Ανδρέου Πέτρος ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2005) 2 ΑΑΔ 718

(2005) 2 ΑΑΔ 718

[*718]21 Δεκεμβρίου, 2005

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΠΕΤΡΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 156/2005)

 

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Ευρήματα πρωτόδικου Δικαστηρίου σε υπόθεση κατοχής ναρκωτικών και κατοχής με σκοπό την προμήθειά τους σε άλλα πρόσωπα ― Ήταν εύλογα επιτρεπτά στη βάση της αποδεκτής μαρτυρίας και δεν παρεχόταν πεδίο για επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή τους.

Απόδειξη ― Βάρος αποδείξεως σε ποινική υπόθεση ― Η Κατηγορούσα Αρχή φέρει το βάρος αποδείξεως της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ― Καταδικαστική απόφαση για κατοχή ναρκωτικών και κατοχή με σκοπό την προμήθειά τους σε άλλα πρόσωπα ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση λόγω ύπαρξης ικανοποιητικής μαρτυρίας που οδήγησε το εκδικάσαν Δικαστήριο στο τελικό του συμπέρασμα ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε την υπόθεσή της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Ναρκωτικά ― Καταδίκη στηριζόμενη σε περιστατική μαρτυρία.

Απόδειξη ― Ψεύδη κατηγορουμένου προς την Αστυνομία ― Καταφυγή στο ψεύδος προς το σκοπό απόκρυψης κρίσιμων γεγονότων – Κατατείνει σε ενοχοποιητικά συμπεράσματα.

Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο στις ακόλουθες τρείς κατηγορίες: Κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α, ήτοι 887,8115 γρ. χαπιών έκσταση, κατοχή του ιδίου φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια του σε άλλο πρόσωπο και κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, ήτοι 4, 1454 γρ. κάνναβης. Όλα βρέθηκαν από την Αστυ[*719]νομία, στις 7/9/2004, στην Αγία Νάπα, μέσα στο κάθισμα μοτοποδηλάτου ενοικιάσεως, ιδιοκτησίας του εφεσείοντος. Ο εφεσείων, μετά που κλήθηκε να προβάλει την υπεράσπισή του, προέβη σε ανόμωτη δήλωση αρνούμενος οποιαδήποτε σχέση με τα ναρκωτικά. Δεν κάλεσε κανένα μάρτυρα υπεράσπισης. Η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε επτά μάρτυρες από τους οποίους οι έξη ήταν αστυνομικοί της ΥΚΑΝ και ο έβδομος ήταν ο λογιστής του εφεσείοντος.

Το Κακουργιοδικείο κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα ότι:

(α)   Ο εφεσείων “θεάθηκε να οδηγεί σχεδόν καθημερινά το μοτοποδήλατο, το οποίο δεν πρόσφερε προς ενοικίαση, και το οποίο στάθμευε πάντα στο χώρο στάθμευσης κάποιας πολυκατοικίας”, (β) ο εφεσείων “δεν το εξέθετε προς ενοικίαση στις 6/9/04 και στις 7/9/04 ούτε και κατά τις αμέσως προηγούμενες μέρες”, (γ) ο εφεσείων “οδήγησε το μοτοποδήλατο και το στάθμευσε στον πιο πάνω χώρο στάθμευσης και στις 6/9/04”, (δ) το μοτοποδήλατο “αλλά και τα υπόλοιπα μοτοποδήλατα, δεν ενοικιάστηκαν μετά την 4/9/04”.

Με την έφεση του ο εφεσείων αμφισβητεί για σειρά λόγων την καταδίκη του.

Με τους τέσσερις από τους λόγους έφεσης ο εφεσείων εισηγείται ότι εσφαλμένα και/ή αντινομικά το Κακουργιοδικείο κατέληξε στα πιο πάνω ευρήματα του. Προβάλλει επίσης τους ακόλουθους λόγους έφεσης:

1.  “Το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα και/ή αντινομικά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος πρόβαλε ψέμα σε ουσιώδες ζήτημα και/ή ότι το κίνητρό του ήταν η επίγνωση της δικής του ενοχής” και τούτο διότι “το Κακουργιοδικείο εξέλαβε την αντίδραση του κατηγορουμένου ότι το μοτοποδήλατο ήταν ενοικιασμένο σε συνδυασμό με το ότι αρχικά αρνήθηκε να κατονομάσει το λογιστή του ως μαρτυρία που ρίχνει φως στη συμπεριφορά του και δίδει εγκληματικό χαρακτήρα στις πράξεις του”.

2.  «Το Κακουργιοδικείο με τα ευρήματα και τα συμπεράσματά του στην ουσία  αντέστρεψε το βάρος απόδειξης και κατέληξε σε εύρημα ενοχής επειδή ο Κατηγορούμενος περίπου δεν πρόσφερε μαρτυρία ή εξηγήσεις που να αποδεικνύουν την αθωότητα του».

3.  «Το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα και/ή αντινομικά κατέληξε σε συμπεράσματα ότι το μοτοποδήλατο αρ. ΖΚΒΡ 451 στις 7/9/2004 βρισκόταν υπό την φύλαξη ή έλεγχο του Κατηγορουμένου, και ότι [*720]είχε γνώση για τη φύση του περιεχομένου του, δηλαδή ότι αυτό περιείχε τα επίδικα ναρκωτικά»· και τούτο διότι «Ενώπιον του Κακουργιοδικείου δεν υπήρχε καμία μαρτυρία που να οδηγεί σε συμπέρασμα ότι ο Κατηγορούμενος έστω γνώριζε που βρισκόταν το μοτοποδήλατο στις 7/9/2004, όπως επίσης δεν υπήρχε μαρτυρία ότι εντός του κλειδωμένου καθίσματος του μοτοποδηλάτου ευρισκόταν οτιδήποτε».

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Κακουργιοδικείο αποδεχόμενο τη μαρτυρία του Αστυφ. Α. Κουτσίδη (ΜΚ7), ορθά κατέληξε στο εύρημα ότι ο εφεσείων θεάθηκε να οδηγεί σχεδόν καθημερινά το μοτοποδήλατο και να το σταθμεύει σχεδόν πάντα στο χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας και, ως εκ τούτου, ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν το πρόσφερε ή το εξέθετε προς ενοικίαση «στις 6/9/2004 και στις 7/9/2004 ούτε και κατά τις αμέσως προηγούμενες μέρες». Η μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα ενίσχυε και τη μαρτυρία του Αν. Λοχ. Γ Ιωάννου (ΜΚ5) η οποία είχε κλονισθεί σε μερικά σημεία, κατά την αντεξέταση, εφόσον, από το έντυπο στο οποίο ισχυρίστηκε ότι έκαμνε σχετικές καταχωρήσεις για την παρακολούθηση του εφεσείοντος, προέκυψε ότι δεν είχε κάμει καμία καταχώρηση ότι είδε τον εφεσείοντα να οδηγεί το μοτοποδηλατο οποτεδήποτε μετά τις 20/8/2004.

2.  Το ψέμα του εφεσείοντος ότι το συγκεκριμένο μοτοποδήλατο ήταν ενοικιασμένο στις 7/9/2004 σε τρίτο πρόσωπο αναφερόταν σε ουσιώδες ζήτημα, το κίνητρο για το ψέμα ήταν η επίγνωση της ενοχής του, δεν λέχθηκε από ντροπή ή από πανικό ή από οποιοδήποτε άλλο λόγο, εφόσον δε αποδεικνυόταν από ανεξάρτητη αξιόπιστη μαρτυρία, συνιστούσε ισχυρή περιστατική μαρτυρία εις βάρος του.

3.  Το Κακουργιοδικείο εξέτασε ενδελεχώς τον ισχυρισμό ότι η Αστυνομία είχε ήδη ανοίξει την κλειδαριά του μοτοποδηλάτου πριν την έρευνα και τοποθέτησε τα ναρκωτικά για να ενοχοποιήσει τον εφεσείοντα στη βάση της ενώπιόν του μαρτυρίας χωρίς να μετατίθεται οποιοδήποτε βάρος απόδειξης στους ώμους του εφεσείοντος. Η δε εισήγηση ότι το Κακουργιοδικείο αντέστρεψε το βάρος της απόδειξης «ότι το μοτοποδήλατο το στάθμευε στο χώρο που ανευρέθη οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο απο τον κατηγορούμενο», δεν είναι ορθή, ενόψει την μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής με την οποία αποδείχθηκε θετικά ότι ο εφεσείων το οδηγούσε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, σχεδόν καθημερινά, πάντοτε δε το στάθμευε στο χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας και, αρνητικά, ότι, κατά τον ίδιο χρόνο, δεν θεάθηκε να το οδηγεί οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο και ή [*721]να το σταθμεύει στον ίδιο χώρο.

4.  Το Κακουργιοδικείο αφού έλαβε υπόψη όλα τα σχετικά με την υπόθεση στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν του - μεταξύ των οποίων ήταν ότι το μοτοποδήλατο ανήκε στον εφεσείοντα, ότι αυτό δεν εκτέθηκε προς ενοικίαση κατά τον κρίσιμο χρόνο (6/9/2004 και 7/9/2004), ότι κατά τον χρόνο αυτό θεάθηκε να το οδηγεί ο ίδιος, ότι είπε ψέματα στην Αστυνομία ότι στις 7/9/2004 το είχε ενοικιασμένο σε αλλοδαπό, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι, με την ανόμωτή του δήλωση, δεν αρνήθηκε ότι το οδηγούσε στις 6/9/2004 και τις αμέσως προηγούμενες μέρες - ορθά πείσθηκε, πέραν πάσης ευλόγου αμφιβολίας, ότι ο εφεσείων, στις 7/9/2004, είχε στην κατοχή του το μοτοποδήλατο και γνώριζε ότι αυτό περιείχε τα ναρκωτικά τα οποία, επίσης, κατείχε, ειδικά δε τα χάπια έκσταση, λόγω βάρους, με σκοπό να τα προμηθεύσει σε τρίτο πρόσωπο.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 260.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας (Υπόθεση Αρ. 3468/04) ημερομηνίας 7/6/05 και 9/6/05, με την οποία κρίθηκε ένοχος σε τρεις κατηγορίες, για κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Α΄, για κατοχή του με σκοπό την προμήθειά του σε άλλο πρόσωπο και για κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Β΄.

Γ. Γεωργίου, για τον Εφεσείοντα.

Λ. Παντελή, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.:  Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο σε τρεις κατηγορίες. Μια για κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α, ήτοι 887,8115γρ. χαπιών έκσταση, μια για κατοχή του ίδιου φαρμάκου με σκοπό την προμήθειά του σε άλλο πρό[*722]σωπο και μια για κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, ήτοι 4,1454γρ. φυτικής ύλης κάνναβης. Όλα βρέθηκαν από την Αστυνομία, στις 7.9.2004, στην Αγία Νάπα, μέσα στο κάθισμα μοτοποδηλάτου ενοικιάσεως, ιδιοκτησίας του εφεσείοντος.

Προς απόδειξη των κατηγοριών, η κατηγορούσα αρχή κάλεσε επτά μάρτυρες από τους οποίους οι έξι ήταν αστυνομικοί της Υπηρεσίας Καταπολέμησης Ναρκωτικών (ΥΚΑΝ). Ο έβδομος ήταν ο λογιστής του εφεσείοντος. Κατατέθηκαν, επίσης, εκ συμφώνου, παραδεκτά γεγονότα και τεκμήρια. Ο εφεσείων, μετά που κλήθηκε να προβάλει την υπεράσπισή του, προέβη σε ανόμωτη δήλωση. Είπε “Είμαι αθώος. Δεν έχω καμιά σχέση με τα ναρκωτικά. Δεν τα τοποθέτησα εγώ στη μοτοσικλέτα. Είμαι αθώος.”. Δεν κάλεσε κανένα μάρτυρα υπεράσπισης.

Το Κακουργιοδικείο, αφού αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία, κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:

Κατά τον ουσιώδη χρόνο ο εφεσείων διατηρούσε κατάστημα ενοικιάσεως μοτοποδηλάτων στην Αγία Νάπα. Ένα από αυτά ήταν το ZKBP451 (το μοτοποδήλατο). Τον Αύγουστο του 2004 η Αστυνομία έλαβε πληροφορία ότι αυτός διακινούσε ναρκωτικά στην Αγία Νάπα. Τον έθεσε υπό παρακολούθηση. Αστυνομικοί τον είδαν να οδηγεί σχεδόν καθημερινά το μοτοποδήλατο. Δεν το πρόσφερε προς ενοικίαση ενώ πάντα το στάθμευε στο χώρο στάθμευσης κάποιας πολυκατοικίας η οποία βρίσκεται σε απόσταση περίπου 30 μέτρων, απέναντι από το κατάστημα ενοικιάσεώς του. Ακολούθως κατευθυνόταν πεζός στο κατάστημά του. Από τη στιγμή που η Αστυνομία έθεσε υπό παρακολούθηση τον εφεσείοντα, μόνο αυτός θεάθηκε να οδηγεί το μοτοποδήλατο και μόνο αυτός θεάθηκε να το σταθμεύει στο χώρο στάθμευσης της εν λόγω πολυκατοικίας. Οδήγησε το μοτοποδήλατο και το στάθμευσε στον ίδιο χώρο και στις 6.9.2004. Το μοτοποδήλατο βρισκόταν εκεί και στις 7.9.2004. Την ίδια μέρα η Αστυνομία αποφάσισε να ερευνήσει το κατάστημα του εφεσείοντος. Αφού εξασφάλισε ένταλμα έρευνας, μεταξύ των ωρών 17.00 έως 19.20, το ερεύνησε στην παρουσία του εφεσείοντος. Η έρευνα κάλυψε τόσο το κατάστημα όσο και τα εκεί μοτοποδήλατα. Κάλυψε, επίσης, τον εξωτερικό χώρο. Δεν ανευρέθηκε οτιδήποτε το επιλήψιμο. Στα πλαίσια της έρευνας, η Αστυνομία, με τη συγκατάθεση του εφεσείοντος, παρέλαβε οκτώ μπλοκ ενοικαστηρίων εγγράφων. Ενώ διεξαγόταν η έρευνα, το μοτοποδήλατο βρισκόταν στο χώρο στάθμευσης της απέναντι πολυκατοικίας φρουρούμενο από την Αστυνομία. Στις 19.20, μετά το πέρας της έρευνας, η Αστυνομία μετέβη, μαζί με τον εφεσείοντα, στον απέναντι χώρο [*723]στάθμευσης όπου το μοτοποδήλατο. Αφού πληροφόρησε τον εφεσείοντα ότι υπήρχαν υπόνοιες ότι το μοτοποδήλατο χρησιμοποιείτο για τη διακίνηση ναρκωτικών, του ζήτησε να κατονομάσει τον υπεύθυνο οδηγό του μοτοποδηλάτου. Απάντησε ότι το είχε ενοικιάσει σε αλλοδαπό τον οποίο δεν θυμόταν. Του ζητήθηκε τότε να παρουσιάσει το σχετικό ενοικιαστήριο έγγραφο. Απάντησε ότι δεν μπορούσε επειδή τα μπλοκς των ενοικιαστηρίων εγγράφων είχαν παραληφθεί από το λογιστή του. Του ζητήθηκε να κατονομάσει το λογιστή του. Αρνήθηκε. Αρνήθηκε, επίσης, να συγκατατεθεί γραπτώς στην έρευνα του μοτοποδηλάτου. Όταν, όμως, η Αστυνομία τον πληροφόρησε ότι θα απευθυνόταν στο Δικαστήριο για την έκδοση σχετικού εντάλματος έρευνας, απάντησε, “Εν εντάξει, αλλά θέλω να μείνω τζιαι εγιώ δαμέ να θωρώ.”. Ακολούθως, η Αστυνομία αναζήτησε τα κλειδιά του μοτοποδηλάτου. Ο εφεσείων μετέβη με αστυνομική συνοδεία στο κατάστημά του για να προσπαθήσει να τα βρει, όμως αυτά δεν βρέθηκαν. Τότε, η Αστυνομία, σε συνεννόηση με τον εφεσείοντα, κάλεσε κλειδαρά ο οποίος, στην παρουσία του εφεσείοντος, προσπάθησε να ανοίξει το μοτοποδήλατο χρησιμοποιώντας γενικό αντικλείδι (master key) χωρίς, όμως, αποτέλεσμα. Ακολούθως η Αστυνομία άνοιξε το κάθισμα του μοτοποδηλάτου αφού χρησιμοποίησε κατσαβίδι και βία. Μέσα στο κάθισμα βρήκε τα ναρκωτικά, αντικείμενο της υπόθεσης, όπως και άλλα αντικείμενα. Αμέσως συνέλαβε τον εφεσείοντα για αυτόφωρα αδικήματα και, αφού του επέστησε την προσοχή του στο νόμο, αυτός απάντησε, “Εντάξει.”.

Την ίδια μέρα, 7.9.2004, η Αστυνομία ερεύνησε το διαμέρισμα κάποιου Νίκου Ερωτοκρίτου. Το διαμέρισμα βρισκόταν πάνω από το χώρο όπου ο εφεσείων στάθμευε το μοτοποδήλατο. Κατά την έρευνα βρέθηκαν χάπια έκσταση παρομοίου τύπου με εκείνα που βρέθηκαν στο μοτοποδήλατο. Ο Νίκος Ερωτοκρίτου συνελήφθη για αυτόφωρο αδίκημα. Επειδή δε ήταν φίλος του εφεσείοντος και υπήρχε πληροφορία ότι ήταν συνεργάτης του, ανακρίθηκε και σε σχέση με τα ναρκωτικά που βρέθηκαν στο μοτοποδήλατο. Δεν προέκυψε, όμως, οτιδήποτε που να τον συνδέει.

Μεταξύ των ωρών 21.15 και 21.20 ο εφεσείων ανακρίθηκε προφορικά από την Αστυνομία. Αρνήθηκε να αναφέρει οτιδήποτε σε σχέση με τα ναρκωτικά που βρέθηκαν στο μοτοποδήλατο ενώ, σε σχέση με την ενοικίαση του μοτοποδηλάτου, παρέπεμψε στα ενοικιαστήρια έγγραφα που κατείχε ο λογιστής του, κάποιος Μαρτής, όπως είπε, από τη Σωτήρα. Ακολούθως, η Αστυνομία, αφού εντόπισε το λογιστή, ήταν ο Μαρτής Μαρτή (ΜΚ6), και εξασφάλισε ένταλμα έρευνας του γραφείου του, το εκτέλεσε μεταξύ των ωρών [*724]00.05 και 00.20 της 8.9.2004. Παρέλαβε από το Μαρτή έξι μπλοκς ενοικιαστηρίων εγγράφων τα οποία, όπως του δήλωσε, ήταν και τα μόνα που είχε στην κατοχή του και ανήκαν στον εφεσείοντα. Τα είχε παραλάβει από τον εφεσείοντα στις 4.9.2004. Μετά που η αστυνομία εξέτασε όλα τα μπλοκς ενοικιαστηρίων εγγράφων, δηλαδή τα οκτώ που παρέλαβε από το κατάστημα του εφεσείοντος στις 7.9.2004 και τα έξι που της παρέδωσε ο Μαρτής Μαρτή (ΜΚ6) στις 8.9.2004, διαπίστωσε ότι, βάσει των εν λόγω εγγράφων, το μοτοποδήλατο είχε ενοικιαστεί μόνο για την περίοδο μεταξύ 5.8.2004 και 9.8.2004. Δεν ήταν, επομένως, ενοικιασμένο στις 7.9.2004 ή αμέσως πριν από την εν λόγω ημερομηνία.

Ακολούθως, το Κακουργιοδικείο, αφού απέκλεισε το ενδεχόμενο τα ναρκωτικά που βρέθηκαν στο μοτοποδήλατο να είχαν τοποθετηθεί από τον Αν. Λοχ. 4743 Γ. Ιωάννου (ΜΚ5) ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, κατόπιν συνεννόησης με την Αστυνομία, όπως ήταν η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντος, στηριζόμενο στα ευρήματά του, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων “δεν εξέθετε το μοτοποδήλατο προς ενοικίαση στις 6.9.2004 και 7.9.2004, ούτε και κατά τις αμέσως προηγούμενες μέρες”. Ψευδώς δε είπε στην Αστυνομία ότι, στις 7.9.2004, το μοτοποδήλατο ήταν ενοικιασμένο σε τρίτο πρόσωπο. Ήταν στην κατοχή του, σταθμευμένο στο χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας όπου συνήθισε να το σταθμεύει μετά που το οδηγούσε. Συνακόλουθα, γνώριζε και το περιεχόμενο του καθίσματος του μοτοποδηλάτου και, επομένως, κατείχε τα ναρκωτικά, αντικείμενο της πρώτης και τρίτης κατηγορίας· λαμβανομένου δε υπόψη του τεκμηρίου του άρθρου 30 Α του Νόμου 91(Ι)/2003, κατείχε τα ναρκωτικά, αντικείμενο της δεύτερης κατηγορίας, με σκοπό την προμήθειά τους σε άλλο πρόσωπο. Ήταν συνεπώς ένοχος και στις τρεις κατηγορίες.

Με την έφεση αμφισβητείται, για σειρά λόγων, η ορθότητα της καταδίκης του εφεσείοντος.

Με τους τέσσερις από τους λόγους έφεσης ο εφεσείων εισηγείται ότι εσφαλμένα και ή αντινομικά το Κακουργιοδικείο κατέληξε στα ευρήματα ότι: (α) ο εφεσείων “θεάθηκε να οδηγεί σχεδόν καθημερινά το μοτοποδήλατο, το οποίο δεν πρόσφερε προς ενοικίαση, και το οποίο στάθμευε πάντα στο χώρο στάθμευσης κάποιας πολυκατοικίας”, (β) ο εφεσείων “δεν το εξέθετε προς ενοικίαση στις 6.9.04 και στις 7.9.04 ούτε και κατά τις αμέσως προηγούμενες μέρες”, (γ) ο εφεσείων “οδήγησε το μοτοποδήλατο και το στάθμευσε στον πιο πάνω χώρο στάθμευσης και στις 6.9.04”, και (δ) το μοτοποδήλατο “αλλά και τα υπόλοιπα μοτοποδήλατα, δεν ενοικιάστηκαν [*725]μετά την 4.9.04”, μέρα παραλαβής των έξι μπλοκς ενοικιάσεως από το Μαρτή Μαρτή (ΜΚ6)· και τούτο διότι κανένας μάρτυρας δεν κατέθεσε ότι ο εφεσείων οδηγούσε το μοτοποδήλατο “σχεδόν καθημερινά”, δεν υπάρχει μαρτυρία ότι “μετά που ο εφεσείων παρέδωσε κάποια από τα μπλοκς για ενοικιαστήρια έγγραφα στις 4.9.2004 το μοτοποδήλατο δεν εκτίθετο προς ενοικίαση και ή ότι ήταν τούτο υπό την κατοχή και το φυσικό έλεγχό του”, η δε μαρτυρία ότι ο εφεσείων οδήγησε το μοτοποδήλατο στις 6.9.2004 και το στάθμευσε στο χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας ήταν αναξιόπιστη, καθότι ο μεν ΜΚ5 Αν. Λοχ. 4743 Γ. Ιωάννου δεν κατέγραψε το γεγονός στο έντυπο καταχωρήσεων παρακολούθησης που συνέταξε στις 6.9.2004 ενώ, αντίθετα, στο ίδιο έντυπο, έκαμε, την ίδια μέρα, καταχώρηση ότι είδε τον εφεσείοντα να οδηγεί το μοτοποδήλατο στις 20.8.2004, ο δε ΜΚ7 Αστυφ. 690 Α. Κουτσίδης “δεν αναφέρει αυτό το πολύ ουσιαστικό γεγονός στην κατάθεσή του”. Τέλος, δεν αποκλείσθηκε το ενδεχόμενο το μοτοποδήλατο, αλλά και τα υπόλοιπα μοτοποδήλατα, να ενοικιάστηκαν μετά τις 4.9.2004.

Οι προβαλλόμενοι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.

Είναι γεγονός ότι η μαρτυρία του Αν. Λοχ. 4743 Γ. Ιωάννου (ΜΚ5) ότι, αφότου λήφθηκε η εις βάρος του εφεσείοντος πληροφορία τον Αύγουστο του 2004, τον είδε, στα πλαίσια της παρακολούθησης, να οδηγεί το μοτοποδήλατο σχεδόν καθημερινά, μέχρι τις 6.9.2004 και 7.9.2004, κλονίσθηκε κατά την αντεξέταση, εφόσον, από το έντυπο στο οποίο ισχυρίστηκε ότι έκαμνε σχετικές καταχωρήσεις, προέκυψε ότι δεν είχε κάμει καμιά καταχώρηση ότι είδε τον εφεσείοντα να οδηγεί το μοτοποδήλατο οποτεδήποτε μετά τις 20.8.2004, αναφορικά δε με τις 6.9.2004, μέρα που έκαμε την καταχώρηση για τις 20.8.2004, έδωσε την εξήγηση ότι δεν έκαμε και καταχώρηση ότι τον είδε και εκείνη τη μέρα, γιατί πλέον είχε παρθεί η απόφαση να ερευνηθεί ο εφεσείων και για τον ίδιο “ο φάκελος είχε ήδη τελειώσει”, ενώ, κατά την επανεξέταση, έκαμε αναφορά σε “φόρτο εργασίας”. Πάνω στο ίδιο όμως θέμα, η μαρτυρία του Αστυφ. 690 Α. Κουτσίδη (ΜΚ7), κατά την κύρια εξέταση, ήταν ότι έλαβε μέρος στις παρακολουθήσεις του εφεσείοντος, και ότι είχε παρακολουθήσει τις κινήσεις του τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο, το δε αποτέλεσμα ήταν ότι ο εφεσείων, σε διάφορες περιπτώσεις, έβγαινε από το κατάστημά του, πήγαινε στο χώρο στάθμευσης της απέναντι πολυκατοικίας, έπαιρνε το μοτοποδήλατο, έφευγε, και όταν επέστρεφε το στάθμευε στον ίδιο τόπο και, ακολούθως, πήγαινε στο κατάστημά του. Τον είδε, είπε, να κινείται και με άλλα οχήματα, αλλά το μοτοποδήλατο ήταν πάντα σταθμευμένο έξω από το κατάστημα στο χώρο στάθμευσης της απέναντι πολυκατοικίας. Για [*726]όλα αυτά ο Αστυφ. 690 Α. Κουτσίδης (ΜΚ7) δεν αντεξετάστηκε από την υπεράσπιση. Η αντεξέτασή του σε σχέση με τις παρακολουθήσεις περιορίστηκε στην αμφισβήτηση του ισχυρισμού του ότι, στις 6.9.2004, είδε τον εφεσείοντα να οδηγεί το μοτοποδήλατο και να το σταθμεύει στο χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας, ισχυρισμό στον οποίο και επέμενε, παρά το ότι δεν έκαμε σχετική αναφορά στην κατάθεσή του, παράλειψη την οποία απέδωσε στο γεγονός ότι η κατάθεσή του αναφερόταν στα γεγονότα της 7.9.2004 και “όχι για κάποια άλλη συγκεκριμένη ημερομηνία και περιστασιακά για την παρακολούθηση σε 2-3 γραμμές”. Ορθά, επομένως, το Κακουργιοδικείο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του, κατέληξε στο εύρημα ότι ο εφεσείων θεάθηκε να οδηγεί σχεδόν καθημερινά το μοτοποδήλατο και να το σταθμεύει πάντα στο χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας και, ως εκ τούτου, ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν το πρόσφερε ή το εξέθετε προς ενοικίαση “στις 6.9.2004 και στις 7.9.2004 ούτε και κατά τις αμέσως προηγούμενες μέρες”. Στις δε 6.9.2004 “οδήγησε το μοτοποδήλατο και το στάθμευσε στον πιο πάνω χώρο στάθμευσης”, σύμφωνα και με τη μαρτυρία του Αστυφ. 690 Α. Κουτσίδη (ΜΚ7).

Όσον αφορά, τέλος, το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ότι το μοτοποδήλατο “αλλά και τα υπόλοιπα μοτοποδήλατα, δεν ενοικιάστηκαν μετά τις 4.9.2004”, μέρα παραλαβής των έξι μπλοκς ενοικιάσεως από το Μαρτή Μαρτή (ΜΚ6), το οποίο προσβάλλεται επίσης ως εσφαλμένο, παρατηρούμε ότι αυτό είναι απόλυτα ορθό. Το επίδικο, μάλιστα, μοτοποδήλατο, όπως προέκυψε μετά την εξέταση από το Λοχ. 519 Α. Κωνσταντίνου (ΜΚ2) των δεκατεσσάρων μπλοκς ενοικιαστηρίων εγγράφων που παραλήφθηκαν από το κατάστημα του εφεσείοντος και από το Μαρτή Μαρτή (ΜΚ6), είχε ενοικιαστεί μόνο την περίοδο μεταξύ 5.8.2004 και 9.8.2004 και ουδέποτε μεταγενέστερα. Ο δικηγόρος του εφεσείοντος προέβαλε έμμεσα τον ισχυρισμό ότι μοτοποδήλατα του εφεσείοντος ενοικίαζαν και οι γονείς του, οι οποίοι διατηρούσαν παρόμοιο κατάστημα “λίγο παρακάτω”, χρησιμοποιώντας δικά τους μπλοκς ενοικιαστηρίων εγγράφων, ισχυρισμό τον οποίο ο μάρτυρας Αστυφ. 3163 Μ. Αντωνίου (ΜΚ1) αποδέχθηκε ως προς το πρώτο του σκέλος, ότι, δηλαδή, εξ όσων εγνώριζε, όπως είπε, οι γονείς του εφεσείοντος ενοικίαζαν μοτοποδήλατα και από το κατάστημά του, δεν τον αποδέχθηκε όμως και ως προς το δεύτερό του σκέλος, ότι, δηλαδή, σε τέτοια περίπτωση, χρησιμοποιούσαν δικά τους μπλοκς ενοικιαστηρίων εγγράφων. Τέτοια εισήγηση δεν του τέθηκε κατά την αντεξέταση. Ο δε εφεσείων δεν προέβαλε τέτοιο ισχυρισμό, ούτε κάλεσε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι οι γονείς του ενοικίαζαν και δικά του μοτοποδήλατα χρησιμοποιώντας δικά τους μπλοκς ενοικιαστηρίων εγγράφων. Έχουμε, επίσης, σημειώσει, την αναφορά [*727]του Μαρτή Μαρτή (ΜΚ6) στη μαρτυρία του ότι, στην περιοχή Αγίας Νάπας, άνθρωποι που κάνουν την ίδια δουλειά με τον εφεσείοντα έχουν και δεύτερα ενοικιαστήρια έγγραφα τα οποία χρησιμοποιούν “για να γλιτώνουν κάποια λεφτά από το φόρο” ή “μπορεί να ενοικιάσουν μοτοσικλέτα χωρίς να κάμουν έγγραφο” ή, όταν γίνεται ανανέωση της ενοικίασης, δεν το αναφέρουν στο λογιστή τους για να γλιτώσουν “το ΦΠΑ ή το Φόρο Εισοδήματος”. Η αναφορά αυτή, όπως υπαινίσσεται στο διάγραμμα αγόρευσής του ο δικηγόρος του εφεσείοντος, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ο εφεσείων να ενοικίασε το μοτοποδήλατο και μετά τις 9.8.2004 χωρίς ενοικιαστήριο έγγραφο ή χρησιμοποιώντας δεύτερο ενοικιαστήριο έγγραφο ή να ανανέωσε την ενοικίασή του χωρίς να το αναφέρει στο λογιστή του. Όμως, ο εφεσείων δεν προέβαλε, και πάλι, τέτοιο ισχυρισμό, ούτε κάλεσε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι ενοικίαζε μοτοποδήλατα και χωρίς ενοικιαστήριο έγγραφο ή με τη χρήση δεύτερου εγγράφου ή ότι, σε περίπτωση ανανέωσης της ενοικίασης, δεν ενημέρωνε το λογιστή του για να αποφύγει την πληρωμή του ΦΠΑ ή Φόρου εισοδήματος. Δεν είχε, επομένως, το Κακουργιοδικείο άλλη επιλογή από του να στηρίξει τα συμπεράσματά του αναφορικά με το πώς και πότε ενοικιάζονταν όλα τα μοτοποδήλατα του εφεσείοντος, περιλαμβανομένου, βέβαια, και του επίδικου, στα στοιχεία που προέκυπταν από τα δεκατέσσερα μπλοκς των ενοικιαστηρίων εγγράφων - τεκμηρίων και μόνο.

Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι “το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα και ή αντινομικά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος πρόβαλε ψέμα σε ουσιώδες ζήτημα και ή ότι το κίνητρό του ήταν η επίγνωση της δικής του ενοχής·” και τούτο διότι “το Κακουργιοδικείο εξέλαβε την αντίδραση του κατηγορουμένου ότι το μοτοποδήλατο ήταν ενοικιασμένο σε συνδυασμό με το ότι αρχικά αρνήθηκε να κατονομάσει το λογιστή του ως μαρτυρία που ρίχνει φως στη συμπεριφορά του και δίδει εγκληματικό χαρακτήρα στις πράξεις του”. Παραγνώρισε, όμως, το Κακουργιοδικείο “το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος προσφέρθηκε να βοηθήσει την Αστυνομία να ανοίξει το μοτοποδήλατο αφενός μεν μεταβαίνοντας στο κατάστημά του για να εντοπίσει αντικλείδια ή κλειδιά και αφετέρου εισηγούμενος να κληθεί κλειδαράς για να το ανοίξει”. Παραγνώρισε, επίσης, “το γεγονός ότι ανακρινόμενος μεταξύ 21.15 και 21.20 κατονόμασε το λογιστή του το ΜΚ6, ενώ η έρευνα είχε τελειώσει στις 21.00, δηλαδή κατονόμασε το λογιστή του 15΄ - 20΄ μετά την έρευνα”. Τέλος, “το Κακουργιοδικείο θεωρεί ως δεδομένο ότι ο κατηγορούμενος με τη θέση του ότι το μοτοποδήλατο ήταν ενοικιασμένο είπε ψέματα ότι το ενοικίασε ο ίδιος και ότι συνέταξε και σχετικό ενοικιαστήριο ενώ δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία ότι ο κατηγορούμενος ανέφερε κάτι τέτοιο”.

[*728]

Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Σχετική είναι η μαρτυρία του Αστυφ. 2354 Π. Πέτρου (ΜΚ4), του Λοχία 519 Α. Κωνσταντίνου (ΜΚ2), του Αναπλ. Λοχ. 4743 Γ. Ιωάννου (ΜΚ5) και του Αστυφ. 3178 Π. Παρασκευά (ΜΚ3).

Ο ΜΚ4, στην κατάθεσή του, που κατατέθηκε ως μέρος της κύριας του εξέτασης (Τεκμήριο 30), ανέφερε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

“Κατά την άφιξη μου στο μέρος η ώρα 1920, ο Αν.Λοχ. 4743, στην παρουσία του Ανδρέου, μου υπόδειξε το εν λόγω μοτοποδήλατο του οποίου όπως με πληροφόρησε ο αποθηκευτικός χώρος ήταν κλειδωμένος. Αφού πληροφόρησα τον Ανδρέου για τις υπόνοιες που υπήρχαν για το υπό αναφορά μοτοποδήλατο και αφού του επέστησα την προσοχή του στο νόμο απάντησε “ΤΙΠΟΤΕ”. Στην συνέχεια ζήτησα από τον Ανδρέου όπως μου κατονομάσει τον υπεύθυνο οδηγό του μοτοποδηλάτου όπου μου ανέφερε ότι δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει αφού ενοικίασε τούτο σε αλλοδαπό που δεν θυμάται. Ζήτησα από τον ίδιο όπως εντοπίσει και παρουσιάσει εκδοθέν ενοικιαστήριο έγγραφο πλην όμως ανέφερε ότι δεν ήταν σε θέση να πράξει τούτο αφού τα μπλοκ ενοικιαστηρίων εγγράφων, που χρησιμοποιούσε, τα παρέλαβε ο λογιστής του. Αν και του ζήτησα όπως μου κατονομάσει τον λογιστή του αυτός αρνήθηκε να κάμει τούτο. Ακολούθως ζήτησα από τον Ανδρέου εάν επιθυμούσε να μου παραχωρήσει γραπτώς την συγκατάθεση του με σκοπό την διενέργεια έρευνας του εν λόγω μοτοποδηλάτου πλην όμως αρνήθηκε να κάμει τούτο. Για την πιο πάνω εξέλιξη ενημέρωσα σχετικά τον επικεφαλής της έρευνας Λοχ. 519 Α. Κων/νου, από τον οποίο έλαβα οδηγίες όπως παραμείνω στο μέρος μαζί με τον Αν. Λοχ. 4743, για την φύλαξη του μοτοποδηλάτου, μέχρι την έκδοση εντάλματος έρευνας του, πράγμα το οποίο και έπραξα. Στην συνέχεια ενημέρωσα, σχετικά τον Ανδρέου, για τις προθέσεις της Αστυνομίας, του επέστησα την προσοχή του στο νόμο όπου αυτός απάντησε “ΕΝ ΕΝΤΑΞΕΙ ΑΛΛΑ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΕΙΝΩ ΤΖΑΙ ΕΓΙΩ ΔΑΜΕ ΝΑ ΘΩΡΩ”. Ακολούθως και ώρα 2030 κατέφθασε στο μέρος ο Λοχ. 519 Α. Κων/νου όπου και του υπέδειξα το συγκεκριμένο μοτοποδήλατο. Στην παρουσία μου ο Λοχ. 519 Α. Κων/νου ενημέρωσε τον Ανδρέου για την ύπαρξη του εντάλματος έρευνας για το εν λόγο μοτοποδήλατο, και αφού το υπόδειξε στον Ανδρέου, του επέστησε την προσοχή του στο νόμο όπου αυτός δεν απάντησε οτιδήποτε.”

Αναφορικά με τα πιο πάνω, ο ΜΚ4 δεν αντεξετάστηκε.

[*729]

Ο ΜΚ2 στην κατάθεσή του, που κατατέθηκε ως μέρος της κύριάς του εξέτασης (Τεκμήριο 8), ανέφερε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

“Στην συνέχεια και ώρα 2030 αφού εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας επισκέφθηκα, μαζί με τον Αστ. 3163 Μ. Αντωνίου φωτογράφο, τον εν λόγω χώρο στάθμευσης όπου βρισκόταν τόσο το μοτοποδήλατο όσο και οι, Αν.Λοχ. 4743, Αστ. 2354, Αστ. 3178, Αστ 690 και ο Πέτρος Ανδρέου. Κατά την άφιξη μου στο μέρος, ο Αστ. 2354 Π. Πέτρου μου υπόδειξε το συγκεκριμένο μοτοποδήλατο και στην συνέχεια αφού πλησίασα τον Ανδρέου, τον οποίο και γνωρίζω, τον πληροφόρησα για την ύπαρξη του σχετικού εντάλματος έρευνας και αφού το υπόδειξα σε αυτόν του επέστησα την προσοχή του στο νόμο όπου δεν έδωσε καμία απάντηση. Ακολούθως ζήτησα από τον Ανδρέου όπως μου παραδώσει τα κλειδιά του μοτοποδηλάτου πλην όμως μου ανέφερε ότι δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει αφού ήταν ενοικιασμένο σε πελάτη. Όταν του ζήτησα όπως μου παρουσιάσει τα σχετικά ενοικιαστήρια έγγραφα, ανέφερε ότι ήταν στον λογιστή του, τον οποίο όταν του ζήτησα να μου κατονομάσει αρνήθηκε να πράξει τούτο.”

Αναφορικά με τα πιο πάνω, ο ΜΚ2 δεν αντεξετάστηκε.

Ο ΜΚ5 ανέφερε, κατά την κύρια εξέτασή του, και τα εξής:

“Ε.  Ύστερα;

 Α.  Ερωτήθηκε επανειλημμένα αν είναι δικό του το μοτοποδήλατο αφού έφερε και αυτοκόλλητα του γραφείου ενοικιάσεως του. Στην αρχή αρνήθηκε λέγοντας ότι πιθανό να το είχε ενοικιάσει χωρίς να γνωρίζει σε ποιο. Στη συνέχεια μου ελέχθηκε σε μένα προσωπικά ότι πιθανό να το έχει πουλήσει και πιθανό ο νέος ιδιοκτήτης να διατηρούσε τα αυτοκόλλητα του γραφείου ενοικιάσεως.

 Ε.  Από ποιο σου ελέγχθηκε αυτό;

 Α.  Από τον κατηγορούμενο και για αρκετή ώρα προσπαθήσαμε να βρούμε τα κλειδιά στο κατάστημα του κατηγορουμένου πράγμα το οποίο δεν καταφέραμε.”

Αναφορικά με τα πιο πάνω, ο ΜΚ5 δεν αντεξετάστηκε.

Αντεξεταζόμενος ο ΜΚ3 ανέφερε και τα εξής:

“Ε.  Όταν πήγατε εκεί να κάνετε την έρευνα, σας είπε ο κατηγο[*730]ρούμενος ότι δεν θυμόταν σε ποιον είχε ενοικιάσει αυτήν την μοτοσικλέτα έτσι είναι;

 Α.  Ναι.

 Ε.  Αλλά προθυμοποιήθηκε να σας πάρει να ψάξετε αν τυχόν τα κλειδιά βρίσκονταν στο κατάστημα του για να την ανοίξετε;

 Α.  Ναι. ”

Ενόψει της πιο πάνω μαρτυρίας, την οποία και αποδέχθηκε, ορθά το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο εύρημα ότι ο εφεσείων “ευθύς εξ αρχής δήλωσε στην Αστυνομία ότι είχε ενοικιάσει το μοτοποδήλατο σε αλλοδαπό που δεν θυμόταν, αφήνοντας να νοηθεί ότι για αυτή την ενοικίαση συνέταξε έγγραφο το οποίο κατείχε ο λογιστής του αφού παρέπεμψε στα μπλοκ ενοικιαστηρίων εγγράφων που κατείχε ο λογιστής του”· και ότι “αρχικά, ενώ παρέπεμψε στο λογιστή του, αρνήθηκε να κατονομάσει τον τελευταίο”. Λαμβάνοντας δε υπόψη ότι ο εφεσείων ουδέποτε προέβαλε τη θέση, είτε στην Αστυνομία είτε στο Δικαστήριο, ότι το ενοικιαστήριο έγγραφο του μοτοποδηλάτου το κατείχε οποιοσδήποτε άλλος ή την ενοικίαση την έκανε οποιοσδήποτε από τους γονείς του, χωρίς να χρησιμοποιήσει δικό του ενοικιαστήριο έγγραφο, ούτε ότι ο ίδιος ή οι γονείς του ενοικίασαν οποτεδήποτε το μοτοποδήλατο χωρίς να χρησιμοποιήσουν ενοικιαστήριο έγγραφο, ορθά κατέληξε στο εύρημα ότι το μοτοποδήλατο, τον Αύγουστο και το Σεπτέμβρη του 2004, δεν ενοικιάστηκε σε οποιονδήποτε παρά μόνο, όπως προέκυπτε από τα ενοικιαστήρια έγγραφα – τεκμήρια, για την περίοδο 5.8 έως 9.8.2004. Δοθέντος δε ότι ο εφεσείων, στις 6.9.2004 και προηγουμένως, σχεδόν καθημερινά, θεάθηκε να οδηγεί το μοτοποδήλατο και να το σταθμεύει στο χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας όπου βρέθηκε και ερευνήθηκε στις 7.9.2004, ορθά το Κακουργιοδικείο, εφαρμόζοντας τις αρχές της Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 260, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων είπε ψέμα στην Αστυνομία, και μάλιστα ηθελημένα, όταν ισχυρίστηκε ότι το συγκεκριμένο μοτοποδήλατο ήταν ενοικιασμένο στις 7.9.2004 σε τρίτο πρόσωπο, το ψέμα αναφερόταν σε ουσιώδες ζήτημα, το κίνητρο για το ψέμα ήταν η επίγνωση της ενοχής του, δεν λέχθηκε από ντροπή ή από πανικό ή από οποιοδήποτε άλλο λόγο, εφόσον δε αποδεικνυόταν από ανεξάρτητη αξιόπιστη μαρτυρία, συνιστούσε ισχυρή περιστατική μαρτυρία εις βάρος του.

Όσον αφορά το ότι ο εφεσείων προσφέρθηκε να βοηθήσει την Αστυνομία να ανοίξει το μοτοποδήλατο, προσπαθώντας αφενός να εντοπίσει τα κλειδιά και αφετέρου εισηγούμενος να κληθεί κλειδαράς, παρατηρούμε ότι η πρώτη του αντίδραση ήταν να αρνηθεί να [*731]συγκατατεθεί στο άνοιγμα του μοτοποδηλάτου. Όταν, όμως, η Αστυνομία τον πληροφόρησε ότι θα εξασφάλιζε ένταλμα έρευνας, τότε συγκατατέθηκε. Εξάλλου, με το ψέμα που προέβαλε, ο εφεσείων είχε ήδη αποσυνδέσει τον εαυτό του από την κατοχή του μοτοποδηλάτου και του περιεχόμενου του, και, επομένως, δεν ήταν αφύσικο να παρουσιάζεται, τελικά, πρόθυμος να βοηθήσει την Αστυνομία να το ανοίξει.

Όσον αφορά το άλλο σημείο που προέβαλε ο δικηγόρος του εφεσείοντος, ότι δηλαδή το Κακουργιοδικείο παραγνώρισε το γεγονός ότι, παρά την αρχική του άρνηση, ο εφεσείων, ανακρινόμενος 15 έως 20 λεπτά μετά την έρευνα, κατονόμασε το λογιστή του, δε θεωρούμε ότι το Κακουργιοδικείο το παραγνώρισε. Το είχε υπόψη. Σημείωσε, όμως, και αυτό είχε σημασία, τις πρώτες αντιδράσεις του εφεσείοντος όταν αυτός, κατά τη διάρκεια της έρευνας, επανειλημμένα αρνήθηκε να κατονομάσει στην Αστυνομία το λογιστή του.

Άλλος λόγος έφεσης είναι ότι “Το Κακουργιοδικείο με τα ευρήματα και τα συμπεράσματα του στην ουσία αντέστρεψε το βάρος απόδειξης και κατέληξε σε εύρημα ενοχής επειδή ο Κατηγορούμενος περίπου δεν προσέφερε μαρτυρία ή εξηγήσεις που να αποδεικνύουν την αθωότητα του”· και τούτο διότι “το Κακουργιοδικείο αποφάσισε ότι δεν υπάρχει μαρτυρία που να υποστηρίζει τη θέση της υπεράσπισης ότι η Αστυνομία είχε ήδη ανοίξει προηγουμένως (πριν την έρευνα) την κλειδαριά του μοτοποδηλάτου”, μετατοπίζοντας έτσι στον εφεσείοντα το βάρος να αποδείξει ότι η Αστυνομία μπορεί να άνοιξε την κλειδαριά του μοτοποδηλάτου. Περαιτέρω δε, “το Κακουργιοδικείο μετατοπίζοντας ουσιαστικά το βάρος απόδειξης θεωρεί ως μη σημαντικό το γεγονός της μη κλήτευσης του κλειδαρά για να αποκλείσει την θέση ότι αυτός δεν μπόρεσε να ανοίξει το μοτοποδήλατο γιατί η κλειδαριά ήταν παραβιασμένη και παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι όλοι ανεξαίρετα οι αστυνομικοί μάρτυρες κατηγορίας παρασιώπησαν στις καταθέσεις τους και στην κυρίως εξέταση την παρουσία κλειδαρά.” Επίσης, το Κακουργιοδικείο αντέστρεψε το βάρος της απόδειξης “ότι το μοτοποδήλατο το στάθμευε στο χώρο που ανευρέθη οποιοδήποτε πρόσωπο άλλο από τον κατηγορούμενο”.

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος.

Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα, κατά πόσο δηλαδή η Αστυνομία είχε ήδη ανοίξει, πριν την έρευνα, την κλειδαριά του μοτοποδηλάτου και τοποθέτησε τα ναρκωτικά, ενδεχόμενα σε συνεργασία με το Νίκο Ερωτοκρίτου, για να ενοχοποιήσει τον εφεσείοντα, παρατη[*732]ρούμε ότι το ζήτημα εξετάστηκε ενδελεχώς από το Κακουργιοδικείο, στη βάση της ενώπιόν του μαρτυρίας, χωρίς να μετατίθεται οποιοδήποτε βάρος απόδειξης στους ώμους του εφεσείοντος. Το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Κακουργιοδικείου έχει ως εξής:

“Ο Αν. Λοχ. 4743 Γ. Ιωάννου (ΜΚ5) ήταν ο επικεφαλής της ομάδας παρακολούθησης και ένα από τα δύο πρόσωπα που κατέθεσαν ενώπιον μας ότι είδαν τον Κατηγορούμενο, κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης, να οδηγεί το συγκεκριμένο μοτοποδήλατο, να το σταθεμύει στο χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας όπου ανευρέθηκε στις 7.9.2004 από την Αστυνομία και στη συνέχεια να μεταβαίνει πεζός στο κατάστημα του. Στις 7.9.2004 είχε αναλάβει και τη φρούρηση του μοτοποδηλάτου. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Κατηγορούμενου υπέβαλε στο μάρτυρα κατά την αντεξέταση του ότι ο λόγος που η Αστυνομία δεν συνέλαβε τον Κατηγορούμενο πριν από την 7.9.2004 ήταν «Για να συνεννοηθείτε με τον Νίκο Ερωτοκρίτου να τα βάλετε μέσα (τα ναρκωτικά) για να τον πιάσετε», θέση την οποία ο μάρτυρας απέρριψε κατηγορηματικά. Μελετήσαμε τη μαρτυρία του ΜΚ5 με ιδιαίτερη προσοχή έχοντας πάντα κατά νου και την υπόλοιπη μαρτυρία. Κατ’ αρχάς δεν έχουμε καμιά αμφιβολία ότι τα ναρκωτικά που ανευρέθηκαν από την Αστυνομία μέσα στο μοτοποδήλατο δεν είχαν τοποθετηθεί σε αυτό από τον μάρτυρα ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο κατόπιν συνεννόησης με την Αστυνομία. Ο κ. Γεωργίου διερωτήθηκε γιατί ενώ γινόταν η έρευνα στο κατάστημα του Κατηγορούμενου ο Ιωάννου φρουρούσε το μοτοποδήλατο το οποίο βρισκόταν στο χώρο στάθμευσης πολυκατοικίας που βρίσκεται απέναντι από το κατάστημα του Κατηγορουμένου. Δεν βλέπουμε οτιδήποτε το επιλήψιμο σε αυτή την ενέργεια της Αστυνομίας και ειδικότερα του ΜΚ5 ο οποίος φρουρούσε το μοτοποδήλατο κατόπιν οδηγιών του Λοχ. 519. Οι υποψίες της Αστυνομίας αφορούσαν το κατάστημα του Κατηγορούμενου και όλα τα μοτοποδήλατά του. Ήταν λογικό, όταν η Αστυνομία άρχισε τις έρευνες στο κατάστημα του Κατηγορούμενου, να φρουρεί ταυτόχρονα και το μοτοποδήλατο του Κατηγορούμενου το οποίο βρισκόταν σε άλλο χώρο. Άλλωστε ο Κατηγορούμενος κατά το χρόνο που διεξαγόταν η έρευνα στο κατάστημα του δεν ήταν υπό σύλληψη και συνεπώς εύλογα η Αστυνομία θα μπορούσε να θεωρήσει ότι υπήρχε ο κίνδυνος να μετακινηθεί το μοτοποδήλατο καθ΄ ον χρόνο διεξαγόταν η έρευνα στο κατάστημα του Κατηγορούμενου. Δεν αγνοούμε βεβαίως ότι η μαρτυρία του ΜΚ5σε κάποια μέρη της χαρακτηρίζεται από αντιφατικότητα. Για παράδειγμα, ενώ σε ένα σημείο [*733]της μαρτυρίας του ανέφερε ότι με την άφιξη του στο μέρος κατευθύνθηκε αμέσως στο χώρο στάθμευσης όπου βρισκόταν το μοτοποδήλατο, σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του ανέφερε ότι έμεινε για αρκετή ώρα στο κατάστημα μαζί με τον Κατηγορούμενο και τον πατέρα του τελευταίου και μετέβηκε στο χώρο στάθμευσης «κατά το τέλος της έρευνας». Περαιτέρω, όταν του ζητήθηκε να σχολιάσει το γεγονός ότι δεν αναφέρεται ο Νίκος Ερωτοκρίτου στην ένορκη δήλωση (Τεκμ.32), ημερομηνίας 7.9.04, που υποστήριζε την αίτηση για την έκδοση του εντάλματος έρευνας, είπε ότι το όνομα «Νίκος» χωρίς επώνυμο που αναφέρεται στο Τεκμ. 32 είναι του Νίκου Ερωτοκρίτου και ότι όταν έδωσε τα στοιχεία σε αστυνομικούς της ΥΚΑΝ για την έκδοση του εντάλματος δεν γνώριζε το επίθετο του Ερωτοκρίτου. Όταν όμως του ζητήθηκε κατά την επανεξέταση του να διεξέλθει του φακέλου με τις καταχωρίσεις στις οποίες προέβηκε σχετικά με την παρακολούθηση και να αναφέρει κατά πόσο γίνεται αναφορά σε κάποιο «Νίκο» χωρίς επίθετο, ανέφερε «Στο φάκελο γράφει Νικόλας Ερωτοκρίτου» και ότι αυτή η καταχώριση έγινε στις 20.8. Δεν θεωρούμε ότι τα πιο πάνω είχαν οποιαδήποτε σκοπιμότητα και μάλιστα την ενοχοποίηση του Κατηγορουμένου με τον τρόπο που εισηγείται η Υπεράσπιση. Παρακολουθήσαμε με ιδιαίτερη προσοχή το μάρτυρα αυτό ενόσω κατέθετε και έχουμε μελετήσει προσεκτικά το σύνολο της μαρτυρίας του έχοντας πάντα κατά νου και τις εισηγήσεις του κ. Γεωργίου. Θεωρούμε ότι τίποτε από τα πιο πάνω ή από όσα ανέφερε ο μάρτυρας είτε από μόνο του είτε σωρευτικά δεν αντανακλά πάνω στην αξιοπιστία του.”

Δεν έχουμε πεισθεί ότι δικαιολογείται η επέμβασή μας σε οτιδήποτε από τα πιο πάνω.

Όσον αφορά το θέμα του κλειδαρά, η θέση της υπεράσπισης ήταν ότι η Αστυνομία είχε ανοίξει την κλειδαριά του μοτοποδηλάτου πριν την έρευνα για να τοποθετήσει τα ναρκωτικά, όπως και έπραξε, προφανώς δε, κατά το άνοιγμα, η κλειδαριά χάλασε ή παραβιάστηκε με αποτέλεσμα ο κλειδαράς να μην μπορέσει να την ανοίξει. Οι μάρτυρες κατηγορίας απέρριψαν αυτή τη θέση, η δε υπεράσπιση δεν ισχυρίστηκε, αλλά ούτε και προέκυψε μαρτυρία, ότι ο κλειδαράς ανέφερε ότι δεν κατάφερε να ανοίξει την κλειδαριά επειδή αυτή ήταν χαλασμένη ή παραβιασμένη. Με αυτά τα δεδομένα, δε βλέπουμε γιατί η κατηγορούσα αρχή θα έπρεπε να καλέσει ως μάρτυρα τον κλειδαρά για να αποδείξει, αρνητικά, ότι η κλειδαριά δεν ήταν χαλασμένη ή παραβιασμένη. Η υπεράσπιση γνώριζε τον κλειδαρά και μπορούσε, αν ήθελε, να τον καλέσει ως μάρτυρα για να [*734]εξηγήσει το λόγο για τον οποίο δεν κατάφερε να ανοίξει την κλειδαριά. Δε βρίσκουμε, επίσης, οτιδήποτε το επιλήψιμο στην παράλειψη των αστυνομικών μαρτύρων να αναφέρουν στις καταθέσεις τους, όπως και στην κύρια εξέτασή τους, την παρουσία του κλειδαρά. Όσοι ρωτήθηκαν για την παράλειψη έδωσαν πειστική εξήγηση. Όλοι, άλλωστε, πλην ενός που δεν ήταν βέβαιος, παραδέχτηκαν,  κατά την αντεξέταση, ότι κλήθηκε κλειδαράς ο οποίος προσπάθησε να ανοίξει το μοτοποδήλατο χωρίς να τα καταφέρει. Μάλιστα, όπως ήταν άλλωστε και η θέση της υπεράσπισης, παραδέχτηκαν ότι ο κλειδαράς κλήθηκε κατόπιν συνεννόησης με τον εφεσείοντα. Τους έδωσε το τηλέφωνό του για να τον ειδοποιήσουν και ήταν παρών όταν ο κλειδαράς προσπαθούσε να ανοίξει το μοτοποδήλατο.

Όσον αφορά, τέλος, την εισήγηση ότι το Κακουργιοδικείο αντέστρεψε το βάρος της απόδειξης “ότι το μοτοποδήλατο το στάθμευε στο χώρο που ανευρέθη οποιοδήποτε πρόσωπο άλλο από τον κατηγορούμενο”, παρατηρούμε ότι αυτή δεν είναι ορθή. Το μοτοποδήλατο ανήκε στον εφεσείοντα. Η κατηγορούσα αρχή απέδειξε με τη μαρτυρία της, θετικά, ότι ο εφεσείων το οδηγούσε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, σχεδόν καθημερινά, πάντοτε δε το στάθμευε στο χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας· και, αρνητικά, ότι, κατά τον ίδιο χρόνο, δεν θεάθηκε να το οδηγεί οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο και ή να το σταθμεύει στον ίδιο χώρο. Ενόψει της ενώπιον του Κακουργιοδικείου μαρτυρίας, ο εκ μέρους του αποκλεισμός του ενδεχομένου να στάθμευε, ή να στάθμευσε στις 7.9.2004, το μοτοποδήλατο στο χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντέστρεψε το βάρος της απόδειξης.

Ο τελευταίος λόγος έφεσης είναι ότι “Το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα και/ή αντινομικά κατέληξε σε συμπέρασμα ότι το μοτοποδήλατο αρ. ΖΚΒΡ 451 στις 7.9.2004 βρισκόταν υπό την φύλαξη ή έλεγχο του Κατηγορουμένου, και ότι είχε γνώση για τη φύση του περιεχομένου του, δηλαδή ότι αυτό περιείχε τα επίδικα ναρκωτικά·” και τούτο διότι “Ενώπιον του Κακουργιοδικείου δεν υπήρχε καμία μαρτυρία που να οδηγεί σε συμπέρασμα ότι ο Κατηγορούμενος έστω γνώριζε που βρισκόταν το μοτοποδήλατο στις 7.9.2004, όπως επίσης δεν υπήρχε μαρτυρία ότι εντός του κλειδωμένου καθίσματος του μοτοποδηλάτου ευρισκόταν οτιδήποτε.”

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.

Έχουμε ήδη εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους ορθά το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το μοτοποδήλατο βρισκόταν στην κατοχή του εφεσείοντος στις 7.9.2004· και ότι αυτός [*735]το τοποθέτησε στο χώρο που βρέθηκε την ίδια μέρα.

Όσον αφορά το κατά πόσο ο εφεσείων γνώριζε ότι το μοτοποδήλατο περιείχε τα ναρκωτικά, λαμβανομένου υπόψη ότι αυτό του ανήκε, ότι δεν το εξέθετε προς ενοικίαση στις 6.9.2004 και 7.9.2004, ούτε κατά τις αμέσως προηγούμενες μέρες, ότι θεάθηκε να το οδηγεί στις 6.9.2004, αλλά και κατά τις αμέσως προηγούμενες μέρες, σχεδόν καθημερινά, ότι πάντα το στάθμευε τριάντα περίπου μέτρα μακριά από το κατάστημά του, σε χώρο στάθμευσης πολυκατοικίας με την οποία δεν είχε οποιαδήποτε σχέση, ότι στις 7.9.2004 αυτό βρισκόταν στον ίδιο χώρο στάθμευσης, ότι είπε ψέματα στην Αστυνομία ότι στις 7.9.2004 το είχε ενοικιασμένο σε αλλοδαπό, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι, με την ανόμωτή του δήλωση, δεν αρνήθηκε ότι το οδηγούσε στις 6.9.2004 και τις αμέσως προηγούμενες μέρες, ούτε έδωσε οποιαδήποτε εξήγηση γιατί το στάθμευε ή, έστω, γιατί ήταν σταθμευμένο στο συγκεκριμένο χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας, ορθά το Κακουργιοδικείο πείσθηκε, πέραν πάσης ευλόγου αμφιβολίας, ότι ο εφεσείων, στις 7.9.2004, είχε στην κατοχή του το μοτοποδήλατο και γνώριζε ότι αυτό περιείχε τα ναρκωτικά τα οποία, επίσης, κατείχε, ειδικά δε τα χάπια έκσταση, λόγω βάρους, με σκοπό να τα προμηθεύσει σε τρίτο πρόσωπο.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η�έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο