Salib Fahmi Kamel Hanna ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 49

(2005) 2 ΑΑΔ 49

[*49]2 Φεβρουαρίου, 2005

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

FAHMI KAMEL HANNA SALIB,

Εφεσείων,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7877)

 

Ποινική Δικονομία ― Διαταγή για κράτηση κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του από το Κακουργιοδικείο ― Έφεση εναντίον σχετικής διαταγής ― Αξιολόγηση όλων των σχετικών παραγόντων στη βάση του ουσιαστικού κριτηρίου που είναι το ενδεχόμενο ο κατηγορούμενος να μη εμφανιστεί στη δίκη ― Δεν τεκμηριώθηκε λόγος επέμβασης στη διακριτική ευχέρεια του Κακουργιοδικείου.

Εφετείο ― Παρατήρηση Εφετείου αναφορικά με την παρατεταμένη διάρκεια κράτησης υποδίκων η οποία οφείλεται στην αδυναμία της πολιτείας να προσφέρει ταχύτερους ρυθμούς στην απονομή της δικαιοσύνης.

Στις 13.7.2004 ο εφεσείων παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου για να αντιμετωπίσει κατηγορίες απαγωγής θήλεος, άσεμνης επίθεσης και σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκου.  Στις 11.11.2004 το Κακουργιοδικείο, ύστερα από μη παραδοχή του στις κατηγορίες, όρισε την ακρόαση της υπόθεσης για τις 25, 26 και 27.4.2005, διατάσσοντας την κράτησή του μέχρι τότε.  Το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε πιθανότητα ο εφεσείων – που είναι Αιγύπτιος – να μην παρουσιαστεί στη δίκη.

Ο εφεσείων άσκησε την παρούσα έφεση η οποία περιορίστηκε στο επιχείρημα ότι ο χρόνος κράτησης είναι μακρύς.  Μέσα στα πλαίσια του ιδίου επιχειρήματος έγινε αναφορά και στο γεγονός ότι λόγω της κράτησής του η οικογένειά του θα εστερείτο πόρους συντήρησής της.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στη συνολική διάρ[*50]κεια κράτησης του εφεσείοντος μέχρι τη δίκη του, που θα ανέλθει συνολικά στους 10 περίπου μήνες, τονίζοντας ότι αυτό το θέμα έχει απασχολήσει σοβαρά το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι όλα συνηγορούν στο συμπέρασμα ότι το Κακουργιοδικείο άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια, αφού έχει λάβει υπ’ όψιν τους σχετικούς παράγοντες.

Η έφεση απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία.

Παρατήρηση Εφετείου:  Η αδυναμία της πολιτείας να προσφέρει ταχύτερους ρυθμούς στην απονομή της δικαιοσύνης θα πρέπει να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το συντομότερο ώστε να μην υπάρχει το ενδεχόμενο κράτησης υποδίκων για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Έφεση εναντίον Διατάγματος Κράτησης.

Έφεση από τον εφεσείοντα, Αιγύπτιο υπήκοο, ο οποίος στις 13/7/2004 παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας με κατηγορίες απαγωγής θήλεος, άσεμνης επίθεσης και σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκου εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας ημερ. 11/11/04 με την οποία, ύστερα από μη παραδοχή του στις κατηγορίες, όρισε την ακρόαση της υπόθεσης για τις 25, 26 και 27/4/2005, διατάσσοντας συγχρόνως την κράτησή του μέχρι τότε, ως χρόνου κράτησης υπερβολικού.

Π. Δαμιανού, για τον Εφεσείοντα.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.

Ο Εφεσείων είναι παρών.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Δεν έχουμε καταλήξει σε ομόφωνη απόφαση.  Ο Χατζηχαμπής, Δ. θα απαγγείλει τη δική του διϊστάμενη απόφαση.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Στις 13.7.2004 ο εφεσείων παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας. Αντιμετωπίζει κατηγορίες απαγωγής θήλεος, άσεμνης επίθεσης και σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκου. Στις 11.11.2004 το Κακουργιοδικείο, ύστερα από μη παραδοχή του στις κατηγορίες, όρισε την ακρό[*51]αση της υπόθεσης για τις 25, 26 και 27.4.2005, διατάσσοντας συγχρόνως την κράτησή του μέχρι τότε.

Εναντίον της απόφασης για κράτηση ασκήθηκε η παρούσα έφεση, η οποία περιορίστηκε στο επιχείρημα ότι ο χρόνος κατά τον οποίο ο εφεσείων θα παραμείνει υπό κράτηση είναι μακρύς.  Μέσα στα πλαίσια του ιδίου επιχειρήματος έγινε αναφορά και στο γεγονός ότι λόγω της κράτησής του η οικογένειά του θα στερείτο τους πόρους συντήρησής της.

Ο εφεσείων είναι Αιγύπτιος υπήκοος, διαμένει δε προσωρινά στην Κύπρο. Το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι λόγω των περιστάσεων της υπόθεσης και εν όψει του ότι μέχρι τη δίκη του μεσολαβούν πεντέμιση περίπου μήνες, χρονικό διάστημα που κρίθηκε ως μη υπερβολικό υπό τις περιστάσεις, θα έπρεπε να κρατηθεί, για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μη προσέλευσής του στη δίκη.

Κατά την εκδίκαση της έφεσης δεν έχει τεθεί από την ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα οποιοδήποτε καινούργιο στοιχείο.  Απλώς επαναλήφθηκαν όσα είχαν σχετικά λεχθεί και στην πρωτόδικη διαδικασία.

Έχει αποφασιστεί ξανά και ξανά πως ο παραπεμπόμενος σε δίκη τεκμαίρεται αθώος και πως ο κανόνας ότι θα πρέπει να αφήνεται ελεύθερος, κάμπτεται μόνο εφ’ όσον συντρέχουν συγκεκριμένοι λόγοι που έχουν εξηγηθεί από τη νομολογία (Omar Hosni Abdel El Wahel v. Aστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 508). Ένας από αυτούς είναι βέβαια και ο κίνδυνος μη προσέλευσής του στη δίκη. 

Κατά τη στάθμιση του κινδύνου αυτού υπ’ όψιν λαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η σοβαρότητα του αδικήματος, η πιθανότητα καταδίκης του στο βαθμό που μπορεί να προβλεφθεί από τις καταθέσεις των μαρτύρων και το ύψος της ποινής (Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997)  2 Α.Α.Δ. 130). Ένας από τους παράγοντες που λαμβάνεται υπ’ όψιν είναι και ο χρόνος κράτησης μέχρι τη δίκη του. Κι’ αυτό γιατί η κράτηση, όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, δεν αποτελεί τιμωρία, ενώ το δικαστήριο θα πρέπει πάντα να ξεκινά από την αρχή ότι η ελευθερία του ατόμου είναι κατοχυρωμένη συνταγματικά και ότι η κράτηση χωρίς την επιβολή ποινής αποτελεί μέτρο κατ’ εξαίρεση.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο ερεύνησε τον παράγοντα του χρόνου και επεσήμανε όλα τα στοιχεία που συνηγορούσαν στη διαπί[*52]στωση ότι υπήρχε πιθανότητα ο εφεσείων να προσπαθήσει να αποφύγει τη δίκη του. Έλαβε επίσης υπ’ όψιν και τις προσωπικές και οικογενειακές του συνθήκες, άνκαι θα πρέπει να επαναλάβουμε ότι σε μια σοβαρή υπόθεση όπως η παρούσα, οι παράγοντες αυτοί ελάχιστη έχουν σημασία (Τυμπιώτης  ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 736).

Μας έχει απασχολήσει πολύ σοβαρά ο χρόνος για τον οποίο ο εφεσείων θα κρατείται συνολικά μέχρι τη δίκη του, που θα ανέλθει συνολικά στους 10 περίπου μήνες.  Είναι ελπιδοφόρο το γεγονός ότι η ακρόαση της υπόθεσης ορίστηκε σε τρεις συνεχόμενες ημέρες, ένδειξη ότι θα περατωθεί χωρίς καθυστέρηση.  Η δίκη του ορίστηκε από το Κακουργιοδικείο πέντε περίπου μήνες αργότερα, αλλά είναι σαφές ότι το Δικαστήριο πριν καταλήξει στην απόφασή του είχε υπ’ όψιν το γεγονός ότι ο εφεσείων εκρατείτο από τα μέσα Ιουλίου του 2004. 

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι χρόνος κράτησης μέχρι και 8 μήνες, κρίθηκε ότι υπό τις περιστάσεις δεν ήταν υπερβολικός (Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανουσαρίδη κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 639).

Η διάρκεια του χρόνου κράτησης θα πρέπει πάντα να σταθμίζεται με βάση την πρόβλεψη του ενδεχόμενου, που προορίζεται να αποτρέψει (Χ”Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45).  Με άλλα λόγια, στην παρούσα περίπτωση ο χρόνος κράτησης θα πρέπει να εξεταστεί με βάση την πρόβλεψη για το ενδεχόμενο μη προσέλευσης του εφεσείοντα στη δίκη του. Ελήφθη υπ΄όψιν ότι είναι αλλοδαπός, με την οικογένειά του στο εξωτερικό, χωρίς οποιοδήποτε δεσμό με την Κύπρο, με την οποία τον συνδέει μόνο η προσωρινή άδεια εργοδότησής του, αλλά και η σοβαρότητα των αδικημάτων που αντιμετωπίζει, ένα από τα οποία επιφέρει ποινή φυλάκισης 20 χρόνων. Όλα συνηγορούν στο συμπέρασμα ότι το Κακουργιοδικείο άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια διατάσσοντας να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι τη δίκη του.

Εκφράζουμε την ανησυχία μας για το ενδεχόμενο κράτησης υποδίκων για μεγάλο χρονικό διάστημα.  Στην παρούσα περίπτωση ο χρόνος κράτησης δεν οφείλεται στη συμπεριφορά του εφεσείοντα, αλλά στην αδυναμία της πολιτείας να προσφέρει ταχύτερους ρυθμούς στην απονομή της δικαιοσύνης, αδυναμία την οποία θα πρέπει το συντομότερο να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά.

Έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου, [*53]εκτός για πολύ σοβαρούς λόγους και σε εξαιρετικές περιπτώσεις (βλέπε μεταξύ άλλων Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 15).  Στην παρούσα περίπτωση εξετάζοντας την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου καταλήγουμε ότι η διακριτική του ευχέρεια ασκήθηκε ορθά, αφού λήφθηκαν υπ’ όψιν όλοι οι σχετικοί παράγοντες.  Παρά τις σκέψεις που εκφράσαμε πιο πάνω δεν βρίσκουμε λόγο να επέμβουμε.

Η έφεση απορρίπτεται.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.:  Το ουσιαστικό θέμα στην υπόθεση αυτή είναι το θέμα του χρόνου κράτησης.  Κατά τα λοιπά, στα πλαίσια του λόγου για τον οποίο ζητήθηκε και διατάχθηκε η κράτηση του Εφεσείοντα, δηλαδή του κινδύνου μη προσέλευσης, δεν χωρεί αμφιβολία ότι τουλάχιστο το ένα από τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται, εκείνο της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκου, είναι σοβαρότατο και ενδέχεται να επιβληθεί για αυτό αυστηρή ποινή σε περίπτωση καταδίκης, ενώ υπάρχουν και στοιχεία μαρτυρίας τα οποία, για σκοπούς της κρινόμενης διαδικασίας, συνηγορούν υπέρ της πιθανότητας καταδίκης.

Το Κακουργιοδικείο στις 11.11.2004, ορίζοντας την υπόθεση για ακρόαση στις 25.4.2005, είπε τα ακόλουθα (σ. 7):

“... ο χρόνος μπορεί και αυτόνομα να λειτουργήσει ως παράγων για την παραμονή ενός κατηγορούμενου εκτός των Φυλακών υπό όρους. Από σήμερα μέχρι την ημερομηνία που έχει ορισθεί για την εκδίκαση της υπόθεσης μεσολαβούν περίπου 5½ μήνες.  Κρίνεται από το Δικαστήριο ότι ο χρόνος δεν είναι υπερβολικός υπό τις περιστάσεις, η δε σχετική νομολογία που έχει αναπτυχθεί, όπως στις υποθέσεις Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 736 και Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 213, επιτάσσουν τη θεώρηση του θέματος του χρόνου από μια σφαιρική αντιμετώπιση.

Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανουσαρίδης (2001) 2 Α.Α.Δ. 639, διάστημα μέχρι και 8 μήνες δεν είχε θεωρηθεί υπερβολικός υπό τις περιστάσεις εκείνες. Και το κριτήριο του χρόνου έχει συνυπολογισθεί από το Δικαστήριο, αλλά δεν κρίνεται ότι μπορεί να λειτουργήσει υπέρ του κατηγορούμενου.”

Είναι φανερό ότι το Κακουργιοδικείο έκρινε τη διάσταση του χρόνου με αναφορά και μόνο στο διάστημα που μεσολαβούσε μετα[*54]ξύ του ορισμού της υπόθεσης για ακρόαση και της ακρόασης, δηλαδή το διάστημα των 5½ μηνών. Ο Εφεσείων είχε όμως ήδη παραμείνει υπό κράτηση άλλους τέσσερις και πλέον μήνες και με διάταγμα του παραπέμποντος Δικαστηρίου ημερομηνίας 13.7.2004 μέχρι την ημέρα που παρουσιάστηκε στο Κακουργιοδικείο (που αφήνει και απορία γιατί η παρουσίαση του κατηγορουμένου στο Κακουργιοδικείο να καθορίζεται τόσο μακριά). Αν και το Κακουργιοδικείο, στην αρχή της απόφασης του, αναφέρει το γεγονός τούτο σε συνάρτηση με τις εισηγήσεις της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Εφεσείοντα, δεν φαίνεται να το λαμβάνει υπ’ όψη στο παρατεθέν κρίσιμο μέρος της απόφασης του. Θα έπρεπε όμως να είχε συνυπολογισθεί. Όπως ελέχθη στην υπόθεση Ψύλλας ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 388, ο Πικής, Π., δίδοντας την απόφαση του Δικαστηρίου, σελίδες 393-394:

“Η κράτηση υποδίκου παρατεινόμενης της ακρόασης της υπόθεσης εναντίον του, συνιστά εξ αντικειμένου νέο γεγονός το οποίο χρήζει αποτίμησης στο πλαίσιο της κρίσης του δικαστηρίου για την περάτωση της κράτησης του υποδίκου.  Άλλωστε αναβαλλομένης της υπόθεσης το διάταγμα κράτησης του υποδίκου ισχύει μέχρι την επόμενη ημερομηνία εμφάνισης του στο δικαστήριο.  Η παράταση της κράτησης συναρτάται με νέα απόφαση του δικαστηρίου.  Διαφορετικά το διάταγμα κράτησης θα απέληγε στην κράτηση του υποδίκου για ακαθόριστο χρονικό διάστημα.  Είναι νομολογημένο ότι το ενδεχόμενο επιμήκυνσης της κράτησης λόγω του χρονικά παρατεταμένου της δίκης, για λόγους που δεν είναι συνυφασμένοι με την άνευ διακοπής διεξαγωγή της δίκης, επενεργεί υπέρ της απόλυσής του με όρους που το δικαστήριο ήθελε κρίνει πρόσφορους για την απονομή της δικαιοσύνης.  Ο παράγοντας αυτός, ως στοιχείο κρίσης προς διαπίστωση του δικαιολογημένου της κράτησης υποδίκου, αναγνωρίστηκε ευθέως από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Χ”Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45.  Η σημασία του παράγοντα αυτού διαφαίνεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου που δόθηκε από το Νικολάου, Δ.: (σ. 48)

«Πρόκειται για τη δυνατότητα επενέργειας της χρονικής διάστασης της εκκρεμοδικίας με ροπή αντίθετη προς την κράτηση.»

Το εφετείο ακύρωσε το διάταγμα για την παράταση της κράτησης του υποδίκου διότι η επενέργεια του χρόνου δεν συσταθ[*55]μίστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο πριν προέλθει στην απόφασή του. συνακόλουθα διέταξε την απόλυσή του υπό όρους αφού στάθμισε και τον παράγοντα αυτό στη λήψη της απόφασής του.

Το Κακουργιοδικείο, και στην παρούσα υπόθεση, δεν προσέδωσε οποιαδήποτε σημασία στην επιμήκυνση του χρόνου της κράτησης του εφεσείοντος, ως στοιχείο το οποίο επενεργεί στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου.

Το γεγονός ότι ο ίδιος ο εφεσείων ζήτησε την αναβολή είναι σχετικό για το τί δέον γενέσθαι, όχι όμως αφ΄εαυτού καθοριστικό.  Πρόδηλο είναι, όπως άλλωστε αναφέρεται στην απόφαση του κακουργιοδικείου ότι ο χρόνος συνέχισης της δίκης επελέγη στο πλαίσιο επαναπρογραμματισμού της ακρόασης της υπόθεσης από το δικαστήριο.  Η μακρότητα του χρόνου αναβολής της δίκης δεν σχετίζεται με τους λόγους της αναβολής αλλά με το πρόγραμμα του δικαστηρίου.  Ευρίσκετο ο εφεσείων υπό κράτηση για έντεκα μήνες χωρίς να διαφαίνεται πότε θα τελειώσει η υπόθεση.”

Τα λεχθέντα στη Ψύλλας είχαν βεβαίως πλαισιακή αναφορά στο παρατεταμένο της ακρόασης ως εκ του μη αναγκαίου προγραμματισμού για την άνευ διακοπής ακρόαση της υπόθεσης λόγω του βεβαρημένου προγράμματος του Κακουργιοδικείου. Έχουν όμως, φρονώ, και ευρύτερη εφαρμογή αφού ανάγονται σε θεμελιακές αρχές.

Εξετάζοντας το θέμα υπό το πρίσμα της σχεδόν δεκάμηνης κράτησης του Εφεσείοντα μέχρι την ημέρα που αναμένεται να αρχίσει η δίκη του, που είναι και μετά από άλλους τρεις μήνες από σήμερα, πρέπει σαφώς να τεθεί το ερώτημα κατά πόσο ο συνολικός χρόνος των σχεδόν δέκα μηνών δεν είναι υπερβολικός ώστε να δικαιολογεί την απόλυση του υπό όρους. Δεν υπάρχει βεβαίως απόλυτο κριτήριο χρόνου.  Πρέπει όμως πάντοτε να είναι υπ΄όψη ότι σταθερή παράμετρο αποτελεί η αρχή ότι ο κατηγορούμενος, τεκμαιρόμενος αθώος, δικαιούται να είναι ελεύθερος υπό όρους εκτός αν κατ΄εξαίρεση δικαιολογείται η κράτηση του.  Ότι η οποιαδήποτε δυσκολία σύντομου ορισμού ποινικών υποθέσεων ως εκ του βεβαρημένου προγράμματος του Κακουργιοδικείου είναι ευθύνη του κράτους στα πλαίσια της υποχρέωσης του για τήρηση των συνταγματικών θεσμίων για εκδίκαση των υποθέσεων εντός ευλόγου χρόνου και δεν πρέπει να αντανακλά στον κατηγορούμενο.  Και ότι σε περίπτωση αμφιβολίας, προκειμένου για υπόθεση που είναι στο με[*56]ταίχμιο, αυτή πρέπει να επενεργεί υπέρ του κατηγορουμένου.

Έχοντας όλα αυτά υπ’ όψη, φρονώ ότι η έφεση θα έπρεπε να επιτύχει και θα την επέτρεπα διατάσσοντας την απόλυση του Εφεσείοντα υπό όρους στους οποίους βεβαίως δεν θα υπεισέλθω αφού ευρίσκομαι σε μειοψηφία.

Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο