Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 ΑΑΔ 161

(2005) 2 ΑΑΔ 161

[*161]30 Μαρτίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΡΟΜΙΝΑΣ ΤΖΙΑΟΥΧΑΡΗ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Aρ. 7770)

 

Ποινή ― Αναστολή ποινής ― Διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου ― Παράγοντες που προσμετρούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου ― Αφαίρεση της προϋπόθεσης ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων για να δοθεί αναστολή ― Ο περί της Υφ’ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις (Τροποπ.) Νόμος του 2003, N. 186(Ι)/03.

Η έφεση αυτή στρέφεται εναντίον του διατάγματος αναστολής των συντρέχουσων ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν στην εφεσίβλητη, 17½ ετών, παιδί διαζευγμένης οικογένειας με οικονομικά προβλήματα, στις ακόλουθες κατηγορίες: Συνωμοσία διάπραξης κακουργήματος φυλάκιση 3 μηνών, πλαστογραφία και κυκλοφορία πλαστού εγγράφου φυλάκιση 4 μηνών, απόσπαση εμπορευμάτων και χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις φυλάκιση 2 μηνών και φυλάκιση 3 μηνών σε τρεις άλλες κατηγορίες, τις δύο από τις οποίες όμως, η ίδια, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, δεν αντιμετώπιζε.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού ανέφερε ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου στο θέμα αναστολής της ποινής, έχει διευρυνθεί και πάλι με την τροποποίηση που έγινε με τον Ν. 186(Ι)/03, Άρθρο 3(2), απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο φαίνεται να έλαβε υπόψη υπέρ της έκδοσης του διατάγματος αναστολής, τόσο το σύνολο των περιστάσεων που αφορούν την υπόθεση, δηλαδή τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων όσο και τα προσωπικά περιστατικά της εφεσίβλητης.

2.  Οι περιστάσεις που έλαβε υπόψη το πρωτόδικο Δικαστήριο στην πα[*162]ρούσα υπόθεση είναι ότι η εφεσίβλητη διέπραξε τα αδικήματα (α) κάτω από τον έλεγχο άλλου προσώπου, (β) ότι η ίδια δεν είχε οποιοδήποτε ουσιαστικό όφελος και (γ) ότι ήταν διατεθειμένη να αποζημιώσει κατά 1/4 τους παραπονουμένους (ανάλογα με τη δική της συμμετοχή).  Το Δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη τις προσωπικές της περιστάσεις. Περαιτέρω από τα ενώπιον του Δικαστηρίου γεγονότα φαίνεται ότι θα ήταν δύσκολο να αποδειχθούν οι κατηγορίες χωρίς τη δική της παραδοχή.

3.  Η εφεσίβλητη ικανοποιούσε όλα τα κριτήρια του Ν. 186(Ι)/03 με βάση τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο μπορούσε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της αναστολής της ποινής. Δεν υπάρχει οτιδήποτε που να συνηγορεί υπέρ της επέμβασης του Εφετείου στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240,

Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 583,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Στυλιανού (2001) 2 Α.Α.Δ. 55,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Πάγκαλου (2001) 2 Α.Α.Δ. 304,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2002) 2 Α.Α.Δ. 464,

Παπαευσταθίου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 39.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθεση Αρ. 23505/02) ημερ. 8/7/04, με την οποία ανέστειλε την εκτέλεση των συντρεχουσών ποινών φυλάκισης 4 μηνών που επιβλήθηκαν στην εφεσίβλητη, η οποία βρέθηκε ένοχη, κατόπιν παραδοχής, σε αριθμό κατηγοριών, δηλαδή, σε μια κατηγορία για συνωμοσία διάπραξης κακουργήματος δηλαδή πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, 10 κατηγορίες για πλαστογραφία επιταγής, 10 κατηγορίες για κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, δηλαδή επιταγής, 10 κατηγορίες για απόσπαση εμπορευμάτων και/ή χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και μια για εξασφάλιση πίστωσης με ψευδείς παραστάσεις από τις οποίες απο[*163]σπάστηκε συνολικό ποσό ύψους £1.700,- περίπου.

Ρ. Βραχίμης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.

Ν. Καλλής, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.:  Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία ανέστειλε την εκτέλεση των συντρεχουσών ποινών φυλάκισης 4 μηνών που επιβλήθηκαν στην εφεσίβλητη. Σύμφωνα με το λόγο έφεσης, το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του εξουσία.

Η εφεσίβλητη Ρομίνα Τζιαουχάρη ήταν μια από τέσσερις κατηγορουμένους (η τέταρτη) οι οποίοι αντιμετώπιζαν αριθμό κατηγοριών ως ακολούθως:  μια κατηγορία (την πρώτη) για συνωμοσία διάπραξης κακουργήματος δηλαδή πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, 10 κατηγορίες για πλαστογραφία επιταγής (τη 2η, 5η, 8η, 11η, 14η, 17η, 20η, 25η, 28η και 31η), 10 κατηγορίες για κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, δηλαδή επιταγής (την 3η, 6η, 9η, 12η, 15η, 18η, 21η, 26η, 29η και 32η), 10 κατηγορίες για απόσπαση εμπορευμάτων και/ή χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις (την 4η, 7η, 10η, 13η, 16η, 19η, 23η 27η, 30η και 33η) και μια για εξασφάλιση πίστωσης με ψευδείς παραστάσεις (την 22η).

Όταν η αστυνομία πλησίασε την εφεσίβλητη, αυτή ομολόγησε αμέσως.  Στη συνέχεια όταν κατηγορήθηκε στο δικαστήριο δήλωσε μη παραδοχή.  Όμως, σε αργότερο στάδιο παραδέχθηκε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Σημειώνουμε ότι κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων η εφεσίβλητη ήταν περίπου 17 ½ ετών και άγαμη. Είναι παιδί διαλυμένης οικογένειας με πατέρα Λιβάνιο και μητέρα Κυπρία. Η ίδια εργάζετο ως σερβιτόρα με μηνιαίες απολαβές £400.  Η μητέρα της, με την οποία διαμένει, παίρνει δημόσιο βοήθημα £372 το μήνα.

Πολύ περιληπτικά τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως:  Οι κατηγορούμενοι 1 και 2, (σύμφωνα πάντα με τη θέση της Κατηγορούσας Αρχής), το Σεπτέμβριο του 2001 διέρρηξαν τα γραφεία της εταιρείας Ε & Κ. Εfstathiou Enterprises Ltd. στη Λεμεσό και μεταξύ άλλων έκλεψαν και δυο βιβλιάρια επιταγών, ένα της Τράπεζας Κύπρου με 40 κενά φύλλα και άλλο της ALPHA BANK [*164]με 21 κενά φύλλα. Για το αδίκημα αυτό συνελήφθη ως ύποπτος ο 1ος κατηγορούμενος ο οποίος σε θεληματική κατάθεση ενέπλεξε την 4η (εφεσίβλητη), η οποία ανακρινόμενη από την αστυνομία ομολόγησε τη διάπραξη των αδικημάτων.  Από τα γεγονότα όπως τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου προκύπτει ότι η εφεσίβλητη μέσα στον ίδιο μήνα, πλαστογράφησε και κυκλοφόρησε τις 10 επιταγές βασικά για να εξυπηρετήσει τον 1ο κατηγορούμενο, με τον οποίο είχε γνωριμίες.  Έτσι αφού πλαστογραφούσε τις επιταγές τις παρουσίαζε σε διάφορα καταστήματα και αγόραζε εμπορεύματα (τρόφιμα και είδη ένδυσης) μικρής αξίας και έπαιρνε τα υπόλοιπα σε μετρητά.  Για τον εαυτό της είχε αγοράσει δυο γυναικείες μπλούζες, μια καπαρτίνα και ένα ζεύγος μπότες, τα οποία βρέθηκαν σε σχετική έρευνα που έγινε στο σπίτι της και τα επέστρεψε στην Αστυνομία.  Το συνολικό ποσό (χρήματα και εμπορεύματα)που αποσπάστηκε με τη χρήση των εν λόγω πλαστών επιταγών ήταν περίπου £1.700.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη από τη μια τη σοβαρότητα των αδικημάτων και τη συχνότητα διάπραξης τους και από την άλλη τους ελαφρυντικούς παράγοντες που χαρακτήριζαν την εφεσίβλητη (νεαρό της ηλικίας της, την παραδοχή της και γενικά τις προσωπικές της περιστάσεις όπως προέκυπταν από σχετική έκθεση του Τμήματος Κοινωνικής Ευημερίας) επέβαλε στην εφεσίβλητη ποινές φυλάκισης 3 μηνών για τη συνωμοσία διάπραξης κακουργήματος, 4 μηνών για τις κατηγορίες της πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, 2 μηνών στις κατηγορίες της απόσπασης εμπορευμάτων και χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και 3 μήνες στις κατηγορίες 24, 34 και 35, όλες οι ποινές να συντρέχουν.  Σημειώνουμε εδώ ότι στην εφεσίβλητη επιβλήθηκε ποινή και στις κατηγορίες 34 και 35 που η ίδια όμως, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, δεν αντιμετώπιζε.

Το Δικαστήριο αφού κατάληξε ότι η αρμόζουσα ποινή ήταν αυτή της φυλάκισης, ως ανωτέρω, προχώρησε και ανέστειλε την εκτέλεση των πιο πάνω ποινών.  Η έφεση στρέφεται κατά του διατάγματος αναστολής. 

Η εξουσία του δικαστηρίου να αναστέλλει την εκτέλεση ποινής φυλάκισης διέπεται από τις πρόνοιες του περί της Υφ’ Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972 (Νόμος 95/72) ως έχει τροποποιηθεί αρχικά με το Ν. 41(I)/97 και τελευταία με το Ν. 186(I)/03.  Με την τροποποίηση που είχε γίνει με το Ν. 41(Ι)/97 η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να αναστέλλει την εκτέλεση της ποινής είχε περιορι[*165]στεί σημαντικά αφού με το εδ.(2) του άρθρου 3 του Νόμου διαλαμβάνετο ότι «Το Δικαστήριο δε διατάσσει αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλακίσεως εκτός αν έχει την γνώμη ότι η έκδοση διατάγματος αναστολής δικαιολογείται από τις εξαιρετικές περιστάσεις της υπόθεσης ή τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου.»  Με βάση αυτό το λεκτικό αποφασίστηκαν μεταξύ άλλων οι υποθέσεις Φώτιος Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240, Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 583, Γενικός Εισαγγελέας ν. Μάριος Γεωργίου Στυλιανού (2001) 2 Α.Α.Δ. 55, Γενικός Εισαγγελέας ν. Νικόλα Πάγκαλου (2001) 2 Α.Α.Δ. 304 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2002) 2 Α.Α.Δ. 464.

Με την τροποποίηση που έγινε με το Ν. 186(I)/03 το εδ. (2) του άρθρου 3 έχει τώρα ως εξής:

«(2)  Το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορουμένου».

Είναι φανερό από το πιο πάνω λεκτικό του άρθρου 3(2) του Νόμου ότι ο νομοθέτης διεύρυνε και πάλι τη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου στο θέμα αυτό. (Βλ. Σάββας Παπαευσταθίου ν. Αστυνομίας (2004) 2 A.A.Δ. 39).

Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο φαίνεται να έλαβε υπόψη υπέρ της έκδοσης τέτοιου διατάγματος τόσο το σύνολο των περιστάσεων που αφορούν την υπόθεση, δηλαδή τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων όσο και τα προσωπικά περιστατικά της εφεσίβλητης.

Αναφορικά με το πρώτο κριτήριο το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι η εφεσίβλητη διέπραξε τα αδικήματα (α) κάτω από τον έλεγχο άλλου προσώπου, (β) ότι η ίδια δεν είχε οποιοδήποτε ουσιαστικό όφελος και (γ) ότι ήταν διατεθειμένη να αποζημιώσει κατά το 1/4 τους παραπονουμένους (ανάλογα δηλαδή με τη δική της συμμετοχή).  Για το σκοπό αυτό εκδόθηκε από το δικαστήριο εναντίον της  και σχετικό διάταγμα αποζημίωσης των παραπονουμένων με £400, πληρωτέες με μηνιαίες δόσεις £50 από 1/9/04.  Λήφθηκαν επίσης υπόψη οι προσωπικές της περιστάσεις, οι οποίες, παρά το αρνητικό οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο ανατράφηκε, τελευταία άρχισαν να βελτιώνονται.  Περαιτέρω από τα ενώπιον του δικαστηρίου γεγονότα φαίνεται ότι, χωρίς τη δική της παραδοχή, θα ήταν δύσκολο να αποδειχθούν οι κατηγορίες, αφού ο τρόπος που έθετε την [*166]υπογραφή της στις επιταγές ήταν τέτοιος που οι πραγματογνώμονες (γραφολόγοι) αδυνατούσαν να καθορίσουν το πρόσωπο που υπέγραψε αυτές. 

Με βάση τα κριτήρια που ίσχυαν πριν τον περιορισμό της εξουσίας του δικαστηρίου όπως είχε επιβληθεί με το Ν. 41(Ι)/97 (που τώρα έχει καταργηθεί), τα κριτήρια που μπορούσε να λάβει υπόψη το δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας να εκδώσει ή όχι τέτοιο διάταγμα ήσαν τα ακόλουθα:  (α) η σοβαρότητα του αδικήματος και τα κίνητρα διάπραξης του (β) το ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου δηλαδή αν είναι τέτοιο που υπάρχει η ανάγκη αποτροπής και (γ) η διαγωγή του κατηγορουμένου μετά τη διάπραξη του αδικήματος συμπεριλαμβανομένης και της μεταμέλειας.  Ένας κατηγορούμενος με λευκό ποινικό μητρώο έχει καλύτερη απαίτηση για αναστολή  (βλ. Sentencing In Cyprus του κ. Γ. Μ. Πική, σελ. 11-13, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σατανά κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 257 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Λ. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303).

Στη δική μας περίπτωση από τα γεγονότα όπως τα έχουμε εκθέσει, φαίνεται ότι η εφεσίβλητη ικανοποιούσε όλα τα κριτήρια με βάση τα οποία το πρωτόδικο δικαστήριο μπορούσε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της αναστολής εκτέλεσης της ποινής.  Δε βρίσκουμε να υπάρχει οτιδήποτε που να συνηγορεί υπέρ της επέμβασης του δικαστηρίου τούτου στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Ως αποτέλεσμα η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο