(2006) 2 ΑΑΔ 14
[*14]26 Ιανουαρίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 75/2005)
Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Διαπίστωση πραγματικών γεγονότων ― Αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου ― Μια μαρτυρία πρέπει να κρίνεται συνολικά και δεν υπάρχει ικανοποιητικός λόγος για τον κατατεμαχισμό της μαρτυρίας για να αξιολογηθεί η αξιοπιστία οποιουδήποτε μάρτυρα.
Απόδειξη ― Ενισχυτική μαρτυρία ― Μαρτυρία μάρτυρος που έχει να εξυπηρετήσει δικό του σκοπό ― Το Δικαστήριο ως θέμα πρακτικής, πρέπει να δίδει την κατάλληλη προειδοποίηση για την ανάγκη ύπαρξης ενισχυτικής μαρτυρίας.
Απόδειξη ― Συναυτουργός ― Αποζείν από κέρδη πορνείας ― Η γυναίκα, από τις ανήθικες εισπράξεις της οποίας ζεί ο κατηγορούμενος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνεργός.
Λέξεις και Φράσεις ― «Προάγει» (procures) στο Άρθρο 157(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 (μαστροπεία) ― Έχει την έννοια εκτέλεσης τέτοιων ενεργειών από τον κατηγορούμενο ώστε να συμβεί εκείνο που επιθυμεί.
Ποινικός Κώδικας ― Μαστροπεία ― Ποία τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος.
Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος στις κατηγορίες για αποζείν από κέρδη πορνείας και μαστροπείας. Με την παρούσα έφεση αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, προσβάλλοντας κατά κύριο λόγο τα ευρήματα αξιοπιστίας και πραγματικά ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και προβάλλοντας το επιχείρημα ότι το Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να δεχθεί τη μαρτυρία της πρώην συγκατηγο[*15]ρούμενής του Sviltana Kutelvas που κατέθεσε ενόρκως ως δεύτερη κατηγορούμενη και τον ενέπλεξε στη διάπραξη του αδικήματος, γιατί, κατά την εισήγησή του, η μαρτυρία της ήταν αναξιόπιστη. Αναξιόπιστος ήταν, όπως εισηγήθηκε ο εφεσείων και ο εξεταστής της υπόθεσης Μ.Κ.4.
Ο εφεσείων πρόβαλε επίσης ως λόγο έφεσης ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα στηρίχθηκε στη μαρτυρία της συγκατηγορούμενής του, γιατί αυτή ήταν συναυτουργός και το Δικαστήριο απέτυχε, κάτω υπό τις περιστάσεις, να ζητήσει αξιόπιστη ενισχυτική μαρτυρία. Η μαρτυρία του Μ.Κ.7 δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι ήταν ενισχυτική μαρτυρία, αφού ο Μ.Κ.7 ήταν αναξιόπιστος.
Περαιτέρω ο εφεσείων ισχυρίστηκε πως δεν αποδείχθηκαν τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων, στα οποία βρέθηκε ένοχος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Κάτω από τις συνθήκες της υπόθεσης, το Δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια για να δεχθεί τη μαρτυρία της μάρτυρος ως αξιόπιστη, χωρίς να υπερβεί τα επιτρεπτά όρια ή τις νομολογημένες αρχές, ούτως ώστε να μη δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματά του.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνώρισε τους κινδύνους να ενεργήσει με βάση τη μαρτυρία της τότε συγκατηγορούμενης και αναζήτησε ενισχυτική μαρτυρία, την οποία βρήκε σε εκείνη του Μ.Κ.7, που ορθά κρίθηκε ότι συνιστούσε ενισχυτική μαρτυρία για τη διάπραξη των αδικημάτων και την εμπλοκή του εφεσείοντα – κατηγορούμενου στη διάπραξή τους.
3. Σε σχέση με το αδίκημα της μαστροπείας, από τη μαρτυρία, όπως τη δέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, διαφαίνεται καθαρά πως οι ενέργειες του εφεσείοντος ενέπιπταν μέσα στην έννοια του όρου «procures», του Άρθρου 157(β) του Κεφ. 154. Η δε μαρτυρία της συγκατηγορούμενης του εφεσείοντος ενισχύεται, όπως απαιτείται από το Νόμο από άλλη μαρτυρία, εκείνη του Μ.Κ.7.
4. Όσον αφορά το αδίκημα του αποζείν από κέρδη πορνείας, είναι προφανές από τα πραγματικά ευρήματα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων αποζούσε, μερικώς τουλάχιστον, από τις εισπράξεις της Kutelvas στις συγκεκριμένες περιπτώσεις.
Η έφεση απορρίφθηκε.
[*16]Αναφερόμενες υποθέσεις:
A.Σ. Κοιλιάρης Λτδ ν. Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 194,
Hong Kong Muk Ping [1987] 2 All E.R. 488,
Τοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258,
R. v. King [1914] 10 Cr. App. R. 117,
R. v. Prater [1960] 1 All E.R. 298,
Ζησημίδης ν. Δημοκρατίας (1978) 2 C.L.R. 283,
R. v. Broadfoot Cr. App. R. 71,
Attorney General Reference No. 1 [1975] 61 Cr. App. R. 119,
R. v. Ptohopoulos 52 Cr. App. R. 47,
R. v. Farrugia a.o., 69 Cr. App. R. 108, C.A.,
Αυξεντίου άλλως «Μπίλλυς» ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 5.
Έφεση εναντίον Καταδίκης.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της καταδικαστικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Υπόθεση Αρ. 2624/04), ημερομηνίας 24/2/05.
Α. Ευτυχίου, για τον Εφεσείοντα.
Π. Ευθυβούλου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων και η Sviltana Kutelvas αντιμετώπιζαν πρωτοδίκως τις πιο κάτω κατηγορίες:
α) Συνομωσία για διατήρηση οίκου ανοχής, κατά παράβαση των [*17]άρθρων 372 και 20 του Κεφ.154.
β) Διατήρηση οίκου ανοχής, κατά παράβαση των άρθρων 156 και 20 του Κεφ.154.
γ) Αποζείν από κέρδη πορνείας, κατά παράβαση των άρθρων 164(1)(α) και 20 του Κεφ.154.
Επιπρόσθετα, ο εφεσείων αντιμετώπιζε και κατηγορία μαστροπείας κατά παράβαση του άρθρου 157(β) του Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 99(Ι)/96.
Τελικά η Kutelvas αθωώθηκε σε όλες τις κατηγορίες ενώ ο εφεσείων αθωώθηκε στις κατηγορίες συνομωσίας και διατήρησης οίκου ανοχής και βρέθηκε ένοχος στις υπόλοιπες δύο.
Με την παρούσα έφεσή του ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, προσβάλλοντας κατά κύριο λόγο τα ευρήματα αξιοπιστίας και πραγματικά ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστή και προβάλλοντας το επιχείρημα ότι το Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να δεχθεί τη μαρτυρία της Kutelvas που κατέθεσε ενόρκως ως δεύτερη κατηγορούμενη και ενέπλεξε τον εφεσείοντα στη διάπραξη των αδικημάτων, γιατί, κατά την εισήγησή του, η μαρτυρία της ήταν αναξιόπιστη. Αναξιόπιστος ήταν, όπως εισηγήθηκε ο εφεσείων και ο Μ.Κ.4 Λοχίας Χριστάκης Χριστοδούλου, που ήταν και ο εξεταστής της υπόθεσης.
Πρόβαλε επίσης ο εφεσείων ως λόγο έφεσης ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα στηρίχθηκε στη μαρτυρία της συγκατηγορούμενης του εφεσείοντα, γιατί αυτή ήταν συναυτουργός και το Δικαστήριο απέτυχε, κάτω από τις περιστάσεις, να ζητήσει αξιόπιστη ενισχυτική μαρτυρία, αφού αυτό δέχθηκε τη μαρτυρία της και θεώρησε ως ενισχυτική εκείνη του Μ.Κ.7 Ανδρέα Πογιατζή, που έπρεπε επίσης να θεωρηθεί αναξιόπιστος.
Περαιτέρω, ο εφεσείων ισχυρίστηκε πως δεν αποδείχθηκαν τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων, στα οποία βρέθηκε ένοχος.
Τα γεγονότα της υπόθεσης σε συντομία είναι τα πιο κάτω.
Η Sviltana Kutelvas εργαζόταν ως καλλιτέχνιδα στο καμπαρέ του εφεσείοντα και ήταν η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, όπως προέκυψε από τη μαρτυρία που δόθηκε στην υπόθεση, ότι ο εφεσείων της ζητούσε να έχει και σεξουαλικές σχέσεις με τους πελάτες. Η [*18]συγκεκριμένη μαρτυρία ήταν ότι σε δύο περιπτώσεις ο Μ.Κ.7 Πογιατζής, που είχε μεταβεί στο καμπαρέ του εφεσείοντα, πλησιάστηκε από τον τελευταίο και ερωτήθηκε αν επιθυμούσε να έχει τις σεξουαλικές υπηρεσίες καλλιτέχνιδας του καμπαρέ. Στην καταφατική του απάντηση ο εφεσείων πληρώθηκε £40 για το σκοπό αυτό και ο πελάτης, σε ιδιαίτερο χώρο του καμπαρέ, είχε την προταθείσα σεξουαλική επαφή με την δεύτερη κατηγορούμενη. Tη δεύτερη ημέρα που έγινε ξανά το ίδιο, η Αστυνομία επέδραμε στο καμπαρέ και διέκοψε τον πελάτη και τη Kutelvas ενώ βρίσκονταν στο ερωτικό κρεβάτι. Από την ένορκη κατάθεση της Kutelvas προέκυπτε ότι, η θέση του εφεσείοντα ότι είναι με τη θέληση της που είχε τις σεξουαλικές επαφές, δεν γινόταν αποδεκτή και η μάρτυς ανέφερε ότι την υποχρέωνε ο εφεσείων να έχει αυτές τις σχέσεις και σε περίπτωση που θα αρνείτο θα της επέβαλλε πρόστιμο, αποκόπτοντάς το από το μισθό της.
Επίσης ο Πογιατζής αρνήθηκε την εισήγηση που υποβλήθηκε εκ μέρους του εφεσείοντα ότι ήταν πράκτορας της Αστυνομίας και υποκίνησε τη διάπραξη των αδικημάτων εκ μέρους της. Παρατηρούμε πως η εισήγηση αυτή παρέμεινε μια απλή και αόριστη εισήγηση και δεν τεκμηριώθηκε. Ως εκ τούτου κρίνουμε πως ορθά ο πρωτόδικος Δικαστής την απέρριψε.
Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει σε πραγματικά ευρήματα και ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου έχουν τονισθεί επανειλημμένως σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αρκεί να παραθέσουμε, κατά την άποψη μας, ένα απόσπασμα από την υπόθεση Α.Σ. Κοιλιάρης Λτδ ν. Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 194 από τη σελίδα 202:
«Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου βασίζονται κυρίως πάνω στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας που παρουσιάζεται. Έχει καθιερωθεί νομολογιακά ότι, κατά γενικό κανόνα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει σε ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που βασίζονται πάνω στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση να αξιολογήσει τη μαρτυρία που παρουσιάζεται ενώπιόν του. (Ίδε Χαραλάμπους ν. Βασιλείου (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1355). Όμως το Εφετείο έχει την ευχέρεια να επέμβει, όταν διαπιστώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε ένα συγκεκριμένο εύρημα, σχετικά με ένα σημαντικό θέμα της διαδικασίας. (Ίδε Αθανασίου ν. Loizias & Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 947) όπως επίσης και όταν ένα εύρημα δεν είναι εύλογα επιτρεπτό, έχο[*19]ντας υπόψη τη μαρτυρία που έχει προσφερθεί. (Ίδε Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107).”
Πρόβαλε ο εφεσείων ως λόγο που υποστηρίζει την αναξιοπιστία της μάρτυρος το γεγονός ότι ορισμένα βασικά γεγονότα για τα οποία κατέθεσε ενόρκως στο Δικαστήριο δεν περιέχονταν στις καταθέσεις της προς την Αστυνομία. Εξήγησε όμως αυτή το λόγο και ο πρωτόδικος Δικαστής είχε ενώπιον του την εξήγηση και αφού ανέλυσε λεπτομερώς τη μαρτυρία, τόσο εκείνης όσο και των υπόλοιπων μαρτύρων, έκρινε προφανώς πως αυτός δεν ήταν λόγος για να απορρίψει τη μαρτυρία της ως αναξιόπιστη. Εξετάζοντας την ολότητα της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα αποδοχής της μαρτυρίας της συγκατηγορούμενης. Όπως τονίστηκε στην Hong Kong Muk Ping [1987] 2 All E.R. 488 μια μαρτυρία πρέπει να κρίνεται συνολικά και δεν υπάρχει ικανοποιητικός λόγος για τον κατατεμαχισμό της μαρτυρίας για να αξιολογηθεί η αξιοπιστία οποιουδήποτε μάρτυρα. Στην απόφαση αυτή αμφισβητήθηκε η προσέγγιση των Δικαστηρίων να εξετάζουν σε πρώτο στάδιο την αξιοπιστία του μάρτυρα, είτε αυτός είναι συνένοχος ή ύποπτων ελατηρίων, και μετά να αναζητούν ενισχυτική μαρτυρία, αφού προηγουμένως ο μάρτυρας θα είχε κριθεί αξιόπιστος. (Δέστε και Τοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258).
Κάτω από τις συνθήκες, κρίνουμε πως το Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια για να δεχθεί τη μαρτυρία της μάρτυρος ως αξιόπιστη χωρίς να υπερβεί τα επιτρεπτά όρια ή τις νομολογημένες αρχές, ούτως ώστε να μη δικαιολογείται η εκ μέρους μας επέμβαση στα ευρήματά του.
Αναφορικά με την εισήγηση πως η μάρτυς ήταν συναυτουργός, παραπέμπουμε στην υπόθεση R. v. King [1914] 10 Cr. App. R. 117, όπου κρίθηκε πως μια γυναίκα από τις ανήθικες εισπράξεις της οποίας ζούσε ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως συνεργός. Έστω όμως και αν δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί συνεργός ή συναυτουργός η μάρτυς, εντούτοις η νομολογία έχει καθορίσει ότι, αν ένας μάρτυρας που καταθέτει, είτε είναι μάρτυρας κατηγορίας, είτε συγκατηγορούμενος, κρίνεται πως έχει να εξυπηρετήσει κάποιο δικό του σκοπό, όπως στην παρούσα περίπτωση, τότε, ως θέμα πρακτικής, είναι επιθυμητό το Δικαστήριο να δίνει την κατάλληλη προειδοποίηση για την ανάγκη ύπαρξης ενισχυτικής μαρτυρίας. (R. v. Prater [1960] 1 All E.R. 298, Zησημίδης ν. Δημοκρατίας (1978) 2 C.L.R. 283).
[*20]To πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνώρισε τους κινδύνους να ενεργήσει με βάση τη μαρτυρία της τότε συγκατηγορούμενης και αναζήτησε ενισχυτική μαρτυρία, την οποία βρήκε σε εκείνη του μάρτυρα Πογιατζή, που, ορθά κατά την άποψη μας, κρίθηκε ότι συνιστούσε ενισχυτική μαρτυρία για τη διάπραξη των αδικημάτων και την εμπλοκή του εφεσείοντα-κατηγορούμενου στην διάπραξή τους. Δεν θεωρούμε ως εκ τούτου δικαιολογημένη την καθ΄οιονδήποτε τρόπο επέμβασή μας στα πιο πάνω συμπεράσματα που κατέληξε ο πρωτόδικος Δικαστής.
Όσον αφορά τα στοιχεία του αδικήματος της μαστροπείας, διαφωνούμε με την εισήγηση ότι αυτά δεν έχουν αποδειχθεί. Το σχετικό άρθρο προβλέπει:
«157. Όποιος –
(α) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
(β) προάγει γυναίκα σε κοινή πορνεία, είτε στη Δημοκρατία είτε αλλού . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .»
Η λέξη «προάγει» (procures) σύμφωνα με την R. v. Broadfoot Cr. App. R. 71 που παραθέτει και ο πρωτόδικος Δικαστής, θα πρέπει να θεωρείται ότι αφορά σε ενέργειες στις οποίες η γυναίκα δεν θα προέβαινε με τη θέλησή της ή αυθόρμητα, και σύμφωνα με την Attorney General Reference No.1 [1975] 61 Cr. App. R. 119, o όρος σημαίνει να κάμει τέτοιες ενέργειες ο κατηγορούμενος ώστε να συμβεί εκείνο το οποίο επιθυμεί. Από τη μαρτυρία, όπως τη δέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, διαφαίνεται καθαρά ότι αυτό ήταν που συνέβη στην υπό κρίση περίπτωση. Η δε μαρτυρία της συγκατηγορούμενης του εφεσείοντα ενισχύεται, όπως απαιτείται και από το Νόμο από άλλη μαρτυρία, εκείνη του Μ.Κ. 7 Πογιατζή.
Όσον αφορά τη διάπραξη του αδικήματος του αποζείν από κέρδη πορνείας, μια σχετική ανάλυση, με αναφορά στη νομολογία, την οποία παραθέτει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, γίνεται στον Archbold Έκδοση 1994. (Σχετικές επί του προκειμένου είναι οι υποθέσεις R. v. Ptohopoulos 52 Cr. App. R. 47, R. v. Farrugia and others, 69 Cr. App. R. 108, C.A., Χρ. Αυξεντίου άλλως «Μπίλλυς» ν. Δημοκρατίας, (1992) 2 Α.Α.Δ. 5). Είναι προφανές από τα πραγματικά ευρήματα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων αποζούσε, μερικώς τουλάχιστον, από τις εισπράξεις της Kutelvas στις συγκεκριμένες περιπτώσεις.
[*21]Ανακεφαλαιώνοντας και καταλήγοντας, με βάση όλες τις πιο πάνω παρατηρήσεις μας, κρίνουμε πως δεν χωρεί η επέμβασή μας στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο