Χριστοδούλου Πέτρος ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 736

(2005) 2 ΑΑΔ 736

[*736]22 Δεκεμβρίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΠΕΤΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 153/2005)

 

Ποινή ― Έφεση εναντίον ποινής ως έκδηλα υπερβολικής ― Παράλειψη συμμόρφωσης με διάταγμα του Δικαστηρίου ― Παραδοχή ― Επιβολή ποινής φυλάκισης δύο μηνών ― Μειώθηκε κατ’ έφεση ώστε ο εφεσείων να αποφυλακιστεί την ημέρα που το Ανώτατο Δικαστήριο διέταξε να είναι ελεύθερος με εγγύηση.

Ο εφεσείων καταδικάστηκε στις 13.6.2005 για απείθεια κατά νόμιμων διαταγών, κατά παράβαση των Άρθρων 137 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 και το Επαρχιακό Δικαστήριο του επέβαλε ποινή δύο μηνών φυλάκισης και στην εταιρεία, στην οποία ήταν υπεύθυνος, £1.000 πρόστιμο. Είχαν παραδεχθεί την κατηγορία.

Ο εφεσείων καταχώρησε την παρούσα έφεση στις 13.6.2005 προβάλλοντας λόγους που άπτονται του ύψους της ποινής με την εισήγηση ότι είναι έκδηλα υπερβολική. Στις 24.6.2005, καταχώρησε και πρόσθετο λόγο έφεσης σύμφωνα με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να εφαρμόσει τον περί της Υφ’ όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ορισμένας Περιπτώσεις Νόμο, του 1972, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 186(Ι)/2003.

Κατά τη συζήτηση της έφεσης στις 24.6.2005, ενώπιον του τριμελούς Εφετείου, ο συνήγορος του εφεσείοντος ανέφερε πως ο εφεσείων είχε ήδη συμμορφωθεί με το σχετικό διάταγμα, παρουσιάζοντας και σχετική βεβαίωση του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων. Υποστήριξε δε πως, υπό τις περιστάσεις, η ποινή που επεβλήθηκε στον εφεσείοντα [*737]ήταν υπερβολική. Το Δικαστήριο υπέδειξε πως ο γράφων την απόφαση στην παρούσα έφεση, αποφάσισε σε Αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus στις 10.2.2003, ότι η διαδικασία μη συμμόρφωσης σε διάταγμα του Δικαστηρίου, διέπεται αποκλειστικά από το Άρθρο 162 του Συντάγματος. Το Δικαστήριο θεώρησε ορθό όπως διευρυνθεί η σύνθεση του, ενόψει του πρωτότυπου ζητήματος που το ίδιο ήγειρε.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε πως πρέπει να εφαρμοστεί η σταθερή και ευθυγραμμισμένη νομολογία μας και αναφέρθηκε και στην ρητή σχετική πρόνοια του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου (Άρθρο 144), πως η έφεση συζητείται μόνο επί των λόγων που προβάλλονται σ’ αυτή και που, στην παρούσα υπόθεση, αφορούν αποκλειστικά στο ύψος της ποινής, με την εισήγηση ότι αυτή είναι έκδηλα υπερβολική.

Η Ολομέλεια μείωσε την ποινή του εφεσείοντος ώστε να αποφυλακιστεί την ημέρα που το Ανώτατο Δικαστήριο διέταξε να είναι ελεύθερος με εγγύηση, δηλαδή 24.6.2005.

Διαταγή ως ανωτέρω.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 523/05) ημερομηνίας 13/6/05, με την οποία βρέθηκε ένοχος για απείθεια κατά νομίμων διαταγών, κατά παράβαση των Άρθρων 137 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δύο μηνών.

Αλ. Μαρκίδης, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Μαλαχτού, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.:  Ο εφεσείων καταδικάστηκε στις 13.6.2005 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ενώπιον του οποίου κατηγορείτο για απείθεια κατά νόμιμων διαταγών, κατά παράβαση των άρθρων 137 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154. Η απείθεια αναφερόταν σε διάταγμα που είχε εκδοθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην ποινική υπόθεση 7857/2002, όπου στις 2.10.2003 ο εφεσείων και η εταιρεία, στην οποία ήτο υπεύθυνος, κα[*738]ταδικάστηκαν για το ότι αμέλησαν να υποβάλουν στο τμήμα εσωτερικών προσόδων δηλώσεις εισοδήματος και ελεγμένους λογαριασμούς για τα έτη 1996-2000.  Εκτός από την ποινή προστίμου £650 που επιβλήθηκε σε ένα έκαστο των κατηγορουμένων, το Δικαστήριο εξέδωσε και διάταγμα συμμόρφωσης. Ο εφεσείων δεν συμμορφώθηκε σ΄αυτό το διάταγμα, εξ΄ου και η κατηγορία, αντικείμενο της υπό συζήτηση έφεσης.  Το Επαρχιακό Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσείοντα δύο μήνες φυλάκιση και στην εταιρεία £1000 πρόστιμο.  Είχαν παραδεχθεί την κατηγορία.

Ο εφεσείων καταχώρισε την παρούσα έφεση στις 13.6.2005.  Επί του εφετηρίου διατύπωσε δύο λόγους έφεσης που αναφέρονται στο ύψος της ποινής, με την εισήγηση πως είναι έκδηλα υπερβολική.  Στις 23.6.2005 κατατέθηκαν συμπληρωματικοί λόγοι έφεσης, οι οποίοι θίγουν πάλιν το ύψος της ποινής, με την ίδια εισήγηση αλλά με πιο λεπτομερή αιτιολογία. Στις 24.6.2005, την επόμενη ημέρα δηλαδή, καταχωρίστηκε και πρόσθετος λόγος έφεσης σύμφωνα με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να εφαρμόσει τον περί της Υφ΄όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ορισμένας Περιπτώσεις Νόμο, του 1972, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.186(Ι)/2003. 

Την πιο πάνω ημερομηνία άρχισε και η συζήτηση της έφεσης ενώπιον του τριμελούς εφετείου μας. Στην αρχή της διαδικασίας ο κ.Μαρκίδης, δικηγόρος του εφεσείοντα, μας είπε πως ο εφεσείων είχε ήδη συμμορφωθεί με το σχετικό διάταγμα, στο οποίο αφορούσε η καταδίκη του, παρουσιάζοντας και σχετική βεβαίωση του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων.  Προχώρησε δε να υποστηρίξει, με επιχειρήματα, πως υπό τις περιστάσεις η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα ήταν υπερβολική.  Διέκοψε το Δικαστήριο για να διαβουλευθεί. Η σχετική διαδικασία που ακολούθησε καταγράφεται με ακρίβεια στο πρακτικό του Δικαστηρίου. Συναφώς το Δικαστήριο υπέδειξε πως στις 10.2.2003, στην Αίτηση 13/2003 για έκδοση εντάλματος της φύσεως Habeas Corpus, ο γράφων αποφάσισε πως η διαδικασία εναντίον προσώπου για μη συμμόρφωση σε διάταγμα του Δικαστηρίου, (σε εκείνη την υπόθεση σε αστική δίκη) διέπεται αποκλειστικά από το άρθρο 162 του Συντάγματος το οποίο προβλέπει τα εξής:

«Το Ανώτατον Δικαστήριον κέκτηται δικαιοδοσίαν να επιβάλλη ποινάς ένεκεν περιφρονήσεως του Δικαστηρίου τούτου και παν έτερον δικαστήριο της δημοκρατίας, περιλαμβανομένων και των κατά το άρθρον 160 ιδρυομένων υπό κοινοτικού νόμου τοιούτων, έχει εξουσίαν να διατάσση την φυλάκισιν οιουδήποτε [*739]προσώπου μη υπακούοντος εις απόφασιν ή διαταγήν αυτού μέχρι της συμμορφώσεως αυτού προς την απόφασιν ή διαταγήν ταύτην, εν πάση όμως περιπτώσει η φυλάκισις δεν δύναται να υπερβή τους δώδεκα μήνας.

Παρά τας διατάξεις του άρθρου 90 νόμος ή κοινοτικός νόμος, αναλόγως της περιπτώσεως, δύναται να χορηγήση δικαιοδοσίαν επιβολής ποινής δια περιφρόνησιν του δικαστηρίου.»

Ενόψει αυτής της επισήμανσης το Δικαστήριο έδωσε την ευκαιρία στους δικηγόρους να αγορεύσουν περαιτέρω, στη βάση του γεγονότος πως ο εφεσείων είχε ήδη συμμορφωθεί με το διάταγμα.  Ο κ.Μαρκίδης και η κα.Μαλαχτού, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, αγόρευσαν ενώπιον του τριμελούς εφετείου και εξέφρασαν τις απόψεις τους επί του ζητήματος που ηγέρθη.  Το Δικαστήριο θεώρησε ορθό στο τέλος της ημέρας όπως διευρυνθεί η σύνθεση του,  ενόψει του πρωτότυπου ζητήματος, που το ίδιο ήγειρε. Η έφεση ήχθη ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπου πάλιν οι δικηγόροι είχαν την ευκαιρία να αναφερθούν σε έκταση επί του ζητήματος. 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου κρίνει πως πρέπει να εφαρμοστεί η ευθυγραμμισμένη και σταθερή νομολογία μας, ρητή εξάλλου σχετική πρόνοια  διαλαμβάνεται και στον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο (άρθρο 144),  πως η έφεση συζητιέται μόνο επί των λόγων που προβάλλονται σ΄αυτή.  Οι λόγοι της παρούσας έφεσης αναφέρονταν αποκλειστικά στο ύψος της ποινής, με την εισήγηση πως είναι υπερβολική. Δεν θα απασχολήσει επομένως το ζήτημα που ηγέρθη από το ίδιο, το τριμελές εφετείο.  Θα περιοριστούμε στην ουσία της έφεσης.  Με την εξέλιξη που πήρε η υπόθεση, την οποία παραθέτουμε πιο πάνω, έχουμε τη γνώμη πως η επιβληθείσα ποινή στον εφεσείοντα πρέπει να μειωθεί, ώστε να αποφυλακιστεί την ημέρα που το Ανώτατο Δικαστήριο διέταξε να είναι ελεύθερος με εγγύηση, δηλαδή 24.6.2005.

Διαταγή ως ανωτέρω.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο