Ακκελίδου Κωνσταντίνα ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 249

(2005) 2 ΑΑΔ 249

[*249]28 Απριλίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΑΚΚΕΛΙΔΟΥ,

Εφεσείουσα,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7897)

 

Ποινικός Κώδικας ― Παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία, κατά παράβαση του Άρθρου 122(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Ακύρωση, κατά πλειοψηφία, καταδικαστικής απόφασης για παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία ― Εφετείο έκρινε ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς να υπάρχει αντικειμενική υπόσταση (actus reus) και ούτε εν πάση περιπτώσει θα υπήρχε έρεισμα για υποκειμενική υπόσταση (mens rea)  ― Εφαρμοστέες αρχές ως προς την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος.

Ποινική Δικονομία ― Κατηγορητήριο ― Πολλαπλότητα κατηγορίας ― Ορίζεται ως η συμπερίληψη στην ίδια κατηγορία πέραν του ενός αδικήματος ― Το μόνο ένα αδίκημα μπορεί να διαπράττεται με περισσότερο από ένα τρόπο, είτε ως προς την αντικειμενική υπόσταση είτε ως προς την υποκειμενική ― Σε τέτοια περίπτωση επιτρέπονται στην ίδια κατηγορία οι διαζεύξεις ― Κατά πόσο το Άρθρο 122(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, που δημιουργεί το αδίκημα της παρέμβασης σε δικαστική διαδικασία, δημιουργεί μόνο ένα αδίκημα ή πάσχει λόγω πολλαπλότητας.

Λέξεις και Φράσεις ― “Calculated”, στο Άρθρο 122(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 που μεταφράστηκε με τη λέξη «προορισμένη» ― Έχει στη συνηθισμένη της χρήση την έννοια της στόχευσης, δηλαδή του υπολογισμού στον οποίο προβαίνει κανείς ώστε η πράξη του να επιφέρει συγκεκριμένο, επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.

[*250]Ερμηνεία νόμων ― Νομοθετικές διατάξεις, που απαγορεύουν πράξεις ή συμπεριφορές με ευρεία διατύπωση και με ακαθόριστη διαβάθμιση, παρουσιάζουν ιδιαίτερη δυσκολία ερμηνείας ― Εφαρμοστέες αρχές ως προς τον ενδεδειγμένο τρόπο ερμηνείας τους.

Εφετείο ― Παρατήρηση Εφετείου αναφορικά με το Άρθρο 122(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 μετά από σύγκρισή του με τις διατάξεις στους περί Δικαστηρίων Νόμους με τις οποίες αυτό διαπλέκεται.

Το θέμα το οποίο εξετάζεται στην υπόθεση αυτή αφορά το κατά πόσο προκύπτει θέμα ποινικής ευθύνης της εφεσείουσας, Υπουργού Υγείας και, λόγω αξιώματος Προέδρου του Αντιναρκωτικού Συμβουλίου Κύπρου και αρμόδιας για τον καθορισμό Κέντρων Αποτοξίνωσης και Απεξάρτησης, η οποία έδωσε οδηγίες στη λειτουργό του Υπουργείου της κα Έλλη Μορφάκη να συντάξει και να στείλει επιστολή στη δικαστή κα Τερέζα Καρακάννα σε σχέση με εκκρεμούσα ποινική υπόθεση ορισμένη ενώπιόν της που αφορούσε τον χρήστη ναρκωτικών Κλεάνθη Πετρίδη. Η δικαστής ετοίμασε αμέσως πρακτικό σημειώνοντας ότι διάβασε την επιστολή, ότι αναζήτησε τον δημόσιο κατήγορο και το συνήγορο υπεράσπισης ώστε να τους ενημερώσει, ότι ενημέρωσε τον πρώτο και ότι θα έθετε την επιστολή στον δεύτερο κατά τη δικάσιμο, αφού δεν τον βρήκε, και τέλος ότι παρέδωσε την επιστολή στον Πρωτοκολλητή για καταχώρηση στο φάκελο της υπόθεσης.

Η επιστολή της Υπουργού συνοδευόταν από έκθεση της κας Έλλης Μορφάκη για την πορεία θεραπείας του Κλεάνθη Πετρίδη και τις προοπτικές. Καταληκτικά εκφραζόταν η άποψη πως, σε περίπτωση φυλάκισης, υπήρχε κίνδυνος εξουδετέρωσης των ως τότε ωφελημάτων της θεραπείας.

Η εφεσείουσα αντιμετώπισε κατηγορία για παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία κατά παράβαση του Άρθρου 122(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Κατά την έναρξη της δίκης ο συνήγορος υπεράσπισης ήγειρε ένσταση ότι η κατηγορία έπασχε από πολλαπλότητα.  Το Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση.  Η εφεσείουσα κατηγορήθηκε τότε και δεν παραδέχθηκε ενοχή.  Μετά το πέρας της υποθεσης της Κατηγορούσας Αρχής η υπεράσπιση υπέβαλε ότι δεν προέκυπτε εκ πρώτης όψεως υπόθεση.  Το Δικαστήριο δεν συμφώνησε.  Κάλεσε την εφεσείουσα η οποία επέλεξε να καταθέσει ενόρκως.

Το Δικαστήριο έκρινε ένοχη την εφεσείουσα.  Υπέδειξε ότι το αδίκημα δεν ήταν αυστηρής ευθύνης και επομένως απαιτείτο η απόδειξη υποκειμενικής υπόστασης (mens rea).  Θεώρησε ότι αυτό προέκυπτε τόσο από το λεκτικό της διάταξης, «συμπεριλαμβανομένης και της ανα[*251]φοράς “calculated” όπως απαντάται στο Άρθρο 122(β) του Cap 154» όσο και από τη φύση του αδικήματος.

Αναφορικά με τα κίνητρα της εφεσείουσας το Δικαστήριο ανέφερε ότι: «Τα κατά τα άλλα αξιέπαινα (laudable) κίνητρα της κατηγορουμένης να βοηθήσει υπό τη διπλή της ιδιότητα τον Κλεάνθη Πετρίδη δεν είναι δυνατόν να αναιρέσουν στην προκείμενη περίπτωση το αξιόποινο των ενεργειών της».

Την απαίτηση για υποκειμενική υπόσταση, «μέσα από μια αντικειμενική θεώρηση» καθώς ανέφερε το Δικαστήριο, την προσδιόρισε περαιτέρω ως εξής:

«Η πρόθεση που απαιτείται για να αποδειχθεί η υποκειμενική υπόσταση ενός αδικήματος μπορεί να συναχθεί από το σύνολο της μαρτυρίας και της συμπεριφοράς του δράστη.  Όπως αναφέρθηκε με άλλη στόχευση κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Έλλης Μορφάκη, η φραστική αναφορά σε ύπαρξη ή ανυπαρξία τέτοιας πρόθεσης δεν αποτελεί τον κρίσιμο παράγοντα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε εύρημα περί ύπαρξης ή ανυπαρξίας της στην κάθε δεδομένη περίπτωση αν και αποτελεί ασφαλώς αξιολογήσιμο στοιχείο μαρτυρίας το οποίο εντασσόμενο στο σύνολο της εικόνας μπορεί να οδηγήσει προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση.»

Το Δικαστήριο συμπλήρωσε πως τα όσα συνέθεταν το συμβάν:

«....... οδηγούν αναπόδραστα σε ένα και μόνον συμπέρασμα ότι δηλαδή με την απαιτούμενη υποκειμενική υπόσταση διενέργησε πράξη προορισμένη να επηρεάσει τη δικαστική διαδικασία στην υπόθεση 585/03 ή με τρόπο που ενδέχετο να επηρεάσει την εν λόγω διαδικασία, με το κατά πόσον τελικώς την επηρέασε ή όχι να παραμένει υπό τις περιστάσεις στοιχείο αδιάφορο.»

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση. Αμφισβήτησε την ορθότητα:

1) Της διαπίστωσης ότι δεν υπήρχε πολλαπλότητα της κατηγορίας στην όψη του κατηγορητηρίου.

2) Της κατάληξης ότι αποδείχθηκε η απαιτούμενη υποκειμενική υπόσταση. (Αναφορικά με αυτό το θέμα συζητήθηκε ο τρόπος της ερμηνευτικής προσέγγισης του Άρθρου 122(β). Προβλήθηκε ότι το Δικαστήρο απέτυχε να διακριβώσει τι είναι εκείνο στο οποίο αποβλέπει και να το συσχετίσει με την απαιτούμενη υποκειμενική υπόσταση).

Τέθηκε επίσης το ζήτημα κατά πόσο η εφεσείουσα ευθυνόταν για το [*252]ότι η κα Μορφάκη απηύθυνε την επιστολή στην ίδια τη δικαστή αντί στο Επαρχιακό Δικαστήριο.  Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε σχετικά ότι η έφεση δεν προσβάλλει το εύρημα απόδοσης ευθύνης στην εφεσείουσα.  Και δεν μπορεί να το αντιστρατεύεται με θέσεις που θα είχαν μόνο νόημα αν το εύρημα δεν υπήρχε.

Αποφασίστηκε ότι:

Υπό Νικολάου, Δ., συμφωνούντων και των Δικαστών Αρτεμίδη, Αρτέμη, Κωνσταντινίδη, Κραμβή, Γαβριηλίδη, Παπαδοπούλου, Φωτίου και Νικολάτου.

1.  Η εισήγηση για πολλαπλότητα της κατηγορίας δεν ευσταθεί.

2.  Αντικειμενική υπόσταση

     Η λέξη «calculated» που μεταφράστηκε με τη λέξη «προορισμένη», έχει στη συνηθισμένη της τώρα χρήση την έννοια της στόχευσης, δηλαδή του υπολογισμού στον οποίο προβαίνει κανείς ώστε η πράξη του να επιφέρει συγκεκριμένο, επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.

     Στην προκείμενη περίπτωση φαίνεται ότι πράξη «προορισμένη ή η οποία είναι ενδεχόμενο να ............» είναι πράξη που έχει εξ αντικειμένου κάποια τάση.  Σύμφωνα δε με τα υπόλοιπα που συμπληρώνουν το actus reus, η τάση αυτή πρέπει να είναι « ..... να παρεμποδίσει ή καθ’ οιονδήποτε τρόπον επηρεάσει οιανδήποτε δικαστικήν διαδικασίαν .....».  Το actus reus δεν είναι λοιπόν η οποιαδήποτε πράξη.  Είναι η πράξη με τη συγκεκριμένη τάση.  Πρέπει, επομένως να ερμηνευθεί και η έννοια της παρεμπόδισης και του επηρεασμού.

     Έχοντας ως μέτρο σύγκρισης τη σύγχρονη Αγγλική αντιμετώπιση περιπτώσεων όπου ακόμα προβλέπεται αυστηρή ευθύνη - συγκεκριμένα τις περιπτώσεις ποινικής καταφρόνησης με δημοσιεύματα, οι οποίες ρυθμίστηκαν με το Contempt Act 1981 - ο αυστηρός κανόνας ισχύει μόνο εφόσον δημιουργείται ουσιαστικός κίνδυνος ότι η πορεία της δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη διαδικασία θα εμποδιστεί ή θα επηρεαστεί σοβαρά: «.......substantial risk that the course of justice in the proceedings in question will be seriously impeded or prejudiced».  Δεν θα μπορούσαμε εμείς, ερμηνεύοντας τη δική μας διάταξη, στη βάση γενικών αρχών παρόμοιων με εκείνων που υποθεμελιώνουν το Αγγλικό νομοθέτημα να αποκλίνουμε προς το αυστηρότερο.

 

3.  Υποκειμενική υπόσταση

[*253]         Ειδική πρόθεση δεν χρειάζεται.  Θα χρειαζόταν μόνο εφόσον προβλεπόταν ρητά.  Στην προκείμενη περίπτωση, απαιτείται μόνο βασική πρόθεση.  Η οποία γενικά, θα πρέπει να συνοδεύει την κάθε πτυχή του actus reus, εκτός όπου ο δράστης γνώριζε πως η πράξη του ήταν ηθικά μεμπτή, κάτι που όμως δεν συμβαίνει εδώ.

     Για τις ανάγκες της προκείμενης περίπτωσης, πρόθεση του δράστη σημαίνει ένοχη σκέψη.  Δηλαδή, να έχει κατά νου ο δράστης τι θα επιφέρει με την πράξη του ή τουλάχιστον την πιθανότητα των επιπτώσεων. Δεν υπάρχει αμάχητο τεκμήριο περί πρόθεσης να επιφέρει κανείς τις φυσιολογικές επιπτώσεις των πράξεών του.  Είναι απαραίτητη η δικαστική κρίση, στη βάση της μαρτυρίας, ότι έτσι σκεφτόταν ο ίδιος ο δράστης. Όχι ότι έτσι θα σκεφτόταν ένας λογικός άνθρωπος αν ήταν στη θέση του δράστη. Υπήρξε λοιπόν πρωτοδίκως εσφαλμένη αυτοκαθοδήγηση ως προς την υποκειμενική υπόσταση αφού το Δικαστήριο εξέτασε την περίπτωση αποκλειστικά «μέσα από μια αντικειμενική θεώρηση των πραγμάτων».

4.  Στην προκείμενη περίπτωση η επιστολή της εφεσείουσας και η συνοδευτική έκθεση αφορούσαν στον τρόπο μεταχείρισης του αδικοπραγήσαντα σε κατηγορίες τις οποίες είχε παραδεχθεί και όχι σε άλλες ορισμένες για ακρόαση ούτε και υπήρξε ισχυρισμός ότι θα ήταν δυνατόν η δικαστική κρίση να επηρεαστεί σε εκείνες.  Η επικοινωνία έγινε ακριβώς για να πληροφορηθεί το Δικαστήριο ειδικά σε σχέση με την πτυχή των επιπτώσεων της ποινής φυλάκισης, σύμφωνα με την άποψη του Επιστημονικού Συντονιστή του Θεραπευτικού Σπιτιού.  Το υλικό θα ήταν χρήσιμο προκειμένου το Δικαστήριο να αντίκρυζε καλύτερα την περίπτωση εφόσον παρουσιαζόταν στο Δικαστήριο πάντοτε με τρόπο δικονομικά παραδεκτό. Στην πραγματικότητα η επικοινωνία δεν προοριζόταν ως προσωπική αλλά ως επίσημη, κρατική.

     Δεν υπήρχε το ενδεχόμενο να λειτουργήσει ή υπό αναφορά επικοινωνία βλαπτικά στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Δεν υπήρχε actus reus.  Ούτε εν πάση περιπτώσει θα υπήρχε έρεισμα για mens rea.

Υπό Χατζηχαμπή Δ., συμφωνούντων και των Δικαστών Κρονίδη και Ηλιάδη:

1.  Στην προκείμενη περίπτωση το actus reus συνίστατο στην αποστολή της επιστολής το περιεχόμενο της οποίας απεκάλυπτε βεβαίως, πέρα από την πληροφόρηση του Δικαστηρίου για το ιστορικό του κατηγορουμένου, τις επιπτώσεις που θα είχε ενδεχόμενη επιβολή ποινής φυλάκισής του. Έτσι η όλη τάση ης επιστολής ήταν να επηρεάσει το Δικαστήριο κατά της επιβολής ποινής φυλάκισης.

[*254]

2.  Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την απαιτούμενη υποκειμενική υπόσταση μπoρεί να συνάγεται από το σύνολο των γεγονότων. Το mens rea του εν λόγω αδικήματος του Άρθρου 122(β), δεν εμπεριέχει πρόθεση εκτροπής της δικαστικής διαδικασίας με την έννοια ότι η πράξη πρέπει να αποσκοπεί στην πρόκληση κακής απονομής της δικαιοσύνης.  Το ζητούμενο είναι η πρόθεση επηρεασμού του Δικαστηρίου με την εν λόγω παρέμβαση και όχι κατά πόσο ο επηρεασμός επιδιώκεται προς το καλό μάλλον παρά προς το κακό.  Δεν υπάρχει ως προς τούτο αναλογία με τη μορφή εκείνη της καταφρόνησης στο αγγλικό δίκαιο που περιγράφεται ως perversion of the course of justice όπου απαιτείται η απόδειξη παράνομης συμπεριφοράς που ενδέχεται να οδηγήσει σε εκτροπή ως κακή απονομή της δικαιοσύνης.

3.  Σε συμφωνία με την εφεσιβαλλόμενη απόφαση, η συμπεριφορά της εφεσείουσας, συνιστούσε καταφρόνηση του Δικαστηρίου τόσο κατά το Άρθρο 122(β) όσο και κατά το κοινοδίκαιο.

Η έφεση επιτράπηκε κατά πλειοψηφία.

Παρατήρηση Εφετείου: Σύγκριση μεταξύ των ποινικών διατάξεων στους περί Δικαστηρίων Νόμους (βλ. Ν. 7/49, Ν. 40/53, Ν. 66/55, Ν. 31/58, Ν. 14/60) και του Άρθρου 122(β) ως διάταξης του Ποινικού Κώδικα, αποκαλύπτει έλλειψη ορθολογικού νομοθετικού σχεδιασμού και ίσως να είναι καιρός για αναθεώρηση.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Χαραλάμπους v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 14,

Police v. Economides a.o. (1951) XX (Part II) C.L.R. 11,

D.P.P. v. Merriman [1973] AC 584,

Wilson [1979] 69 Cr. App. R. 83,

Kyriacou v. The Welfare Office (1961) C.L.R. 227,

Mallon a.o. v. Allon [1963] 3 All E.R. 843,

A.G. v. HjiConstanti (1969) 2 C.L.R. 5,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Μάρκου (2005) 2 Α.Α.Δ. 36,

[*255]McDowell v. Standard Oil Company (New Jersey) [1927] AC 632,

Hyam v. D.P.P. [1974] 2 All E R. 41,

R. v. G a.o. [2003] 4 All E.R. 765,

Χριστοφίδης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 148,

Dyce Sombre, 1 MAC. & G. 116,

R. v. Machin [1980] 3 All E.R. 151,

R. v. Lalani, 98/7393/W2,

Cosmos Press Ltd a.o. v. Police (1985) 2 C.L.R. 73,

Sunday Times v. U.K. [1979] 2 EHRR 245, EctHR,

R. v. Duffy a.o., Ex parte Nash [1960] 2 All E.R. 891,

AG v. Times Newspapers Ltd [1973] 3All E.R. 54,

Re Lornho PLC a.o. [1989] 2 All E.R. 1100.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από την εφεσείουσα η οποία ήταν Υπουργός Υγείας και, λόγω αξιώματος, Πρόεδρος του Αντιναρκωτικού Συμβουλίου Κύπρου, βάσει του περί Προλήψεως της Χρήσης και Διάδοσης Ναρκωτικών και Άλλων Εξαρτησιογόνων Ουσιών Νόμου του 2000 (Ν. 128(Ι)/00 όπως τροποποιήθηκε), και η οποία στις 10 Σεπτεμβρίου 2004, απέστειλε σε δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, επιστολή σε σχέση με εκκρεμούσα ποινική υπόθεση, ορισμένη ενώπιον της Δικαστού για τις 13 του μηνός, εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 25010/04) ημερ. 26/11/04, με την οποία κρίθηκε ένοχη στην κατηγορία την οποία αντιμετώπιζε, ότι, με αποδεδειγμένη την υποκειμενική υπόσταση διενήργησε πράξη προορισμένη να επηρεάσει τη δικαστική διαδικασία στην υπόθεση 585/03 ή με τρόπο που ενδέχετο να επηρεάσει την εν λόγω διαδικασία, με το κατά πόσον τελικώς την επηρέασε ή όχι να παραμένει υπό τις περιστάσεις στοιχείο αδιάφορο.

Ε. Ευσταθίου με Γ. Μυλωνά, για την Εφεσείουσα.

[*256]Μ. Μαλαχτού-Παμπαλλή, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Η. Στεφάνου, Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Δεν είμαστε ομόφωνοι ως προς το αποτέλεσμα. Την απόφαση της πλειοψηφίας που αποτελείται από εμένα και τους Δικαστές Αρτέμη, Κωνσταντινίδη, Νικολάου, Κραμβή, Γαβριηλίδη, Παπαδοπούλου, Φωτίου και Νικολάτο, θα δώσει ο Νικολάου, Δ.. Ο Δικαστής Χατζηχαμπής θα δώσει τη διϊστάμενη απόφαση του ιδίου και των Δικαστών Κρονίδη και Ηλιάδη.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.:  Η εφεσείουσα ήταν Υπουργός Υγείας και, λόγω αξιώματος, Πρόεδρος του Αντιναρκωτικού Συμβουλίου Κύπρου, βάσει του περί Προλήψεως της Χρήσης και Διάδοσης Ναρκωτικών και Άλλων Εξαρτησιογόνων Ουσιών Νόμου του 2000 (Ν.128(Ι)/00 όπως τροποποιήθηκε), όπως και η αρμόδια για τον καθορισμό  Κέντρων Αποτοξίνωσης και Απεξάρτησης,  βάσει του περί Περίθαλψης και Μεταχείρισης Τοξικομανών Νόμου του 1992 (Ν. 57(Ι)/92) όταν, στις 10 Σεπτεμβρίου 2004, απέστειλε στη δικαστή Τερέζα Καρακάννα, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, επιστολή σε σχέση με εκκρεμούσα ποινική υπόθεση, ορισμένη ενώπιον της για τις 13 του μηνός. Η δικαστής σημείωσε αμέσως σε πρακτικό το οποίο ετοίμασε ειδικά για το θέμα, ότι διάβασε την επιστολή, ότι αναζήτησε τον δημόσιο κατήγορο και τον συνήγορο υπεράσπισης ώστε να τους ενημερώσει, ότι βρήκε τον πρώτο αλλά όχι τον δεύτερο και, επομένως, υπόψη του θα έθετε την επιστολή κατά τη δικάσιμο και, τέλος, ότι παρέδωσε την επιστολή στον Πρωτοκολλητή για καταχώριση στο φάκελο της υπόθεσης.  Έπραξε ως εδώ όπως αναμενόταν.  Επιπλέον η δικαστής προέβη στην έκδοση ανακοινωθέντος αναφορικά με το συμβάν.

Το θέμα προσέλαβε μεγάλες διαστάσεις. Ξέσπασε θύελλα δημόσιων συζητήσεων με κύριο άξονα το κατά πόσο προέκυπτε θέμα ποινικής ευθύνης και, κατ’ επέκταση ή ανεξάρτητα, πολιτικής ευθύνης εφόσον η Υπουργός συνέχιζε να διατηρεί το αξίωμα της. Ο Γενικός Εισαγγελέας διέταξε ποινική ανάκριση το αποτέλεσμα της οποίας ήταν να προσαφθεί εναντίον της εφεσείουσας κατηγορία για παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία, κατά παράβαση του άρθρου 122(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Θεωρήθηκε ότι προέκυπτε μείζον θέμα αρχής με δύο πτυχές.  Η πρώτη, να παραμείνει η δικαιοσύνη απερίσπαστη.  Και η δεύτερη, να διατηρηθεί η διάκριση εξουσιών επί της οποίας θεμελιώνεται το Σύνταγμα της Κυπριακής Δη[*257]μοκρατίας.  Παραθέτουμε το κύριο μέρος των επί του προκειμένου θέσεων της Κατηγορούσας Αρχής όπως προτάθηκαν κατά τη δίκη:

«Η ουσία αυτής της υπόθεσης κ. δικαστά είναι ότι πρέπει πάση θυσία ο νομοθέτης να διασφαλίσει ότι οιαδήποτε παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία με οιονδήποτε εξωθεσμικό τρόπο είναι ποινικό αδίκημα. Αν ήταν διαφορετικά τα πράγματα και αν ακολουθούσαμε μια λογική όπως τέθηκε από την υπεράσπιση σημαίνει ότι απόψε που θα πάτε στο σπίτι σας ο καθένας από εμάς σ’ αυτή την αίθουσα έχει το δικαίωμα να σας τηλεφωνήσει και να σας πει για μια υπόθεση διαρρήξεων που έχετε αύριο ότι ο κατηγορούμενος όταν ήταν μικρός είναι παιδί που τον εγκατέλειψε η μάμμα του, ο παπάς του πέθανε όταν ήταν μικρός και διέπραξε αυτό που διέπραξε, καλόπιστα και αύριο θα σας τηλεφωνήσει και ένα πολιτικό πρόσωπο και εκείνος καλοπροαίρετα, καλόπιστα και εκείνος με έγνοια λεκτικά τουλάχιστον για το πρόσωπο του κατηγορούμενου.  Θεσμοθετείται δηλαδή με αυτή την ερμηνεία το ρουσφέτι με αντικειμενικό στόχο τη δικαστική εξουσία αυτή που διαφυλάττει αυτή η Δημοκρατία όσο λίγους θεσμούς όλα αυτά τα χρόνια, γι’ αυτό η υπόθεση είναι σοβαρή.  Είναι σοβαρή γιατί ενδεχόμενα μια τροπή που μπορεί να πάρει να οδηγήσει σε χάος αυτή τη Δημοκρατία.  Επαναλαμβάνω, η καλή διάθεση και καλή πρόθεση είναι ζητήματα που ενδεχόμενα να σχετίζονται και σχετίζονται με την επιλογή της ποινής με τον τρόπο τιμωρίας, αλλά δεν αφορά αυτή καθ’ αυτή τη διάπραξη του αδικήματος....................................................................................

Έχουμε μέλος της εκτελεστικής εξουσίας αυτού του κράτους.  Του ύψιστου βαθμού της εκτελεστικής εξουσίας και φθάνουμε έτσι αναπόφευκτα στα θεμελιώδη ζητήματα διάκρισης των εξουσιών και συνταγματικής τάξης. Αυτά τα οποία λεκτικά τουλάχιστον όλοι λένε ότι αποτελούν το θεμέλιο του κράτους δικαίου.  Για να αποτελεί όχι μόνο λεκτικά αλλά και ουσιαστικά το κράτος δικαίου  θα πρέπει το μήνυμα που θα βγεί να είναι ότι το δικαστήριο λειτουργεί με βάση θεσμούς, θεσμοθετημένους κανόνες και διαδικασίες αυστηρότατες, θεσμοθετημένες από το νόμο και αν δεν το ξέρουμε, δεν είναι του δικαστηρίου πρόβλημα.»

Τα γεγονότα της υπόθεσης δηλώθηκαν από την αρχή ως παραδεκτά.  Όμως ένα σημείο διατυπώθηκε με γενικότητα για να διευκρινιστεί περαιτέρω με τη μαρτυρία.  Θα περιοριστούμε σε μόνο τα ουσιώδη αλλά με στόχο να μεταδώσουμε ζωντανή την εικόνα.

[*258]Ο Κλεάνθης Πετρίδης ήταν συγκατηγορούμενος με δύο άλλα πρόσωπα στην ποινική υπόθεση αρ. 585/03 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, η οποία είχε καταχωριστεί τον Ιανουάριο του 2003. Αντιμετώπιζε έξι κατηγορίες για ναρκωτικά.  Στην πορεία, κατά την οποία σημειώθηκαν πολλές αναβολές, η μια κατηγορία αναστάληκε και σε δύο άλλες  έγινε παραδοχή.  Έτσι σε σχέση με αυτόν τον κατηγορούμενο στις 13 Σεπτεμβρίου 2004, παρέμεναν για ακρόαση οι υπόλοιπες τρεις και για γεγονότα και ποινή οι δύο. Προηγείτο βέβαια η ετυμηγορία του δικαστηρίου στις υπό αμφισβήτηση. 

Το πρόσωπο για το οποίο γίνεται λόγος είχε ενταχθεί από τον Ιανουάριο του 2004 σε κλειστό πρόγραμμα απεξάρτησης στο κρατικό Θεραπευτικό Σπίτι «Πυξίδα».  Η εφεσείουσα τον συνάντησε σε δύο επισκέψεις της εκεί, μια τον Ιανουάριο και άλλη το καλοκαίρι του 2004. Ήταν ως εκ τούτου ενήμερη για την περίπτωση του.  Επιπλέον η μητέρα του της έγραψε, πρώτα στις 6 Μαΐου 2004 και ύστερα, με παρόμοιο περιεχόμενο, στις 11 Ιουλίου 2004, παρακαλώντας την να ασκήσει την επιρροή της για αναστολή της δίωξης επειδή κινδύνευαν να χαθούν τα όσα είχαν ήδη επιτευχθεί από τη θεραπεία. Η έκκληση της μητέρας συνοψίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα:

«Αν με την άσκηση της εξουσίας και επιρροής σας καταφέρετε να ζητηθεί αναστολή ποινικής δίωξης στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο γιος μου, πιστεύω θα ήταν μεγάλη η συμβολή στην ολοκλήρωση της θεραπείας και σωτηρίας του και ταυτόχρονα θα αποτελούσε η περίπτωση του γιου μου ένα πολύ δυνατό παράδειγμα που η συνεργασία κράτους και γονέων κατάφεραν να επαναφέρουν στην κοινωνία ένα ναρκομανή κάτι που απ’ ότι γνωρίζω δεν έχει προηγούμενο στην Κύπρο.»

Η εφεσείουσα σημείωσε επί της πρώτης επιστολής, απευθυνόμενη  προς τη  λειτουργό  του  Υπουργείου κα Έλλη Μορφάκη, τα εξής: «Παρακαλώ διερευνήστε το θέμα και ρωτήστε και το Φερνάντο τι γίνεται στην Ευρώπη.  Ενημερώστε το Γενικό για μέτρα και ενημερώστε με όταν επιστρέψω.» Στη δεύτερη επιστολή η εφεσείουσα σημείωσε: «Παρακαλώ να μιλήσω με κ. Π. Κληρίδη.» Πράγματι η εφεσείουσα επικοινώνησε με τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα κ. Π. Κληρίδη η απάντηση του οποίου ήταν αρνητική ως προς την αναστολή της δίωξης, τόσο αρχικά όσο και αργότερα, όταν μελέτησε τα περαιτέρω  στοιχεία που του δόθηκαν.

Ενώ πλησίαζε η ημερομηνία κατά την οποία η υπόθεση ήταν ορισμένη στο δικαστήριο, η εφεσείουσα έδωσε οδηγίες στην κα Μορ[*259]φάκη να ζητήσει έκθεση για την πορεία θεραπείας του Κλεάνθη Πετρίδη και τις προοπτικές.  Επίσης της έδωσε οδηγίες, σε γενικές γραμμές, να συντάξει και να στείλει την επιστολή που είναι το αντικείμενο της παρούσας υπόθεσης.  Σύμφωνα με τα δηλωθέντα ως παραδεκτά γεγονότα:

«Η Υπουργός Υγείας έδωσε οδηγίες στην κα Μορφάκη να ετοιμάσει επιστολή και να προωθηθεί στο δικαστήριο αφού ληφθεί προηγουμένως η έκθεση του θεράποντος ιατρού.  Σύμφωνα με τις οδηγίες της Υπουργού η επιστολή θα αποστέλλετο στο όνομα της ως Υπουργού αλλά πρωτίστως, ως Προέδρου του Αντιναρκωτικού Συμβουλίου και θα έθετε ενώπιον του εκδικάζοντος δικαστηρίου όλες τις πληροφορίες που αφορούσαν την θεραπεία του Κλεάνθη Πετρίδη. Θα γινόταν επίσης αναφορά στους στόχους και το έργο του κράτους στον τομέα της αντιμετώπισης του προβλήματος των ναρκωτικών.  Στην επιστολή θα αναφέρετο ότι η Υπουργός Υγείας δεν είχε πρόθεση να επηρεάσει το έργο της Δικαιοσύνης.  Η Υπουργός Υγείας θα αναχωρούσε στο εξωτερικό για υπηρεσιακούς λόγους νωρίς το πρωί της Δευτέρας 6.9.04 και θα επέστρεφε στην Κύπρο το βράδυ της Παρασκευής 10.9.04.»

Η κα Μορφάκη εξήγησε στη μαρτυρία της, η οποία θεωρήθηκε πλήρως αξιόπιστη ότι, έχοντας υπόψη τα στενά πια χρονικά περιθώρια, αφού πληροφορήθηκε  το όνομα της δικαστού που χειριζόταν την υπόθεση επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τη στενογράφο της για να πληροφορηθεί τον αριθμό στον οποίο θα έστελλε τηλεομοιότυπο της επιστολής.  Ανέφερε στη στενογράφο τον σκοπό γενικά της επιστολής, τονίζοντας όμως και ειδικά την ανησυχία μήπως η δικαστής θεωρήσει ότι δεν υπήρχαν κατάλληλα κέντρα απεξάρτησης, γιατί πρόσφατα αυτό είχε πει το Κακουργιοδικείο ενώ έλειπε μόνο η τυπική έκδοση των σχετικών διαταγμάτων από την Υπουργό.  Στη δίκη διερευνήθηκε το κατά πόσο οι οδηγίες  η επιστολή «να προωθηθεί στο δικαστήριο», σήμαινε την προώθηση απρόσωπα στο δικαστήριο ή την προώθηση στο/στη δικαστή που χειριζόταν την υπόθεση.  Η προσαχθείσα μαρτυρία οδήγησε  το δικαστήριο σε εύρημα ότι η επιλογή ήταν  να προωθηθεί η επιστολή στο/στη δικαστή που χειριζόταν την υπόθεση  και δεν μπορούσε παρά να αποδοθεί στην εφεσείουσα.

Θεωρούμε επιβεβλημένο να παραθέσουμε ολόκληρη την επίμαχη επιστολή:

«                                                 ΓΡΑΦΕΙΟ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

[*260]                                          ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΚΥΠΡΟΣ

Αρ. Φακ.Υ.Υ:12.302.5.21

Τηλ. 22400103/104                 

                                                     10 Σεπτεμβρίου 2004

ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΗ

ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΝ ΜΕ ΦΑΞ

Κυρία Τερέζα Καρακάννα

Επαρχιακό Δικαστή

Δικαστήριο Λάρνακας

 

Αγαπητή Κυρία Καρακάννα,

Επικοινωνώ μαζί σας υπό τη διπλή μου ιδιότητα δηλαδή και ως Πρόεδρος του Αντιναρκωτικού Συμβουλίου Κύπρου, και επιθυμώ να θέσω υπόψη σας ορισμένες πληροφορίες που σχετίζονται με την υπόθεση του Κλεάνθη Πετρίδη, η οποία όπως έχω πληροφορηθεί θα εκδικαστεί ενώπιον σας στις 13 Σεπτεμβρίου 2004 με αρ. 585/03.

Το συγκεκριμένο άτομο, με ιστορικό χρόνιας χρήσης ηρωίνης, μετά από αλλεπάλληλες προσπάθειες αποτοξίνωσης σε εξωτερική βάση, τον περασμένο Ιανουάριο αποφάσισε να ενταχθεί στο κλειστό πρόγραμμα απεξάρτησης του Θεραπευτικού Σπιτιού “Πυξίδα”, που αποτελεί νεοιδρυθείσα δομή των κρατικών Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας.

Στο διάστημα που μεσολάβησε, ο Κλεάνθης υπήρξε απόλυτα συνεργάσιμος και ολοκλήρωσε με επιτυχία το πρόγραμμα της απεξάρτησης, ενώ από τις 11 Αυγούστου 2004, παρακολουθεί το πρόγραμμα κοινωνικής επανένταξης το οποίο βρίσκεται σε εξέλιξη.

Σημειώνεται ότι, το εν λόγω άτομο έχει εξασφαλίσει εργασία στη Λάρνακα ενώ ταυτόχρονα συμμετέχει στα εξωτερικά προγράμματα της “Πυξίδας”.  Παρά τη μέχρι στιγμής επιτυχή του πορεία, η παρακολούθηση του είναι απόλυτα αναγκαίο να συνεχίσει για άλλους έξι μήνες.

Όπως γνωρίζετε, το φαινόμενο των ναρκωτικών έχει προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις στο τόπο μας, με όλες τις αρνητικές συνέπειες που αυτό συνεπάγεται. Στόχος της παρούσας Κυβέρνησης, είναι να αντιμετωπίσει το πολυδιάστατο αυτό πρόβλημα με [*261]αποτελεσματικό τρόπο με την υλοποίηση της Εθνικής Στρατηγικής και Σχεδίων Δράσης για τη μείωση της ζήτησης και της προσφοράς που έχει καταρτίσει για τα έτη 2004-2008.

Η πιο πάνω προσπάθεια συνεπάγεται την ενεργό εμπλοκή όλων των φορέων του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, με πρωταρχική βέβαια την ευθύνη του κράτους, που οφείλει μεν να επενδύσει στην πρόληψη, αλλά ταυτόχρονα να δώσει τις ευκαιρίες στα άτομα που είναι ήδη χρήστες, να απεξαρτηθούν και να επανενταχθούν στο κοινωνικό σώμα.

Προς την κατεύθυνση αυτή έχουν ήδη δημιουργηθεί δύο σύγχρονα Κέντρα Αποτοξίνωσης και Απεξάρτησης, η “Άνωση” στη Λεμεσό και η “Πυξίδα” στη Λευκωσία, ενώ σύντομα αναμένεται η δημιουργία ξεχωριστού κέντρου αποτοξίνωσης και απεξάρτησης για ανήλικους χρήστες.

Όλες οι πιο πάνω πληροφορίες τίθενται υπόψη σας  χωρίς πρόθεση παρέμβασης στο έργο της δικαιοσύνης, με την πεποίθηση ότι η γνώση όλων των παραμέτρων ενός προβλήματος συμβάλλει στην αποτελεσματική αντιμετώπιση του.

Σχετική έκθεση του επιστημονικού Συντονιστή του Θεραπευτικού Σπιτιού “Πυξίδα” για την περίπτωση του Κλεάνθη Πετρίδη σας αποστέλλεται.

Παραμένω βέβαια στη διάθεσή σας, για τυχόν διευκρινήσεις και πρόσθετες πληροφορίες που πιθανόν να χρειαστείτε.

                                                       Με εκτίμηση

                                             Κωνσταντίνα Ακκελίδου

                                                 (Υπουργός Υγείας)        »

Ως προς την έκθεση ημερ. 2 Σεπτεμβρίου 2004, η οποία συνόδευε την επιστολή, σημειώνουμε ότι αναφερόταν στις περιστάσεις και τα μέχρι τότε αποτελέσματα της συμμετοχής του Κλεάνθη Πετρίδη στο πρόγραμμα απεξάρτησης, όπως και στην ανάγκη συνέχισης και τις προοπτικές της θεραπείας. Καταληκτικά εκφραζόταν η άποψη πως, σε περίπτωση φυλάκισης, υπήρχε κίνδυνος εξουδετέρωσης των ως τότε ωφελημάτων της θεραπείας.

Με την προσαφθείσα κατηγορία, καταλογιζόταν στην εφεσείουσα ότι:

[*262]

«ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Η κατηγορούμενη, κατά ή περί την 10η Σεπτεμβρίου 2004, στη Λευκωσία και τη Λάρνακα, διενήργησε πράξη προορισμένη ή η οποία ήταν ενδεχόμενο να επηρεάσει δικαστική διαδικασία, δηλαδή, απέστειλε προς τη δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας κ. Τερέζα Παρασκευαϊδου-Καρακάννα επιστολή (η οποία συνοδευόταν από επιστολή ημερομηνίας 2 Σεπτεμβρίου 2004 του Επιστημονικού Συντονιστή του Θεραπευτικού Σπιτιού “Πυξίδα”) με την οποία έθετε σε γνώση της δικαστού στοιχεία και απόψεις που αφορούσαν την Ποινική Υπόθεση 585/03 η οποία ήταν υπό εκδίκαση ενώπιον της εν λόγω δικαστού.»

Κατά την έναρξη της δίκης στο Επαρχιακό Δικαστήριο, ο συνήγορος υπεράσπισης ήγειρε ένσταση ότι η κατηγορία έπασχε από πολλαπλότητα. Ανέφερε τα εξής:

«Πιο συγκεκριμένα αποτελεί αδίκημα κατά παράβαση του 122(β) όταν κάποιο πρόσωπο προβαίνει σε μια πράξη με πρόθεση προορισμένη, λέει ο νόμος, να επηρεάσει δικαστική διαδικασία.  Εδώ δηλαδή ο δράστης του αδικήματος αυτού προβαίνει στην πράξη με συγκεκριμένη, εξειδικευμένη πρόθεση να επηρεάσει. Σύζυγο δηλαδή στοιχείο είναι ευθέως η πρόθεση να επηρεάσει.  Αυτό είναι το πρώτο.  Τα αδικήματα στο άρθρο 122(β), το δεύτερο, συνίσταται και θεμελιώνεται ότι το πρόσωπο προβαίνει εις πράξη η οποία ενδέχεται να επηρεάσει δικαστική διαδικασία.  Εδώ δε χρειάζεται η ειδική πρόθεση να επηρεαστεί η δικαστική διαδικασία.  Βέβαια και στη δεύτερη τούτη διαδικασία απαιτείται η εγκληματική πρόθεση, το όλο mens rea που είναι άλλο θέμα που αφορά την ουσία σε αργότερο στάδιο. Το κατηγορητήριο ως είναι διατυπωμένο συμπεριλαμβάνει και τα δύο σαν αν ήταν ένα και μόνο.  Συνεπώς η κατηγορία πάσχει λόγω πολλαπλότητας και πρέπει να απορριφθεί.»

Η συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής αντέτεινε ότι το άρθρο 122(β) δημιουργούσε μόνο ένα αδίκημα.  Παρέπεμψε δε στο  άρθρο 39(δ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, το οποίο επιτρέπει τη διατύπωση διαζευκτικών τρόπων διάπραξης του ενός αδικήματος στην ίδια κατηγορία. Το δικαστήριο εξέδωσε ταχέως ενδιάμεση απόφαση με την οποία υπέδειξε συνοπτικά ότι από το λεκτικό του άρθρου προέκυπτε μόνο ένα αδίκημα.

Η εφεσείουσα κατηγορήθηκε τότε στο δικαστήριο και δεν παρα[*263]δέχθηκε ενοχή.  Η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε ως μάρτυρες την κα Μορφάκη, τη στενογράφο της δικαστού και τον δικηγόρο του Κλεάνθη Πετρίδη.  Μετά το πέρας της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής, η υπεράσπιση υπέβαλε ότι δεν προέκυπτε εκ πρώτης όψεως υπόθεση.  Το δικαστήριο δεν συμφώνησε.  Κάλεσε την εφεσείουσα η οποία επέλεξε  να καταθέσει ενόρκως.

Με απόφαση, ημερ. 26 Νοεμβρίου 2004, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσείουσα ήταν ένοχη. Υπέδειξε ότι το αδίκημα δεν ήταν αυστηρής ευθύνης και επομένως απαιτείτο η απόδειξη υποκειμενικής υπόστασης (mens rea).  Θεώρησε ότι αυτό προέκυπτε τόσο από το λεκτικό της διάταξης, «συμπεριλαμβανομένης και της αναφοράς “calculated” όπως απαντάται στο άρθρο 122(β) του Cap. 154» όσο και από τη φύση του αδικήματος.  Ως προς τον σκοπό της επιστολής και της συνοδευτικής έκθεσης, το Δικαστήριο ανέφερε ότι απεστάλησαν:

«.... με σκοπό να παραληφθούν από τη δικαστή Καρακάννα για να τη λάβει υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής του Κλεάνθη Πετρίδη ή και να την αξιολογήσει με τον τρόπο που θα έκρινε ορθόν και πρέπον.  Πέραν από τη γενικότερη επιθυμία της κατηγορούμενης να πληροφορήσει το δικαστήριο για τα περί του Κλεάνθη Πετρίδη, η επιστολή στόχευε και στην πληροφόρηση του δικαστηρίου για την ύπαρξη κατάλληλων χώρων απεξάρτησης και αποθεραπείας εξαρτωμένων ατόμων τα οποία θεωρήθηκαν – μάλλον άστοχα κατά την άποψη τόσον της Μορφάκη όσον και της κατηγορούμενης – ως μη υπάρχοντα, σε απόφαση του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας .....»

Διευκρίνισε δε, με σχετικό εύρημα, ότι ο σκοπός για τον οποίο αναγράφηκε στην επιστολή η λέξη «εμπιστευτική» ήταν  μόνο για προστασία των προσωπικών δεδομένων του Κλεάνθη Πετρίδη στα οποία αναφερόταν η έκθεση.  Ως προς το πώς σκέφτηκε η εφεσείουσα, το Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:

«Δέχομαι όμως ως αξιόπιστες τις αναφορές της για το ότι σε όλους τους κρίσιμους χρόνους τα ελατήρια της ήταν ανθρωπιστικά και είχαν τις καταβολές τους στην επιθυμία της τόσον ως ατόμου όσον και ως Υπουργού και Προέδρου του Αντιναρκωτικού Συμβουλίου να βοηθήσει τον Κλεάνθη Πετρίδη κάτι που θεωρούσε ενδεδειγμένο και επιτρεπτό υπό τις περιστάσεις, ανεξαρτήτως ασφαλώς του πώς τελικώς οι πράξεις της αυτές θα μπορούσαν να ιδωθούν μέσα από μια αντικειμενική θεώρηση των πραγμάτων ως αντιβαίνουσες στις πρόνοιες του άρθρου βά[*264]σει του οποίου δικάζεται.

...............................................................................................................

Τα κατά τα άλλα αξιέπαινα (laudable) κίνητρα της κατηγορούμενης να βοηθήσει υπό τη διπλή της ιδιότητα τον Κλεάνθη Πετρίδη δεν είναι δυνατόν να αναιρέσουν στην προκειμένη περίπτωση το αξιόποινο των ενεργειών της.  Ούτε και το γεγονός ότι τρίτοι, λειτουργοί του Υπουργείου της ή άλλοι, δεν την πληροφόρησαν για το απαράδεκτο του εγχειρήματος της – πόσον μάλλον η στενογράφος Λίζα Σαββίδου η οποία παραδέχθηκε στην αντεξέταση ότι δεν πληροφόρησε σχετικώς τις κοπέλες που της τηλεφώνησαν από το Υπουργείο Υγείας – θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο αναφοράς για ανατροπή του ευρήματος περί της πρόθεσης της κατηγορούμενης.»

Την απαίτηση για υποκειμενική υπόσταση, «μέσα από μια αντικειμενική θεώρηση», καθώς ανέφερε, την προσδιόρισε περαιτέρω ως εξής:

«Η πρόθεση που απαιτείται για να αποδειχθεί η υποκειμενική υπόσταση ενός αδικήματος μπορεί να συναχθεί από το σύνολο της μαρτυρίας και της συμπεριφοράς του δράστη.  Όπως αναφέρθηκε με άλλη στόχευση κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Έλλης Μορφάκη, η φραστική αναφορά σε ύπαρξη ή ανυπαρξία τέτοιας πρόθεσης δεν αποτελεί τον κρίσιμο παράγοντα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε εύρημα περί ύπαρξης ή ανυπαρξίας της στην κάθε δεδομένη περίπτωση αν και αποτελεί ασφαλώς αξιολογήσιμο στοιχείο μαρτυρίας το οποίο εντασσόμενο στο σύνολο της εικόνας μπορεί να οδηγήσει προς  τη μια ή την άλλη κατεύθυνση.»

Το δικαστήριο συμπλήρωσε  πως τα όσα συνέθεταν το συμβάν:

«..... οδηγούν αναπόδραστα σε ένα και μόνον συμπέρασμα ότι δηλαδή με την απαιτούμενη υποκειμενική υπόσταση διενέργησε πράξη προορισμένη να επηρεάσει τη δικαστική διαδικασία στην υπόθεση 585/03 ή με τρόπο που ενδέχετο να επηρεάσει την εν λόγω διαδικασία, με το κατά πόσον τελικώς την επηρέασε ή όχι να παραμένει υπό τις περιστάσεις στοιχείο αδιάφορο.»

Mε την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης άποψης ως προς το ζήτημα πολλαπλότητας της κατηγορίας.  Επίσης αμφισβητείται η πρωτόδικη κατάληξη ότι αποδείχθηκε η απαιτούμενη υποκειμενική υπόσταση.  Τίθεται, σε σχέση με αυτήν, πληθώρα σημείων. Ξεχωρίζουμε ως άξιο συζήτησης μόνο ένα. Αφορά στον [*265]τρόπο με τον οποίο προσεγγίστηκε ερμηνευτικά το άρθρο 122(β).  Προβάλλεται ότι το δικαστήριο απέτυχε να διακριβώσει τι είναι εκείνο στο οποίο αποβλέπει και να το συσχετίσει με την απαιτούμενη υποκειμενική υπόσταση.  Τίθεται και ένα τρίτο ζήτημα.  Αφορά στο κατά πόσο η εφεσείουσα ευθυνόταν για το ότι η κα Μορφάκη απηύθυνε την επιστολή στην ίδια τη δικαστή αντί στο Επαρχιακό Δικαστήριο.  Όπως ήδη αναφέραμε, το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη σε σχετικό εύρημα με το οποίο απέδωσε την ευθύνη στην εφεσείουσα. Η έφεση δεν προσβάλλει αυτό το εύρημα.  Και δεν μπορεί να το αντιστρατεύεται με θέσεις που νόημα θα είχαν μόνο αν το εύρημα δεν υπήρχε.

Αρχίζουμε με το ζήτημα της πολλαπλότητας. Αναφερόμαστε συγκεκριμένα στην περίπτωση πολλαπλότητας στην όψη του κατηγορητηρίου αφού τα δεδομένα καθιστούν αχρείαστη την αναφορά στην περίπτωση πολλαπλότητας κατόπιν συσχετισμού του κατηγορητηρίου με την προσαχθείσα μαρτυρία: βλ. Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 14. Η πολλαπλότητα ορίζεται ως η συμπερίληψη στην ίδια κατηγορία πέραν του ενός αδικήματος.  Είναι αυστηρός ο κανόνας ότι η κατηγορία δεν πρέπει να περιέχει περισσότερο από ένα αδίκημα. Για να γνωρίζει η υπεράσπιση  επακριβώς τι είναι που αντιμετωπίζει.  Αλλιώς ενδέχεται να επηρεαστεί δυσμενώς.  Και για να παρέχεται η δυνατότητα διακρίβωσης προηγούμενης καταδίκης ή αθώωσης autrefois convict ή acquit για το ίδιο αδίκημα σε περίπτωση μεταγενέστερης κατηγορίας: βλ. π.χ. The Police v. Economides & Others [1951] XX (Part II) C.L.R. 11.  Το κατά πόσο η ποινική διάταξη αποβλέπει στη δημιουργία μόνο ενός αδικήματος ή περισσοτέρων, είναι ζήτημα ερμηνείας, με πρακτική μάλλον παρά με αναλυτική διάθεση, υπό το φως της κοινής λογικής και του τι είναι δίκαιο υπό τις περιστάσεις: βλ. D.P.P. v. Merriman [1973] AC 584 (ιδιαίτερα στις σελ. 593 Α-Ε και 607 C) και Wilson [1979] 69 Cr App. R. 83 (ιδιαίτερα στις σελ. 85-87 και 88).  Χωριστά αδικήματα στην ίδια διάταξη έχουμε όταν προβλέπεται για το καθένα διαφορετική, από τη φύση της, πράξη: βλ. Frangiskos Kyriacou v. The Welfare Office (1961) C.L.R. 227, Mallon and another v. Allon [1963] 3 All E.R. 843.  Όταν όμως η πράξη είναι βασικά του ίδιου είδους αλλά διαφέρει στη μορφή της δεν έχουμε παρά μόνο ένα αδίκημα: βλ. A.G. v. HjiConstanti (1969) 2 C.L.R. 5, Police v. Economides & Others (ανωτέρω).  Το μόνο ένα αδίκημα μπορεί να διαπράττεται με περισσότερο από ένα τρόπο, είτε ως προς την αντικειμενική υπόσταση είτε ως προς την υποκειμενική.  Σε τέτοια περίπτωση επιτρέπονται στην ίδια κατηγορία οι διαζεύξεις.  Αυτό συνέβηκε και στην προκείμενη περίπτωση.

[*266]Οι απαγορευτικές διατάξεις του άρθρου 122 εισήχθησαν στον Ποινικό Κώδικα της Κύπρου με τον τροποποιητικό Ν. 20/55. Ήταν βέβαια, αρχικά διατυπωμένες στην Αγγλική γλώσσα.  Ως εξής:

«122.         Any person who does any act –

  (a)   calculated, or which is likely, to deter any person from acting in any judicial capacity or in any manner as counsel, witness or party in any judicial proceedings;

  (b) calculated, or which is likely, to obstruct, or in any way interfere with, any judicial proceedings, is guilty of a misdemeanour and is liable to imprisonment for three years.»

Με τον τροποποιητικό N. 41/64, η παράγραφος (β) επεκτάθηκε ώστε να καλύπτει όχι μόνο δικαστικές διαδικασίες αλλά και  αστυνομικές έρευνες που διεξάγονται με σκοπό την έναρξη δικαστικής διαδικασίας όπως και άλλες έρευνες διεξαγόμενες βάσει νόμου.  Η εν λόγω παράγραφος διατυπώθηκε τότε ολόκληρη στην Ελληνική γλώσσα.  Θα ήταν παράξενο αν γινόταν αλλιώς.  Το κείμενο ήταν άλλωστε σύντομο και προφανώς δεν υπήρξε ανησυχία ότι προέκυπτε πρόβλημα πιστής απόδοσης του.  Αποφεύχθηκε έτσι το φαινόμενο, το οποίο έχουμε ακόμα σε ορισμένες περιπτώσεις, της δημιουργίας μωσαϊκού ως αποτέλεσμα του εμβολιασμού  Αγγλικού   κειμένου με τροποποιήσεις στην Ελληνική. Είναι κατά την  άποψη  μας   προφανές  ότι  δεν υπήρξε βούληση νομοθέτησης εξ υπαρχής.  Δεν  σκοπείτο  η μεταβολή εννοιών.  Η διάταξη στο άρθρο 122(β) διαβάζεται λοιπόν τώρα ως εξής:

«122.         Όποιος προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη –

  (α)   .................................................................................................

  (β)   προορισμένη ή η οποία είναι ενδεχόμενο να παρεμποδίσει ή με οποιοδήποτε τρόπο να επηρεάσει οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία ή οποιαδήποτε αστυνομική έρευνα που διεξάγεται με σκοπό έναρξης δικαστικής διαδικασίας, ή έρευνα που διεξάγεται με βάση τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.»

Ο συνήγορος υπεράσπισης εισηγήθηκε πρωτοδίκως, όπως και ενώπιον μας, ότι  το άρθρο 122(β) κωδικοποιεί τις Αγγλικές αντιλήψεις για  περιφρούρηση της  απονομής της δικαιοσύνης και επομένως, το κοινό δίκαιο με το ιστορικό του, τα Αγγλικά νομοθετήματα όπου ενσωματώθηκαν κάποιες πτυχές, αλλά κυρίως η τάση την οποία φανερώνει η πιο πρόσφατη Αγγλική νομολογία, αποτε[*267]λούν  απαραίτητες πηγές για την ερμηνεία.  Αντίθετη άποψη εξέφρασε η συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής. Διατύπωσε την άποψη της ως εξής:

«Έρχομαι στην ερμηνεία του άρθρου και ότι αυτό ουσιαστικά κωδικοποιεί το κοινοδίκαιο.  Δε συμφωνώ.  Η παράγραφος 122 θεσπίσθηκε απ’ ευθείας στα ελληνικά δυνάμει του τροποποιητικού Ν. 41/64, δεν αποτελεί μετάφραση αγγλικής ορολογίας, θεσπίσθηκε εξ αρχής στα ελληνικά και αναφέρεται σε πράξη προορισμένη ή ήτις είναι ενδεχόμενο να παρεμποδίσει ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο επηρεάσει δικαστική διαδικασία.  Αυτό έχει σημασία γιατί για να ερμηνεύσουμε αυτό το άρθρο θα ανατρέξουμε στις λέξεις που χρησιμοποιούνται και στο πλαίσιο που τίθεται το θέμα ανεξάρτητα από το κοινοδίκαιο.»

Το δικαστήριο απέκλινε προς την άποψη της Κατηγορούσας Αρχής.  Θεώρησε πως καθοδήγηση από την Αγγλική νομολογία θα ήταν «όχι μόνο απρόσφορη αλλά και ακροσφαλής».

Έχουμε τη γνώμη ότι η εν λόγω διάταξη δεν δημιούργησε, είτε με την αρχική της μορφή είτε με την τροποποίηση την οποία υπέστη, αδίκημα άγνωστο ως τότε στο σύστημα μας όπως, για παράδειγμα, συνέβηκε πιο πρόσφατα με το αδίκημα προσβολής της μνήμης τεθνεώτος, το οποίο εισήχθη με τον τροποποιητικό Ν. 10/81 ως  άρθρο 202Α του Ποινικού Κώδικα.  Το άρθρο 122 έχει Αγγλικές  ρίζες. Αποτελεί μηχανισμό προστασίας της δικαιοσύνης στηριγμένο σε Αγγλικά πρότυπα σκέψης.  Δεν είναι λοιπόν νοητή η ερμηνεία του άρθρου 122(β) χωρίς αναφορά στο Αγγλικό σύστημα και τη φιλοσοφία του.  Υπενθυμίζουμε γενικότερα και το άρθρο 3 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, το οποίο προβλέπει για ερμηνευτική προσέγγιση ανάλογη με την Αγγλική. Εισήχθη ως διάταξη γενικής χρήσης διατυπωμένη με ευρύτητα ώστε να καλύπτει μεγάλο φάσμα ποινικών καταφρονήσεων τις οποίες κατέγραφε η νομολογία του κοινού δικαίου, όπως και μέρος τουλάχιστον ορισμένων άλλων περιπτώσεων σε σχέση με τις οποίες είχαν θεσπιστεί στην Αγγλία νομοθετικές απαγορεύσεις.  Δεν ήταν η πρώτη νομοθεσία σ΄ αυτό τον τομέα στην Κύπρο.  Είχαν ήδη μεταφερθεί και ενταχθεί στους εκάστοτε περί Δικαστηρίων Νόμους διάφορες τέτοιου είδους απαγορεύσεις, αρχικά ως καταφρονήσεις που αντιμετωπίζονταν από το δικαστήριο συνοπτικά – βλ. The Cyprus Courts of Justice Order 1882 – και από το 1949 ως ποινικές διατάξεις:  βλ. Ν. 7/49, Ν. 40/53, Ν. 66/55, Ν. 31/58, Ν. 14/60. Σύγκριση μεταξύ εκείνων των διατάξεων και του άρθρου 122(β) ως διάταξης του Ποινικού Κώδικα, αποκαλύπτει έλλειψη ορθολογικού νομοθετικού σχεδιασμού.  Ίσως να είναι και[*268]ρός για αναθεώρηση.  Το πρακτικό  πάντως αποτέλεσμα της σύγκρισης του άρθρου 122(β) με τις ποινικές διατάξεις στους περί Δικαστηρίων Νόμους, με τις οποίες διαπλέκεται, είναι ότι σε σχέση με το άρθρο 122(β) χρειάζεται οπωσδήποτε η απόδειξη και υποκειμενικής υπόστασης.

Αυτού του είδους διατάξεις, που απαγορεύουν πράξεις ή συμπεριφορές με ευρεία διατύπωση και με ακαθόριστη διαβάθμιση, παρουσιάζουν ιδιαίτερη δυσκολία ερμηνείας. Μια τέτοια απασχόλησε πρόσφατα το Εφετείο στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Μάρκου (2005) 2 Α.Α.Δ. 36, όπου προσδιορίσαμε περιοριστικά την ποινική απαγόρευση. Επρόκειτο εκεί για το άρθρο 16(1)(β) του περί Πυροβόλων Όπλων Νόμου του 1974 (Ν. 38/74) του οποίου η λεκτική ευρύτητα εμφανιζόταν να ποινικοποιούσε ακόμα και την πιο αθώα κατασκευή  παιδικού παιχνιδιού, το ίδιο όπως και του πιο φοβερού φονικού όπλου.  Λέχθηκαν  τα ακόλουθα:

«Σκοπός του υπό αναφορά Νόμου είναι η προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών.  Με αυτόν, ρυθμίζεται, γενικά, η κατοχή και η χρήση πυροβόλων ή άλλων αντικειμένων, η χρήση των οποίων δημιουργεί τον κίνδυνο που ο νομοθέτης θέλησε να αποτρέψει.

Ο τίτλος, κάτω από τον οποίο βρίσκεται το Άρθρο 16(1)(β) του Νόμου - «ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ, ΕΜΠΟΡΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΠΥΡΟΒΟΛΩΝ ΟΠΛΩΝ» - καταδεικνύει ακριβώς ότι η διάταξη θα πρέπει ερμηνευτικά να προσεγγιστεί κατά τρόπο ώστε να εξυπηρετείται ο σκοπός του νομοθετήματος, που δεν είναι άλλος από του να απαγορεύσει πυροβόλα όπλα και αντικείμενα, χρησιμοποιούμενα έξω από τις συνήθεις δραστηριότητες με δυνατότητα επαγωγής δυσμενών αποτελεσμάτων σε ζωή ή περιουσία.»

Χρειάζεται παρομοίως και εδώ μια  ερμηνεία που να αναδεικνύει, με αναφορά στις πραγματικότητες και τις ανάγκες, τον αληθινό σκοπό της διάταξης η οποία νόημα έχει μόνο εφόσον θεωρηθεί ότι αποβλέπει στην ποινικοποίηση ορισμένης συμπεριφοράς ως βλαπτικής για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. 

Προχωρούμε αναλυτικότερα.  Όπως είπαμε, το ελληνικό κείμενο της υπό αναφορά διάταξης αποβλέπει στη μετάδοση του νοήματος του αγγλικού.  Η λέξη «calculated», που μεταφράστηκε με τη λέξη «προορισμένη», έχει στη συνηθισμένη της τώρα χρήση την έννοια της στόχευσης, δηλαδή του υπολογισμού στον οποίο προβαίνει κανείς ώστε η πράξη του να επιφέρει συγκεκριμένο, επιδιωκόμενο [*269]αποτέλεσμα.  Ωστόσο, στο κοινό δίκαιο δεν είχε νομικώς αυτή την έννοια.  Είχε την  έννοια του απλού ενδεχομένου.  Ήταν συνώνυμη με το «tending or likely to».  Η έννοια της λέξης εξηγείται στο ακόλουθο  απόσπασμα από το σύγγραμμα «Arlidge, Eady & Smith on Contempt» 2η έκδοση (1999) σελ. 292:

«The nature of contempt as understood at common law was that it consisted in an act (or possibly an omission) calculated to interfere with the due administration of justice.  “Calculated” in ordinary parlance may import a notion of intention or premeditation.  This was no part of its meaning in the common law.  Indeed, in the context of contempt, it has long been clear that publication calculated to prejudice the fair trial of a pending case was at common law an offence of strict liability. In the eighteenth and early nineteenth centuries the word “calculated” was used as meaning no more than “tending or likely to”.  In the result the net of contempt was spread wide, and this prevented, for example, virtually all ex parte statements about a case, and any discussion of the merits of pending litigation.»

Το ίδιο ερμηνεύθηκε αυτή η λέξη και σε άλλους τομείς.  Το ακόλουθο απόσπασμα είναι από την απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση McDowell v.  Standard  Oil  Company (New Jersey) [1927] AC 632 (σελ. 637):

«…. it has been long ago decided, and is quite clear, that the words “calculated to deceive” which are found in s. 11 of the Trade Marks Act, 1905, do not mean “intended to deceive” but “likely (or reasonably likely) to deceive or mislead the trade of the public”.»

Φαίνεται λοιπόν ότι στην προκείμενη περίπτωση, πράξη «προορισμένη ή η οποία είναι ενδεχόμενο να .....» είναι πράξη που έχει εξ αντικειμένου κάποια τάση. Σύμφωνα δε με τα υπόλοιπα που συμπληρώνουν το actus reus, η τάση αυτή πρέπει να είναι «.... να παρεμποδίσει ή καθ’ οιονδήποτε τρόπον επηρεάσει οιανδήποτε δικαστικήν διαδικασίαν ....».  Το actus reus δεν είναι λοιπόν η οποιαδήποτε πράξη.  Είναι η πράξη με τη συγκεκριμένη τάση.  Πρέπει, επομένως, να ερμηνεύσουμε και την έννοια της παρεμπόδισης και του επηρεασμού.

Θεωρούμε ότι η σύγχρονη Αγγλική αντιμετώπιση περιπτώσεων όπου ακόμα προβλέπεται αυστηρή ευθύνη, παρέχει χρήσιμο σημείο αναφοράς, ένα μέτρο  σύγκρισης. Έχουμε συγκεκριμένα υπόψη τις περιπτώσεις ποινικής καταφρόνησης με δημοσιεύματα.  Αυτές ρυθ[*270]μίστηκαν με το Contempt of Court Act 1981 ύστερα από την υπόδειξη, στην οποία προέβη η Επιτροπή Phillimore λίγο πιο πριν, ότι η απαγόρευση ανεπιθύμητης παρέμβασης (interference) θα πρέπει να αφορά σε δυσμενή επηρεασμό  και παρακώληση (prejudice and obstruction) της δικαιοσύνης.  Σύμφωνα με το άρθρο 2(2) του εν λόγω νομοθετήματος, ακόμα και ο αυστηρός κανόνας ευθύνης αμβλύνεται.  Ισχύει μόνο εφόσον δημιουργείται ουσιαστικός κίνδυνος – ερμηνεύτηκε να μη σημαίνει μεγάλος – ότι η πορεία της δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη  διαδικασία θα εμποδιστεί ή  θα επηρεαστεί σοβαρά: «..... substantial risk that the course of justice in the proceedings in question will be seriously impeded or prejudiced».  Αυτά βέβαια προσδιορίζουν το actus reus. Mens rea δεν χρειάζεται εκεί. Ο δράστης είναι ένοχος εφόσον πρόκειται για εκούσια πράξη, όπως την προσδιορίζει η διάταξη, ανεξάρτητα από πρόθεση. Βλέπουμε λοιπόν ότι, ακόμα  και σε περιπτώσεις αυστηρής ευθύνης, απαιτείται πλέον ο εξ αντικειμένου κίνδυνος σοβαρού επηρεασμού ή παρακώλησης της δικαιοσύνης. Δεν θα μπορούσαμε εμείς, ερμηνεύοντας τη δική μας διάταξη, στη βάση  γενικών αρχών παρόμοιων με εκείνων που υποθεμελιώνουν το Αγγλικό νομοθέτημα,  να αποκλίνουμε προς το αυστηρότερο. Αυτά σε ό,τι αφορά την αντικειμενική υπόσταση.

Πρέπει κάτι να πούμε και για την υποκειμενική υπόσταση.  Ειδική πρόθεση δεν χρειάζεται. Θα χρειαζόταν  μόνο εφόσον προβλεπόταν ρητά.  Δεν συμβαίνει εδώ αυτό.  Η περί του αντιθέτου εισήγηση του συνηγόρου της εφεσείουσας οφείλεται στο ότι εκλήφθηκε το actus reus ως  mens rea.  Εν προκειμένω, δεν απαιτείται παρά μόνο  βασική πρόθεση.  Η οποία, γενικά, θα πρέπει να συνοδεύει την κάθε πτυχή του actus reus, εκτός όπου ο δράστης γνώριζε πως η πράξη του ήταν ηθικά μεμπτή αλλά δεν έχουμε εδώ τέτοια περίπτωση.

Η έννοια της πρόθεσης μπορεί να οριστεί με διάφορους τρόπους, ανάλογα και με τη μορφή που προσλαμβάνει.  Για τις ανάγκες της προκείμενης περίπτωσης θεωρούμε πως εξυπηρετεί η συνοπτική περιγραφή την οποία βρίσκουμε στο σύγγραμμα Archbold on Criminal Pleading, Evidence and Practice 39η  έκδοση, παράγραφος 1441e. Συνίσταται στα εξής: Πρόθεση του δράστη είναι να επιφέρει ό,τι επάγεται η πράξη του (α) όταν το  επιθυμεί, ανεξάρτητα  από το αν προβλέπει ή όχι ότι πιθανώς να επέλθει· και (β) όταν προβλέπει ότι πιθανώς να επέλθει, είτε το επιθυμεί είτε όχι.  Και βέβαια η πρόθεση δεν συναρτάται με το ελατήριο:  Πρόκειται και πάλι για κανόνα του κοινού δικαίου που εξηγείται με λεπτομέρεια στη Hyam v. D.P.P. [1974] 2 All E.R. 41.  Βρίσκεται και στην τελευταία παράγραφο του άρθρου 9 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154:

[*271]

«Εκτός των περιπτώσεων, κατά τις οποίες διαφορετικά προβλέπεται ρητά, το ελατήριο από το οποίο ωθήθηκε ο υπαίτιος στη διενέργεια της πράξης ή της παράλειψης ή στη διαμόρφωση της πρόθεσης από την οποία παρακινήθηκε σε τέτοια πράξη δεν επηρεάζει διόλου την  ποινική ευθύνη.»

Πρόθεση, για να την εξηγήσουμε με απλά λόγια, σημαίνει ένοχη σκέψη.  Δηλαδή, να έχει κατά νου ο δράστης τι θα επιφέρει με την πράξη του ή τουλάχιστον την πιθανότητα των επιπτώσεων. Τα εξωτερικά ή αντικειμενικά στοιχεία της περίπτωσης παρέχουν  συχνά το έρεισμα της κατάληξης ως προς την πρόθεση.  Δεν προεξοφλούν όμως το αποτέλεσμα.  Δεν υπάρχει αμάχητο τεκμήριο περί πρόθεσης να επιφέρει κανείς τις φυσιολογικές επιπτώσεις των πράξεων του. Είναι απαραίτητη η δικαστική κρίση, στη βάση της μαρτυρίας, ότι έτσι σκεφτόταν ο ίδιος ο δράστης.  Όχι ότι έτσι θα  σκεφτόταν ένας λογικός άνθρωπος αν ήταν στη θέση του δράστη. Η πρόσφατη απόφαση της Δικαστικής Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στην R. v. G and Another [2003] 4 All ER 765, σε σχέση με το υποκειμενικό στοιχείο στην περίπτωση αλόγιστης συμπεριφοράς, παρέχει ισχυρή επιβεβαίωση αυτής της επισήμανσης.  Υπήρξε λοιπόν πρωτοδίκως εσφαλμένη αυτοκαθοδήγηση  ως προς την υποκειμενική υπόσταση αφού το Δικαστήριο εξέτασε την περίπτωση αποκλειστικά «μέσα από μια αντικειμενική θεώρηση των πραγμάτων».

Στην προκείμενη περίπτωση παρατηρούμε κατ’ αρχάς πως η επιστολή της εφεσείουσας και η συνοδευτική έκθεση αφορούσαν στον τρόπο μεταχείρισης του αδικοπραγήσαντα σε κατηγορίες τις οποίες είχε παραδεχθεί και όχι σε άλλες ορισμένες για ακρόαση, ούτε υπήρξε ισχυρισμός ότι θα ήταν δυνατόν η δικαστική κρίση να επηρεαστεί σε εκείνες.  Έπειτα παρατηρούμε πως δεν υπήρξε ισχυρισμός ότι το περιεχόμενο της επικοινωνίας περιείχε, ως προς τα γεγονότα και ευρύτερα ως προς τις περιστάσεις, οποιαδήποτε ανακρίβεια. Περιλάμβανε όμως και άποψη. Επρόκειτο για την άποψη του Επιστημονικού Συντονιστή του Θεραπευτικού Σπιτιού, περί των επιπτώσεων  ποινής φυλάκισης.  Και πάντως η επικοινωνία έγινε ακριβώς για να παρασχεθεί στο δικαστήριο πληροφόρηση ειδικά σε σχέση με αυτή την πτυχή.  Το υλικό θα ήταν χρήσιμο προκειμένου το δικαστήριο καλύτερα να αντίκριζε την  περίπτωση, εφόσον βέβαια παρουσιαζόταν στο δικαστήριο είτε από  την Υπεράσπιση είτε από την Κατηγορούσα Αρχή είτε εν τέλει, όπως λέχθηκε στην Χριστοφίδης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 148, με πρωτοβουλία του ίδιου του δικαστηρίου αλλά πάντοτε με τρόπο δικονομικά παραδεκτό. Τέλος, παρατηρούμε ότι στην πραγματικότητα η επικοινωνία [*272]δεν προοριζόταν ως προσωπική αλλά  ως επίσημη, κρατική.

Το ότι η επικοινωνία δεν ήταν επιτρεπτή είναι δεδομένο.  Το ζητούμενο είναι το κατά πόσο επρόκειτο για εγκληματική επικοινωνία.  Αυτό εξαρτάται από το κατά πόσο, για να το πούμε με απλά λόγια, υπήρχε σ’ αυτή την περίπτωση το ενδεχόμενο βλάβης στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης.  Και έχει σχέση με το κατά πόσο θεωρούμε τους δικαστές ευεπίφορους σε τέτοιες επιδράσεις.  Για την Αγγλία δεν κατέστη δυνατόν να δοθεί αναντίλεκτη απάντηση. Διατηρούνται δύο απόψεις.  Η μια υπογραμμίζει την ανθρώπινη αδυναμία, η άλλη την εμπιστοσύνη στη δυνατότητα του δικαστή να αποφασίζει με βάση μόνο τα δεόντως τεθέντα στοιχεία.  Μια σύγχρονη εξήγηση και των δύο απόψεων βρίσκουμε στην υπόθεση Att.-Gen. v. BBC [1981] A.C. 303 η οποία αφορούσε στα μέσα ενημέρωσης.  Η πρώτη, από ένα δικαστή, στη σελ. 335 και η δεύτερη, από άλλο δικαστή, στις σελ. 342-343:

-   «It is sometimes asserted that no judge will be influenced in his judgment by anything said by the media and consequently that the need to prevent the publication of matter prejudicial to the hearing of a case only exists where the decision rests with laymen. This claim to judicial superiority over human frailty is one that I find some difficulty in accepting.  Every holder of a judicial office does his utmost not to let his mind be affected by what he has seen or heard or read outside the court and he will not knowingly let himself be influenced in any way by the media, nor in my view will any layman experienced in the discharge of judicial duties.  Nevertheless it should, I think, be recognised that a man may not be able to put that which he has seen, heard or read entirely out of his mind and that he may be subconsciously affected by it.

- - - - - - - - - - - - - - -

-    I am and have always been satisfied that no judge would be influenced in his judgment by what may be said by the media.  If he were, he would not be fit to be a judge.»

Καθορίζοντας το μέτρο, καθοδηγούμαστε από ό,τι διακρίνουμε ως την εν προκειμένω πραγματικότητα.  Αν καταλήγαμε ότι υπήρχε ο κίνδυνος σοβαρού επηρεασμού, άρα και το ενδεχόμενο βλάβης στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης, θα έπρεπε αναπόφευκτα να λέγαμε ότι και εκεί όπου διεισδύουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, σε κυοφορούμενες ή σε εξέλιξη δικαστικές διαδικασίες, μπορεί να μην απονέμεται δικαιοσύνη επειδή και οι δικαστές, όπως όλοι, παρακο[*273]λουθούν τα όσα γράφονται και λέγονται. Αν κίνδυνος θα μπορούσε να προκύψει από ορισμένα δημοσιεύματα, θα αφορούσε στους άλλους παράγοντες της διαδικασίας, μάρτυρες και διαδίκους, όχι στους δικαστές.  Καταλήγουμε λοιπόν ότι δεν υπήρχε το ενδεχόμενο να λειτουργήσει η υπό αναφορά επικοινωνία βλαπτικά στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Δεν υπήρχε actus reus.  Ούτε εν πάση περιπτώσει θα υπήρχε έρεισμα για mens rea.

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Η εφεσείουσα αθωώνεται και απαλλάσσεται.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.:  Περιπτώσεις καταφρόνησης δικαστηρίου συχνά εγείρουν περισσότερο το ερώτημα κατά πόσο η συγκεκριμένη περίπτωση είναι  κατάλληλη να προωθηθεί περαιτέρω παρά το ερώτημα κατά πόσο συνιστά παράβαση του νόμου.  Η προκειμένη είναι τέτοια περίπτωση.  Είναι χαρακτηριστική και η περίπτωση της συγγραφέως  Jilly Cooper η οποία έστειλε το ακόλουθο τηλεομοιότυπο  στο δικαστή που είχε να αποφασίσει κατά πόσο να εκδώσει διάταγμα για την εξόντωση ενός σκύλου, του Buster:  “Your Honour, please, please reprieve Buster.  He’ s a lovely dog, he is certainly not a pit bull, the RSPCA inspector should have his eyes tested.  I would be with you, but I’ ve been away.  Please help us, love Jilly Cooper.” (Δημοσίευμα Guardian, 24.8.1994).

Ο δικαστής εξέφρασε την άποψη ότι επρόκειτο για ξεκάθαρη καταφρόνηση αλλά το θέμα δεν προωθήθηκε περαιτέρω.

Στη δική μας περίπτωση προωθήθηκε ποινική υπόθεση. Και έτσι το θέμα είναι πλέον κατά πόσο η εν λόγω συμπεριφορά συνιστούσε καταφρόνηση του δικαστηρίου.  Σε συμφωνία με την εφεσιβαλλόμενη απόφαση, φρονούμε ότι συνιστούσε, όχι μόνο στα πλαίσια των διατάξεων του άρθρου 122(β) αλλά και στα πλαίσια της παραδοσιακής αντίληψης του κοινοδικαίου ως προς το τι συνιστά καταφρόνηση.  Το άρθρο 122(β) προνοεί σχετικά:

“122.   Όποιος προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη -

............................................................................................................

(β)          προορισμένη ή η οποία είναι ενδεχόμενο... με οποιοδήποτε τρόπο να επηρεάσει οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία ................................................................................................”

Η αρχική αγγλική διατύπωση του άρθρου 122(β) είχε ως εξής:

[*274]“122.  Any person who does any act -

…………………………………………………….......………

(b)          calculated, or which is likely, to … in any way interfere with, any judicial proceedings …………........................….”

Έτσι κατηγορήθηκε και η Εφεσείουσα, για παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία κατά το ότι η αποστολή της επιστολής ήταν πράξη προορισμένη ή η οποία ήταν ενδεχόμενο να επηρεάσει τη δικαστική διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου την οποία αφορούσε.

Όπως αναφέρεται και στην απόφαση των αδελφών μας Δικαστών, δεν έχει έρεισμα η εισήγηση για πολλαπλότητα βασιζόμενη στο ότι η Εφεσείουσα κατηγορήθηκε διαζευκτικά για πράξη προορισμένη ή η οποία ήταν ενδεχόμενο να επηρεάσει τη δικαστική διαδικασία. Δεν πάσχει λοιπόν, ως προς τούτο, η εφεσιβαλλόμενη απόφαση, ούτε και, ακόλουθα, η κατάληξη του ευπαίδευτου πρωτόδικου δικαστή η οποία δεν διευκρινίζει κατά πόσο η πράξη της Εφεσείουσας ήταν ένοχη ως πράξη προορισμένη (calculated) να επηρεάσει τη δικαστική διαδικασία ή ως πράξη η οποία ήταν ενδεχόμενο (likely) να επηρεάσει τη δικαστική διαδικασία.  Εξ άλλου, όπως αποκαλύπτει η εξέλιξη της αγγλικής νομολογίας, ο όρος “calculated” προσεγγίζει τον όρο “likely”.

Τούτου δοθέντος, το θέμα επικεντρώνεται πλέον στην ερμηνεία των όρων του άρθρου 122(β) προς διακρίβωση της ένοχης πράξης (actus reus) και της ένοχης σκέψης (mens rea).  Το κριτήριο ως προς το actus reus δεν συναρτάται βεβαίως προς το αποτέλεσμα της πράξης στη δικαστική διαδικασία, έτσι ώστε, όπως υπέδειξε και ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής (σελ. 13), “κατά πόσον τελικώς την επηρέασε ή όχι να παραμένει υπό τις περιστάσεις στοιχείο αδιάφορο”, αλλά προς τη φύση της ίδιας της πράξης, κατά πόσο δηλαδή είναι τέτοια που να τείνει να επηρεάσει τη δικαστική διαδικασία.  Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι εξετάζεται αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, προκειμένου περί προσωπικής επικοινωνίας προς δικαστή, υπάρχει πραγματική πιθανότητα επηρεασμού της δικαστικής διαδικασίας.  Αν ήταν άλλως, το πράγμα είτε θα απέληγε σε υιοθέτηση της εισήγησης ότι δεν είναι ποτέ δυνατή η διάπραξη του αδικήματος σε σχέση με δικαστή, εφόσον αυτός οφείλει να ενεργεί πάντοτε ανεπηρέαστα, είτε θα εξαρτάτο από τέτοιους εξωγενείς όσο και υποκειμενικούς παράγοντες όπως, ιδιαιτέρως, την προδιάθεση για επηρεασμό και τη δύναμη χαρακτήρα και αντίστασης του συγκεκριμέ[*275]νου δικαστή όπως και τη μαρτυρία που θα προσκομίζετο προς τούτο.  Η δε προσέγγιση των όρων “calculated” και “likely” στην οποία έχουμε αναφερθεί δεν αποσκοπούσε στην καθιέρωση, ως κριτηρίου διακρίβωσης του actus reus, της πραγματικής πιθανότητας επηρεασμού στη συγκεκριμένη περίπτωση αλλά στον αποκλεισμό της ερμηνείας του όρου “calculated” ως εξυπακούοντος, με αναφορά όχι στο actus reus αλλά στο mens rea, εσκεμμένη πρόθεση εκ μέρους του πράττοντος, και με αποτέλεσμα βεβαίως τη διεύρυνση και όχι τον περιορισμό της εμβέλειας της καταφρόνησης.  Το ζητούμενο, ως προς το actus reus, δεν ανατρέχει έξω από τα χαρακτηριστικά της ίδιας της πράξης ως αναφερόμενης προς δικαστική διαδικασία, ανεξαρτήτως της πραγματικής πιθανότητας επηρεασμού αυτής.  Η τάση επηρεασμού, ως προορισμός ή ενδεχόμενο, δεν απευθύνεται έτσι προς τη συγκεκριμένη διαδικαστική διαδικασία αλλά προς τη συγκεκριμένη πράξη.  Ουσιαστικά το actus reus συνίσταται στην προσπάθεια επηρεασμού του δικαστηρίου ως αυτή καθ΄αυτή επιδιώκουσα ή τείνουσα να επηρεάσει τη δικαστική διαδικασία, και όχι στην επί των συγκεκριμένων δεδομένων πιθανότητα επηρεασμού του εν λόγω δικαστηρίου. Αυτή η προσέγγιση συνάδει και με την επιδίωξη, που εδράζεται στη θεμελιακή αξία της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας ως sine qua non της, αποφυγής οποιασδήποτε μορφής προσπάθειας επηρεασμού του δικαστηρίου, με προεκτάσεις και στην εμπιστοσύνη του κοινού προς το αμερόληπτο της κρίσης του.

Η αγγλική νομολογία είναι διαφωτιστική ως προς το θέμα.  Η υπόθεση In Re Dyce Sombre, 1 MAC. & G. 116, 1207, αφορούσε τι χαρακτηρίσθησαν από το δικαστήριο ως “two communications, of a character unexampled, I hope, in the history of this court” (σελ. 1209), από πέντε γιατρούς και άλλα υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, αναφορικά με εκδικαζόμενη υπόθεση. Η αντίδραση του Lord Cottenham, L.C., δεν ήταν αβέβαιη (σελ. 1209):

“The whole of this proceeding was most irregular and improper.  Every private communication to a Judge, for the purpose of influencing his decision upon a matter publicly before him, always is, and ought to be, reprobated;  it is a course calculated, if tolerated, to divert the course of justice, and is considered, and ought more frequently than it is, to be treated as, what it really is, a high contempt of Court.  It is too often excused on account of the station in life of the parties, and their supposed ignorance of what is due to a Court of Justice.  No such excuse can be made in the present instance.  If this was not intended as a private communication, why was [*276]it made in that form?  Why was it not brought before the Court in the usual manner through the solicitor and counsel of the party, who alone can be recognized as representing him?  I have received from two of the subscribers to that letter, Lords ….. and ……, assurances that nothing disrespectful to myself was intended by that communication.  I never considered it in that light; but as Judge of the Court against which the contempt has been committed, I am bound to express my high reprobation of the course pursued .”

Είναι προφανές από τα πιο πάνω ότι το κριτήριο αναφέρεται στη φύση της ίδιας της πράξης, η οποία είναι υπό τη μορφή προσωπικής εξωθεσμικής επικοινωνίας με το δικαστήριο, ως προσπάθειας ή επιδίωξης επηρεασμού του και όχι στην πραγματική πιθανότητα επηρεασμού του δικαστηρίου. 

Στην προκειμένη περίπτωση το actus reus συνίστατο στην αποστολή της επιστολής το περιεχόμενο της οποίας απεκάλυπτε βεβαίως, πέρα από την πληροφόρηση του δικαστηρίου για το ιστορικό του κατηγορουμένου, τις επιπτώσεις που θα είχε ενδεχόμενη επιβολή ποινής φυλάκισης του. Έτσι η όλη τάση της επιστολής ήταν να επηρεάσει το δικαστήριο κατά της επιβολής ποινής φυλάκισης.

Δεν εκπλήττει που το βάρος των εισηγήσεων της Εφεσείουσας, πρωτοδίκως όσο και κατ΄έφεση, αφορούν το mens rea μάλλον παρά το actus reus.  Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής έκρινε ότι είναι αναγκαία η ύπαρξη mens rea, ως υποκειμενικής υπόστασης, που διαπίστωσε ότι υπήρχε στο ακόλουθο απόσπασμα (σελ. 13):

“Οι αποτυχημένες προσπάθειες της κατηγορούμενης να εξασφαλίσει αναστολή της ποινικής δίωξης του Κλεάνθη Πετρίδη, ο μετέπειτα σχεδιασμός στον οποίο προέβηκε μαζί με την Έλλη Μορφάκη και που αφορούσε στη σύνταξη και αποστολή της επίδικης επιστολής προς την εκδικάζουσα δικαστή ως επακόλουθο, ακριβώς, της αποτυχίας διακοπής της υπόθεσης, το σύνολο του περιεχομένου της επίδικης επιστολής - με την εκεί αναφορά ότι οι πληροφορίες τέθηκαν υπόψη της δικαστού χωρίς πρόθεση παρέμβασης στο έργο της δικαιοσύνης να παραπέμπει, αν όχι ακριβώς σε αυτά που δηλώνει ότι σκοπεί να αποφύγει, τουλάχιστον σε γνώση και αντίληψη της πιθανότητας η εν λόγω προσπάθεια να εκλαμβανόταν ως δυνητικά παρεμβατική ή επηρεαστική του έργου της δικαιοσύνης - το περιεχόμενο της επισυνημμένης επιστολής του γιατρού Κυριάκου Βερεσιέ, η χρονική στιγμή που επιλέγηκε για να σταλεί η επίδικη επιστολή και η αντίληψη της [*277]κατηγορούμενης ότι υπήρχαν περιορισμένα χρονικά περιθώρια αντίδρασης επειδή η δίκη βρισκόταν σε τελικό στάδιο εκδίκασης, οδηγούν αναπόδραστα σε ένα και μόνον συμπέρασμα ότι δηλαδή με την απαιτούμενη υποκειμενική υπόσταση διενέργησε πράξη προορισμένη να επηρεάσει τη δικαστική διαδικασία στην υπόθεση 585/03 ή με τρόπο που ενδέχετο να επηρεάσει την εν λόγω διαδικασία, με το κατά πόσον τελικώς την επηρέασε ή όχι να παραμένει υπό τις περιστάσεις στοιχείο αδιάφορο.”

Δεν βλέπουμε πως η προσέγγιση αυτή είναι λανθασμένη.  Η διαπίστωση της απαιτούμενης υποκειμενικής υπόστασης μπορεί να συνάγεται από το σύνολο των γεγονότων.  Υπεβλήθη ότι το mens rea του εν λόγω αδικήματος εμπεριέχει πρόθεση εκτροπής της δικαστικής διαδικασίας με την έννοια ότι η πράξη πρέπει να αποσκοπεί στην πρόκληση κακής απονομής της δικαιοσύνης, που εδώ δεν υπήρχε καθόσον η Εφεσείουσα επεδίωξε απλώς να θέσει ενώπιον του δικαστηρίου τα δεδομένα που αφορούσαν τον κατηγορούμενο και να επισημάνει τις επιπτώσεις που θα είχε ενδεχόμενη ποινή φυλάκισης. Τέτοιο κριτήριο όμως, προκειμένου περί προσωπικής εξωθεσμικής επικοινωνίας με το δικαστήριο, δεν υπάρχει. Το ζητούμενο είναι η πρόθεση επηρεασμού του δικαστηρίου με την εν λόγω παρέμβαση και όχι κατά πόσο ο επηρεασμός επιδιώκεται προς το καλό μάλλον παρά προς το κακό.  Δεν υπάρχει ως προς τούτο αναλογία με τη μορφή εκείνη της καταφρόνησης στο αγγλικό δίκαιο που περιγράφεται ως perversion of the course of justice όπου απαιτείται η απόδειξη παράνομης συμπεριφοράς που ενδέχεται να οδηγήσει σε εκτροπή ως κακή απονομή της δικαιοσύνης (ίδε R. v. Machin [1980] 3 All E.R. 151, R. v. Lalani, 98/7393/W2, στις οποίες έχουμε παραπεμφθεί) και που προσομοιάζει μάλλον προς το άλλο αδίκημα του άρθρου 122(β), εκείνο της παρεμπόδισης της δικαστικής διαδικασίας παρά προς το προκείμενο, όπως αυτό αναλύεται στην απαρίθμηση των περιπτώσεων που συνιστούν εκτροπή στο Law Commission Report on Offences Relating to Interference with the Course of Justice (1979) Law Com No 96.

Πιο σχετική προς το θέμα είναι η νομολογία που αφορά δημοσιεύματα για τα οποία προσάπτεται κατηγορία καταφρόνησης ως τείνοντα να επηρεάσουν δικαστική διαδικασία. Ως προς τούτα όμως, δύο πράγματα πρέπει να είναι υπόψη.  Πρώτο, ότι εγείρεται ευρύτερο θέμα ελευθερίας λόγου και δη του τύπου, και δεύτερο, ότι, σε αντίθεση με την προσωπική επικοινωνία με δικαστή, τα δημοσιεύματα δεν είναι κατ΄ανάγκη στοχευμένα προς τον επηρεασμό της δικαστικής διαδικασίας.  Οι διαστάσεις αυτές είναι διάχυτες στη δική μας υπόθεση Cosmos Press Ltd and another v. The Police [*278](1985) 2 C.L.R. 73, που αφορούσε ακριβώς το άρθρο 122(β).  Ο Τριανταφυλλίδης, Π., αφού αναφέρθηκε στο άρθρο 19 του Συντάγματος, στο αντίστοιχο άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΑΔ) και στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) - ίδε Sunday Times v. U.K. [1979] 2 EHRR 245, ECtHR - τόσο σε σχέση με το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου όσο και σε σχέση με την προνοούμενη στα εν λόγω άρθρα δυνατότητα περιορισμού του δικαιώματος ελευθερίας του λόγου για σκοπούς αναγκαίους “προς διατήρησιν του κύρους και της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας”, αλλά πάντοτε με έμφαση στο δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, παρέθεσε (σελ. 80-81) το ακόλουθο απόσπασμα από την προαναφερθείσα απόφαση του ΕΔΑΔ:

“65..... As the Court remarked in its Handyside judgment, freedom of expression constitutes one of the essential foundations of a democratic society; subject to paragraph 2 of Article 10, it is applicable not only to information or ideas that are favourably received or regarded as inoffensive or as a matter of indifference, but also to those that offend, shock or disturb the State or any sector of the population (p. 23& 49).

These principles are of particular importance as far as the press is concerned.  They are equally applicable to the field of the administration of justice, which serves the interests of the community at large and requires the co-operation of an enlightened public.  Τhere is general recognition of the fact that the Courts cannot operate in a vacuum.  Whilst they are the forum for the settlement of disputes, this does not mean that there can be no prior discussion of disputes elsewhere, be it in specialized journals, in the general press or amongst the public at large.  Furthermore, whilst the mass media must not overstep the bounds imposed in the interests of the proper administration of justice, it is incumbent on them to impart information and ideas concerning matters that come before the Courts just as in other areas of public interest.  Not only do the media have the task of imparting such information and ideas: the public also has a right to receive them (see, mutatis mutandis, the Kjeldsen, Busk Madsen and Pedersen, judgment of 7 December 1976, Series A no. 23, p. 26 & 52) …………………… The Court is faced not with a choice between two conflicting principles but with a principle of freedom of expression that is subject to a number of exceptions which must be narrowly interpreted (see, mutatis mutandis, the Klass and others judgment of 6 September 1978, Series A no. 28, p. 21 [*279]& 42) ….. It is not sufficient that the interference involved belongs to that class of the exceptions listed in Article 10 & 2 which has been invoked; neither is it sufficient that the interference was imposed because its subject-matter fell within a particular category or was caught by a legal rule formulated in general or absolute terms:  the Court has to be satisfied that the interference was necessary having regard to the facts and circumstances prevailing in the specific case before it.”

Και κατέληξε ότι (σελ. 81):

“In the light of the modern trend in interpreting and applying provisions relating to human rights, such as Article 19 of our Constitution and the corresponding Article 10 of the European Convention on Human Rights, which forms part or our own Law as well, and in the light, also, of weighty dicta such as those of the European Court of Human Rights in the judgment of “The Sunday Times case”, some of which we have quoted in the present judgment, section 122(b) of Cap. 154, which is a restriction of the right of expression, must be applied in each particular case in a manner as favourable as possible of the freedom of the press.

Bearing, therefore, in mind all the facts and circumstances of this particular case, and applying to them in the aforesaid manner the said section 122(b), we have reached, as already indicated, the conclusion that it was not safe to hold beyond reasonable doubt that the news item in relation to which the appellants were convicted was calculated or was likely to obstruct or to influence either the proceedings in the District Court or before the Commission of Inquiry.”

Η κατάληξη δεν αναλύει το πράγμα, είναι όμως προφανής η άποψη ότι δεν υπήρχε στοχευμένη πρόθεση επηρεασμού της δικαστικής διαδικασίας μέσω των εν λόγω δημοσιευμάτων, που μάλιστα περιγράφοντο ως “νέα”, με αποτέλεσμα να μην υπήρχε means rea. 

Η αγγλική νομολογία είναι στις ίδιες γραμμές.  Στην υπόθεση R. v. Duffy and others, Ex parte Nash [1960] 2 All E.R. 891,  ο Lord Parker, C.J., δίδοντας την απόφαση του πενταμελούς Εφετείου, αφού ανασκόπησε τη νομολογία, είπε (σελ 894):

“Accordingly, the question in every case is whether, in all the circumstances existing at the date of publication, including [*280]the content and form of the article, the circulation of the paper in which it appears, and the state of the proceedings, the article was intended or calculated to prejudice the fair hearing of the proceedings.”

Υπέδειξε δε ότι θα μπορούσε να υπήρχε καταφρόνηση αν το δημοσίευμα “formed part of a deliberate campaign to influence the decision of the Appellate Tribunal” (σελ. 894), αν ήταν δηλαδή έτσι στοχευμένο, που δεν ήταν η περίπτωση. 

Σημαντική επί των ευρύτερων διαστάσεων του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου σε σχέση με δημοσιεύματα στον τύπο που αφορούν δικαστικές διαδικασίες είναι βεβαίως και η ίδια η υπόθεση Sunday Times v. U.K. (ανωτέρω), η οποία και ουσιαστικά ανέτρεψε την απόφαση  της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων (House of Lords) στην υπόθεση AG v. Times Newspapers Ltd [1973] 3 All E.R. 54.  Όπως δε παρατηρήθηκε στην υπόθεση Re Lornho PLC and others [1989] 2 All E.R. 1100, αν και η απόφαση του ΕΔΑΔ δεν ήταν δεσμευτική εφόσον η ΕΣΑΔ δεν είχε ακόμα καταστεί μέρος του εσωτερικού αγγλικού δικαίου, εντούτοις η θέσπιση του Contempt of Court Act 1981, του νόμου στον οποίο στηρίχθησαν οι κατηγορίες που αφορούσε η υπόθεση Lornho, “may be presumed to have been intended to avoid future conflicts between the law of contempt of court in the United Kingdom and the obligations of the United Kingdom under the convention.” (σελ. 1116).  Σήμερα η ΕΣΑΔ έχει ισχύ στην Αγγλία ως μέρος του εσωτερικού αγγλικού δικαίου.

Η υπόθεση Lornho βεβαίως εκρίθη στη βάση των ρητών νομοθετικών προνοιών του άρθρου 2 με αναφορά στο τι προνοείται ως “the strict liability rule” σε σχέση με δημοσιεύματα προς το κοινό και δη την πρόνοια του άρθρου 2(2) ότι “The strict liability rule applies only to a publication which creates a substantial risk that the course of justice in the proceedings in question will be seriously impeded or prejudiced.”  Αυτό διαφοροποιεί τα μέγιστα την υπόθεση από την προκειμένη, και διότι η Lornho αφορά μόνο δημοσιεύματα και όχι προσωπικές επικοινωνίες με δικαστές, και διότι, ακόμα και ως προς τα δημοσιεύματα, το κριτήριο που εφαρμόζει ως εκ της ειδικής νομοθετικής πρόνοιας δεν αναφέρεται στην τάση της ίδιας της πράξης αλλά στη δημιουργία πραγματικού κινδύνου επηρεασμού της διαδικασίας. Εξετάσθηκε μάλιστα στη Lornho και το κατά πόσο, έστω και αν δεν απεδείχθη νομοθετική καταφρόνηση, απεδεικνύετο καταφρόνηση κατά το κοινοδίκαιο, που θα ήταν σχετικό προς τα δικά μας.  Η κατάληξη όμως ήταν ότι ούτε καταφρό[*281]νηση κατά το κοινοδίκαιο υπήρχε καθόσον δεν απεδείχθη, επί των ίδιων των ενόρκων δηλώσεων που συνιστούσαν τη μόνη μαρτυρία που προσεφέρθη, πρόθεση επηρεασμού της δικαστικής διαδικασίας. 

Είναι η κατάληξή μας, για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, ότι η ενώπιον μας υπόθεση συνιστούσε καταφρόνηση τόσο κατά το άρθρο 122(β) όσο και κατά το κοινοδίκαιο.  Η έφεση απορρίπτεται.

H έφεση επιτρέπεται κατά πλειοψηφία.


 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο