Κέττηρος Σπύρος ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 395

(2005) 2 ΑΑΔ 395

[*395]21 Ιουνίου, 2005

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΣΠΥΡΟΣ ΚΕΤΤΗΡΟΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7475)

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας σε υπόθεση άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας κατά παράβαση των Άρθρων 151 και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Αποκλεισμός από το πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς αποχρώντα λόγο, μέρους μαρτυρίας ειδικού εμπειρογνώμονος, ο οποίος είχε κριθεί αξιόπιστος, ως προς την αιτία πρόκλησης της προσωπικής βλάβης της παραπονουμένης η οποία, κατ’ ισχυρισμόν, είχε προκληθεί από την άσεμνη επίθεση ― Κατέστησε την αξιολόγηση της όλης μαρτυρίας επισφαλή και οδήγησε σε ακύρωση της καταδίκης κατ’ έφεση.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας καταδίκασε τον εφεσείοντα αρχισυντάκτη του τμήματος ειδήσεων και επικαίρων της τηλεόρασης για άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας, κατά παράβαση των Άρθρων 151 και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως τα δέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η παραπονούμενη, δημοσιογράφος και παρουσιάστρια ειδήσεων στο ίδιο ίδρυμα, μπαίνοντας στις 24.3.2002 στο γραφείο του εφεσείοντος για να του ευχηθεί επειδή γιόρταζε τα γενέθλιά του, είχε υποστεί δάγκωμα από τον εφεσείοντα στο δεξιό της αυτί.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία της ιατρού παθολόγου στις Πρώτες Βοήθειες του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας Δρος Μ. Κληρίδη, Μ.Κ.5, η οποία είχε εξετάσει την παραπονούμενη την ίδια μέρα. Η μάρτυς κατέθεσε ότι στο αριστερό αυτί της παρουσιαζόταν μικρού βαθμού υπεραιμία τυμπανικού υμένα και εντύπωμα στο λοβό. Η μάρτυρας η οποία δεν μπορούσε να προσδιορίσει την προέλευση [*396]των εντυπωμάτων και συνεπώς, δεν μπορούσε να εκφέρει γνώμη, παρέπεμψε την παραπονούμενη στο Δρα Κυαμίδη, Μ.Κ.6, τον οποίο θεώρησε ειδικό. Ο Δρ. Κυαμίδης κατέθεσε ότι δεν διαπίστωσε τραυματισμό στο λοβό ή λύση της συνέχειας του δέρματος, αλλά υπήρχε ένα εντύπωμα στο πίσω μέρος του, το οποίο μπορούσε να ήταν από σκουλαρίκι. Το εντύπωμα δεν μπορούσε, σύμφωνα πάντα με το Δρα Κυαμίδη, να χαρακτηριστεί ως τραυματισμός. Ο Δρ. Κυαμίδης είχε αποκλείσει τον ισχυρισμό ότι το εντύπωμα προκλήθηκε από δάγκωμα αν και δεν μπορούσε να εξηγήσει την προέλευσή του.

Η μαρτυρία της Μ.Κ.5 έγινε αποδεκτή από το Δικασστήριο, ενώ ο Μ.Κ.6 κρίθηκε ως «γενικά» αξιόπιστος μάρτυρας ο οποίος «έκανε αναφορά στα ευρήματά του ως ειδικού». Το Δικαστήριο, έκρινε ότι δεν ήταν ασφαλές να στηριχτεί στο μέρος της μαρτυρίας του Μ.Κ.6, ότι το εντύπωμα δεν προκλήθηκε από δάγκωμα επειδή δεν ήταν σε θέση να καθορίσει επακριβώς το λόγο πρόκλησης του εντυπώματος. Κι’ αυτό, παρόλο που είχε γίνει αποδεκτό ότι τόσο ο Μ.Κ.5 όσο και ο Μ.Κ.6 ήταν ειδικοί εμπειρογνώμονες μάρτυρες.

Η κατηγορούσα αρχή υπέβαλε ότι ουσιαστικά επρόκειτο για κατηγορία για άσεμνη επίθεση και συνεπώς η ύπαρξη δαγκώματος δεν είναι απαραίτητο να διαπιστωθεί, όπως θα απαιτείτο σε κατηγορία για επίθεση με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι τα εντυπώματα τα οποία προκλήθηκαν στο λοβίο του αριστερού αυτιού της παραπονουμένης αποτελούν πραγματική σωματική βλάβη.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης παραμένει χωρίς υπόβαθρο.

2.  Η πιο πάνω αντιμετώπιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είναι ορθή. Το γεγονός ότι ο Μ.Κ.6 δεν ήταν σε θέση να καθορίσει επακριβώς τον τρόπο με τον οποίο προκλήθηκε το εντύπωμα, δεν θα έπρεπε να σπρώξει το Δικαστήριο στο να μην αποδεκτεί τη μαρτυρία του επί του σημείου. Αντίθετα, η μαρτυρία του έτσι γίνεται πιο πιστευτή. Το ζητούμενο ήταν κατά πόσο το συγκεκριμένο εντύπωμα προκλήθηκε από δάγκωμα, κάτι που αποκλείστηκε κατηγορηματικά από το Μ.Κ.6. Ούτε η Μ.Κ.5 είπε οτιδήποτε το αντίθετο. Έτσι το Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι δεν ήταν ασφαλές να στηριχτεί σ’ [*397]αυτό το μέρος της μαρτυρίας του, που αν γινόταν αποδεκτό θα μπορούσε ίσως να κλονίσει την αξιοπιστία του όλου ισχυρισμού της παραπονούμενης.

3.  Η απόρριψη, χωρίς ουσιαστικά αποχρώντα λόγο, του τμήματος αυτού της μαρτυρίας του Μ.Κ.6, καθιστά την αξιολόγηση της όλης μαρτυρίας επισφαλή και οδηγεί σε ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης.

4.  Για την άσεμνη επίθεση δεν απαιτείται απόδειξη οποιασδήποτε σωματικής βλάβης, αλλά από την άλλη, η απόρριψη ενός τόσο σημαντικού στοιχείου της μαρτυρίας, όπως το δάγκωμα του λοβού της παραπονούμενης, έπρεπε να προβληματίσει το Δικαστήριο περισσότερο. Την υπερβολική σημασία στο δάγκωμα έδωσαν πρώτοι η παραπονούμενη και η κατηγορούσα αρχή. Ο αποκλεισμός από τον Μ.Κ.6 του ενδεχομένου του δαγκώματος, θέτει σε αμφιβολία την αξιοπιστία της σε ένα σημαντικό μέρος της μαρτυρίας της. Και συνεπώς επηρεάζει και την κύρια κατηγορία αυτή της άσεμνης επίθεσης. Εξ άλλου, το Δικαστήριο αντιμετώπισε, και πολύ ορθά, την όλη υπόθεση ως υπόθεση άσεμνης επίθεσης και όχι ως υπόθεση επίθεσης με πραγματική σωματική βλάβη.

Η έφεση επιτράπηκε.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 839/02) ημερ. 30/6/03, με την οποία καταδικάστηκε για άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας, κατά παράβαση των Άρθρων 151 και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

Μ. Γ. Πικής με Σ. Αγγελίδη και Στ. Αγγελίδου, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Παπαγαπίου Χρίστου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων καταδικάστηκε από το Επαρχια[*398]κό Δικαστήριο Λευκωσίας για άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας, κατά παράβαση των άρθρων 151 και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154.

Ο εφεσείων εργάζεται στο ΡΙΚ ως αρχισυντάκτης του τμήματος ειδήσεων και επικαίρων της τηλεόρασης. Στις 24.3.2002, σύμφωνα με τα γεγονότα όπως τα δέχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, προΐστατο της βάρδιας των δημοσιογράφων που συντάσσουν τα δελτία ειδήσεων στην τηλεόραση των 6.00 μ.μ. και 8.15 μ.μ. Γύρω στις 6.20 μ.μ. η παραπονούμενη, δημοσιογράφος και παρουσιάστρια ειδήσεων στο ίδιο ίδρυμα, επισκέφθηκε τον εφεσείοντα στο γραφείο του για να ζητήσει άδεια όπως καθυστερήσει να προσέλθει την επομένη στη δουλειά της. Μόλις εισήλθε στο γραφείο του εφεσείοντα, επειδή γιόρταζε τα γενέθλιά του, του ευχήθηκε χρόνια πολλά, προτάσσοντας το χέρι της για χειραψία. Ο εφεσείων της έδωσε το δεξί του χέρι για χειραψία, αλλά με το αριστερό την τράβηξε στο μέρος του από το σβέρκο και την δάγκωσε στο δεξιό αφτί. Αναστατωμένη έφυγε από το γραφείο του και αφού πήγε στο γραφείο της, επικοινώνησε με διάφορα πρόσωπα, σχετικά με το συμβάν. Για την εξέλιξη του συμβάντος θα αναφερθούμε σε μεταγενέστερο στάδιο της απόφασης.

Προβλήθηκαν πολλοί λόγοι έφεσης. Ο εφεσείων, μεταξύ άλλων, προσβάλλει τη διαπίστωση του δικαστηρίου ότι πράγματι δάγκωσε την παραπονούμενη στο αφτί. Η ίδια ισχυρίστηκε κάτι τέτοιο με επίταση και επανειλημμένα. Σύμφωνα όμως με την ιατρική μαρτυρία, στο λοβό του αριστερού αφτιού δεν εντοπίστηκε, όπως ήταν λογικά αναμενόμενο, κοκκίνισμα. Διαπιστώθηκε μόνο μικρού βαθμού υπεραιμία του τυμπανικού υμένα και εντύπωμα στο λοβό. Το εντύπωμα απασχόλησε επισταμένα, τόσο κατά την πρωτόδικη διαδικασία, όσο και κατά την έφεση.

Σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, το πρωτόδικο δικαστήριο φαίνεται να μην κατηύθυνε τη σκέψη του στο μέρος αυτό της μαρτυρίας, άνκαι προβαίνει στη διαπίστωση ότι δύο εντυπώματα που παρατηρούνταν στο αφτί της παραπονουμένης, συνιστούσαν πραγματική σωματική βλάβη, η οποία προκλήθηκε από δάγκωμα του εφεσείοντα.

Για να γίνουν τα πράγματα περισσότερο κατανοητά θα πρέπει να αναφέρουμε ότι το δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία της Μ.Κ.5 Δρος Μάρως Κληρίδη, ιατρού παθολόγου στις Πρώτες Βοήθειες του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. Η Δρ. Κληρίδη, η οποία εξέτασε την παραπονούμενη στις 24.3.2002 στις 7.31μ.μ. κατέθεσε ότι [*399]στο αριστερό αφτί της παρουσιαζόταν μικρού βαθμού υπεραιμία τυμπανικού υμένα και εντύπωμα στο λοβό. Η μάρτυρας η οποία δεν μπορούσε να προσδιορίσει την προέλευση των εντυπωμάτων και συνεπώς, δεν μπορούσε να εκφέρει γνώμη, παρέπεμψε την παραπονούμενη στο Δρα Κυαμίδη, Μ.Κ.6, τον οποίο θεώρησε ειδικό. Πράγματι, το βράδυ της ίδιας μέρας, η παραπονούμενη η οποία παραπονείτο για βουητό στο αφτί εξετάστηκε από το Δρα Κυαμίδη. Κατά την εξέταση, πλην μιας υπεραιμίας στον τυμπανικό υμένα, δεν παρατηρήθηκε ρήξη τυμπάνου. Εξωτερικά ο λοβός δεν έφερε τραυματισμό ή λύση της συνέχειας του δέρματος, αλλά υπήρχε ένα εντύπωμα στο πίσω μέρος του, το οποίο μπορούσε να ήταν από σκουλαρίκι. Το εντύπωμα δεν μπορούσε, σύμφωνα πάντα με το Δρα Κυαμίδη, να χαρακτηριστεί ως τραυματισμός.

Επιγραμματικά ο μάρτυρας κατέθεσε ότι από την εμπειρία και από την ιατρική του ικανότητα δεν μπορούσε να πει ότι αυτό που είδε ήταν τραυματισμός από δαγκωματιά, άνκαι δεν μπορούσε να εξηγήσει την προέλευσή του. Ανταποκρινόμενος σε σχετική πίεση από την κατηγορούσα αρχή επανέλαβε: «Αφού είπα. Από την ιατρική μου εμπειρία και από την ιατρική μου ικανότητα δεν είναι τραυματισμός από δαγκωματιά. Δεν ξέρω από τι άλλο μπορεί να είναι.»

Η μαρτυρία της Κληρίδη έγινε αποδεκτή από το δικαστήριο, ενώ ο Μ.Κ.6 κρίθηκε ως «γενικά» αξιόπιστος μάρτυρας ο οποίος «έκανε αναφορά στα ευρήματά του ως ειδικού». Σημειώνεται ότι ο Δρ. Κυαμίδης απέκλεισε  τον ισχυρισμό ότι το εντύπωμα προκλήθηκε από δάγκωμα, αλλά επειδή δεν ήταν σε θέση να καθορίσει επακριβώς το λόγο πρόκλησής του κρίθηκε από το δικαστήριο ότι δεν ήταν ασφαλές να στηριχτεί στο συγκεκριμένο μέρος της μαρτυρίας του. Κι΄ αυτό, ενώ είχε γίνει αποδεκτό ότι τόσο η Κληρίδη, όσο και ο Κυαμίδης ήταν, σύμφωνα με τα ακαδημαϊκά τους προσόντα και την πείρα τους, ειδικοί εμπειρογνώμονες μάρτυρες.

Η αντιμετώπιση αυτή από το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είναι η ορθή. Ο Μ.Κ.6 με ειλικρίνεια κατέθεσε ότι δεν μπορούσε να εξηγήσει από που προκλήθηκε το εντύπωμα, αλλά ήταν σαφής και κατηγορηματικός στη θέση ότι το εντύπωμα δεν μπορούσε να προκληθεί από δάγκωμα. Το γεγονός ότι δεν ήταν σε θέση να καθορίσει επακριβώς τον τρόπο με τον οποίο προκλήθηκε το εντύπωμα, δεν θα έπρεπε να σπρώξει το δικαστήριο στο να μην αποδεκτεί τη μαρτυρία του επί του σημείου. Αντίθετα, η μαρτυρία του έτσι γίνεται πιο πιστευτή. Το ζητούμενο ήταν κατά πόσο το συγκεκριμένο εντύπωμα προκλήθηκε από δάγκωμα, κάτι που αποκλείστηκε κατηγορηματικά από το Μ.Κ.6. Ούτε η Μ.Κ.5 είπε ο,τιδήποτε το αντίθετο. Έτσι το δικαστή[*400]ριο λανθασμένα έκρινε ότι δεν ήταν ασφαλές να στηριχτεί σ’ αυτό το μέρος της μαρτυρίας του, που αν γινόταν αποδεκτό θα μπορούσε ίσως να κλονίσει την αξιοπιστία του όλου ισχυρισμού της παραπονούμενης. Ας μην ξεχνούμε ότι το δικαστήριο σε δύο περιπτώσεις χαρακτήρισε το Μ.Κ.6 ως «ειδικό» ή «ειδικό εμπειρογνώμονα», αλλά και ως αξιόπιστο μάρτυρα.

Η απόρριψη, χωρίς ουσιαστικά αποχρώντα λόγο, του τμήματος αυτού της μαρτυρίας του Δρα Κυαμίδη, καθιστά την αξιολόγηση της όλης μαρτυρίας επισφαλή και δεν έχουμε άλλη εκλογή παρά να δεκτούμε τον εγειρόμενο λόγο έφεσης και να ακυρώσουμε την πρωτόδικη απόφαση. Δεν είναι αναγκαίο η εκδοχή του εφεσείοντα να συνάδει με την επιστημονική μαρτυρία ως προς τη μη ύπαρξη δαγκώματος, όπως εισηγήθηκε η ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων. Αντίθετα, η εκδοχή της κατηγορούσας αρχής  θα πρέπει να συνάδει απόλυτα με την επιστημονική μαρτυρία ως προς την ύπαρξη δαγκώματος, αποκλειομένης οιασδήποτε άλλης εκδοχής.

Η κατάληξη του δικαστηρίου ότι «τα εντυπώματα τα οποία προκλήθηκαν στο πίσω μέρος του λοβίου του αριστερού αφτιού της παραπονούμενης, σύμφωνα με τα Τεκμήρια 1Α και 8 και τα ευρήματα της Μ.Κ.5, αποτελούν πραγματική σωματική βλάβη» παραμένει εντελώς χωρίς υπόβαθρο. Κατ’ αρχάς σε κανένα σημείο της μαρτυρίας της Δρος Κληρίδη δεν αναφέρεται οτιδήποτε που να οδηγεί σ’ αυτό το συμπέρασμα. Ούτε από τα δύο τεκμήρια που αναφέρονται συνάγεται, έστω και απομακρυσμένα, κάτι τέτοιο. Θα θέλαμε να παρατηρήσουμε εδώ και κάτι άλλο. Ενώ η Δρ. Κληρίδη αναφέρεται σε δύο εντυπώματα, ο Δρ. Κυαμίδης επεσήμανε μόνο ένα.

Η κατηγορούσα αρχή υπέβαλε ότι ουσιαστικά επρόκειτο για κατηγορία για άσεμνη επίθεση και συνεπώς η ύπαρξη δαγκώματος δεν είναι απαραίτητο να διαπιστωθεί, όπως θα απαιτείτο σε κατηγορία για επίθεση με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης. Είναι ορθό μεν ότι για την άσεμνη επίθεση δεν απαιτείται η απόδειξη οποιασδήποτε σωματικής βλάβης, αλλά από την άλλη, η απόρριψη ενός τόσο σημαντικού στοιχείου της μαρτυρίας, όπως το δάγκωμα του λοβού της παραπονούμενης, έπρεπε να προβληματίσει το δικαστήριο περισσότερο. Επισημαίνουμε ότι την υπερβολική σημασία στο δάγκωμα έδωσαν πρώτοι η παραπονουμένη και η κατηγορούσα αρχή. Ο αποκλεισμός από το Δρα Κυαμίδη του ενδεχόμενου του δαγκώματος, θέτει σε αμφιβολία την αξιοπιστία της σε ένα σημαντικό μέρος της μαρτυρίας της. Και συνεπώς επηρεάζει και την κύρια κατηγορία, αυτή της άσεμνης επίθεσης. Εξ άλλου, το δικαστήριο αντιμετώπισε, και πολύ σωστά, την όλη υπόθεση ως υπόθεση άσεμνης επί[*401]θεσης και όχι ως υπόθεση επίθεσης με πραγματική σωματική βλάβη. Σκοπός του εφεσείοντα, σύμφωνα πάντα με την κατηγορούσα αρχή, δεν ήταν να πληγώσει την παραπονουμένη. Είχε ερωτικό χαρακτήρα.

Εν κατακλείδι καταλήγουμε ότι η έφεση επιτυγχάνει και ο εφεσείων απαλλάσσεται των εναντίον του κατηγοριών.

Η έφεση επιτρέπεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο