(2005) 2 ΑΑΔ 587
[*587]4 Νοεμβρίου, 2005
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
DAVID PILIEV,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 99/2005)
Ποινή ― Διάρρηξη κατοικίας κατά παράβαση των Άρθρων 291 και 292 (α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Εφεσείων αλλοδαπός ηλικίας 32 ετών, έκλεψε από κατοικίες, κατά τη διάρκεια απουσίας των ιδιοκτητών τους, προσωπικά αντικείμενα και χρήματα ― Ανευρέθη μόνο μικρό μέρος των κλαπέντων αντικειμένων ― Παραδοχή, μεταμέλεια, συνεργασία με τις ανακριτικές αρχές, λευκό ποινικό μητρώο, χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και άθλια οικονομική κατάσταση ― Εφεσείων χρήστης σκληρών ναρκωτικών διέπραξε τις διαρρήξεις για να εξασφαλίσει χρήματα για τη δόση του ― Επιβολή ποινής φυλάκισης δύο χρόνων ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.
Ποινή ― Επιμέτρηση ― Αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται, όταν η ποινή είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή έκδηλα υπερβολική και όχι όταν ενδεχόμενα αυτή θα μπορούσε να ήταν επιεικέστερη.
Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Τα Δικαστήρια πρέπει να επιβάλλουν αποτρεπτικές ποινές σε υποθέσεις διαρρήξεων και κλοπών λόγω κυρίως της συχνότητας και της έξαρσης με την οποία τα αδικήματα αυτά διαπράττονται και επίσης λόγω του ότι διαβρώνουν το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη.
Ο εφεσείων, με δική του παραδοχή, βρέθηκε ένοχος σε πέντε συνολικά κατηγορίες: δύο για διάρρηξη κατοικίας, δύο για κλοπή από κατοικία και μία για παραμονή στην Κυπριακή Δημοκρατία μετά την εκπνοή της προσωρινής άδειας διαμονής αλλοδαπού.
Ο εφεσείων καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης δύο χρόνων σε [*588]σχέση με τις κατηγορίες της διάρρηξης κατοικίας και ποινή φυλάκισης έξι μηνών για την κατηγορία της παραμονής στη Δημοκρατία χωρίς άδεια. Προσβάλλεται η ποινή φυλάκισης των δύο χρόνων ως έκδηλα υπερβολική.
Ο συνήγορος του εφεσείοντος εισηγήθηκε ότι οι προσωπικές περιστάσεις του πελάτη του δεν αξιολογήθηκαν ορθά, ή δε δόθηκε σ’ αυτές η ανάλογη βαρύτητα με αποτέλεσμα το έκδηλα υπερβολικό της ποινής. Ο συνήγορος τόνισε ιδιαίτερα τον εθισμό του εφεσείοντος, κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, στα σκληρά ναρκωτικά, εθισμό από τον οποίο πέτυχε να αποστασιοποιηθεί μετά τη συνειδητοποίηση της σοβαρότητας των αδικημάτων που διέπραξε. Αναφέρθηκε επίσης, στην επιθυμία του να επιστρέψει στην πατρίδα του, για να βοηθήσει την οικογένεια του και, συγκεκριμένα, το οκτάχρονο παιδί του και τη μητέρα του.
Αποφασίστηκε ότι:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με κάθε ένα από τους ελαφρυντικούς παράγοντες που τέθηκαν ενώπιόν του. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε που να τεκμηριώνει τη θέση ότι η ποινή είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή ότι είναι έκδηλα υπερβολική.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R 245,
Κουφού κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 396,
Σουπουρής ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ 58,
Παναγιώτου (Αντάρτης) ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα, ο οποίος, με δική του παραδοχή, βρέθηκε ένοχος σε πέντε συνολικά κατηγορίες, δύο για διάρρηξη κατοικίας, κατά παράβαση των Άρθρων 291 και 292(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, δύο για κλοπή από κατοικία, κατά παράβαση του Άρθρου 266(β) του Κεφ. 154 και μία για παραμονή στην Κυπριακή Δημοκρατία μετά την εκπνοή της προσωρινής άδειας διαμονής αλλοδαπού, κατά παράβαση του Άρθρου 19(1)(λ) του περί Αλλοδαπών [*589]και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 458/05) ημερομηνίας 4/3/05, με την οποία του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δύο χρόνων στις κατηγορίες της διάρρηξης κατοικίας, ως ποινής έκδηλα υπερβολικής.
Γ. Πασιαρδής, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Κέκκος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων, με δική του παραδοχή, βρέθηκε ένοχος σε πέντε συνολικά κατηγορίες: δύο για διάρρηξη κατοικίας, κατά παράβαση των Άρθρων 291 και 292(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, δύο για κλοπή από κατοικία, κατά παράβαση του Άρθρου 266(β) του Κεφ. 154 και μία για παραμονή στην Κυπριακή Δημοκρατία μετά την εκπνοή της προσωρινής άδειας διαμονής αλλοδαπού, κατά παράβαση του Άρθρου 19(1)(λ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, (όπως τροποποιήθηκε).
Επεβλήθη στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης δύο χρόνων σε σχέση με τις κατηγορίες της διάρρηξης κατοικίας και ποινή φυλάκισης έξι μηνών για την κατηγορία της παραμονής στη Δημοκρατία χωρίς άδεια. Προσβάλλεται η ποινή φυλάκισης των δύο χρόνων ως έκδηλα υπερβολική.
Ο εφεσείων, σε έλεγχο που έγινε στις 7/2/2005, επειδή δεν έδινε λογικές εξηγήσεις ως προς την προέλευση χρυσαφικών τα οποία βρέθηκαν στην κατοχή του, συνελήφθη για τα αυτόφωρα αδικήματα της παράνομης κατοχής περιουσίας και της παράνομης διαμονής στο έδαφος της Δημοκρατίας. Σε έρευνα, που ακολούθησε στην κατοικία όπου διέμενε με ομοεθνείς του στον Άγιο Δομέτιο, ανευρέθηκαν και παραλήφθηκαν ποσότητα ειδών ένδυσης, υπόδησης κ.ά., ως και μεγάλη ποσότητα διαρρηκτικών εργαλείων. Σε θεληματική κατάθεσή του, την ίδια ημέρα, ομολόγησε τη διάπραξη των αδικημάτων για τα οποία καταδικάστηκε. Συγκεκριμένα, στις 25 Ιανουαρίου, 2005, διέρρηξε την κατοικία του Χαράλαμπου Αβράμη στην Αγλαντζιά και έκλεψε προσωπικά αντικείμενα και χρηματικό ποσό, όλα ύψους £902,00. Στις 27 Ιανουαρίου, 2005, διέρρηξε την κατοικία της Άντρης Γεωργίου στην Έγκωμη και έκλεψε ποσότητα [*590]χρυσαφικών, βιντεοκάμερα, φωτογραφική μηχανή, είδη ένδυσης και άλλα προσωπικά αντικείμενα, συνολικής αξίας £6.222,00. Και οι δύο διαρρήξεις έγιναν κατά τη διάρκεια της ημέρας, στην απουσία των ιδιοκτητών. Από τα κλαπέντα ανευρέθησαν αντικείμενα αξίας μόνο £750,00.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προτού καταλήξει στην επιβληθείσα ποινή, έλαβε υπόψη τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες διαπράχθηκαν τα αδικήματα και πίστωσε τον κατηγορούμενο:-
«... με τα ελαφρυντικά της μεταμέλειας και αμέσου παραδοχής στο δικαστήριο και στην αστυνομία, της ομολογίας και συνεργασίας του με τις ανακριτικές αρχές, της ηλικίας του (είναι 32 χρονών), του λευκού του ποινικού μητρώου, των οικογενειακών και προσωπικών του περιστάσεων, του χαμηλού μορφωτικού του επιπέδου, της άθλιας οικονομικής του κατάστασης και το γεγονός ότι διέπραξε τα αδικήματα επηρεασμένος απ’ αυτήν καθώς και με τις άμεσες και απώτερες συνέπειες της καταδίκης και ποινής του στον ίδιο και στην οικογένεια του συμπεριλαμβανομένου ασφαλώς και του πατέρα του με τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει.
Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος εγκλημάτησε εναντίον της περιουσίας των παραπονούμενων με σκοπό να εξασφαλίσει λεφτά για να ικανοποιήσει τον εθισμό του σε σκληρά ναρκωτικά δεν αποτελεί ελαφρυντικό (βλ. McInerney [2003] 1 Cr. App. R.627, Lawrence [1988] 10 Cr. App. R.(S.) 463). Το ότι ο κατηγορούμενος ενδεχομένως να ενήργησε - αν σε αυτό στόχευσε να παραπέμψει η υπεράσπιση με την αναφορά στην εξάρτηση του - κάτω από τη φόρτιση των συναισθημάτων για εξασφάλιση ναρκωτικών, αν και τού πιστώνεται ως ελαφρυντικό δεν μπορεί να υποβιβάσει τη σοβαρότητα των εγκλημάτων και την αναγκαιότητα για αυστηρή μεταχείριση του.
Αξιολόγησα κάθε τι άλλο το οποίο ειπώθηκε από τον κ. Μυλωνά κατά την αγόρευσή του όπως και το περιεχόμενο της έκθεσης του γραφείου ευημερίας.»
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, αγορεύοντας ως προς την επιβληθείσα ποινή, ανέφερε, ουσιαστικά, όσα ελαφρυντικά και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τέθηκαν, για να εισηγηθεί, όμως, ότι οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα δεν αξιολογήθηκαν ορθά, ή δε δόθηκε σ’ αυτές η ανάλογη βαρύτητα, με αποτέλεσμα το έκδηλα υπερβολικό της ποινής. Τόνισε, ιδιαίτερα, τον [*591]εθισμό του εφεσείοντα, κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, στα σκληρά ναρκωτικά, εθισμό, βέβαια, από τον οποίο πέτυχε να αποστασιοποιηθεί μετά τη συνειδητοποίηση της σοβαρότητας των αδικημάτων που διέπραξε. Αναφέρθηκε, επίσης, στην επιθυμία του να επιστρέψει στην πατρίδα του, για να βοηθήσει την οικογένειά του και, συγκεκριμένα, το οκτάχρονο παιδί του και τη μητέρα του.
Όπως και επανειλημμένα έχουμε αναφέρει, η ευθύνη για την επιμέτρηση της ποινής ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται, όταν η ποινή είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή έκδηλα υπερβολική και όχι όταν ενδεχόμενα αυτή θα μπορούσε να είναι επιεικέστερη - (βλ. Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245· Κουφού & Άλλου ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 396. Σουπουρής ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 58).
Τα αδικήματα των διαρρήξεων και κλοπών είναι αδικήματα τα οποία απασχολούν τα δικαστήρια σχεδόν καθημερινά. Αυτό επιβάλλει αντιμετώπιση των παραβατών κατά τρόπο που να συμβάλλει στην αποτροπή διάπραξης τέτοιων αδικημάτων. Η ανάγκη αυτή τονίστηκε κατ’ επανάληψη. Στην Παναγιώτου (Αντάρτης) ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138, το θέμα της ποινής σε υποθέσεις διαρρήξεων προσεγγίστηκε ως εξής:- (σελ. 145)
«Η ανάγκη για την αυστηρή αντιμετώπιση των πιο πάνω αδικημάτων λόγω κυρίως της συχνότητας τους έχει τονιστεί επανειλημμένα από το Ανώτατο Δικαστήριο (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέου (1994) 2 Α.Α.Δ. 194, Dirazo ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 197, Φιλίππου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 113, Al-Awar κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 160). Μάλιστα πολύ πρόσφατα (βλ. Παναγίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 104), η απόφαση του Εφετείου αρχίζει με τη θλιβερή διαπίστωση πως τα τελευταία χρόνια το έγκλημα στην Κύπρο παρουσιάζει αυξητική τάση. Καταλήγει δε με τη διακήρυξη της υποστήριξης του Εφετείου σε αυστηρές ποινές για τέτοιου είδους συμπεριφορά. Στην ίδια απόφαση επισημαίνονται τα πιο κάτω: ‘οι κλοπές, οι διαρρήξεις και άλλα ομοειδή αδικήματα είναι στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας χωρίς να δείχνουν σημεία κάμψης. Σημειώνεται αντίθετα έξαρση. Τα δικαστήρια αντιμετώπισαν τέτοια εγκλήματα με αυστηρότητα γιατί προκαλούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαβίωση και διαβρώνουν συνάμα το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη’.»
Στην απόφασή του το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στη σοβαρότητα των αδικημάτων, στη βάση των ποινών που προβλέπο[*592]νται - επταετής φυλάκιση για το αδίκημα της διάρρηξης κατοικίας και πενταετής φυλάκιση για το αδίκημα της κλοπής από κατοικία - την ανάγκη αντιμετώπισης των παραβατών με αποτρεπτικές ποινές, χωρίς βέβαια την παραγνώριση των προσωπικών συνθηκών του κάθε παραβάτη, στα πλαίσια της ανάγκης για εξατομίκευση της τιμωρίας, ασχολήθηκε, όπως έχουμε ήδη παραθέσει, με κάθε ένα από τους ελαφρυντικούς παράγοντες που τέθηκαν ενώπιόν του. Όλα όσα αναφέρθηκαν ως ελαφρυντικοί παράγοντες απασχόλησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο και δε διακρίνουμε να είναι η ποινή αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή έκδηλα υπερβολική.
Ως αποτέλεσμα, η έφεση απορρίπτεται.
Η�έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο