(2005) 2 ΑΑΔ 174
[*174]31 Μαρτίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
Μ.Θ.,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7667)
Ποινή ― Σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου κατά παράβαση του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου 3(Ι)/2000 ― Πατέρας τεσσάρων ανήλικων τέκνων εκμεταλλεύτηκε σεξουαλικά την ανήλικη κόρη του σε τέσσερις περιπτώσεις ― Παραδοχή, μεταμέλεια, απουσία προηγουμένων καταδικών, συγχώρεση του θύτη από το θύμα, επιπτώσεις στον επαγγελματικό και οικονομικό τομέα στον ίδιο και στην οικογένειά του από την επιβολή ποινής φυλάκισης ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης τεσσάρων ετών ― Μειώθηκαν κατ’ έφεση σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τριών ετών.
Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Επιπτώσεις της ποινής στην οικογένεια και στους εξαρτώμενους του κατηγορουμένου ― Συνιστούν οπωσδήποτε στοιχεία μετριασμού της ποινής.
Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου ― Εκδήλωση επιθυμίας θύματος να μη φυλακιστεί ο θύτης και απουσία επηρεασμού του θύματος από τις παράνομες πράξεις ― Κατά πόσο συνιστούσαν μετριαστικούς παράγοντες ― Διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από την R. v. Steven Ronald [2002] 2 Cr. App. R(S.) 506.
Ποινή ― Επιμέτρηση ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Απόφαση Γενικού Εισαγγελέα για παραπομπή υπόθεσης για συνοπτική εκδίκαση ― Δεν αποτελεί παράγοντα ο οποίος μπορεί να λαμβάνεται υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής.
Σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκων ― Ο περί Καταπολέμησης της Εμπο[*175]ρίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμος 3(Ι)/2000 ― Ποίος ο βασικός σκοπός του νόμου.
Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος μετά από δική του παραδοχή σε τέσσερις κατηγορίες σεξουαλικής εκμετάλλευσης της ανήλικης κόρης του ηλικίας τότε 11 ετών και 10 μηνών, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3(1)(γ)(2)(β) και 15 του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικης Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου 3(Ι)/2000 και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 4 ετών στην κάθε κατηγορία. Η υπόθεση είχε παραπεμφθεί από το Κακουργιοδικείο, μετά από απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα, για συνοπτική εκδίκαση.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την επιβληθείσα ποινή προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους έφεσης:
1) Το πρωτόδικο Δικαστήριο υποβάθμισε τους παράγοντες της παραδοχής και μεταμέλειάς του και επίσης της καταφυγής του σε θεραπεία.
2) Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε όταν έκρινε ότι ο ψυχίατρος και ο κλινικός ψυχολόγος που είχαν συντάξει τα σχετικά πιστοποιητικά τους, υπερέβησαν τον ρόλο τους, λόγω επίκλησης της ανάγκης για επιείκεια.
3) Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε όταν, όχι μόνον δεν θεώρησε ως παράγοντα μετριαστικό της ποινής τις επιπτώσεις επί της οικογένειας του εφεσείοντος, αλλά και έκρινε ότι ο εφεσείων δεν νομιμοποιείτο να επικαλείται τέτοιες επιπτώσεις προς ελάφρυνση της θέσης του.
4) Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε όταν έκρινε ως απαράδεκτη την αναφορά της μητέρας του θύματος ότι το θύμα δεν επιθυμεί να φυλακισθεί ο πατέρας της.
5) Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ως επίδειξη επιείκειας της Πολιτείας την απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα για παραπομπή της υπόθεσης για συνοπτική εκδίκαση.
6) Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε σημασία στο γεγονός ότι ο βασικός σκοπός του Νόμου 3(Ι)/2000 είναι η αντιμετώπιση της οργανωμένης σεξουαλικής εκμετάλλευσης και εμπορίας ανθρώπων.
7) Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην απουσία αμφισβήτησης, δεν έπρεπε να απορρίψει την εισήγηση ότι το θύμα δεν είχε επηρεασθεί συνε[*176]πεία των εγκλημάτων του εφεσείοντος.
8) Ενόψει του συνόλου των περιστατικών της υπόθεσης, η επιβληθείσα ποινή τετραετούς φυλάκισης είναι έκδηλα υπερβολική.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο λόγος έφεσης 3 ευσταθεί. Οι επιπτώσεις της ποινής στην οικογένεια και στους εξαρτώμενους του κατηγορουμένου συνιστούν οπωσδήποτε στοιχεία μετριασμού της ποινής. Ιδιαίτερα, προκειμένου περί ποινής φυλάκισης για αδίκημα εις βάρος μελών της οικογένειάς του τα οποία, με τη στέρηση των μέσων επιβίωσής τους, ενδέχεται να υποστούν βλάβη, επιπρόσθετα εκείνης που υπέστησαν με το αδίκημα.
2. Ο λόγος έφεσης 5 ευσταθεί. Η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για συνοπτική εκδίκαση δεν αποτελεί παράγοντα ο οποίος μπορεί να λαμβάνεται υπόψη από τα Δικαστήρια κατά την επιμέτρηση της ποινής. Εν πάση περιπτώσει, στην περίπτωση του εφεσείοντος, δεν φαίνεται ότι το Δικαστήριο έδωσε τελικά βαρύτητα στο ότι η υπόθεση παραπέμφθηκε για συνοπτική εκδίκαση.
3. Ο λόγος έφεσης 7 ευσταθεί. Το Δικαστήριο όφειλε να αποδεχθεί τη θέση της υπεράσπισης, ανεξάρτητα του τι βαρύτητα θα της προσέδιδε, και όχι να δεχθεί ως “θέμα κοινής ανθρώπινης εμπειρίας” ως δηλαδή, θέμα πασίδηλο, ότι “συμπεριφορά τέτοιου είδους δεν είναι χωρίς επιπτώσεις”. Η υπόθεση αυτή διαφοροποιείται από την Π.Π. κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2002) 2 Α.Α.Δ. 457 επί της οποίας στηρίχθηκε το Δικαστήριο για να αντλήσει τη πιο πάνω θέση του. Εκεί δεν συζητήθηκε ή κρίθηκε αν είναι πασίδηλο ή όχι “ότι συμπεριφορά τέτοιου είδους δεν είναι χωρίς επιπτώσεις”.
Η έφεση επιτράπηκε. Η ποινή αντικαταστάθηκε με ποινή φυλάκισης τριών ετών.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Iacovou v. The Police (1971) 2 C.L.R. 179,
Attorney-General’s Reference (No. 1 of 1989) [1989] Cr. App. R. (S.), Vol. 11, 409,
[*177]R. v. Steven Ronald [200]) 2 Cr. App. R. (S.) 506,
Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 141,
Π.Π. κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2000) 2 Α.Α.Δ. 457,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Α.Β. (2002) 2 Α.Α.Δ. 382,
R. v. Turner [1990] 12 Cr. App. R. (S.) 570,
R. v. Simpson [1991] 12 Cr. App. R. (S.) 674,
R. v. F. [1992] 13 Cr. App. R. (S.) 420,
R. v. Tongue [1992] 14 Cr. App. R. (S.) 1,
R. v. Timpson [1992] 14 Cr. App. R. (S.) 369,
R. v. Michael D [1993] 13 Cr. App. R. (S.) 489,
R. v. Clayton [1994] 15 Cr. App. R. (S.) 69,
R. v. Walters [1994] 15 Cr. App. R. (S.) 690,
R. v. C. [1996] 2 Cr. App. R. (S.) 200,
R. v. W. [1997] 1 Cr. App. R. (S.) 95,
Attorney-General’s Reference No. 20 of 1998 (R. v. Pidcock) [1999] 1 Cr. App. R. (S.) 280,
Attorney-General’s Reference No. 32 of 1998 (R. v. Gilkes) [1999] 1 Cr. App. R. (S.) 316,
R. v. L. [1999] 1 Cr. App. R. (S.) 347,
Attorney-General’s Reference No. 61 of 1998 [1996] 2 Cr. App. R. (S.) 226,
Attorney-General’s Reference No. 66 of 1999 (R. v. W.) [2000] 1 Cr. App. R. (S.) 558,
Attorney-General’s Reference No. 72 of 1999 (R. v. G.) [2000] 2 Cr. App. R. (S.) 79.
[*178]ŒÊÂÛË ÂÓ·ÓÙ›ÔÓ ¶ÔÈÓ‹˜.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 16081/03) ημερ. 7/4/04, με την οποία βρέθηκε ένοχος κατόπιν παραδοχής, σε τέσσερις κατηγορίες για σεξουαλική εκμετάλλευση ανήλικου, δηλαδή της ανήλικης κόρης του, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3(1)(γ)(2)(β) και 15 του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου 3(Ι)2000 και καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τεσσάρων ετών σε κάθε κατηγορία, ως ποινής έκδηλα υπερβολικής.
Α. Μαρκίδης με Ι. Αβρααμίδη, για τον Εφεσείοντα.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων κατηγορήθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας σε τέσσερις κατηγορίες σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανήλικου κατά παράβαση των άρθρων 2, 3(1)(γ)(2)(β) και 15 του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου 3(1)/2000. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων, ο εφεσείων από τις 25.7.2003 μέχρι τις 15.8.2003, σε τέσσερις διαφορετικές περιπτώσεις, μια κατά τη διάρκεια κρουαζιέρας από Λεμεσό προς Ρόδο, μια σε χωριό της Επαρχίας Λευκωσίας, μια στο Βερολίνο της Γερμανίας και μια στην Πράγα της Τσεχίας, εκμεταλλεύτηκε σεξουαλικά την ανήλικη κόρη του, ηλικίας τότε 11 ετών και 10 μηνών. Η εκμετάλλευση συνίστατο στον εξαναγκασμό της να δεχθεί θώπευση και φιλιά στο στήθος, θώπευση των γεννητικών οργάνων και αιδιολειχία. Επιπρόσθετα, σε μια περίπτωση ο εφεσείων, αφού εξέθεσε τα γεννητικά του όργανα, προσπάθησε να κάμει την ανήλικη κόρη του να πιάσει το πέος του και να το αυνανίσει.
Ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή και στις τέσσερις κατηγορίες.
Αγορεύοντας προς επιμέτρηση της ποινής, ο δικηγόρος του εφεσείοντος αναφέρθηκε στην παραδοχή του εφεσείοντος στην Αστυνομία και στο Δικαστήριο, στη μεταμέλειά του που εκφρά[*179]στηκε με τη συνθλιβή του, στην έλλειψη προηγούμενων καταδικών και στην προσπάθειά του να τύχει θεραπείας. Σε σχέση με το τελευταίο, κατέθεσε ψυχιατρική έκθεση και έκθεση κοινωνικού ψυχολόγου, Τεκμήρια Α και Β, σύμφωνα με τις οποίες ο κίνδυνος επανάληψης του αδικήματος ήταν μηδαμινός, σε περίπτωση δε επιβολής φυλάκισης οι επιπτώσεις, όπως περιγράφονταν, θα ενείχαν τον κίνδυνο ο εφεσείων να καταφύγει σε αυτοκαταστροφή. Ο δικηγόρος του εφεσείοντος υπέδειξε, επίσης, ότι η επιβολή ποινής φυλάκισης στον εφεσείοντα θα τον κατέστρεφε επαγγελματικά, οδηγώντας σε οικονομική κατάρρευση και την οικογένειά του. Ταυτόχρονα, υπέδειξε ότι η ανήλικη δεν επηρεάστηκε συνεπεία των αδικημάτων που διέπραξε εις βάρος της ο πατέρας της και ότι τον συγχώρεσε. Προς τούτο, παρέπεμψε στη βαθμολογία της, που έδειχνε ότι ήταν άριστη μαθήτρια, αλλά και σε σχετική γραπτή δήλωση της μητέρας της, Τεκμήριο Δ.
Επιμετρώντας την ποινή, το Δικαστήριο:
(α) Αναφερόμενο στην παραδοχή και μεταμέλεια του εφεσείοντος, είπε τα εξής:
“Η παραδοχή κι η μεταμέλεια σε συνδυασμό με την έλλειψη προηγούμενων καταδικών είναι στοιχεία που θα ληφθούν υπόψη. Η μεταμέλεια εκφράστηκε εμπράκτως με την παραδοχή και την καταφυγή του κατηγορούμενου σε ειδικούς για βοήθεια. Όμως, δεν αναζήτησε τέτοια βοήθεια εγκαίρως, όταν διαισθάνθηκε να καταλαμβάνεται από ζωώδη και σκοτεινά ένστικτα.”
(β) Αναφερόμενο στις εκθέσεις του ψυχίατρου και του κοινωνικού ψυχολόγου, είπε τα εξής:
“Οι εκθέσεις του ψυχίατρου και του ψυχολόγου δεν ασχολούνται με την κεντρική διάσταση του πράγματος που είναι μια άκρως ηθικά καταδικαστέα, σοβαρή εγκληματική συμπεριφορά. Τούτο εξηγείται βέβαια ως εκ του επιμέρους ρόλου των ιατρών που περιορίζεται, ακριβώς, στο να θέσουν τα συγκεκριμένα δεδομένα ενώπιον του δικαστηρίου. Αποτελεί όμως υπέρβαση του ιατρικού ρόλου η καταληκτική επίκληση της επιείκειας του δικαστηρίου στην Ψυχολογική Έκθεση (τεκ. Β) και, πολύ περισσότερο, η καταληκτική «σύσταση» στην Ψυχιατρική Έκθεση (τεκ. Α) που αποτελεί, κατ’ ουσία, «σύσταση» να μην επιβληθεί ποινή φυλάκισης. Η επιμέτρηση της ποινής αποτελεί, αποκλειστικά έργο του δικαστηρίου, που διενεργείται στα πλαίσια που θέτει ο νόμος και η δικαστηριακή πρακτική μέσα από τις ευρύ[*180]τερες διαστάσεις του θέματος και με κυρίαρχη την αντίληψη του καθήκοντος να εφαρμοστεί αποτελεσματικά ο νόμος.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις δεν έχουν την έννοια ότι θα πρέπει να υποβαθμιστούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις. Γίνονται ως απάντηση στον υπερτονισμό αυτής της διάστασης.”
(γ) Αναφερόμενο στις επαγγελματικές και οικονομικές επιπτώσεις που θα είχε η επιβολή ποινής φυλάκισης στον εφεσείοντα και στην οικογένειά του, είπε τα εξής:
“Οι επιπτώσεις που θα έχει η ποινή στον κατηγορούμενο ως άνθρωπο και ως επαγγελματία δεν μπορούν να έχουν καθοριστική ή ουσιαστική σημασία. Είναι οι επιπτώσεις των δικών του επιλογών. Αναγνωρίζεται πως επιπτώσεις θα έχει και η οικογένεια του. Τούτο όμως αποτελεί αναπόφευκτο, όσο λυπηρό κι αν είναι, επακόλουθο. Δεν είναι άλλωστε ο κατηγορούμενος, ο άνθρωπος που ανατίναξε τα θεμέλια αυτής της οικογένειας, που νομιμοποιείται να επικαλείται τέτοιες επιπτώσεις και μάλιστα προς ελάφρυνση της θέσης του. Εν κατακλείδι δε, η ποινική μεταχείριση σε τέτοιες υποθέσεις όπως παρατηρήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Παντελής Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123 πρέπει να γίνεται «υπό το πρίσμα, όχι μόνο των ελαφρυντικών, αλλά και των λοιπών περιστάσεων και κυρίως αυτών». (Η υπογράμμιση δική μου).”
(δ) Αναφερόμενο στη γραπτή δήλωση της μητέρας της ανήλικης, ότι αυτή δεν είχε επηρεαστεί και ότι είχε συγχωρέσει τον πατέρα της, είπε τα εξής:
“Δεν μπορεί σε μιας τέτοιας φύσης υπόθεση να νοηθεί ως έγκυρο ελαφρυντικό η αναφορά της μητέρας ότι το θύμα της κτηνώδους συμπεριφοράς του κατηγορουμένου, ένα τραγικό κορίτσι 12 ½ σήμερα ετών «συγχώρεσε τον πατέρα της». Μάλιστα η ατυχής αυτή αναφορά συνδυάζεται με την απαράδεκτη αναφορά ότι η μικρή «δεν θέλει με κανένα τρόπο ο πατέρας της να φυλακιστεί εξ αιτίας της γιατί αυτό θα το φέρει βαρέως σε όλη της τη ζωή.»
(Οι υπογραμμίσεις δικές μου).»
Ούτε μπορεί να γίνει δεκτή η εισήγηση ότι η μικρή δεν έχει επηρεαστεί. Η ίδια η παραπάνω αναφορά της μητέρας για το θύμα που αισθάνεται υπαιτιότητα και ενοχές, υποδηλώνει ήδη το αντίθετο. Δεν έχει βέβαια τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου επι[*181]στημονικό υλικό προς αυτή την κατεύθυνση. Είναι όμως, πέραν της πιο πάνω αναφοράς, διαπίστωση της κοινής ανθρώπινης εμπειρίας πως συμπεριφορά τέτοιου είδους δεν είναι χωρίς επιπτώσεις. Η κοινή αυτή εμπειρία διατυπώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο Παντελής Πατούνας ν. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 457 που αφορούσε σε πιο σοβαρής, αλλά της ίδιας φύσης αδικήματα, με αναφορά στις συνέπειες επί της μικρής κόρης του δράστη «σε μια ηλικία που σίγουρα τα ψυχολογικά της τραύματα θα μείνουν ανεξίτηλα και θα τη συνοδεύουν σε όλη της τη ζωή.”
(ε) Περιγράφοντας τη σοβαρότητα των αδικημάτων, όπως διαγράφεται από τη σχετική νομολογία, στην οποία και παρέπεμψε, το Δικαστήριο έκαμε αναφορά και στις εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Είπε τα εξής:
“Η σοβαρότητα είναι δεδομένη και μπορεί να λεχθεί πως η Πολιτεία έχει ήδη επιδείξει επιείκεια με την απόφαση του εντίμου Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας να παραπέμψει την υπόθεση από το Κακουργιοδικείο για συνοπτική εκδίκαση, περιορίζοντας έτσι το όριο ποινής, από πρακτικής άποψης, στα 5 χρόνια. Το ανώτατο όριο των 20 χρόνων πάντως παραμένει ως ενδεικτικό της σοβαρότητας που προσέδωσε ο νομοθέτης.
Παρά την επιείκεια που ήδη έλαβε ως άνω ο κατηγορούμενος, δεν θα επιβληθεί η μέγιστη ποινή που το Δικαστήριο τούτο έχει εξουσία να επιβάλει.”
Καταληκτικά, το Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσείοντα συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τεσσάρων ετών στην κάθε κατηγορία.
Οι πιο πάνω υπό (α) έως (ε) αναφορές του Δικαστηρίου αποτελούν το αντικείμενο αντίστοιχων λόγων έφεσης. Προβάλλονται και άλλοι λόγοι έφεσης στους οποίους θα αναφερθούμε στη συνέχεια.
Όσον αφορά την υπό (α) αναφορά, προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι “Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε όταν υποβάθμισε τους παράγοντες της παραδοχής και μεταμέλειας και καταφυγής σε θεραπεία με την παρατήρηση ότι ο Εφεσείων δεν ζήτησε εγκαίρως βοήθεια, όταν διαισθάνθηκε να καταλαμβάνεται από ζωώδη ένστικτα.” Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Η παρατήρηση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δε ζήτησε εγκαίρως τη βοήθεια ειδικών, σκοπό είχε απλώς να υποδείξει ότι ο εφεσείων έσφαλε με το να μην προ[*182]σπαθήσει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα προληπτικά, ώστε να μη διαπράξει τα αδικήματα. Η παρατήρηση αυτή δε σημαίνει ότι το Δικαστήριο υποβάθμισε τους παράγοντες της παραδοχής, της μεταμέλειας και της καταφυγής του εφεσείοντος σε ειδικούς για θεραπεία, έστω κατασταλτικά, μετά δηλαδή που διέπραξε τα αδικήματα. Στην τελευταία παράγραφο της απόφασής του το Δικαστήριο τονίζει ότι λαμβάνει υπόψη όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες «και ιδιαίτερα την παραδοχή που εκφράστηκε με τη συνθλιβή του κατηγορούμενου και την καθυστερημένη του έστω προσπάθεια να αντιμετωπίσει το πρόβλημα».
Όσον αφορά την υπό (β) αναφορά, προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι “Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε όταν έκρινε ότι οι επιστήμονες, που είχαν συντάξει τα σχετικά πιστοποιητικά, που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, υπερέβησαν το ρόλο τους, λόγω επίκλησης της ανάγκης για επιείκεια.” Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Όντως, η καταληκτική επίκληση της επιείκειας του Δικαστηρίου στην ψυχολογική έκθεση, Τεκμήριο Β, με αναφορά σε στοιχεία όπως οι “σοβαρές δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει όλη η οικογένεια σε περίπτωση φυλάκισης” του εφεσείοντος, οι “σημαντικές ενδείξεις μεταμέλειας που παρουσιάζει” ο εφεσείων, το ότι τυχόν φυλάκιση του εφεσείοντος “θα του στερήσει τη δυνατότητα επανένωσης με την οικογένειά του και ειδικά με την κόρη του Κωνσταντίνα” και, πολύ περισσότερο, η καταληκτική “σύσταση” στην ψυχιατρική έκθεση, Τεκμήριο Α, ότι “η πιθανή καταδίκη του σε φυλάκιση ενδέχεται να έχει ιδιαίτερα σοβαρές επιπτώσεις ...”, αποτελούν, κατά την άποψή μας, υπέρβαση του ιατρικού ρόλου του κλινικού ψυχολόγου – νευροψυχολόγου και του ψυχιάτρου αντίστοιχα.
Όσον αφορά την υπό (γ) αναφορά, προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι “Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε όταν, όχι μόνον δεν θεώρησε ως παράγοντα επηρεάζοντα την ποινή προς την κατεύθυνση της επιεικείας τις επιπτώσεις επί της οικογένειας του Εφεσείοντος, αλλά και έκρινε ότι ο Εφεσείων δεν νομιμοποιείτο να επικαλείται τέτοιες επιπτώσεις και μάλιστα προς ελάφρυνση της θέσεώς του.” Ο λόγος αυτός ευσταθεί. Οι επιπτώσεις της ποινής στην οικογένεια και στους εξαρτώμενους του κατηγορουμένου συνιστούν οπωσδήποτε στοιχεία μετριασμού της ποινής. Ιδιαίτερα, προκειμένου περί ποινής φυλάκισης για αδίκημα εις βάρος μελών της οικογένειάς του τα οποία, με τη στέρηση των μέσων επιβίωσής τους, ενδέχεται να υποστούν βλάβη, επιπρόσθετα εκείνης που υπέστησαν με το αδίκημα. (Βλ. Sentencing in Cyprus, υπό Γ.Μ. Πική, σελ. 30 και A. Iacovou v. The Police (1971) 2 C.L.R.179). Χρήσιμο πάνω στο ίδιο [*183]ζήτημα είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου της Αγγλίας στην Attorney-General’s Reference (No. 1 of 1989)[1989] Cr.App.R. (S.), Vol. 11, σελ. 409, στη σελ. 414, όπου, με αναφορά στο αδίκημα της αιμομιξίας, αναφέρεται ως πιθανός ελαφρυντικός παράγων “(5) Where, as very occasionally is the case, a shorter term of imprisonment for the father may be of benefit to the victim and the family.” (Όταν, όπως πολύ συχνά είναι η περίπτωση, μικρότερος χρόνος φυλάκισης του πατέρα ενδέχεται να είναι προς όφελος του θύματος και της οικογένειας.)
Όσον αφορά την υπό (δ) αναφορά, προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι “Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε όταν έκρινε ως απαράδεκτη την αναφορά της μητέρας του θύματος ότι το θύμα δεν επιθυμεί να φυλακισθεί ο πατέρας της.” Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντος, ο χαρακτηρισμός της αναφοράς της μητέρας του θύματος ως “απαράδεκτης” είναι αδικαιολόγητος και υποβαθμίζει σημαντικό παράγοντα μετριασμού της ποινής. Επί της ουσίας ο δικηγόρος του εφεσείοντος μας παρέπεμψε στην Αγγλική υπόθεση R. v. Steven Ronald [2002] 2 Cr.App.R. (S.), σελ. 506, όπου λήφθηκε υπόψη προς μετριασμό της ποινής η επιστολή της κόρης του κατηγορουμένου προς την αστυνομία ότι δεν επιθυμούσε να κατηγορηθεί ο πατέρας της και ότι αυτή δεν είχε επηρεασθεί, φυσικά ή πνευματικά, ούτε και γενικά η ζωή της, από το γεγονός ότι δέκα χρόνια προηγουμένως, όταν αυτή ήταν έντεκα ετών, ο πατέρας της είχε, σε τρεις περιπτώσεις, διαπράξει εις βάρος της αδικήματα παρόμοια με αυτά που αντιμετωπίζει ο εφεσείων.
Έχουμε την άποψη ότι το Δικαστήριο, χαρακτηρίζοντας την αναφορά της μητέρας ως “απαράδεκτη”, χρησιμοποίησε απλώς έντονη, αλλά χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, γλώσσα. Θα μπορούσε κάλλιστα να έλεγε ότι, ενόψει του νεαρού της ηλικίας του θύματος, δε λαμβάνει υπόψη ούτε τη συγχώρεση ούτε τις επιθυμίες του, όπως αυτές μεταφέρθηκαν από τη μητέρα του. Πάνω σε αυτή τη βάση, θεωρούμε ότι διαφοροποιείται και η υπόθεση Ronald σύμφωνα με τα γεγονότα της οποίας, όταν έγραψε την επιστολή προς την αστυνομία, η κόρη του εφεσείοντος, ήταν ήδη ενήλικη, εικοσιενός ετών. Ακολουθεί ότι ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.
Όσον αφορά την υπό (ε) αναφορά, προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι “Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ως επίδειξη επιείκειας της Πολιτείας την απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για παραπομπή της υπόθεσης για συνοπτική εκδίκαση”. Ευσταθεί και αυτός ο λόγος έφεσης. Τα κριτήρια στη βάση των οποίων ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ασκεί [*184]την εξουσία του για παραπομπή της Α ή Β υπόθεσης για συνοπτική εκδίκαση συναρτώνται με την εξ αντικειμένου εικόνα την οποία, κατά την εκτίμησή του, παρουσιάζει η Α ή η Β υπόθεση στο σύνολό της. Δεν είναι, άλλωστε, έργο δικό του η “επίδειξη επιείκειας της Πολιτείας”. Τούτου δοθέντος, η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για συνοπτική εκδίκαση δεν αποτελεί παράγοντα ο οποίος μπορεί να λαμβάνεται υπόψη από τα Δικαστήρια κατά την επιμέτρηση της ποινής. Εν πάση περιπτώσει, δε μας φαίνεται ότι, στην περίπτωση του εφεσείοντος, το Δικαστήριο έδωσε τελικά βαρύτητα στο ότι η υπόθεση παραπέμφθηκε για συνοπτική εκδίκαση. Αν έδιδε βαρύτητα, θα ανέμενε κανείς να επιβάλει τελικά στον εφεσείοντα το ανώτατο όριο ποινής που είχε δικαιοδοσία, ήτοι φυλάκιση πέντε ετών.
Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι “Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα παρέλειψε να εντοπίσει ή να προσδώσει σημασία στο γεγονός ότι ο βασικός σκοπός του Νόμου 3(Ι)/2000 είναι η αντιμετώπιση της οργανωμένης σεξουαλικής εκμετάλλευσης και εμπορίας ανθρώπων. Τούτο είχε αποφασισθεί στην υπόθεση Μάμας Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 141, στην οποία η σχετική απόφαση εκδόθηκε λίγες εβδομάδες πριν από την εφεσιβαλλομένη στην παρούσα έφεση απόφαση. Κατά συνέπεια το Πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας ως αφετηρία την ποινής της εικοσαετούς φυλακίσεως, που προβλέπει ο εν λόγω νόμος, λανθασμένα αυτοκαθοδηγήθηκε.” Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Το ότι το Δικαστήριο δεν αναφέρεται στο γεγονός ότι ο βασικός σκοπός του Νόμου 3(Ι)/2000 είναι η αντιμετώπιση της οργανωμένης σεξουαλικής εκμετάλλευσης και εμπορίας ανθρώπων, δε σημαίνει ότι δεν το είχε υπόψη του. Εφόσον, μάλιστα, αναφέρεται ρητά στην υπόθεση Κυριάκου, αν και για διαφορετικό ζήτημα. Θα μπορούσε, άλλωστε, να λεχθεί ότι το γεγονός ότι το Δικαστήριο γνώριζε το βασικό σκοπό του νόμου αντανακλάται και στην ποινή που τελικά επέβαλε στον εφεσείοντα.
Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι “Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε όταν, εν απουσία αμφισβήτησης και/ή μαρτυρίας, απέρριψε την εισήγηση ότι το θύμα δεν είχε επηρεασθεί συνεπεία των εγκλημάτων του Εφεσείοντος.” Συμφωνούμε. Εφόσον η υπεράσπιση είχε προβάλει έντονα τη θέση ότι η κόρη του εφεσείοντος δεν είχε επηρεασθεί από τα αδικήματα του πατέρα της, ελλείψει αμφισβήτησης εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, το Δικαστήριο όφειλε να αποδεχθεί τη θέση της υπεράσπισης, ανεξάρτητα του τι βαρύτητα θα της προσέδιδε, και όχι να δεχθεί, ως θέμα “κοινής ανθρώπινης εμπειρίας” ως, δηλαδή, θέμα πασίδηλο, ότι “συμπεριφορά τέτοιου είδους δεν είναι χωρίς επιπτώσεις”. Η υπόθεση Π.Π. κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2000) 2 Α.Α.Δ. 457 επί της οποίας στηρίχθηκε το Δικαστήριο για να αντλήσει τη θέση ότι “συμπεριφορά τέτοιου είδους δεν είναι χωρίς επιπτώσεις” εμπίπτει στη σφαίρα του πασίδηλου δε βοηθά. Στην υπόθεση εκείνη, η υπεράσπιση δεν πρόβαλε τη θέση ότι η συμπεριφορά του εφεσίβλητου δεν είχε επιπτώσεις, φυσικές ή ψυχολογικές, επί της ανήλικης κόρης του. Ούτε συζητήθηκε ή κρίθηκε αν είναι πασίδηλο ή όχι ότι “συμπεριφορά τέτοιου είδους δεν είναι χωρίς επιπτώσεις”.
Με τον τελευταίο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι, στο σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, η ποινή της τετραετούς φυλάκισης που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα είναι έκδηλα υπερβολική. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού ο δικηγόρος του εφεσείοντος μας παρέπεμψε στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Α.Β. (2002) 2 Α.Α.Δ. 382, όπου ο εφεσίβλητος καταδικάστηκε, βάσει της δικής του παραδοχής, σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης ενός έτους σε κάθε μια από τέσσερις κατηγορίες άσεμνης επίθεσης, που διαπράχθηκε μεταξύ 1998-2000, κατά της κόρης του, 11-13 ετών, κατά παράβαση του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 1994 (Ν.47(Ι)/1994), που προέβλεπε ως ανώτατη ποινή την πενταετή φυλάκιση*. Μας παρέπεμψε, επίσης, σε σειρά αποφάσεων του Αγγλικού Εφετείου όπου, σε κατηγορίες άσεμνης επίθεσης από πατέρα κατά της ανήλικης κόρης του, επιβλήθηκαν ποινές κυμαινόμενες μεταξύ ενός και τεσσάρων ετών φυλάκισης, με μέσο όρο, σε υποθέσεις παρόμοιες με την παρούσα, ποινές φυλάκισης δύο έως τριών ετών, στη βάση πάντοτε του Sexual Offences Act 1985 της Αγγλίας, όπου το αδίκημα τιμωρείται με ανώτατη ποινή τη δεκαετή φυλάκιση**.
[*186]Έχουμε ήδη αναφερθεί στους μετριαστικούς παράγοντες τους οποίους το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη, ως όφειλε, κατά την επιμέτρηση της ποινής που θα επέβαλλε στον εφεσείοντα. Λαμβάνοντας υπόψη, κατά κύριο λόγο, τις επαγγελματικές επιπτώσεις της φυλάκισης στον εφεσείοντα και, συνακόλουθα, τις οικονομικές επιπτώσεις, όχι μόνο στον ίδιο, αλλά και στην οικογένειά του, ιδιαίτερα στα τέσσερα ανήλικα τέκνα του, αποφασίσαμε να μειώσουμε την ποινή που του επιβλήθηκε από τα τέσσερα στα τρία έτη. Με την ελπίδα, μάλιστα, ότι η συντομότερη επανασύνδεσή του με την οικογένεια θα έχει ως αποτέλεσμα την αποκατάσταση υγιών σχέσεων, δυνατότητα η οποία δεν έχει ίσως εξαντληθεί.
Η έφεση επιτρέπεται. Ο εφεσείων θα εκτίσει ποινή φυλάκισης τριών ετών.
Η�έφεση επιτυγχάνει. Η ποινή αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης τριών ετών.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο