(2005) 2 ΑΑΔ 598
[*598]4 Νοεμβρίου, 2005
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7910)
Ποινή ― Πλαστογραφία και κυκλοφορία πλαστών επιταγών (επιταγών των Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή της Δημοκρατίας προς τους παραπονουμένους) ― Εφεσείων 38 ετών, έγγαμος και πατέρας ανήλικου τέκνου, είχε πέντε προηγούμενες καταδίκες ― Λήφθηκαν υπόψη άλλες 42 υποθέσεις ― Παραδοχή, συνεργασία με την Αστυνομία, μεταμέλεια, δύσκολες προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες, διαταραγμένη προσωπικότητα λόγω χρήσεως τοξικών ουσιών, ήτοι σκληρών ναρκωτικών ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης πεντέμισι ετών στην κάθε κατηγορία πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλάστης επιταγής ― Δεν κρίθηκαν έκδηλα υπερβολικές.
Ποινή ― Λήψη υπόψη και άλλων αδικημάτων κατά την επιμέτρηση της ποινής ― Κατά πόσο το Δικαστήριο, όταν λαμβάνει υπόψη και άλλα αδικήματα, μπορεί να επιβάλει μεγαλύτερη ποινή στην εκδικαζόμενη υπόθεση ή να κρίνει επιεικέστερα τον κατηγορούμενο.
Ο εφεσείων καταδικάστηκε για διάπραξη πλαστογραφίας και κυκλοφορίας επτά πλαστών επιταγών και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης πεντέμισι ετών, τις οποίες προσβάλλει με την παρούσα έφεση, ως υπερβολικές. Το συνολικό ποσό που αποσπάστηκε από τον εφεσείοντα, στη βάση της ενώπιον του Κακουργιοδικείου υπόθεσης, ανερχόταν σε £1.080,93. Εκτός από τις επτά επιταγές, δεν ανευρέθηκε οτιδήποτε από τα αποσπασθέντα ποσά και αγαθά. Άλλες επίσης συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δύο χρόνων σε κατηγορία συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, τριών χρόνων σε κατηγορίες κλοπής επιταγής και δύο χρόνων σε κατηγορίες απόσπασης χρημάτων και αγαθών με ψευδείς παραστάσεις, δεν εφεσιβάλλο[*599]νται. Όλες οι κατηγορίες τις οποίες ο εφεσείων παραδέχθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου ανήρχοντο σε εικοσιεννέα, λήφθηκαν δε υπόψη άλλες 42 υποθέσεις. Το συνολικό ποσό που αποσπάστηκε από τον εφεσείοντα, στη βάση όλων των υποθέσεων που ζήτησε να ληφθούν υπόψη, ανερχόταν στις £11.364,91 ενώ δεν ανευρέθηκε, και πάλι, οτιδήποτε από τα αποσπασθέντα χρήματα και αγαθά. Ο εφεσείων είχε και πέντε προηγούμενες καταδίκες.
Ο συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε ενώπιον του Εφετείου ότι η ποινή των πεντέμισι χρόνων φυλάκισης είναι έκδηλα υπερβολική επειδή το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στο γεγονός ότι ο εφεσείων διέπραξε όλα τα αδικήματα κάτω από την πίεση της ανάγκης να εξασφαλίσει τη δόση του ως χρήστης σκληρών ναρκωτικών όπως ούτε και στο γεγονός ότι ο εφεσείων ήταν έγγαμος και πατέρας μιας ανήλικης θυγατέρας πέντε χρονών και ότι η σύζυγός του αντιμετώπιζε παρόμοια με τον ίδιο προβλήματα υγείας λόγω χρήσης ναρκωτικών. Ο συνήγορος του εφεσείοντος εισηγήθηκε επίσης ότι (α) οι τέσσερις από τις πέντε προηγούμενες του καταδίκες δεν έπρεπε να αναφερθούν ενώπιον του Δικαστηρίου καθότι παραγράφηκαν και (β) οι υποθέσεις που λαμβάνονται υπόψη δεν λαμβάνονται υπόψη για να επιμηκύνουν το μέγεθος της ποινής, αλλά για να τυγχάνει ο κατηγορούμενος επιείκειας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα των αδικημάτων, όπως αυτή αντανακλάται στην προβλεπόμενη από το νόμο ποινή, την έξαρση που παρατηρείται στη διάπραξη τους, τις προηγούμενες καταδίκες του εφεσείοντος, τη ζημιά και ταλαιπωρία που προκλήθηκε στους παραπονούμενους, σε συνάρτηση με τις προσωπικές περιστάσεις, τις παραδοχές και τη μεταμέλεια του εφεσείοντος, δε θεωρείται ότι η ποινή φυλάκισης πεντέμισι χρόνων, που του επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο για τα υπό συζήτηση αδικήματα, μπορεί να χαρακτηριστεί ως έκδηλα υπερβολική ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου.
2. Οι τέσσερις, προ του 1974, καταδίκες του εφεσείοντος, σύμφωνα με τους περί Αποκατάστασης Καταδικασθέντων Νόμους του 1981 μέχρι 2004, δεν εξαλείφθηκαν. Όπως αναφέρεται στα πρακτικά της διαδικασίας, τούτο εξακριβώθηκε και από το Κακουργιοδικείο.
3. Όταν το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και άλλα αδικήματα μπορεί να επιβάλει μεγαλύτερη ποινή στις κατηγορίες που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο, από εκείνη που θα επέβαλλε αν είχε ενώπιον του [*600]μόνο τις κατηγορίες που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο. Στην προκειμένη περίπτωση αυτό έπραξε το Κακουργιοδικείο.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενη υπόθεση:
R. v. Batchelor, 36 Cr. Ap. Rep. σελ. 64.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 10578/04) ημερομηνίας 17/12/04, με την οποία του επιβλήθηκε, μεταξύ άλλων ποινών για είκοσι-εννέα κατηγορίες τις οποίες παραδέχθηκε, ποινή φυλάκισης πεντέμισι ετών στις κατηγορίες της πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστών επιταγών, για τα οποία, με το Νόμο 124(Ι)/2004, προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι 14 χρόνων, ως ποινής έκδηλα υπερβολικής.
Γ. Μυλωνάς, για τον Εφεσείοντα.
Ο. Σοφοκλέους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων παραδέχθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου εικοσιεννέα κατηγορίες. Η μία αφορούσε συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος, ενώ οι υπόλοιπες αφορούσαν επτά κλοπές επιταγών από ταχυδρομικά κιβώτια, με αντίστοιχες κατηγορίες πλαστογραφίας και κυκλοφορίας των πλαστών επιταγών, καθώς και απόσπασης χρημάτων και αγαθών με ψευδείς παραστάσεις. Επρόκειτο για επιταγές των Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή της Κεντρικής Τράπεζας που αποτελούσαν, ανάλογα με την περίπτωση, σύνταξη, επίδομα ή χορηγία του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή της Δημοκρατίας προς τους παραπονουμένους. Το συνολικό ποσό που αποσπάστηκε από τον εφεσείοντα, στη βάση της ενώπιον του Κακουργιοδικείου υπόθεσης, ανερχόταν σε £1.080,93. Εκτός από τις επτά επιταγές, δεν ανευρέθηκε οτιδήποτε από τα αποσπασθέντα χρήματα και αγαθά.
Ο εφεσείων ζήτησε όπως, κατά την επιμέτρηση της ποινής, λη[*601]φθούν υπόψη και έξι άλλες, καταχωρημένες στο δικαστήριο, εναντίον του υποθέσεις. Δύο από αυτές αφορούσαν επίθεση εναντίον προσώπου, μία διάρρηξη παντοπωλείου και κλοπή, μία κακόβουλη ζημιά και κλοπή, μία απόπειρα διάρρηξης και μία κλοπή επιταγής, με αντίστοιχες κατηγορίες πλαστογραφίας, κυκλοφορίας και απόσπασης χρημάτων και αγαθών με ψευδείς παραστάσεις. Ο εφεσείων ζήτησε, περαιτέρω, όπως ληφθούν υπόψη, μέσα στα ίδια πλαίσια, και άλλες τριανταέξι εναντίον του υποθέσεις, οι οποίες εκκρεμούσαν στην Αστυνομία και στις οποίες είχε παραδεχθεί, σε θεληματική του κατάθεση, ότι, κατά την περίοδο μεταξύ Δεκεμβρίου 2003 – Ιουνίου 2004, έκλεψε διάφορες επιταγές που αποτελούσαν, και πάλι, σύνταξη, επίδομα ή χορηγία προς τους παραπονουμένους και, αφού τις πλαστογράφησε, τις κυκλοφόρησε, αποσπώντας με ψευδείς παραστάσεις χρήματα και αγαθά ισόποσης με τις επιταγές αξίας. Το συνολικό ποσό που αποσπάστηκε από τον εφεσείοντα, στη βάση όλων των υποθέσεων που ζήτησε να ληφθούν υπόψη, ανερχόταν στις £11.364,91 ενώ δεν ανευρέθηκε, και πάλι, οτιδήποτε από τα αποσπασθέντα χρήματα και αγαθά.
Ο εφεσείων είχε και πέντε προηγούμενες καταδίκες με σοβαρότερη την τελευταία. Στις 18.4.1997 καταδικάστηκε σε φυλάκιση εικοσιέξι μηνών για διάρρηξη καταστήματος και κλοπή και σε φυλάκιση δεκατριών μηνών για κατοχή πυροβόλου όπλου χωρίς άδεια.
Αγορεύοντας, ως προς την επιβλητέα ποινή, ο δικηγόρος του εφεσείοντος τόνισε ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο εφεσείων διέπραξε όλα τα αδικήματα κάτω από την πίεση της ανάγκης να εξασφαλίσει τη δόση του ως χρήστης σκληρών ναρκωτικών. Εισηγήθηκε δε να αντιμετωπισθεί ως άτομο το οποίο, όπως αναφερόταν σε ιατρική γνωμάτευση του ψυχιάτρου των Κεντρικών Φυλακών Δρος Λ. Καριόλου, ημερομηνίας 6.12.2004, που κατατέθηκε στο Κακουργιοδικείο, έπασχε από “Διαταραχή προσωπικότητας, με αντικοινωνικούς χαρακτήρες, που διανθίζονται με όλα όσα συμπαραμαρτούν από την χρήση τοξικών ουσιών.” Επεσήμανε, επίσης, ως ελαφρυντικούς παράγοντες, τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντος, τη δύσκολη παιδική του ηλικία, την άμεση παραδοχή και την πλήρη συνεργασία του με την Αστυνομία, την παραδοχή του στο δικαστήριο και τη μεταμέλειά του. Τόνισε, περαιτέρω, ότι ο εφεσείων, 38 χρόνων, ήταν έγγαμος και πατέρας μιας ανήλικης θυγατέρας πέντε χρόνων. Η σύζυγός του αντιμετώπιζε παρόμοια με τον ίδιο προβλήματα υγείας λόγω της χρήσης ναρκωτικών. Ακολουθούσε και αυτή ειδική θεραπεία για απεξάρτηση και δεν εργαζόταν, συντηρούμενη με δημόσιο επίδομα.
[*602]Ακολούθως, το Κακουργιοδικείο, αφού αναφέρθηκε, αφενός, στη σοβαρότητα των αδικημάτων, ιδιαίτερα εκείνου της πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστών επιταγών, για τα οποία, με το Νόμο 124(Ι)/2004, προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι 14 χρόνων, σε συνάρτηση με τη νομολογία στην οποία έχει τονιστεί η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών για τέτοια αδικήματα, ενόψει της έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξή τους, όπως και στις ζημιές και την ταλαιπωρία που είχαν υποστεί οι παραπονούμενοι, εφόσον δεν ανευρέθηκε οτιδήποτε από τα κλοπιμαία, και αφού έλαβε υπόψη, αφετέρου, όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες, όπως επισημάνθηκαν από το δικηγόρο του, επέβαλε στον εφεσείοντα συντρέχουσες ποινές άμεσης φυλάκισης δύο χρόνων στην πρώτη κατηγορία, τριών χρόνων στην κάθε κατηγορία κλοπής επιταγής, πεντέμισι χρόνων στην κάθε κατηγορία πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστής επιταγής και δύο χρόνων στην κάθε κατηγορία απόσπασης χρημάτων και αγαθών με ψευδείς παραστάσεις.
Η ενώπιόν μας έφεση στρέφεται εναντίον της ποινής των πεντέμισι χρόνων φυλάκισης που επιβλήθηκε στις κατηγορίες για πλαστογραφία και κυκλοφορία επιταγής. Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντος, η ποινή αυτή είναι έκδηλα υπερβολική. Και τούτο διότι το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στο γεγονός ότι ο εφεσείων ήταν χρήστης σκληρών ναρκωτικών, είχε εθιστεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μη μπορεί παρά να κλέψει για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του σε ναρκωτικά. Περαιτέρω, το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιαίτερα στο γεγονός ότι είναι έγγαμος με ανήλικη θυγατέρα πέντε χρόνων. Ο δικηγόρος του εφεσείοντος εισηγήθηκε, επίσης, ότι, πλην της τελευταίας καταδίκης του εφεσείοντος το 1997, οι τέσσερις προηγούμενες καταδίκες του “δεν έπρεπε να αναφερθούν ενώπιον του Δικαστηρίου καθότι ‘μπορεί’ να είχαν παραγραφεί με το νόμο περί παραγραφής αδικημάτων”. Όταν τον ρωτήσαμε αν ήλεγξε το ζήτημα, απάντησε αρνητικά. Τέλος, ο δικηγόρος του εφεσείοντος, αναφερόμενος στις υποθέσεις που λήφθηκαν υπόψη, κατά την επιμέτρηση της ποινής, εισηγήθηκε ότι, εφόσον η ποινή επιβάλλεται μόνο για την υπόθεση η οποία εκκρεμεί ενώπιον του δικαστηρίου, εν προκειμένω για τις εικοσιεννέα κατηγορίες που περιλαμβάνονταν στο κατηγορητήριο, με συνολικό ποσό απόσπασης £1.080,93, “εκείνες που λήφθηκαν υπόψη λαμβάνονται υπόψη, όχι για να επιβαρύνουν ή να επιμηκύνουν το μέγεθος της ποινής, αλλά λαμβάνονται υπόψη για να μην τυγχάνει (ο κατηγορούμενος) της επιείκειας της οποίας διαφορετικά θα τύγχανε αν ήταν λευκού ποινικού μητρώου”. Μας παρέπεμψε δε σχετικά στον Archbold 1998 §5-23 και §5-25.
Όσον αφορά την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντος περί ενδεχόμενης “παραγραφής” των τεσσάρων, προ του 1997, καταδικών του εφεσείοντος, σημειώνουμε απλώς ότι αυτές, σύμφωνα με τους περί Αποκατάστασης Καταδικασθέντων Νόμους του 1981 μέχρι 2004, δεν εξαλείφθηκαν. Όπως αναφέρεται στα πρακτικά της διαδικασίας, τούτο εξακριβώθηκε και από το Κακουργιοδικείο. Όσον αφορά την άλλη του εισήγηση, με την παραπομπή στον Archbold 1998, παρατηρούμε ότι εκείνο το οποίο είπε ο Lord Goddard C.J. στην υπόθεση R. v. Batchelor, 36 Cr. Ap. Rep. σελ. 64, στις σελ. 67-68*, είναι ότι, όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και άλλα αδικήματα, μπορεί να επιβάλει μεγαλύτερη ποινή στις κατηγορίες που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο, από εκείνη που θα επέβαλλε αν είχε ενώπιόν του μόνο τις κατηγορίες που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο. Στην προκείμενη περίπτωση, αυτό έπραξε το Κακουργιοδικείο. Σύμφωνα και με το άρθρο 81 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155. Κατά τα λοιπά, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα των αδικημάτων, όπως αυτή αντανακλάται στην προβλεπόμενη από το νόμο ποινή, την έξαρση που παρατηρείται στη διάπραξή τους, τις προηγούμενες καταδίκες του εφεσείοντος, τη ζημιά και ταλαιπωρία που προκλήθηκε στους παραπονουμένους, σε συνάρτηση με τις προσωπικές περιστάσεις, τις παραδοχές και τη μεταμέλεια του εφεσείοντος, δε θεωρούμε ότι η ποινή φυλάκισης πεντέμισι χρόνων, που του επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο για τα υπό συζήτηση αδικήματα, μπορεί να χαρακτηριστεί ως έκδηλα υπερβολική ώστε να δικαιολογείται η επέμβασή μας.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η�έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο