Μιχαήλ Σταύρος ν. Δημοκρατίας (2005) 2 ΑΑΔ 692

(2005) 2 ΑΑΔ 692

[*692]21 Δεκεμβρίου, 2005

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΙΧΑΗΛ,

Εφεσείων,

ν.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7844)

 

Ανθρωποκτονία ― Ποινικός Κώδικας, Κεφ. 154, Άρθρο 205(1)(3) ― Ποία τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος ― Πρόκληση θανάτου με παράνομη πράξη και πρόθεση διενέργειας της εν λόγω πράξης.

Ποινή ― Ανθρωποκτονία κατά παράβαση του Άρθρου 205(1)(3) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Μία προηγούμενη καταδίκη για επίθεση που προκάλεσε βαριά σωματική βλάβη ― Εφεσείων, εργατικός, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την οικογένεια του, δήλωσε πως διέπραξε το έγκλημα «εν βρασμώ ψυχής» και εξέφρασε την ειλικρινή του μεταμέλεια ― Άκρως προκλητική συμπεριφορά θύματος ― Επιβολή ποινής φυλάκισης 13 ετών ― Αντικαταστάθηκε κατ’ έφεση με ποινή φυλάκισης πέντε ετών.

Ο εφεσείων στην υπόθεση αυτή βρέθηκε ένοχος σε κατηγορία για ανθρωποκτονία κατά παράβαση του Άρθρου 205(1)(3) του Ποινικού Κώδικα. Θύμα του εγκλήματος είναι ο Α. Χαραλάμπους, τέως από την Άλασσα, ηλικίας 20 ετών.

Τα γεγονότα διαδραματίστηκαν το απόγευμα της 5/9/03 στο σπίτι του εφεσείοντος όταν αυτός, επιστρέφοντας από τη δουλειά του μαζί με τον υπάλληλο του Μ. Χαραλάμπους, είδε το θύμα από το σπασμένο τζάμι πόρτας δωματίου, να στέκεται ημίγυμνος και την κόρη του Σταύρια, ηλικίας 16 ετών, «να του κάμνει στοματικό έρωτα». Εκνευρισμένος ο εφεσείων ζήτησε από το θύμα να φύγει αμέσως από το σπίτι του, το θύμα αντέδρασε αρνητικά αρνούμενο να φύγει και «άρχισε καυγάς, χειροδικίες και βρισιές». Παρενέβησαν ο γιός του εφεσείοντος Λ. Μιχαήλ και ο Μ. Χαραλάμπους, τους χώρισαν, έβγαλαν το θύμα έξω από την κατοικία και το έβαλαν μέσα στο αυτοκίνητο. Ο εφε[*693]σείων, εν τω μεταξύ, φωνάζοντας «εν να σε παίξω» έπιασε το κυνηγετικό του όπλο και αφού έβαλε μέσα δύο φυσίγγια βγήκε στην αυλή της οικίας του. Απασφάλισε το όπλο αλλά δεν πυροβόλησε. Το θύμα αφού βγήκε από το αυτοκίνητο κατευθύνθηκε προς το μέρος του, φωνάζοντας «παίξε με ρε παίξε με» και άρχισε να σπρώχνει με την κοιλιά του τις κάννες του όπλου όπως αυτό ήταν προτεταμένο, με το δάκτυλο του εφεσείοντος στη μια από τις δύο σκανδάλες. Ο εφεσείων του έλεγε «φύε τζιαί έννα σε παίξω», το θύμα επαναλάμβανε «παίξε με» η προσπάθεια του Μ. Χαραλάμπους να τους « χωρίσει » δεν είχε αποτέλεσμα και στην πέμπτη ή την έκτη φορά που το θύμα έσπρωχνε τις κάννες του όπλου, αυτό εκπυρσοκρότησε. Το θύμα κτυπήθηκε στην κοιλιά, δυστυχώς θανάσιμα. Ο εφεσείων έκλαιγε και φώναζε, βοήθησε στην τοποθέτησή του σε αυτοκίνητο για τη μεταφορά του στο νοσοκομείο και, αμέσως μετά, τηλεφώνησε στην αστυνομία.

Αυτά στη βάση των παραδεκτών γεγονότων που δηλώθηκαν και της υπόλοιπης, μη αμφισβητηθείσας ως προς τα ουσιώδη σημεία, μαρτυρίας των Μ. Χαραλάμπους και Λ. Μιχαήλ. Το σημείο της αμφισβήτησης ως προς τα γεγονότα, προδιαγράφηκε με την εναρκτήρια δήλωση της Κατηγορούσας Αρχής.

“Η θέση της Κατηγορούσας Αρχής είναι ότι ο Κατηγορούμενος ήταν αυτός που πάτησε εθελούσια τη σκανδάλη του όπλου με το οποίο πυροβολήθηκε το θύμα ενώ η υπεράσπιση είναι η θέση της ότι το όπλο εκπυρσοκρότησε τυχαίως.”

Και επεξηγήθηκε περαιτέρω με την ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντος ότι δεν προκάλεσε ο ίδιος το θάνατο, ότι ό,τι έγινε ήταν τυχαίο και ότι το όπλο εκπυρσοκρότησε επειδή το θύμα έσπρωχνε δυνατά τις κάννες με το σώμα του με αποτέλεσμα να προκληθεί ο πυροβολισμός.

Το Κακουργιοδικείο αποφάσισε πως δεν ήταν χωρίς τη θέληση του εφεσείοντος που πιέστηκε η σκανδάλη και έκρινε πως η πρόθεση του εφεσείοντος τη συγκεκριμένη στιγμή ήταν να επιφέρει το θάνατο του θύματος. Το Κακουργιοδικείο, αφού υπέμνησε με αναφορά σε προηγούμενη νομολογία πως το αδίκημα της ανθρωποκτονίας στοιχειοθετείται χωρίς κατ’ ανάγκην ύπαρξη πρόθεσης πρόκλησης θανάτου, έκρινε πως «και πάλιν ο κατηγορούμενος θα ήταν ένοχος ανθρωποκτονίας».

Με την έφεση προσβάλλονται τόσο η καταδίκη όσο και η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης των 13 ετών.

Υποστηρίχτηκε από τον εφεσείοντα πως θα μπορούσε να θεωρηθεί [*694]ότι απλώς στόχευσε στην προστασία της οικογένειάς του από την εξόχως προκλητική συμπεριφορά του θύματος και πως, κάτω από τέτοιο πρίσμα, δεν παρανομούσε όταν κρατούσε το όπλο, μόνο με σκοπό να το πειθαναγκάσει να απομακρυνθεί. Και, περαιτέρω, πως λείπει ακόμα και η actus reus του αδικήματος αφού, εν τέλει, την εκπυρσοκρότηση την προκάλεσε όχι κάποια ενέργεια δική του αλλά τα βίαια σπρωξίματα του θύματος.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση κατά της καταδίκης και αποφάνθηκε ότι:

Ήταν σαφώς παράνομη η μεταφορά του κυνηγετικού όπλου, έμφορτου και απασφάλιστου μάλιστα σε δημόσιο χώρο, και η, με σκοπό τον εκφοβισμό, πρόταξή του κατά την κίνηση του εφεσείοντα εναντίον του θύματος. Η περίπτωση δεν δικαιολογεί ανάλυση πέραν των επισημάνσεων του Κακουργιοδικείου. Περαιτέρω, σαφώς στοιχειοθετούνται όλα τα συστατικά του αδικήματος αφού, με δοσμένη τη συμπεριφορά του θύματος, ο εφεσείων πρόταξε και συνέχισε να έχει προτεταμένο το όπλο κατά του θύματος, με το δάκτυλο στη σκανδάλη. Η έφεση κατά της καταδίκης πρέπει να απορριφθεί.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού επεσήμανε πως η ποινή επιβλήθηκε στη βάση της διαπίστωσης πως ο εφεσείων, με πρόθεση θανάτωσης, πυροβόλησε το θύμα και πως θα πρέπει να δει το θέμα πρωτογενώς, στη βάση που το ίδιο προσδιόρισε, ότι δηλαδή δεν αποδείκτηκε από τη μαρτυρία, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι η πρόθεση του κατηγορουμένου τη συγκεκριμένη στιγμή ήταν να επιφέρει το θάνατο του θύματος, αποδέκτηκε την έφεση εναντίον της ποινής την οποία μείωσε σε ποινή φυλάκισης πέντε ετών. Πριν καταλήξει στην απόφαση του αυτή, το Ανώτατο Δικαστήριο έλαβε υπόψη την ειλικρινή έκφραση της μεταμέλειας του εφεσείοντος, την εργατικότητα του και το ενδιαφέρον του για την οικογένεια του, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η διασφάλιση για τον ίδιο, τη σύζυγο και τα παιδιά του, αρμονικής οικογενειακής ζωής.

Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίφθηκε. Η έφεση κατά της ποινής επιτράπηκε.  Η ποινή μειώθηκε ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Ποτζιουρής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 309,

Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 488,

Fostieri v. Republic (1969) 2 C.L.R. 105,

[*695]

R. v. Larkin [1943] 1 All E.R. 217,

Gray a.o. v. Barr Prudential Assurance Co. Ltd [1971] 2 All E.R. 950,

Re K (deceased) [1985] 1 All E.R. 403,

DPP v. Newbery [1976] 2 All E.R. 365.

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθεση Αρ. 14537/03) ημερομηνίας 8/10/04, με την οποία βρέθηκε ένοχος για τη διάπραξη του αδικήματος της ανθρωποκτονίας κατά παράβαση του Άρθρου 205(1)(3) του Ποινικού Κώδικα και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 13 ετών.

Ε. Ευσταθίου και Μ. Ακκίδου, για τον Εφεσείοντα.

Α. Κανναουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Ο Εφεσείων είναι παρών.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Κατά το κατηγορητήριο, ο εφεσείων, στις 5.9.03 στη Λεμεσό, εκ προμελέτης επέφερε το θάνατο του Α. Χαραλάμπους τέως από την Άλασσα κατά παράβαση των άρθρων 203(1)(2) και 204 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Το Κακουργιοδικείο έκρινε πως δεν αποδείχθηκε το στοιχείο της προμελέτης και πως, στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας όπως την αξιολόγησε, ο εφεσείων διέπραξε το αδίκημα της ανθρωποκτονίας κατά παράβαση του άρθρου 205(1)(3) του Ποινικού Κώδικα, για το οποίο, στο τέλος της δίκης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 85(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, βρήκε ένοχο τον εφεσείοντα.  Η έφεση αφορά σ’ αυτή την καταδίκη και στην ποινή των 13 ετών φυλάκισης που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα.

Τίποτε δεν προμήνυε τις τραγικές εξελίξεις του απογεύματος της 5.9.03. Ήταν μια συνηθισμένη μέρα για τον εφεσείοντα, πατέρα [*696]τεσσάρων παιδιών, ηλικίας μεταξύ 4 και 17 ετών.  Επέστρεψε στο σπίτι του από την εργασία του μαζί με τον υπάλληλό του Μ. Χαραλάμπους όταν, μέσα από το σπασμένο τζάμι της πόρτας δωματίου είδε το θύμα, ηλικίας 20 ετών, να στέκεται ημίγυμνος και την κόρη του Σταύρια, ηλικίας 16 ετών, “να του κάμνει στοματικό έρωτα”. Η σκηνή ήταν, βέβαια, συνταρακτική όσο και αν, πέρα από επί μέρους αμφισβητήσεις στις οποίες δεν χρειάζεται να επεκταθούμε, ήταν γνωστή στον εφεσείοντα η σχέση των δυο.  Εκνευρισμένος ο εφεσείοντας ζήτησε από το θύμα να φύγει αμέσως από το σπίτι του αλλά η αντίδραση ήταν απρόσμενη.  Το θύμα αρνείτο, μεταξύ των άλλων είπε στον εφεσείοντα “ποιός είσαι ρε που θα μου πείς να φύγω από το σπίτι τούτο” και «άρχισε καυγάς χειροδικίες και βρισιές».  Παρενέβησαν ο γυιός του εφεσείοντα Λ. Μιχαήλ και ο Μ. Χαραλάμπους, τους χώρισαν, «έβγαλαν το θύμα έξω από την κατοικία και τον έβαλαν μέσα στο αυτοκίνητο» ενώ, στο μεταξύ, ο εφεσείων φωνάζοντας «εν να σε παίξω», «έπιασε από το ερμάρι κυνηγετικό όπλο και αφού έβαλε μέσα δυο φυσίγγια βγήκε στην αυλή της οικίας του».  Απασφάλισε το όπλο αλλά δεν πυροβόλησε.  Ούτε όταν το θύμα, αφού βγήκε από το αυτοκίνητό του, κατευθύνθηκε προς το μέρος του.  Το θύμα, φωνάζοντας «παίξε με ρε, παίξε με», άρχισε να σπρώχνει με την κοιλιά του τις κάννες του όπλου όπως αυτό ήταν προτεταμένο, με το δάκτυλό του εφεσείοντα στη μια από τις δυο σκανδάλες.  Όπως εξηγήθηκε, «τα κτυπήματα ήταν δυνατά ώστε να πηγαίνει και να έρχεται το όπλο προς τα πίσω”,  ο εφεσείων του έλεγε «φύε τζιαί εννά σε παίξω», το θύμα επαναλάμβανε «παίξε με», η προσπάθεια του Μ. Χαραλάμπους να τους «χωρίσει»  δεν είχε αποτέλεσμα και στην πέμπτη ή την έκτη φορά που το θύμα έσπρωχνε τις κάννες του όπλου, αυτό εκπυρσοκρότησε. Το θύμα κτυπήθηκε στην κοιλιά, δυστυχώς θανάσιμα. Ο εφεσείων έκλαιγε και φώναζε, βοήθησε στην τοποθέτησή του σε αυτοκίνητο για τη μεταφορά του στο νοσοκομείο και, αμέσως μετά, τηλεφώνησε στην αστυνομία.

Αυτά, στη βάση των παραδεκτών γεγονότων που δηλώθηκαν και της υπόλοιπης, μή αμφισβητηθείσας ως προς τα ουσιώδη σημεία, μαρτυρίας των Μ. Χαραλάμπους και Λ. Μιχαήλ.  Το σημείο της αμφισβήτησης ως προς τα γεγονότα, προδιαγράφηκε με την εναρκτήρια δήλωση της Κατηγορούσας Αρχής.

“Η θέση της Κατηγορούσας Αρχής είναι ότι ο κατηγορούμενος ήταν αυτός που πάτησε εθελούσια τη σκανδάλη του όπλου με το οποίο πυροβολήθηκε το θύμα ενώ η υπεράσπιση είναι η θέση της ότι το όπλο εκπυρσοκρότησε τυχαίως.”

Και επεξηγήθηκε περαιτέρω, με την ανώμοτη δήλωση του εφεσείο[*697]ντα:

«Επειδή είμαι πολύ ταραγμένος ότι θέλω να πω στο Δικαστήριο το έγραψα και θα το διαβάσω.

Θέλω να πω από τα βάθη της ψυχής μου και να εκφράσω τη λύπη μου και τον πόνο της καρδιάς μου για το θάνατο του Ανδρέα.  Το θάνατο του δεν τον προκάλεσα εγώ.  Ποτέ μου δεν θέλησα να τον σκοτώσω.  Ότι έγινε ήταν τυχαίο.  Και το όπλο εκπυρσοκρότησε γιατί ο μακαρίτης ακουμπούσε το σώμα του πάνω στις κάνες και έσπρωχνε προς τα πάνω.  Έσπρωχνε δυνατά με αποτέλεσμα να προκληθεί ο πυροβολισμός.

Εκείνη την καταραμένη Παρασκευή ήρθα από τη δουλειά μου πολύ κουρασμένος και πήγα στο δωμάτιο της κόρης μου για να τη δω και να της ζητήσω να μου κάμει καφέ.  Όταν τους είδα μπροστά μου έπαθα σιοκ,  ταράχτηκα, σκοτείνιασαν τα μάτια μου.  Μπήκα μέσα στο δωμάτιο σαν υπνωτισμένος και θυμάμαι ότι του είπα να φύγει από το σπίτι μου.  Αυτός αρνιόταν να φύγει. Όταν το κούντησα να βγει έξω μου επιτέθηκε και με κτύπησε.  Δεν έφευγε.  Μου είπε ότι δεν είμαι άνθρωπος για να τον βγάλω έξω από το σπίτι μου. Όταν τον άκουσα να μου λέει αυτά τα λόγια αισθάνθηκα ταπεινωμένος και απελπισμένος.  Αισθάνθηκα σαν ένα σκουλήκι πατημένο, τα έχασα.  Πάνω στην απελπισία μου, προσβλημένος και δερμένος ήρθε στο νου μου το όπλο του Μάριου που το είχα στο διπλανό δωμάτιο και σκέφθηκα να το πάρω να τον απειλήσω να φύγει.  Το γέμισα, όχι για να τον πυροβολήσω αλλά για να τον εκφοβίσω, παίζοντας αν ήταν ανάγκη πυροβολισμούς στον αέρα. Έτρεξα, έπιασα το όπλο και βγήκα έξω από το σπίτι μου.  Αυτός ήταν μέσα στο αυτοκίνητο. Μόλις με είδε βγήκε από το αυτοκίνητο και έτρεξε κατά πάνω μου.  Ακούμπησε το σώμα του πάνω στις κάνες του όπλου και το έσπρωχνε δυνατά μπροστά – πίσω και μου έλεγε “παίξε με ρε, παίξε με”.  Του φώναζα να φύγει για να μην πυροβοληθεί γιατί κατάλαβα ότι με το σπρώξιμο μπορούσε να πυροβολήσει το όπλο.  Εφόσον αυτός έσπρωχνε με το σώμα του τις κάνες πάνω – κάτω και του έλεγα “φύε γιατί θα σε παίξω”, εννοώντας να μην ακουμπά το σώμα του πάνω στις κάνες του όπλου, δυστυχώς δεν με άκουσε και το όπλο πυροβόλησε χωρίς τη δική του μου θέληση και ενέργεια.

Ορκίζομαι στο θεό που ξέρει την αλήθεια ότι δεν τον πυροβόλησα με τη θέληση μου. Ο πυροβολισμός προκλήθηκε επειδή έσπρωχνε μπροστά και πίσω τις κάνες του όπλου δυνατά.  Τον προει[*698]δοποιούσα συνέχεια λέγοντας του “φύε γιατί θα σε παίξω” αλλά αυτός δεν σταματούσε να σπρώχνει. Όλη αυτή η ιστορία έγινε σε λίγα δευτερόλεπτα.  Μακάρι να παίζουμουν εγώ.

Από εκείνη την ημέρα ανατράπηκε όλη μου η ζωή.  Και η οικογένεια μου καταστράφηκε.  Πρέπει όμως να με κατανοήσετε. Η κόρη μου ήταν ανήλικη και όταν είδα τη σκηνή αισθάνθηκα ότι με κτυπούσε κεραυνός. Εκείνο που έκαμα ήταν ότι κάμνει ο κάθε πατέρας για τα ανήλικα παιδιά του.  Του ζητούσα συνεχώς να φύγει.  Σκέφθηκα να τον εκφοβίσω για να φύγει αφού ο ίδιος δεν έφευγε. Ουδέποτε μου πίεσα τη σκανδάλη για να τον πυροβολήσω.  Δεν είχα όμως άλλη επιλογή από τον εκφοβισμό.  Αν ήθελα να τον πυροβολήσω θα το έκαμνα όταν έτρεχε προς τα πάνω μου ή όταν ήταν μπροστά μου.  Αλλά δεν το έκαμα γιατί δεν ήθελα να το κάμω.  Αυτή είναι όλη η αλήθεια.”

Για να το προσδιορίσει και το Κακουργιοδικείο στην απόφασή του:

“Το κορυφαίας όμως σημασίας στην υπόθεση ερώτημα παραμένει αναπάντητο από τη μαρτυρία και ορθώνεται μπροστά στο Δικαστήριο: Ο πυροβολισμός που ρίχθηκε από το όπλο που κρατούσε ο κατηγορούμενος ήταν αποτέλεσμα εκπυρσοκρότησης χωρίς ο κατηγορούμενος εθελούσια να τραβήξει τη σκανδάλη ή αντίθετα ο κατηγορούμενος τράβηξε τη σκανδάλη;  Σε τέτοιου είδους ερώτημα την απάντηση την γνωρίζει μόνο ο ίδιος ο κατηγορούμενος και ο Θεός.  Το ρόλο του Θεού δεν θα επιχειρήσουμε να υποδυθούμε.  Απονέμοντας όμως ανθρώπινη δικαιοσύνη θα προσπαθήσουμε να δώσουμε απάντηση σύμφωνα με τους κανόνες του δικαιϊκού μας συστήματος.”

Τα πιο πάνω όχι γιατί η διαφορά θα είχε νομική επίπτωση σε σχέση με την ενοχή του εφεσείοντα. Όπως κατέληξε το Κακουργιοδικείο, για λόγους που ανέλυσε, ο εφεσείων θα ήταν ένοχος και στη βάση της δικής του εκδοχής.  Ως θέμα, όμως, οφειλόμενης διαπίστωσης των γεγονότων, ορθά βεβαίως, ώστε το έρεισμα της απόφασης, με συναρτημένο προς αυτή και του ζητήματος της  ποινής σε περίπτωση καταδίκης, να είναι συγκεκριμένο και όχι υποθετικό.

Το Κακουργιοδικείο αποφάσισε, εν τέλει, πως δεν ήταν χωρίς τη θέληση του εφεσείοντα που πιέστηκε η σκανδάλη.  Όπως το έθεσε, «μετά από 5 – 6 σπρωξίματα, ο κατηγορούμενος πίεσε την πρώτη σκανδάλη του όπλου και προκλήθηκε ένας πυροβολισμός ο οποίος έπληξε το θύμα εξ επαφής, προκαλώντας το θανατό του».  Και, πε[*699]ραιτέρω, «κρίνουμε ότι η πρόθεση του κατηγορούμενου τη συγκεκριμένη στιγμή ήταν να επιφέρει το θάνατο του Ανδρέα».

Δυο ήταν τα ερείσματα αυτής της κατάληξης.  Η μαρτυρία του λοχία Λ. Χατζηχριστοφόρου ειδικού στις επισκευές οπλισμού της αστυνομίας και με πείρα στα κυνηγετικά όπλα και ορισμένες δηλώσεις του εφεσείοντα μετά τον πυροβολισμό. Σ’ αυτά επικεντρώνονται τα επιχειρήματα του εφεσείοντα, εξετάσαμε τη μαρτυρία στη λεπτομέρειά της και θα μας απασχολήσει πρώτα το ζήτημα του εμπειρογνώμονα.  Αναφερόμαστε σε ένα εμπειρογνώμονα γιατί η μαρτυρία του δεύτερου, επίσης μάρτυρα της κατηγορούσας αρχής, του Λοχία Χρ. Αντωνίου, ειδικού στην αναγνώριση όπλων, δεν έγινε δεκτή από το Κακουργιοδικείο.  Και, ακριβώς, το μέρος της πρωτόδικης απόφασης στο οποίο διαπιστώνεται διαφορά στη μαρτυρία τους και καταγράφεται η κρίσιμη διαπίστωση, αναδεικνύει, όπως εισηγείται ο εφεσείων, την αδυναμία της.

Ως ακολούθως:  Ήταν παραδεκτό πως το δάκτυλο του εφεσείοντα βρισκόταν στη σκανδάλη και δεν αμφισβητείται πως, όσο βίαια και αν ήταν τα σπρωξίματα, δεν θα ήταν δυνατό να προκληθεί πυροβολισμός χωρίς να είχε πατηθεί η σκανδάλη. Επομένως, η μαρτυρία του Χατζηχριστοφόρου αναφορικά με τη διαπίστωση του, μετά από πειράματα και μετρήσεις που έκαμε, σε σχέση με την ανάγκη τουλάχιστον πίεσης 2.310 κιλών για να εκπυρσοκροτήσει το όπλο, στην πραγματικότητα δεν συνδέεται με το επίμαχο ζήτημα. Αυτό συνίστατο στο κατά πόσο ήταν πιθανό, εξ αιτίας των κτυπημάτων και των βίαιων παλινδρομικών κινήσεων του όπλου, να είχε ασυναίσθητα κινηθεί το δάκτυλο του εφεσείοντα ώστε να πιέσει τη σκανδάλη, όπως ήταν στην πραγματικότητα η εκδοχή του και, ως προς αυτό, κατά την εισήγηση, το Κακουργιοδικείο δεν εκτίμησε ορθά την ουσία της μαρτυρίας του Χατζηχριστοφόρου όταν κατέληγε πως ήταν αδύνατο να είχαν εξελιχθεί τα πράγματα με τον τρόπο που υποστήριζε ο εφεσείοντας.  Αφού σημείωσε πως “και η σκανδάλη του συγκεκριμένου όπλου ήταν αρκετά σφικτή έτσι ώστε ένα δάκτυλο που ήταν τοποθετημένο σ’ αυτή να μή μπορούσε να ασκήσει την πίεση η οποία απαιτείται, δηλαδή 2.310kg, σαν αποτέλεσμα σπρωξιμάτων πάνω στις κάννες».

Έχουμε εξετάσει τα δεδομένα και καταλήγουμε πως η εισήγηση του εφεσείοντα είναι βάσιμη.  Προσεγγίσαμε το θέμα ανεξάρτητα από το κατά πόσο ερώτημα της φύσης που προσδιορίστηκε θα μπορούσε καν να εμπίπτει στη σφαίρα πραγματογνωμοσύνης, ιδιαίτερα εκείνης των μαρτύρων κατηγορίας.  Αφού, ούτως ή άλλως, δεν προκύπτει από αυτή τη μαρτυρία εξ αντικειμένου αποκλεισμός άλ[*700]λης πιθανότητας, ειδικά της προβληθείσας από τον εφεσείοντα, από την εθελούσια πίεση της σκανδάλης.

Αξιολογώντας τη μαρτυρία των δυο εμπειρογνωμόνων, το Κακουργιοδικείο σημείωσε τα ακόλουθα:

“Σε γενικές γραμμές η μαρτυρία των δύο δεν παρουσιάζει ουσιώδεις διαφορές πλην ασφαλώς της πιθανότητας να προκαλείτο εκπυρσοκρότηση του όπλου από επαφή με τη σκανδάλη λόγω σπρωξιμάτων μπροστά και πίσω. Ο Μ.Κ.11 Λοχίας Αντωνίου είπε ότι αυτό είναι πιθανό ενώ ο Μ.Κ.5 Χατζηχριστοφόρου απέκλεισε αυτό το ενδεχόμενο επιμένοντας ότι όσο βίαια και να ήταν τα σπρωξίματα στις κάννες, το συγκεκριμένο όπλο δεν θα μπορούσε από μόνο του να πυροβολήσει υπ’ αυτές τις συνθήκες, χωρίς κάποιο δάκτυλο να πατήσει τη σκανδάλη.  Σ’ αυτό το σημείο αποδεχόμαστε πλήρως τη μαρτυρία του Μ.Κ.5 η οποία ήταν πλέον τεκμηριωμένη, θετική και απότοκο προσεκτικών μετρήσεων και δοκιμών.  Υπενθυμίζουμε ότι την άποψη του αυτή, ο Μ.Κ.5 δεν την βάσισε σε απλές υποθέσεις ή γενικά ενδεχόμενα.  Προέβηκε σε ιδιαίτερα εξειδικευμένες μετρήσεις και ελέγχους της πίεσης η οποία απαιτείται για να ενεργοποιήσει τις σκανδάλες του όπλου. Χρησιμοποίησε την προσφερόμενη προς τούτο μηχανική συσκευή η οποία έδειξε ότι για να ενεργοποιηθεί η πρώτη σκανδάλη απαιτείται η άσκηση σ’ αυτήν πίεσης η οποία είναι ιδιαίτερα μεγάλη συγκριτικά με άλλα όπλα. Αυτό το επιβεβαίωσε και εμπειρικά, δοκιμάζοντας το όπλο.  Δεν αρκέστηκε όμως σ’ αυτό. Για επιβεβαίωση έλεγξε στο Α.Τ.Ι. και την ακρίβεια της ζυγιστικής μηχανής που χρησιμοποίησε και ακολούθως ανεύρε και χρησιμοποίησε και ηλεκτρονική συσκευή μέτρησης της πίεσης και πήρε τις ίδιες κατά προσέγγιση ενδείξεις. Είναι σ’ αυτά τα δεδομένα που βάσισε την άποψη του ο μάρτυρας και δεν την πρόβαλε αυθαίρετα.  Το ίδιο δεν μπορούμε να πούμε επί του θέματος για την άποψη του Μ.Κ.11.  Αποδεχόμαστε βέβαια γενικά τη μαρτυρία του σύμφωνα με την οποία οι εξετάσεις στις οποίες υπέβαλε το όπλο δεν έδειξαν να παρουσιάζει καμιά βλάβη ή ελάττωμα.  Η επιλογή του όμως όπως αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο πίεσης στη σκανδάλη λόγω σπρωξιμάτων μας φάνηκε αστήρικτη και ατεκμηρίωτη.”

Δεν ήταν όμως η μαρτυρία του Αντωνίου πως με επαφή θα μπορούσε να εκπυρσοκροτήσει το όπλο ή πως δεν χρειαζόταν να πατηθεί η σκανδάλη από κάποιο δάκτυλο. Η ουσία της μαρτυρίας του αποδίδεται με την τελευταία φράση από το πιο πάνω απόσπασμα να “αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο πίεσης στη σκανδάλη λόγων σπρω[*701]ξιμάτων», εννοείται πίεσης με δάκτυλο που ήταν στην σκανδάλη αρκετής για να προκαλέσει εκπυρσοκρότηση.  Δεν υπήρχε μαρτυρία αναφορικά με το βάρος της πίεσης που ασκείται από τέτοια επανειλημμένα δυνατά σπρωξίματα και, πράγματι, τα πειράματα και οι μετρήσεις που έκαμε ο Χατζηχριστοφόρου δεν θα απαντούσαν το κρίσιμο ερώτημα ώστε να γίνει αποδεκτή η μαρτυρία ως «απότοκο προσεκτικών μετρήσεων και δοκιμών» και να απορριφθεί η μαρτυρία του Αντωνίου ως «αστήρικτη και ατεκμηρίωτη». Ακόμα πιο σοβαρό, όμως, είναι το γεγονός ότι ούτε και επί του κρίσιμου ερωτήματος διέφερε, στην ουσία, η μαρτυρία των δυο εμπειρογνωμόνων.  Το Κακουργιοδικείο παρέθεσε κατ’ αρχάς τις απαντήσεις του Χατζηχριστοφόρου αναφορικά με το απαραίτητο να είχε κάποιο χέρι «πατήσει τη σκανδάλη» και, περαιτέρω, πως «ακόμα και απότομες κινήσεις μπροστά – πίσω, με μόνη την επαφή με τη σκανδάλη, δεν αρκούν», τα οποία όμως και ο εφεσείων θεωρεί ως δεδομένα, για να προσθέσει όμως και τα πιο κάτω ως προερχόμενα από τον Χατζηχριστοφόρου:

“Με τις βίαιες όμως κινήσεις, υπάρχει το ενδεχόμενο ο κάτοχος του όπλου, χωρίς να το θέλει να τραβήξει τη σκανδάλη”.

Πράγματι αυτή ήταν ακριβώς η μαρτυρία του Χατζηχριστοφόρου κατά την αντεξέτασή του αλλά προηγήθηκε και η πιο κάτω απάντησή του κατά την ίδια την κύρια εξέτασή του:

“Ε.  Δεδομένου ότι ένα πρόσωπο έχει το δάκτυλο του πάνω στην σκανδάλη αυτού του συγκεκριμένου όπλου και ένα άλλο πρόσωπο τραβά τις κάννες με το χέρι του, πότε είναι πιο εύκολο να πυροβολήσει αυτό το συγκεκριμένο όπλο, εννοώντας με το πάτημα της σκανδάλης όταν σπρώχνει κάποιος με την κοιλιά του το μπροστινό μέρος των καννών ή όταν τραβά τις κάννες με το χέρι του;

 Α.  Είναι πολύ πιο εύκολο να πυροβολήσει το όπλο όταν κάποιος σου τραβά να σου αποσπάσει το όπλο.”

Όπως και η ακόλουθη, επίσης κατά την αντεξέταση του:

“Ε.  Δηλαδή μια κίνηση μπροστά πίσω μπορεί να δημιουργήσει ανάλογα με το πόσο απότομη είναι την αναγκαία πίεση του δαχτύλου στην σκανδάλη και να εκπυρσοκροτήσει, μπορεί να γίνει αυτό;

Α.   Αν η κίνηση είναι μπροστά πίσω ναί.»

[*702]Κατά συνέπεια, η τελική διαπίστωση του Κακουργιοδικείου πως «η πρόθεση του κατηγορουμένου τη συγκεκριμένη στιγμή ήταν να επιφέρει το θάνατο του Αντρέα», εννοείται πέρα από κάθε λογική αμφιβολία, αποκλειομένης κάθε άλλης ρεαλιστικής πιθανότητας, δεν έχει έρεισμα στη μαρτυρία του Χατζηχριστοφόρου, στο βαθμό βέβαια που συναρτάται προς αυτή.

Το άλλο έρεισμα, όπως σημειώσαμε, ήταν οι δηλώσεις του εφεσείοντα.  Θα τις παραθέσουμε, βέβαια, αλλά χρειάζεται να δούμε πρώτα τον τρόπο με τον οποίο αποτιμήθηκε η σημασία τους.  Μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:

«Κατά την άποψή μας, η διάσταση αυτή που παρατηρείται στις πολλές δηλώσεις που έκανε ο κατηγορούμενος, η μη συνεπής θέση του ότι επρόκειτο για εκπυρσοκρότηση και οι θετικές δηλώσεις του ότι πυροβόλησε (“έπαιξε”) το θύμα και ήταν αγανακτισμένος ή εν βρασμώ ψυχής, αδυνατίζουν σε μεγάλο βαθμό την εκδοχή για εκπυρσοκρότηση και ενισχύουν τη μαρτυρία ως προς την μη δυνατότητα άσκησης αρκετής πίεσης στη σκανδάλη με μόνο τα σπρωξίματα του θύματος στις κάννες του όπλου.»

Όμως, το ζήτημα της εξ αντικειμένου δυνατότητας να εκπυρσοκροτήσει το όπλο με πίεση της σκανδάλης χωρίς τη θέληση του εφεσείοντα, δεν μπορεί να συνδεθεί με το αν ήταν ειλικρινής ή όχι ο εφεσείοντας όταν πρόβαλλε την εκδοχή του.  Οι εξ αντικειμένου δυνατότητες είναι εκεί.  Είτε υπάρχουν είτε δεν υπάρχουν και πάντως δεν ενισχύονται ή αδυνατίζουν ανάλογα με το πώς ένας ισχυρίζεται ότι, ως θέμα προσωπικής γνώσης, εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα.

Θα δούμε, όμως, πως και επί της ουσίας του θέματος ο εφεσείων πρόβαλε βάσιμα επιχειρήματα.  Σημειώνουμε εν πρώτοις πως πρότεινε και η εφεσίβλητη ότι τις δηλώσεις πρέπει να τις αποτιμήσουμε ως σύνολο, χωρίς δηλαδή να απομονώσουμε κάποια από αυτές ως μεγαλύτερης σημασίας και ως προσδιοριστικής, αφ’ εαυτής. Ενώ, ακριβώς, το Κακουργιοδικείο, στην πραγματικότητα αυτό έκαμε αφού θεώρησε ότι «οι δηλώσεις προς το φίλο του εφεσείοντα Π. Γεωργίου, έχουν μεγαλύτερη κατά την άποψή μας σημασία επειδή δεν έγιναν σε αστυνομικό όργανο όπως οι άλλες» με την περαιτέρω επεξήγηση πως, «όταν κάποιος εμπλεκόμενος σε σοβαρό επεισόδιο μιλά με αστυνομικούς είναι αναμενόμενο να τηρεί μια πιο αρνητική και ευμενή για τον ίδιο στάση, ενώ μιλώντας με κάποιο φίλο του θα αισθάνεται φυσιολογικά περισσότερη άνεση».  Με αποτέλεσμα να εμφανίζεται ουσιαστικά ο εφεσείων να είχε συλλάβει εξ αρχής την ιδέα να υποστηρίξει πως ο πυροβολισμός προκλήθηκε [*703]χωρίς τη θέλησή του, να έκαμε δηλώσεις προς αυτή την κατεύθυνση προς τους αστυνομικούς και παράλληλα να αποκαλυπτόταν, ως προς την πραγματική πρόθεσή του για ένα τόσο μεγάλης σημασίας θέμα, στο φίλο του.

Ο εφεσείων, αμέσως μετά τον πυροβολισμό, στις 4.20 μ.μ., τηλεφώνησε στην αστυνομία και ανέφερε στον αστυφύλακα Κ. Κωνσταντίνου «ελάτε τωρά σπίτι μου γιατί ο Αντρέας παίχτηκε με το όπλο μου».  Προσθέτοντας, κατά την περιγραφή των κτυπημάτων, «με αποτέλεσμα το όπλο να εκπυρσοκροτήσει».

Τα ίδια, περίπου, και προς τον αστυφύλακα Ν. Πιτσιλλή, στη σκηνή, ενωρίς μετά το επεισόδιο:  «Εκπυρσοκρότησε το όπλο».

Αλλά και προς τον ανακριτή της υπόθεσης Αναπληρωτή Ανώτερο Υπαστυνόμο Ν. Σοφοκλέους που έφθασε στη σκηνή στις 4.42 μ.μ.:  «Εκείνη τη στιγμή κατά τη διάρκεια των σπρωξιμάτων εκπυρσοκρότησε το όπλο και τραυματίστηκε ο αποβιώσας».

Ο εφεσείοντας ακολούθησε τους αστυνομικούς στο γραφείο του ΤΑΕ Λεμεσού και από τις 5.20 μ.μ. άρχισε τη γραπτή του κατάθεση.  Σε σχέση με το σημείο ανέφερε:

«Εγιώ τζίνη τη στιγμή εν εκατάλαβα εν να που έγινε τσιαί εκπυρσοκρότησε ο σιεπέττος τσιαί έπαιξα τον μέσα στη τσοιλιά».  Έναντι αυτών των δηλώσεων, οι οποίες, βεβαίως, συνάδουν προς  ή τουλάχιστον δεν αναιρούν την εκδοχή του εφεσείοντα όπως την παραθέσαμε, υπήρχαν οι πιο κάτω, που κρίθηκαν και ως οι προσδιοριστικές.

Ο Π. Γεωργίου, φίλος του εφεσείοντα, μετά τις 4.00 μ.μ., σε χρονικό σημείο που δεν μπορούσε να καθορίσει ακριβώς, του τηλεφώνησε γιατί είχαν συμφωνήσει να πήγαιναν για ψάρεμα.  Όταν ρωτήθηκε σχετικά, απάντησε:  «Τόν έπιασα τηλέφωνο εγώ, ήταν να πάμε ψάρεμα.  Τον έπιασα τηλέφωνο τζιαι είπε μου στεναχωρημένα, δεν ξέρω πώς να το πω, βούρα τζιαι έπαιξα τον, κάτι τέτοιο γραφώ δαμαί, αγανάκτησα, κάτι τέτοιο, θα σε γελάσω.»

Ενώ και σε ερώτηση κατά την κύρια εξέταση αν του είπε ότι τον έπαιξε, απάντησε «ναί, έπαιξα τον Αντρέα».  Για να επαναλάβει κατά την αντεξέταση ότι ο εφεσείοντας του είπε κατά λέξη «αγανάκτησα, έπαιξα τον Αντρέα, βούρα δαχαμαί», αλλά και για να προβάλει στη συνέχεια άλλη εκδοχή όταν αντεξετάστηκε στη βάση του περιεχομένου της γραπτής του κατάθεσης που είχε δώσει εκείνη την [*704]ημέρα.  Εκεί απέδωσε στον εφεσείοντα τα ακόλουθα:  «Έλα ρε φίλε σπίτι μου και έπαιξα τον Αντρέα, είμαι αγανακτισμένος».  Και σε σχετική ερώτηση απάντησε:  «Μάλιστα έτσι είναι, μάλλον πρέπει να είναι έτσι, δεν θυμάμαι ακριβώς για να σου πω την αλήθεια, είμαι σίγουρος 100% ότι είπα την αλήθεια”».

Ενώ ο εφεσείοντας προέβαινε στη γραπτή του κατάθεση έφθασε ένταλμα σύλληψης του και αυτό εκτελέστηκε πριν τη συμπλήρωση της.  Του αναφέρθηκε ο λόγος.  Υπήρχε εύλογη υπόνοια βασισμένη σε μαρτυρία ότι ενεχόταν σε υπόθεση φόνου εκ προμελέτης.  Οπότε, απάντησε:  «Δεν είναι φόνος εκ προμελέτης αλλά είναι εν βρασμώ ψυχής».  Συνεχίστηκε και συμπληρώθηκε η γραπτή κατάθεση του εφεσείοντα που έκλεισε με τα πιο κάτω:

«Εγιώ τότε εσυνηδητοποίησα εν να που έγινε, ετηλεφώνησα στην Αστυνομία που το κινητό μου, εζήτησα τα εγκλήματα, ενώσαμε με κάποιο αστυνομικό, που δεν γνωρίζω τσιαι είπα του ακριβώς τί έγινε, έδωκα τη διεύθυνσιν μου για να έρτουν.  Εκατάλαβα ότι έκαμα λάθος, ήταν μια στιγμή εξάψεως, τσιαι οργής έγινε ότι έγινε ελυπήθηκα πραγματικά γιατί αγάπουντον, ήταν καλό μωρό.  Τούτη εν όλη η αλήθκεια, τσιαι εν έσιη τίποτε λάθος».

Το Κακουργιοδικείο θεώρησε πως τα περί “βρασμού ψυχής” και όσα απολογητικά ανάφερε στο τέλος της γραπτής του κατάθεσης, ήταν εξηγήσεις «οι οποίες υποδηλώνουν δική του ενέργεια, έστω υπό το κράτος κάποιων συναισθημάτων» και πως «ακόμα πιο μακριά από την εκδοχή της εκπυρσοκρότησης βρίσκονται τα όσα είχε πει λίγο μετά το συμβάν στο φίλο του...».  Αφού σημείωσε δε πως ο Π. Γεωργίου «δεν θυμόταν τις ακριβείς λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν», αναφέρθηκε ειδικά στη δήλωση του στη γραπτή του κατάθεση «την ίδια μέρα του επεισοδίου που ασφαλώς η θύμησή του ήταν πιο νωπή», με την προσθήκη πως ο εφεσείοντας δεν είπε στο φίλο του «τίποτε για εκπυρσοκρότηση» αλλά «μίλησε για αγανάκτησή του και είπε ότι “έπαιξε” το θύμα δηλαδή τον πυροβόλησε».

Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως από τις δηλώσεις του εφεσείοντα  καθ’ εαυτές, στο πλαίσιο των περιστάσεων, ιδιαιτέρως όμως και ως σύνολο προκύπτει το συμπέρασμα στο οποίο άχθηκε το Κακουργιοδικείο.  Κατ’ αρχάς, δεν ήταν μόνο οι δηλώσεις προς τον Π. Γεωργίου που έγιναν «λίγο μετά το συμβάν». Ήταν και όλες οι προφορικές δηλώσεις προς τους αστυνομικούς, πρώτα στον Κ. Κωνσταντίνου, στη συνέχεια στον Ν. Πιτσιλλή και τελικά στο Ν. Σοφοκλέους.  Περαιτέρω, θα λέγαμε πως, αντίθετα προς την ακριβή απόδοση των δηλώσεων προς τους αστυνομικούς, τις οποίες εί[*705]χαν καταγράψει, η μαρτυρία του Π. Γεωργίου χαρακτηριζόταν από αβεβαιότητα. Ούτως ή άλλως, η φράση «έπαιξα τον», δεν μπορεί, στο πλαίσιο του συνόλου, να αντικριστεί ως μονοσήμαντη, δηλωτική αποδοχής πως με τη θέλησή του πίεσε τη σκανδάλη.  Ακόμα και στη γραπτή του κατάθεση, όπου ο εφεσείων εξιστόρισε το συμβάν με την επί του σημείου επεξήγηση όπως την παραθέσαμε, αφού ανέφερε πως δεν κατάλαβε τι έγινε «και εκπυροσοκρότησε»,  πρόσθεσε, «τσιαι έπαιξα τον μέσα στη τσιλιά». Όπως και οι εν τέλει απολογητικές του δηλώσεις που δεν δικαιολογείται να θεωρηθούν ως εισάγουσες άλλη εκδοχή, πολύ λιγότερο όταν, αμέσως πριν από αυτές, ο εφεσείοντας ανέφερε πως όταν τηλεφώνησε στην αστυνομία «είπα του ακριβώς τί έγινε».  Ενώ και η απάντηση κατά τη σύλληψη του δόθηκε ακριβώς διαρκούσας αυτής της κατάθεσης.  Η κατάθεση άρχισε στις 5.20 μ.μ., η σύλληψη έγινε στις 6.10 μ.μ. και η κατάθεση συμπληρώθηκε στις 6.30 μ.μ.  Αυτά, πέρα από το ότι η χρησιμοποίηση της φράσης «εν βρασμώ ψυχής», όταν μάλιστα είχε πληροφορηθεί ότι ήταν ύποπτος για φόνο εκ προμελέτης, δεν θα αρκούσε για να αναχθεί, μάλιστα με την απαιτούμενη βεβαιότητα, ως νόημα της αποδοχή, από άνθρωπο χωρίς νομικές γνώσεις, πως ηθελημένα πυροβόλησε.

Ανακύπτει, συνεπώς, η ανάγκη εξέτασης της αποδοθείσας ποινικής ευθύνης στη βάση της εκδοχής πως ο εφεσείων δεν πίεσε με πρόθεση τη σκανδάλη αλλά ο πυροβολισμός, όπως το έθεσε το Κακουργιοδικείο, “ήταν το αποτέλεσμα εκπυρσοκρότησης λόγω των σπρωξιμάτων του θύματος».

Το Κακουργιοδικείο, αφού υπέμνησε με αναφορά στις υποθέσεις Ποτζιουρής και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 309, Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 488, (βλ. και Νikos Nikita Fostieri v. Republic (1969) 2 C.L.R. 105) πως το αδίκημα της ανθρωποκτονίας στοιχειοθετείται χωρίς κατ’ ανάγκην ύπαρξη πρόθεσης πρόκλησης θανάτου, έκρινε πως «και πάλιν ο κατηγορούμενος θα ήταν ένοχος ανθρωποκτονίας». Παρέπεμψε, συναφώς σε τρεις αγγλικές υποθέσεις, τις R. v. Larkin [1943] 1 All E.R. 217, Gray and another v. Barr Prudential Assurance Co. Ltd [1971] 2 All E.R. 950, Re K (deceased) [1985] 1 All E.R. 403. Και στη συζήτηση του θέματος στον Archbold Criminal Pleading Evidence and Practice, 37η έκδοση, παράγρ. 2519.

Στην R. v. Larkin, μετά από ισχυρή πρόκληση, ο κατηγορούμενος πρόταξε ξυράφι εναντίον του θύματος αλλά κρίθηκε πως ήταν ένοχος ανθρωποκτονίας ακόμα και στη βάση της εκδοχής του πως ήθελε μόνο να την εκφοβίσει και πως το πλήγμα στο λαιμό της ήταν [*706]τυχαίο, λόγω των κινήσεων της. Στην Gray, στο πλαίσιο αστικής διαδικασίας, θεωρήθηκε πως διεπράχθη ανθρωποκτονία όσο και αν ο εναγόμενος δεν είχε πρόθεση αλλά αθέλητα πυροβόλησε με το όπλο που κρατούσε αφού, κατά τη σειρά των γεγονότων, προχώρησε κατά του θύματος με έμφορτο και απασφαλισμένο το όπλο, με σκοπό να τον εκφοβίσει, και το θύμα για προστασία του όρμησε εναντίον του. Στην Re K (deceased) η σύζυγος, που συχνά κακοποιείτο βάναυσα από το σύζυγό της, προσπάθησε να τον εκφοβίσει κρατώντας έμφορτο και απασφαλισμένο το κυνηγετικό του όπλο με αποτέλεσμα την εκπυρσοκρότηση του,  κατά  την εξέλιξη της φιλονικίας, χωρίς τη θέλησή της. Στο πλαίσιο της επίλυσης κληρονομικού θέματος, η πράξη της χαρακτηρίστηκε ως ανθρωποκτονία.

Τα πιο πάνω, στη βάση της αρχής όπως διατυπώθηκε στην R. v. Larkin και επιβεβαιώθηκε από τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στην DPP v. Newbery [1976] 2 All ER 365  (Bλ. και Αrchbold Criminal Pleading Evidence and Practice έκδοση 2005 §19-100, Τextbook on Criminal Law, Glanville Williams, έκδοση 1978, σελ. 242, Card, Cross and Jones, Criminal Law 14η έκδοση, σελ. 214, Smith and Hogan, Criminal Law, 9η έκδοση, σελ. 370).  Τη μεταφέρουμε μαζί με τη μετάφραση της από το Κακουργιοδικείο:

“Where the act which a person is engaged in performing is unlawful, then, if at the same time it is a dangerous act, that is an act which is likely to injure another person and quite inadvertently he causes the death of that person by that act, then he is guilty of manslaughter…..”

(Εκεί όπου η πράξη την οποία επιτελεί ένα πρόσωπο, είναι παράνομη, τότε, εάν ταυτόχρονα είναι και επικίνδυνη, δηλαδή είναι πράξη η οποία ενδέχεται να τραυματίσει άλλο πρόσωπο και άθελά του προκαλεί το θάνατο του άλλου προσώπου, τότε, είναι ένοχος ανθρωποκτονίας).

Η κατάληξη του Κακουργιοδικείου αιτιολογήθηκε ως ακολούθως:

«Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω και επανερχόμενοι στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, νομίζουμε ότι η αλυσίδα των ενεργειών του κατηγορούμενου δείχνουν πράξεις και παράνομες και συνάμα τρομερά επικίνδυνες. Η παραλαβή κυνηγετικού όπλου από τον τόπο φύλαξης του σε ώρα έντονης αντιδικίας, το γέμισμα του με πλήρη φυσίγγια, η όπλιση και ιδιαίτερα η απασφάλιση του έτσι ώστε να χρησιμοποιηθεί εναντίον άλλου προ[*707]σώπου, ακόμα και για εκφοβισμό και παράνομες ενέργειες ήσαν και πολύ επικίνδυνες. Πολύ δε περισσότερο ήσαν επικίνδυνες οι ενέργειες του να έχει στραμμένο το έμφορτο αυτό όπλο εναντίον του θύματος όταν αυτός πλησίαζε.  Ακόμα δε πιο ασυγχώρητα επικίνδυνη ήταν η ενέργεια του όχι μόνο να μη στρέψει το όπλο αλλού όταν το θύμα ερχόταν σ’ επαφή με τις κάννες, αλλά να συνεχίζει να το έχει προτεταμένο και με το δάκτυλο στη σκανδάλη.  Με το δάκτυλο στη σκανδάλη ενώ το όπλο άγγιζε στο θύμα και ενώ από τα σπρωξίματα του σίγουρα προκαλούνταν κάποιοι κραδασμοί.  Υπενθυμίζουμε ότι και ο ίδιος ο κατηγορούμενος στην ανώμοτη δήλωση του είπε καθαρά ότι κατάλαβε ότι με το σπρώξιμο το όπλο μπορούσε να πυροβολήσει.  Αυτές όλες οι ενέργειες συνιστούν και παραβάσεις της περί Πυροβόλων Όπλων Νομοθεσίας, και επίθεση και ήταν αφ’ εαυτών τόσο δυνητικά επικίνδυνες ώστε και χωρίς την πρόθεση του κατηγορούμενου να σκοτώσει και χωρίς ακόμα να είχε τραβήξει τη σκανδάλη, να καθιστούν την καταδίκη για ανθρωποκτονία αναπόφευκτη».

Υποστηρίχτηκε από τον εφεσείοντα πως θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι απλώς στόχευσε στην προστασία της οικογένειάς του από την εξόχως προκλητική συμπεριφορά του θύματος και πως, κάτω από τέτοιο πρίσμα, δεν παρανομούσε όταν κρατούσε το όπλο, μόνο με σκοπό να τον πειθαναγκάσει να απομακρυνθεί.  Και, περαιτέρω, πως λείπει ακόμα και η actus reus του αδικήματος αφού, εν τέλει, την εκπυρσοκρότηση την προκάλεσε όχι κάποια ενέργεια δική του αλλά τα βίαια σπρωξίματα του θύματος.

Δεν μπορούμε να συμμεριστούμε αυτές τις σκέψεις.  Ήταν σαφώς παράνομη η μεταφορά του κυνηγετικού όπλου, έμφορτου και απασφάλιστου  μάλιστα σε δημόσιο χώρο, και η,  με σκοπό τον εκφοβισμό, πρόταξή του κατά την κίνηση του εφεσείοντα εναντίον του θύματος και δεν νομίζουμε ότι η περίπτωση δικαιολογεί ανάλυση πέραν των επισημάνσεων του Κακουργιοδικείου. Περαιτέρω, σαφώς στοιχειοθετούνται όλα τα συστατικά του αδικήματος αφού, με δοσμένη τη συμπεριφορά του θύματος, ο εφεσείων πρόταξε και συνέχισε να έχει προτεταμένο το όπλο κατά του θύματος, με το δάκτυλο στη σκανδάλη.  Είναι άμεμπτη η αποτίμηση του Κακουργιοδικείου στο απόσπασμα που παραθέσαμε και καταλήγουμε πως η έφεση κατά της καταδίκης πρέπει να απορριφθεί.

Η ποινή επιβλήθηκε στη βάση της διαπίστωσης πως ο εφεσείων, με πρόθεση θανάτωσης, πυροβόλησε το θύμα. Θα πρέπει, λοιπόν, να δούμε το θέμα πρωτογενώς στη βάση που προσδιορίσαμε.

[*708]

Μια συνηθισμένη του μέρα, για λόγους ασύνδετους προς οτιδήποτε ο εφεσείων προγραμμάτισε, πήρε απρόσμενα τραγική τροπή.  Πήρε το όπλο κάτω από ακραία συναισθηματική φόρτιση και ούτε τότε ούτε οποτεδήποτε ήταν η πρόθεσή του να πυροβολήσει κατά του θύματος. Δεν πυροβόλησε εναντίον του όταν βγήκε από το σπίτι και τον πυροβόλισμό στη συνέχεια, κατά την εξέλιξη των γεγονότων, δεν τον θέλησε.

Προκάλεσε, βέβαια, παράνομα το θάνατο του θύματος, για το αδίκημα προβλέπεται ποινή μέχρι και ισόβια φυλάκιση και ήδη βαρύνεται και με μια προηγούμενη καταδίκη για επίθεση που προκάλεσε βαριά σωματική βλάβη.  Χωρίς όμως το τελευταίο να αδυνατίζει και τα άλλα, από τις προσωπικές του περιστάσεις.  Είναι άνθρωπος εργατικός με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την οικογένειά του που διασφάλισε για τον ίδιο, τη σύζυγό και τα παιδιά του, αρμονική οικογενειακή ζωή.  Για το θάνατο του θύματος, εξ αρχής αλλά και μέχρι τώρα δεν παραλείπει να εκφράζει τη μεταμέλειά του, ειλικρινή όπως τη χαρακτήρισε και το Κακουργιοδικείο.

Ο εφεσείων μας παρέπεμψε σε σειρά αγγλικών υποθέσεων σε σχέση με ανθρωποκτονία μετά από πρόκληση αλλά και με παράνομη και επικίνδυνη πράξη. Η διακριτική ευχέρεια, απεριόριστη όπως είναι, ασκείται στη βάση των ιδιαίτερων περιστατικών της κάθε περίπτωσης και δεν θα επεκταθούμε στην αναζήτηση ομοιοτήτων και παραλληλισμών.  Η συμπεριφορά του εφεσείοντα, σε συνάρτηση και προς τη συμπεριφορά του θύματος από την αρχή μέχρι το τέλος, εντάσσει την περίπτωση στις εντελώς ιδιαίτερες και κρίνουμε πως ποινή φυλάκισης πέντε ετών εξισορροπεί όλους τους σχετικούς παράγοντες.  Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.

Η έφεση κατά της ποινής επιτυγχάνει.  Η ποινή των 13 ετών φυλάκισης αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης πέντε ετών.

Η�έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται. Η�έφεση κατά της ποινής επιτρέπεται. Η ποινή μειώνεται ως ανωτέρω.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο