Κωνσταντίνου Αιμίλιος ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 383

(2005) 2 ΑΑΔ 383

[*383]17 Ιουνίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7795)

 

Δικαστική απόφαση ― Αιτιολογία ― Ύπαρξη κενού στην στοιχειοθέτηση απόφασης με την οποία κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος για αμελή οδήγηση κατά παράβαση των Άρθρων 8, 19 και 20Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 (Ν. 86/72 όπως τροποποιήθηκε) ― Οδήγησε σε ακύρωση της καταδικαστικής απόφασης κατ’ έφεση.

Αμελής οδήγηση ― Η υπερβολική ταχύτητα από μόνη της δεν αποτελεί αμέλεια εκτός εάν συνδυαστεί με άλλους παράγοντες.

Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία σε κατηγορία για αμελή οδήγηση. Ο βασικός λόγος για τον οποίο ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος φαίνεται να βασιζόταν στο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα, η οποία ανερχόταν στα 110,8 χ.μ.ω. Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση προβάλλοντας, μεταξύ άλλων τους ακόλουθους λόγους:

1) Η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι οδηγούσε με ταχύτητα 110,8 χ.μ.ω. βασίζεται στο εσφαλμένο εύρημα ότι τα ίχνη πλάγιας ολίσθησης που φαίνονται στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας ήταν του αυτοκινήτου του, ενώ αυτός, όπως προκύπτει από την εκατέρωθεν μαρτυρία, οδηγούσε στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας.

2) Η πρωτόδικη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ενώ η έμφαση κατά τη δίκη είχε δοθεί στο θέμα της ταχύτητας του εφεσείοντος, που εν πάση περιπτώσει δεν αποτελεί από μόνη της αμέ[*384]λεια, δεν γίνεται καμιά αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση στο ποιό ήταν το μέγιστο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας, αλλά ούτε γιατί η ταχύτητα αποτελούσε, στη συγκεκριμένη υπόθεση αμέλεια. Στην πρωτόδικη απόφαση διατυπώνονται απλώς νομικές αρχές χωρίς όμως να συνδεθούν με τα ευρήματα γεγονότων.

2.  Ενόψει των ανωτέρω, η θέση του συνηγόρου του εφεσείοντος ότι η πρωτόδικη απόφαση στερείται αιτιολογίας, αφού δεν εξηγούνται οι περιστάσεις εκείνες που καθιστούν την ταχύτητα ως αμέλεια, είναι ορθή.

Η έφεση επιτράπηκε. Η καταδίκη του εφεσείοντος καθώς και η επιβληθείσα ποινή συμπεριλαμβανομένης και της διαταγής για τα έξοδα, ακυρώθηκαν.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Alexander v. Gamble (1974) 1 C.L.R. 5,

Demou v. Constantinou a.o. (1979) 1 C.L.R. 21.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Υπόθεση�Αρ. 8515/02) ημερ. 3/8/04, με την οποία τον έκρινε ένοχο για το αδίκημα της αμελούς οδήγησης κατά παράβαση των Άρθρων 8, 19 και 20Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 (Ν. 86/72 ως έχει τροποποιηθεί) και του επέβαλε £450 πρόστιμο πλέον £135 έξοδα της Κατηγορούσας Αρχής και στέρηση του δικαιώματος να κατέχει άδεια οδηγού για περίοδο ενός μηνός.

Π. Κυπριανού, για τον Eφεσείοντα.

Ρ. Βραχίμης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.:  Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου στην ποινική υπόθεση αρ. [*385]8515/02 με την οποία έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα για το αδίκημα της αμελούς οδήγησης κατά παράβαση των άρθρων 8, 19 και 20Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 (Ν. 86/72 ως έχει τροποποιηθεί) και του επέβαλε £450 πρόστιμο πλέον £135 έξοδα της Κατηγορούσας Αρχής και στέρηση του δικαιώματος να κατέχει άδεια οδηγού για περίοδο ενός μηνός.

Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση

Στις 23/6/01 και περί ώρα 4 μ.μ. ο εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής ΕΥΝ 956 τύπου Pajero κατά μήκος της λεωφόρου Δανάης στην Πάφο με κατεύθυνση από Κάτω Πάφο προς Πάφο. Η λεωφόρος αυτή έχει δυο λωρίδες με κατεύθυνση προς Κάτω Πάφο και δυο προς την αντίθετη κατεύθυνση.  Απλώς στο μέρος που οχήματα από την κατεύθυνση προς Κάτω Πάφο που έχουν σκοπό να στρίψουν δεξιά, σύμφωνα με την πορεία τους, οι λωρίδες γίνονται τρεις. Στο μέσο των λωρίδων της κάθε κατεύθυνσης υπάρχει συνεχής διαχωριστική νησίδα στην οποία υπάρχουν θάμνοι και καλλωπιστικά φυτά τα οποία επηρεάζουν την ορατότητα στα 90m και προς τις δυο κατευθύνσεις.  Από την αντίθετη κατεύθυνση, από αυτή του εφεσείοντος, ο Μ.Κ.6 Κωνσταντίνος Κωνσταντίνου οδηγούσε το αρθρωτό όχημα με αρ. εγγραφής ΗΒΖ 922 ο οποίος σε κάποιο σημείο που υπάρχει διακοπή της νησίδας και επιτρέπεται δεξιά στροφή, αφού πήρε την τρίτη, σύμφωνα με την πορεία του, λωρίδα, έστριψε δεξιά για να εισέλθει σε ανώνυμη πάροδο η οποία είναι στα αριστερά σύμφωνα με την πορεία του εφεσείοντος αποκόπτοντας έτσι την πορεία του.  Ο τελευταίος παρά τη χρήση φρένων δεν πρόλαβε να αποφύγει τη σύγκρουση με το εν λόγω όχημα με αποτέλεσμα να συγκρουσθεί βασικά το εμπρόσθιο αριστερό μέρος του αυτοκινήτου του με το πίσω αριστερό πλευρινό μέρος του αρθρωτού.  Η σύγκρουση ήταν στο σημείο Χ του τεκμ. 2.  Αποτέλεσμα του δυστυχήματος εκτός από τις ζημιές στα οχήματα ήταν και ο θάνατος της Larisa Chumbash από την Ουκρανία, αρραβωνιαστικιάς του εφεσείοντος, πού ήταν συνεπιβάτης στο αυτοκίνητό του.  Στο δυστύχημα ενεπλάκη κάπως και τρίτο όχημα, το υπ’ αρ. ΗΚΚ 12 το οποίο κατά τον ουσιώδη χρόνο οδηγείτο από τον Μ.Κ.5 Χρύσανθο Πετρίδη με κατεύθυνση από Πάφο προς Κάτω Πάφο.  Το εν λόγω αυτοκίνητο απλώς υπέστη ζημιά από κάποιο αντικείμενο που εκσφενδονίστηκε από το αυτοκίνητο του εφεσείοντος όταν τούτο συγκρούστηκε με το αρθρωτό όχημα. Ο εφεσείων κατηγορήθηκε για το αδίκημα της αμελούς οδήγησης και μετά από ακροαματική διαδικασία το πρωτόδικο δικαστήριο τον έκρινε ένοχο.  Ο βασικός λόγος για τον οποίο ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος φαίνεται να ήταν το εύρημα του δικαστηρίου ότι οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα.  Στο σημείο αυτό παρα[*386]θέτουμε αυτούσιο το εύρημα του, που έχει ως ακολούθως:

«.....Με βάση τις έρευνες που διενήργησε ο Μ.Κ.8 η ταχύτητα εκτροπής του οχήματος του κατηγορουμένου ΕΥΝ 956 ήταν 110,8 χιλιόμετρα.  Με αυτή την ταχύτητα για να καλύψει την απόσταση των 90m που ήταν η ορατότητα στο δρόμο χρειαζόταν 2,92 δευτερόλεπτα. Ο οδηγός του αρθρωτού οχήματος ΗΒΖ 922 από την ώρα που ξεκίνησε για να εισέλθει στη δεξιά πάροδο μέχρι το σημείο σύγκρουσης χρειάστηκε κατά μέσο όρο 5.26 δευτερόλεπτα.  Συνεπώς με βάση την πιο πάνω έρευνα διαπιστώνεται ότι ο οδηγός του αρθρωτού όταν ξεκίνησε για να διασταυρώσει το δρόμο το όχημα του κατηγορούμενου δεν βρισκόταν εντός του πεδίου ορατότητας του οδηγού του αρθρωτού. Ο κατηγορούμενος αντιλήφθηκε το αρθρωτό όχημα από απόσταση 80m, όταν αυτό βρισκόταν στο στάδιο της διασταύρωσης και κόρναρε.»

Αφού το πρωτόδικο δικαστήριο ανάφερε ότι η απόφραξη του δρόμου από οδηγό άλλου αυτοκινήτου αποτελεί αμέλεια, κάτι που προφανώς ισχύει για τον οδηγό του αρθρωτού, σχετικά με τον εφεσείοντα κατάληξε ότι υπό τις περιστάσεις η ταχύτητά του δεν ήταν η ενδεδειγμένη, με αποτέλεσμα να μην οδηγεί με τη δέουσα προσοχή και φροντίδα.

Η έφεση

Με το εφετήριο προβάλλονται 5 λόγοι έφεσης.  Τελικά οι 2ος και 4ος αποσύρθηκαν και προωθήθηκαν οι υπόλοιποι. 

Με τον πρώτο λόγο αμφισβητείται το εύρημα του δικαστηρίου ότι ο εφεσείων οδηγούσε με ταχύτητα 110,8 χ.μ.ω.  Ισχυρίζεται ο εφεσείων ότι η κατάληξη αυτή βασίζεται στο εσφαλμένο εύρημα ότι τα ίχνη πλάγιας ολίσθησης που φαίνονται στη δεξιά λωρίδα ήταν του αυτοκινήτου του ενώ αυτός, από μαρτυρία που προέρχεται και από τις δυο πλευρές, οδηγούσε στην αριστερή λωρίδα.  Ο Μ.Κ.1 που ετοίμασε τα σχεδιαγράμματα τεκμήρια 1 και 2 δεν είναι ειδικός, με αποτέλεσμα και η μαρτυρία του Μ.Κ.8 που με βάση τα σχεδιαγράμματα κατέληξε ότι η ταχύτητα του εφεσείοντος ήταν 110,8 χμω είναι εσφαλμένη.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη και ότι σε κάποια σημεία είναι αντιφατική.

Με τον πέμπτο λόγο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδι[*387]κο δικαστήριο έπρεπε, με βάση την ενώπιον του μαρτυρία να καταλήξει ότι ο Μ.Κ.6 (οδηγός του αρθρωτού) οδηγούσε αμελώς και με βάση αυτό το εύρημα να απαλλάξει τον εφεσείοντα.

Αναφορικά με τον 5ο λόγο, σίγουρα αυτός δεν ευσταθεί διότι και αν ακόμα το δικαστήριο κατέληγε ότι είχε και ο οδηγός του αρθρωτού ευθύνη, έστω και σε πολύ μεγάλο βαθμό, αυτό δεν απάλλασσε τον εφεσείοντα από τη δική του ευθύνη αν είχε και αυτός το δικό του μερίδιο, έστω σε πολύ μικρό βαθμό. 

Εξετάζοντας την αιτιολογία του πρώτου και τρίτου λόγου έφεσης κρίνουμε ότι μπορούν και θα πρέπει να εξεταστούν μαζί.  Τα όσα επικαλείται η πλευρά του εφεσείοντος ότι δεν αποτελούν επαρκή αιτιολογία, συνδέονται, έστω και έμμεσα, με την ορθότητα ή μη της κατάληξης του δικαστηρίου ότι ο εφεσείων οδηγούσε με ταχύτητα 110,8 χιλιόμετρα. 

Αρχίζουμε από τον ισχυρισμό ότι η απόφαση στερείται αιτιολογίας.  Προσέχουμε ότι ενώ το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολείται με λεπτομέρεια ως προς το τι αποτελεί αμελή οδήγηση γενικά και ιδιαίτερα αναφορικά με το καθήκον ενός οδηγού (στη θέση του οποίου ήταν ο οδηγός του αρθρωτού οχήματος στην παρούσα υπόθεση) που αποφράσσει το δρόμο άλλου οδηγού, και καταλήγει ότι αυτό είναι αμέλεια, παραλείπει να εξηγήσει γιατί, με τα γεγονότα αυτής της υπόθεσης, ο εφεσείων ήταν αμελής.  Είναι κοινώς παραδεκτό γεγονός ότι ο εφεσείων οδηγούσε στον κύριο δρόμο.  Ο μόνος τρόπος που θα μπορούσε να κριθεί ένοχος αμέλειας ήταν η ταχύτητα των 110,8 χιλιομέτρων που δέχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι ήταν η ταχύτητα του εφεσείοντος αμέσως πριν τη σύγκρουση.  Όμως η νομική αρχή είναι ότι η υπερβολική ταχύτητα από μόνη της δεν αποτελεί αμέλεια εκτός αν αυτή συνδυαστεί με άλλους παράγοντες (βλ. μεταξύ άλλων Alexander ν. Gamble (1974) 1 C.L.R. 5, σελ. 7, 8, και Demou v. Constantinou & others (1979) 1 C.L.R. 21).  Στη δική μας περίπτωση ενώ η όλη έμφαση κατά τη δίκη είχε δοθεί στο θέμα της ταχύτητας του εφεσείοντος, δε γίνεται καμιά αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση στο ποιο ήταν το μέγιστο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας αλλά ούτε γιατί η ταχύτητα αποτελούσε, στη συγκεκριμένη υπόθεση, αμέλεια.  Στην πρωτόδικη απόφαση διατυπώνονται απλώς νομικές αρχές χωρίς όμως να συνδεθούν με τα ευρήματα γεγονότων. Αντίθετα στην απόφαση του το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρει και τα εξής:

«Η ταχύτητα από μόνη της δεν αποτελεί αιτία του δυστυχήματος στην παρούσα όμως υπόθεση με γνώμονα τις πιο πάνω νομικές [*388]αρχές και τα πραγματικά γεγονότα όπως τα έχω διαπιστώσει, κρίνω ότι υπό τις περιστάσεις η ταχύτητα του κατηγορούμενου δεν ήταν η ενδεδειγμένη με αποτέλεσμα ο Κατηγορούμενος να μην οδηγεί με τη δέουσα προσοχή και φροντίδα.  Ο κατηγορούμενος όφειλε να οδηγεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούσε να σταματήσει με ασφάλεια στην περίπτωση εμφάνισης οποιουδήποτε κινδύνου.»

Με βάση τα πιο πάνω και υποθέτοντας πάντοτε ότι το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η ταχύτητα του εφεσείοντος ήταν 110,8 χιλιόμετρα είναι ορθό, καταλήγουμε να δεχθούμε τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντος ότι η πρωτόδικη απόφαση στερείται αιτιολογίας αφού δεν εξηγούνται οι περιστάσεις εκείνες που καθιστούν την ταχύτητα στην παρούσα υπόθεση ως αμέλεια.

Ως αποτέλεσμα η έφεση επιτρέπεται.  Η καταδίκη του εφεσείοντος καθώς και η επιβληθείσα ποινή συμπεριλαμβανομένης και της διαταγής για τα έξοδα, ακυρώνονται.

Η έφεση επιτρέπεται. Η καταδίκη του εφεσείοντος καθώς και η επιβληθείσα ποινή συμπεριλαμβανομένης και της διαταγής για τα έξοδα, ακυρώνονται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο