Αναστασίου Γεώργιος ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2005) 2 ΑΑΔ 492

(2005) 2 ΑΑΔ 492

[*492]28 Σεπτεμβρίου, 2005

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7596)

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας σε υπόθεση απόπειρας φόνου ― Ήταν ορθή και δεν παρεχόταν πεδίο για επέμβαση του Εφετείου για παραγκωνισμό της ετυμηγορίας του Κακουργιοδικείου ότι ο κατηγορούμενος ήταν ένοχος.

Απόδειξη ― Πρώτο παράπονο ― Ο περί Αποδείξεως Νόμος, Κεφ. 9, Άρθρο 10 ― Απόπειρα φόνου ― Παράπονο από το θύμα, ενώ αυτό βρισκόταν τραυματισμένο στο έδαφος, προς τον αστυφύλακα στη σκηνή του εγκλήματος, με το οποίο κατονόμαζε τον δράστη ― Ορθά θεωρήθηκε ως “πρώτο παράπονο”.

Απόδειξη ― Επιστημονική μαρτυρία ― Επιστημονικές απόψεις αναφορικά με τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν για την κατάληξη της ταυτοποίησης των δειγμάτων παραπονουμένου σε υπόθεση απόπειρας φόνου ― Άρνηση του Εφετείου να επέμβει.

Απόδειξη ― Μάρτυρες ― Εχθρικός μάρτυρας ― Μάρτυρας στην αρχή της μαρτυρίας του έδωσε μια εκδοχή ενώ αργότερα έδωσε μια διαφορετική εκδοχή ― Η μαρτυρία του δεν προσεγγίστηκε από το Κακουργιοδικείο ως μαρτυρία εχθρικού μάρτυρα ― Άρνηση του Εφετείου να επέμβει.

Απόδειξη ― Ιατρική μαρτυρία ― Ιατρικές απόψεις ως προς την κατάσταση θύματος απόπειρας φόνου, από τη στιγμή της απόπειρας μέχρι τη μεταφορά του στο Νοσοκομείο ― Κατάληξη σε εύρημα ότι το θύμα επικοινωνούσε με το περιβάλλον ώστε να μπορεί να πει ποιός ήταν ο δράστης ― Άρνηση του Εφετείου να επέμβει.

[*493]Απόδειξη ― Εξ ακοής μαρτυρία ― Προϋποθέσεις αποδοχής, κατ’ εξαίρεση του κανόνα κατά της εξ ακοής μαρτυρίας, δηλώσεων ως μέρος του συμβάντος (res gestae) ― Οι δηλώσεις πρέπει να γίνονται ταυτόχρονα ή σχεδόν ταυτόχρονα με το συμβάν, αυθόρμητα, και, γενικότερα, υπό περιστάσεις τέτοιας εμπλοκής σ’ αυτό ώστε να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος κατασκευής τους.

Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Απειλές εναντίον της ζωής του παραπονούμενου, οι οποίες προηγήθηκαν της απόπειρας φόνου εναντίον του ― Αποτελούσαν περιστατική μαρτυρία των προθέσεων του δράστη.

Ποινή ― Απόπειρα φόνου ― Εφεσείων, πατέρας δύο ανήλικων τέκνων ενεργώντας υπό το κράτος συναισθηματικής - ερωτικής φόρτισης, πυροβόλησε απρόκλητα, εξ επαφής με κυνηγετικό όπλο τον σύζυγο της γυναίκας με την οποία διατηρούσε προηγουμένως μακροχρόνιο ερωτικό δεσμό, έξω από το σπίτι του, τραυματίζοντας τον κρίσιμα ― Επιβολή ποινής φυλάκισης 13 ετών ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Επιπτώσεις από φυλάκιση στην οικογένεια του κατηγορουμένου ― Συνιστούν ελαφρυντικό παράγοντα όχι όμως αποφασιστικής σημασίας.

Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Απόπειρα φόνου η οποία δεν άφησε σοβαρή μόνιμη αναπηρία στον παραπονούμενο ― Η σημασία του στοιχείου αυτού ήταν πάρα πολύ μειωμένη εφόσον η ζωή του παραπονούμενου τέθηκε σε πολύ μεγάλο κίνδυνο και διασώθηκε μόνο χάρις στις σοβαρές και επείγουσες επεμβάσεις στο Νοσοκομείο.

Ποινική Δικονομία ― Αντιφατικές καταθέσεις μάρτυρα ― Χορήγηση άδειας από το Κακουργιοδικείο στο δημόσιο κατήγορο, αφού ο μάρτυρας κατέλθει από το εδώλιο, να προσκομίσει μαρτυρία για να αποδείξει ότι αυτός είχε προηγουμένως προβεί στις καταθέσεις τις οποίες δεν παραδέχθηκε και, ακολούθως, να τον επανακαλέσει για να προχωρήσει με τη διαδικασία ― Άρθρο 3 του Criminal Procedure Act 1865, το οποίο εφαρμόζεται στην Κύπρο, με βάση το Άρθρο 3 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

Γύρω τις 8:30 της 19.12.2001 ο Terk, αλλοδαπός, νυμφευμένος με πολιτικό γάμο με την Αλίκη Νεοφύτου από την Ερήμη, πυροβολήθηκε με κυνηγετικό όπλο έξω από το σπίτι του και τραυματίστηκε σοβαρά στο δεξιό χέρι και στην κοιλιακή χώρα.

Για τον τραυματισμό του Terk, Μ.Κ.5, ο οποίος στην Κύπρο απο[*494]καλείτο με το Ελληνικό όνομα Άγγελος, προσήφθη κατηγορία απόπειρας φόνου εναντίον του εφεσείοντος, ο οποίος διατηρούσε για πολλά χρόνια ερωτικό δεσμό με τη σύζυγο του Terk. Ο εφεσείων δεν παραδέχθηκε την κατηγορία και προέβαλε στην υπεράσπιση του άλλοθι. Μετά από μακρά δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου κρίθηκε ένοχος και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δεκατριών ετών. Ο εφεσείων άσκησε έφεση τόσο εναντίον της καταδίκης όσο και εναντίον της ποινής.

Έφεση εναντίον της καταδίκης.

Προσβλήθηκαν ως εσφαλμένα, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα ευρήματα του Κακουργιοδικείου:

1.  Το εύρημα ότι οι διάφορες καταχωρήσεις σε έντυπα και ετικέττες του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού συνιστούσαν «διαφορετικό τρόπο γραφής του ιδίου ονόματος που δεν ήταν άλλο παρά το όνομα του παραπονουμένου Mohannad Terk ή Άγγελου».

2.  Το εύρημα ότι η αναγνώριση του θύματος μπορούσε να γίνει, όπως και έγινε, επ’ ακροατήριω, με βεβαιότητα, από μάρτυρες κατηγορίας, στη βάση φωτογραφιών του θύματος.

3.  Το εύρημα ότι ο εφεσείων με τις ερωτήσεις που έκαμε προσωπικώς κατά την αντεξέταση του Μ.Κ.5, ενοχοποίησε τον εαυτό του και/ή περιέπεσε σε αντιφάσεις.

4.  Το εύρημα ότι το πρόσωπο που τηλεφώνησε στη Μ.Κ.40. μητέρα του εφεσείοντος, και ζήτησε ΛΚ20.000 για να μη μαρτυρήσει εναντίον του εφεσείοντος στη δίκη δεν ήταν ο Terk.

5.  Το εύρημα ότι ο παραπονούμενος, με βάση την ιατρική μαρτυρία, από τη στιγμή του πυροβολισμού μέχρι τη μεταφορά του στο νοσοκομείο, λόγω πνευματικού και συνειδησιακού επιπέδου, ήταν σε θέση να επικοινωνήσει με το περιβάλλον ώστε να πει και ποιός τον πυροβόλησε.

Προβλήθηκαν επίσης οι ακόλουθοι λόγοι έφεσης:

1.  Εναντίον ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργιοδικείου με την οποία επιτράπηκε ύστερα από αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής, όπως ο παραπονούμενος Μ.Κ.5, σαν μάρτυρας κατηγορίας, ο οποίος δεν αναγνώριζε την υπογραφή του, κατέλθει από το ειδώλιο του μάρτυρα (step down) και επανέλθει σε μεταγενέστερο στάδιο για να συνεχίσει τη μαρτυρία του αφού, εν τω μεταξύ, είχε παρεμβληθεί [*495]άλλη μαρτυρία για συγκεκριμένο σκοπό.

2.  Το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα αρνήθηκε να σχολιάσει την επιχειρηματολογία, στην τελική αγόρευση της υπεράσπισης αναφορικά με τη μέθοδο που δόθηκε η μαρτυρία, του Μ.Κ.5, και την τελική μεταχείριση της από το Δικαστήριο, και που κατέληξε σε παροχή αθέμιτου πλεονεκτήματος στην Κατηγορούσα Αρχή σε βάρος των συμφερόντων του κατηγορουμένου, για μια δίκαιη δίκη.

3.  «Εσφαλμένα και/ή αδικαιολόγητα το Κακουργιοδικείο δεν προσέγγισε τη μαρτυρία του παραπονούμενου Μ.Κ.5, σαν να ήταν μαρτυρία εχθρικού μάρτυρα και/ή σαν μάρτυρα που όφειλε να μην γίνει πιστευτός με όλες τις νομικές συνέπειες», αλλά αντί αυτού αποφάσισε να την προσεγγίσει «σαν μαρτυρία ενός μάρτυρα ο οποίος στην αρχή της μαρτυρίας του έδωσε μια Α εκδοχή ενώ αργότερα έδωσε μια Β, διαφορετική εκδοχή, δίδοντας κάποιους λόγους για τη μεταστροφή αυτή».

4.  Το Κακουργιοδικείο έσφαλε αποδεχόμενο, κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9, ως ενισχυτική μαρτυρία, μαρτυρία «πρώτου παραπόνου» το βράδυ της 19.12.2001, στη σκηνή του εγκλήματος και ενώ ο παραπονούμενος Μ.Κ.5 βρισκόταν τραυματισμένος στο έδαφος.

5.  Το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα και αντινομικά δέχτηκε σαν επιστημονικά ορθή τη γνώμη του Μ.Κ.33, Διευθυντή του Τμήματος Μοριακής Γενετικής και του Εργαστηρίου Δικανικής Γενετικής του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου, ότι δεν είχε καμία σημασία, αν για την κατάληξη της ταυτοποίησης των δειγμάτων του παραπονουμένου, λήφθηκε σαν βάση ο κυπριακός πληθυσμός και όχι ο συριακός, από τον οποίο κατάγεται ο Μ.Κ.5, παραπονούμενος.

6.  Το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα αποδέκτηκε ως μέρος του συμβάντος (res gestae) τη μαρτυρία του αστυφύλακα Π. Κωνσταντίνου (Μ.Κ.30) ότι αυτός άκουσε τη σύζυγο του παραπονουμένου να φωνάζει επιτόπου στη σκηνή μετά τον πυροβολισμό ότι «έπαιξεν τον ο Σωστής» και ότι εν συνεχεία ο Μ.Κ.30 την ρώτησε ποιός ήταν αυτός και εκείνη απάντησε «ο Γιώργος Αναστασίου από το Τραχώνι». Και αυτό διότι (α) η μαρτυρία του Μ.Κ.30 ήταν αναξιόπιστη, (β) δεν επιβεβαιώθηκε από τη σύζυγο του παραπονουμένου, Μ.Κ.37, η οποία, αφού κηρύχθηκε εχθρικός μάρτυρας, κρίθηκε ως αναξιόπιστη και, (γ) η δήλωση του Μ.Κ.30 δεν έγινε ταυτόχρονα με το συμβάν ώστε να μπορεί να γίνει αποδεκτή ως μέρος του, κατ’ εξαίρεση [*496]του κανόνα κατά της εξ ακοής μαρτυρίας.

Τα πιο πάνω νομικά ζητήματα, που είχαν εγερθεί κατά την ακρόαση της έφεσης, σκιαγραφούνται, μαζί με την σχετική επ’ αυτών απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ένα προς ένα στα πιο πάνω περιληπτικά σημειώματα. Ως αποτέλεσμα η έφεση εναντίον της καταδίκης απορρίφθηκε.

Έφεση εναντίον της ποινής.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι η ποινή είναι «κραυγαλέα υπερβολική» καθότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε δεόντως υπόψη, (α) τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, ήτοι ότι το αδίκημα δεν διαπράχθηκε κατόπιν σχεδιασμού και/ή προγραμματισμού αλλά είχε σαν αποκλειστικό κίνητρο το ερωτικό πάθος και δεν μπορεί να καταταγεί ως « οργανωμένο έγκλημα», (β) τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντος (γ) την έλλειψη ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικής ποινής εφόσον οι απόπειρες φόνων με ελατήριο το ερωτικό πάθος, «δεν έχουν επαναληπτική συχνότητα τα τελευταία χρόνια» και (δ) το αδίκημα δεν άφησε παρά μόνο κάποια μόνιμη, μη σοβαρή, αναπηρία στον παραπονούμενο.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Όντως το Κακουργιοδικείο δεν διαπίστωσε ότι το αδίκημα διαπράχθηκε κατόπιν σχεδιασμού και/ή προγραμματισμού. Διαπίστωσε, όμως, ότι ο εφεσείων σε δυο περιπτώσεις πριν το συμβάν, είχε απειλήσει να σκοτώσει το παραπονούμενο, στοιχείο το οποίο και έλαβε υπόψη ως περιστατική μαρτυρία των προθέσεων του.

2.  Εδώ, σε αντίθεση προς την Ονησίλλου ν. Δημοκρατίας, την οποία επικαλέσθηκε ο δικηγόρος του εφεσείοντος, ο εφεσείων ενέργησε εντελώς απρόκλητα. 

3.  Το Κακουργιοδικείο έλαβε επαρκώς υπόψη τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντος, όπως και το γεγονός ότι το αδίκημα δεν άφησε σοβαρή μόνιμη αναπηρία στον παραπονούμενο. Η σημασία του στοιχείου αυτού, όπως ορθά τόνισε το Κακουργιοδικείο, ήταν «πάρα πολύ μειωμένη εφόσον η ζωή του παραπονούμενου κρεμόταν από μία κλωστή» και διασώθηκε μόνο χάρις στις σοβαρές και επείγουσες ιατρικές επεμβάσεις στο νοσοκομείο.

4.  Το Κακουργιοδικείο, επιμετρώντας την ποινή δεν επικαλέσθηκε ούτε στηρίχθηκε στο στοιχείο της αποτροπής. Στηρίχθηκε στη σοβα[*497]ρότητα του αδικήματος σε συνάρτηση με τις περιστάσεις που το περιέβαλλαν.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

R. v. Bedingfield [1879] 146 Cox CC 341,

Ratten v. R. [1974] 3 AII ER 801,

R. v Andrews [1987] 1 AII ER 513,

Ονησίλλου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 556,

Σάββα ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 231.

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λεμεσού (Υπόθεση Αρ. 1617/02) με την οποία κρίθηκε ένοχος στις 21/1/05 σε μία κατηγορία απόπειρας φόνου την οποία αντιμετώπιζε και του επιβλήθηκε, στις 22/1/04, ποινή φυλάκισης δεκατριών ετών.

Ρ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσείοντα.

Ρ. Βραχίμης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο Mohannad Terk, 24 ετών, από τη Συρία, ήλθε στην Κύπρο το Μάρτιο του 2001 και, 5½ περίπου μήνες αργότερα, κατά τον Αύγουστο, παντρεύτηκε με πολιτικό γάμο την Αλίκη Νεοφύτου από την Ερήμη. Το ζεύγος διέμενε σε ενοικιαζόμενο σπίτι στην περιοχή Καψάλου στη Λεμεσό. Γύρω στις 8.30μ.μ. της 19.12.2001 ο Terk, ο οποίος στην Κύπρο αποκαλείτο με το Ελληνικό όνομα Άγγελος, πυροβολήθηκε με κυνηγετικό όπλο έξω από το σπίτι του. Μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού με πολύ σοβαρά τραύματα στο δεξιό χέρι και στην κοιλιακή χώρα. Εκεί έτυχε των πρώτων βοηθειών και, στη συνέχεια, [*498]υποβλήθηκε επειγόντως σε σοβαρές χειρουργικές επεμβάσεις ως αποτέλεσμα των οποίων σώθηκε η ζωή του.

Για τον τραυματισμό του Terk προσήφθη κατηγορία απόπειρας φόνου εναντίον του εφεσείοντος ο οποίος διατηρούσε προηγουμένως πολύχρονο ερωτικό δεσμό με τη σύζυγο του Terk. Ο εφεσείων δεν παραδέχθηκε την κατηγορία και διεξήχθη μακρά δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου στα αρχικά στάδια της οποίας ο εφεσείων δεν εκπροσωπείτο από δικηγόρο ενώ αργότερα εκπροσωπείτο από το δικηγόρο κ. Ρ. Ερωτοκρίτου στον οποίο είχε δοθεί άδεια να αποσυρθεί πριν από την έναρξη της δίκης και επανήλθε αργότερα.

Κατά την ακρόαση έδωσαν μαρτυρία εκ μέρους της κατηγορούσας αρχής σαρανταένα μάρτυρες ενώ εκ μέρους του εφεσείοντος έδωσε ένορκο μαρτυρία ο ίδιος και άλλοι τέσσερις μάρτυρες. Ακολούθως, το Κακουργιοδικείο, αφού αξιολόγησε την εκατέρωθεν μαρτυρία, αποδέχθηκε εκείνη της κατηγορούσας αρχής ενώ απέρριψε εκείνη του εφεσείοντος, ο οποίος είχε προβάλει άλλοθι, ισχυριζόμενος ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, βρισκόταν στο σπίτι της συντρόφου του στην Επαρχία Λευκωσίας, εκδοχή την οποία υποστήριξε και η ίδια, η ΜΥ2 Ρ. Πάσκοβα.

Στηριζόμενο στη μαρτυρία την οποία αξιολόγησε ως αληθινή, το Κακουργιοδικείο έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο της κατηγορίας. Η μαρτυρία αυτή συνίστατο στην άμεση μαρτυρία του ίδιου του θύματος, στη μαρτυρία άμεσου/πρώτου παραπόνου από το θύμα, στις προηγηθείσες απειλές κατά της ζωής του θύματος από τον εφεσείοντα, στις δηλώσεις στις οποίες προέβη η σύζυγος του θύματος λίγη ώρα μετά το συμβάν, στην επιστημονική μαρτυρία ταύτισης γενετικού υλικού του θύματος με γενετικό υλικό το οποίο απομονώθηκε από επιχρίσματα τα οποία λήφθηκαν από το αυτοκίνητο του εφεσείοντος, στο ότι ο εφεσείων πυροβόλησε το θύμα εξ επαφής σε ευαίσθητο μέρος του σώματός του με ζωτικά όργανα, όπως είναι η κοιλιακή χώρα, στη μεγάλη έκταση και τη σοβαρότητα των τραυμάτων του θύματος, τα οποία έθεσαν σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή του, και, επίσης, το ελατήριο το οποίο είχε ο εφεσείων να εξοντώσει το θύμα.

Με την έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί, για σειρά λόγων, τόσο την ορθότητα της καταδίκης του όσο και την ορθότητα της ποινής φυλάκισης δεκατριών ετών την οποία του επέβαλε το Κακουργιοδικείο.

[*499]Η ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ

Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι (α) το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι οι διαφορετικές έγγραφες καταχωρήσεις, σε έντυπα και ετικέτες του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού, όπως “Terk Mouhavat”, “Άγγελος Τερκ”, “Muchamat Terk” και “Muhannad Terk”, συνιστούσαν απλώς, όπως εξήγησαν μέλη του προσωπικού, ιδιαίτερα η ΜY5 Κούλα Κουμενίδου, του Αρχείου του Νοσοκομείου, “διαφορετικό τρόπο γραφής του ίδιου ονόματος που δεν είναι άλλο παρά το όνομα του παραπονούμενου Mohannad Terk ή Άγγελου” είναι εσφαλμένο, (β) εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο δεν κατέληξε στο εύρημα ότι το ακριβές όνομα του θύματος ήταν Mohannad Terk ή Άγγελος και ότι σαν τέτοιο όφειλε να καταχωριστεί στα έντυπα και ετικέτες του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού και “πως μόνο με αυτό το όνομα μπορούσε να αναγνωριστεί η ταυτότητά του για όλους τους σκοπούς”, και (γ) εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο εύρημα ότι η αναγνώριση του θύματος μπορούσε να γίνει, όπως και έγινε, επ’ ακροατηρίω, με βεβαιότητα, από μάρτυρες κατηγορίας, στη βάση φωτογραφιών του θύματος.

Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Εκείνο το οποίο όφειλε να εξετάσει το Κακουργιοδικείο ήταν κατά πόσο το πρόσωπο το οποίο βρέθηκε τραυματισμένο, από πυροβολισμό, το βράδυ της 19.12.2001, και μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού, όπου έτυχε περίθαλψης, ήταν ή όχι ο παραπονούμενος Mohannad Terk ή Άγγελος. Αυτό το ζήτημα το εξέτασε το Κακουργιοδικείο. Και ορθά κατέληξε στο εύρημα ότι το εν λόγω πρόσωπο ήταν όντως ο παραπονούμενος Mohannad Terk ή Άγγελος αφού πρώτα αξιολόγησε και αποδέχθηκε τη μαρτυρία γιατρών και νοσηλευτών, οι οποίοι τον αναγνώρισαν από φωτογραφίες, αλλά και τη μαρτυρία τόσο του ίδιου όσο και άλλων μαρτύρων κατηγορίας. Το Κακουργιοδικείο ορθά δεν κατέληξε σ’ αυτό το εύρημα στη βάση των εντύπων και των ετικετών του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού, αν και ορθά διαπίστωσε, αποδεχόμενο τη σχετική μαρτυρία, ιδιαίτερα της ΜΥ5 Κούλας Κουμενίδου, ότι οι  διαφορετικές καταχωρήσεις στα έντυπα και ετικέτες του νοσοκομείου συνιστούσαν απλώς διαφορετικό τρόπο γραφής του ίδιου ονόματος το οποίο δεν ήταν άλλο από εκείνο του θύματος. Όσον αφορά την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντος ότι, για την αναγνώριση του θύματος, θα έπρεπε “πριν την επ’ ακροατηρίω αναγνώριση” να προηγηθεί αναγνώρισή του από την Αστυνομία, σύμφωνα με τις αστυνομικές διατάξεις αναφορικά με την αναγνώριση προσώπων από φωτογραφίες, παρατηρούμε απλώς ότι οι εν λόγω αστυνομικές διατάξεις αφορούν την αναγνώριση κατηγορουμένων ή υπόπτων [*500]εγκλήματος και όχι θυμάτων.

Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι “Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα και/ή αδικαιολόγητα και αντινομικά, επέτρεψε την διακοπή της δίκης την 1ην μέρα της ακρόασης και συνέχιση της δίκης σε άλλη μέρα, ενώ βρισκόταν στο εδώλιο του μάρτυρα ο παραπονούμενος, σαν Μάρτυρας Κατηγορίας, ο οποίος αλάνθαστα είχεν εκδηλώσει εχθρότητα προς την πλευρά που τον κάλεσε, ισχυριζόμενος ανάμεσα στ’ άλλα, πως δεν ήταν βέβαιος αν η υπογραφή του στην έγγραφη κατάθεση του, στην αστυνομία ημερομηνίας 20/12/01 ήταν δική του, χωρίς να κηρυχθεί ο παραπονούμενος εχθρικός μάρτυρας, την δε επόμενη μέρα, λανθασμένα και αντινομικά, επέτρεψε την παρεμβολή άλλων μαρτύρων κατηγορίας, μετά την μαρτυρία των οποίων, συνεχίστηκε η κυρίως εξέταση του παραπονουμένου.”

Ο λόγος αυτός στρέφεται εναντίον ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργιοδικείου με την οποία επιτράπηκε, ύστερα από αίτημα της κατηγορούσας αρχής, όπως ο παραπονούμενος κατέλθει από το εδώλιο του μάρτυρα (step down) και επανέλθει σε μεταγενέστερο στάδιο για να συνεχίσει τη μαρτυρία του αφού, εν τω μεταξύ, παρεμβληθεί άλλη μαρτυρία για συγκεκριμένο σκοπό. Το τι προηγήθηκε της ενδιάμεσης απόφασης έχει ως εξής: Ο παραπονούμενος Mohannad Terk κλήθηκε να καταθέσει ως μάρτυρας κατηγορίας (MK5) στις 22.9.2003. Κατά την έναρξη της μαρτυρίας του είπε ότι ήλθε από τη Συρία στις 16.3.2001 και ότι παντρεύτηκε την Αλίκη Νεοφύτου την 31.8.2001. Ενάμιση περίπου μήνα πριν το γάμο γνώρισε τον εφεσείοντα στο σπίτι της μετέπειτα συζύγου του, στην Ερήμη. Περί τις δέκα μέρες μετά το γάμο, ξανασυνάντησε τον εφεσείοντα όταν ο τελευταίος πήγε στο σπίτι του ζεύγους, στον Κάψαλο Λεμεσού, και του ζήτησε να του δώσει £5.000 επειδή, όπως είπε, τη γυναίκα του αυτός την είχε κάνει γυναίκα. Παρόλο ότι δεν κατάλαβε τι εννοούσε, του απάντησε ότι δε διέθετε αυτά τα χρήματα, αλλά θα προσπαθούσε να τα βρει και να του τα δώσει σε ένα περίπου μήνα. Ο εφεσείων είπε εντάξει και έφυγε. Μετά δέκα-δεκαπέντε μέρες ο εφεσείων επανήλθε και, αφού μίλησε με την Αλίκη για τα παλιά, έφυγε. Σε μια περίπτωση, πριν το επεισόδιο του Δεκεμβρίου 2001, κάποιος έριξε ένα πυροβολισμό με κυνηγετικό στην είσοδο του σπιτιού του ζεύγους. Την επόμενη μέρα, και ενώ βρισκόταν στο σπίτι της πεθεράς του, ο εφεσείων τον ζήτησε στο τηλέφωνο και τον υπενθύμισε για τις £5.000. Πρόσθεσε δε ότι ήταν εκείνος ο οποίος είχε πυροβολήσει στην είσοδο του σπιτιού και ότι, τη δεύτερη φορά, στόχος θα ήταν αυτός. Σε ερώτηση πώς τραυματίστηκε, απάντησε ότι κάποιος τον πυροβόλησε. Σε ερώτηση πότε τραυματίστηκε, απάντησε ότι δε θυμόταν παρά μόνο ότι ήταν χειμώ[*501]νας. Ήταν, είπε, νύκτα, άκουσε κάτι έξω από το σπίτι του, βγήκε, πέρασε κάποιος, μάλλον με αυτοκίνητο, τον πυροβόλησε και έφυγε. Σε επόμενη ερώτηση, αν έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία, απάντησε πως δε θυμόταν. Όταν ο δημόσιος κατήγορος του υπέδειξε μια κατάθεση, κατ’ ισχυρισμό δική του, και τον ρώτησε αν την είχε ξαναδεί, απάντησε αρνητικά. Σε ερώτηση αν αναγνώριζε σε ποιον ανήκε η υπογραφή στην κατάθεση, απάντησε ότι η υπογραφή ήταν όπως τη δική του, δεν μπορούσε όμως να πει με βεβαιότητα. Αφού του υποδείχθηκε ακόμα μια υπογραφή, σε άλλη κατ’ ισχυρισμό δική του κατάθεση, απάντησε πως δεν την αναγνώριζε. Σ’ αυτό το σημείο ο δημόσιος κατήγορος ζήτησε την άδεια του δικαστηρίου όπως, εφόσον ο μάρτυρας ισχυριζόταν ότι δεν αναγνώριζε την υπογραφή του, κατέλθει από το εδώλιο του μάρτυρα και δοθεί στην κατηγορούσα αρχή η δυνατότητα να καλέσει άλλη μαρτυρία, αναφορικά με το ποίου την υπογραφή έφεραν οι καταθέσεις, ώστε αυτή να μπορέσει να προχωρήσει περαιτέρω με τη διαδικασία εξέτασης του μάρτυρα. Ο εφεσείων, ο οποίος σ’ αυτό το στάδιο δεν εκπροσωπείτο από δικηγόρο, όταν ρωτήθηκε από το δικαστήριο, προέβαλε ένσταση στο αίτημα. Πρόσθεσε, όμως, στη συνέχεια, ότι το δικαστήριο μπορούσε να κάμει ότι νομίζει. Ακολούθησε η ενδιάμεση απόφαση με την οποία το αίτημα έγινε αποδεκτό. Η συνέχιση της ακρόασης αναβλήθηκε για τις 24.9.2003, ώστε να δοθεί στην κατηγορούσα αρχή η δυνατότητα να προσκομίσει την προταθείσα μαρτυρία. Στις 24.9.2003 έδωσαν μαρτυρία ο ΜΚ6 Π. Παναγή, διερμηνέας από τα Αραβικά στα Ελληνικά και αντίστροφα, και ο ΜΚ7 Λοχίας Μ. Βασιλείου, του ΤΑΕ Λεμεσού. Ο πρώτος επιβεβαίωσε ότι η κατάθεση, η οποία είχε ήδη κατατεθεί για αναγνώριση, ήταν η κατάθεση την οποία ο παραπονούμενος είχε δώσει στο Λοχία Μ. Βασιλείου, ενώ βρισκόταν κλινήρης στην εντατική μονάδα του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού, στις 20.12.2001, στην Αραβική γλώσσα. Ο παραπονούμενος την υπέγραψε στην παρουσία του. Παράλληλα με την καταγραφή της κατάθεσης στα Αραβικά, μετέφραζε τα λεγόμενα στα Ελληνικά, ο δε Λοχίας Μ. Βασιλείου τα κατέγραφε σε κατάθεση στα Ελληνικά, η οποία επίσης είχε κατατεθεί για αναγνώριση. Τελειώνοντας, ο μάρτυρας υπέδειξε την υπογραφή του παραπονουμένου στην κατάθεση. Στις ίδιες γραμμές κινήθηκε και η μαρτυρία του Λοχία Μ. Βασιλείου. Μετά τη μαρτυρία των ΜΚ6 και ΜΚ7 επανακλήθηκε και επανήλθε στο εδώλιο του μάρτυρα ο παραπονούμενος. Η στάση του έναντι των επιδίκων θεμάτων ήταν αυτή τη φορά σαφώς διαφοροποιημένη. Αναγνώρισε την υπογραφή του στην κατάθεση και βεβαίωσε ότι επρόκειτο για κατάθεση την οποία είχε πράγματι δώσει. Ήθελε, όπως είπε, να ζητήσει συγνώμη για όσα είχε πει ή δεν είπε την προηγούμενη φορά. Ενήργησε έτσι επειδή φοβόταν. Εξήγησε ότι είναι ξένος στην Κύπρο, ότι επρόκειτο για πολύ σοβαρή υπόθεση και ότι δέχθηκε πολλά απειλητικά τη[*502]λεφωνήματα για τα οποία υπέβαλε και καταγγελία στην Αστυνομία. Επανερχόμενος στα του επεισοδίου του πυροβολισμού κατέθεσε ότι, κατά τις 8.30μ.μ. της 19.12.2001, ενώ καθόταν με τη σύζυγό του στο σαλόνι του σπιτιού τους, σταμάτησε έξω από το σπίτι ένα αυτοκίνητο παίζοντας συνεχώς τη σειρήνα του. Επειδή κατάλαβε ότι ήταν ο εφεσείων, κινήθηκε προς την πόρτα ενώ η σύζυγος του, η οποία φαινόταν σκεφτική, τον προέτρεψε λέγοντας του “άτε πήγαινε”. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε, οπότε είδε τον εφεσείοντα μέσα στο αυτοκίνητο του, μπροστά από την καγκελόπορτα. Άνοιξε την καγκελόπορτα και, αφού πλησίασε τον κατηγορούμενο, του είπε “καλησπέρα”. Ο εφεσείων δεν απάντησε παρά μόνο τον ρώτησε αν μπορεί να φωνάξει την Αλίκη να της πει κάτι. Αυτός του είπε “εντάξει” και φώναξε τη σύζυγό του. Εκείνη βγήκε έξω και, αφού πήγε εκεί, έβαλε το κεφάλι της μέσα από το παράθυρο της πόρτας του συνοδηγού για να συνομιλήσει με τον εφεσείοντα. Ο ίδιος ακουμπούσε με τα δυο χέρια στην πόρτα του συνοδηγού ενώ δίπλα στεκόταν η σύζυγος του. Ο εφεσείων ρώτησε τότε την Αλίκη: “Αγαπάς τον Άγγελο;” Αυτή του είπε “ναι”. Αμέσως ο εφεσείων πήρε ένα όπλο, το οποίο ήταν ανοικτό, το έκλεισε γρήγορα, το έστρεψε προς το παράθυρο και τον πυροβόλησε στην κοιλιά. Το αυτοκίνητο είχε αναμμένη τη μηχανή. Ο εφεσείων κινήθηκε αμέσως και έφυγε.

Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντος, το Κακουργιοδικείο, θεωρώντας ότι η απάντηση του παραπονουμένου ότι δε θυμόταν την υπογραφή του, ανάμεσα σε άλλα αλάνθαστα στοιχεία εχθρότητας τα οποία εκδήλωσε προς την κατηγορούσα αρχή, έδινε στην τελευταία τη δυνατότητα να ζητήσει και εξασφαλίσει την άδεια να κατέλθει ο παραπονούμενος από το εδώλιο του μάρτυρα, όπως και έγινε, “χωρίς πρώτα να κηρυχθεί εχθρικός μάρτυρας και/ή χωρίς να συμπληρωθεί η κύρια εξέταση και/ή η αντεξέτασή του, αφού θα είχε κηρυχθεί εχθρικός μάρτυρας, στην τελευταία περίπτωση”, ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα το άρθρο 3 του Criminal Procedure Act 1865 της Αγγλίας, το οποίο συνεχίζει να εφαρμόζεται στην Κύπρο, με βάση το άρθρο 3 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Η απάντηση του παραπονουμένου ότι “δε θυμόταν την υπογραφή του” ικανοποιούσε, πλήρως, υποστήριξε, τις προϋποθέσεις του άρθρου 3 του Criminal Procedure Act 1865 και, συνεπώς, ο παραπονούμενος ήταν όχι μόνο δυνατό αλλά και έπρεπε να κηρυχθεί αμέσως εχθρικός μάρτυρας χωρίς να παρεμβληθούν άλλοι μάρτυρες προς απόδειξη της υπογραφής του, μετά δε να επανέλθει για να συνεχίσει τη μαρτυρία του. Ενεργώντας όπως ενήργησε, το Κακουργιοδικείο παραχώρησε αθέμιτο πλεονέκτημα στην κατηγορούσα αρχή “να ξαναμιλήσει κατ’ ιδίαν με τον μάρτυρα, για να επιστρέψει σε άλλη μέρα, να τον τοποθετήσει ξανά στο [*503]εδώλιο του μάρτυρα, και να αναιρέσει ο παραπονούμενος όσα είπε την προηγούμενη μέρα της ένορκης κατάθεσης του στο δικαστήριο”. Επιπλέον, στέρησε τον παραπονούμενο του συνταγματικού του δικαιώματος για δίκαιη δίκη. Σύμφωνα πάντοτε με το δικηγόρο του εφεσείοντος, “η ορθή διαδικασία, για σκοπούς αποφυγής αθέμιτου πλεονεκτήματος στην Κ.Α. ήταν η κήρυξη του παραπονούμενου σαν εχθρικού μάρτυρα, αμέσως μετά την απάντησή του περί της υπογραφής, της αντεξέτασής του και το πέρας αυτής, από την πλευρά που τον κάλεσε, και/ή σε κάθε περίπτωση, πριν από οποιοδήποτε αίτημα της κατηγορούσης αρχής για διακοπή της δίκης, την κήρυξή του σε εχθρικό μάρτυρα.”.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Criminal Procedure Act 1865, το οποίο εφαρμόζεται όχι μόνο σε ποινικές αλλά και σε πολιτικές υποθέσεις, δεν επιτρέπεται σε διάδικο να αμφισβητεί την αξιοπιστία δικού του μάρτυρα με γενική μαρτυρία κακού χαρακτήρα. Μπορεί, όμως, ο διάδικος, σε περίπτωση που ο μάρτυράς του, κατά τη γνώμη του δικαστηρίου, αποδεικνύεται εχθρικός, να τον αντικρούσει με άλλη μαρτυρία, ή, με την άδεια του δικαστηρίου, να αποδείξει ότι ο μάρτυρας έχει στο παρελθόν προβεί σε κατάθεση ασυμβίβαστη με τη μαρτυρία την οποία δίδει. Πριν όμως καταστεί δυνατή η προσαγωγή τέτοιας απόδειξης, τα περιστατικά της υποτιθέμενης κατάθεσης, σε βαθμό διαγράφοντα την ειδική περίπτωση, πρέπει να αναφερθούν στο μάρτυρα ο οποίος και πρέπει να ερωτηθεί κατά πόσο ή όχι έχει προβεί σε μια τέτοια κατάθεση. Στην προκείμενη περίπτωση η διαδικασία του άρθρου 3 ακολουθήθηκε. Ο μάρτυρας ρωτήθηκε αρχικά αν έδωσε κατάθεση. Απάντησε ότι δε θυμόταν. Όταν ο δημόσιος κατήγορος του υπέδειξε μια κατάθεση και τον ρώτησε αν την είχε ξαναδεί, απάντησε αρνητικά. Όταν του υποδείχθηκαν, στη συνέχεια, δύο καταθέσεις, όπως και οι αντίστοιχες σε αυτές υπογραφές, απάντησε ότι η μια υπογραφή ήταν “όπως τη δική του”, ενώ την άλλη δεν την αναγνώριζε καθόλου. Με αυτά τα δεδομένα, ο δημόσιος κατήγορος δεν μπορούσε να ζητήσει την άδεια του δικαστηρίου να κηρύξει το μάρτυρα εχθρικό, παρά μόνο αν προηγουμένως καλούσε μαρτυρία και αποδείκνυε την κατάθεση του μάρτυρα στη βάση της οποίας, εφόσον εξασφάλιζε την άδεια, θα τον αντεξέταζε. Ορθά, επομένως, το Κακουργιοδικείο χορήγησε άδεια στο δημόσιο κατήγορο, αφού ο μάρτυρας κατέλθει από το εδώλιο, να προσκομίσει μαρτυρία για να αποδείξει ότι αυτός είχε προηγουμένως προβεί στις καταθέσεις τις οποίες δεν παραδέχθηκε και, ακολούθως, να τον επανακαλέσει για να προχωρήσει με τη διαδικασία. Το σκεπτικό του Κακουργιοδικείου, στη βάση του οποίου χορηγήθηκε η άδεια, το οποίο και υιοθετούμε, έχει ως εξής:

[*504]

“Όπως αναφέρεται και στο Σύγγραμμα Criminal Evidence 4η έκδοση του Richard May στη σελ. 530 ορατή είναι η περίπτωση κατά την οποία μάρτυρας μπορεί να αρνηθεί ότι προέβηκε σε μία δήλωση που περιέχεται σε κατάθεση και να αρνηθεί ή να μην αναγνωρίσει ότι η υπογραφή σ’ αυτήν είναι η δική του. Το γεγονός αυτό σύμφωνα με το συγγραφέα δεν θέτει τέρμα στη διαδικασία η οποία προβλέπεται στο Άρθρο 3 του προαναφερθέντος Νόμου και επομένως με άδεια του Δικαστηρίου θα μπορούσε η Κατηγορούσα Αρχή σε τέτοια περίπτωση να καλέσει μαρτυρία από το πρόσωπο το οποίο πήρε την κατάθεση ή δήλωση για να αποδείξει αυτό το γεγονός. Αργότερα δε ο μάρτυρας θα μπορεί να επανακληθεί και να αντεξεταστεί επί της κατάθεσης.”

Όσον αφορά τον ισχυρισμό του δικηγόρου του εφεσείοντος ότι το Κακουργιοδικείο, ενεργώντας όπως ενήργησε, παραχώρησε αθέμιτο πλεονέκτημα στην κατηγορούσα αρχή, με αποτέλεσμα την “κατάχρηση της διαδικασίας, σε βάρος των συμφερόντων του κατηγορουμένου και του δικαιώματος του για μια δίκαιη δίκη, ως είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο, και με βάση την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου”, παρατηρούμε ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί. Ανεξάρτητα του ότι, για τους λόγους τους οποίους εξηγήσαμε, το Κακουργιοδικείο εφάρμοσε την ορθή, ως είχαν τα πράγματα, διαδικασία, ο ισχυρισμός περί αθέμιτου πλεονεκτήματος στην κατηγορούσα αρχή για “να ξαναμιλήσει κατ’ ιδίαν με το μάρτυρα κλπ”, είναι παντελώς ατεκμηρίωτος. Ούτε, βέβαια, εγείρεται ζήτημα μη δίκαιης δίκης του εφεσείοντος.

Συναφής με αυτό το λόγο έφεσης είναι και ο λόγος σύμφωνα με τον οποίο “Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή αδικαιολόγητα, αρνήθηκε να σχολιάσει με το επιχείρημα ότι δεν είναι εφετείο, την επιχειρηματολογία, στην τελική αγόρευση της υπεράσπισης αναφορικά με την μέθοδο που δόθηκε η μαρτυρία, του Μ.Κ.5, και την τελική μεταχείριση της από το Δικαστήριο, και που κατέληξε σε παροχή αθέμιτου πλεονεκτήματος στην Κ.Α. σε βάρος των συμφερόντων του κατηγορουμένου, για μια δίκαιη δίκη.”.

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Κακουργιοδικείου ήταν η κατάλληλη απάντηση στη σχετική επιχειρηματολογία του δικηγόρου του εφεσείοντος κατά την τελική του αγόρευση:

“Ως προς τις αιχμές και την κριτική του συνηγόρου υπερά[*505]σπισης σε σχέση με την ορθότητα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε και/ή της διακοπής της μαρτυρίας του M. Terk, θα θέλαμε να υποδείξουμε ότι τα πάντα έχουν αποτυπωθεί στα τηρηθέντα πρακτικά. Το Δικαστήριο ενήργησε κατά τον τρόπο που έκρινε ορθό και δίκαιο και δεν θα μπορούσε να ενεργήσει τώρα σαν Εφετείο επανεξετάζοντας την ορθότητα της διαδικασίας που επέλεξε να ακολουθήσει.

Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, θα προσθέταμε ότι τόσο οι λόγοι για τους οποίους ζητήθηκε όπως η διακοπή της μαρτυρίας του M. Terk και η παρεμβολή άλλης μαρτυρίας, όσο και οι λόγοι για τους οποίους επιτράπηκε αυτή η διαδικασία εμφανίζονται λεπτομερώς στην ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου. Κατά την άποψή μας κανένα τέχνασμα, εφεύρημα ή κατασκεύασμα εμφιλοχώρησε, παρά μόνο έγιναν κάποιοι χειρισμοί οι οποίοι στόχευαν στην προσπέλαση διαδικαστικών προβλημάτων που προέκυψαν μετά την αποποίηση της υπογραφής του μάρτυρα στην κατάθεση του και καθιστούσαν προβληματική την προώθηση διαδικασίας κήρυξης του σαν εχθρικού. Εκείνο το οποίο διαφάνηκε στο Δικαστήριο δεν ήταν η επιμελής προσπάθεια αποφυγής της διαδικασίας κήρυξης του μάρτυρα σαν εχθρικού, αλλά αντίθετα η χρησιμοποίηση μεθόδου ακριβώς για την προώθηση της διαδικασίας εκείνης αμέσως μετά που διαφάνηκε η ανάγκη, ή προέκυψε το θέμα. Το εάν η μέθοδος εκείνη η οποία έγινε με τις ευλογίες του Δικαστηρίου ήταν δικονομικά επιτρεπτή ή ορθή, ασφαλώς δεν θα το κρίνουμε εμείς.”

Άλλος λόγος έφεσης είναι ότι το Κακουργιοδικείο “εσφαλμένα και/ή αδικαιολόγητα, δεν προσέγγισε υπό τις περιστάσεις τη μαρτυρία του παραπονουμένου ΜΚ5, σαν να ήτο μαρτυρία εχθρικού μάρτυρα και/ή σαν μάρτυρα που όφειλε να μην γίνει πιστευτός με όλες τις νομικές συνέπειες”, αλλά αντί αυτού αποφάσισε να την προσεγγίσει, όπως είπε, “σαν μαρτυρία ενός μάρτυρα ο οποίος στην αρχή της μαρτυρίας του έδωσε μια Α εκδοχή ενώ αργότερα έδωσε μια Β, διαφορετική εκδοχή, δίδοντας κάποιους λόγους για τη μεταστροφή αυτή”. Το σφάλμα του Κακουργιοδικείου έγκειται, κατά το δικηγόρο του εφεσείοντος, στο ότι “εσφαλμένα και/ή αδικαιολόγητα, παραθεωρεί και ή παραγνωρίζει στα πλαίσια της πιο πάνω θεώρησης του, πως το «αργότερα» που έδωσε ο ΜΚ5 άλλη εκδοχή, «ήταν σε άλλη μέρα», όπου αναίρεσε όσα είπε την προηγούμενη”. Δεν άλλαξε δηλαδή ο ΜΚ5 την εκδοχή του “ενώ βρισκόταν «συνέχεια» στο εδώλιο του μάρτυρα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο”, αλλά “μόνο όταν διεκόπη η δίκη, ενώ δεν είχε τελειώσει η κύρια εξέτασή του για να επανέλθει και να αναιρέσει, στα πλαίσια της [*506]κύριας εξέτασής του που συνεχίστηκε σε άλλη μέρα”. Ανεδαφικός είναι και αυτός ο λόγος. Ασφαλώς το Κακουργιοδικείο γνώριζε πολύ καλά ότι η αλλαγή της εκδοχής του παραπονουμένου δεν έγινε ενώ βρισκόταν συνέχεια στο εδώλιο. Όταν δε έλεγε ότι θα τη μεταχειριστεί ως μαρτυρία ενός μάρτυρα ο οποίος στην αρχή της μαρτυρίας του έδωσε μια Α εκδοχή ενώ αργότερα έδωσε μια Β διαφορετική εκδοχή, εννοούσε, απορρίπτοντας σχετική εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντος, όπως άλλωστε το ανέφερε και ρητά, ότι “με βάση τα ενώπιον μας δεδομένα δεν τίθεται θέμα όπως το Δικαστήριο προσεγγίσει τη μαρτυρία του ΜΚ5 σαν να ήτο μαρτυρία εχθρικού μάρτυρα”.

Άλλος λόγος έφεσης έχει ως εξής: “Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα και/ή αδικαιολόγητα έκρινε και/ή έκαμε εύρημα ότι ο κατηγορούμενος με τις ερωτήσεις που έκαμε προσωπικώς κατά την αντεξέταση του Μ.Κ.5, που αναφέρονται ρητώς στην δικαστική απόφαση, και/ή γενικώς με τις ερωτήσεις που έκαμε στον πιο πάνω μάρτυρα, και που δεν εξειδικεύονται καθόλου στην απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την αντεξέταση, ενοχοποίησε τον εαυτό του και/ή ευρέθη σε αντίφαση, σε σχέση με τη θέση του.”. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Αντεξετάζοντας τον παραπονούμενο ΜΚ5, ο εφεσείων ο οποίος, όπως ήδη αναφέραμε, είχε προβάλει στην υπεράσπισή του άλλοθι, ρωτήθηκε και τα εξής:

“Ε.  Που σε έπαιξα και ύστερα που ισχυρίζεσαι εσύ, είπα σου τίποτε πριν να φύγω;

 Α.  Όχι.

 Ε.  Δεν σου είπα θα ξανάρθω;

 Α.  Όχι.

 Ε.  Δεν είχαμε καμιά κουβέντα μαζί να σου πω συγνώμη ή να σε βοηθήσω;

 Α.  Όχι.

 Ε.  Γιατί είσαι ψεύτης;

 Α.  Για τι πράγμα;

 Ε.  Γι’ αυτό που σε ρώτησα, δεν κατέβηκα αν θυμάσαι καλά;

 Α.  Όχι.”

Διαπιστώνοντας ότι ο εφεσείων, κατά την εκ μέρους του αντεξέταση του ΜΚ5, προέβαλλε αλληλοσυγκρουόμενες θέσεις, το Κακουργιοδικείο προέβη στην ακόλουθη καθόλα εύλογη παρατήρηση:

“Παρά τη γενικότερη θέση που ο κατηγορούμενος έθεσε στο μάρτυρα τόσο πριν αυτή τη σειρά ερωτήσεων όσο και μετά, σύμφωνα με την οποία δεν ήταν αυτός που τον πυροβόλησε, με τις προ[*507]αναφερθείσες αυτές θέσεις ο κατηγορούμενος φαίνεται να βάζει τον εαυτό του στη σκηνή του εγκλήματος. Αυτή δε η ασυμβίβαστη με τη γενικότερη υπεράσπιση του θέση, επενεργεί σε βάρος του σαν αντίφαση και έμμεση παραδοχή. (Βλέπε π.χ. Γιουρούκκης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 402 στη σελ. 428).”

Άλλος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε τη μαρτυρία της ΜΚ40 Θεοφανίας Αδάμου, μητέρας του εφεσείοντος, “μη δεχόμενο τη μαρτυρία της σε σχέση με το ότι ο ΜΚ5 της τηλεφώνησε και ζήτησε ΛΚ20.000 για να μην μαρτυρήσει εναντίον του κατηγορούμενου στη δίκη”. Και τούτο διότι εσφαλμένα έκρινε ότι η μαρτυρία της ΜΚ40 δεν ήταν πειστική καθότι αυτή δε γνώριζε τη φωνή του ΜΚ5 “παραγνωρίζοντας ότι ο ΜΚ5 σύμφωνα με τη μαρτυρία της ΜΚ40 πριν την έναρξη της τηλεφωνικής συνομιλίας του, της είπε το όνομά του.”. Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Όπως ορθά παρατήρησε το Κακουργιοδικείο το ότι το πρόσωπο το οποίο της τηλεφώνησε της είπε ότι ονομαζόταν Άγγελος, δε σημαίνει ότι αυτός ήταν ο ΜΚ5. Άλλωστε, όπως και πάλι ορθά παρατήρησε το Κακουργιοδικείο, “αυτή η συνομιλία δεν τέθηκε στον ίδιο το M. Terk για να τη σχολιάσει.”.

Με άλλο λόγο έφεσης προσβάλλεται η απόφαση του Κακουργιοδικείου να αποδεχθεί, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, ως ενισχυτική μαρτυρία, μαρτυρία “πρώτου παραπόνου” από τον παραπονούμενο ΜΚ5 προς τον αστυφύλακα 3256 Ν. Χριστοδούλου (ΜΚ10), το βράδυ της 19.12.2001, στη σκηνή του εγκλήματος και ενώ ο παραπονούμενος ΜΚ5 βρισκόταν τραυματισμένος στο έδαφος. Η περί του πρώτου παραπόνου μαρτυρία ενώπιον του Κακουργιοδικείου ήταν η ακόλουθη: Ο παραπονούμενος ΜΚ5 κατέθεσε, στην κύρια εξέτασή του, ότι, ενώ βρισκόταν τραυματισμένος στο έδαφος στη σκηνή του εγκλήματος, και αφού του πρόσφερε κάποια άμεση βοήθεια ένας ειδικευόμενος γιατρός ο οποίος βρέθηκε εκεί, ήλθε η Αστυνομία και απέκλεισε την περιοχή. Ένας αστυνομικός τον ρώτησε ποιος τον πυροβόλησε. Του απάντησε, “ο Γιώργος που το Τραχώνι.”. Συναφώς, ο αστυφύλακας 3256 Ν. Χριστοδούλου (ΜΚ10) κατέθεσε ότι έφθασε στη σκηνή γύρω στις 9.03 ή 9.04, μετά τη λήψη μηνύματος στο περιπολικό του. Πήγε στη σκηνή για να βοηθήσει. Είδε εκεί ένα πρόσωπο πεσμένο στο έδαφος, με τραύματα στο χέρι και την κοιλιά. Πλησίασε και το ρώτησε ποιος τον πυροβόλησε. Του απάντησε ότι τον πυροβόλησε κάποιος Γιώργος από το Τραχώνι. Σε φωτογραφίες του παραπονουμένου ΜΚ5, οι οποίες του υποδείχθηκαν στο δικαστήριο, τον αναγνώρισε ως το πρόσωπο το οποίο του είχε δώσει την απάντηση εκείνη ενώ βρισκόταν τραυματισμένο στο έδαφος. Ήταν απόλυτα [*508]βέβαιος για την ταυτότητά του διότι, όπως εξήγησε, αργότερα τον συνόδευσε μέσα στο ασθενοφόρο με το οποίο μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Σχεδόν ταυτόχρονα είχαν φθάσει στη σκηνή άλλοι αστυνομικοί οι οποίοι και την απέκοψαν. Ο ΜΚ10 απέρριψε την υποβολή, κατά την αντεξέταση, ότι, στην ερώτηση του προς το θύμα, ποιος τον πυροβόλησε, δεν πήρε απάντηση διότι το θύμα είχε πλήρη απώλεια συνειδήσεως, ήταν ημιθανές. Ο ΜΚ10 παραδέχθηκε ότι δεν κατέγραψε το παράπονο σε σημειωματάριο, ούτε είχε μαζί του σημειωματάριο. Το κατέγραψε, όμως, σε γραπτή του κατάθεση, τις πρωινές ώρες της 20.12.2001, αν και αυτή δε φέρει ημερομηνία. Δε θυμόταν αν μετέδωσε το παράπονο του ΜΚ5 στον ανακριτή της υπόθεσης ή σε άλλο συνάδελφό του.

Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντος, η μαρτυρία των ΜΚ5 και ΜΚ10 δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή ως πρώτο παράπονο, καθότι, (1) ο ΜΚ5, σε γραπτή κατάθεσή του στην Αστυνομία, ημερομηνίας 20.12.2001, δεν ανέφερε οτιδήποτε περί παραπόνου αλλά, αντίθετα, ανέφερε ρητά 0ότι, μετά τον πυροβολισμό, “έπεσα κάτω και δε θυμάμαι τίποτε”, (2) από την αντεξέταση του ΜΚ10 διαφάνηκε ότι, (α) το παράπονο δεν έγινε με την πρώτη δυνατή ευκαιρία εφόσον, όταν αυτός έφθασε στη σκηνή του εγκλήματος, υπήρχαν ήδη εκεί άλλοι αστυνομικοί προς τους οποίους ο ΜΚ5 δεν υπέβαλε παράπονο ούτε και αυτοί κατέθεσαν για κάτι τέτοιο, (β) το παράπονο δεν καταγράφηκε σε σημειωματάριο, (γ) η γραπτή κατάθεση του ΜΚ10 δεν έφερε ημερομηνία, (δ) το παράπονο δεν έγινε ευθύς αμέσως μετά το συμβάν, αν ληφθεί υπόψη ότι, σύμφωνα με το ΜΚ5, αυτός βρισκόταν έξω από το σπίτι του γύρω στις 20.30, ενώ ο ΜΚ10 έγινε δέκτης του παραπόνου γύρω στις 9.04, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το παράπονο έγινε περί τα 32 λεπτά μετά τον πυροβολισμό, (ε) ο ΜΚ10 ουδέποτε μετέφερε το παράπονο σε άλλους, ιδιαίτερα στον ανακριτή της υπόθεσης ο οποίος πήρε κατάθεση και από τη σύζυγο του ΜΚ5.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Δεν ήταν, υπό τις περιστάσεις, αφύσικο ο ΜΚ5 να μη θυμηθεί και αναφέρει οτιδήποτε περί παραπόνου στην κατάθεσή του της 20.12.2001, εφόσον δε ρωτήθηκε για κάτι τέτοιο, αντίθετα δε να αναφέρει ότι δε θυμόταν τίποτε. Εξάλλου, όπως ορθά σημείωσε το Κακουργιοδικείο, ο ΜΚ5 δεν αντεξετάσθηκε επ΄ αυτού του σημείου. Όσον αφορά τον ΜΚ10, παρατηρούμε ότι το γεγονός ότι δεν κατέγραψε το παράπονο σε σημειωματάριο, η δε περί τούτου κατάθεσή του δε φέρει ημερομηνία, ούτε θυμόταν αν μετέφερε το παράπονο στον ανακριτή, δε σημαίνει ότι η μαρτυρία του ήταν κατασκεύασμα. Αν έτσι είχαν τα πράγματα, ο ΜΚ10 θα μπορούσε κάλλιστα να προχρονολογήσει την κατάθεσή [*509]του. Το Κακουργιοδικείο, το οποίο είχε την ευκαιρία να τον ακούσει, έκρινε ότι ήταν “ένας καθόλα αντικειμενικός και αξιόπιστος μάρτυρας” και ότι “είπε την αλήθεια και ως προς το τι είδε και άκουσε και ως προς το πότε συνέταξε την κατάθεσή του, δηλαδή στις 20.12.2001.”. Δεν βλέπουμε να δικαιολογείται η επέμβασή μας σ΄ αυτή την αξιολόγηση. Όσον αφορά, τέλος, την εισήγηση ότι το παράπονο δεν έγινε με την πρώτη δυνατή ευκαιρία, ούτε ευθύς αμέσως μετά το συμβάν, κρίνουμε ότι, ως εξελίχθηκαν τα πράγματα, η χρονική απόσταση μεταξύ συμβάντος και παραπόνου δεν ήταν μεγάλη. Οι άλλοι αστυνομικοί έφθασαν στη σκηνή σχεδόν ταυτόχρονα με το ΜΚ10 και ασχολούνταν με την αποκοπή της. Ο δε ειδικευόμενος γιατρός ΜΚ31 συγκεντρώθηκε στην παροχή των πρώτων βοηθειών στον παραπονούμενο. Ως είχε η μαρτυρία, με την εξαίρεση της συζύγου του, ο ΜΚ31 και ο ΜΚ10 ήταν τα μόνα πρόσωπα τα οποία πλησίασαν τον παραπονούμενο, προτού αφιχθεί το ασθενοφόρο. Ο μόνος δε ο οποίος τον ρώτησε ποιος τον πυροβόλησε ήταν ο ΜΚ10. Εις απάντηση ο παραπονούμενος κατονόμασε τον εφεσείοντα. Ήταν η πρώτη του ευκαιρία ευθύς αμέσως μετά το συμβάν.

Άλλος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο, αποδεχόμενο την ιατρική μαρτυρία των ειδικευόμενων γιατρών ΜΚ31 Χρ. Χριστοδούλου και ΜΚ32 Χρ. Θρασυβούλου, κατέληξε στο εύρημα ότι ο παραπονούμενος, από τη στιγμή του πυροβολισμού μέχρι τη μεταφορά του στο νοσοκομείο, λόγω πνευματικού και συνειδησιακού επιπέδου, ήταν σε θέση να επικοινωνήσει με το περιβάλλον ώστε να μπορεί να πει και ποιος τον πυροβόλησε.

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Επί του θέματος έδωσαν μαρτυρία όχι μόνο οι ΜΚ31 και 32, αλλά και ο ΜΚ17 Θ. Αντωνίου, νοσηλευτικός λειτουργός, ο οποίος συνόδευσε τον παραπονούμενο στο ασθενοφόρο και συνομίλησε μαζί του, “με ευκολία”, όπως είπε, και ο ΜΚ23 Δρ. Μ. Κάκας, γενικός χειρούργος, ο οποίος εξέφρασε τη γνώμη ότι ο παραπονούμενος πρέπει να ήταν σε πλήρη εγρήγορση προτού εισαχθεί στο χειρουργείο. Χειροτέρευσε δε μόλις μερικά λεπτά προηγουμένως.

Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι το Κακουργιοδικείο “εσφαλμένα και αντινομικά δέκτηκε σαν επιστημονικά σωστή όπως λέει στην απόφασή του, την γνώμη του Μ.Κ.33 Δρ. Μ. Καριόλου, ότι δεν είχε καμιά σημασία, αν για την κατάληξη της ταυτοποίησης, των δειγμάτων του παραπονουμένου, λήφθηκε σαν βάση ο κυπριακός πληθυσμός, και όχι ο συριακός, από τον οποίο κατάγεται ο Μ.Κ.5, παραπονούμενος.”.

[*510]

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Ο ΜΚ33 είναι Διευθυντής του Τμήματος Μοριακής Γενετικής και του Εργαστηρίου Δικανικής Γενετικής του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου. Είχε προβεί σε εξετάσεις δειγμάτων τα οποία είχαν ληφθεί από τη ΜΚ4 Ξένια Φιλαρέτου της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας του Αρχηγείου Αστυνομίας, από το αυτοκίνητο της μητέρας του εφεσείοντος το οποίο χρησιμοποιούσε ο ίδιος για τις μετακινήσεις του. Πρόκειται για το αυτοκίνητο από το οποίο, σύμφωνα με τη μαρτυρία, ο εφεσείων τον είχε πυροβολήσει. Ο Δρ. Καριόλου σύγκρινε τα δείγματα εκείνα με δείγματα γενετικού υλικού τα οποία λήφθηκαν από τον παραπονούμενο. Εξήγησε στο δικαστήριο τις επιστημονικές μεθόδους στις οποίες υπέβαλε τα δείγματα καθώς επίσης και τα αποτελέσματα των εξετάσεων του. Το απαύγασμα των επιστημονικών συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε συνοψίστηκε στο ότι γενετικό υλικό το οποίο απομονώθηκε από επιχρίσματα τα οποία είχαν ληφθεί από το τζάμι της πόρτας του συνοδηγού, εξωτερικά του αυτοκινήτου, και από το εσωτερικό του πλαστικού μέρους της πόρτας συνοδηγού, είχαν πανομοιότυπο γενετικό προφίλ, με δείγμα αίματος που λήφθηκε από τον ίδιο. Αυτό οδηγούσε, σύμφωνα με το μάρτυρα, στο συμπέρασμα ότι ο δότης των κυττάρων από τα οποία απομονώθηκε γενετικό υλικό ήταν το ίδιο άτομο από το οποίο λήφθηκαν τα δείγματα, δηλαδή ο παραπονούμενος. Όπως εξήγησε, με στατιστικά δεδομένα τα οποία αφορούν τον Ελληνοκυπριακό πληθυσμό, και το γεγονός ότι ο πληθυσμός της Γης είναι  περίπου 7 δισεκατομμύρια, η πιθανότητα να ανήκε το γενετικό υλικό σε άλλο άτομο ήταν 1:4 τρισεκατομμύρια άντρες. Σε ερώτηση στην αντεξέταση κατά πόσο χρησιμοποίησε ως βάση και μελέτες οι οποίες αφορούσαν τον Συριακό πληθυσμό (δεδομένου ότι ο παραπονούμενος ήταν Σύριος), ο μάρτυρας απάντησε πως δεν συνέτρεχε κανένας προς τούτο λόγος, εφόσον η μελέτη και εξέταση έγινε στην Κύπρο. Όπως εξήγησε, ο κάθε άνθρωπος που δεν έχει μονοζυγωτικό δίδυμο αδελφό, έχει μοναδικό γενετικό υλικό. Αν αντί από την Κύπρο λαμβάνονταν ως βάση στοιχεία του Συριακού πληθυσμού, οι αποκλίσεις των πιθανοτήτων θα ήσαν αμελητέες. Θα μπορούσαν να ήταν 1:3,9 τρισεκατομμύρια άντρες αντί 1:4. Στη βάση αυτής της μαρτυρίας, θεωρούμε ότι εύλογα το Κακουργιοδικείο είπε ότι “Τα όσα υποβλήθηκαν στο μάρτυρα περί του περιορισμού του σε δεδομένα που αφορούν στον Ελληνοκυπριακό πληθυσμό και όχι στο Συριακό, κρίνουμε ότι καθόλου δεν είναι στοιχεία που επηρεάζουν την ορθότητα των συλλογισμών και πορισμάτων του. Αντίθετα τόσο από  άποψη κοινής λογικής, αλλά και για τους λόγους που ο μάρτυρας εξήγησε και τους δεχόμαστε, ούτε λόγος υπήρχε, αλλά ούτε και θα προέκυπτε διαφορά, αν εξέταζε και χρησιμοποιούσε δεδομένα Συρια[*511]κού πληθυσμού.”. Και, συνακόλουθα, ορθά κατέληξε στο εύρημα ότι “τόσο στην εξωτερική πλευρά του τζαμιού της πόρτας συνοδηγού, όσο και στο εσωτερικό του πλαστικού μέρους της ίδιας πόρτας του αυτοκινήτου YR260 που χρησιμοποιούσε ο κατηγορούμενος, υπήρχαν στις 21.12.01 ίχνη γενετικού υλικού που ανήκαν στο Μ.Κ.5. Terk.”.

Άλλος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο θεώρησε αποδεκτή και αξιόπιστη τη μαρτυρία του αστυφύλακα 2907 Π. Κωνσταντίνου (ΜΚ30) ότι αυτός “άκουσε τη σύζυγο του παραπονουμένου να φωνάζει επιτόπου στην σκηνή μετά τον πυροβολισμό ότι “έπαιξεν τον ο Σώστης”, και ότι εν συνεχεία ο μάρτυρας Μ.Κ.30 την ρώτησε ποίος ήταν αυτός και εκείνη απάντησε “ο Γιώργος Αναστασίου από το Τραχώνι”.”. Εσφαλμένα, δηλαδή, το Κακουργιοδικείο θεώρησε αποδεκτή τη μαρτυρία του ΜΚ30 ως μέρος του συμβάντος (res gestae), και, περαιτέρω, εσφαλμένα, αφού τη θεώρησε αποδεκτή, την έκρινε ως αξιόπιστη. Και τούτο διότι (α) η μαρτυρία του ΜΚ30 ήταν αναξιόπιστη, (β) δεν επιβεβαιώθηκε από τη σύζυγο του παραπονουμένου Αλίκη Νεοφύτου, ΜΚ37, η οποία, αφού κηρύχθηκε εχθρικός μάρτυρας, κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο ως αναξιόπιστη και, (γ) εν πάση περιπτώσει, η δήλωση της ΜΚ30, αν όντως έγινε, δεν έγινε ταυτόχρονα με το συμβάν ώστε να μπορεί να γίνει αποδεκτή ως μέρος του, κατ΄ εξαίρεση του κανόνα κατά της εξ ακοής μαρτυρίας. Για τους ίδιους λόγους, εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο θεώρησε αποδεκτή και αξιόπιστη τη μαρτυρία του αστυφύλακα 1901 Κ. Μιχαήλ (ΜΚ21) ο οποίος είχε μεταβεί στη σκηνή για να συλλέξει τεκμήρια, και, σε ερώτηση, κατά την αντεξέταση, κατά πόσο ρώτησε εκεί τη σύζυγο του θύματος ποιος τον πυροβόλησε, απάντησε ότι την ρώτησε και, όταν έλαβε καταφατική απάντηση, της πήρε και σχετική κατάθεση.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Οι προϋποθέσεις αποδοχής, κατ΄ εξαίρεση του κανόνα κατά της εξ ακοής μαρτυρίας, δηλώσεων ως μέρους του συμβάντος, έχουν επεξηγηθεί σε σειρά αποφάσεων των Αγγλικών δικαστηρίων. (Βλ. κυρίως R. v. Bedingfield [1879] 146 Cox CC 341, Ratten v. R. [1971] 3 All ER 801 και R. v. Andrews [1987] 1 All ER 513). Στην R. v. Andrews η Βουλή των Λόρδων συνόψισε τις προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να ικανοποιούνται προτού μια δήλωση γίνει αποδεκτή ως μέρος του συμβάντος. Η δήλωση πρέπει να γίνεται ταυτόχρονα ή σχεδόν ταυτόχρονα με το συμβάν, αυθόρμητα, και, γενικότερα, υπό περιστάσεις τέτοιας εμπλοκής σ’ αυτό ώστε να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος κατασκευής της. Στην προκείμενη περίπτωση, οι δηλώσεις της συζύγου του παραπονουμένου προς το ΜΚ30, αλλά και προς το ΜΚ21, καλύπτονται από τις [*512]προϋποθέσεις αποδοχής τους ως μέρους του συμβάντος. Σύμφωνα με τους μάρτυρες, αυτές έγιναν ενώ η δηλώσασα ήταν δίπλα από τον πεσμένο σύζυγό της και φώναζε, αναστατωμένη, “Άγγελέ μου κρατήθου” και “έπαιξέν τον ο Σώστης”. Ο ΜΚ30 την ρώτησε “ποιος ήταν αυτός ο Σώστης;” και εκείνη απάντησε, “ο Γιώργος Αναστασίου από το Τραχώνι”. Την ίδια απάντηση έδωσε και στο ΜΚ21, όταν και αυτός, με τη σειρά του, την ρώτησε ποιος πυροβόλησε το σύζυγό της. Ορθά, επομένως, το Κακουργιοδικείο θεώρησε αποδεκτή τη μαρτυρία των ΜΚ30 και ΜΚ21 ως μέρος του συμβάντος και, τελικά, ορθά την έκρινε, αφού την αξιολόγησε, ως αξιόπιστη, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η σύζυγος του παραπονουμένου, αφού κηρύχθηκε ως εχθρική μάρτυρας, κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο ως αναξιόπιστη. Η αξιοπιστία των ΜΚ30 και ΜΚ21 δεν τελούσε, ως η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντος, υπό την προϋπόθεση της αξιοπιστίας της συζύγου του παραπονουμένου.

Η ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ.

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το Κακουργιοδικείο, αφού έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο της κατηγορίας, του επέβαλε ποινή φυλάκισης δεκατριών ετών. Η ποινή αυτή, σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντος, είναι “κραυγαλέα υπερβολική” καθότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε δεόντως υπόψη, (α) τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, ήτοι ότι το αδίκημα δεν διαπράχθηκε κατόπιν σχεδιασμού και/ή προγραμματισμού αλλά, αντίθετα, διαπράχθηκε υπό το κράτος ερωτικού πάθους, το οποίο λειτούργησε ως το αποκλειστικό κίνητρο, δεν μπορεί δε, ως αδίκημα, να καταταγεί στο “οργανωμένο έγκλημα”, (β) τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντος, ήτοι το καθαρό ποινικό του μητρώο, το ότι είναι πατέρας δύο ανήλικων τέκνων, 8 και 10 ετών, με οικονομικές υποχρεώσεις έναντί τους, πρόσθετα δε έχει την ευθύνη στήριξης του ναρκομανούς αδελφού του, ηλικίας 30 ετών, (γ) την έλλειψη οποιασδήποτε ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικής ποινής, εφόσον φόνοι ή απόπειρες φόνων, με ελατήριο το ερωτικό πάθος, “δεν έχουν επαναληπτική συχνότητα τα τελευταία χρόνια”, και, (δ) το γεγονός ότι το αδίκημα δεν άφησε παρά μόνο κάποια μόνιμη, μη σοβαρή, αναπηρία στο χέρι του παραπονουμένου.

Η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντος δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Ο εφεσείων, ενεργώντας υπό το κράτος συναισθηματικής-ερωτικής φόρτισης, μετέβη στο σπίτι του ζεύγους, με έμφορτο κυνηγετικό όπλο και, με το παίξιμο της σειρήνας του αυτοκινήτου του, προκάλεσε την έξοδο του παραπονουμένου στο δρόμο. Όταν αυτός βγήκε, τον κάλεσε να φωνάξει τη σύζυγό του. Όταν [*513]βγήκε και εκείνη, και σε ερώτησή του αν αγαπά το σύζυγό της απάντησε καταφατικά, αυτός πήρε το όπλο από το αυτοκίνητο και, αφού το έστρεψε προς το παράθυρο, πυροβόλησε τον παραπονούμενο εξ επαφής, τραυματίζοντάς τον κρίσιμα. Ακολούθως, τον εγκατέλειψε αιμόφυρτο και εξαφανίστηκε. Όντως, το Κακουργιοδικείο δεν διαπίστωσε ότι το αδίκημα διαπράχθηκε κατόπιν σχεδιασμού και/ή προγραμματισμού παρά, όπως είπε, “τις διαφορετικές ή ατελέσφορες εξηγήσεις”, τις οποίες έδωσε ο εφεσείων ως προς τους λόγους για τους οποίους, πριν όσο και μετά το συμβάν, μετέφερε στο αυτοκίνητό του δύο κυνηγετικά όπλα. Διαπίστωσε, όμως, ότι ο εφεσείων, σε δύο περιπτώσεις πριν το συμβάν, είχε απειλήσει να σκοτώσει τον παραπονούμενο, στοιχείο το οποίο και έλαβε υπόψη ως περιστατική μαρτυρία των προθέσεών του.

Η υπόθεση Ονησίλλου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 556, την οποία επικαλέσθηκε ο δικηγόρος του εφεσείοντος, όπου το Εφετείο επέβαλε ποινή φυλάκισης δεκαπέντε ετών για ανθρωποκτονία, διαφοροποιείται από την περίπτωση του εφεσείοντος. Εκεί, η εγκληματική ενέργεια του εφεσείοντος, η οποία τον οδήγησε να σκοτώσει τη φίλη του, είχε ως γενεσιουργό αιτία την έντονη συζήτηση την οποία είχαν  μεταξύ τους, στα πλαίσια της οποίας το θύμα γνωστοποίησε στον εφεσείοντα την πρόθεση άμεσης διακοπής του δεσμού τους αντιδρώντας αρνητικά στις παρακλήσεις του να του δώσει “πίστωση χρόνου”. Εδώ, ο εφεσείων ενήργησε εντελώς απρόκλητα.

Όσον αφορά τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντος αυτές λήφθηκαν επαρκώς υπόψη από το Κακουργιοδικείο. Με την ορθή, μάλιστα, επισήμανση ότι οι επιπτώσεις από φυλάκιση σε μέλη της οικογένειας του εφεσείοντος συνιστούσαν, σύμφωνα με τη νομολογία, ελαφρυντικό παράγοντα, όχι όμως αποφασιστικής σημασίας. Επαρκώς, επίσης, λήφθηκε υπόψη το γεγονός ότι το αδίκημα δεν άφησε σοβαρή μόνιμη αναπηρία στον παραπονούμενο. Η σημασία του στοιχείου αυτού, όπως ορθά τόνισε το Κακουργιοδικείο, ήταν “πάρα πολύ μειωμένη εφόσον η ζωή του παραπονούμενου κρεμόταν από μια κλωστή” και διασώθηκε μόνο χάρις στις σοβαρές  και επείγουσες ιατρικές επεμβάσεις στο νοσοκομείο.

Όσον αφορά το κατά πόσο, ως είχαν τα γεγονότα, εδικαιολογείτο η επιβολή αποτρεπτικής ποινής, παρατηρούμε ότι το Κακουργιοδικείο, επιμετρώντας την ποινή, δεν επικαλέσθηκε ούτε στηρίχθηκε στο στοιχείο της αποτροπής. Στηρίχθηκε στη σοβαρότητα του αδικήματος σε συνάρτηση με τις περιστάσεις που το περιέβαλλαν. Παρέπεμψε δε συναφώς στη Σάββα ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 231, όπου ορθά τονίστηκε ότι “Η ιερότητα της ζωής και η προστα[*514]σία της αποτελούν την πρώτη σε ιεράρχηση μέριμνα της κάθε πολιτισμένης κοινωνίας. Η αφαίρεσή της με εγκληματική πρόθεση αποτελεί κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες σοβαρό έγκλημα. Στον καθορισμό της εγκληματικότητας του δράστη λαμβάνονται σοβαρά υπόψη ο σχεδιασμός και ο βαθμός αδιαφορίας για την ανθρώπινη ύπαρξη.”.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο