Μωϋσίδης Γεώργιος ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 138

(2005) 2 ΑΑΔ 138

[*138]10 Μαρτίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΩΫΣΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 34/2005)

 

Ποινική Δικονομία ― Διαταγή για κράτηση κατηγορουμένου μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσής του από το Κακουργιοδικείο ― Διακριτική ευχέρεια ― Κίνδυνος μη προσέλευσής του στη δίκη ― Παράγοντες που καθορίζουν τον κίνδυνο της μη προσέλευσης ― Στάθμιση όλων των παραγόντων ― Οι συνθήκες και τα περιστατικά διάπραξης του αδικήματος δεν αποτελούν κριτήριο στην απόφαση για κράτηση ή όχι κατηγορουμένου ― Δεν τεκμηριώθηκε λόγος για επέμβαση του Εφετείου στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Ποινική Δικονομία ― Απόλυση κατηγορουμένου με εγγύηση υπό όρους ― Σε ποίο στάδιο εξετάζονται οι προτεινόμενοι όροι που θα επιβληθούν για την εμφάνιση του υποδίκου κατά την ημέρα της δίκης, αν αυτός αφεθεί ελεύθερος με εγγύηση.

Ο εφεσείων, ο οποίος αντιμετωπίζει κατηγορίες συνωμοσίας για διάπραξη φόνου, καθώς και διάπραξης φόνου εκ προμελέτης, παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου και διατάχθηκε να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι τη δίκη του, ήτοι για περίοδο 49 ημερών.  Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους:

1) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε τη σοβαρότητα του αδικήματος ως «αυτοτελή και αυθύπαρκτο λόγο, για την κράτηση του εφεσείοντα».

2) Λανθασμένα και αντινομικά το Δικαστήριο δεν εκτίμησε την πιθανότητα μη προσέλευσης του εφεσείοντα, με συνυπολογισμό και άλλων σχετικών δεδομένων που τέθηκαν ενώπιόν του, πέρα από τη σοβαρότητα του αδικήματος, την πιθανότητα καταδίκης και την επα[*139]πειλούμενη ποινή.  Τα γεγονότα, τα οποία παραπονείται ο εφεσείων πως δεν συνεκτιμήθηκαν, είναι οι προσωπικές του συνθήκες, οι οποίες δείχνουν την ύπαρξη των ισχυρών δεσμών του με την Κύπρο παρόλον ότι είναι αλλοδαπός.

3) Το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το προβλεπόμενο μήκος της κράτησης.

4) Το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες διαπράχθηκαν τα κατ’ ισχυρισμό αδικήματα.

5) Το Δικαστήριο εσφαλμένα δεν σχολίασε καν τους όρους και τις εισηγήσεις που προτάθηκαν εκ μέρους του δικηγόρου του εφεσείοντα για απόλυσή του με εγγύηση, που κατά την άποψη του θα εξασφάλιζαν πλήρως την παρουσία του.

6) Το Δικαστήριο δεν εξέτασε και δεν απέρριψε τους ισχυρισμούς της Κατηγορούσας Αρχής για πιθανή διαφυγή του εφεσείοντα στο εξωτερικό ή στα κατεχόμενα, αφού είχε ενώπιον του τα στοιχεία του προσωπικού του δεσμού με την Κύπρο που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου από την υπεράσπιση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της απόφασης ο λόγος 1) ανωτέρω δεν ευσταθεί, γιατί δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ανέφερε στην απόφασή του το γεγονός ότι ο εφεσείων είναι αλλοδαπός και δεν έκρινε το εν λόγω γεγονός ως ένα από τους παράγοντες που συνηγορούσαν υπέρ της πιθανότητας μη εμφάνισης του εφεσείοντος κατά την ημέρα της δίκης.  Ως εκ τούτου, η μη αναφορά στους δεσμούς του με την Κύπρο, δεν συνιστούσε παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που να καθιστά την απόφασή του πάσχουσα.

3.  Η περίοδος από την ημέρα παραπομπής του εφεσείοντος μέχρι τη δίκη, που ανέρχεται σε 49 μέρες, είναι σχετικά σύντομη και δεν θα μπορούσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο να συνηγορεί υπέρ της μη κράτησής του, εν όψει των άλλων παραγόντων που έλαβε υπόψη το πρωτόδικο Δικαστήριο.

4.  Οι συνθήκες και τα περιστατικά διάπραξης του αδικήματος συνιστούν ουδέτερο παράγοντα, που κανονικά δεν αποτελεί κριτήριο στην απόφαση για κράτηση ή όχι κατηγορούμενου.

[*140]

5.  Οι όροι που θα επιβληθούν για την εμφάνιση του κατηγορούμενου κατά την ημέρα της δίκης, αν αυτός αφεθεί ελεύθερος με εγγύηση, εξετάζονται όχι εκ των προτέρων, αλλά αφού πρώτα αποφασισθεί εάν είναι περίπτωση στην οποία ενδείκνυται η κράτηση του κατηγορούμενου, ή αν θα πρέπει να αφεθεί ελεύθερος μέχρι την ημέρα της δίκης.  Ως εκ τούτου, αφού το Δικαστήριο είχε κρίνει την αναγκαιότητα κράτησής του, ήταν περιττό να εξετάσει προτεινόμενους όρους εγγύησης.

6.  Το Δικαστήριο δεν βασίστηκε στην πιθανότητα διαφυγής του εφεσείοντος για να καταλήξει στην απόφασή του και η παράλειψη να αναφερθεί στο γεγονός, σε συνάρτηση με όσα αναφέρονται για το δεύτερο λόγο έφεσης, στην παράγρ. 2 ανωτέρω, δεν αποτελεί παράλειψη που καθιστά τρωτή την απόφαση.

7.  Ο μόνος παράγοντας που, στην εξεταζόμενη περίπτωση, όφειλε να εξετάσει το Δικαστήριο ήταν το κατά πόσο, κάτω από τις συνθήκες, υπήρχε κίνδυνος μη προσέλευσης του εφεσείοντος στο Δικαστήριο.  Μεταξύ των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη για να αποφασισθεί τούτο είναι 1) η σοβαρότητα του αδικήματος, 2) το ύψος της προβλεπόμενης ποινής, 3) η πιθανότητα καταδίκης και οποιοιδήποτε άλλοι παράγοντες, όπως οι προσωπικές συνθήκες του κατηγορουμένου, που μπορεί να επηρεάσουν την πιθανότητα εμφάνισής του ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ημέρα της δίκης.  Όλοι οι πιο πάνω παράγοντες συνηγορούν υπέρ της έκδοσης του επίδικου διατάγματος κράτησης. Το κατά πόσο τελικά θα αποδειχθεί η κατηγορία της συνωμοσίας και του φόνου εκ προμελέτης, είναι θέμα του εκδικάζοντος Κακουργιοδικείου, αλλά έστω και αν γίνει δεκτή η θέση του εφεσείοντος πως, με βάση τη μαρτυρία, μόνο η ανθρωποκτονία αποδεκνύεται, το αδίκημα αυτό είναι από τα σοβαρότερα του Ποινικού Κώδικα και γι’ αυτό προνοείται μέχρι και ισόβια φυλάκιση.

8.  Η απόφαση του Δικαστηρίου για την κράτηση του εφεσείοντος μέχρι τη δίκη ήταν αποτέλεσμα άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας μέσα στο πλαίσιο των αρχών που διέπουν την άσκησή της, ληφθείσα υπό το πρίσμα των γεγονότων της υπόθεσης και δεν δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή της.

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες υποθέσεις:

[*141]

Xατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45,

Stogmuller, A9 p.44 [1969].

Έφεση εναντίον Διατάγματος Κράτησης.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, Υπ. Αρ. 695/05, ημερ. 1/2/05, με την οποία διατάχθηκε η κράτησή του μέχρι την ημερομηνία της δίκης του ενώπιον Κακουργιοδικείου που θα συνεδριάσει την 21.3.05, με τις κατηγορίες συνομωσίας για διάπραξη φόνου, καθώς και διάπραξης φόνου εκ προμελέτης.

Ρ. Ερωτοκρίτου με Α. Κυπρίζογλου, για τον Εφεσείοντα,

Ρ. Βραχίμης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Την 1.2.05 ο εφεσείων παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον Κακουργιοδικείου που θα συνεδριάσει την 21.3.05, με τις κατηγορίες συνομωσίας για διάπραξη φόνου, καθώς και διάπραξης φόνου εκ προμελέτης.

Το Δικαστήριο, αφού άκουσε τις δύο πλευρές, διέταξε την κράτηση του εφεσείοντα μέχρι την ημερομηνία της δίκης του.  Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης και μετά από τροποποίηση πρόβαλε έξι λόγους έφεσης.

Πρώτος λόγος έφεσης

Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε τη σοβαρότητα του αδικήματος ως «αυτοτελή αυθύπαρκτο λόγο, για την κράτηση του εφεσείοντα»  και αγνόησε το γεγονός ότι η σοβαρότητα του αδικήματος είναι μία από τις προϋποθέσεις, όπως είναι η πιθανότητα καταδίκης και η επαπειλούμενη ποινή, που μαζί με άλλους παράγοντες προσδιορίζουν τον πιθανό κίνδυνο μη προσέλευσης του εφεσείοντα στο Δικαστήριο. 

Είναι προφανές ότι αυτός ο λόγος δεν μπορεί να ευσταθήσει, [*142]γιατί δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, όπως προκύπτει από μια ανάγνωση της δεύτερης παράγραφου της απόφασης, στη σελίδα 14 των πρακτικών, η οποία περιέχει τα ακόλουθα:

«Στην κρινόμενη περίπτωση έλαβα υπόψη τη σοβαρότητα των αδικημάτων τα οποία αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος σε συσχετισμό με την προνοούμενη από το Νόμο ποινή (στη 2η κατηγορία προβλέπεται η δια βίου φυλάκιση) σε συνάρτηση με την πιθανότητα καταδίκης του κατηγορούμενου, όπως προκύπτει από τις ενώπιόν μου καταθέσεις.  Τα πιο πάνω σε συνάρτηση με όλα τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιόν μου τόσο εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής όσο και εκ μέρους του συνηγόρου του κατηγορούμενου αποτελούν βασικούς δείκτες ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να εκτιμήσει την πιθανότητα μη προσέλευσης του κατηγορούμενου στο Δικαστήριο.»

(Η υπογράμμιση είναι δική μας).

Δεύτερος λόγος έφεσης

Με το δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι λανθασμένα και αντινομικά το Δικαστήριο δεν εκτίμησε την πιθανότητα μη προσέλευσης του εφεσείοντα, με συνυπολογισμό και άλλων σχετικών δεδομένων που τέθηκαν ενώπιον του, πέρα από τη σοβαρότητα του αδικήματος, την πιθανότητα καταδίκης και την επαπειλούμενη ποινή.

Παρεμπιπτόντως, παρατηρούμε πως αυτός ο λόγος έφεσης είναι αντιφατικός με τον πρώτο λόγος έφεσης, αφού σε αυτό το δεύτερο λόγο γίνεται ουσιαστικά παραδοχή πως το Δικαστήριο συνεκτίμησε με τη σοβαρότητα του αδικήματος και την πιθανότητα καταδίκης και την επαπειλούμενη ποινή.

Τα γεγονότα, για τα οποία παραπονείται ο εφεσείων πως δεν συνεκτιμήθηκαν, είναι οι προσωπικές του συνθήκες, σε όποιο μέτρο αυτές δείχνουν ότι, παρά το γεγονός ότι είναι αλλοδαπός, εντούτοις έχει ισχυρούς δεσμούς με την Κύπρο, αφού κατά τα τελευταία χρόνια είναι νυμφευμένος και εγκαταστημένος στην Κύπρο, όπου εργάζεται και έχει αποκτήσει και παιδί, καθώς και ιδιόκτητη κατοικία και αυτοκίνητο.

Είναι νομολογημένο πως τέτοιοι παράγοντες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να κρίνεται η πιθανότητα εμφάνισης ή όχι του κατηγορούμενου κατά την ημέρα της δίκης.  Τούτο όμως αποκτά [*143]σημασία σε περίπτωση όπου ο κατηγορούμενος είναι αλλοδαπός ή διαμένει στο εξωτερικό, γιατί το γεγονός τούτο, εάν απουσιάζουν οποιοιδήποτε ισχυροί δεσμοί του με την Κύπρο, καθιστά πιθανότερη τη διαφυγή του και μη εμφάνιση κατά την εκδίκαση της υπόθεσης του. Στην παρούσα περίπτωση, παρόλο ότι αναφέρθηκε από την Εισαγγελία  ότι ο εφεσείων ήταν αλλοδαπός, στην απόφασή του το Δικαστήριο δεν αναφέρθηκε στο γεγονός αυτό και δεν το έκρινε ως ένα από τους παράγοντες που συνηγορούσαν υπέρ της πιθανότητας μη εμφάνισης του  εφεσείοντα κατά την ημέρα της δίκης. Ως εκ τούτου, η μη αναφορά στους δεσμούς του με την Κύπρο, δεν συνιστούσε παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που να καθιστά την απόφαση του πάσχουσα. Όπως στην περίπτωση ενός Κυπρίου, όπου δεν θα σχολιάζονταν ιδιαίτερα οι δεσμοί του με την Κύπρο, έτσι έγινε και σε αυτή την περίπτωση, αφού το Δικαστήριο, όπως ουσιαστικά συνάγεται, δεν θεώρησε την ιδιότητά του ως αλλοδαπού ως σχετικό στοιχείο που συνηγορούσε για την κράτησή του.

Τρίτος λόγος έφεσης

Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι το Δικαστήριο, στην απόφασή του, δεν έλαβε υπόψη το προβλεπόμενο μήκος της κράτησης, εξυπονοώντας πως τούτο ήταν τέτοιου μεγέθους που να μην δικαιολογεί την κράτηση.  Δεν έχουμε κανένα ενδοιασμό να απορρίψουμε αυτό το λόγο έφεσης.  Η περίοδος από την ημέρα παραπομπής του μέχρι τη δίκη που ανέρχεται σε 49 μέρες είναι, κατά την άποψη μας, σχετικά σύντομη και δεν θα μπορούσε καθ΄οιονδήποτε τρόπο να συνηγορεί υπέρ της μη κράτησης του, εν όψει των άλλων παραγόντων που έλαβε υπόψη το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Τέταρτος λόγος έφεσης

Με τον τέταρτο λόγος έφεσης ο εφεσείων προβάλλει τον ισχυρισμό πως το Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες διαπράχθηκαν τα κατ΄ισχυρισμό αδικήματα, όπως το γεγονός ότι ο ένας εκ των δύο αυτουργών των αδικημάτων είναι άγνωστος και παραμένει ασύλληπτος, τη μη ύπαρξη λεπτομερειών όσον αφορά την ατομική συμμετοχή του κάθε προσώπου και το γεγονός πως ελλείπει οργανωτικό σχέδιο και πρόγραμμα, που καταδεικνύουν πως, υπό τις περιστάσεις, η Κατηγορούσα Αρχή είναι εξαιρετικά απίθανο να τεκμηριώσει το αδίκημα της συνομωσίας για φόνο και το αδίκημα φόνου εκ προμελέτης, αφού, όπως υπέβαλε ο συνήγορός του, με βάση τη μαρτυρία, το αδίκημα «αληθώς ισοδυναμεί με ανθρωποκτονία».

[*144]

Παρατηρούμε πως οι συνθήκες και τα περιστατικά διάπραξης του αδικήματος συνιστούν ουδέτερο παράγοντα, που κανονικά δεν αποτελεί κριτήριο στην απόφαση για κράτηση ή όχι κατηγορούμενου. 

Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι είναι απίθανο να τεκμηριωθεί το αδίκημα της συνομωσίας και του φόνου, αλλά αποδεικνύεται μόνο εκείνο της ανθρωποκτονίας, όπως παρατηρούμε πιο κάτω στην απόφαση μας, έστω και αν αυτή η θέση του συνηγόρου του εφεσείοντα είναι ορθή και πάλι το αδίκημα της ανθρωποκτονίας δεν παύει από του να είναι σοβαρότατο και να επισύρει αυστηρότατη ποινή.

Πέμπτος λόγος έφεσης

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δεν σχολίασε καν τους όρους και τις εισηγήσεις που προτάθηκαν εκ μέρους του δικηγόρου του εφεσείοντα για απόλυσή του με εγγύηση, που κατά την άποψη του θα εξασφάλιζαν πλήρως την παρουσία του.

Όπως υποδείξαμε και στο συνήγορο του εφεσείοντα κατά τη διάρκεια της ακρόασης της έφεσης, οι όροι που θα επιβληθούν για την εμφάνιση του κατηγορούμενου κατά την ημέρα της δίκης, αν αυτός αφεθεί ελεύθερος με εγγύηση, εξετάζονται όχι εκ των προτέρων, αλλά αφού πρώτα αποφασισθεί εάν είναι περίπτωση στην οποία ενδείκνυται η κράτηση του κατηγορούμενου, ή αν θα πρέπει να αφεθεί ελεύθερος μέχρι την ημέρα της δίκης. Ως εκ τούτου, αφού το Δικαστήριο είχε κρίνει την αναγκαιότητα κράτησής του, ήταν περιττό να εξετάσει προτεινόμενους όρους εγγύησης.

Έκτος λόγος έφεσης

Ο έκτος λόγος έφεσης ουσιαστικά συναρτάται με μέρος της αιτιολογίας του δευτέρου λόγους έφεσης, αφού προβάλλεται το παράπονο ότι το Δικαστήριο δεν εξέτασε και δεν απέρριψε τους ισχυρισμούς της Κατηγορούσας Αρχής για πιθανή διαφυγή του εφεσείοντα στο εξωτερικό ή στα κατεχόμενα, αφού είχε ενώπιον του τα στοιχεία του προσωπικού του δεσμού με την Κύπρου που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου από την υπεράσπιση. 

Είναι προφανές από την απόφαση, ότι το Δικαστήριο δεν βασίστηκε σε μία τέτοια πιθανότητα για να καταλήξει στην απόφασή του [*145]και η παράλειψη να αναφερθεί στο γεγονός, σε συνάρτηση με τα όσα αναφέραμε πιο πάνω για το δεύτερο λόγο έφεσης, δεν αποτελεί παράλειψη που καθιστά τρωτή την απόφαση.

Οι γενικές αρχές που προκύπτουν από τη νομολογία είναι πως υπό κανονικές συνθήκες, ο κατηγορούμενος δικαιούται να είναι ελεύθερος μέχρι την ημέρα της δίκης του, εκτός εάν υφίσταται ένας από τους  τρεις λόγους, που μπορεί να δικαιολογήσει κράτηση του. Οι λόγοι αυτοί είναι α) ο κίνδυνος μη προσέλευσης του στο Δικαστήριο την ημέρα της δίκης, β) η πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων και γ) η πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων. 

Στην περίπτωση μας δεν υπάρχει θέμα ύπαρξης των λόγων (β) και (γ) πιο πάνω και ο μόνος παράγοντας που όφειλε να εξετάσει το Δικαστήριο ήταν το κατά πόσο, κάτω από τις συνθήκες, υπήρχε κίνδυνος μη προσέλευσης του κατηγορούμενου στο Δικαστήριο.  Μεταξύ των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη για να αποφασισθεί τούτο είναι 1) η σοβαρότητα του αδικήματος, 2) το ύψος της προβλεπόμενης ποινής, 3) η πιθανότητα καταδίκης στο βαθμό που μπορεί να προβλεφθεί από τις καταθέσεις των μαρτύρων και οποιοιδήποτε άλλοι παράγοντες, όπως προσωπικές συνθήκες του κατηγορούμενου, που μπορεί να επηρεάσουν την πιθανότητα εμφάνισής του ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ημέρα της δίκης. 

Επί του θέματος υπάρχει σωρεία νομολογίας, όπως η απόφαση Χ”Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, όπου γίνεται μία ανάλυση της μέχρι τότε νομολογίας, καθώς και πολλές μεταγενέστερες αποφάσεις, στις οποίες έγινε αναφορά από τους συνηγόρους των διαδίκων ενώπιόν μας. 

Στην τελευταία ανάλυση, το τι έχει να αποφασίσει στο τέλος της ημέρας το Δικαστήριο, έχει τεθεί και περιγραφεί επακριβώς και με περιεκτικότητα στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Stogmuller, A9 p.44 [1969], όπου λέχθηκε:

“There must be a whole set of circumstances which give reason to suppose that the consequences and hazards of flight will seem to him to be a lesser evil than continued imprisonment.”

Σε μετάφραση:

«Πρέπει να υπάρχει ένα σύνολο περιστάσεων που δικαιολογούν κάποιο να υποθέσει ότι οι συνέπειες και οι κίνδυνοι διαφυγής θα [*146]φαίνονται σε αυτόν (τον κατηγορούμενο) ότι συνιστούν μικρότερο κακό παρά συνεχής φυλάκιση».

Στην παρούσα περίπτωση, ουδείς αμφισβητεί τη σοβαρότητα των κατηγοριών που αντιμετωπίζει ο εφεσείων και το ύψος της ποινής που προβλέπεται από το νόμο. Επιπρόσθετα, κρίνουμε πως από τα στοιχεία που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο, δηλαδή τις καταθέσεις των μαρτύρων, προκύπτει σαφώς η πιθανότητα καταδίκης του εφεσείοντα, αφού αναγνωρίστηκε από αυτόπτη μάρτυρα ως ένας από τους δύο επιτεθέντες του θύματος, το οποίο τελικά εξέπνευσε, ως αποτέλεσμα των κτυπημάτων που δέχθηκε κατά την επίθεση.  Το κατά πόσο τελικά θα αποδειχθεί η κατηγορία της συνομωσίας και του φόνου εκ προμελέτης, είναι θέμα που θα κριθεί από το εκδικάζον Κακουργιοδικείο, αλλά έστω και αν γίνει δεκτή η θέση του εφεσείοντα πως μόνο ανθρωποκτονία αποδεικνύεται, με βάση τη μαρτυρία, επισημαίνουμε πως και το αδίκημα τούτο, όπως ήδη έχουμε πει, είναι από τα σοβαρότερα που προβλέπει ο ποινικός κώδικας και γι΄αυτό προνοείται μέχρι και ισόβια φυλάκιση.

Κάτω από το φως των πιο πάνω κρίνουμε πως υπό τις συνθήκες και τα στοιχεία που είχε ενώπιον του ο πρωτόδικος Δικαστής, ήταν εντός της διακριτικής του ευχέρειας να καταλήξει στην απόφαση κράτησης του κατηγορούμενου μέχρι τη δίκη και οποιαδήποτε επέμβαση μας δεν δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις. Η έφεση απορρίπτεται.

Η�έφεση απορρίπτεται.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο