Κανάρης Οδυσσέας, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. (Αρ. 1) (2005) 2 ΑΑΔ 105

(2005) 2 ΑΑΔ 105

[*105]4 Mαρτίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΟΔΥΣΣΕΑ ΚΑΝΑΡΗ (ΑΡ. 1),

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7716)

 

Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δικαίωμα για δίκαιη δίκη ― Υποκίνηση κατηγορουμένου από τις Αστυνομικές Αρχές προς διάπραξη αδικήματος με σκοπό την παγίδευσή του και την προσαγωγή του ενώπιον του Δικαστηρίου, αποτελεί εκτρoπή από τα θέσμια της δίκαιης δίκης ― Κατά πόσο στην παρούσα υπόθεση, έλαβε χώραν τέτοια υποκίνηση που να δικαιολογεί την αθώωση κατηγορουμένου εναντίον του οποίου στοιχειοθετήθηκαν αδικήματα σε σχέση με κατοχή και προμήθεια ναρκωτικών.

Παγίδευση κατηγορουμένου ― Προϋποθέσεις δημιουργίας παγίδευσης κατηγορουμένου και επιπτώσεις της στη διεξαγωγή της δίκης.

Μετά από πληροφορίες ότι ο εφεσίβλητος διακινούσε ναρκωτικά και στο πλαίσιο εντολών, ο αστυφύλακας Χρ. Λιζίδης, παρουσιαζόμενος ως χρήστης, τηλεφώνησε στον εφεσίβλητο με τον οποίο διευθέτησε συνάντηση στις 28.8.03. Στη συνάντηση εκείνη ο εφεσίβλητος παρέδωσε στο Χρ. Λιζίδη τρία γραμμάρια κάνναβης έναντι των £30.  Κάτω από περιστάσεις που συζητήθηκαν, πραγματοποιήθηκε δεύτερη συνάντηση στις 6.9.03.  Είχαν συμφωνήσει τηλεφωνικά για την παράδοση μιας “δόσης” ή “άουντζας” κάνναβης προς £160, οπόταν κλιμάκιο της Αστυνομίας που ενέδρευε παρενέβη και συνέλαβε τον εφεσίβλητο.  Στην κατοχή του είχε 19,7387 γραμμάρια κάνναβης και κατά τη διάρκεια έρευνας στο σπίτι του ο εφεσίβλητος παρέδωσε άλλα 3,5485 γραμμάρια κάνναβης.

[*106]Ο εφεσίβλητος αντιμετώπισε ενώπιον του Δικαστηρίου τρεις κατηγορίες. Οι δύο πρώτες για κατοχή και προμήθεια σε τρίτο των 19,7387 γραμμαρίων.  Η τρίτη για κατοχή των 3,5485 γραμμαρίων κάνναβης.

Κατά την ακρόαση, ο εφεσίβλητος αποδέχθηκε γραπτή κατάθεσή του στην οποία επιβεβαίωσε πως ήταν “βαποράκι” για να βγάλει και ο ίδιος τη δόση του, παραδέχθηκε πως είχε ναρκωτικά προς πώληση και δεν αμφισβήτησε τη μαρτυρία του Χρ. Λιζίδη πως η μικρή ποσότητα θα ήταν δείγμα για να ακολουθήσει στη συνέχεια και άλλη παράδοση.

Εκείνο που αμφισβητήθηκε ήταν το κατά πόσο, μέχρι τη δεύτερη παράδοση, κατά την οποία συνελήφθη ο εφεσίβλητος, ο Χρ. Λιζίδης έκαμε άλλα τηλεφωνήματα στον εφεσίβλητο.  Ο Χρ. Λιζίδης κατέθεσε πως δεν είχαν άλλη επαφή μέχρι τις 6.9.03. Το μεσημέρι της ημέρας εκείνης του τηλεφώνησε ο εφεσίβλητος, και τον ρώτησε αν ήθελε και άλλη κάνναβη.  Για να ακολουθήσει η συνάντησή τους, η παράδοση και η σύλληψη. Το τηλεφώνημα αυτό του εφεσίβλητου δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση του Χρ. Λιζίδη.  Η εισήγηση του εφεσίβλητου ήταν πως πράγματι τηλεφώνησε στο Χρ. Λιζίδη στις 6.9.03 αφού όμως προηγήθηκαν άλλα τηλεφωνήματα του Χρ. Λιζίδη προς τον εφεσίβλητο.  Όμως δεν υπάρχει στη γραπτή κατάθεση του εφεσίβλητου τέτοια αναφορά και δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι “στις 6.9.03 ο κατηγορούμενος διευθέτησε με τον Αστ. 2987 και του πώλησε ναρκωτικά ....”.

To πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο Χρ. Λιζίδης ενήργησε ως agent provocateur και απαραδέκτως υποκίνησε ή παγίδευσε τον εφεσίβλητο.  Επομένως, ενώ όπως εξήγησε,  “ο κατηγορούμενος διέπραξε με εγκληματική πρόθεση τα αδικήματα”, η δίκη θα έπρεπε να διακοπεί. Όπως εξήγησε, καθοριστικό ως προς το θέμα της υποκίνησης, “ήταν το πρώτο τηλέφωνο το οποίο και θεμελίωσε την επίδικη σχέση μεταξύ του κατηγορουμένου και του αστυνομικού.”  Το Δικαστήριο αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσίβλητο.

Ο Γενικός Εισαγγελέας άσκησε έφεση.  Η έφεση εκδικάσθηκε από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ενόψει της εξαιρετικής σπουδαιότητας του θέματος σε πολύ ευαίσθητο τομέα.

Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αφού εξέτασε τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης στη βάση του συνδυασμού του σκεπτικού της νομολογίας (Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηριου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Teixeira De Castro v. Portugal και στην απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην R. v. Looseley) αποδέχθηκε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

[*107]

Ο Χρ. Λιζίδης δεν ενεργούσε αυτοβούλως αλλά δυνάμει εντολών των ανωτέρων του, οι οποίοι απέβλεπαν για να προχωρήσουν στο τέλος προς σύλληψη του εφεσίβλητου από το κλιμάκιο που παρακολουθούσε. Υπήρχαν υποψίες βασισμένες σε πληροφορία για την εμπλοκή του εφεσίβλητου στη διακίνηση κάνναβης και ο ίδιος είχε παραδεχθεί πως ενεργούσε “ως βαποράκι”.  Η όλη συμπεριφορά του Χρ. Λιζίδη δεν συνιστούσε υποκίνηση ή οτιδήποτε άλλο που θα καθιστούσε τη συμπεριφορά του απαράδεκτη.  Πρόσφερε στον εφεσίβλητο ευκαιρία όχι ασυνήθιστη όπως και στη Loosely.  Η πρωτόδικη απόφαση κινήθηκε σε λανθασμένο πλαίσιο.  Εφόσον δε, κατά τα λοιπά, από τη συμπεριφορά του εφεσίβλητου στοιχειοθετούνται τα συστατικά των αδικημάτων, παραμερίζεται και εκδίδεται απόφαση για ενοχή του, ως το κατηγορητήριο.

Η έφεση επιτράπηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Καττή κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 262,

Χατζημάρκου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 482,

Teixeira De Castro v. Portugal 44/1997/828/1034ECHR 533,

R. v. Looseley [2001] 4 All E.R. 897.

Έφεση εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.

Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 16166/03) ημερ. 18/5/04, με την οποία ο κατηγορούμενος ο οποίος αντιμετώπιζε τρεις κατηγορίες, δύο για κατοχή και προμήθεια σε τρίτο πρόσωπο 19,7387 γραμμαρίων κάνναβης και μια για κατοχή 3,5485 γραμμαρίων, αθωώθηκε και απαλλάχθηκε.

E. Aντωνίου με Η. Στεφάνου, Δικηγόροι της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Καζαντζής, για τον Εφεσίβλητο.

Ο Εφεσίβλητος είναι παρών.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα [*108]δώσει ο δικαστής  Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Οι αστυνομικές αρχές είχαν πληροφορία πως ο εφεσίβλητος διακινούσε ναρκωτικά και, στο πλαίσιο εντολών, ο αστυφύλακας Χρ. Λιζίδης τηλεφώνησε στον εφεσίβλητο.  Παρουσιάστηκε ως χρήστης κάνναβης, ρώτησε αν είχε κάνναβη για να του πωλήσει και η απάντηση, χωρίς οτιδήποτε άλλο, ήταν καταφατική. Διευθέτησαν συνάντηση και, πράγματι, στις 28.8.03, ο εφεσίβλητος παρέδωσε στο Χρ. Λιζίδη τρία γραμμάρια κάνναβης έναντι των £30. Το ενδιαφέρον της αστυνομίας αφορούσε και στην ανεύρεση μεγαλύτερης ποσότητας και εξ αρχής, όπως ήταν η μαρτυρία του Χρ. Λιζίδη, τα τρία γραμμάρια θα αποτελούσαν δείγμα. Όπως συμφώνησαν, αν του άρεσαν, θα διευθετούσαν και άλλη συνάντηση για περαιτέρω παράδοση. Κάτω από περιστάσεις που συζητήθηκαν, πραγματοποιήθηκε δεύτερη συνάντηση στις 6.9.03.  Είχαν συμφωνήσει τηλεφωνικά για την παράδοση μιας “δόσης” ή “άουντζας” κάνναβης προς £160 και, κατά τη δοσοληψία, κλιμάκιο της αστυνομίας που ενέδρευε παρενέβη και συνέλαβε τον εφεσίβλητο.  Στην κατοχή του είχε 19,7387 γραμμάρια κάνναβης και κατά τη διάρκεια έρευνας στο σπίτι του ο εφεσίβλητος παρέδωσε άλλα 3,5485 γραμμάρια κάνναβης.

Προσάφθηκαν κατά του εφεσίβλητου τρεις κατηγορίες.  Οι δυο πρώτες για κατοχή και προμήθεια σε τρίτο των 19,7387 γραμμαρίων. Η τρίτη, για κατοχή των 3,5485 γραμμαρίων. Ο εφεσίβλητος αρνήθηκε ενοχή αλλά η υπεράσπισή του δεν αφορούσε στα γεγονότα όπως τα συνοψίσαμε. Ο πυρήνας τους δηλώθηκε ως παραδεκτός και αναφορικά με τη μαρτυρία που προσάχθηκε, εκείνη του Χρ. Λιζίδη, του ίδιου του εφεσίβλητου και τη γραπτή κατάθεση του δεύτερου στην αστυνομία, απασχόλησαν λεπτομέρειες ως συναφείς προς το ρόλο που διαδραμάτισε ο Χρ. Λιζίδης. Στον οποίο και επικεντρώθηκε η μόνη εισήγηση του εφεσίβλητου πως, ως το θύμα υποκίνησης ή παγίδευσης, θα έπρεπε να αθωωθεί και απαλλαγεί.

Οι λεπτομέρειες στις οποίες αναφερθήκαμε δεν αφορούσαν στο γεγονός πως η αστυνομία πράγματι είχε πληροφορία ότι ο εφεσίβλητος διακινούσε ναρκωτικά και πως, έστω με αυτή την έννοια, ήταν προδιατεθειμένος.  Η ύπαρξη της πληροφορίας δηλώθηκε ως πραγματικό γεγονός και ο ίδιος στη γραπτή του κατάθεση επιβεβαίωσε πως ήταν “βαποράκι”. Σημειώνουμε πως κατά την ακρόαση, μετά από παλινδρομήσεις αναφορικά με την προηγούμενη δράση του, ο εφεσίβλητος δέχθηκε πως η κατάθεσή του απέδιδε την αλήθεια.  Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα της:

“Μέσα στην παρέα γνώρισα κάποιο παιδί που δεν θέλω όμως να [*109]σας πω το όνομά του και μου πρότεινε να του κάνω το βαποράκι για να βγάζω και εγώ τη δόση μου.  Δέχθηκα και έτσι γνώρισα το Χρίστο που με σύλλαβε...”.

Επίσης δεν αφορούσαν σε οτιδήποτε θα  μπορούσε να συσχετισθεί προς την πρώτη επαφή τους. Ο εφεσίβλητος αμέσως ανταποκρίθηκε καταφατικά στην ερώτηση αν είχε ναρκωτικά προς πώληση και η μαρτυρία του Χρ. Λιζίδη πως η μικρή πρώτη ποσότητα θα ήταν δείγμα για να ακολουθήσει στη συνέχεια, αναλόγως, και άλλη παράδοση, δεν αμφισβητήθηκε.

Ό,τι αμφισβητήθηκε ήταν το κατά πόσο, μέχρι τη δεύτερη παράδοση,  κατά την οποία συνελήφθη ο εφεσίβλητος, ο Χρ. Λιζίδης έκαμε άλλα τηλεφωνήματα στον εφεσίβλητο.  Ο Χρ. Λιζίδης κατέθεσε πως δεν είχαν άλλη επαφή μέχρι τις 6.9.03.  Το μεσημέρι εκείνης της μέρας του τηλεφώνησε ο εφεσίβλητος, τον ρώτησε αν του άρεσε η κάνναβη και αν ήθελε και άλλη.  Για να ακολουθήσει η συνάντησή τους, η παράδοση και η σύλληψη.  Αυτό το τηλεφώνημα του εφεσίβλητου δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση του Χρ. Λιζίδη.  Η εισήγηση ήταν πως πράγματι ο εφεσίβλητος του τηλεφώνησε στις 6.9.03 αφού όμως προηγήθηκαν άλλα τηλεφωνήματα του Χρ. Λιζίδη προς τον εφεσίβλητο. Αυτά, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει στη γραπτή κατάθεση του εφεσίβλητου τέτοια αναφορά και δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι “στις 6.9.03 ο κατηγορούμενος διευθέτησε με τον Αστ. 2987 και του πώλησε ναρκωτικά....”.

Υποβλήθηκε συναφώς στο Χρ. Λιζίδη πως μεταξύ της 28.8.03 και 6.9.03 τηλεφώνησε 4 φορές στον εφεσίβλητο με την ακόλουθη προσθήκη: “Ήσουν ανήσυχος και επίμονος και του ζητούσες επείγον την κάνναβη τονίζοντάς του ότι η δουλειά θα έπρεπε να γίνει χέρι με χέρι”.  Εκδοχή την οποία αρνήθηκε ο Χρ. Λιζίδης, δεχόμενος μόνο πως, όταν ο εφεσίβλητος του τηλεφώνησε στις 6.9.03, πράγματι ζήτησε η παράδοση να γίνει “χέρι με χέρι”. Στο τέλος ούτε η ένορκη μαρτυρία του εφεσίβλητου, και αληθινή να ήταν, θα παρείχε έρεισμα για την εκδοχή που τέθηκε στο Χρ. Λιζίδη.  Τη συνοψίζουμε:  Στις 29.8.03, δηλαδή την επομένη της πρώτης παράδοσης, ο Χρ. Λιζίδης του τηλεφώνησε λέγοντάς του πως του άρεσε η κάνναβη και πως ήθελε να του “κανονίσει” 28 γραμμάρια.  Η απάντησή του, κατά τον ισχυρισμό του, ήταν η ακόλουθη: “Δεν ξέρω ρε φίλε.  Να ψάξω να δω πόσο κάνει και να σε πάρω τηλέφωνο να σου πω”.  Το επόμενο τηλεφώνημα το έκαμε ο ίδιος στο Χρ. Λιζίδη, στις 2.9.03. Του ανέφερε πως τα 28 γραμμάρια “κοστίζουν” £160, τις οποίες ζήτησε προκαταβολικά. Στις 5.9.03 του τηλεφώνησε ο Χρ. Λιζίδης και τον ρώτησε αν βρήκε αυτό που του ζήτησε.  Ζήτησε τα [*110]χρήματα, το πράγμα έμεινε μέχρις εκεί και, εν τέλει, όπως το έθεσε, “στις 6.9. με πήρε τηλέφωνο και του είπα εν τάξει ο δικός μου δέκτηκε να κάμει πίστωση”.  Για να ακολουθήσουν τα γεγονότα της 6.9.03.

Ο πρωτόδικος δικαστής προσέγγισε το θέμα υπό τη διαπίστωσή του πως ο εφεσίβλητος ήταν αναμεμειγμένος στον κόσμο των ναρκωτικών και πως ενεργούσε ως “βαποράκι”, όντας χρήστης ο ίδιος, για να εξασφαλίσει τη δόση του. Διαπίστωση ασφαλώς δικαιολογημένη ενόψει των στοιχείων.  Ως προς τα τηλεφωνήματα μετά τις 28.8.03, δεν προχώρησε σε διαπιστώσεις.  Κατέγραψε τη διαφορά στις μαρτυρίες και άφησε το ζήτημα μέχρις εκεί. Όπως εξήγησε, καθοριστικό ως προς το θέμα της  υποκίνησης, “ήταν το πρώτο τηλέφωνο το οποίο και θεμελίωσε την επίδικη σχέση μεταξύ του κατηγορούμενου και του αστυνομικού”.

Συνοψίζουμε την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστή. Η εμπλοκή του Χρ. Λιζίδη δεν εντασσόταν στις αποδεκτές, όπως θα ήταν “η παθητική συμμετοχή, δηλαδή η παροχή ευκαιρίας στον επίδοξο παραβάτη να εκπληρώσει τους σκοπούς του ή ακόμα και η διείσδυση σε εγκληματική οργάνωση προς το σκοπό συλλογής πληροφοριών για σχεδιαζόμενο έγκλημα”.  Ο Χρ. Λιζίδης ενήργησε ως agent provocateur και απαραδέκτως υποκίνησε ή παγίδευσε τον εφεσίβλητο.  Αυτά, με αναφορά στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Στέλιος Γεωργίου Καττή κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 262 και Χαράλαμπος Χατζημάρκου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 482Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:

“Εν προκειμένω ο κατηγορούμενος ήταν αναμεμιγμένος στον κόσμο των ναρκωτικών, ήταν χρήστης που ενεργούσε ως “βαποράκι.” Όμως τα συγκεκριμένα αδικήματα που αντιμετωπίζει ήταν αποτέλεσμα υποκίνησης.  Ο αστυνομικός ανέφερε ότι του ζήτησε να του πωλήσει με σκοπό να “διερευνήσει την υπόθεση.”  Ερωτήθηκε γιατί δεν έκαμε έρευνα ή γιατί δεν έθεσε υπό παρακολούθηση τον κατηγορούμενο και παρέπεμψε σε ένα γενικότερο πλάνο εργασίας που έχουν και σε προτεραιότητες λέγοντας χαρακτηριστικά, “δέν έχουμε μόνο τον κατηγορούμενο να τρέχουμε ξωπίσω”. Η αρχή όμως και οι σκοποί σε σχέση με το απαράδεκτο της υποκίνησης δεν αναγνωρίζουν διάκριση ανάμεσα στο κατά πόσο ο υπό παγίδευση είναι πρωτόπειρος ή είναι αναμεμειγμένος σε παρόμοια εγκληματική συμπεριφορά, ούτε αναγνωρίζουν περιστάσεις όπως αυτές που αναφέρθηκαν από τον μάρτυρα κατηγορίας.  Γίνεται βέβαια αντιληπτός ο δύσκολος [*111]ρόλος που έχουν να επιτελέσουν οι αστυνομικές αρχές ιδιαίτερα σε αυτής της φύσεως τα αδικήματα, όμως καμιά σκοπιμότητα δεν μπορεί να οδηγήσει σε ανοχή της εικόνας η αστυνομία να υποκινεί το έγκλημα, εφόσον ο πρωταρχικός ρόλος της είναι η καταστολή και όχι η συνέργια στη διάπραξη του εγκλήματος.”

Επομένως, ενώ όπως εξήγησε “ο κατηγορούμενος διέπραξε με εγκληματική πρόθεση τα αδικήματα”, η δίκη θα έπρεπε να διακοπεί. Τόσο σε σχέση με τη μεγαλύτερη ποσότητα όσο και σε σχέση με τη μικρότερη ποσότητα. Αυτή θα ήταν η “προμήθεια” του σε σχέση με την ποσότητα της πρώτης κατηγορίας και “το αδίκημα της 2ης κατηγορίας συνδέεται αναπόσπαστα με τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε το αδίκημα της 1ης κατηγορίας.”  Η κατάληξη ήταν η αθώωση και απαλλαγή του εφεσίβλητου.

Ο Γενικός Εισαγγελέας άσκησε έφεση και, συναινούντος και του εφεσίβλητου, το αίτημά του για ανάληψη της υπόθεσης από την Πλήρη Ολομέλεια εγκρίθηκε. Αυτό, ενόψει της εξαιρετικής σπουδαιότητας του θέματος σε πολύ ευαίσθητο τομέα. Τα μέρη κατέθεσαν διαγράμματα αγορεύσεων και αγόρευσαν ενώπιόν μας και προφορικά.  Τα επιχειρήματά τους αναπτύχθηκαν με αναφορά στις αρχές όπως αυτές διατυπώθηκαν στις δυο αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις οποίες παραπέμπει το πρωτόδικο δικαστήριο, στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Teixeira De Castro v. Portugal  44/1997/828/1034ΕCHR 533 και την απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην R. v. Looseley [2001] 4 All E.R. 897.

Aυτά δεν αφορούσαν σε εσώτερες κατατάξεις σε σχέση με την αιτιολογική βάση της οφειλόμενης δικαστικής παρέμβασης στην περίπτωση υποκίνησης ή παγίδευσης.  Δεν συζητήθηκαν ζητήματα σε σχέση με το κατά πόσο η παγίδευση συνιστά ουσιαστική υπεράσπιση όπως στις ΗΠΑ ή κατάχρηση που πρέπει να κατασταλεί με διακοπή της δίκης όπως είναι η επικρατήσασα άποψη στην Αγγλία ή ως απολήγουσα σε μη δίκαιη δίκη με την έννοια του Άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, όπως έκρινε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.  Ο Γενικός Εισαγγελέας συμφώνησε πως, ούτως ή άλλως, η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί αν κριθεί πως πράγματι εδώ έχουμε υποκίνηση ή παγίδευση όπως αυτοί οι όροι πρέπει να ερμηνευθούν.  Επομένως, δεν θα εμπλακούμε σε αυτό το θέμα και δεν θα συζητήσουμε ούτε τις επ’ αυτού αναφορές στις υποθέσεις Καττής και Χατζημάρκου (ανωτέρω) αλλά [*112]και στην Assadourian ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 279.

Οι αρχές που έθεσε η Τeixeira είναι, βεβαίως, δεκτές από όλους και είναι σ΄αυτές που αναφέρθηκε και η Καττής.  Τα γεγονότα της Kaττής όμως ήταν εντελώς διαφορετικά και δεν θα χρειαστεί είτε να τα παραθέσουμε είτε να συζητήσουμε την εφαρμογή ως προς αυτά των αρχών, περιλαμβανομένων και των προεκτάσεων όπως τις εντόπισε η πλειοψηφία, στη βάση τους.  Μεταφέρουμε όμως τα σχετικά αποσπάσματα ως προς την αρχή:

“Η αρχή, η οποία προκύπτει από την Teixeira de Castro v. Portugal, μας ευρίσκει σύμφωνους. Η υποκίνηση του εγκλήματος, προς το σκοπό σύλληψης του υποκινούμενου, μεταθέτει, σε μεγάλο βαθμό, την ευθύνη για το έγκλημα στις ίδιες τις Αστυνομικές Αρχές και τις εκτρέπει από την προδιαγεγραμμένη αποστολή τους, που είναι η καταστολή και όχι η συνεργία στη διάπραξη του εγκλήματος.”

..….......................................................................................................

“Στην Teixeira  de Castro v. Portugal δεν παραγνωρίζονται, ούτε υποτιμούνται οι κίνδυνοι από τα ναρκωτικά ή το δύσκολο έργο της Αστυνομίας για την ανίχνευση τέτοιων εγκλημάτων και την προσαγωγή των παραβατών ενώπιον της Δικαιοσύνης.  Διακρίνεται, όμως, η παθητική συμμετοχή οργάνων της τάξης, με την παροχή ευκαιρίας στον επίδοξο παραβάτη να εκπληρώσει τους σκοπούς του, που είναι ανεκτή, από την υποκίνηση (incitement) του εγκλήματος, που είναι απαράδεκτη.  Σε τέτοια περίπτωση, ως αναφέρεται στην Τeixeira de Castro v. Portugal:- (σελ. 540)

“The public interest cannot justify the use of evidence obtained as a result of police incitement.”

(Ελληνική μετάφραση (ελεύθερη):

  

“Το δημόσιο συμφέρον δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη χρήση μαρτυρίας η οποία λήφθηκε  ως αποτέλεσμα αστυνομικής υποκίνησης.”

Σε άλλο σημείο της απόφασης διαχωρίζεται η θέση του αστυνομικού, ο οποίος διεισδύει (infiltrates) σε εγκληματική οργάνωση, προς το σκοπό συλλογής πληροφοριών για σχεδιαζόμενο έγκλημα, από εκείνη του αστυνομικού, ο οποίος δρα ως ‘agent [*113]provocateur’, δηλαδή εξωθεί το δράστη να εγκληματήσει, προς το σκοπό σύλληψής του.”

Παρεμβάλλουμε πως στη Χατζημάρκου και πάλιν κάτω από εντελώς διαφορετικά γεγονότα, κρίθηκε πως δεν υπήρχε καμιά από τις προϋποθέσεις της παγίδευσης.  Οπότε το Ανώτατο Δικαστήριο περιορίστηκε, με αναφορά σε παλαιότερη αγγλική νομολογία, στο ότι

“παγίδευση έχουμε όταν πρόσωπο υποκινεί άλλο στη διάπραξη παραβίασης του νόμου, στην οποία παραβίαση άλλως δεν θα προέβαινε και στη συνέχεια καταθέτει εναντίον του σε σχέση με το συγκεκριμένο αδίκημα”.

Στην Teixeira η παράδοση της ηρωίνης στους υπό κάλυψη αστυνομικούς που εμφανίστηκαν ως υποτιθέμενοι αγοραστές, έγινε υπό περιστάσεις που αντανακλώνται στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστηρίου, από το οποίο προκύπτουν και οι αρχές στη βάση των οποίων κρίθηκε πως παραβιάστηκε το δικαίωμα για δίκαιη δίκη, του άρθρου 6(1) της Σύμβασης:

“36. The use of undercover agents must be restricted and safeguards put in place even in cases concerning the fight against drug trafficking. While the rise in organized crime undoubtedly requires that appropriate measures be taken, the right to a fair administration of justice nevertheless holds such a prominent place (see the Delcourt v. Belgium judgment of 17 January 1970, Series A no. 11, p. 15, § 25) that it cannot be sacrificed for the sake of expedience. The general requirements of fairness embodied in Article 6 apply to proceedings concerning all types of criminal offence, from the most straightforward to the most complex.  The public interest cannot justify the use of evidence obtained as a result of police incitement.

37. The Court notes, firstly, that the present dispute is distinguishable from the case of Lüdi ν. Switzerland (see the judgment of 15 June 1992, Series A no. 238), in which the police officer concerned had been sworn in, the investigating judge had not been unaware of his mission and the Swiss authorities, informed by the German police, had opened a preliminary investigation. The police officers’ role had been confined to acting as an undercover agent.

38.  In the instant case it is necessary to determine whether or not the two police officers΄ activity went beyond that of undercover [*114]agents. The Court notes that the Government have not contended that the officers΄ intervention took place as part of an anti-drug-trafficking operation ordered and supervised by a judge. It does not appear either that the competent authorities had good reason to suspect that Mr. Teixeira de Castro was a drug trafficker; on the contrary, he had no criminal record and no preliminary investigation concerning him had been opened.  Indeed, he was not known to the police officers, who only came into contact with him through the intermediary of V.S. and F.O. (see paragraph 10 above).

Furthermore, the drugs were not at the applicant΄s home; he obtained them from a third party who had in turn obtained them from another person (see paragraph 11 above). Nor does the Supreme Court΄s judgment of 5 May 1994 indicate that, at the time of his arrest, the applicant had more drugs in his possession than the quantity the police officers had requested thereby going beyond what he had been incited to do by the police.  There is no evidence to support the Government΄s argument that the applicant was predisposed to commit offences. The necessary inference from these circumstances is that the two police officers did not confine themselves to investigating Mr. Teixeira de Castro΄s criminal activity in an essentially passive manner, but exercised an influence such as to incite the commission of the offence.

Lastly, the Court notes that in their decisions the domestic courts said that the applicant had been convicted mainly on the basis of the statements of the two police officers.

39.  In the light of all these considerations, the Court concludes that the two police officers΄ actions went beyond those of undercover agents because they instigated the offence and there is nothing to suggest that without their intervention it would have been committed.  That intervention and its use in the impugned criminal proceedings meant that, right from the outset, the applicant was definitively deprived of a fair trial.  Consequently, there has been a violation of Article 6§1.

Σε μετάφραση:

36. H χρησιμοποίηση αντιπροσώπων υπό κάλυψη πρέπει να περιοριστεί και να τεθούν ασφαλιστικές δικλείδες ακόμα και  σε υποθέσεις που αφορούν στον αγώνα κατά της διακίνησης ναρκωτικών. Ενώ η έξαρση του οργανωμένου εγκλήματος αναμφιβόλως απαιτεί τη λήψη κατάλληλων μέτρων, το δικαίωμα σε δίκαιη [*115]απονομή της δικαιοσύνης διατηρεί, παρόλο τούτο, τέτοια δεσπόζουσα θέση ώστε να μην είναι δυνατό αυτή να θυσιαστεί χάριν σκοπιμότητας. Οι γενικές απαιτήσεις για δικαιοσύνη που ενσωματώνονται στο άρθρο 6 εφαρμόζονται σε διαδικασίες αναφορικά με όλα τα είδη αδικημάτων, από τα πλέον απλά μέχρι τα πλέον σύνθετα.  Το δημόσιο συμφέρον δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη χρήση μαρτυρίας που λαμβάνεται ως αποτέλεσμα αστυνομικής υποκίνησης.

37.  Το Δικαστήριο σημειώνει, κατά πρώτο ότι η παρούσα διαφορά διακρίνεται από την υπόθεση Lüdi v. Switzerland …. στην οποία ο εμπλεκόμενος αστυνομικός είχε ορκιστεί, ο διερευνών δικαστής δεν αγνοούσε την αποστολή του και οι Ελβετικές Αρχές, πληροφορημένες από την Γερμανική Αστυνομία, είχαν αρχίσει προκαταρκτική έρευνα. Ο ρόλος του αστυνομικού είχε περιοριστεί στο να ενεργεί ως υπό κάλυψη αντιπρόσωπος.

38.  Στην παρούσα υπόθεση είναι αναγκαίο να καθοριστεί κατά πόσο η δραστηριότητα των δυο αστυνομικών υπερέβη εκείνη των υπό κάλυψη αντιπροσώπων.  Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η Κυβέρνηση δεν υποστήριξε ότι η παρέμβαση των αστυνομικών εκδηλώθηκε ως μέρος επιχείρησης κατά της διακίνησης ναρκωτικών, που διατάχθηκε και επιβλέφθηκε από δικαστή.  Ούτε φαίνεται ότι οι αρμόδιες αρχές είχαν καλό λόγο να υποψιάζονται ότι ο κ. Teixeira de Castro ήταν έμπορος ναρκωτικών· αντίθετα, δεν είχε ποινικό μητρώο και δεν είχε αρχίσει προκαταρκτική έρευνα που να τον αφορούσε.  Στην πραγματικότητα δεν ήταν γνωστός στους αστυνομικούς οι οποίοι ήλθαν σε επαφή μαζί του μόνο δια των ενδιάμεσων V.S. και F.O...  Περαιτέρω, τα ναρκωτικά δεν βρίσκονταν στο σπίτι του αιτητή·  τα πήρε από τρίτο πρόσωπο ο οποίος με τη σειρά του τα είχε πάρει από άλλο πρόσωπο....  Ούτε η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 5 Μαΐου 1994 υποδηλώνει ότι, κατά το χρόνο της σύλληψής του, ο αιτητής είχε στην κατοχή του περισσότερα ναρκωτικά από την ποσότητα που είχαν ζητήσει οι αστυνομικοί προχωρώντας έτσι πέραν εκείνου για  το οποίο  είχε υποκινηθεί να κάμει από την αστυνομία.  Δεν υπάρχει μαρτυρία που να υποστηρίζει το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι ο αιτητής ήταν προδιατεθειμένος να διαπράξει αδικήματα. Το αναγκαίο συμπέρασμα από αυτές τις περιστάσεις είναι ότι οι δυο αστυνομικοί δεν περιορίστηκαν στην έρευνα της εγκληματικής δραστηριότητας του κ. Teixeira de Castro κατά ένα ουσιωδώς παθητικό τρόπο, αλλά άσκησαν επηρεασμό έτσι ώστε να υποκινήσουν τη διάπραξη του αδικήματος.

[*116]

Τελικά, το Δικαστήριο σημειώνει πως στις αποφάσεις τους τα εθνικά δικαστήρια ανέφεραν ότι ο αιτητής είχε καταδικαστεί κυρίως πάνω στη βάση των καταθέσεων των δυο αστυνομικών.

39.  Κάτω από το φως όλων αυτών των παραγόντων, το Δικαστήριο καταλήγει ότι οι ενέργειες των δυο αστυνομικών προχώρησαν πέραν εκείνων των υπό κάλυψη αντιπροσώπων διότι προκάλεσαν το αδίκημα και δεν υπάρχει οτιδήποτε που να δείχνει ότι αυτό θα διαπραττόταν χωρίς την παρέμβασή τους.  Αυτή η παρέμβαση και η χρησιμοποίησή της στις προσβαλλόμενες ποινικές διαδικασίες σημαίνει ότι, ευθύς εξ αρχής, ο αιτητής οριστικά είχε στερηθεί δίκαιης δίκης.  Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6§1.”.

Στη Loosely, το ερώτημα αναφορικά με το συμβατό της αγγλικής προσέγγισης προς εκείνη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων απαντήθηκε καταφατικά.  Η εξώθηση, ή η υποκίνηση, ή ο δελεασμός για διάπραξη αδικήματος, γενικά η παγίδευση ή η δημιουργία αδικήματος από όργανα του κράτους προς άσκηση εν τέλει ποινικής δίωξης γι΄αυτό, που ήταν ο πυρήνας της αιτιολογίας στην Τeixeira, είναι απαράδεκτη.  Όμως, ούτε στην  Τeixeira ούτε αλλού διατυπώνεται εξαντλητικός ορισμός που να καλύπτει γενικά και άνευ ετέρου το πότε τα όργανα του κράτους ξεπερνούν πράγματι το αποδεκτό όριο ώστε η επακόλουθη ποινική δίωξη να απολήγει καταχρηστική ή να εκθέτει ως ανυπόληπτο το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης. Η αναφορά σε υποκίνηση, εξώθηση, δελεασμό ή παγίδευση, ακόμα και ο χαρακτηρισμός agent provocateur, συνιστούν το ζητούμενο και δεν παρέχουν αφ΄ εαυτών απάντηση. Όπως και η χρήση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της φράσης “παθητικός παρατηρητής”. Δεν δικαιολογείται απόδοση σ’ αυτόν υπερβολικά  γραμματικής ή τεχνικής έννοιας ούτε η μηχανιστική χρήση της. Το ίδιο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναφερόταν στα περιστατικά της συγκεκριμένης περίπτωσης και στην απόφασή του είναι έκδηλο πως για την αποδοκιμασία της ενέργειας του αστυνομικού να ζητήσει ναρκωτικά, συνυπολόγισε άλλα, ιδιαιτέρως σημαντικά περιστατικά ανεξάρτητα από το ότι η αναφορά σε ενέργεια κατά παθητικό τρόπο συνοδεύεται από τον περιορισμό “ουσιαστικά” (in an essentially passive manner).  Δεν συνιστούσε δηλαδή γενική αποδοκιμασία της παροχής ευκαιρίας για παράβαση του νόμου, της οποίας ο κατηγορούμενος επωφελείται κάτω από περιστάσεις που δείχνουν πως αυτός θα συμπεριφερόταν με τον ίδιο τρόπο αν άλλο πρόσωπο του παρείχε ευκαιρία για διάπραξη παρόμοιου [*117]αδικήματος.

Το πρώτο από αυτά τα περιστατικά ήταν η ανυπαρξία οποιουδήποτε στοιχείου που θα δικαιολογούσε υποψία πως ο κατηγορούμενος ασχολείτο με την εμπορία ηρωίνης, έστω σε συνδυασμό με εκ των υστέρων μαρτυρία για τέτοια δράση.  Δεν είναι παραδεκτό να επιδίδονται τα όργανα του κράτους σε επιχείρηση ελέγχου της αρετής των πολιτών, κατά τρόπο τυχαίο.  Αν πρόκειται η ενέργειά τους να ενταχθεί στο πλαίσιο της προσπάθειας για διερεύνηση εγκληματικής δράσης, ώστε, τηρουμένων και άλλων, να είναι ανεκτή, θα πρέπει να συνυπάρχουν δεδομένα που να αποκαλύπτουν ως δικαιολογημένη τη στόχευση προς ορισμένη κατεύθυνση.  Αφορώντα σε πρόσωπο ή σε τόπο.

Το δεύτερο από τα περιστατικά αφορούσε  στη θεμελίωση πως η δράση του αστυνομικού δεν είναι το αποτέλεσμα δικής του πρωτοβουλίας, με τους κινδύνους εκβιασμού, διαφθοράς ή κατάχρησης εξουσίας αλλά εντολών αρμόδιου φορέα υπό την εποπτεία του οποίου και πραγματοποιείται, ενόψει και της φύσης του αδικήματος που σκοπείται να διερευνηθεί και των άλλων δυνατοτήτων, τηρουμένης της αναλογικότητας, που προσφέρονται. Στην Τeixeira γίνεται αναφορά σε εξουσιοδότηση από δικαστή αλλά αυτό ενόψει των χαρακτηριστικών του ηπειρωτικού συστήματος.  Στην Αγγλία, τον όμοιο σκοπό ικανοποιεί η εξουσιοδότηση και η εποπτεία από τις αρμόδιες αρχές, δηλαδή τις αστυνομικές, στο πλαίσιο του κώδικα πρακτικής τους.

Δεν μπορεί, λοιπόν, να απομονωθεί ένας παράγοντας ως αφ’ εαυτού αποφασιστικής σημασίας. Συνυπολογίζεται αριθμός παραγόντων με ποικίλλουσα βαρύτητα ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε περίπτωσης και, σε αυτό το πλαίσιο, ιδιαιτέρως σημαντικό είναι το κατά πόσο η αστυνομία δεν έκαμε τίποτε πέραν της παροχής στον κατηγορούμενο μιας μη ασυνήθιστης ευκαιρίας για διάπραξη αδικήματος.  Με γνώμονα το κατά πόσο η συμπεριφορά της αστυνομίας, πριν από τη διάπραξη του αδικήματος, ήταν ή όχι η αναμενόμενη από άλλον κάτω από τις περιστάσεις.

Κάτω από το πρίσμα αυτής της προσέγγισης, όπως προσπαθήσαμε να τη συνοψίσουμε στις βασικές της γραμμές, η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων συνεξέτασε δυο περιπτώσεις.  Η πρώτη αφορούσε το Looseley και η δεύτερη άλλο κατηγορούμενο.  Η κατάληξη ήταν διαφορετική.  Τα γεγονότα της δεύτερης, που δεν προσομοιάζουν προς τα γεγονότα της παρούσας, οδήγησαν στην κρίση πως οι αστυνομικοί πράγματι είχαν προκαλέσει τη διάπραξη [*118]του αδικήματος αφού πρόσφεραν στον κατηγορούμενο ελατήρια τα οποία δεν συνδέονταν συνήθως με τη διάπραξή του.  Επομένως, πως ορθά είχε διαταχθεί πρωτοδίκως η αναστολή της διαδικασίας.

Τα γεγονότα στη Loosely ήταν σε μεγάλο βαθμό όμοια με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.  Μάλιστα εκεί δεν υπήρχε λόγος για υποψία πως ο ίδιος ο Loosely ασχολείτο με το εμπόριο ναρκωτικών.  Την αστυνομία την απασχολούσε η διακίνηση ναρκωτικών σε ορισμένη περιοχή και απλώς της δόθηκε το όνομα του Loosely.  Ο υπό κάλυψη αστυνομικός του τηλεφώνησε, τον ρώτησε αν μπορούσε να τον προμηθεύσει ναρκωτικά, η απάντηση ήταν καταφατική και διευθετήθηκε η πρώτη παράδοση.  Για να ακολουθήσουν και άλλες, πάντοτε με πρωτοβουλία του αστυνομικού, που τηλεφωνούσε στο Loosely, ο οποίος εν τέλει φάνηκε πως ήταν εξοικειωμένος.  Ο αστυνομικός ενεργούσε υπό τις οδηγίες και εποπτεία Ανώτερου Αξιωματικού της Αστυνομίας και κρίθηκε πως η συμπεριφορά του που οδήγησε στην εγκαθίδρυση σχέσης αποτέλεσμα της οποίας ήταν η προμήθεια των ναρκωτικών, δεν συνιστούσε υποκίνηση ώστε να αποδοκιμασθεί η άρνηση αναστολής της διαδικασίας.

Εξετάσαμε τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης στη βάση του συνδυασμού του σκεπτικού της νομολογίας στην οποία έχουμε αναφερθεί, το οποίο συμμεριζόμαστε. Τα έχουμε ήδη παραθέσει και δεν χρειάζεται να τα επαναλάβουμε.  Σημειώνουμε, όμως, πως το ζήτημα σε σχέση με τα περαιτέρω τηλεφωνήματα, μετά το πρώτο της 28.8.03, στο οποίο ιδιαιτέρως στάθηκε ο εφεσίβλητος, δεν θα διαφοροποιούσε σε καμιά περίπτωση την κατάσταση.  Θα αναμέναμε, βεβαίως, διαπιστώσεις επί των γεγονότων από τον πρωτόδικο δικαστή, όσο και αν η δική του αντίληψη περί την αρχή που διέπει το θέμα δεν το καθιστούσε απαραίτητο.  Θεωρούμε όμως πως και υπό την εκδοχή του ίδιου του εφεσίβλητου, δεν θα άλλαζε η φυσιογνωμία της περίπτωσης ώστε να μπορούσε να τίθεται θέμα παράλειψης η οποία αφ’ εαυτής να δικαιολογούσε παρέμβασή μας.  Όπως ορθά επισημαίνει ο πρωτόδικος δικαστής, ήδη το πρώτο τηλεφώνημα θεμελίωσε τη σχέση μεταξύ του εφεσίβλητου και του Χρ. Λιζίδη και όσα προβάλλονται ως επακολουθήσαντα δεν εξήλθαν από το πλαίσιο της.

Ο Χρ. Λιζίδης δεν ενεργούσε αυτοβούλως αλλά δυνάμει εντολών των ανωτέρων του, των αρμοδίων δηλαδή για τέτοια δράση στην Κύπρο, οι οποίοι, όπως έχει καταδειχθεί,  επέβλεπαν για να προχωρήσουν στο τέλος προς σύλληψη του εφεσίβλητου από το κλιμάκιο που παρακολουθούσε. Υπήρχαν υποψίες βασισμένες σε πληροφορία για την εμπλοκή του εφεσίβλητου στη διακίνηση κάνναβης [*119]και ήδη ο ίδιος παραδέχθηκε πως ενεργούσε ως “βαποράκι”.  Ο Χρ. Λιζίδης απλώς εμφανίστηκε ως χρήστης που ενδιαφερόταν να αγοράσει κάνναβη και τίποτε από όσα είπε ή έκαμε κατά την πρώτη επαφή ή από όσα φέρεται να είπε ή έκαμε στη συνέχεια, δεν συνιστούσε υποκίνηση ή οτιδήποτε άλλο που θα καθιστούσε τη συμπεριφορά του απαράδεκτη.  Πρόσφερε στον εφεσίβλητο ευκαιρία όχι ασυνήθιστη όπως και στη Loosely.  Καταλήγουμε πως η πρωτόδικη απόφαση δεν κινήθηκε στο σωστό πλαίσιο.  Εφόσον δε, κατά τα λοιπά, από τη συμπεριφορά του εφεσίβλητου στοιχειοθετούνται τα συστατικά των αδικημάτων, την παραμερίζουμε και εκδίδουμε απόφαση για ενοχή του, ως το κατηγορητήριο.

Η�έφεση επιτυγχάνει.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο