(2005) 2 ΑΑΔ 71
[*71]18 Φεβρουαρίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΣ ΖΗΝΩΝΟΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7809)
Ποινικός Κώδικας ― Πλαστογραφία και κυκλοφορία εγγράφων και επιταγών ― Απόσπαση επιταγών διά ψευδών παραστάσεων ― Εξασφάλιση χρημάτων δια ψευδών παραστάσεων ― Συνωμοσία προς καταδολίευση ― Πλαστογραφία αίτησης ακύρωσης και εξαγοράς ασφαλιστηρίου συμβολαίου ― Καταδίκη εφεσείοντος σε 55 συνολικά κατηγορίες δεδομένου ότι αυτές εβασίζοντο και στο Άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.
Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δίκαιη δίκη ― Σύνταγμα, Άρθρο 30.2 και Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, Άρθρο 6(1) ― Δικαίωμα του δικάζεσθαι εντός ευλόγου χρόνου ― Αρχές που διέπουν το θέμα του εύλογου χρόνου ― Ποία είναι η ημερομηνία που λαμβάνεται υπόψη ως αφετηρία για διακρίβωση της ποινικής ευθύνης κατηγορουμένου.
Ο πρώτος κατηγορούμενος και η παραπονούμενη (Μ.Κ. 3) ήταν σύζυγοι. Ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο εφεσείων, ήταν ασφαλιστικός αντιπρόσωπος και οικογενειακός φίλος του ζεύγους. Μέσω του δευτέρου κατηγορουμένου η Μ.Κ. 3 συνήψε τέσσερα συμβόλαια με την Ασφαλιστική Εταιρεία στην οποία εργαζόταν ο δεύτερος κατηγορούμενος – εφεσείων. Ο πρώτος κατηγορούμενος και σε μια περίπτωση ο εφεσείων, με πρόθεση καταδολίευσης, έθεταν την υπογραφή της παραπονούμενης σε αιτήσεις δανείου χωρίς την εξουσιοδότησή της, με σκοπό να εισπράξουν τα ποσά των δανείων και ακυρωθέντος ασφαλιστικού συμβολαίου για δικό τους όφελος. Ο εφεσείων, ο οποίος αντιμετώπισε 55 συνολικά κατηγορίες, εφεσιβάλλει την καταδίκη του σε έξι κατηγορίες πλαστογραφίας έξι αιτήσεων δανείου, επτά κα[*72]τηγορίες για κυκλοφορία τους, επτά κατηγορίες απόσπασης επιταγών διά ψευδών παραστάσεων, έξι κατηγορίες για πλαστογραφία όρων δανείου, έξι κατηγορίες για κυκλοφορία τους, επτά κατηγορίες για πλαστογραφία επιταγών, επτά κατηγορίες για κυκλοφορία των επιταγών, επτά κατηγορίες για εξασφάλιση χρημάτων διά ψευδών παραστάσεων, μια κατηγορία για συνωμοσία προς καταδολίευση, και μία κατηγορία για πλαστογραφία αίτησης ακύρωσης και εξαγοράς ασφαλιστηρίου συμβολαίου.
Ο εφεσείων κατηγορήθηκε γραπτώς για τα αδικήματα στις 16.1.2002 και στις 11.11.2002 καταχωρήθηκε το κατηγορητήριο. Στις 17.12.2002 ήταν η πρώτη εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου οπόταν ο εφεσείων δεν παραδέχθηκε τις κατηγορίες. Η ακρόαση της υπόθεσης άρχισε στις 22.3.2004 και ολοκληρώθηκε στις 22.7.2004. Στις 6.8.2004 εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και για τους δύο κατηγορουμένους. Στις 13.8.2004 επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα συντρέχουσες ποινές φυλάκισης συνολικού ύψους 18 μηνών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι κατηγορούμενοι σε συνεννόηση μεταξύ τους προέβησαν σε πλαστογραφία των προαναφερομένων εγγράφων, κυκλοφορία τους, απόσπαση επιταγών και εξασφάλιση χρημάτων διά ψευδών παραστάσεων, ήσαν δε και ένοχοι συνωμοσίας προς καταδολίευση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο σε όλες τις κατηγορίες δεδομένου ότι αυτές βασίζονται και στο Άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα το οποίο προνοεί ότι αυτουργός δεν είναι μόνο ο τω όντι τελών την πράξη αλλά και εκείνος που πράττει ή παραλείπει κάτι με σκοπό να καταστήσει δυνατή τη διάπραξη ποινικού αδικήματος από άλλο πρόσωπο ή παρέχει συνδρομή για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος από το άλλο πρόσωπο (Άρθρο 20(β)).
Οι λόγοι έφεσης στρέφονται εναντίον της αξιολόγησης της μαρτυρίας. Προσβάλλονται ως εσφαλμένα τα ακόλουθα συμπεράσματα και ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου:
1) Το συμπέρασμα ενοχής του εφεσείοντος, εφόσον δεν έχει αποδειχθεί ουσιώδες συστατικό στοιχείο της αξιόποινης πράξης και συγκεκριμένα το στοιχείο της ένοχης γνώσης του εφεσείοντος.
2) Το εύρημα ότι ο εφεσείων απεκόμισε όφελος από τη διάπραξη των αδικημάτων.
[*73]3) Το εύρημα ότι ο εφεσείων δεν αμφισβήτησε τον ισχυρισμό ότι η παραπονούμενη Μ.Κ.3 δεν έθεσε τις υπογραφές στα έγγραφα που με την κυκλοφορία τους επιτεύχθηκε η απόσπαση χρημάτων.
Τέλος με άλλο λόγο έφεσης ο εφεσείων εγείρει θέμα μη διάγνωσης της ποινικής του ευθύνης εντός ευλόγου χρόνου, κατά παράβαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του αντίστοιχου Άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
1. Τα συμπεράσματα και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εύλογα επιτρεπτά, αιτιολογούνται δεόντως και δεν είναι νομικά εσφαλμένα. Ως εκ τούτου οι λόγοι έφεσης που στρέφονται εναντίον τους δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
2. Αφετηρία για την επιμέτρηση του εύλογου χρόνου αποτελεί η ημερομηνία που ο εφεσείων κατηγορήθηκε γραπτώς, που είναι η 16.1.2002. Η ποινική του ευθύνη διαπιστώθηκε στις 6.8.2004 δηλαδή σε διάστημα 2 χρόνων και σχεδόν 7 μηνών. Από τα στοιχεία ενώπιον του Δικαστηρίου φαίνεται ότι η Αστυνομία καθυστέρησε στη διερεύνηση της υπόθεσης και την καταχώρηση του κατηγορητηρίου. Όμως ενόψει της πολυπλοκότητας της υπόθεσης, του μεγάλου αριθμού και της φύσης των κατηγοριών και της μαρτυρίας που δόθηκε σε συνάρτηση με το χρονικό διάστημα που παρήλθε μεταξύ της γραπτής κατηγορίας του εφεσείοντος και της διάγνωσης της ενοχής του, η συνολική διάρκεια της διαδικασίας δεν ήταν, υπό τις περιστάσεις υπερβολική και δεν παραβιάσθηκαν τα δικαιώματα του εφεσείοντος που κατοχυρώνονται με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος ή το Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.
Η έφεση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Χαραλαμπίδης v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 330,
Neumeister v. Austria (No. 1) [1968] 1 E.H.R.R. 91,
Ringeisen v. Austria (No. 1) [1971] 1 E.H.R.R. 455.
[*74]Έφεση εναντίον Καταδίκης.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 18916/02) ημερ. 6/8/04 με την οποία βρέθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 18 μηνών σε 55 συνολικά κατηγορίες, για πλαστογραφία έξι αιτήσεων δανείου, κυκλοφορία των προαναφερομένων αιτήσεων, απόσπαση επιταγών διά ψευδών παραστάσεων, πλαστογραφία των όρων δανείου, κυκλοφορία των προαναφερομένων όρων δανείου, πλαστογραφία επιταγών, κυκλοφορία των προαναφερομένων επιταγών, εξασφάλιση χρημάτων διά ψευδών παραστάσεων, συνωμοσία προς καταδολίευση και πλαστογραφία αίτησης ακύρωσης και εξαγοράς ασφαλιστηρίου συμβολαίου.
Αντ. Πασχαλίδης, για τον Εφεσείοντα.
Α. Χριστοφόρου με Δ. Παπαστεφάνου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ο εφεσείων ήταν ο δεύτερος κατηγορούμενος στην Ποινική Υπόθεση υπ’ αρ. 18916/02 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και εφεσιβάλλει την καταδίκη του μόνο. Αντιμετώπισε 55 συνολικά κατηγορίες:
(α) Έξι κατηγορίες για πλαστογραφία έξι αιτήσεων δανείου (κατηγορίες 2, 10, 18, 26, 34 και 42).
(β) Επτά κατηγορίες για κυκλοφορία των προαναφερομένων αιτήσεων (κατηγορίες 3, 11, 19, 27, 35, 43 και 51).
(γ) Επτά κατηγορίες για απόσπαση επιταγών δια ψευδών παραστάσεων (κατηγορίες 6, 14, 22, 30, 38, 46 και 52).
(δ) Έξι κατηγορίες για πλαστογραφία των όρων δανείου (κατηγορίες 4, 12, 20, 28, 36 και 44).
(ε) Έξι κατηγορίες για κυκλοφορία των προαναφερομένων όρων δανείου (κατηγορίες 5, 13, 21, 29, 37 και 45).
[*75](στ) Επτά κατηγορίες για πλαστογραφία επιταγών (κατηγορίες 7, 15, 22, 31, 39, 47 και 53).
(ζ) Επτά κατηγορίες για κυκλοφορία των προαναφερομένων επιταγών (κατηγορίες 8, 16, 24, 32, 40, 48 και 54).
(η) Επτά κατηγορίες για εξασφάλιση χρημάτων δια ψευδών παραστάσεων (κατηγορίες 9, 17, 25, 33, 41, 49 και 55).
(θ) Μια κατηγορία για συνωμοσία προς καταδολίευση (1η κατηγορία), και
(ι) Μια κατηγορία για πλαστογραφία αίτησης ακύρωσης και εξαγοράς ασφαλιστηρίου συμβολαίου (κατηγορία 50).
Ο εφεσείων κατηγορήθηκε γραπτώς για τα αδικήματα στις 16.1.2002 και στις 11.11.2002 καταχωρήθηκε το κατηγορητήριο. Στις 17.12.2002 ήταν η πρώτη εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου οπόταν ο εφεσείων δεν παραδέχθηκε τις κατηγορίες. Η ακρόαση της υπόθεσης άρχισε στις 22.3.2004 και ολοκληρώθηκε στις 22.7.2004. Στις 6.8.2004 εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου και για τους δύο κατηγορουμένους. Στις 13.8.2004 επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα συντρέχουσες ποινές φυλάκισης συνολικού ύψους 18 μηνών.
Από τους επτά λόγους εφέσεως που αρχικά είχαν προβληθεί αποσύρθηκαν οι λόγοι εφέσεως 3, 5 και 6 και παρέμειναν οι λόγοι εφέσεως 1, 2, 4 και 7. Ο πρώτος λόγος εφέσεως συνίσταται στο ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία και εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ενοχής του εφεσείοντα εφόσον δεν αποδείχτηκε ουσιώδες συστατικό στοιχείο της αξιόποινης πράξης και συγκεκριμένα το στοιχείο της ένοχης γνώσης του εφεσείοντα. Ο δεύτερος λόγος εφέσεως συνίσταται στο ότι το εύρημα και/ή κατάληξη του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων απεκόμισε όφελος από τη διάπραξη των αδικημάτων είναι εσφαλμένο. Ο τέταρτος λόγος εφέσεως βασίζεται στο ότι το εύρημα του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν αμφισβήτησε τον ισχυρισμό ότι η παραπονούμενη Μ.Κ.3 δεν έθεσε τις υπογραφές στα έγγραφα που με την κυκλοφορία τους επιτεύχθηκε η απόσπαση χρημάτων, είναι αναιτιολόγητο και/ή νομικά εσφαλμένο. Ο έβδομος λόγος εφέσεως βασίζεται στο ότι η ποινική ευθύνη του εφεσείοντα και η κήρυξη της ενοχής του δεν διαγνώστηκε εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, κατά παράβαση του άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του αντίστοιχου άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής [*76]Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Κατά την περίοδο Ιουλίου 2000 μέχρι 2.4.2001 ο πρώτος κατηγορούμενος και η παραπονούμενη (Μ.Κ.3) Μαρία Πολυβίου ήταν σύζυγοι. Ο δεύτερος κατηγορούμενος ήταν ασφαλιστικός αντιπρόσωπος και οικογενειακός φίλος του ζεύγους. Μέσον του δευτέρου κατηγορουμένου η κα. Πολυβίου συνήψε τέσσερα ασφαλιστικά συμβόλαια με την Ασφαλιστική Εταιρεία στην οποία εργαζόταν ο δεύτερος κατηγορούμενος-εφεσείων.
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, αφού δέχτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής και ειδικά των Μ.Κ. 3 και 7, Πολυβίου και Αθανασίου (ο Μ.Κ. 7 κ. Αθανασίου περιγράφεται λανθασμένα στην πρωτόδικη απόφαση ως Μ.Κ.6), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι κατηγορούμενοι σε συνεννόηση μεταξύ τους προέβησαν σε πλαστογραφία των προαναφερομένων εγγράφων, κυκλοφορία τους, απόσπαση επιταγών και εξασφάλιση χρημάτων δια ψευδών παραστάσεων, ήσαν δε και ένοχοι συνωμοσίας προς καταδολίευση. Εκείνος που προέβαινε στην πλαστογράφηση της υπογραφής της συζύγου του ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος ενώ ο δεύτερος κατηγορούμενος παραδέχτηκε ότι τουλάχιστον σε μια περίπτωση πλαστογράφησε και εκείνος την υπογραφή της κας Πολυβίου χωρίς παραδοχή ότι το έπραξε με οποιαδήποτε ένοχη πρόθεση. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι ενώ ο πρώτος κατηγορούμενος έθετε τις υπογραφές της συζύγου του στα προαναφερόμενα έγγραφα, οι ενέργειες του κατέστησαν δυνατές εξαιτίας της συνδρομής που του παρείχε ο δεύτερος κατηγορούμενος-εφεσείων με διάφορες ενέργειες και παραλείψεις. Ο δεύτερος κατηγορούμενος-εφεσείων συγκεκριμένα έθετε την υπογραφή του, ως μάρτυρας, παριστάνοντας έτσι ότι ήταν μάρτυρας της υπογραφής της κας Πολυβίου η οποία δήθεν υπέγραφε τα έγγραφα ενώπιον του. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα πως δεν γνώριζε ότι η κα. Πολυβίου δεν είχε υπογράψει τα σχετικά έγγραφα στερείτο σοβαρότητος εφόσον, όπως συμπέρανε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ο εφεσείων είχε λάβει όφελος από την παρανομία. Κατά το Πρωτόδικο Δικαστήριο ο εφεσείων γνώριζε πολύ καλά πως οι υπογραφές ετίθεντο από τον πρώτο κατηγορούμενο εν αγνοία της συζύγου του και ότι η συνδρομή του εφεσείοντος ήταν ευρύτερη από την απλή υπογραφή, ως μάρτυρα, των πλαστών υπογραφών. Ο εφεσείων ετοίμαζε και διακινούσε τα έγγραφα προς και από τον πρώτο κατηγορούμενο και στον πρώτο κατηγορούμενο και παρέδιδε τις σχετικές επιταγές εν αγνοία της παραπονουμένης. Αν ο εφεσείων δεν διαδραμάτιζε τέτοιο ρόλο δεν θα ήταν δυνατή η διάπραξη των αδικημάτων από τον πρώτο κατηγορούμενο. Κατά συνέπεια [*77]το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο σ΄ όλες τις κατηγορίες δεδομένου ότι αυτές βασίζονται και στο άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα το οποίο προνοεί ότι αυτουργός δεν είναι μόνο ο τω όντι τελών την πράξη αλλά και εκείνος που πράττει ή παραλείπει κάτι με σκοπό να καταστήσει δυνατή τη διάπραξη ποινικού αδικήματος από άλλο πρόσωπο ή παρέχει συνδρομή για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος από το άλλο πρόσωπο (άρθρο 20(β)). Όπως ορθά παρατηρήθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ο εφεσείων, εκτός από την προαναφερόμενη συνδρομή του στη διάπραξη των ποινικών αδικημάτων από τον πρώτο κατηγορούμενο, παραδέχθηκε ότι τουλάχιστον σε μια περίπτωση έθεσε και ο ίδιος την υπογραφή της παραπονουμένης.
Όσον αφορά την υποκειμενική υπόσταση των αδικημάτων της κατάρτισης πλαστών εγγράφων ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία και παρατήρησε πως κάθε πρόσωπο τεκμαίρεται ότι έχει την πρόθεση να επιφέρει τις φυσικές συνέπειες των πράξεων του. Το τεκμήριο αυτό δεν ανατράπηκε στην προκείμενη περίπτωση. Ανεξάρτητα όμως από οποιοδήποτε τεκμήριο, συμπέρανε πως η μόνη πρόθεση την οποία οι κατηγορούμενοι θα μπορούσαν να έχουν ήταν εκείνη της καταδολίευσης, όταν έθεταν την υπογραφή της παραπονούμενης κας Πολυβίου, χωρίς την εξουσιοδότηση της, με σκοπό να εισπράξουν τα ποσά των δανείων και του ακυρωθέντος ασφαλιστικού συμβολαίου για δικό τους όφελος και προς βλάβη δικαιωμάτων άλλων, ενεργώντας εν γνώσει τους χωρίς τέτοιο δικαίωμα.
Αναφορικά με τις κατηγορίες για κυκλοφορία των πλαστών εγγράφων ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής παρατήρησε ότι οι πλαστές αιτήσεις και τα πλαστά έντυπα όρων δανείου κυκλοφόρησαν στην ασφαλιστική εταιρεία στην οποία ο εφεσείων εργαζόταν, με τη συνδρομή του και μάλιστα ότι ο εφεσείων είναι το πρόσωπο που έδωσε στον πρώτο κατηγορούμενο τις επιταγές με σκοπό να εισπραχθούν, αφού βέβαια προηγουμένως κυκλοφορήσουν. Επομένως ο εφεσείων ήταν υπόλογος και γι’ αυτά τα αδικήματα, σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα.
Όσον αφορά τα αδικήματα απόσπασης με ψευδείς παραστάσεις το Πρωτόδικο Δικαστήριο και πάλι αναφέρθηκε στην έννοια των συναυτουργών δυνάμει του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα και παρατήρησε ότι ο εφεσείων και ο πρώτος κατηγορούμενος παρέστησαν στην ασφαλιστική εταιρεία πως τα έγγραφα που παρουσίαζαν ήταν γνήσιες αιτήσεις δανείου ενώ στην πραγματικότητα ήταν πλαστές. Αυτές οι ψευδείς παραστάσεις έγιναν με γνώση των δύο [*78]κατηγορουμένων ότι ήταν ψευδείς και με πρόθεση καταδολίευσης. Τα ψευδή δεδομένα που οι κατηγορούμενοι παρέστησαν ως αληθινά ήταν και ο μόνος λόγος που ώθησε την ασφαλιστική εταιρεία να εκδώσει και να δώσει τις επιταγές.
Αναφορικά με το αδίκημα της συνωμοσίας το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι η δράση των κατηγορουμένων ήταν τέτοια ώστε αν και δεν υπάρχει άμεση μαρτυρία πως συμφώνησαν για να διαπράξουν τα αδικήματα, έχοντας και πρόθεση να επιφέρουν τους παράνομους σκοπούς της συμφωνίας τους, τέτοια συμφωνία συνάγεται ως το μόνο λογικό συμπέρασμα των πράξεων τους.
Σε σχέση με τον πρώτο λόγο εφέσεως εκτιμούμε ότι με βάση την ενώπιον του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου μαρτυρία, η οποία κρίθηκε ως αξιόπιστη, και ιδιαίτερα με βάση τη μαρτυρία των Μαρτύρων Κατηγορίας Πολυβίου και Αθανασίου (Μ.Κ.3 και Μ.Κ.7) ήταν απόλυτα επιτρεπτό και ορθό για το Πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στο συμπέρασμα που κατέληξε ότι δηλαδή ο εφεσείων είχε το στοιχείο της ένοχης γνώσης για τα αδικήματα για τα οποία κατηγορήθηκε. Θεωρούμε ότι με βάση τη μαρτυρία που πρόσφερε η Κατηγορούσα Αρχή και η οποία κρίθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ως αξιόπιστη αποδείχθηκε τόσο η αντικειμενική όσο και η υποκειμενική υπόσταση των αδικημάτων για τα οποία κατηγορήθηκε ο εφεσείων, λαμβανομένων υπόψη και των προνοιών του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα. Δεν τίθεται θέμα παραγνώρισης από το Πρωτόδικο Δικαστήριο της εκδοχής της υπεράσπισης. Εφόσον η μαρτυρία της υπεράσπισης κρίθηκε ως αναξιόπιστη, το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά δεν την έλαβε υπόψη.
Σε σχέση με το δεύτερο λόγο έφεσης που σχετίζεται με το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων απεκόμισε όφελος από τη διάπραξη των αδικημάτων, παρατηρούμε ότι πράγματι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε ρητό και συγκεκριμένο εύρημα σε σχέση με την αξιοπιστία του Μ.Κ.1 Αστυφύλακα 1899 Νεόφυτου Γεωργίου. Όμως από την απόφαση του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου είναι φανερό ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.1 κρίθηκε ως αξιόπιστη εφόσον το Πρωτόδικο Δικαστήριο βασίζεται σ΄ αυτή. Συγκεκριμένα αναφέρεται στην απόφαση ότι ο εφεσείων είχε πει στο Μ.Κ.1, στις 13.7.2001, στα αρχικά στάδια της ανάκρισης, ότι αποδέχθηκε να κατατεθεί στο λογαριασμό του επιταγή ύψους £15.000.-, προφανώς μετά από εισήγηση του πρώτου κατηγορουμένου, για σκοπούς φόρου εισοδήματος. Εκτιμούμε ότι το εύρημα του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων απεκόμισε όφελος από τη διάπραξη των αδικημάτων δεν μπορεί υπό τις περιστάσεις να κριθεί ως εσφαλμέ[*79]νο ή επισφαλές. Εν πάση, όμως, περιπτώσει το εύρημα αυτό συναρτάται με την όλη γνώση του εφεσείοντα ότι οι υπογραφές στα προαναφερόμενα έγγραφα ετίθεντο από τον πρώτο κατηγορούμενο εν αγνοία της πρώην συζύγου του και αυτό γινόταν με την ενεργό συνδρομή του εφεσείοντα. Υπάρχει ικανοποιητική αξιόπιστη μαρτυρία ενώπιον του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου η οποία οδήγησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο στα σχετικά συμπεράσματα του και το όφελος που ο εφεσείων απεκόμισε από την παρανομία ήταν ένα μόνον από τα πολλά στοιχεία που οδήγησαν το Πρωτόδικο Δικαστήριο στο ορθό του συμπέρασμα για την απόδειξη της υποκειμενικής υπόστασης των αδικημάτων, από πλευράς εφεσείοντος.
Αναφορικά με τον τέταρτο λόγο έφεσης παρατηρούμε τα εξής: Το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του λέει ότι οι κατηγορούμενοι δεν αμφισβήτησαν πως δεν είναι η κα. Πολυβίου που έθεσε τις υπογραφές ούτε αμφισβήτησαν την εξ αντικειμένου κυκλοφορία των εγγράφων και την εξασφάλιση χρημάτων δια της κυκλοφορίας αυτής. Αναφορικά με τον πρώτο κατηγορούμενο, το εύρημα αυτό στηρίχθηκε μεταξύ άλλων και στην κατάθεση του στην Αστυνομία (τεκμήριο 12). Σε σχέση με τον εφεσείοντα το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπογράμμισε πως εκτός από το ότι αυτός υπέγραφε ως μάρτυρας υπογραφών που δεν τέθηκαν στην παρουσία του, σε ένα από τα έντυπα (τεκμήρια 30-35), το οποίο δεν μπορούσε να καθορίσει, «έκαμε την υπογραφή» της παραπονούμενης χωρίς όμως πρόθεση καταδολίευσης αλλά επειδή απλώς παρελήφθη η υπογραφή που βεβαίωνε την είσπραξη των χρημάτων ενώ τα χρήματα είχαν ήδη εισπραχθεί. Στη μαρτυρία του ο εφεσείων είχε πεί, μεταξύ άλλων, ότι η παραπονούμενη δεν υπέγραψε οποιεσδήποτε από τις αιτήσεις δανειοδότησης μπροστά του και ότι δεν μίλησε ποτέ μαζί της για τα δάνεια. Με βάση τα ενώπιόν μας στοιχεία κρίνουμε πως το εύρημα του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου, το οποίο προσβάλλεται με τον τέταρτο λόγο έφεσης, δεν ήταν ούτε αναιτιολόγητο ούτε και νομικά εσφαλμένο.
Ο έβδομος λόγος έφεσης αφορά την καθυστέρηση στη διάγνωση της ποινικής ευθύνης του εφεσείοντα. Είναι προφανές ότι τα αδικήματα διαπράχθηκαν μεταξύ Ιουλίου 2000 και Απριλίου 2001, το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε στις 11.11.2002 και η καταδικαστική απόφαση εκδόθηκε στις 6.8.2004 αφού η ακροαματική διαδικασία διάρκεσε από 22.3.2004 μέχρι 22.7.2004. Η ποινή επιβλήθηκε στις 13.8.2004.
Στην πρόσφατη απόφαση στην Χαραλαμπίδης ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 330 (απόφαση της πλειοψηφίας), έγινε ευρεία ανα[*80]φορά σε Κυπριακή νομολογία και νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αλλά και σε Αγγλική νομολογία αναφορικά με τις αρχές που διέπουν το θέμα του εύλογου χρόνου απονομής της δικαιοσύνης.
Όπως είναι θεμελιωμένο αφετηρία για την επιμέτρηση του εύλογου χρόνου αποτελεί η ημερομηνία που ο εφεσείων κατηγορήθηκε γραπτώς, που εδώ είναι η 16.1.2002. Η ποινική του ευθύνη διαπιστώθηκε στις 6.8.2004 δηλαδή σε διάστημα 2 χρόνων και σχεδόν 7 μηνών. Από τα ενώπιον μας στοιχεία φαίνεται ότι η Αστυνομία καθυστέρησε πράγματι στην διερεύνηση της υπόθεσης και την καταχώριση του κατηγορητηρίου. Όμως η υπόθεση ήταν αρκετά περίπλοκη, το κατηγορητήριο περιλάμβανε 55 κατηγορίες εναντίον 2 κατηγορουμένων και η μαρτυρία που δόθηκε ήταν αρκετά ογκώδης.
Στην υπόθεση Neumeister v. Austria (No. 1) [1968] 1 E.H.R.R. 91 η πλειοψηφία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκρινε ότι δεν είχε σημειωθεί παραβίαση της απαίτησης του εύλογου χρόνου λόγω της πολυπλοκότητας της υπόθεσης στην οποία ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε διάφορες κατηγορίες δόλου και η απόφαση του Δικαστηρίου είχε δοθεί επτά χρόνια μετά από την καταχώριση του κατηγορητηρίου.
Στην υπόθεση Ringeisen v. Austria (No. 1) [1971] 1 E.H.R.R. 455 ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε κατηγορίες δόλου και δόλιας πτώχευσης. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάνθηκε ότι περίοδος πέραν των 5 ετών για εκδίκαση κατηγοριών δόλου δεν παραβίαζε την απαίτηση του εύλογου χρόνου, αφού έλαβε υπόψη την πολυπλοκότητα της διαδικασίας και τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου.
Στην παρούσα υπόθεση, αφού λάβαμε υπόψη την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, το μεγάλο αριθμό και τη φύση των κατηγοριών που αντιμετώπιζε ο εφεσείων και τη μαρτυρία που δόθηκε σε συνάρτηση με το χρονικό διάστημα που παρήλθε μεταξύ της γραπτής κατηγορίας του εφεσείοντος και της διάγνωσης της ενοχής του, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει καθυστέρηση στη διερεύνηση και προώθηση της υπόθεσης εκ μέρους των διωκτικών αρχών, όμως η συνολική διάρκεια της διαδικασίας δεν ήταν, υπό τις περιστάσεις, υπερβολική και δεν παραβιάστηκαν στην προκείμενη περίπτωση το άρθρο 30.2 του Συντάγματος ή το άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που κυρώθηκε στην Κύπρο με τον πε[*81]ρί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως δια την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικό) Νόμο του 1962 αλλά ούτε και τα δικαιώματα του εφεσείοντα που προστατεύονται από τις προαναφερόμενες διατάξεις.
Εν όψει των προαναφερθέντων θεωρούμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και ότι δεν ευσταθεί οποιοσδήποτε από τους λόγους έφεσης. Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο