Κυπριανού Κύπρος ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2005) 2 ΑΑΔ 167

(2005) 2 ΑΑΔ 167

[*167]31 Μαρτίου, 2005

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 26/2005)

 

Ποινική Δικονομία ― Διαταγή για κράτηση κατηγορουμένου μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσής του από το Κακουργιοδικείο ― Είχε εκδοθεί μετά από διαπίστωση ότι υπήρχε κίνδυνος μη προσέλευσής του κατά την ακρόαση ενόψει (α) της σοβαρότητας των αδικημάτων και (β) της μεγάλης πιθανότητας καταδίκης ― Σφάλμα Κακουργιοδικείου αναφορικά με το θέμα του χρόνου κράτησης και την ύπαρξη πιθανότητας διάπραξης άλλου παρόμοιου αδικήματος ― Εφετείο δεν επενέβη στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Κακουργιοδικείου.

Στις 17.12.2004 ο εφεσείων κατηγορήθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου σε δύο κατηγορίες σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκου, σε μία κατηγορία για συνουσία με άτομο μειωμένου νοητικού και σε δύο κατηγορίες για επίθεση εναντίον άνδρα.  Δεν παραδέχθηκε ενοχή και το Κακουργιοδικείο, με απόφασή του που δόθηκε στις 20.12.2004, εξέδωσε διάταγμα κράτησής του μέχρι τις 26.5.2005, ημέρα που είχε οριστεί η υπόθεσή του για ακρόαση.  Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι ο κίνδυνος μη προσέλευσής του ήταν υπαρκτός ενόψει, αφενός της σοβαρότητας των αδικημάτων, όπως αυτή αντανακλάται στις προβλεπόμενες ποινές, και, αφετέρου, της μεγάλης πιθανότητας καταδίκης του, στη βάση τόσο της θεληματικής του κατάθεσης όσο και της υπόλοιπης μαρτυρίας, επιστημονικής και άλλης, πάνω στην οποία στήριζε την υπόθεσή της η Κατηγορούσα Αρχή.  Ο εφεσείων άσκησε έφεση.

Ο συνήγορος του εφεσείοντος υπέβαλε ότι το Κακουργιοδικείο (α) δεν προσέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στους προσωπικούς παράγοντες του εφεσείοντος, (β) δεν έλαβε δεόντως υπόψη, εξετάζοντας το θέμα του χρόνου, το γεγονός ότι ο εφεσείων τελούσε υπό κράτηση από τις [*168]14.7.2004, και (γ) παρερμήνευσε σχετικό απόσπασμα από την κατ’ ισχυρισμό θεληματική κατάθεση του εφεσείοντος, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων “στην ομολογία του αναφέρθηκε ουσιαστικά σε παρόρμηση που είχε, όχι σε μία φορά αλλά πέραν της μίας φοράς, λέγοντας ότι μετάνοιωσε και δεν ήθελε να το ξανακάνει ούτε στον ανήλικο παραπονούμενο, ούτε σε άλλο παιδί”.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Κακουργιοδικείο διέπραξε τα ακόλουθα δύο σφάλματα:

α) Δεν έλαβε υπόψη, ως όφειλε, στο χρόνο κράτησης του εφεσείοντος το ότι αυτός από 14.7.2004 μέχρι 23.7.2004 τελούσε υπό κράτηση δυνάμει διατάγματος προσωποκράτησης, από δε τις 23.7.2004 τελούσε υπό κράτηση δυνάμει διατάγματος του Δικαστή που τον παρέπεμψε στο Κακουργιοδικείο.

β) Στο πιο πάνω σχετικό απόσπασμα ο εφεσείων εκφράζει απλώς τη μετάνοιά του για τις πράξεις του, τονίζοντας ότι έκτοτε δεν επανέλαβε το αδίκημα ούτε με τον παραπονούμενο ούτε με άλλο παιδί ούτε και πρόκειται, μελλοντικά, να το επαναλάβει.

2.  Η εσφαλμένη προσέγγιση του Κακουργιοδικείου στο θέμα του χρόνου δεν διαφοροποιεί τα πράγματα.  Ο χρόνος κράτησης του εφεσείοντος συναρτώμενος με τη σοβαρότητα των αδικημάτων και τη μεγάλη πιθανότητα καταδίκης, δεν υπερβαίνει, υπό τις περιστάσεις, εκείνο που θεωρείται ως το ευλόγως αναγκαίο.  Ούτε διαφοροποιεί, επίσης τα πράγματα το ότι, παρεμπιπτόντως, και στηριζόμενο στη θεληματική κατάθεση, το Κακουργιοδικείο εξήγαγε το εσφαλμένο συμπέρασμα ότι υπήρχε, επιπλέον, και κίνδυνος, ως εκ της ομολογηθείσης παρόρμησής του, ο εφεσείων να διαπράξει το αδίκημα εις βάρος του παραπονουμένου ή άλλου παιδιού.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Έφεση εναντίον Διατάγματος Κράτησης.

Έφεση από τον Εφεσείοντα ο οποίος στις 17.12.2004 κατηγορήθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου σε πέντε κατηγορίες, δύο για σεξουαλική εκμετάλλευση ανήλικου, κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 3(1)(γ)(2)(β) του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου N.3(Ι)/2000, μια για συνουσία με άτομο μειωμένου νοητικού, κατά παράβαση του Άρθρου 174(3) και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. [*169]154, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 57(Ι)/2000 και δύο για άσεμνη επίθεση εναντίον άνδρα, κατά παράβαση του Άρθρου 152 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και δεν παραδέχθηκε καμιά κατηγορία εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 10960/04) ημερ. 20/12/04, με την οποία ο εφεσείων, ο οποίος, από τις 14.7.2004 μέχρι τις 23.7.2004 τελούσε ήδη υπό κράτηση δυνάμει διατάγματος προσωποκράτησης, από δε τις 23.7.2004 τελούσε υπό κράτηση δυνάμει διατάγματος του Δικαστή που τον παρέπεμψε στο Κακουργιοδικείο, διατάχθηκε να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την ημερομηνία ακρόασης της υπόθεσής του, στις 26 και 27/5/05.

Γ. Μυλωνάς, για τον Εφεσείοντα.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 17.12.2004 ο εφεσείων κατηγορήθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου σε πέντε κατηγορίες. Δύο για σεξουαλική εκμετάλλευση ανήλικου, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 3(1)(γ)(2)(β) του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου 3(Ι)/2000, μια για συνουσία με άτομο μειωμένου νοητικού, κατά παράβαση του άρθρου 174(3) και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 57(Ι)/2000, και δύο για άσεμνη επίθεση εναντίον άνδρα, κατά παράβαση του άρθρου 152 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Δεν παραδέχθηκε καμιά κατηγορία.

Μετά τη μη παραδοχή του εφεσείοντος, προέκυψε το ζήτημα της κράτησής του μέχρι την ημέρα της ακρόασης που είχε οριστεί για τις 26 και 27.5.2005.

Η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής ζήτησε όπως ο εφεσείων παραμείνει υπό κράτηση λόγω του ότι, σύμφωνα με την εισήγησή της, υπήρχε κίνδυνος μη προσέλευσής του κατά την ακρόαση ενόψει (α) της σοβαρότητας των αδικημάτων, εφόσον για τα δύο πρώτα προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι και 20 έτη, για το τρίτο ποινή φυλάκισης μέχρι και 14 έτη, για δε τα άλλα δύο ποινή φυλάκισης μέχρι και 2 έτη, και (β) της μεγάλης πιθανότητας καταδίκης, εφόσον η Κατηγορούσα Αρχή είχε εις χείρας της θεληματική κατάθεση του [*170]εφεσείοντος με την οποία παραδεχόταν ενοχή δηλώνοντας, μάλιστα, και τη μετάνοιά του, ιατροδικαστική έκθεση στην οποία αναφερόταν ότι στο ανήλικο θύμα διαπιστώθηκε πρόβλημα χαλάρωσης του σφιγκτήρα του πρωκτού σε χρόνο που ταυτίζεται με τη διάπραξη των αδικημάτων, όπως και κατάθεση του ίδιου του ανήλικου με την οποία ενέπλεκε ευθέως τον εφεσείοντα. Η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής υπέδειξε, επίσης, ότι η διαφορά ενός μηνός στη διάπραξη των αδικημάτων στοιχειοθετούσε και την πιθανότητα διάπραξης άλλου ή άλλων παρόμοιων αδικημάτων από τον εφεσείοντα εάν αφηνόταν ελεύθερος. Όσον αφορά το χρόνο της κράτησης, μέχρι τις 26.5.2005, η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής παρέπεμψε σε νομολογία σύμφωνα με την οποία κράτηση υποδίκου μέχρι και 8 μήνες δεν είναι υπερβολική.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντος ενέστη στο αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής. Όσον αφορά τη σοβαρότητα των αδικημάτων, όπως αυτή αντανακλάται στις προβλεπόμενες ποινές, πρόβαλε τη θέση, με αναφορά στη νομολογία, ότι ο παράγων αυτός θα πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με τους προσωπικούς παράγοντες του εφεσείοντος, πάντοτε στην προσπάθεια να απαντηθεί το ερώτημα κατά πόσο υπάρχει κίνδυνος μη προσέλευσής του κατά την ακρόαση. Προς τούτο εισηγήθηκε ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ότι ο εφεσείων είχε οποιαδήποτε σχέση με άλλο κράτος ή ότι θα διέφευγε στο εξωτερικό ή θα μετανάστευε. Αντίθετα, οι δεσμοί του με την Κύπρο ήταν πολύ ισχυροί. Εργαζόταν ως εποχιακός εργάτης για επτά μήνες το χρόνο, τους δε άλλους πέντε ως εργάτης στις οικοδομές. Διέμενε με τους υπερήλικες γονείς του, εκ των οποίων ο πατέρας ήταν 85 χρόνων, τυφλός στο ένα μάτι, με εγχείριση καρδιάς, η δε μητέρα ήταν παράλυτη σε αναπηρικό καροτσάκι, πρόσφατα δε έσπασε και το χέρι της. Όλα αυτά, υποστήριξε ο δικηγόρος του εφεσείοντος, καθιστούσαν την παρουσία του στο σπίτι των γονιών του επιτακτική ανάγκη.  Όσον αφορά τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων, εισηγήθηκε ότι η διαφορά ενός μηνός στη διάπραξη των αδικημάτων δε στοιχειοθετούσε την πιθανότητα διάπραξης άλλου ή άλλων παρόμοιων αδικημάτων ενώ, ταυτόχρονα, δεν υπήρχε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι ο εφεσείων είχε προβεί στην ίδια πράξη σε άλλα παιδιά ή είχε τέτοια έξη, ο δε παραπονούμενος ζούσε ήδη σε σπίτι για το οποίο φρόντιζε το Γραφείο Ευημερίας. Τέλος, ο δικηγόρος του εφεσείοντος έθιξε και το θέμα του χρόνου της κράτησης μέχρι την ακρόαση ο οποίος, λαμβανομένου υπόψη ότι ο εφεσείων τελούσε υπό κράτηση ήδη από την ημέρα της σύλληψής του στις 14.7.2004, θα ανερχόταν σε 10 περίπου μήνες. Τον χαρακτήρισε υπερβολικό.

Το Κακουργιοδικείο, με απόφασή του που δόθηκε στις [*171]20.12.2004, αφού αναφέρθηκε στη σχετική νομολογία, έκρινε ότι ο κίνδυνος μη προσέλευσης του εφεσείοντος κατά την ακρόαση είναι υπαρκτός ενόψει, αφενός, της σοβαρότητας των αδικημάτων, όπως αυτή αντανακλάται στις προβλεπόμενες ποινές, και, αφετέρου, της μεγάλης πιθανότητας καταδίκης του, στη βάση τόσο της θεληματικής του κατάθεσης όσο και της υπόλοιπης μαρτυρίας, επιστημονικής και άλλης, πάνω στην οποία στήριζε την υπόθεσή της η Κατηγορούσα Αρχή. Συναφώς, το Κακουργιοδικείο δεν παραγνώρισε τους δεσμούς του εφεσείοντος με την Κύπρο, όπως τους εξήγησε ο δικηγόρος του, τόνισε, όμως, ότι αυτοί δεν μπορούσαν “να υπερφαλαγγίσουν το δημόσιο συμφέρον να παραμείνει ένας κατηγορούμενος υπό κράτηση, όπου χρειάζεται, ιδιαίτερα σε μια υπόθεση σοβαρής μορφής όπως η παρούσα που εμπεριέχει το στοιχείο της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανήλικου, και μάλιστα ανήλικου με μειωμένο νοητικό και σε συνθήκες που ο ίδιος έχει περιγράψει στην ομολογία του.” “Μάλιστα”, προχώρησε το Κακουργιοδικείο, “θα πρέπει να λεχθεί περαιτέρω ότι ο κατηγορούμενος στην ομολογία του αναφέρθηκε ουσιαστικά σε παρόρμηση που είχε, όχι σε μία φορά αλλά πέραν της μίας φοράς, λέγοντας ότι μετάνιωσε και δεν θα ήθελε να το ξανακάμει ούτε στον ανήλικο παραπονούμενο, ούτε σε άλλο παιδί. Επομένως, έστω και η παρουσία τώρα του παραπονούμενου ανήλικου σε σπίτι υπό τη φροντίδα του Γραφείου Ευημερίας μακριά από τον κατηγορούμενο, δεν διαφοροποιεί τη θεώρηση του Δικαστηρίου ότι αυτός θα πρέπει να παραμείνει υπό κράτηση.” Δέχθηκε, δηλαδή, το Κακουργιοδικείο ότι η κράτηση του εφεσείοντος εδικαιολογείτο και λόγω της ύπαρξης πιθανότητας διάπραξης άλλου ή άλλων παρόμοιων αδικημάτων. Όσον αφορά, τέλος, το θέμα του χρόνου, το Κακουργιοδικείο, με αναφορά και πάλι σε σχετική νομολογία, έκρινε ότι ο χρόνος των πέντε περίπου μηνών, αφότου, δηλαδή, επελήφθη το Κακουργιοδικείο μέχρι την ακρόαση, στο σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης και συνεξεταζόμενος με τον κίνδυνο μη προσέλευσης του εφεσείοντος, δεν ήταν υπερβολικός.

Αγορεύοντας ενώπιόν μας ο δικηγόρος του εφεσείοντος, αφού μας παρέπεμψε σε όσα ανέφερε στο Κακουργιοδικείο, τα οποία και υιοθέτησε, εισηγήθηκε ότι το Κακουργιοδικείο έσφαλε στην απόφασή του διότι (α) δεν προσέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στους προσωπικούς παράγοντες του εφεσείοντος, (β) δεν έλαβε δεόντως υπόψη, εξετάζοντας το θέμα του χρόνου, το γεγονός ότι ο εφεσείων τελούσε υπό κράτηση από τις 14.7.2004, και, (γ) παρερμήνευσε σχετικό απόσπασμα από την κατ’ ισχυρισμό θεληματική κατάθεση του εφεσείοντος, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων “στην ομολογία του αναφέρθηκε ουσιαστικά σε παρόρμηση που είχε, όχι σε μία φορά αλλά πέραν της μίας φοράς, [*172]λέγοντας ότι μετάνιωσε και δε θα ήθελε να το ξανακάνει ούτε στον ανήλικο παραπονούμενο, ούτε σε άλλο παιδί”.

Όσον αφορά την υπό (α) εισήγηση, δεν συμφωνούμε. Στην απόφασή του το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε, σε έκταση, στους προσωπικούς παράγοντες του εφεσείοντος, τους οποίους και έλαβε σοβαρά υπόψη. Ζυγίζοντάς τους, όμως, με “το δημόσιο συμφέρον να παραμένει ένας κατηγορούμενος υπό κράτηση, όπου χρειάζεται”, έκρινε, για τους λόγους που εξήγησε, ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι εν λόγω παράγοντες δεν μπορούσαν να υπερφαλαγγίσουν το δημόσιο συμφέρον να παραμείνει ο εφεσείων υπό κράτηση.

Όσον αφορά την υπό (β) εισήγηση, αν και ο δικηγόρος του εφεσείοντος έθεσε το θέμα διαφορετικά, ήτοι ότι ο χρόνος των 10 μηνών από τις 14.7.2004 ήταν υπερβολικός, παρατηρούμε τα εξής: Λέγει στην απόφασή του το Κακουργιοδικείο:

“Όσον αφορά το θέμα του χρόνου, είναι γνωστή η αρχή ότι ο χρόνος θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και εδώ η θεώρηση του Δικαστηρίου είναι ότι ο χρόνος από τη μέρα που έχει το Δικαστήριο αυτό ορίσει μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης, των πέντε δηλαδή μηνών, δεν είναι υπερβολικός υπό τις περιστάσεις έχοντας υπόψη τη σχετική νομολογία που έχει αναπτυχθεί σε υποθέσεις όπως οι Τυμπιώτης (2001) 2 Α.Α.Δ. 736, Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 213, Χριστούδιας ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 689 και Σιακαλλή (1997) 2 Α.Α.Δ. 130. Στη Μανουσαρίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 2 Α.Α.Δ. 639 έχει λεχθεί ότι διάστημα μέχρι και 8 μήνες δεν ήταν υπερβολικός υπό τις περιστάσεις.”

Το σφάλμα είναι πρόδηλο. Το Κακουργιοδικείο μέτρησε το χρόνο, αφότου επελήφθη το ίδιο της υπόθεσης. Δεν έλαβε υπόψη, ως όφειλε, το ότι ο εφεσείων, από τις 14.7.2004 μέχρι τις 23.7.2004 τελούσε υπό κράτηση δυνάμει διατάγματος προσωποκράτησης, από δε τις 23.7.2004 τελούσε υπό κράτηση δυνάμει διατάγματος του Δικαστή που τον παρέπεμψε στο Κακουργιοδικείο.

Όσον αφορά, τέλος, την υπό (γ) εισήγηση, συμφωνούμε. Όντως, το σχετικό απόσπασμα από τη θεληματική κατάθεση του εφεσείοντος δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτός αναφέρεται ουσιαστικά σε παρόρμησή του να επαναλάβει το αδίκημα είτε εις βάρος του παραπονουμένου είτε εις βάρος άλλου παιδιού. Στο σχετικό απόσπασμα ο εφεσείων εκφράζει απλώς τη μετάνοιά του για τις πράξεις του, τονίζοντας ότι έκτοτε δεν επανέλαβε το αδίκημα ούτε με τον παραπονούμενο ούτε με άλλο παιδί ούτε και πρόκειται, μελλοντικά, να το επαναλάβει.*

Ενόψει των σφαλμάτων που διαπιστώσαμε στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο δικαιολογείται η επέμβασή μας για ανατροπή της απόφασής του να παραμείνει ο εφεσείων υπό κράτηση μέχρι την ακρόαση στις 26.5.2005. Η απάντησή μας είναι αρνητική. Το Κακουργιοδικείο, διατάσσοντας την κράτηση του εφεσείοντος, άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια στηριζόμενο, ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο, στη διαπίστωση ότι υπήρχε κίνδυνος μη προσέλευσής του κατά την ακρόαση, ενόψει (α) της σοβαρότητας των αδικημάτων και (β) της μεγάλης πιθανότητας καταδίκης του, όπως εξήγησε. Η εσφαλμένη προσέγγιση όσον αφορά το θέμα του χρόνου δε διαφοροποιεί τα πράγματα. Ο χρόνος κράτησης του εφεσείοντος, συναρτώμενος με τη σοβαρότητα των αδικημάτων και τη μεγάλη πιθανότητα καταδίκης, δεν υπερβαίνει, υπό τις περιστάσεις, εκείνο που θα θεωρούσαμε ως το ευλόγως αναγκαίο. Ούτε διαφοροποιεί, επίσης, τα πράγματα το ότι, παρεμπιπτόντως, και στηριζόμενο στη θεληματική κατάθεση, το Κακουργιοδικείο εξήγαγε το εσφαλμένο συμπέρασμα ότι υπήρχε, επιπλέον, και κίνδυνος, ως εκ της ομολογηθείσης παρόρμησής του, ο εφεσείων να επαναλάβει το αδίκημα εις βάρος του παραπονουμένου ή άλλου παιδιού.

Αναμένουμε ότι στις 26.5.2005 θα αρχίσει η ακρόαση της υπόθεσης εναντίον του εφεσείοντος.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο