Νεοφύτου Χρύσω Κωνσταντίνου ν. Επάρχου Πάφου (2005) 2 ΑΑΔ 679

(2005) 2 ΑΑΔ 679

[*679]16 Δεκεμβρίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΧΡΥΣΩ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,

Εφεσείουσα,

v.

ΕΠΑΡΧΟΥ ΠΑΦΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7856)

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Έφεση κατά των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στις οποίες κατέληξε κατόπιν ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας ― Απορρίφθηκε, δεν τεκμηριώθηκε λόγος για επέμβαση στην κρίση του Δικαστηρίου.

Η εφεσείουσα κρίθηκε ένοχη μετά από ακροαματική διαδικασία στις κατηγορίες για ανέγερση οικοδομής χωρίς άδεια και για κατοχή οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης.

Η εφεσείουσα εφεσιβάλλει την καταδικαστική απόφαση προβάλλοντας λόγους συναφείς μεταξύ τους οι οποίοι προσβάλλουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας κατά παράβαση «των αρχών που διέπουν το βάρος της απόδειξης σε Ποινικές Υποθέσεις» καθώς και «των αρχών της εξ ακοής μαρτυρίας». Επίσης προτείνεται από την εφεσείουσα ότι δεν αποδείχθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή (τον εφεσίβλητο) τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διέπραξε οποιοδήποτε σφάλμα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας όσον αφορά την αξιοπιστία των μαρτύρων. Τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου είναι εύλογα και σύμφωνα με τη μαρτυρία.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε επίγνωση ποιός είχε το βάρος της απόδειξης και ορθά εφάρμοσε το σχετικό κανονα.

[*680]3.      Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, δεν προβλήθηκε από την εφεσείουσα καμιά ένσταση ως προς το παραδεκτό της μαρτυρίας και εκεί όπου προβλήθηκε τελικά αποσύρθηκε.

4.  Στο διάγραμμα αγόρευσής της η συνήγορος της εφεσείουσας δεν αναφέρει συγκεκριμένα ποιά συστατικά στοιχεία δεν είχαν αποδειχθεί.

5.  Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι ανεγέρθηκαν υποστατικά τα οποία οι μάρτυρες προσδιόρισαν, παράνομα χωρίς άδεια οικοδομής και πιστοποιητικό τελικής έγκρισης, πέραν του αδειούχου υποστατικού όπως αναφέρεται στο πιστοποιητικό τελικής έγκρισης.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Υπόθεση Αρ. 6237/03) ημερομηνίας 30/9/04, με την οποία βρέθηκε ένοχη και καταδικάστηκε στην πρώτη και τρίτη κατηγορία τις οποίες αντιμετώπιζε, για ανέγερση οικοδομής χωρίς άδεια και για κατοχή οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης ενώ απαλλάγηκε από τη δεύτερη κατηγορία.

Ευαγ. Μακαρούνα, για την Εφεσείουσα.

Ε. Κορακίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: H ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Μ. Κρονίδη.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα είναι εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια τεμαχίου γης υπό στοιχεία Τεμάχιο 10 του Φ/Σχ. 45/34Ε2 στο χωριό Τάλα της Επαρχίας Πάφου.

Η εφεσείουσα αντιμετώπισε τρεις κατηγορίες που προσήψε εναντίον της ο εφεσίβλητος (Έπαρχος Πάφου) για ανέγερση οικοδομής χωρίς άδεια, για κατοχή οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης και επίσης για μετατροπή της χρήσης της εγκεκριμένης οικοδομής χωρίς άδεια από την αρμοδία Αρχή.

Μετά από ακροαματική διαδικασία η εφεσείουσα βρέθηκε ένο[*681]χη στην πρώτη και τρίτη κατηγορία και απαλλάγηκε από τη δεύτερη, δηλαδή στην κατηγορία μετατροπής της χρήσης της οικοδομής.

Εναντίον της πιο πάνω καταδίκης η εφεσείουσα καταχώρησε την παρούσα έφεση προβάλλοντας επτά συνολικά λόγους.  Με το διάγραμμα αγόρευσης η συνήγορος της εφεσείουσας απέσυρε τους δύο από τους επτά λόγους και παρέμειναν έτσι οι υπόλοιποι πέντε. Όλοι οι λόγοι έφεσης είναι συναφείς μεταξύ τους και προσβάλλουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Δικαστήριο κατά παράβαση, όπως αναφέρεται, «των αρχών που διέπουν το βάρος της απόδειξης σε Ποινικές Υποθέσεις» καθώς και «των αρχών της εξ ακοής μαρτυρίας».  Επίσης προτείνεται από την εφεσείουσα ότι δεν αποδείχθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή (τον εφεσίβλητο) τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων.

Η εφεσείουσα προσβάλλει την αξιολόγηση του Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων του εφεσίβλητου.

Είναι γνωστές οι αρχές οι οποίες έχουν διατυπωθεί επανειλημμένα από τη νομολογία με βάση τις οποίες το Εφετείο μπορεί να επέμβη και να ανατρέψει τα συμπεράσματα πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία της μαρτυρίας.  Είναι διαχρονική θέση της νομολογίας ότι, σε ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο όταν αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας.  Τα συμπεράσματα των πρωτόδικων Δικαστηρίων δεν είναι ανατρέψιμα αν είναι δικαίως επιτρεπτά με βάση τη μαρτυρία και ήταν αδύνατο να λεχθεί ότι ήταν λανθασμένα.

Στην παρούσα υπόθεση έχουμε μελετήσει τα όσα αναφέρει στο διάγραμμα της η συνήγορος της εφεσείουσας και επίσης και τις παραπομπές της στη μαρτυρία. Δεν έχουμε πεισθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε οποιοδήποτε σφάλμα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας όσον αφορά την αξιοπιστία των μαρτύρων. Τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου είναι εύλογα και σύμφωνα με τη μαρτυρία.

Είναι επίσης η εισήγηση της συνηγόρου της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε τον κανόνα ότι το βάρος απόδειξης, σε ποινικές υποθέσεις, το έχει η Κατηγορούσα Αρχή και περαιτέρω ότι βασίστηκε σε εξ ακοής μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας 1 και 2.

Έχουμε μελετήσει με τη δέουσα προσοχή την εκκαλούμενη από[*682]φαση και δεν έχουμε διαπιστώσει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τον κανόνα για το βάρος της απόδειξης.  Αντίθετα προκύπτει αναντίλεκτα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε κατά νουν ποιό μέρος είχε το βάρος της απόδειξης εφαρμόζοντας τον σχετικό κανόνα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο βάσισε την καταδίκη στη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας 1 και 3 ήτοι του επαρχιακού επόπτη της Επαρχιακής Διοίκησης Πάφου και της Γραμματέως του Δημοτικού Συμβουλίου Τάλας.  Ο πρώτος κατέθεσε το φάκελο της αίτησης για Άδεια Οικοδομής στο επίδικο τεμάχιο της εφεσείουσας.  Επίσης κατέθεσε ενόρκως τα όσα είδε στο επίδικο ακίνητο δηλαδή υπόστεγους χώρους και υποστατικά πέραν της εγκριθείσας άδειας και του πιστοποιητικού έγκρισης.  Η δεύτερη, πιο πάνω, μάρτυρας, κατέθεσε επίσης ότι γνωρίζει πολύ καλά το επίδικο τεμάχιο και ότι μετά το 1997 έχουν κτισθεί αποθήκη και άλλα πολλά υποστατικά στα οποία εκτρέφονται χοίροι.  Το Δικαστήριο δέκτηκε αυτή τη μαρτυρία η οποία, κατά το Δικαστήριο, ενισχύθηκε από τη μαρτυρία μάρτυρα της Υπεράσπισης, πατέρα της εφεσείουσας, ο οποίος παραδέχθηκε ότι είχαν ανεγερθεί αποθηκευτικοί χώροι μετά την έκδοση του πιστοποιητικού έγκρισης ως επίσης και το 1997 είχαν ανεγερθεί «ένας με δύο χώροι».  Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε επίγνωση ποιός είχε το βάρος της απόδειξης και ορθά εφάρμοσε το σχετικό κανόνα.

Είναι περαιτέρω ο ισχυρισμός της συνηγόρου της εφεσείουσας ότι η μαρτυρία των πιο πάνω μαρτύρων ήταν απαράδεκτη ως εξ ακοής μαρτυρία. Δεν συμφωνούμε με τη θέση αυτή.  Η μαρτυρία τους ήταν πρωτογενής αφού κατέθεταν για όσα οι ίδιοι με τις δικές τους αισθήσεις είχαν αντιληφθεί.  Είναι δε σημαντικό το γεγονός ότι από τα πρακτικά της δίκης δεν προβλήθηκε από την εφεσείουσα καμιά ένσταση ως προς το παραδεκτό της μαρτυρίας και εκεί όπου προβλήθηκε τελικά αποσύρθηκε.

Τέλος με ειδικό λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι ο εφεσίβλητος δεν απέδειξε συστατικά στοιχεία των δύο αδικημάτων.  Στο διάγραμμα αγόρευσης της η συνήγορος της εφεσείουσας δεν αναφέρει συγκεκριμένα ποιά συστατικά στοιχεία δεν είχαν αποδειχθεί.  Παραπέμπει και πάλιν στα προηγούμενα περί βάρους απόδειξης, εξ ακοής μαρτυρίας και στην αξιοπιστία των μαρτύρων του εφεσίβλητου.  Όλα αυτά έχουν ήδη απαντηθεί.

Προβάλλει όμως τον ισχυρισμό ότι στο κατηγορητήριο, όσον αφορά την πρώτη κατηγορία, αναφέρεται ότι η κατηγορούμενη ανήγειρε και όχι ότι ανέχθηκε ή επέτρεψε σε άλλο πρόσωπο να προβεί σε παράνομες οικοδομές.  Τελικά όμως η συνήγορος περιορίζει [*683]τον πιο πάνω ισχυρισμό στο γεγονός που η ίδια ισχυρίζεται ότι δεν αποδείχθηκαν τα παράνομα υποστατικά.  Αναφέρει επί λέξει: «Άρα το συστατικό στοιχείο της ανέγερσης της οικοδομής χωρίς άδεια ελλείπει, αφού δεν μπόρεσαν να καθοριστούν ποιά ήταν τα νόμιμα και ποιά τα παράνομα υποστατικά».  Το ζήτημα αυτό έχει ήδη απαντηθεί. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι ανεγέρθηκαν υποστατικά τα οποία οι μάρτυρες προσδιόρισαν, παράνομα χωρίς άδεια οικοδομής και πιστοποιητικό τελικής έγκρισης, πέραν του αδειούχου υποστατικού όπως αναφέρεται στο πιστοποιητικό τελικής έγκρισης.

Ενόψει όλων των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο