που προέβη στη σχετική βεβαίωση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την πιστοποίηση, δηλώνει πως το πρόσωπο έχει αποπιστοποιηθεί, όπως έγινε στην περίπτωση της Ισμήνης Καραγιώργη από τον γιατρό Ονησιφόρου στις 6.5.78 (Ο πιο πάνω Νόμος καταργήθηκε με το Ν.77(Ι)/97).

Διερωτόμαστε προς τι η σχετική συζήτηση και ποια η σημασία της στην υπόθεση.  Οι εφεσίβλητοι αντιμετώπιζαν κατηγορίες που αφορούσαν την πλαστογράφηση του επίμαχου γενικού πληρεξουσίου εγγράφου.  Αν τούτο πλαστογραφήθηκε ενώ η Ισμήνη Καραγιώργη ήταν πιστοποιημένη ως διανοητικά ασθενής ή όχι, δεν έχει καμιά απολύτως σημασία. Η κατά νόμο ικανότητα της Ισμήνης Καραγιώργη  να διαχειρίζεται την περιουσία της δεν ήταν αντικείμενο της ποινικής διαδικασίας.  Τέτοια στοιχεία θα μπορούσαν ενδεχομένως να δώσουν βάση για πολιτική δικαστική διαδικασία.  Η πλαστογραφία, αν έγινε, θα συνιστούσε αδίκημα ανεξάρτητα από το γεγονός της πιστοποίησης της Ισμήνης Καραγιώργη ως διανοητικά ασθενούς ή όχι.

Αυτό που μπορεί να διαφανεί από τη μαρτυρία που παρουσίασε η κατηγορούσα αρχή είναι, πως οι εφεσίβλητοι κατέστρωσαν ενδεχομένως ένα σχέδιο για να προσεγγίσουν την Ισμήνη Καραγιώργη, που έμενε σε οίκο ευγηρίας, γνωρίζοντας πως η πνευματική και ψυχική της κατάσταση δεν της επέτρεπε να έχει  ορθή κρίση ως προς τη διαχείριση της περιουσίας της.  Ταυτόχρονα φαίνεται να μη διέθετε και κάποιο συγγενικό πρόσωπο να την προστατεύει.  Η προσέγγιση έγινε για να δημιουργηθεί σχέση εμπιστοσύνης ώστε οι εφεσίβλητοι να την εκμεταλλευτούν για να της αποσπάσουν την περιουσία της. Όλα όμως τα πιο πάνω αποδείκνυαν, το πολύ, ελατήριο για τη διάπραξη των αδικημάτων, αντικείμενο του κατηγορητηρίου. Ελλείπει όμως παντελώς από τη μαρτυρία, και ορθά έχει αποφανθεί [*9]περί τούτου το κακουργιοδικείο, οποιοδήποτε στοιχείο που να συνδέει τους εφεσίβλητους με τη διάπραξη των αδικημάτων, με τα οποία κατηγορήθηκαν. 

Στο περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου της δημοκρατίας γίνεται σχολιασμός, και κάπου εκφράζεται και διαφωνία με τη μαρτυρία που η ίδια η κατηγορούσα αρχή παρουσίασε στο κακουργιοδικείο.  Και τούτο ενισχύει το συμπέρασμα του δικάσαντος Δικαστηρίου  πως δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία που να συνδέει τους εφεσίβλητους με τη διάπραξη των αδικημάτων, αντικείμενο του κατηγορητηρίου. Από το σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε περιλαμβανομένης και αυτής των εφεσιβλήτων, που κατέθεσαν ενόρκως, αναδύεται η υποψία πως οι εφεσίβλητοι δεν λειτούργησαν τίμια.  Αυτό όμως είναι κάτι που θα πρέπει να αντιμετωπιστεί, όπως είπαμε πιο πριν, με τις ορθές διαδικασίες ή, ακόμη, η πολιτεία να σκεφθεί τρόπους προστασίας ανυπεράσπιστων ανθρώπων που πάσχουν ψυχικά ή πνευματικά και δεν έχουν δίπλα τους κατάλληλα πρόσωπα να μεριμνήσουν γι΄αυτούς.  Οι εφέσεις απορρίπτονται.

Οι εφέσεις απορρίπτονται.

 

 

 

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο