Αβραάμ Σωτήρης ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 365

(2005) 2 ΑΑΔ 365

[*365]14 Ιουνίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

ΣΩΤΗΡΗΣ ΑΒΡΑΑΜ,

Εφεσείων,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 45/2005)

 

Ποινή ― Βία στην Οικογένεια ― Παράβαση του Άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου 47(Ι)/94 ― Παραδοχή, λευκό ποινικό μητρώο και καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης ― Επιβολή ποινής φυλάκισης 9 μηνών ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Καθυστέρηση μεταξύ του χρόνου διάπραξης του αδικήματος και του χρόνου τιμωρίας ― Ο λόγος για τον οποίο προσμετρά η καθυστέρηση είναι η μεταβολή των συνθηκών του παραβάτη.

Ποινή ― Το είδος της ποινής και ο προσδιορισμός του ύψους της επαφίενται στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου ― Η επιβολή ποινής φυλάκισης, ως θέμα αρχής, είναι ορθή σε υποθέσεις βίας στην οικογένεια.

Στις 12.10.1999, ο εφεσείων χειροδίκησε βάναυσα κατά της Μολδαβής συζύγου του, η οποία ήταν δύο μηνών έγκυος και της προκάλεσε βαριά σωματική βλάβη. Εναντίον του εφεσείοντος καταχωρήθηκε αρχικά υπόθεση στις 2.10.2000 αλλά τελικά αποσύρθηκε στις 16.7.2001 «ως ανεπίδοτη». Στις 7.10.2003 καταχωρήθηκε η παρούσα υπόθεση. Αρχικά ο εφεσείων δεν παραδέχθηκε ενοχή αλλά το έπραξε στις 28.1.2005 και αφού η υπόθεση ακούστηκε μερικώς. Ήταν τότε 41 ετών (36 κατά τη διάπραξη του αδικήματος) και εργαζόταν ως σερβιτόρος. Από την υπεράσπιση αναφέρθηκε ότι ο εφεσείων σκόπευε να τελέσει γάμο με άλλη αλλοδαπή στις 11.2.2005.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 9 μηνών αφού έλαβε υπόψη από τη μιά τη σοβαρότητα του αδική[*366]ματος και το γεγονός ότι η σύζυγος του ήταν έγκυος και από την άλλη ως ελαφρυντικούς παράγοντες την παραδοχή, το λευκό ποινικό του μητρώο και κυρίως το γεγονός της όλης καθυστέρησης στην εκδίκαση της υπόθεσης, για το οποίο όμως κρίθηκε ως υπόλογος ο ίδιος ο εφεσείων.

Ο εφεσείων προσβάλλει την ποινή ως έκδηλα υπερβολική.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Αναφορικά με το είδος της ποινής, δεν υπήρχαν τέτοια γεγονότα ως προς τη μεταβολή των προσωπικών συνθηκών του εφεσείοντος που να επήλθε στο μεταξύ, ούτως ώστε να καθιστά την επιβολή ποινής φυλάκισης εσφαλμένη.

2. Αναφορικά με το ύψος της ποινής, το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε δεόντως υπόψη, μεταξύ άλλων παραγόντων, και την πάροδο του μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την επιβολή της ποινής.

3. Το Ανώτατο Δικαστήριο επεμβαίνει στην πρωτόδικη απόφαση αν η ποινή που επιβλήθηκε είναι εσφαλμένη ως θέμα αρχής ή αν είναι έκδηλα υπερβολική. Για αδικήματα αυτού του είδους από τη νομολογία φαίνεται ότι η ποινή φυλάκισης, ως θέμα αρχής, είναι ορθή.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Αβρααμίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1993) 2 Α.Α.Δ. 355,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Νεοφύτου (1991) 2. Α.Α.Δ. 5,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Τέλλα (1991) 2 Α.Α.Δ. 71,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 617,

Χριστοφή ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 549,

Λούπης ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 27,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2002) 2 Α.Α.Δ. 464.

 

[*367]Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Υπόθεση Αρ. 11089/03) ημερομηνίας 1/2/05, με την οποία βρέθηκε ένοχος, κατόπιν παραδοχής, για το αδίκημα της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης στη Μολδαβή σύζυγό του Aliona Dragan με την οποία είχε τελέσει πολιτικό γάμο στις 3/2/98 και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 9 μηνών για παράβαση του Άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου 47(Ι)/94.

Χρ. Κ. Θεμιστοκλέους, για τον Eφεσείοντα.

Μαίρη-Άνν Σταυρινίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Eφεσίβλητη.

Ο Εφεσείων είναι παρών.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.:  Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στην ποινική υπόθεση αρ. 11089/03 με την οποία επιβλήθηκε στον εφεσείοντα φυλάκιση 9 μηνών για παράβαση του άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου 47(1)/94 στο οποίο αδίκημα κρίθηκε ένοχος κατόπιν δικής του παραδοχής. 

Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο ο εφεσείων στις 12/10/99 στη Λάρνακα παράνομα προκάλεσε βαριά σωματική βλάβη στη Μολδαβή σύζυγο του Αliona Dragan με την οποία είχε τελέσει πολιτικό γάμο στις 3/2/98. Προκύπτει από τα γεγονότα, όπως εκτέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου και με τα οποία συμφώνησε και η υπεράσπιση, ότι ο εφεσείων το απόγευμα της 11/10/1999 με αφορμή το είδος του φαγητού που ετοίμασε η σύζυγος του είχε λογομαχήσει με την ίδια.  Η σύζυγος έφυγε από το σπίτι και πήγε σε μια φίλη γειτόνισσα της όπου της ζήτησε να παραμείνει εκεί το βράδυ.  Ο εφεσείων πήγε εκεί περί τις 2.00 π.μ. της 12/10/99 και αφού πήρε τη σύζυγο του πήγαν σπίτι τους. Αφού έκλεισαν την πόρτα άρχισε να [*368]της φωνάζει και να την τραβά από τα ρούχα και να την κτυπά σε διάφορα μέρη του σώματος της ακόμα και στο πρόσωπο.  Η παραπονούμενη κατάγγειλε την υπόθεση στην Αστυνομία στις 8.30 π.μ. της 12/10/99 και αφού οδηγήθηκε στο νοσοκομείο Λάρνακας διαπιστώθηκε ότι έφερε «οίδημα αριστερού ζυγωματικού κάτω σιαγόνας, μώλωπες μεταξύ εγγύς και μέσης φάλαγγας αριστερού 4ου δακτύλου, γραμμώδη μώλωπα, γραμμωτό μώλωπα περίπου 6 εκ., μώλωπα στο δεξιό αντιβραχίονα ωλένιας περιοχής δεύτερου τριτημορίου.»  Εξέταση από ειδικό ωτορινολαρυγγολόγο έδειξε μικρή ρήξη τυμπάνου του αριστερού αυτιού.  Κατά το χρόνο του επεισοδίου η παραπονούμενη ήταν στο 2ο μήνα εγκυμοσύνης. 

Εναντίον του εφεσείοντος εκδόθηκε δικαστικό ένταλμα σύλληψης και συνελήφθηκε στις 16.30 της ίδιας ημέρας. Όταν πληροφορήθηκε για το λόγο σύλληψης του και αφού του επεστήθη η προσοχή του στο νόμο αυτός απάντησε «Εγιώ εν έκαμα έτσι πράμα».  Όταν αργότερα κατηγορήθηκε γραπτώς απάντησε «τίποτε δε θέλω να πω». 

Εναντίον του εφεσείοντος καταχωρήθηκε αρχικά η υπόθεση 13586/00 στις 2/10/00 αλλά η επίδοση της, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες της Κατηγορούσας Αρχής, δεν είχε καταστεί δυνατή βασικά λόγω αλλαγής διεύθυνσης και τόπου εργασίας του εφεσείοντος, με αποτέλεσμα η υπόθεση να αποσυρθεί στις 16/7/01 «ως ανεπίδοτη».  Αφού εντοπίστηκε ο εφεσείων καταχωρήθηκε η παρούσα υπόθεση στις 7/10/03. Αρχικά ο εφεσείων δεν παραδέχθηκε ενοχή αλλά σε αργότερο στάδιο (28/1/05) και αφού η υπόθεση ακούστηκε μερικώς, με άδεια του δικαστηρίου άλλαξε απάντηση και παραδέχθηκε την εναντίον του κατηγορία.  Ήταν τότε 41 ετών (36 κατά τη διάπραξη του αδικήματος) και επαγγέλλετο το σερβιτόρο.  Από πλευράς υπεράσπισης αναφέρθηκε ότι ο εφεσείων είχε γνωρίσει άλλη αλλοδαπή με την οποία σκόπευε να τελέσει γάμο στις 11/2/05.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη από τη μια τη σοβαρότητα του αδικήματος όπως αυτή αντικατοπτρίζεται και στην προβλεπόμενη από το νόμο ποινή καθώς επίσης και το γεγονός ότι η σύζυγος του εφεσείοντος βρισκόταν σε κατάσταση εγκυμοσύνης και από την άλλη ως ελαφρυντικούς παράγοντες την παραδοχή ενοχής έστω και σε καθυστερημένο στάδιο, το λευκό ποινικό μητρώο και κυρίως το γεγονός της όλης καθυστέρησης στην εκδίκαση της υπόθεσης, για το οποίο όμως η πρωτόδικη δικαστής έκρινε ότι υπαίτιος ήταν ο ίδιος ο εφεσείων, κατάληξε ότι η μόνη αρμόζουσα ποινή ήταν αυτή της φυλάκισης και επέβαλε στον κατηγορούμενο φυλάκιση 9 μηνών όπως ήδη αναφέρθηκε.  Σημείωσε ότι η καθυστέ[*369]ρηση θα ληφθεί σοβαρά υπόψη υπέρ του εφεσείοντος, στο ύψος της ποινής.   

Η έφεση

Με την παρούσα έφεση προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η ποινή είναι υπερβολική. Αγορεύοντας ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος έδωσε έμφαση στο γεγονός ότι παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την ημερομηνία επιβολής ποινής.  Από πλευράς εφεσίβλητης τονίστηκε το γεγονός ότι η όλη καθυστέρηση οφειλόταν στον ίδιο τον εφεσείοντα, αφού η αστυνομία έκαμε πάρα πολλές προσπάθειες μέχρι να κατορθώσει να τον εντοπίσει. 

Είναι γεγονός ότι υπάρχει αρκετή νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Αβρααμίδης ν. Γενικός Εισαγγελέας (1993) 2 Α.Α.Δ. 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Νεοφύτου (1991) 2 Α.Α.Δ. 5, Γενικός Εισαγγελέας ν. Τέλλα (1991) 2 Α.Α.Δ. 71 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 617) με βάση την οποία η καθυστέρηση στην καταχώρηση μιας υπόθεσης εναντίον ενός προσώπου και/ή καθυστέρηση στην εκδίκαση της, αποτελούν σημαντικό ελαφρυντικό παράγοντα ο οποίος, ανάλογα με τις περιστάσεις, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο τη μείωση της ποινής αναφορικά με το είδος αυτής, αλλά και μετατροπή της ποινής που κανονικά θα επιβάλλετο αν δεν υπήρχε η καθυστέρηση.  Για παράδειγμα ενώ η ποινή φυλάκισης κάτω από κανονικές συνθήκες θα ήταν η αρμόζουσα, ενόψει της καθυστέρησης αυτή δε θα έπρεπε να επιβληθεί ούτως ώστε να ήταν κατάλληλη και επαρκής άλλη ποινή, για παράδειγμα η χρηματική. Καταλήγει η νομολογία ότι εκτός όπου είναι απόλυτα αναγκαίο είναι ανεπιθύμητη η επιβολής ποινής φυλάκισης.  Βασικός λόγος είναι διότι στο μεταξύ οι προσωπικές συνθήκες του παραβάτη μπορεί να έχουν αλλάξει.

Αναφορικά με τις περιπτώσεις εκείνες που υπαίτιος για την καθυστέρηση είναι ο κατηγορούμενος, στην προαναφερθείσα υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτης κ.ά., σελ. 626 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Στην παρούσα υπόθεση για την καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης ευθύνονται οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι και σε τέτοια περίπτωση οι τελευταίοι δεν μπορούν να την επικαλούνται ως ελαφρυντικό παράγοντα (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Βαρνάβα (1999) 2 Α.Α.Δ. 638 και Κουλλαπής ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 273).

[*370]

Πρέπει στο σημείο αυτό να υποδείξουμε ότι η διασφάλιση του δικαιώματος που κατοχυρώνεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος αναφορικά με το χρόνο εκδίκασης των υποθέσεων αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του Δικαστηρίου (Μιχάλης Μαγκάκης (1990) 1 Α.Α.Δ. 1068).  Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο έπρεπε να είχε λάβει πρόσφορα και δραστικά μέτρα για την απρόσκοπτη εκδίκαση της υπόθεσης μέσα σε εύλογο χρόνο όπως επιτάσσουν οι πρόνοιες του Συντάγματος.

Παρά τη θέση της νομολογίας ως προς τις επιπτώσεις της καθυστέρησης όταν για αυτήν ευθύνεται ο κατηγορούμενος και τη θέση της ως προς την ευθύνη του δικαστηρίου για τη διεξαγωγή της μέσα σε εύλογο χρόνο παραμένει το γεγονός της επιβολής ποινής μετά την παρέλευση 40 μηνών από τη διάπραξη των αδικημάτων.

Στην Αρέστη (πιο πάνω) ο Πικής, Π. υπέδειξε ότι:

«Η αποτίμηση κατά το πέρας της διαδικασίας της καθυστέρησης ως παράγοντα ελαφρυντικού της ποινής τείνει να μετριάσει την απόσταση που δημιουργείται, ως προς το άτομο του παραβάτη, μεταξύ του χρόνου που διαπράττεται το αδίκημα και του χρόνου της τιμωρίας του.»

Το θέμα της καθυστέρησης εξετάζεται για να κριθεί αν η δίκη ήταν δίκαιη, όπως ορίζεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος.  Ωστόσο ο λόγος για τον οποίο συνήθως προσμετρά η καθυστέρηση είναι η μεταβολή των συνθηκών του παραβάτη.  Στην παρούσα υπόθεση η μεταβολή των συνθηκών των εφεσιβλήτων ήταν ιδιάζουσα.»

Εξετάσαμε τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης με τη μέγιστη δυνατή προσοχή.  Λαμβάνοντας υπόψη ότι για την όλη καθυστέρηση φαίνεται να ευθύνεται βασικά ο ίδιος ο εφεσείων, αρχικά με την αλλαγή τόπου διαμονής και εργασίας και μεταγενέστερα με τη στάση του να αρνηθεί σε πρώτο στάδιο την κατηγορία με αποτέλεσμα η υπόθεση να ακουστεί μερικώς, καθώς και την προβλεπόμενη από το νόμο ποινή που ειδικά όσον αφορά την παρούσα υπόθεση που η επίθεση στρέφεται εναντίον μέλους της οικογένειας του εφεσείοντος από 7 χρόνια που ήταν το μέγιστο της ποινής με βάση τον Ποινικό Κώδικα, αυτή να αυξάνεται σε 10 χρόνια, έχουμε καταλήξει ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου για να επιβάλει ποινή φυλάκισης ήταν ορθή.  Βέβαια δεν αγνοούμε ότι υπήρξε καθυστέρηση [*371]ενός έτους για καταχώρηση της πρώτης υπόθεσης για την οποία δεν εξηγείται γιατί, αλλά η περίοδος αυτή δεν κρίνεται τέτοια που να θεωρείται από μόνη της ως ουσιώδης καθυστέρηση.  Σημειώνουμε επίσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο είχε υπόψη του και διατύπωσε το γεγονός ότι παρά την προβλεπόμενη από το νόμο ποινή εφόσον η υπόθεση δικαζόταν συνοπτικά το μέγιστο που θα μπορούσε να επιβληθεί ήταν φυλάκιση μέχρι 5 έτη.  Δεν υπήρχαν τέτοια γεγονότα ως προς τη μεταβολή των προσωπικών συνθηκών του εφεσείοντος που να επήλθε στο μεταξύ, ούτως ώστε να καθιστά την επιβολή φυλάκισης ως εσφαλμένη.

Το Ανώτατο Δικαστήριο επεμβαίνει στην πρωτόδικη απόφαση αν η ποινή που επιβλήθηκε είναι εσφαλμένη ως θέμα αρχής ή αν είναι έκδηλα υπερβολική.  Για αδικήματα αυτού του είδους από τη νομολογία φαίνεται ότι η ποινή φυλάκισης, ως θέμα αρχής, είναι ορθή. Στην υπόθεση Μανώλης Χριστοφή ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 549 το Εφετείο μείωσε την ποινή των 9 μηνών φυλάκιση σε 7 μήνες για ελαφρότερης όμως φύσης αδίκημα δηλαδή της πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.  Για το ίδιο αδίκημα δηλαδή της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης κατά πάράβαση του άρθρου 243, στην υπόθεση Λούπης ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 27 επιβλήθηκε φυλάκιση 8 μηνών και η έφεση κατά της ποινής απορρίφθηκε.  Σημειώνουμε ότι εκεί η μέγιστη προβλεπόμενη ποινή ήταν μέχρι 3 χρόνια φυλάκιση.

Πλησιέστερη προς τη δική μας περίπτωση είναι η υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αναστάσιος Α. Γεωργίου (2002) 2 Α.Α.Δ. 464 (στην οποία αναφέρθηκε και το πρωτόδικο δικαστήριο) όπου αφορούσε 2 περιπτώσεις επίθεσης κατά της εν διαστάσει συζύγου του κατηγορουμένου και πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000 (Ν. 119(1)/00) με βάση τον οποίο η μέγιστη ποινή είναι επίσης μέχρι 10 χρόνια φυλάκιση.  Το πρωτόδικο δικαστήριο επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12 μηνών με αναστολή αλλά το Εφετείο, δεχόμενο την έφεση του Γενικού Εισαγγελέα, διέταξε όπως η ποινή φυλάκισης είναι άμεση και μάλιστα να αρχίζει από την ημέρα έκδοσης της απόφασης του Εφετείου. Βέβαια εκεί δεν εγειρόταν το θέμα καθυστέρησης που εγείρεται στην παρούσα.

Στη δική μας περίπτωση, όσον αφορά το είδος της ποινής έχουμε ήδη αναφέρει ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο κατάληξε σε ποινή φυλάκισης.  Αναφορικά με το ύψος της, το δικαστήριο τόνι[*372]σε ότι η ποινή που επέβαλλε ήταν επιεικής καθότι μεταξύ άλλων παραγόντων έλαβε υπόψη και το γεγονός της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος από της διάπραξης του αδικήματος μέχρι την ημέρα που επέβαλε ποινή. Προσέχουμε ότι το δικαστήριο αφιέρωσε αρκετό χρόνο της διαδικασίας για διερεύνηση του θέματος αυτού της καθυστέρησης διεκπεραίωσης της εναντίον του εφεσείοντος υπόθεσης και έλαβε το γεγονός τούτο δεόντως υπόψη.

Καταλήγουμε ότι δεν έχει τεθεί καλός λόγος που να δικαιολογεί την παρέμβασή μας στην επιβληθείσα ποινή.

Ως αποτέλεσμα η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο