Κωνσταντίνου Μάριος άλλως Γιαλλούρης και Άλλοι ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 282

(2005) 2 ΑΑΔ 282

[*282]11 Μαΐου, 2005

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

(Ποινική Έφεση Αρ. 7656)

ΜΑΡΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΛΛΩΣ ΓΙΑΛΛΟΥΡΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 7657)

ΑΝΤΡΟΥΛΛΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Εφεσείουσα,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 7658)

ΗΛΙΑΣ ΕΥΓΕΝΙΑΔΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7656, 7657, 7658)

 

Ποινή ― Αποζείν μερικώς από κέρδη πορνείας κατά παράβαση του Άρθρου 164(1) και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε ― Απειλή βιαιοπραγίας κατά παράβαση του Άρθρου 91(γ) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Επιβολή ποινής διετούς φυλάκισης στην κατηγορία του αποζείν μερικώς από κέρδη πορνείας και συντρέχουσας ποινής φυλάκισης έξι μηνών στην κατηγορία της απειλής βιαιοπραγίας ― Δεν κρίθηκαν έκδηλα υπερβολικές.

[*283]Δικηγόροι ― Ποινική δίκη ― Κακοί χειρισμοί δικηγόρου ― Πότε αποτελούν λόγο ακύρωσης της καταδίκης.

Δικηγόροι ― Ποινική δίκη ― Η γραμμή της Υπεράσπισης είναι ζήτημα που εμπίπτει αποκλειστικά στη σχέση πελάτη - δικηγόρου ― Το βάθρο της Υπεράσπισης καθορίζεται από τις οδηγίες του κατηγορούμενου αλλά ο δικηγόρος φέρει την ευθύνη για τη δικανική διαμόρφωση και προβολή της υπεράσπισης στο πλαίσιο της δίκης, η δε διακριτική ευχέρεια του δικηγόρου στον τομέα αυτό είναι ευρύτατη.

Πρακτικά ― Πρακτικά δίκης ― Αποτελούν τη μοναδική πηγή ελέγχου για τα διαδραματισθέντα στη δίκη.

Ποινική Δικονομία ― Εκδίκαση ποινικών υποθέσεων ― Συνοπτική ποινική δίκη ― Μάρτυρες ― Κατά πόσο η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να καλέσει ως μάρτυρα πρόσωπο το όνομα του οποίου περιλαμβάνεται στον κατάλογο των μαρτύρων στο κατηγορητήριο.

Ποινή ― Έφεση εναντίον ποινής ως έκδηλα υπερβολικής ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν καταδειχθεί πως η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική.

Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Πρέπει να επιβάλλεται αναφορικά με το αδίκημα του αποζείν από κέρδη πορνείας λόγω της έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξή του.

Ο εφεσείων στην Ποινική Έφεση 7656, (ο εφεσείων 1) και η εφεσείουσα στην Ποινική Έφεση 7657 (η εφεσείουσα 2) είναι σύζυγοι.  Τον ουσιώδη χρόνο διατηρούσαν στη Λεμεσό δύο bars.  Ο εφεσείων στην Ποινική Έφεση 7658, (εφεσείων 3), ήταν διευθυντής σε ένα από τα δύο bars.

Η παραπονούμενη, η οποία είναι Ουκρανή, προσλήφθηκε τον Απρίλιο του 2003 ως bar woman από τον εφεσείοντα 1, για να εργαστεί στα bars που διατηρούσε στη Λεμεσό.  Οι εφεσείοντες προώθησαν την παραπονούμενη στην πορνεία, η ο οποία, παρά τις αρχικές αντιδράσεις της, αναγκάστηκε να ενδώσει, προσφέροντας έρωτα σε πελάτες που την πλησίαζαν στο bar έναντι αμοιβής.  Μάλιστα ο εφεσείων 1 της έλεγε ότι αν δεν το έπραττε θα την σκότωνε.  Χρήματα έπαιρναν οι εφεσείοντες 1 και 3, μερικές δε φορές και η εφεσείουσα 2, ποτέ όμως η παραπονούμενη. Όταν η παραπονούμενη αντιδρούσε και αρνείτο να πηγαίνει με πελάτες ο εφεσείων και η φίλη του Ανδριάνα η οποία εργαζόταν σε ένα από τα bars την εκβίαζαν λέγοντάς της ότι έχουν ισχυρούς φίλους στο Τμήμα Αλλοδαπών και θα την έβαλλαν στο stop list.

[*284]

Η παραπονούμενη συνδέθηκε με ένα από τους πελάτες, τον Πάρη Φίτσιο, ο οποίος πήγε αρχικά μαζί της και πλήρωσε στον εφεσείοντα 1 £50,00.  Στις 17.8.2003 η εφεσείουσα έφυγε από το σπίτι που διέμενε και στις 18.8.2003 κατάγγειλε την υπόθεση στο Τμήμα Αλλοδαπών και την Αστυνομία.

Οι εφεσείοντες, μετά από ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, κρίθηκαν ένοχοι για το αδίκημα του αποζείν μερικώς από κέρδη πορνείας και ο εφεσείων 1, πρόσθετα για το αδίκημα της απειλής βιαιοπραγίας.  Σε όλους τους εφεσείοντες, για το αδίκημα του αποζείν μερικώς από κέρδη πορνείας - Άρθρα 164(1) και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 99(Ι)/1996 - επεβλήθη ποινή φυλάκισης δύο χρόνων και στον εφεσείοντα 1, για το αδίκημα της απειλής βιαιοπραγίας - Άρθρο 91(γ) του Ποινικού Κώδικα - ποινή συντρέχουσας φυλάκισης έξι μηνών.

Η μαρτυρία, στην οποία στηρίχτηκε το Δικαστήριο και έκρινε τους εφεσείοντες ένοχους, ήταν ουσιαστικά η μαρτυρία της παραπονούμενης.

Οι εφεσείοντες, οι οποίοι επέλεξαν, μετά που κλήθηκαν από το Δικαστήριο σε απολογία, να προβούν σε ανώμοτες δηλώσεις, ισχυρίστηκαν ότι τα όσα κατέθεσε η παραπονούμενη ήταν ψευδή.  Τα είπε με σκοπό να παραμείνει στην Κύπρο και να παντρευτεί το φίλο της τον Πάρη.

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν τόσο την καταδίκη όσο και την επιβληθείσα ποινή.  Αναφορικά με την καταδίκη, διατύπωσαν τους ίδιους λόγους έφεσης, οι οποίοι είναι οι ακόλουθοι:

1) Παραβίαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης λόγω ανεπαρκούς χειρισμού της υπόθεσης και/ή λόγω παραβίασης ρητών οδηγιών του εφεσείοντος 1 από τον προηγούμενο δικηγόρο στην πρωτόδικη δίκη.

2) Παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να καλέσει ως μάρτυρα τον Πάρη Φίτσιο, Μ.Κ. 2 επί του κατηγορητηρίου, με αποτέλεσμα να αποκλεισθεί η διαθέσιμη μαρτυρία του, η οποία, ενδεχόμενα, να κλόνιζε την αξιοπιστία της παραπονούμενης.  Αποτέλεσμα αυτού ήταν η παραβίαση του δικαιώματος του εφεσείοντος 1 για δίκαιη δίκη.

Με τις εφέσεις εναντίον των ποινών, οι εφεσείοντες προσβάλλουν τις ποινές ως υπερβολικές, τόσο ως προς το ύψος τους όσο και ως προ τη μη αναστολή τους.  Κατά τους εφεσείοντες οι ποινές καθίστανται [*285]υπερβολικές, λόγω εσφαλμένης εκτίμησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο των γεγονότων τα οποία περιστοιχίζουν τη διάπραξη των αδικημάτων αλλά, ειδικότερα, των προσωπικών συνθηκών, περιλαμβανομένων και των λόγων υγείας που αντιμετωπίζουν και που δικαιολογούσαν αναστολή της ποινής φυλάκισης.

Αποφασίστηκε ότι:

Εφέσεις εναντίον καταδίκης.

1.  Η γραμμή της Υπεράσπισης είναι ζήτημα που εμπίπτει αποκλειστικά στη σχέση πελάτη ― δικηγόρου. Ό,τι προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης είναι ότι κανένας από τους εφεσείοντες δεν διαμαρτυρήθηκε για τους χειρισμούς του τότε συνηγόρου τους.  Αν ενεργούσε κατ’ αντίθεση με τις οδηγίες τους, ήταν όλοι παρόντες, συμμετείχαν και μπορούσαν να το έλεγαν και να τον έπαυαν.

2.  Η δικανική διαμόρφωση και προβολή της υπεράσπισης των εφεσειόντων δεν καταδεικνύει κατάφωρα ανίκανη δικηγορία.  Αντίθετα, επρόκειτο περί καλά σχεδιασμένης υπεράσπισης.

3.  Δεν περιλαμβάνονται στο θεσμοθετημένο περιεχόμενο του κατηγορητηρίου, για σκοπούς συνοπτικής δίκης, τα ονόματα των μαρτύρων κατηγορίας, σε αντιδιαστολή με το κατηγορητήριο που καταχωρείται ενώπιον του Κακουργιοδικείου.  Το γεγονός της αναγραφής σ’ αυτό των ονομάτων μαρτύρων κατηγορίας αποτελεί πρωτοβουλία που δεν επάγεται υποχρέωση κλήσης τους.  Ο χειρισμός που έγινε είναι νομικά εσφαλμένος.

Εφέσεις εναντίον ποινής.

Όλα όσα τέθηκαν ενώπιον του Εφετείου τέθηκαν και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και εξετάστηκαν τόσο σε σχέση με τη διάρκεια της ποινής όσο και σε σχέση με την αναστολή της.  Ιδιαίτερα για τα προβλήματα υγείας του εφεσείοντα 1, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε και την ανάγκη παροχής προς αυτόν των οποιωνδήποτε διευκολύνσεων απαιτούνταν για σκοπούς αντιμετώπισής τους.

Οι επιβληθείσες ποινές δεν ήταν υπερβολικές.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο τις επέβαλε αφού εκτιμησε και στάθμισε όλους τους σχετικούς παράγοντες χωρίς αυτοί να αφεθούν να υπερφαλαγγίσουν την ανάγκη για αποτροπή.

[*286]Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Γιουρούκκης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 402,

Shacolas v. Universal Life (1984) 1 C.L.R. 47,

Ματθαίου ν. Θεμιστοκλέους (1998) 1 Α.Α.Δ. 1372,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Σάββα (1998) 2 Α.Α.Δ. 224,

Γεν. Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (1999) 2 Α.Α.Δ. 644,

Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245,

Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525,

Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Κωνσταντινίδη κ.ά. (1998) 2 Α.Α.Δ. 17,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοφίδη (2004) 2 Α.Α.Δ. 179.

Εφέσεις εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Εφέσεις από τους Εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθεση Αρ. 2305/02) ημερ. 18/3/04, με την οποία βρέθηκαν ένοχοι για το αδίκημα του αποζείν μερικώς από κέρδη πορνείας κατά παράβαση των Άρθρων 164(1) και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 99(Ι)/1996 και τους επεβλήθη ποινή φυλάκισης δύο χρόνων και στον εφεσείοντα 1, για το πρόσθετο αδίκημα της απειλής βιαιοπραγίας - Άρθρο 91(γ) του Ποινικού Κώδικα - ποινή συντρέχουσας φυλάκισης έξι μηνών, ως ποινών έκδηλα υπερβολικών.

Ρ. Ερωτοκρίτου, για τους Εφεσείοντες.

Χ. Χρυσάνθου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Οι Εφεσείοντες είναι παρόντες.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Παπαδοπούλου.

[*287]

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Οι εφεσείοντες, μετά από ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, κρίθηκαν ένοχοι για το αδίκημα του αποζήν μερικώς από κέρδη πορνείας και ο εφεσείων στην Ποινική Έφεση 7656, («εφεσείων 1»), πρόσθετα για το αδίκημα της απειλής βιαιοπραγίας.  Σε όλους τους εφεσείοντες, για το αδίκημα του αποζήν μερικώς από κέρδη πορνείας - Άρθρα 164(1) και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 99(Ι)/1996 - επεβλήθη ποινή φυλάκισης δύο χρόνων και στον εφεσείοντα 1, για το αδίκημα της απειλής βιαιοπραγίας - Άρθρο 91(γ) του Ποινικού Κώδικα - ποινή συντρέχουσας  φυλάκισης έξι μηνών.

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν τόσο την καταδίκη όσο και την ποινή που τους επεβλήθη. Σ’ ό,τι αφορά την καταδίκη, διατύπωσαν τους ίδιους λόγους έφεσης.  Παραθέτουμε αυτούσιο το λεκτικό από την Έφεση Αρ. 7656:-

«1ος Λόγος Έφεσης

Λόγω του ανεπαρκούς επαγγελματικά χειρισμού της υπόθεσης και/ή λόγω παραβίασης ρητών οδηγιών του Εφεσείοντα 1 από τον προηγούμενον δικηγόρον στην Πρωτόδικη Δίκη του Εφεσείοντα 1, παραβιάστηκε το δικαίωμα του σε μιά δίκαιη δίκη, με κατάληξη, την κακοδικία και/ή την κακή απονομή της δικαιοσύνης (miscarriage of justice).»

«2ος Λόγος Έφεσης

Η Κατηγορούσα Αρχή, επέλεξε όπως μη προσάξει τον Μ.Κ. 2, επί του Κατηγορητηρίου Παράσχο Φίτσιου, αναιτιολόγητα ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και προς την Υπεράσπιση, παρά το ότι δεν ρωτήθηκε για ποιούς λόγους δεν το πράττει, ούτε από το Δικαστήριο, ούτε από την Υπεράσπιση, κατά τρόπο καταχρηστικό (abusive) και παραβιάζοντας το δικαίωμα για μιά δίκαιη δίκη του Εφεσείοντος 1, γιατί γνώριζε την ευεξηγήτως, προτιθέμενη αλλαγή της κατάθεσης του Μ.Κ. 2 όπως και το ότι ο τελευταίος προσπάθησε να δώσει νέα κατάθεση στην αστυνομία στις 20/8/2003, και η αστυνομία αρνήθηκε, αποπέμποντας τον.»

Περιληπτικά τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως έχουν διαπιστωθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο, έχουν ως ακολούθως:-

[*288]Ο εφεσείων 1 και η εφεσείουσα στην Ποινική Έφεση 7657, («εφεσείουσα 2»), είναι σύζυγοι.  Τον ουσιώδη χρόνο διατηρούσαν στη Λεμεσό δύο bars, το Windmill και το Barbarella. Στο Windmill βρίσκονταν, σχεδόν πάντοτε, οι εφεσείοντες 1 και 2.  Ο εφεσείων στην Ποινική Έφεση 7658, («εφεσείων 3»), ήταν διευθυντής στο Barbarella. Η παραπονούμενη, η οποία είναι Ουκρανή, εργάστηκε για μερικούς μήνες ως bar woman σε bar στη Λευκωσία. Τον Απρίλιο του 2003, προσλήφθηκε και πάλιν ως bar woman από τον εφεσείοντα 1, για να εργαστεί στα bars που διατηρούσε στη Λεμεσό.  Οι εφεσείοντες, από την πρώτη ημέρα που η παραπονούμενη πήγε κοντά τους, της εξήγησαν ότι στα καθήκοντά της ήταν να πλησιάζει τους πελάτες, να τους ζητά να της προσφέρουν ποτά και να τους προτείνει έρωτα μαζί της έναντι αμοιβής.  Αρχικά αντέδρασε.  Στη συνέχεια, όμως, αναγκάστηκε να το πράξει.  Ο εφεσείων 1 της έλεγε ότι πρόκειται για καλούς πελάτες και, ως νέα υπάλληλος, έπρεπε να υπακούει, διαφορετικά θα την σκότωνε. Όταν ο πελάτης εξέφραζε επιθυμία για έρωτα μαζί της, ακολουθείτο πάντοτε μια διαδικασία, περίπου η ίδια και για τα δύο bars.  Αμέσως ενημέρωνε, ανάλογα σε ποιο από τα bars βρισκόταν, ένα από τους εφεσείοντες.  Στο Windmill συνήθως ήταν ο εφεσείων 1 και πάντοτε η εφεσείουσα 2, την οποία ενημέρωνε για τον πελάτη.  Αυτή, με τη σειρά της, έφερνε σε επαφή τον πελάτη με τον εφεσείοντα 1, ή ειδοποιούσε τον εφεσείοντα 3, ο οποίος ερχόταν από το Barbarella, βεβαιωνόταν ότι ο πελάτης δεν ήταν αστυνομικός, συμφωνούσε το ποσό και πληρωνόταν.  Χρήματα έπαιρναν οι εφεσείοντες 1 και 3, μερικές δε φορές και η εφεσείουσα 2, ποτέ όμως η παραπονούμενη. Όταν έκλεινε η συμφωνία και πλήρωνε ο πελάτης, ο εφεσείων 3 την μετέφερε με το αυτοκίνητό του στο σπίτι όπου διέμενε με τις άλλες κοπέλες που εργάζονταν στα bars των εφεσειόντων.  Εκεί οι οδηγίες από τον εφεσείοντα 3 ήταν να μείνει με τον πελάτη για μια ώρα και να κάνει έρωτα. Όταν τέλειωνε, του τηλεφωνούσε και την μετέφερε πίσω στο bar. Τόσο ο εφεσείων 1 όσο και η φίλη του Ανδριάνα, η οποία εργαζόταν στο Barbarella, όταν η παραπονούμενη αντιδρούσε και αρνείτο να πηγαίνει με πελάτες, της έλεγαν ότι έχουν ισχυρούς φίλους στο Τμήμα Αλλοδαπών και θα την έβαζαν στο stop list.

Ένας από τους πελάτες, που γνώρισε η παραπονούμενη από τις πρώτες μέρες που εργάστηκε στους εφεσείοντες, ήταν ο Πάρης Φίτσιος, ο οποίος και πλήρωσε στον εφεσείοντα 1 £50,00 για να πάει μαζί της. Με τον Πάρη, στη συνέχεια, συνδέθηκε και συζητούσαν για τις απειλές και τα προβλήματα που αυτή αντιμετώπιζε. Όσο διάστημα εργάστηκε στους εφεσείοντες, πήγαινε υποχρεωτικά με τακτικούς πελάτες, τρεις - τέσσερις φορές την εβδομάδα, χωρίς ποτέ η ίδια να εισπράξει χρήματα από πελάτη.  Μερικές φορές ο εφεσεί[*289]ων 1 της έδινε £10,00. Υποχρεωνόταν δε, προτού πάει με πελάτη, να υπογράψει σε άσπρη κόλλα, όπου, σύμφωνα με όσα της έλεγαν, δήλωνε ότι έβγαινε με τη θέλησή της με φίλο της και όχι με πελάτη.  Όταν αρνείτο να πηγαίνει με πελάτη, ο εφεσείων 1 την απειλούσε. Το ίδιο συνέβη και στις 14/8/2003, που, ενώ ήταν άρρωστη, φοβήθηκε, πήγε με πελάτη, την επομένη όμως, 15/8/2003, έφυγε από το σπίτι, με σκοπό να μην επιστρέψει. Αναγκάστηκε, όμως, ξημερώματα της 16/8/2003 να επιστρέψει, αφού το διαβατήριό της το κρατούσε ο εφεσείων 1.  Όταν επέστρεψε στο σπίτι που διέμενε, την επισκέφτηκαν δύο πρόσωπα, μεταξύ των οποίων ο Μ.Υ.2, οι οποίοι την ρώτησαν αν είναι καλά.  Τίποτα από όσα της συνέβαιναν δεν τους είπε. Ήταν παρών ο εφεσείων 1. Την επομένη όμως το πρωί έφυγε οριστικά από το σπίτι και, με την πρώτη ευκαιρία που είχε, στις 18/8/2003, μίλησε με τον Πρόξενο της Ουκρανίας, του ανέφερε τι της συνέβαινε και, στη συνέχεια, επισκέφτηκε το Τμήμα Αλλοδαπών και την Αστυνομία, όπου κατάγγειλε την υπόθεση.

Η μαρτυρία, στην οποία στηρίχτηκε το Δικαστήριο και έκρινε τους εφεσείοντες ένοχους, ήταν ουσιαστικά η μαρτυρία της παραπονουμένης.  Η μαρτυρία των δύο άλλων μαρτύρων κατηγορίας, Αστυνομικών του Τμήματος Μικροπαραβάσεων και της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως, αφορούσε γεγονότα που ακολούθησαν τη φυγή της παραπονουμένης από την εργασία της και την καταγγελία της υπόθεσης. 

Οι εφεσείοντες, οι οποίοι επέλεξαν, μετά που κλήθηκαν από το Δικαστήριο σε απολογία, να προβούν σε ανώμοτες δηλώσεις, ισχυρίστηκαν ότι τα όσα κατέθεσε η παραπονούμενη ήταν ψευδή.  Τα είπε με σκοπό να παραμείνει στην Κύπρο και να παντρευτεί το φίλο της τον Πάρη.

Η Ανδριάνα, Μ.Υ.1, τη μαρτυρία της οποίας το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ως αναξιόπιστη, εμφάνισε την παραπονούμενη ως προβληματική.  Μεθούσε, είπε, σαν γουρούνι και δημιουργούσε προβλήματα στην εργασία της.

Ο κ. Ερωτοκρίτου, ο οποίος ανέλαβε την υπόθεση των εφεσειόντων αμέσως μετά την καταδίκη, εισηγήθηκε ότι η καταδίκη πρέπει να ακυρωθεί, αφού οι χειρισμοί του συνηγόρου, που εκπροσωπούσε τους εφεσείοντες κατά τη δίκη, ήταν αντίθετοι με τις οδηγίες τους, ή ελλειμματικοί από τα αναμενόμενα επίπεδα επαγγελματικής επάρκειας.  Συγκεκριμένα ο τότε συνήγορος:-

(α)   Παρέλειψε να ακολουθήσει τις οδηγίες τους και να δηλώσει [*290]ότι ήθελαν να καταθέσουν ενόρκως. Δήλωσε ότι όλοι θα προβούν σε ανώμοτες δηλώσεις, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες του εφεσείοντα 1 κατά τη διάρκεια της δίκης. 

(β)   Αποδέχτηκε τη μη προσαγωγή από την Κατηγορούσα Αρχή του Μ.Κ.2 επί του κατηγορητηρίου - Πάρη Φίτσιου, του μόνου επιβεβαιωτικού μάρτυρα.

(γ)   Παρέλειψε  ο  ίδιος να κλητεύσει το Μ.Κ.2, για να διευκρινίσει τους λόγους της ενοχοποιητικής για τους εφεσείοντες κατάθεσής του στην Αστυνομία και τους λόγους για τους οποίους επιθυμούσε την ανάκλησή της, σύμφωνα με τα γραφόμενα στην επιστολή του προς το Γενικό Εισαγγελέα, την οποία και κατείχε ο τότε συνήγορος. 

Αποτέλεσμα, εισηγήθηκε ο κ. Ερωτοκρίτου, των χειρισμών, που έγιναν από τον τότε συνήγορο αλλά και την Κατηγορούσα Αρχή, ήταν η παραβίαση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος των εφεσειόντων για δίκαιη δίκη.  Αποκλείστηκε η διαθέσιμη μαρτυρία του Μ.Κ.2 επί του κατηγορητηρίου, η οποία, ενδεχόμενα, να κλόνιζε την αξιοπιστία της παραπονουμένης.  Ήταν, περαιτέρω, η εισήγησή του ότι η έλλειψη οδηγιών από τους εφεσείοντες προς τον τότε συνήγορό τους συνιστά παραβίαση του Άρθρου 7(ιι) των περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμών του 2002, (Κ.Δ.Π. 237/2002), και οδηγεί σε αντικανονικότητα της δίκης.

Αντίθετη ήταν η θέση του συνηγόρου της εφεσίβλητης. Δεν υπάρχουν, εισηγήθηκε, στοιχεία και γεγονότα, τα οποία να καταδεικνύουν ότι ο τότε συνήγορος ενήργησε σε αντίθεση ή χωρίς οδηγίες εκ μέρους των εφεσειόντων. Περαιτέρω, με βάση τα πρακτικά και τους χειρισμούς που προκύπτουν από αυτά, δεν αποκαλύπτεται άσκηση έκδηλα ανίκανης δικηγορίας, η οποία επηρέασε, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, την απονομή της δικαιοσύνης.

Προτού προχωρήσουμε στην εξέταση των λόγων έφεσης, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ζητήματα, τα οποία δεν καλύπτονται από τους λόγους έφεσης, όπως το ζήτημα της συνταγματικότητας του Άρθρου 38 του Κεφ. 155, δε θα μας απασχολήσουν, έστω και αν ο συνήγορος των εφεσειόντων ασχολήθηκε με αυτά.

Εξετάζοντας το λόγο έφεσης ότι ο τότε συνήγορος ενήργησε αντίθετα με τις οδηγίες των εφεσειόντων, βρίσκουμε τη θέση του συνηγόρου της εφεσίβλητης ορθή. Είναι καλά γνωστό ότι η γραμμή της Υπεράσπισης είναι ζήτημα που εμπίπτει αποκλειστικά στη σχέ[*291]ση πελάτη - δικηγόρου. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Γιουρούκκης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 402:- (σελ. 441)

«Το βάθρο της υπεράσπισης καθορίζεται από τις οδηγίες του κατηγορούμενου αλλά ο δικηγόρος φέρει την ευθύνη για τη δικανική διαμόρφωση και προβολή της υπεράσπισης στο πλαίσιο της δίκης, η δε διακριτική ευχέρεια του δικηγόρου στον τομέα αυτό είναι ευρυτάτη.»

Έχουμε διεξέλθει τα πρακτικά της δίκης, με σκοπό να ελέγξουμε τον ισχυρισμό ότι ο εφεσείων 1 διαμαρτυρήθηκε, όταν ο τότε συνήγορός  του δήλωσε στο Δικαστήριο ότι οι εφεσείοντες θα προέβαιναν σε ανώμοτη κατάθεση.  Τίποτε δεν υπάρχει προς αυτή την κατεύθυνση. Ό,τι προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, μοναδικής πηγής ελέγχου για τα διαδραματισθέντα σ’ αυτή - (βλ. Shacolas v. Universal Life (1984) 1 C.L.R. 47. Ματθαίου ν. Θεμιστοκλέους (1998) 1 Α.Α.Δ. 1372), είναι ότι, μετά που εξηγήθηκαν τα δικαιώματα των εφεσειόντων από το Δικαστήριο και ολοκληρώθηκε η ανώμοτη κατάθεση του εφεσείοντα 1, ζητήθηκε αυτός να παρουσιάσει κάποια έγγραφα. Υπήρξε ένσταση από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής, οι συνήγοροι αγόρευσαν και εκδόθηκε απόφαση από το Δικαστήριο.  Στην πραγματικότητα κανένας από τους εφεσείοντες δεν διαμαρτυρήθηκε για τους χειρισμούς του τότε συνηγόρου τους. Αν ενεργούσε κατ’ αντίθεση με τις οδηγίες τους, ήταν όλοι παρόντες, συμμετείχαν και μπορούσαν να το έλεγαν και να τον έπαυαν.  

Ανεξάρτητα από την έλλειψη οποιασδήποτε ένδειξης ως προς διάσταση των εφεσειόντων με τον συνήγορό τους, έχουμε εξετάσει το ζήτημα των χειρισμών και από μία άλλη γωνία.  Αυτή που μπορεί να εξαχθεί από το σύνολο των πρακτικών της δίκης, με σκοπό να διαπιστωθεί κατά πόσο οι χειρισμοί δείχνουν ότι υπήρξε κατάφωρα ανίκανη δικηγορία ή υποβόσκουσα αμφιβολία ότι, ως αποτέλεσμά της, οι εφεσείοντες είχαν υποστεί κάποια αδικία.  Η μακρά αντεξέταση της παραπονουμένης φανερώνει ότι ο τότε συνήγορος με ικανότητα και δεξιοτεχνία χειρίστηκε κάθε πτυχή της μαρτυρίας της, με σκοπό να κλονίσει την αξιοπιστία της. Επρόκειτο άλλωστε για έμπειρο δικηγόρο.   

Δεν διαπιστώνουμε η δικανική διαμόρφωση και προβολή της υπεράσπισης των εφεσειόντων να καταδεικνύει κατάφωρα ανίκανη δικηγορία. Αντίθετα, σχηματίσαμε την εντύπωση καλά σχεδιασμένης υπεράσπισης. 

[*292]Αποδίδεται στον τότε συνήγορο ότι και η παράλειψή του να κλητεύσει το Μ.Κ.2 στο κατηγορητήριο αποκαλύπτει έκδηλα ανίκανη δικηγορία.  Ούτε στο σημείο αυτό συμφωνούμε με το συνήγορο των εφεσειόντων.  Η δικανική διαμόρφωση και η προβολή της υπεράσπισης, η οποία αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια του συνηγόρου, δεν κρίνονται εκ του αποτελέσματος της δίκης.  Ο τότε συνήγορος, εκτιμώντας στα πλαίσια του σχεδιασμού της υπεράσπισης των εφεσειόντων και έχοντας στα χέρια του, όπως ανέφερε ο κ. Ερωτοκρίτου, επιστολή του μάρτυρα προς το Γενικό Εισαγγελέα και την αρχική κατάθεσή του στην Αστυνομία, προφανώς έκρινε ότι δεν ήταν προς το συμφέρον των εφεσειόντων να τον καλέσει, αλλά να θίξει το ζήτημα ως παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής, η οποία δημιουργούσε κενό στην υπόθεση. 

Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση, το οποίο και βρίσκουμε απόλυτα ορθό:-

«Ο κος Γεωργίου στην τελική του αγόρευση υποστήριξε ανάμεσα στα άλλα ότι ο Πάρης ο οποίος ήταν μάρτυρας της Κατηγορούσας Αρχής δεν κλήθηκε τελικώς από την Κατηγορούσα Αρχή να καταθέσει αν και ήταν, όπως τον χαρακτήρισε ‘μάρτυρας κλειδί’, για σκοπούς επιβεβαίωσης των ισχυρισμών της παραπονούμενης ότι ήταν αρχικά ένας πελάτης που την ‘αγόραζε’ και πλήρωνε για σκοπούς σεξ και στη συνέχεια συνήψε δεσμό μαζί της. Με τον τρόπο αυτό, εισηγήθηκε, απεκλείσθηκε διαθέσιμη και ουσιαστική μαρτυρία και έχει τις επιπτώσεις η παράλειψη αυτή όπως εκτέθηκαν και αναλύθηκαν στη γνωστή υπόθεση Πέγκερος.

Η σύντομη απάντηση του Δικαστηρίου στο ζήτημα αυτό είναι ότι η μη κλήτευση του Πάρη από την κατηγορούσα αρχή για να καταθέσει δεν οδήγησε στην ύπαρξη κενού στην υπόθεση της κατηγορούσας αρχής. Αν θα είχε οποιαδήποτε σημασία η μαρτυρία του Πάρη θα ’ταν ενδεχομένως να ενισχύσει ή να επιβεβαιώσει τη μαρτυρία της παραπονουμένης και όχι να καλύψει κενό στην υπόθεση της κατηγορούσας αρχής.  Υπήρχε, εξάλλου, η μαρτυρία της παραπονουμένης. Αν αυτή είναι πιστευτή τότε το Δικαστήριο μπορεί, αφού προειδοποιήσει τον εαυτό του (όπως εξηγήσαμε ανωτέρω), να στηριχθεί επ’ αυτής για σκοπούς καταδίκης.»

Το ζήτημα της υποχρέωσης της Κατηγορούσας Αρχής σε συνοπτική δίκη να παρουσιάσει στο Δικαστήριο τους μάρτυρες, τα ονόματα των οποίων εμφανίζονται στο κατηγορητήριο, όπως αποφασίστηκε στην  υπόθεση Γεν. Εισαγγελέας ν. Σάββα (1998) 2 Α.Α.Δ. [*293]224, οδηγεί σε απόρριψη και του δεύτερου λόγου έφεσης.  Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:- (σελ. 230)

«Συμφωνούμε με την εισήγηση της κατηγορούσας αρχής.  Δεν περιλαμβάνονται στο θεσμοθετημένο περιεχόμενο του κατηγορητηρίου, για σκοπούς συνοπτικής δίκης, τα ονόματα μαρτύρων κατηγορίας.  (Βλ. το άρθρο 38 του Κεφ. 155 και το έντυπο αρ. 7 στο παράρτημα D των Θεσμών περί Ποινικής Δικονομίας. Και σε αντιδιαστολή το έντυπο 29 για κατηγορητήριο που καταχωρείται ενώπιον Κακουργιοδικείου). Το γεγονός της αναγραφής σ’ αυτό των ονομάτων μαρτύρων κατηγορίας αποτελεί πρωτοβουλία που δεν επάγεται υποχρέωση κλήσης τους.  Η νομολογία, ως προς τους μάρτυρες των οποίων τα ονόματα οπισθογραφούνται στο κατηγορητήριο με την πιο πάνω έννοια, δεν αφορά στην περίπτωση της συνοπτικής δίκης.  Ο χειρισμός που έγινε είναι νομικά εσφαλμένος.»

Θα εξετάσουμε, στη συνέχεια, τους λόγους έφεσης που αφορούν στην ποινή.  Τα γεγονότα και οι περιστάσεις, κάτω από τις οποίες διαπράχθηκαν τα αδικήματα, έχουν ήδη εκτεθεί.  Οι ποινές προσβάλλονται ως υπερβολικές, τόσο ως προς το ύψος τους όσο και ως προς τη μη αναστολή τους.  Καθίστανται υπερβολικές, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, λόγω εσφαλμένης εκτίμησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο των γεγονότων τα οποία περιστοιχίζουν τη διάπραξη των αδικημάτων αλλά, ειδικότερα, των προσωπικών συνθηκών, περιλαμβανομένων και των λόγων υγείας που αντιμετωπίζουν και που δικαιολογούσαν αναστολή της ποινής φυλάκισης.  Πρωτόδικα, για να καταδειχθούν και να διευκρινιστούν τα προβλήματα υγείας των εφεσειόντων, και ιδιαίτερα του εφεσείοντα 1, προσκομίστηκε ιατρική μαρτυρία, ακολουθήθηκε δηλαδή η διαδικασία “reverse Newton situation” πριν από την αγόρευση για μετριασμό της ποινής.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε και έλαβε υπόψη για τον κάθε ένα από τους εφεσείοντες τα εξής:-

«...  ο πρώτος κατηγορούμενος παρουσιάζει σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ από δεκατετραετίας καθώς και αρτηριακή υπέρταση από δεκαετίας.  Λόγω της χρονιότητας του διαβήτη αφενός ρυθμίζεται με τέσσερις ενέσεις ινσουλίνης ημερήσια και αφετέρου παρουσιάζει βαριάς μορφής στεφανιαία νόσο.  Η δε σοβαρότητα της στεφανιαίας νόσου (επαπειλούμενο έμφραγμα μυοκαρδίου) επιβάλλει την εντατικοποιημένη ρύθμιση σακχάρου δηλ. Συνεχείς μετρήσεις σακχάρου, χορήγηση αναλόγου ινσουλίνης αυστηρή τήρηση διαιτολογίου καθώς και αποφυγή στρες) για να αποφευχθούν οι αυξομειώσεις του σακχάρου ...»

[*294]

«Για τη δεύτερη κατηγορουμένη, σύζυγο του πρώτου κατηγορουμένου, αναφέρθηκε ότι έχει μητέρα υπερήλικη που μένει μαζί της στο σπίτι και χρειάζεται βοήθεια επί καθημερινής βάσεως και εγγονάκι που γεννήθηκε από Ρωσσίδα η οποία εγκατέλειψε την Κύπρο εδώ και 3½ χρόνια ως επίσης και πατέρα τυφλό που χρειάζεται βοήθεια και δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνος του. Έχει και αυτή προβλήματα υγείας συγκεκριμένα καρδιακή ανεπάρκεια, συχνούς ιλίγγους, ημικρανίες και πάσχει από κλειστοφοβία (Τεκμήριο 7). Η δεύτερη κατηγορουμένη πρόκειται για άτομο ηλικίας 53 ετών απόφοιτος Δημοτικού.»

«Για τον τρίτο κατηγορούμενο αναφέρθηκαν και σε σχέση με αυτόν προβλήματα υγείας και συγκεκριμένα αρτηριακή υπέρταση και χρόνια οσφυοϊσχιαλγίας λόγω δισκοπάθειας και οστεοαρθρίτιδας με συχνές φάσεις οξείας οσφυαλγίας (Τεκμήριο 8). Είναι έγγαμος ηλικίας 61 ετών και πατέρας τριών παιδιών που έχουν αποκατασταθεί.  Δεν έχει άλλο εισόδημα εκτός από μηνιαίο εισόδημα £300 από τη δουλειά του και η σύζυγος του δεν εργάζεται.»

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων αναφέρθηκε σε έκταση στις προσωπικές συνθήκες ενός εκάστου, για να τονίσει ιδιαίτερα την άποψη ότι θεωρήθηκε πως οι λόγοι υγείας του πρώτου εφεσείοντα σημασία είχαν μόνο ως ελαφρυντικός παράγοντας για μείωση της ποινής φυλάκισης, ενώ στην πραγματικότητα η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε αφορούσε την αναστολή της ποινής. Τέλος, αναφέρθηκε σε σειρά αποφάσεων, κυπριακών και αγγλικών, για να υποστηρίξει ότι εδικαιολογείτο αναστολή της ποινής φυλάκισης. 

Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (1999) 2 Α.Α.Δ. 644, στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε, αναφέρθηκε ότι:-  (σελ. 657)

«Το αδίκημα του άρθρου 164 του Ποινικού Κώδικα ότι κάποιος αποζεί από τα αθέμιτα κέρδη πορνείας είναι σοβαρό.  Τελευταία, με την έξαρση που παρατηρείται σε εγκλήματα κατά των ηθών, ο νομοθέτης αύξησε το ανώτατο όριο της ποινής από 2 σε 5 χρόνια (βλ. άρθρο 4 του Τροποποιητικού Νόμου αρ. 99(Ι)/96). Το άρθρο δεν καταπολεμά μόνο την εκμετάλλευση της ακολασίας, αλλά και την πράξη ως εστία εγκληματικότητας. Ειδικά μέσα στις παρούσες κοινωνικές συνθήκες.  ...»

[*295]Έχει επανειλημμένα τονιστεί ότι η επιβολή της ποινής είναι καθήκον που βαρύνει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο, όταν καταφαίνεται ότι η ποινή ήταν αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής και δεν ικανοποιεί τους σκοπούς του νόμου - (βλ. Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245. Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525. Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342).

Στην υπόθεση Γεν. Εισαγγελέας ν. Κωνσταντινίδη κ.ά. (1998) 2 Α.Α.Δ. 17, σημειώθηκε ότι στα υπό αναφορά αδικήματα υπάρχει έξαρση στη χώρα μας.  Είναι καλά γνωστό ότι αδικήματα που παρουσιάζουν έξαρση αντιμετωπίζονται με αποτρεπτικές ποινές, ένα από τα μέσα για την καταπολέμηση τους, χωρίς βέβαια η υποχρέωση για εξατομίκευση της ποινής να ατονεί.  Η ανάγκη αυτή επανατονίστηκε στην πρόσφατη απόφαση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χριστοφίδη (2004) 2 Α.Α.Δ. 179, της οποίας τα γεγονότα, ως προς τη διάπραξη των αδικημάτων, προσομοιάζουν με τα γεγονότα της παρούσης.   

Έχουμε εξετάσει τις επιβληθείσες ποινές υπό το φως των αρχών που προσδιορίζει η νομολογία και δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα, ώστε να παρέχεται περιθώριο επέμβασής μας.      

Τα προβλήματα υγείας των εφεσειόντων, ως και οι προσωπικές συνθήκες του καθενός ξεχωριστά, εξετάστηκαν μέσα από ό,τι διαχρονικά καθορίζει η νομολογία, χωρίς αυτά να αφεθούν να υπερφαλαγγίσουν την ανάγκη για αποτροπή.  Ειδικότερα, σ’ ό,τι αφορά τον πρώτο εφεσείοντα, ο οποίος αντιμετώπιζε και τα σοβαρότερα προβλήματα υγείας, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε κάθε πτυχή της ιατρικής μαρτυρίας και τη στάθμισε, προτού καταλήξει ότι:-

«Δε βρίσκω στην παρούσα υπόθεση ο,τιδήποτε που να διαφοροποιεί την παρούσα από την πάγια νομολογία που υπαγορεύει ότι τα οποιαδήποτε προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο για την αποφυγή επιβολής ποινής φυλάκισης όταν καθίσταται επιταχτική η αναγκαιότητα επιβολής τέτοιας ποινής και ότι τα προβλήματα υγείας του κατηγορουμένου μπορούν να εξυπηρετηθούν, κατάλληλα, από τις ιατρικές αρχές των φυλακών οι οποίες αναμένεται, ανάλογα με την φύση και τη σοβαρότητα της κατάστασης του κατηγορουμένου, να του παράσχουν κάθε δυνατή διευκόλυνση και κάθε αναγκαία και κατάλληλη θεραπεία.»

Η εισήγηση ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά οι λόγοι, για τους οποί[*296]ους προσφέρθηκε η ιατρική μαρτυρία για τον εφεσείοντα 1, και ο ρόλος της εφεσείουσας 2 στη διάπραξη των αδικημάτων δεν υποστηρίζεται από τα όσα διατυπώνονται στην πρωτόδικη απόφαση.  Όλα όσα τέθηκαν ενώπιόν μας τέθηκαν και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και  εξετάστηκαν τόσο σε σχέση με τη διάρκεια της ποινής όσο και σε σχέση με την αναστολή της.  Ιδιαίτερα για τα προβλήματα υγείας του εφεσείοντα 1, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε και την ανάγκη παροχής προς αυτόν των οποιωνδήποτε διευκολύνσεων απαιτούνταν για σκοπούς αντιμετώπισής τους.

Καταλήγουμε ότι οι επιβληθείσες ποινές δεν είναι υπερβολικές.

Οι εφέσεις απορρίπτονται.

Οι εφέσεις απορρίπτονται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο