Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χαράλαμπου Αυξεντίου (2005) 2 ΑΑΔ 197

(2005) 2 ΑΑΔ 197

[*197]8 Απριλίου, 2005

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7543)

 

Ανθρωποκτονία ― Ανθρωποκτονία κατά παράβαση του Άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Η πρόκληση θανάτου με παράνομη πράξη προσδιορίζει το έγκλημα της ανθρωποκτονίας ― Η πρόκληση θανάτου δεν επιμαρτυρεί αφ’ εαυτής προμελέτη ― Κατάληξη Κακουργιοδικείου ότι δεν αποδείχθηκαν οι κατηγορίες του φόνου εκ προμελέτης και καταδίκη εφεσίβλητου για ανθρωποκτονία ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Ποινή ― Ανθρωποκτονία ― Πρόσφυγας ηλικίας 57 ετών, πατέρας 4 ενήλικων σήμερα παιδιών και ενός παιδιού ηλικίας 3 ετών, από δεύτερο γάμο, προκάλεσε το θάνατο σε δύο άτομα πυροβολώντας τα με το κυνηγετικό του όπλο μετά από μόνιμη διαμάχη αναφορικά με ανοικτό χώρο δίπλα στο σπίτι του, που ο ίδιος θεωρούσε ότι του είχε παραχωρηθεί από την Επιτροπή Προσφύγων, εντός του οποίου τα θύματα στάθμευαν τα αυτοκίνητά τους και τοποθετούσαν διάφορα υλικά οικοδομής ― Λευκό ποινικό μητρώο ― Ομολογία ― Συνεργασία με την Αστυνομία ― Μεταμέλεια ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 20 και 18 ετών ― Επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.

Προμελέτη ― Είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ανεξάρτητα από την πρόθεση πρόκλησης του θανάτου ― Η προμελέτη είναι το στοιχείο που διακρίνει το έγκλημα του φόνου εκ προμελέτης (Άρθρο 203 - Κεφ. 154) από εκείνο της ανθρωποκτονίας (Άρθρο 205 - Κεφ. 154).

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Αποτελεί ευθύνη του εκδικάζοντος Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου.

[*198]Το πρωϊ της 13.7.2002, ο εφεσίβλητος που επαγγέλλεται τον οδηγό ταξί, ηλικίας σήμερα 58 ετών, πυροβόλησε με το κυνηγετικό του όπλο τους γείτονές του στην συνοικία Μούτταλος στη Πάφο, προκαλώντας τους το θάνατο.  Δίπλα από την οικία του εφεσίβλητου υπήρχε ανοικτός χώρος τον οποίο θεωρούσε ότι του παραχωρήθηκε από την Επιτροπή Προσφύγων.  Για τον εν λόγω χώρο υπήρχε μόνιμη διαμάχη μεταξύ του εφεσίβλητου και των δύο θυμάτων γιατί οι τελευταίοι εναπόθεταν υλικά οικοδομής, σ’ αυτόν και στάθμευαν τα αυτοκίνητά τους.  Την προτεραία της 13.7.2002 ο εφεσίβλητος τοποθέτησε μεγάλους λίθους κατά μήκος του ανοικτού χώρου και του δρόμου, με σκοπό, προφανώς να εμποδίσει την είσοδο των αυτοκινήτων των θυμάτων.  Τα θύματα μετακίνησαν τους λίθους και στάθμευσαν τα αυτοκίνητά τους στον διαφιλονικούμενο ανοικτό χώρο.

Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκαν, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, οι κατηγορίες του φόνου εκ προμελέτης και τον καταδίκασε σε δύο κατηγορίες ανθρωποκτονίας, επιβάλλοντάς του συντρέχουσες ποινές εικοσαετούς και δεκαοκταετούς φυλάκισης.  Το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι εκείνο που διαμόρφωσε την πρόθεσή του εφεσίβλητου να εκτελέσει την εγκληματική του πράξη ήταν η στάθμευση του οχήματος που χρησιμοποιούσε ο εκ των θυμάτων Χαράλαμπος Σιηλλουρκώτης στο χώρο έξω από την οικία του, κάτι το οποίο πληροφορήθηκε όταν τον ξύπνησε η σύζυγός του ακριβώς για το λόγο αυτό.  Η γενεσιουργός αιτία για τα διαδραματισθέντα ήταν η ενέργεια της στάθμευσης του ως άνω οχήματος στο συγκεκριμένο χώρο και όχι από προειλημμένη απόφαση, σχέδιο η μελέτη.

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας καταχώρησε την παρούσα έφεση.  Με τους πρώτους πέντε λόγους έφεσης προσβάλλεται η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι δεν αποδείχθηκαν, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, οι κατηγορίες του φόνου εκ προμελέτης.  Με τους υπόλοιπους τέσσερις λόγους ο εφεσείων προσβάλλει την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης ως ανεπαρκή.

Ο συνήγορος του εφεσείοντος εστιάζει την ύπαρξη προμελέτης στο γεγονός ότι ο εφεσίβλητος εναπόθεσε την προηγούμενη του εγκλήματος μεγάλους λίθους έμπροσθεν του ανοικτού χώρου για να αποτρέψει την στάθμευση των οχημάτων των θυμάτων.  Επίσης στο γεγονός ότι πυροβόλησε μόνο τα θύματα, ενώ στη βεράντα υπήρχαν και άλλα πρόσωπα και επίσης ότι υπέβαλε παράπονα για τη στάθμευση των οχημάτων των θυμάτων σε αρμόδιους κυβερνητικούς υπαλλήλους.

 

Αποφασίστηκε ότι:

[*199]

1.  Όλοι οι λόγοι και κατά λογική συνέπεια όλες οι εισηγήσεις του δικηγόρου του εφεσείοντος απαντώνται από τη νομολογία και ιδιαίτερα από τις αποφάσεις Hajdisavvas v. Republic (1988) 2 C.L.R. 37 και Ονησίλου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 556.  Δεν υπήρχε ούτε άμεση ούτε και περιστασιακή μαρτυρία στο βαθμό που απαιτείται για να αποδειχθεί, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, προμελέτη.  Η βεβαιότητα που επέδειξε ο εφεσίβλητος, η φαινομενική ηρεμία και η τοποθέτηση των λίθων την προηγούμενη μέρα δεν αποτελούν από μόνα τους ή από κοινού λαμβανόμενα, ως στοιχεία ή αποδείξεις που αποδεικνύουν, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, την προμελέτη, σύμφωνα με τη νομολογία.  Η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου στο θέμα ήταν ορθή και υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης εύλογη.

2.  Η προμελέτη απαιτεί προγενέστερο σχεδιασμό ή μελέτη της πράξης κάτω από συνθήκες που επιτρέπουν ψυχρό αναλογισμό των πράξεων που μελετούνται και να είναι αποτέλεσμα μελετημένης πράξης που εκτελέστηκε εν ψυχρώ.

3.  Ο εφεσείων δεν απέσεισε το βάρος που είχε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την προμελέτη.

4.  Το καθήκον επιμέτρησης της ποινής βρίσκεται στους ώμους του πρωτόδικου δικαστή.  Το Εφετείο επεμβαίνει μόνον όταν καταφαίνεται ότι η ποινή ήταν αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής, δεν ικανοποιεί τους σκοπούς του νόμου, δεν είναι αποτρεπτική και δεν προστατεύει το κοινό.

5.  Το Κακουργιοδικείο έχει καθορίσει την ποινή μετά από στάθμιση και συνεκτίμηση όλων των σχετικών παραγόντων και δεν έχει εντοπισθεί οποιοδήποτε λάθος αρχής ή οποιοδήποτε στοιχείο έκδηλης ανεπάρκειας.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Σάββα ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 231,

Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 352,

Ονησίλου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 556,

Hadjisavvas v. Republic (1988) 2 C.L.R. 37,

[*200]

Γενικός Εισαγγελέας ν. Εταιρείας Bisco Ltd κ.ά. (1991) 2 Α.Α.Δ. 16,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303,

Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1985) 2 Α.Α.Δ. 224,

Γενικού Εισαγγελέα ν. Στυλιανού (2001) 2 Α.Α.Δ. 55.

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα, εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Πάφου (Υπόθεση Αρ. 6592/02) ημερ. 4/11/03 με την οποία ο εφεσίβλητος βρέθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε δύο κατηγορίες ανθρωποκτονίας και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές εικοσαετούς και δεκαoκταετούς φυλάκισης κατά μεν της κατάληξης ότι δεν αποδείχθηκαν, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, οι κατηγορίες του φόνου εκ προμελέτης και κατά της επιβληθείσας ποινής της εικοσαετούς φυλάκισης ως ανεπαρκούς.

Σ. Μάτσας, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.

Α. Σαουρής, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: H ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Μ. Κρονίδη.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος καταδικάστηκε στις 4.11.2003 από το Κακουργιοδικείο Πάφου σε δύο κατηγορίες ανθρωποκτονίας που διαπράχθηκαν στις 13.7.2002 στην Πάφο και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές εικοσαετούς και δεκαοκταετούς φυλάκισης. Το Κακουργιοδικείο σε μια εμπεριστατωμένη απόφαση του απέρριψε τις κατηγορίες που διατύπωσε η Κατηγορούσα Αρχή για φόνο εκ προμελέτης.

Ενώπιον του Κακουργιοδικείου έδωσαν ένορκη κατάθεση μεγάλος αριθμός μαρτύρων.  Σε συντομία τα γεγονότα όπως έχουν εξιστορηθεί ενώπιον του έχουν ως εξής:-

Ο εφεσίβλητος ηλικίας σήμερα 58 ετών, κατοικούσε με τη δεύτερη σύζυγο του και το ηλικίας 3 ετών τέκνο τους, σε προσφυγική οικία στη συνοικία «Μούτταλος» στην Πάφο. Σε γειτονική οικία [*201]κατοικούσε και το δεύτερο θύμα του εγκλήματος. Δίπλα από την οικία του εφεσίβλητου υπήρχε ανοικτός χώρος τον οποίο θεωρούσε ότι του παραχωρήθηκε από την Επιτροπή Προσφύγων.

Για τον ανοικτό αυτό χώρο υπήρξε συνεχώς διαμάχη μεταξύ του εφεσίβλητου και των δύο θυμάτων γιατί οι τελευταίοι, οι οποίοι επαγγέλλοντο τους εργολάβους οικοδομών, εναπόθεταν υλικά στο χώρο αυτό και στάθμευαν τα αυτοκίνητα τους.  Συχνά ο εφεσίβλητος και τα θύματα λογομαχούσαν ένεκα των πιο πάνω λόγων.  Ο εφεσείων είχε προβεί επανειλημμένα σε παράπονα τόσο στην Αστυνομία, στον εργοδότη του αλλά και σε Λειτουργό της Υπ. Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών.

Την προτεραία της 13.7.2002, ημερομηνία διάπραξης του εγκλήματος, ο εφεσίβλητος τοποθέτησε μεγάλους λίθους κατά μήκος του συνόρου του ανοικτού χώρου και του δρόμου, με σκοπό, προφανώς, να εμποδίσει την είσοδο των αυτοκινήτων των θυμάτων στον ανοικτό αυτό χώρο.

Ο εφεσίβλητος που επαγγέλλεται τον οδηγό ταξί, επέστρεψε στην οικία του από την εργασία στις 04.00 πρωινή της 13.7.2002.  Την 11.00 πρωινή η σύζυγος του εφεσίβλητου τον ξύπνησε για να τον πληροφορήσει ότι τα θύματα μετακίνησαν τους μεγάλους λίθους που τοποθέτησε και στάθμευσαν τα αυτοκίνητα τους στον διαφιλονικούμενο ανοικτό χώρο.  Τονίζουμε εδώ ότι ο ανοικτός αυτός χώρος δεν παραχωρήθηκε ποτέ στον εφεσίβλητο από την Επιτροπή και κατά συνέπεια δεν είχε οποιαδήποτε κατοχή του.  Αμέσως μετά το ξύπνημα από τη σύζυγο του και την πληροφόρηση που είχε από αυτήν, ο εφεσίβλητος πήρε το κυνηγετικό του όπλο που ήταν γεμάτο και 16 φυσίγγια και πήγε στη γειτονική οικία του δεύτερου θύματος. Στη βεράντα της οικίας ήταν τα δύο θύματα μαζί με τρία άλλα άτομα.  Ο εφεσίβλητος μόλις εισήλθε στην αυλή της οικίας είπε στο ένα από τα θύματα «Εσήκωσες τις πέτρες;»  Το θύμα προσπάθησε να ανασηκωθεί από την καρέκλα που καθόταν και τότε ο εφεσίβλητος τον πυροβόλησε με το πυροβόλο όπλο και έπεσε επί του δαπέδου.  Το δεύτερο θύμα τότε σηκώθηκε πηγαίνοντας προς τον εφεσίβλητο. Τότε αυτός τον πυροβόλησε και το θύμα έπεσε στα σκαλιά της βεράντας.  Ο εφεσίβλητος γέμισε και πάλι το κυνηγετικό όπλο και πυροβόλησε δύο φορές το δεύτερο θύμα, ενώ ήταν πεσμένο στα σκαλιά της βεράντας.

Μετά το πέρας της εγκληματικής του πράξης επέστρεψε στην οικία του και τηλεφώνησε του εργοδότη του για το συμβάν και του ζήτησε να ειδοποιήσει την αστυνομία.

[*202]

Ο εφεσείων, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, καταχώρησε την παρούσα έφεση.  Με τους πρώτους πέντε λόγους έφεσης προσβάλλεται η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι δεν αποδείχθηκαν, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, οι κατηγορίες του φόνου εκ προμελέτης. Με τους υπόλοιπους τέσσερις λόγους ο εφεσείων προσβάλλει την επιβληθείσα ποινή της εικοσαετούς φυλάκισης ως ανεπαρκή.

Οι πέντε λόγοι έφεσης που αφορούν το ζήτημα της προμελέτης είναι συναφείς μεταξύ τους και θα εξεταστούν ενιαία.  Συγκεκριμένα αναφέρονται ισχυρισμοί ότι το Κακουργιοδικείο δεν στάθμισε ορθά όλες τις περιστάσεις και έλαβε υπόψη του μη αποδεκτή μαρτυρία. Περαιτέρω, ως στοιχεία της προμελέτης προβάλλει συγκεκριμένους ισχυρισμούς όσον αφορά την ηρεμία που κατείχε τον εφεσίβλητο κατά τη διάπραξη του εγκλήματος, τη διάρκεια του χρόνου που διέρρευσε από το ξύπνημα του από τη σύζυγο του και του χρόνου διάπραξης του εγκλήματος, χρόνος που ήταν επαρκής για να εγκαταλείψει την απόφαση του να σκοτώσει τα θύματα.  Ακόμη ισχυρίζεται ότι η υπερβολική βία που άσκησε αποδεικνύει την προμελέτη.

Το Κακουργιοδικείο αφού καταλήγει στα συμπεράσματα του όσον αφορά τα γεγονότα, προβαίνει σε μια ευρεία ανασκόπηση της νομολογίας επί του θέματος της προμελέτης. Αφού καταγράφει τόσο τα στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της ύπαρξης προμελέτης όσον και τα στοιχεία που συνηγορούν στο αντίθετο αποτέλεσμα, το Κακουργιοδικείο καταλήγει:-

«Με βάση τις περιβάλλουσες περιστάσεις που έχουμε εκθέσει και τα στοιχεία που έχουμε απαριθμήσει και τα οποία θεωρούμε ως σχετικά με το θέμα της προμελέτης ως άνω και αφού ζυγίσαμε με προσοχή τα επιμέρους στοιχεία υπέρ ή κατά, κρίνουμε ότι ενυπάρχει στο μυαλό μας λογική αμφιβολία για το αν συντρέχει στην κρινόμενη περίπτωση θέμα προμελέτης αφού κύριο συστατικό στοιχείο αυτής είναι η ύπαρξη σχεδίου ή μελέτης. Ό,τι διαμόρφωσε την πρόθεση του να εκτελέσει την εγκληματική του πράξη ήτο η στάθμευση του οχήματος που χρησιμοποιούσε ο Χαράλαμπος Σιηλλουρκώτης στο χώρο έξω από την οικία του, κάτι το οποίο πληροφορήθηκε όταν τον ξύπνησε η σύζυγος του ακριβώς δια το λόγο αυτό. Αυτό στη δεδομένη στιγμή ήτο απρόοπτο και απρόσμενο λαμβανομένου περαιτέρω υπόψη και του γεγονότος της τοποθέτησης των λίθων όπως φαίνονται στις φωτογραφίες 3, 7 και 8 του Τεκμηρίου 1, που μοναδικό σκοπό εί[*203]χαν, ως φαίνεται, την αποτροπή στάθμευσης οχήματος στο σημείο εκείνο.  Η γενεσιουργός αιτία για τα μετέπειτα διαδραματισθέντα ήτο η ενέργεια της στάθμευσης του άνω οχήματος στο συγκεκριμένο χώρο και όχι από προειλημμένη απόφαση, σχέδιο ή μελέτη.

............................................................................................................

Τίποτα από τα στοιχεία που προαναφέραμε εν δυνάμει και στο συνδυασμό τους ήταν τέτοια ώστε να μας δημιουργούν πεποίθηση πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο Κατηγορούμενος διαμόρφωσε μέσα του ευκρινώς πρόθεση θανάτωσης και προμελέτησε ταυτόχρονα τις ενέργειες του σε πλαίσιο και χρόνο ξέχωρο ή τουλάχιστον με ικανή παρέλευση ώρας από τη στιγμή που η γυναίκα του τον πληροφόρησε ξυπνώντας τον για το τί έγινε. Αντίθετα φαίνεται ότι αστραπιαία έδρασε οπλίζοντας τον εαυτό του για να αντιμετωπίσει τα θύματα με μια συναισθηματική φόρτιση που δεν επέτρεπε ψυχρό αναλογισμό και απόρριψη οποιασδήποτε προθέσεως φονεύσεως των θυμάτων. Ο χρόνος που χρειάστηκε για να καλύψει τα 50 μέτρα περίπου μέχρι τη σκηνή του εγκλήματος και που ο ακριβής υπολογισμός του είναι άγνωστος ήτο πολύ σύντομος κατά τη γνώμη μας.

............................................................................................................

Περαιτέρω η φαινομενική ηρεμία με την οποία ο Κατηγορούμενος έδρασε δεν αποκλείει ισχυρά συναισθήματα θυμού και πάθους. Στην ανθρώπινη φύση, όπως τόνισε η Μ.Κ.8, δεν υπάρχουν άκαμπτοι κανόνες (βλ. Σάββα ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 231 στη σελ. 237-238 και Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 352).  Η φράση που χρησιμοποίησε ο Κατηγορούμενος στη Μ.Κ.8 «τζείνη την ώρα δεν ήμουν με τα φρένα μου» αλλά και η στην κατάθεση του καταγραμμένη θέση «θύμωσα πάρα πολύ» ενισχύουν αυτή την προσέγγιση.»

Ο ίδιος ο Ποινικός Κώδικας στο άρθρο 204 δίδει την έννοια και την ερμηνεία της προμελέτης ως εξής:-

«204.  Προμελέτη είναι η πρόθεση πρόκλησης θανάτου οποιουδήποτε προσώπου η οποία αποδεικνύεται με ευθύ τρόπο ή συμπερασματικά, αδιάφορα αν τέτοιο πρόσωπο είναι εκείνο που εφονεύθη ή όχι, η οποία υπάρχει τόσο πριν από την διενέργεια της πράξης ή παράλειψης που θα προκαλέσει το θάνατο όσο και κατά το χρόνο τέτοιας διενέργειας.»

[*204]

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει επανειλημμένα ασχοληθεί με την προμελέτη και έδωσε τη δική της ερμηνεία.  Είναι κοινός παρονομαστής της νομολογίας ότι η προμελέτη κρίνεται με βάση τις περιστάσεις της υπόθεσης.  Το βάρος της απόδειξης το φέρει η Κατηγορούσα Αρχή.  Η προμελέτη κρίνεται με αυστηρό τρόπο αφού απαιτείται απόδειξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Είναι επίσης δεδομένο από τη νομολογία ότι η άσκηση βίας ή η πρόθεση πρόκλησης θανάτου δεν εξομοιώνεται με την προμελέτη. Όπως έχει λεχθεί στην απόφαση Ονησίλου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 556 η προμελέτη είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ανεξάρτητα από την πρόθεση πρόκλησης του θανάτου.  Στις σελίδες 569 και 570 αναφέρονται τα εξής:-

«Η προμελέτη είναι το στοιχείο που διακρίνει το έγκλημα του φόνου εκ προμελέτης (Άρθρο 203 – Κεφ. 154) από εκείνο της ανθρωποκτονίας (Άρθρο 205 – Κεφ. 154).  Η πρόκληση θανάτου με παράνομη πράξη προσδιορίζει το έγκλημα της ανθρωποκτονίας. Η προμελετημένη ανθρωποκτονία συνιστά το έγκλημα του φόνου εκ προμελέτης.

Η πρόκληση θανάτου δεν επιμαρτυρεί αφεαυτής προμελέτη.  Η προμελέτη δεν εξομοιώνεται αλλά αντίθετα διακρίνεται από την πρόθεση πρόκλησης θανάτου, εκδηλούμενη με την παράνομη πράξη που επιφέρει το θάνατο, που ήταν το κύριο γνώρισμα του εγκλήματος του φόνου με δόλια πρόθεση (murder with malice aforethought), γνωστό στο Κυπριακό Δίκαιο πριν την ανεξαρτησία.  Η προμελέτη, όπως υποδηλώνει ο όρος, και στερεότυπα επαναλαμβάνει η νομολογία των κυπριακών δικαστηρίων, πρέπει να αποδειχθεί ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πρόθεση πρόκλησης του θανάτου του θύματος, εκδηλούμενη από την παράνομη πράξη που επιφέρει το θάνατο. Η προμελέτη πρέπει να αποδειχθεί ως η κινητήρια δύναμη για τη φόνευση του θύματος.  Η αιτιώδης σχέση μεταξύ της προμελέτης και της θανάτωσης (του θύματος) πρέπει να είναι άμεση.»

Στην υπόθεση Ονησίλου αναφέρονται με επιδοκιμασία αποσπάσματα από την υπόθεση HadjiSavvas v. Republic (1988) 2 C.L.R. 37.  Στη σελίδα 44 αναφέρονται τα εξής:-

«Premeditation connotes prior planning or contemplation of the heinous deed in circumstances permitting cool reflection upon one’s acts. To find premeditated murder the killing must be the result of contemplated action conceived and carried out in cold [*205]blood. ….”

Μετάφραση στα Ελληνικά:-

«Η προμελέτη υποδηλώνει προγενέστερο σχεδιασμό ή μελέτη της αποτρόπαιας πράξης (νοείται του φόνου) κάτω από συνθήκες που επιτρέπουν ψυχρό αναλογισμό των πράξεων που μελετούνται. Για την απόδειξη του εγκλήματος του φόνου εκ προμελέτης ο φόνος πρέπει να είναι το αποτέλεσμα μελετημένης πράξης η οποία συνελήφθη και εκτελέστηκε εν ψυχρώ. ....»

Αφού εξηγείται ότι πρέπει να μεσολαβήσει κάποιος χρόνος μεταξύ της μελέτης του φόνου και της εκτέλεσης του σχεδίου, τονίζεται (σ. 44):-

«The significant element of the crime of premeditated murder, the one that primarily distinguishes it from the crime of murder with malice aforethought, known to English law, is that no inference about premeditation can be drawn from the fact of killing itself. In other words the Court cannot infer premeditation from the fact that the accused killed the victim.  Premeditation must be proved as a separate fact. …..”

Μετάφραση στα Ελληνικά:-

«Το κεφαλαιώδες στοιχείο του εγκλήματος του φόνου εκ προμελέτης, εκείνο το οποίο διακρίνει το έγκλημα από το φόνο με δόλια πρόθεση, γνωστό στο αγγλικό δίκαιο, είναι ότι δε μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα για την προμελέτη από το γεγονός της θανάτωσης.  Με άλλα λόγια δεν μπορεί να εξαχθεί εύρημα για προμελέτη από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος φόνευσε το θύμα.  Η προμελέτη πρέπει να αποδειχθεί ως ξεχωριστό γεγονός. ....»

Ο συνήγορος του εφεσείοντα εστιάζει την ύπαρξη προμελέτης στο γεγονός ότι ο εφεσίβλητος εναπόθεσε την προηγούμενη του εγκλήματος μεγάλους λίθους έμπροσθεν του ανοικτού χώρου για να αποτρέψει τη στάθμευση των οχημάτων των θυμάτων.  Επίσης στο γεγονός ότι πυροβόλησε μόνο τα θύματα, ενώ στη βεράντα υπήρχαν και άλλα πρόσωπα και επίσης ότι υπέβαλε παράπονα για τη στάθμευση των οχημάτων των θυμάτων σε αρμόδιους κυβερνητικούς υπαλλήλους. Ακόμα προέβαλε την υπερβολική χρήση βίας και την ηρεμία που είχε ο εφεσίβλητος κατά τη διάπραξη των εγκλημάτων.

Έχουμε διεξέλθει και μελετήσει με προσοχή τις εισηγήσεις του [*206]συνηγόρου του εφεσείοντα.  Έχουμε επίσης μελετήσει με προσοχή τη μαρτυρία, τα γεγονότα και τις περιστάσεις που περιβάλλουν την υπόθεση που με λεπτομέρεια αναφέρονται στην πολυσέλιδη (83 σελίδες) απόφαση του Κακουργιοδικείου.  Έχουμε καταλήξει ότι τα συμπεράσματα του Κακουργιοδικείου συνάδουν προς τη μαρτυρία και είναι εύλογα.  Επικροτούμε τα συμπεράσματα του που παραθέσαμε πιο πάνω στην απόφαση μας.  Όλοι οι λόγοι και κατά λογική συνέπεια όλες οι εισηγήσεις του συνηγόρου του εφεσείοντα απαντώνται από τη νομολογία και ιδιαίτερα από τις αποφάσεις HadjiSavvas και Ονησίλου.  Δεν υπήρχε ούτε άμεση ούτε και περιστασιακή μαρτυρία στο βαθμό που απαιτείται για να αποδειχθεί, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, προμελέτη.  Η βιαιότητα που επέδειξε ο εφεσίβλητος, η φαινομενική ηρεμία και η τοποθέτηση των λίθων την προηγούμενη μέρα δεν αποτελούν από μόνα τους ή από κοινού λαμβανόμενα, ως στοιχεία ή αποδείξεις που αποδεικνύουν, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, την προμελέτη, σύμφωνα με τη νομολογία.  Η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου στο θέμα ήταν ορθή και υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης εύλογη.

Η προμελέτη απαιτεί προγενέστερο σχεδιασμό ή μελέτη της πράξης κάτω από συνθήκες που επιτρέπουν ψυχρό αναλογισμό των πράξεων που μελετούνται και να είναι αποτέλεσμα μελετημένης πράξης που εκτελέστηκε εν ψυχρώ.

Η Κατηγορούσα Αρχή (εφεσείων) δεν απέσεισε το βάρος που είχε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την προμελέτη.

Οι λόγοι έφεσης, όσον αφορά την προμελέτη απορρίπτονται.

Με τέσσερις λόγους έφεσης ο εφεσείων προσβάλλει ως ανεπαρκή την ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο από το Κακουργιοδικείο. Και οι τέσσερις λόγοι είναι συναφείς.  Εστιάζει την κατ’ ισχυρισμόν ανεπάρκεια στο γεγονός ότι ο εφεσίβλητος βρέθηκε ένοχος για δύο ανθρωποκτονίες και ότι το ένα από τα θύματα ήταν μόλις 38 ετών, έγγαμος και πατέρας δύο ανήλικων παιδιών.  Επίσης τονίζει ότι η επιβληθείσα ποινή δεν εκπληρώνει τους σκοπούς της επιβολής της ποινής που είναι αφενός η τιμωρία του δράστη και η αναμόρφωση του καθώς και η ειδική και γενική πρόληψη του εγκλήματος.  Εισηγείται επίσης ο εφεσείων ότι η ποινή της εικοσαετούς φυλάκισης καθίσταται ανεπαρκής ενόψει της διαταγής του Κακουργιοδικείου όπως οι ποινές συντρέχουν.

Σημειώνουμε ότι πέμπτος λόγος έφεσης που προσέβαλλε τη διαταγή του Κακουργιοδικείου για συντρέχουσες ποινές αποσύρθηκε.

[*207]

Το Κακουργιοδικείο στην πολυσέλιδη απόφαση του για την ποινή επέβαλε ποινές φυλάκισης 20 και 18 χρόνων αντίστοιχα για τις δύο ανθρωποκτονίες, αφού έλαβε υπόψη κάθε παράγοντα που επηρεάζει το ύψος της ποινής.  Παραθέτουμε σχετικά αποσπάσματα από την πρωτόδικη απόφαση:-

«Η ανθρώπινη ζωή αποτελεί το ύψιστο αγαθό και η αφαίρεση της μέγιστο έγκλημα.  Η δέσμευση στην προστασία της ανθρώπινης ζωής επιβάλλει ανάλογο καθήκον για περιφρούρηση της, γεγονός που αντανακλάται στην κατηγορία που επιβάλλεται για εγκληματικές πράξεις που επιφέρουν την απώλεια ανθρώπινης ζωής. Για το λόγο αυτό προστίθεται αποτρεπτικός χαρακτήρας στην κατηγορία κάθε φονικής πράξης. Το έγκλημα της ανθρωποκτονίας καλύπτει ένα φάσμα εγκληματικής συμπεριφοράς και επομένως δεν είναι ευχερής ο καθορισμός τιμωρητικού πλαισίου έστω και μέσα σε πλατιά όρια. Όπου όμως το έγκλημα αυτό είναι το αποτέλεσμα ηθελημένης παράνομης πράξης, δικαιολογείται η επιβολή πολύχρονης ποινής φυλάκισης.»

Ακολούθως το Κακουργιοδικείο αφού προβαίνει σε μακρά παράθεση της νομολογίας επί του θέματος της ποινής και καταλήγει:-

«Αφού λαμβάνουμε υπόψη όλα τα πιο πάνω και έχοντας πάντοτε υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου, την ηλικία του, το λευκό του ποινικό μητρώο, την ομολογία και συνεργασία του στην Αστυνομία, βέβαια οι περιστάσεις ήτο τέτοιες που θα ήτο δύσκολη οιαδήποτε άλλη επιλογή, τα γεγονότα της υπόθεσης, την εκφρασθείσα σήμερα μεταμέλεια του και όλα όσα έχουμε αναφέρει πιο πάνω καταλήγουμε ότι οι αρμόζουσες ποινές υπό τις περιστάσεις είναι ως ακολούθως:-

1.   Στην πρώτη κατηγορία ποινή φυλάκισης 20 ετών.

2.   Στη δεύτερη κατηγορία ποινή φυλάκισης 18 ετών.»

Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ήδη εκτεθεί εκτενώς στην απόφαση μας. Όσον αφορά τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου τονίζουμε ότι αυτός κατά τον επίδικο χρόνο ήταν 57 ετών, πρόσφυγας.  Από τον πρώτο του γάμο απέκτησε 4, ενήλικα σήμερα, παιδιά. Από το δεύτερο του γάμο απέκτησε ένα παιδί ηλικίας 3 ετών. Ο εφεσίβλητος επαγγέλλεται τον οδηγό ταξί.

Ο κ. Σ. Μάτσας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, αφού εξέθεσε τους λόγους που θεωρεί την επιβληθείσα ποινή της 20ετούς φυ[*208]λάκισης ως ανεπαρκή και αφού μας παρέπεμψε στη νομολογία εισηγήθηκε ότι έπρεπε να επιβληθεί ποινή 25ετούς φυλάκισης.

Ο κ. Σαουρής είχε αποσύρει, εν τω μεταξύ, την έφεση του κατά της ποινής ως υπερβολικής.

Με βάση σταθερή θέση της νομολογίας, το καθήκον επιμέτρησης της ποινής βρίσκεται στους ώμους του πρωτόδικου δικαστή. Το εφετείο επεμβαίνει μόνον όταν καταφαίνεται ότι ήταν αποτέλεσμα σφάλματος αρχής, ή όταν είναι έκδηλα ανεπαρκής, δεν ικανοποιεί τους σκοπούς του νόμου, δεν είναι αποτρεπτική και δεν προστατεύει το κοινό. (Βλέπε: Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Εταιρείας Bisco Ltd. κ.ά. (1991) 2 Α.Α.Δ. 16, Γενικός Εισαγγελέας ν. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303).

Από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει τονισθεί ότι ακόμα και όταν επιβάλλεται η πρόσδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή, δεν ατονεί η υποχρέωση για εξατομίκευση της τιμωρίας ώστε να αρμόζει στις συνθήκες του παραβάτη, νοουμένου ότι η εξατομίκευση δεν οδηγεί στην εξουδετέρωση του στοιχείου της αποτροπής που επιβάλλουν η φύση και τα περιστατικά του αδικήματος.

Η σημασία των προσωπικών και οικογενειακών περιστάσεων του κατηγορουμένου, της ηλικίας του και του λευκού ποινικού μητρώου του αμβλύνεται όταν διαπιστώνεται η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής.  Η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δεν συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής (Βλέπε Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1985) 2 Α.Α.Δ. 224, Γενικού Εισαγγελέα ν. Στυλιανού (2001) 2 Α.Α.Δ. 55).

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου παρέχεται μόνο όπου υπάρχει σφάλμα αρχής ή όπου το στοιχείο της ανεπάρκειας βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα από το συσχετισμό της προς το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορουμένου.

Έχουμε εξετάσει με πάσα προσοχή το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης σε συνδυασμό με όλους τους παράγοντες οι οποίοι διέπουν την επιμέτρηση της ποινής.  Διαπιστώνουμε ότι το Κακουργιοδικείο έχει καθορίσει την ποινή μετά από στάθμιση και συνεκτίμηση όλων των σχετικών παραγόντων.  Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε λάθος αρχής ή οποιοδήποτε στοιχείο έκδηλης ανεπάρ[*209]κειας.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο