Ευαγγέλου Γιαννάκης ν. Κωστάκης Κουρέας & Υιός Λτδ (2005) 2 ΑΑΔ 415

(2005) 2 ΑΑΔ 415

[*415]21 Ιουνίου, 2005

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

ΚΩΣΤΑΚΗΣ ΚΟΥΡΕΑΣ & ΥΙΟΣ ΛΤΔ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7849, 7859)

 

Πράξεις καταδολίευσης εξ αποφάσεως πιστωτών από τον εφεσείοντα, εξ αποφάσεως οφειλέτη, κατά παράβαση των Άρθρων 90(1), 91Α(3) και 91Β(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 134(Ι)/99 ― Συστατικά στοιχεία του αδικήματος και υπεράσπιση που μπορεί να επικαλεσθεί ο κατηγορούμενος δυνάμει του Άρθρου 91Β(3)(β) του Κεφ. 6 όπως τροποποιήθηκε ― Κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο βρήκε ένοχο τον εφεσείοντα, άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια και ερμήνευσε ορθά τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις ― Κατά πόσο ο διορισμός της Επίσημης Παραλήπτριας ως προσωρινής παραλήπτριας της περιουσίας του εφεσείοντος, συνιστούσε, βάσει του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5, κώλυμα για τον εφεσείοντα να απευθυνθεί στο αρμόδιο Δικαστήριο για τροποποίηση ή ακύρωση του διατάγματος μηνιαίων δόσεων.

Στις 13.5.1997 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδωσε διάταγμα καταβολής από τον κατηγορούμενο του ποσού των £50.- το μήνα από 1.6.1997 προς εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους του προς τους παραπονούμενους. Ο κατηγορούμενος δεν συμμορφώθηκε. Στις 8.7.1999 εκδόθηκε διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του στην αίτηση πτώχευσης 86/99 κατόπιν δικής του αιτήσεως. Η αίτηση επιδόθηκε στους παραπονούμενους, οι οποίοι δεν υπέβαλαν ένσταση. Μετά την έκδοση του διατάγματος μηνιαίων δόσεων δεν έγινε οποιαδήποτε αίτηση για τροποποίηση ή ακύρωση του διατάγματος από τον κατηγορούμενο.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού βρήκε τον εφεσείοντα ένοχο σε δέκα κατηγορίες για πράξεις καταδολίευσης της εφεσίβλητης από εξ αποφάσεως οφειλέτη κατά παράβαση των Άρθρων 90(1), 91Α(3) και [*416]91Β(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 134(Ι)/99. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσίβλητη είχε αποδείξει, πέραν πάσης ευλόγου αμφιβολίας, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του Άρθρου 91Α(3) και 91Β(1) του Νόμου, ήτοι (α) την έκδοση διατάγματος πληρωμής του εξ αποφάσεως χρέους με δόσεις και (β ) την παράλειψη καταβολής οποιασδήποτε δόσης από τον εξ αποφάσεως οφειλέτη/εφεσείοντα, ενώ ο εφεσείων είχε αποτύχει να αποδείξει στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, την υπεράσπιση του Άρθρου 91Β(3)(β) του ίδιου Νόμου.

Ο εφεσείων καταχώρησε τις παρούσες εφέσεις οι οποίες συνεκδικάστηκαν λόγω ταυτότητας πραγματικού και νομικού υπόβαθρου. Προβλήθηκαν οι ακόλουθοι λόγοι έφεσης:

1) Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άσκησε καθόλου και/ή σωστά τη διακριτική ευχέρεια που του παρείχε το Άρθρο 91Α(3) του Νόμου 134(Ι)/1999. Και τούτο διότι παραγνώρισε εντελώς το γεγονός ότι το συγκεκριμένο άρθρο του παρείχε ευρεία διακριτική ευχέρεια να κρίνει κατά πόσο, η παράλειψη καταβολής από τον εφεσείοντα των μηνιαίων δόσεων συνιστούσε πράξη καταδολίευσης ώστε να στοιχειοθετείται το ποινικό αδίκημα του Άρθρου 91Β(1) του Νόμου. Προς υποστήριξη της θέσης του ο συνήγορος του εφεσείοντος επικαλέσθηκε τη φράση «δύναται να θεωρείται» στο Άρθρο 91Α(3) την οποία και αντιπαρέλαβε με το ρήμα «συνιστούν» στον προσδιορισμό των πράξεων καταδολίευσης στο Άρθρο 91Α(1).

2) Η ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο Άρθρο 91Β(3)(β) του Νόμου ότι, δηλαδή, υπεράσπιση αποτελεί μόνο η υποβολή αίτησης για ακύρωση και/ή αναστολή και/ή τροποποίηση του διατάγματος μηνιαίων δόσεων, είναι εσφαλμένη. Και τούτο διότι το συγκεκριμένο άρθρο δεν απαιτεί, απαραίτητα, την υποβολή τέτοιας αίτησης προκειμένου να αποδειχθεί η σχετική υπεράσπιση. Στην περίπτωση του εφεσείοντος αποδείχθηκε με την αίτηση πτώχευσής του, που επιδόθηκε στην εφεσίβλητη, η οποία δεν υπέβαλε ένσταση  και όπου φαίνεται η αλλαγή της οικονομικής του κατάστασης μετά την έκδοση του διατάγματος μηνιαίων δόσεων, συμπέρασμα που συνάγεται και από το διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του, όπως και από το διάταγμα πτώχευσής του.

3) Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε καθόλου υπόψη και/ή δεν αξιολόγησε ορθά το γεγονός ότι, από 8.7.1999, είχε εκδοθεί διάταγμα παραλαβής εναντίον του εφεσείοντος και η Επίσημη Παραλήπτρια είχε διορισθεί προσωρινή παραλήπτρια της περιουσίας του και ότι, από 14.8.2003, είχε εκδοθεί διάταγμα πτώχευσης εναντίον [*417]του. Περαιτέρω το Δικαστήριο παρερμήνευσε το Άρθρο 11(1) του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5, με αποτέλεσμα να μη λάβει υπόψη και/ή αξιολογήσει ορθά το γεγονός της έκδοσης διατάγματος πτώχευσης του εφεσείοντος.

4) Η αδιαφορία των παραπονουμένων να καταχωρήσουν ένσταση στην αίτηση πτώχευσης του κατηγορουμένου σε συγκερασμό με την άσκηση ιδιωτικής ποινικής διώξης εναντίον του, πέντε χρόνια αργότερα, συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας από μέρους τους και σε βάρος του κατηγορουμένου.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Τα Άρθρα 91Α(1)(α) και (β) και 91Α(3) και τα Άρθρα 91Β(1) και 91Β(3)(α) και (β), αναγιγνωσκώμενα στο σύνολό τους και ιδιαίτερα ο συνδυασμός του Άρθρου 91Α(3) με το Άρθρο 91Β(3)(β) καταδεικνύουν ότι εφόσον αποδειχθούν πέραν πάσης ευλόγου αμφιβολίας τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που αναφέρονται ανωτέρω, ο εξ αποφάσεως οφειλέτης θεωρείται ότι προέβη σε πράξη καταδολίευσης εκτός εαν αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, την υπεράσπιση του Άρθρου 91Β(3)(β). Η φράση «δύναται να θεωρείται» στο Άρθρο 91Α(3) υποδηλώνει απλώς ότι η κατάταξη της παράλειψης πληρωμής ως αξιόποινης τελεί υπό την αίρεση της μη συνδρομής της υπεράσπισης του Άρθρου 91Β(3)(β).

2.  Η ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο Άρθρο 91Β(3)(β) του Νόμου είναι ορθή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επικαλέστηκε προς τούτο τις διατάξεις των Μερών VIII και IX του Κεφ. 6 που εισήχθηκαν με το Ν. 134(Ι)/99 και το Νόμο 58(Ι)/03.

3.  Ο διορισμός της Επίσημης Παραλήπτριας ως προσωρινής παραλήπτριας της περιουσίας του εφεσείοντος, δεν συνιστούσε, βάσει του Κεφ. 5, κώλυμα να απευθυνθεί στο αρμόδιο Δικαστήριο για τροποποίηση και/ή αναστολή και/ή ακύρωση του διατάγματος μηνιαίων δόσεων. Ούτε εγειρόταν ζήτημα το Δικαστήριο να εφαρμόσει, στα πλαίσια της ενώπιόν του ποινικής διαδικασίας, το Άρθρο 11(1) του Κεφ. 5.

4.  Δεν εγείρεται θέμα κατάχρησης της διαδικασίας του Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση.

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν με έξοδα.

 

[*418]Εφέσεις εναντίον Καταδίκης.

Συνεκδικασθείσες εφέσεις από τον εφεσείοντα εναντίον των αποφάσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υποθέσεις Αρ. 936/04, 13858/04) ημερ. 27/9/04 και 11/10/04 με τις οποίες βρέθηκε ένοχος ότι, ενώ ήταν εξ αποφάσεως οφειλέτης στις δύο αγωγές με ενάγουσα την εφεσίβλητη εταιρεία, παρέλειπε να καταβάλει σ’ αυτήν τις μηνιαίες δόσεις του, κατά παράβαση των Άρθρων 91Α(3) και 91Β(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6, όπως τροποποιήθηκε.

Σπ. Μιχαηλίδης, για τον Εφεσείοντα.

Σ. Πούγιουρος, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με δύο ιδιωτικές ποινικές διώξεις που καταχώρησε η εφεσίβλητη, ο εφεσείων κατηγορήθηκε για πράξεις καταδολίευσης της εφεσίβλητης από εξ αποφάσεως οφειλέτη κατά παράβαση των άρθρων 90(1), 91Α(3) και 91Β(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, όπως τροποποιήθηκε από το Ν.134(Ι)/99.

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των τεσσάρων κατηγοριών της πρώτης δίωξης (αρ. υπ. 936/2004 Ε.Δ. Λεμεσού), ο εφεσείων, την 1.10.2003, την 1.11.2003, την 1.12.2003 και την 1.1.2004, ενώ ήταν εξ αποφάσεως οφειλέτης στην αγωγή με αρ. 5649/95 Ε.Δ. Λεμεσού με ενάγουσα την εφεσίβλητη, και ενώ στις 13.5.1997 διατάχθηκε από το Δικαστήριο, στα πλαίσια της αγωγής, να καταβάλλει στην εφεσίβλητη £50 από 1.6.1997 και, ακολούθως, την πρώτη κάθε επόμενου μήνα μέχρι εξοφλήσεως του εξ αποφάσεως χρέους του, κατά τις πιο πάνω ημερομηνίες παρέλειψε και εξακολουθούσε να παραλείπει να καταβάλει στην εφεσίβλητη την κάθε μια από τις τέσσερις μηνιαίες δόσεις.

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των έξι κατηγοριών της δεύτερης δίωξης (αρ. υπ. 13858/2004 Ε.Δ. Λεμεσού), ο εφεσείων την 1.2.2004, την 1.3.2004, την 1.4.2004, την 1.5.2004, την 1.6.2004 και την 1.7.2004, ενώ ήταν εξ αποφάσεως οφειλέτης στην ίδια όπως και στην πρώτη υπόθεση αγωγή κλπ, παρέλειψε και εξακολουθούσε να παραλείπει να καταβάλει στην εφεσίβλητη την κάθε μια από τις έξι [*419]μηνιαίες δόσεις.

Για την εφεσίβλητη στην πρώτη υπόθεση έδωσαν μαρτυρία δύο μάρτυρες. Η ΜΚ1 Λένια Θεοδοσίου, υπάλληλος στο Ποινικό Τμήμα του Πρωτοκολλητείου του Ε.Δ. Λεμεσού και ο ΜΚ2 Κωστάκης Κουρέας, Διευθυντής της εφεσίβλητης. Ως τεκμήρια κατατέθηκαν (α) πιστό αντίγραφο του διατάγματος μηνιαίων δόσεων στην αγωγή 5649/95 Ε.Δ. Λεμεσού, ημερομηνίας 13.5.1997, (β) πιστό αντίγραφο της “αίτησης πτώχευσης” του εφεσείοντος, ημερομηνίας 22.3.1999, και (γ) πιστό αντίγραφο του “διατάγματος παραλαβής” της περιουσίας του, ημερομηνίας 8.7.1999. Τέλος, με την έγκριση του Δικαστηρίου, δηλώθηκε, ως κοινά παραδεκτό γεγονός, ότι “η αίτηση χρεώστου, ημερομηνίας 22.03.1999, που θα κατατεθεί εκ συμφώνου τεκμήριο, παραλήφθηκε από την παραπονούμενη εταιρεία”.

Μετά την ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου για απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης εναντίον του, και αφού του εξηγήθηκαν τα δικαιώματά του, σύμφωνα με το άρθρο 74(1)(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ο εφεσείων επέλεξε να τηρήσει σιγήν. Ακολούθως, το Δικαστήριο, αφού άκουσε την επιχειρηματολογία των δικηγόρων των διαδίκων, επιφύλαξε την απόφασή του την οποία και εξέδωσε στις 27.9.2004. Με την απόφαση το Δικαστήριο, αφού αποδέχθηκε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης, βρήκε τον εφεσείοντα ένοχο και στις τέσσερεις κατηγορίες. Έκρινε ότι η εφεσίβλητη είχε αποδείξει, πέραν πάσης ευλόγου αμφιβολίας, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του άρθρου 91Α(3) και 91Β(1) του Νόμου, ήτοι (α) την έκδοση διατάγματος πληρωμής του εξ αποφάσεως χρέους με δόσεις και (β) την παράλειψη καταβολής οποιασδήποτε δόσης από τον εξ αποφάσεως οφειλέτη/εφεσείοντα, ενώ ο εφεσείων είχε αποτύχει να αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, την υπεράσπιση του άρθρου 91Β(3)(β) του ίδιου Νόμου.

Στη δεύτερη υπόθεση η ακρόαση περιορίστηκε στη δήλωση, με την έγκριση του Δικαστηρίου, κοινά παραδεκτών γεγονότων. Αυτά είχαν ως ακολούθως:

“1.   Ο κατηγορούμενος είναι ο εξ΄αποφάσεως χρεώστης στην αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού 5649/95 με εξ΄ αποφάσεως πιστωτή τους παραπονούμενους.

2.  Στις 13.05.1997 εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στην εν λόγω αγωγή διάταγμα καταβολής από τον κατηγορούμενο του ποσού των £50.- το μήνα από 01.06.1997 μέχρι εξοφλήσεως.

[*420]

3.  Οι δόσεις οι οποίες αναφέρονται στις κατηγορίες από 1-6 δεν έχουν μέχρι σήμερα καταβληθεί.

4.  Στις 08.07.1999 εκδόθηκε διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του κατηγορουμένου στην αίτηση πτώχευσης με αρ. 86/99, κατόπιν δικής του αιτήσεως, ημερ. 22.03.1999.

5.  Η αίτηση επιδόθηκε στους παραπονούμενους, οι οποίοι δεν υπέβαλαν ένσταση.

6.  Μετά την έκδοση του διατάγματος μηνιαίων δόσεων, ημερ. 13.05.1997, δεν έγινε οποιαδήποτε αίτηση για τροποποίηση ή ακύρωση του διατάγματος από τον κατηγορούμενο.”

Ως Τεκμήρια κατατέθηκαν, (α) πιστό αντίγραφο του διατάγματος μηνιαίων δόσεων στην αγωγή 5649/1995 Ε.Δ. Λεμεσού, ημερομηνίας 13.5.1997, (β) πιστό αντίγραφο της “αίτησης πτώχευσης” του εφεσείοντα, ημερομηνίας 22.3.1999, (γ) πιστό αντίγραφο του “διατάγματος παραλαβής” της περιουσίας του, ημερομηνίας 8.7.1999, και (δ) πιστό αντίγραφο του “διατάγματος πτώχευσής” του, ημερομηνίας 14.8.2003.

Μετά την ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου για απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης εναντίον του, και αφού του εξηγήθηκαν τα δικαιώματά του, σύμφωνα με το άρθρο 74(1)(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ο εφεσείων επέλεξε να σιωπήσει. Ακολούθως, το Δικαστήριο, αφού άκουσε την επιχειρηματολογία των δικηγόρων των διαδίκων, επιφύλαξε την απόφασή του την οποία και εξέδωσε στις 11.10.2004. Με την απόφαση το Δικαστήριο βρήκε τον εφεσείοντα ένοχο και στις έξι κατηγορίες. Έκρινε και πάλι ότι η εφεσίβλητη είχε αποδείξει, πέραν πάσης ευλόγου αμφιβολίας, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του άρθρου 91Α(3) και 91Β(1) του Νόμου, ήτοι (α) την έκδοση διατάγματος πληρωμής του εξ αποφάσεως χρέους με δόσεις και (β) την παράλειψη καταβολής οποιασδήποτε δόσης από τον εξ αποφάσεως οφειλέτη/εφεσείοντα, ενώ ο εφεσείων είχε αποτύχει να αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, την υπεράσπιση του άρθρου 91 Β(3)(β) του ίδιου Νόμου.

Με τις πιο πάνω εφέσεις αμφισβητείται η ορθότητα και των δύο αποφάσεων του Δικαστηρίου. Τις συνεκδικάσαμε λόγω ταυτότητας πραγματικού και νομικού υπόβαθρου.

Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο [*421]δεν άσκησε καθόλου και ή σωστά τη διακριτική ευχέρεια που του παρείχε το άρθρο 91Α(3) του Νόμου 134(Ι)/1999. Και τούτο διότι παραγνώρισε εντελώς το γεγονός ότι το συγκεκριμένο άρθρο του παρείχε ευρεία διακριτική ευχέρεια να κρίνει κατά πόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η παράλειψη καταβολής από τον εφεσείοντα των μηνιαίων δόσεων συνιστούσε πράξη καταδολίευσης ώστε να στοιχειοθετείται το ποινικό αδίκημα του άρθρου 91Β(1) του ίδιου Νόμου. Προς υποστήριξη της θέσης του ο δικηγόρος του εφεσείοντος επικαλέσθηκε τη φράση “δύναται να θεωρείται” στο άρθρο 91Α(3) την οποία, μάλιστα, και αντιπαρέβαλε με το ρήμα “συνιστούν” στον προσδιορισμό των πράξεων καταδολίευσης στο άρθρο 91Α(1).

Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

Το άρθρο 91Α(1) έχει ως εξής:

“91 A.-(1) Πράξεις καταδολίευσης εξ αποφάσεως πιστωτών συνιστούν, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθες ενέργειες από ή εκ μέρους του εξ αποφάσεως οφειλέτη-

(α)  Οποιαδήποτε δωρεά, μεταβίβαση ή επιβάρυνση προς όφελος τρίτου οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου του εξ αποφάσεως οφειλέτη, ή

(β)  οποιαδήποτε μετακίνηση, απόκρυψη ή άλλη αποξένωση οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου του εξ αποφάσεως οφειλέτη,

εφόσον αυτές γίνονται με σκοπό την παρεμπόδιση ή καθυστέρηση ικανοποίησης των εξ αποφάσεως χρεών του οφειλέτη.”

Το άρθρο 91Α(3) έχει ως εξής:

“(3) Πράξη καταδολίευσης δύναται να θεωρείται και οποιαδήποτε παράλειψη καταβολής από τον εξ αποφάσεως οφειλέτη του ποσού το οποίο υπολογίζεται ως δίκαιο και εντός των οικονομικών του δυνατοτήτων και διατάζεται να πληρωθεί με δόσεις δυνάμει διατάγματος του Δικαστηρίου κατά τις διατάξεις του άρθρου 90.”

Το άρθρο 91Β(1) έχει ως εξής:

“91Β.-(1) Εξ αποφάσεως οφειλέτης ο οποίος προβαίνει σε [*422]οποιαδήποτε πράξη καταδολίευσης κατά την έννοια του άρθρου 91 Α διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση δώδεκα μηνών ή με χρηματική ποινή χιλίων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές, χωρίς επηρεασμό των εξουσιών του Δικαστηρίου προς έκδοση οποιουδήποτε διατάγματος δυνάμει του παρόντος ή οποιουδήποτε άλλου νόμου.”

Το άρθρο 91Β(3) έχει ως εξής:

“(3) Σε οποιαδήποτε ποινική διαδικασία για αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (1), αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει-

(α)          Προκειμένου περί κατηγορίας για καταδολιευτική μεταβίβαση ή επιβάρυνση ότι η εν λόγω πράξη έγινε προς συγγενικό πρόσωπο ή προς αγοραστή με καλή πίστη και χωρίς πρόθεση να παρεμποδίσει ή καθυστερήσει τον πιστωτή στην είσπραξη του οφειλόμενου σε αυτόν εξ αποφάσεως χρέους· ή

(β)          προκειμένου περί κατηγορίας για παράλειψη πληρωμής εξ αποφάσεως χρέους με δόσεις δυνάμει διατάγματος του Δικαστηρίου, ότι έχει μεταβληθεί η οικονομική του κατάσταση από την ημερομηνία έκδοσης του εν λόγω διατάγματος και ότι έχει ειδοποιήσει γι’ αυτό το Δικαστήριο με κοινοποίηση προς τον εξ αποφάσεως πιστωτή.”

Από τα πιο πάνω άρθρα, αναγιγνωσκώμενα στο σύνολό τους, και, ιδιαίτερα, από το συνδυασμό του άρθρου 91Α(3) με το άρθρο 91Β(3)(β) είναι, κατά την άποψή μας, πρόδηλο ότι, εφόσον αποδειχθεί πέραν πάσης ευλόγου αμφιβολίας ότι (α) εξεδόθη διάταγμα πληρωμής του εξ αποφάσεως χρέους με δόσεις, και (β) υπήρξε παράλειψη καταβολής οποιασδήποτε δόσης, ο εξ αποφάσεως οφειλέτης θεωρείται ότι προέβη σε πράξη καταδολίευσης εκτός εάν αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, την υπεράσπιση του άρθρου 91Β(3)(β). Η φράση “δύναται να θεωρείται” στο άρθρο 91Α(3) υποδηλώνει απλώς ότι η κατάταξη της παράλειψης πληρωμής ως αξιόποινης τελεί υπό την αίρεση της μη συνδρομής της υπεράσπισης του άρθρου 91Β(3)(β).

Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι η ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο άρθρο 91Β(3)(β) του Νόμου ότι, δηλαδή, υπεράσπιση αποτελεί μόνο η υποβολή αίτησης για ακύρωση και ή αναστολή και ή τροποποίηση του διατάγματος μηνιαίων δό[*423]σεων, είναι εσφαλμένη. Και τούτο διότι το συγκεκριμένο άρθρο δεν απαιτεί, απαραίτητα, την υποβολή τέτοιας αίτησης προκειμένου να αποδειχθεί η σχετική υπεράσπιση. Η υπεράσπιση μπορεί να αποδειχθεί όχι μόνο με την υποβολή τέτοιας αίτησης αλλά και με άλλους τρόπους. Στην περίπτωση του εφεσείοντος αποδείχθηκε με την αίτηση πτώχευσής του, που επιδόθηκε στην εφεσίβλητη, η οποία δεν υπέβαλε ένσταση, και όπου φαίνεται η αλλαγή της οικονομικής του κατάστασης, μετά την έκδοση του διατάγματος μηνιαίων δόσεων, συμπέρασμα που συνάγεται και από το διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του, όπως και από το διάταγμα πτώχευσής του.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους:

“Από το σύνολο των διατάξεων των Μερών VIII και IX του Κεφ. 6, που εισήχθησαν με το Ν.134(Ι)/99 συνάγεται σαφέστατα ότι η ειδοποίηση του άρθρου 91Β(3)(β) δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο, είτε από την αίτηση του εξ’ αποφάσεως οφειλέτη προς το Δικαστήριο, που εξέδωσε το Διάταγμα Μηναίων Δόσεων, κατ’ εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 90(2), για ακύρωση, αναστολή ή τροποποίηση του διατάγματος, λόγω αλλαγής της οικονομικής του κατάστασης, η οποία δεν του επιτρέπει να καταβάλει τις δόσεις του στους χρόνους και στα ποσά που το Δικαστήριο προσδιόρισε στο διάταγμά του, είτε από την αίτηση του εξ΄ αποφάσεως οφειλέτη, συμφώνως των προνοιών του άρθρου 91(2), που εισήχθηκε στο Κεφ. 6 με το Ν.58(Ι)/03, για αναστολή, τροποποίηση ή ακύρωση διατάγματος ή εντάλματος, που εκδίδεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 91(1), λόγω αλλαγής της οικονομικής του κατάστασης ή λόγω άλλης εύλογης αιτίας, μετά την έκδοση του διατάγματος μηνιαίων δόσεων ή του διατάγματος ή του εντάλματος, που δεν του επιτρέπει να καταβάλλει το ποσό του διατάγματος ή του εντάλματος.”

Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε καθόλου υπόψη και ή δεν αξιολόγησε ορθά το γεγονός ότι, από 8.7.1999, είχε εκδοθεί διάταγμα παραλαβής εναντίον του εφεσείοντος και η Επίσημη Παραλήπτρια είχε διορισθεί προσωρινή παραλήπτρια της περιουσίας του και ότι, από 14.8.2003, είχε εκδοθεί διάταγμα πτώχευσης εναντίον του. Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντος, ακόμα και αν η υποβολή αίτησης τροποποίησης και ή αναστολής και ή ακύρωσης του διατάγματος μηνιαίων δόσεων ήταν απαραίτητη, για να μπορεί να γίνει επίκληση της υπεράσπισης του άρθρου 91Β(3)(β), ο εφεσείων αδυνατούσε και ή εμποδιζόταν να υποβάλει τέτοια αίτηση αφού, με το διάταγμα παραλαβής, η Επίσημη Παραλήπτρια είχε διοριστεί προσωρινή παραλήπτρια της περιουσίας του, με αποτέλεσμα η όλη περιουσία του να περιέλθει σ’ αυτή ως αποκλειστικά υπεύθυνη για τη διαχείρισή της. Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε το άρθρο 11(1) του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5, με αποτέλεσμα να μη λάβει υπόψη και ή αξιολογήσει ορθά το γεγονός της έκδοσης διατάγματος πτώχευσης του εφεσείοντος. Όφειλε το Δικαστήριο, πάντοτε κατά το δικηγόρο του εφεσείοντος, να ενεργήσει αυτεπάγγελτα στη βάση του άρθρου 11(1) και να αποφασίσει κατά πόσο θα ανέστελλε την εκκρεμούσα διαδικασία ή θα επέτρεπε τη συνέχισή της με όρους. Υποβολή αίτησης για αναστολή από μέρους του χρεώστη/εφεσείοντος δεν ήταν αναγκαία.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Το γεγονός ότι η Επίσημη Παραλήπτρια είχε διοριστεί ως προσωρινή παραλήπτρια της περιουσίας του δε συνιστούσε, βάσει του Κεφ. 5, κώλυμα για τον εφεσείοντα να απευθυνθεί στο αρμόδιο Δικαστήριο για τροποποίηση και ή αναστολή και ή ακύρωση του διατάγματος μηνιαίων δόσεων. Ούτε εγειρόταν ζήτημα το Δικαστήριο να εφαρμόσει, στα πλαίσια της ενώπιόν του ποινικής διαδικασίας, το άρθρο 11(1) του Κεφ. 5. Όταν το άρθρο 11(1) του Κεφ. 5 ομιλεί για “Το Δικαστήριο” και για “κάθε Δικαστήριο” εννοεί το Δικαστήριο που έχει πτωχευτική δικαιοδοσία (άρθρο 2, Κεφ. 5) και κάθε Δικαστήριο στο οποίο εκκρεμούν πολιτικές διαδικασίες εναντίον του χρεώστη. Δεν εννοεί Δικαστήριο στο οποίο, όπως στην προκείμενη περίπτωση, εκκρεμούν ποινικές διαδικασίες εναντίον του χρεώστη.*

Προβάλλεται, τέλος, ως λόγος έφεσης ότι “η αδιαφορία των παραπονουμένων να καταχωρήσουν ένσταση στην αίτηση πτώχευσης του Κατηγορουμένου σε συγκερασμό με την άσκηση ιδιωτικής ποινικής δίωξης εναντίον του, πέντε χρόνια αργότερα, συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας από μέρους τους και σε βάρος του Κατηγορουμένου.”

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Δεν εγείρεται θέμα κατάχρησης της διαδικασίας του Δικαστηρίου. Οι ιδιωτικές ποινικές [*425]διώξεις εναντίον του εφεσείοντος καταχωρήθηκαν τον ίδιο μήνα ή μερικούς μήνες μετά τη διάπραξη του αδικήματος που αφορούσε την παράλειψη καταβολής της κάθε μηνιαίας δόσης.

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο