Nasir Mahmoud Malik και Άλλος ν. Δημοκρατίας (2006) 2 ΑΑΔ 36

(2006) 2 ΑΑΔ 36

[*36]27 Ιανουαρίου, 2006

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

(Ποινική Έφεση Αρ. 7707)

NASIR MAHMOUD MALIK,

Εφεσείων,

ν.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 7708)

NAWAZ BUTT,

Εφεσείων,

ν.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7707, 7708)

 

Ανθρωποκτονία ― Ποινικός Κώδικας Κεφ. 154, Άρθρο 205(1), (3) ― Για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας, αρκεί η απόδειξη πρόθεσης του δράστη να διαπράξει την παράνομη πράξη που επέφερε το θάνατο και δεν είναι απαραίτητη η απόδειξη ότι ο δράστης είχε πρόθεση να φονεύσει το θύμα.

Ανθρωποκτονία ― Φόνος εκ προμελέτης ― Διαφοροποιητικό στοιχείο μεταξύ ανθρωποκτονίας και φόνου εκ προμελέτης είναι η απόδειξη του στοιχείου της προμελέτης.

Ποινή ― Ανθρωποκτονία κατά παράβαση του Άρθρου 205(1), (3) και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Αλλοδαπός με τη συμμετοχή άλλου αλλοδαπού, φόνευσε με άγριο τρόπο με μαχαίρι, ομοεθνή του στο δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου διέμενε, λόγω οικονομικών διαφορών σε σχέση με παράνομες δραστηριότητες διακίνησης ομοεθνών τους ― Επιβολή ποινής φυλάκισης 20 χρόνων ― Επικυρώθη[*37]κε κατ’ έφεση.

Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Συναυτουργοί ― Η κατάθεση καθενός από τους κατηγορούμενους δεν αποτελεί αποδεχτή μαρτυρία εναντίον του άλλου.

Απόδειξη ― Ψεύδη κατηγορουμένου προς την Αστυνομία και στο Δικαστήριο ― Καταφυγή στο ψεύδος προς το σκοπό απόκρυψης κρίσιμων γεγονότων ― Κατατείνει σε ενοχοποιητικά συμπεράσματα.

Απόδειξη ― Κίνητρο ― Συνδυασμός κινήτρου με ισχυρή περιστατική και πραγματική μαρτυρία ― Οδήγησε σε καταδικαστική απόφαση σε υπόθεση ανθρωποκτονίας.

 

Οι δύο κατηγορούμενοι στην υπόθεση αυτή βρέθηκαν ένοχοι για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας. Ο μεν κατηγορούμενος 1 ως αυτουργός ο δε κατηγορούμενος 2 ως συνεργός. Θύμα του εγκλήματος είναι, όπως και οι κατηγορούμενοι, πακιστανικής καταγωγής.

Τα γεγονότα της υπόθεσης, μεγάλο μέρος των οποίων έγιναν παραδεκτά αλλά και όπως τα διαπίστωσε το Κακουργιοδικείο βασιζόμενο στη μαρτυρία  της Κατηγορούσας Αρχής, ήταν εν συντομία τα ακόλουθα:

Οι κατηγορούμενοι και το θύμα ασχολούνταν με τη διακίνηση ομοεθνών τους από το Πακιστάν, μέσω των κατεχομένων προς τις ελεύθερες περιοχές. Το θύμα έγινε σε κάποιο στάδιο συνεργάτης της Αστυνομίας και βοηθούσε στην εξιχνίαση υποθέσεων που αφορούσαν ομοεθνείς του. Στις 13/3/2003, σε συνομιλία που είχε με το Μ. Κ. 14 – λειτουργό του Τμήματος Αλλοδαπών, ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος 1 και ο αδελφός του – (Μ. Κ. 18) – ασχολούνταν με παράνομες δραστηριότητες. Το θύμα διέμενε σε δωμάτιο ξενοδοχείου στην οδό Τρικούπη στην παλιά Λευκωσία. Το έγκλημα διαπράχθηκε στο δωμάτιο του θύματος το βράδυ της 16ης /3/2003. Λίγο αργότερα το ίδιο βράδυ, το θύμα βρέθηκε νεκρό, σε λίμνη αίματος, από το διαχειριστή του ξενοδοχείου, ο οποίος εισήλθε στο δωμάτιο αφού έσπασε την πόρτα του δωματίου. Έρευνες της Αστυνομίας αποκάλυψαν ότι το θύμα δέχθηκε το θανατηφόρο πλήγμα με μαχαίρι στο λαιμό. Μεταξύ θύματος και κατηγορουμένων προηγήθηκε καυγάς, ο οποίος ξεκίνησε όταν το θύμα πρώτο πήρε το μαχαίρι που ήταν σε τραπέζι στο δωμάτιο του για να το ανεμίσει επιθετικά, στη συνέχεια όμως το πήρε ο κατηγορούμενος 1, ο οποίος κτύπησε το θύμα όταν αυτό ακόμη βρισκόταν στο κρεβάτι του. Στον καυγά ενεπλάκη και ο κατηγορούμενος 2. Το θύμα, όταν δέχθηκε το θανατηφόρο πλήγμα [*38]στο λαιμό, πρέπει να ήταν πεσμένο στο πάτωμα μπρούμυτα και ο κατηγορούμενος 1, πιθανόν , γονατιστός από πάνω του, τραβώντας το μαχαίρι με πίεση από τη μια άκρη του λαιμού στην άλλη.

Μετά το έγκλημα οι εφεσείοντες διέφυγαν από το εσωτερικό παράθυρο του δωματίου, κατεβαίνοντας από σωλήνα της εσωτερικής αυλής του ξενοδοχείου.

Οι εφεσείοντες προέβησαν σε ανώμοτες δηλώσεις επιρρίπτοντας βασικά την ευθύνη για το έγκλημα ο ένας στον άλλο. Τις ίδιες θέσεις ανέφεραν και στις καταθέσεις τους στην Αστυνομία.

Άμεση μαρτυρία για το έγκλημα δεν υπήρχε. Τα διάφορα ευρήματα που προέκυψαν από τις επιστημονικές εξετάσεις, όπως δέχθηκε το Κακουργιοδικείο, έριχναν φως στις συνθήκες του εγκλήματος. Η επιστημονική μαρτυρία κατέδειξε ότι ο δράστης, όταν απέκοπτε το λαιμό του θύματος, ήταν γονατιστός, για να έχει δύναμη, και ότι στο γόνατο του κατηγορούμενου 1 υπήρχε αποξηραμένο αίμα από το θύμα.

Το Κακουργιοδικείο αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία διαπίστωσε ότι συμμετοχή στο έγκλημα είχε και ο κατηγορούμενος 2 και ότι η προσπάθειά του να συγκαλύψει εκ των υστέρων το έγκλημα και η ύπαρξη τραυμάτων, μεταξύ των οποίων και κοψίματα και η ύπαρξη αιματηρών αποτυπωμάτων στο παράθυρο, που ανήκαν στον ίδιο, ήταν στοιχεία ενδεικτικά της ενεργούς συμμετοχής του στο έγκλημα. Του απέδωσε επίσης σοβαρό κίνητρο στην διάπραξη του εγκλήματος.

Το Κακουργιοδικείο έκρινε τους κατηγορούμενους ένοχους για ανθρωποκτονία και όχι για φόνο εκ προμελέτης όπως ήταν η κατηγορία που αυτοί αντιμετώπιζαν. Διαπίστωσε πως δεν είχε αποδειχθεί το στοιχείο της προμελέτης, το μόνο διαφοροποιητικό στοιχείο των δύο εγκλημάτων. Το Κακουργιοδικείο τους επέβαλε ποινή φυλάκισης 20 χρόνων.

Οι κατηγορούμενοι εφεσίβαλαν τόσο την καταδίκη τους όσο και την ποινή τους.

Α. Έφεση εναντίον καταδίκης.

Οι κατηγορούμενοι αμφισβητούν, με τους λόγους έφεσης, τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, μεταξύ των οποίων και το εύρημα ότι η υπάρχουσα μαρτυρία θεμελιώνει την ενοχή τους.

[*39]

Προσβάλλουν επίσης (α) την ερμηνεία που δόθηκε από το Κακουργιοδικείο σε διάφορα γεγονότα, ερμηνεία η οποία καθώς ισχυρίζονται, λειτούργησε αρνητικά γι’ αυτούς και (β) τους συλλογισμούς του Κακουργιοδικείου, υποστηρίζοντας ότι αυτοί είναι εσφαλμένοι.

Ο κατηγορούμενος 2 παραπονείται ότι του αποδόθηκε ελατήριο λόγω της ανάμειξης του πατέρα του στη διακίνηση ομοεθνών τους, ενώ αυτό το ζήτημα θεωρήθηκε άσχετο κατά την ακρόαση και δεν επιτράπηκαν σε σχέση με αυτό ερωτήσεις.

Ο κατηγορούμενος 1, αμφισβητεί το εύρημα ότι υπήρξε σε σχέση με την κατάθεση του προσυνεννόηση με τον κατηγορούμενο 2, εύρημα το οποίο οδήγησε στο να μη γίνει πιστευτός.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η απόφαση του Κακουργιοδικείου είναι ορθή και ότι κανένας από τους λόγους που επικαλέσθηκαν οι κατηγορούμενοι για να πλήξουν την απόφαση για την καταδίκη τους δεν ευσταθεί.

Β. Έφεση εναντίον ποινής.

Οι κατηγορούμενοι ισχυρίσθηκαν ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική. Ο μεν κατηγορούμενος 1 ενόψει της κατάστασης άμυνας στην οποία βρέθηκαν, μετά που το θύμα πήρε πρώτο το μαχαίρι. Ο δε κατηγορούμενος 2 ενόψει του νεαρού της ηλικίας του και του ρόλου του στην όλη εξέλιξη των γεγονότων.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι όλες οι εισηγήσεις των κατηγορουμένων λήφθηκαν υπόψη και σταθμίστηκαν από το Κακουργιοδικείο, σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα του αδικήματος και ότι δεν παρεχόταν πεδίο για δική του επέμβαση για μείωση της επιβληθείσας ποινής.

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

HadjiSavvas v. Republic (1988) 2 C.L.R. 37,

Ονησίλλου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 556,

Ηλία ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Ξυλοφάγου (1994) 2 Α.Α.Δ. 137,

[*40]

Fostieri v. Republic (1969) 2 C.L.R. 105,

Κίτα ν. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 209,

Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 260.

Εφέσεις εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 1940/03) ημερομηνίας 13/5/04, με την οποία βρέθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν σε εικοσαετή φυλάκιση.

Γ. Μυλωνάς, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 7707.

Χρ. Θεμιστοκλέους, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 7708.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη στις Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7707 και 7708.

Οι�Εφεσείοντες είναι παρόντες.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες αντιμετώπισαν από κοινού ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας κατηγορία για τον εκ προμελέτης φόνο του ομοεθνή τους Jilani Badar Mohiuddin  καταδικάστηκαν, όμως, κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 85(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ο εφεσείων στην Έφεση Αρ. 7707 ως συνεργός και ο εφεσείων στην Έφεση Αρ. 7708 ως αυτουργός για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας, κατά παράβαση των Άρθρων 205(1), (3) και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Επεβλήθη και στους δύο ποινή εικοσαετούς φυλάκισης.

Οι εφέσεις συνεκδικάστηκαν, αφού αφορούν στην ίδια απόφαση. Κατηγορούμενος 1, ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ήταν ο εφεσείων στην Έφεση Αρ. 7708, ενώ κατηγορούμενος 2 ο εφεσείων στην Έφεση Αρ. 7707.  Για πρακτικούς λόγους, για τους σκοπούς της παρούσης, όταν θα αναφερόμαστε χωριστά σ’ αυτούς, θα αναφερόμαστε σε «κατηγορούμενο 1» και «κατηγορούμενο 2».

[*41]

Τα γεγονότα της υπόθεσης, μεγάλο μέρος των οποίων έγιναν παραδεκτά αλλά και όπως τα διαπίστωσε το Κακουργιοδικείο, βασιζόμενο στη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής - οι κατηγορούμενοι προέβησαν σε ανώμοτες δηλώσεις - ήταν, σε γενικές γραμμές, τα ακόλουθα:-

Το θύμα, πακιστανικής καταγωγής, βρισκόταν στην Κύπρο, εν αναμονή έγκρισης αιτήματος που είχε υποβάλει για αναγνώρισή του ως πολιτικός πρόσφυγας.  Μετά την έκτιση εξάμηνης ποινής φυλάκισης, στην οποία καταδικάστηκε για υπόθεση συνομωσίας επειδή εξωθούσε ομοεθνείς του να υποβάλουν αίτηση για πολιτικό άσυλο με ψευδή στοιχεία, έγινε συνεργάτης της Αστυνομίας και βοηθούσε στην εξιχνίαση υποθέσεων που αφορούσαν ομοεθνείς του.  Στα πλαίσια αυτής του της συνεργασίας, στις 13/3/2003, σε συνομιλία που είχε με το Μ.Κ.14 - Ανδρέα Χρίστου - του Τμήματος Αλλοδαπών, τον οποίο επισκεπτόταν συχνά, ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος 1 και ο αδελφός του - (Μ.Κ.18) -  ασχολούνταν με παράνομες δραστηριότητες, χωρίς να δώσει λεπτομέρειες, για τις οποίες επιφυλάχθηκε να επανέλθει.  Διέμενε στο δωμάτιο 213 του ξενοδοχείου «Αλεξάνδρεια», στην οδό Τρικούπη 17, στην παλιά Λευκωσία, όπου και το έγκλημα.  Θύμα και εφεσείοντες ασχολούνταν με τη διακίνηση ομοεθνών τους από το Πακιστάν, μέσω των κατεχομένων, προς τις ελεύθερες περιοχές.

Την παραμονή του εγκλήματος, δηλαδή στις 15/3/2003, ο κατηγορούμενος 1 διευθέτησε ώστε οι ομοεθνείς τους Μ.Κ.8 και Μ.Κ.9, οι οποίοι ήλθαν παράνομα στην Κύπρο από τα κατεχόμενα, να διαμένουν μαζί με τον κατηγορούμενο 2. Και οι δύο τους συμβούλεψαν να μη βγουν από το δωμάτιό τους και να κοιμηθούν νωρίς.  Ο ίδιος συνήθιζε να διαμένει στο σπίτι της φιλενάδας του. 

Την επομένη, 16/3/2003, γύρω στις 2.00 το απόγευμα, το θύμα επισκέφθηκε τους εφεσείοντες στο δωμάτιό τους, γνωρίστηκε με τους Μ.Κ.8 και 9 και συνομίλησε ιδιαιτέρως με τους εφεσείοντες για οικονομικό ζήτημα που προέκυψε από τη διακίνηση των Μ.Κ.8 και 9.  Το βράδυ της ίδιας ημέρας, γύρω στις 21:40, οι εφεσείοντες επισκέφθηκαν το θύμα στο δωμάτιό του, ένοικοι δε του ξενοδοχείου άκουσαν λογομαχία μεταξύ των ωρών 21:40 – 21:45.  Κτύπησαν την πόρτα του δωματίου δύο φορές, χωρίς όμως να πάρουν απάντηση.  Τη δεύτερη φορά, δέκα περίπου λεπτά μετά την πρώτη, στο δωμάτιο επικρατούσε ησυχία και το μόνο που ακουγόταν ήταν βήματα στο πάτωμα. Κάποιος, μάλιστα, άνοιξε την πόρτα, την έκλεισε όμως αμέσως, κλειδώνοντάς την από μέσα.  Στις 22:40, ο δια[*42]χειριστής του ξενοδοχείου έσπασε την πόρτα και βρήκε το θύμα μπρούμυτα, νεκρό, σε λίμνη αίματος.  Έρευνες της Αστυνομίας αποκάλυψαν ότι, κατά την ώρα θανάτου του θύματος (προήλθε από αιμορραγία, ως αποτέλεσμα πλήρους διατομής των αγγείων του λαιμού με μαχαίρι), περίπου στις 10.00 μ.μ., οι εφεσείοντες ήταν μόνοι με το θύμα στο δωμάτιό του.  Προηγήθηκε μεταξύ θύματος και εφεσειόντων καυγάς, ο οποίος ξεκίνησε όταν το θύμα πρώτο πήρε το μαχαίρι που ήταν σε τραπέζι στο δωμάτιό του για να το ανεμίσει επιθετικά, στη συνέχεια όμως το πήρε ο κατηγορούμενος 1, ο οποίος κτύπησε το θύμα όταν αυτό ακόμη βρισκόταν στο κρεβάτι του.  Στον καυγά ενεπλάκη και ο κατηγορούμενος 2. Το θύμα, όταν δέχθηκε το θανατηφόρο πλήγμα στο λαιμό, πρέπει να ήταν πεσμένο στο πάτωμα μπρούμυτα και ο κατηγορούμενος 1, πιθανόν, γονατιστός από πάνω του, τραβώντας το μαχαίρι με πίεση από τη μια άκρη του λαιμού στην άλλη. 

Μετά το έγκλημα, οι εφεσείοντες διέφυγαν από το εσωτερικό παράθυρο του δωματίου, κατεβαίνοντας από σωλήνα που υπήρχε κατά μήκος του τοίχου της εσωτερικής αυλής του ξενοδοχείου.  Κατά τη διαφυγή, ο κατηγορούμενος 1 έσπασε το αριστερό του πόδι, με αποτέλεσμα τη μοτοσικλέτα του, με την οποία διακινήθηκαν εκείνο το βράδυ, να οδηγήσει ο κατηγορούμενος 2. Με την επιστροφή τους στο ξενοδοχείο Crown, όπου διέμεναν, έδωσαν τα ρούχα τους στη φίλη του κατηγορούμενου 1 για πλύσιμο. Γύρω στις 5.00 π.μ. της επομένης, ο κατηγορούμενος 1 ζήτησε από το Cheena Ahmed να καλέσει ταξί για να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο, λέγοντάς του ότι είχε πέσει από τα σκαλιά του ξενοδοχείου και έσπασε το πόδι του.  Στο νοσοκομείο, τον κατηγορούμενο 1 συνόδεψε ο κατηγορούμενος 2, ο οποίος και έφυγε, χωρίς να αναφέρει ο,τιδήποτε. Ο κατηγορούμενος 1, σε ερώτηση του γιατρού των Πρώτων Βοηθειών πώς τραυματίστηκε, ανέφερε ότι μιάμιση ώρα περίπου προηγουμένως είχε πέσει από σκάλα.

Η σύλληψη του κατηγορουμένου 1 έγινε στο νοσοκομείο, γύρω στις 9.00 π.μ., από τον Υπαστυνόμο Σ. Τερεζόπουλο, με τη βοήθεια διερμηνέα.  Σχετικά με το θύμα, ανέφερε:  “I don’t know him”, ενώ στις 21/3/2003, ανακρινόμενος από τον Λοχία Αντωνίου, είπε ότι δεν ήθελε να σκοτώσει τον Jilani, αλλά αυτός τον φοβέρισε με μαχαίρι. Ο κατηγορούμενος 2, ανακρινόμενος προφορικά, δήλωσε ότι δεν είχε σκοτώσει ο ίδιος το θύμα αλλά ο κατηγορούμενος 1, στην παρουσία του. Υπέδειξε στην Αστυνομία διάφορες σκηνές και συγκατατέθηκε στη λήψη αίματος για σκοπούς γενετικής εξέτασης. Προσπάθεια ανεύρεσης της χειρολαβής ενός από τα δύο μαχαίρια που χρησιμοποιήθηκαν δεν απέδωσε αποτέλεσμα. 

[*43]

Προτού αναφερθούμε στην εκδοχή του καθενός από τους κατηγορουμένους, όπως δόθηκε με τις ανώμοτες δηλώσεις τους, είναι κατάλληλο στάδιο να αναφερθούμε στα διάφορα ευρήματα που προέκυψαν από τις επιστημονικές εξετάσεις και τα οποία, όπως δέχθηκε το Κακουργιοδικείο, έριχναν φως στις συνθήκες του εγκλήματος.  Άμεση μαρτυρία γι’ αυτό δεν υπήρχε. 

Αρχίζοντας από το δωμάτιο του θύματος, διαπιστώθηκε ότι η πόρτα ήταν κλειδωμένη από μέσα και το παράθυρο ανοικτό, με κηλίδες αίματος διασκορπισμένες στους τοίχους, ένα μέτρο περίπου πάνω από το δάπεδο.  Στο δωμάτιο βρέθηκαν δύο μαχαίρια - ένα συνηθισμένο μαχαίρι κουζίνας με χειρολαβή, τοποθετημένο στη ράχη του θύματος, και μια λεπίδα μεγαλύτερου μαχαιριού χωρίς τη χειρολαβή, σε μικρή απόσταση από το θύμα.  Στο γυαλί του σταθερού μέρους του παραθύρου εσωτερικά βρέθηκαν αιματηρά δακτυλικά αποτυπώματα του κατηγορουμένου 2 και αποτύπωμα του θύματος στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι του.  Το θύμα έφερε διάφορα αμυντικά τραύματα, τα οποία έγιναν στην προσπάθειά του να γλιτώσει, ενώ τραύματα από μαχαίρι στα χέρια έφεραν και οι εφεσείοντες - ο κατηγορούμενος 1 στη ραχιαία εξωτερική πλευρά και των δύο χεριών, ο κατηγορούμενος 2, εκτός από δύο μη αμυντικά τραύματα, έφερε και διάφορες εκδορές και τριψίματα, που προκλήθηκαν κατά τη διαφυγή του από το παράθυρο.  Τα δύο μαχαίρια που βρέθηκαν στη σκηνή ήταν και τα δύο ματωμένα.  Στο μαχαίρι χωρίς χειρολαβή υπήρχε γενετικό υλικό του κατηγορουμένου 1 και στο δεξιό του γόνατο αποξηραμένο αίμα από το θύμα. 

Οι εφεσείοντες προέβησαν σε ανώμοτες δηλώσεις, με βασική θέση του καθενός ότι δεν είναι ο ίδιος που σκότωσε το θύμα αλλά ο συγκατηγορούμενός του, θέση βασικά που αναφέρουν και στις καταθέσεις τους στην Αστυνομία.

Εκδοχή του κατηγορουμένου 1 είναι ότι θύμα και κατηγορούμενος 2 είχαν οικονομική διαφορά από τη διακίνηση των Μ.Κ.8 και 9, οι οποίοι έφτασαν στην Κύπρο με τη μεσολάβηση του πατέρα του κατηγορουμένου 2.  Στις 16/3/2003, όταν τους επισκέφθηκε το θύμα,  άρχισε η συζήτηση.  Το θύμα ισχυριζόταν ότι συμφώνησε με τον πατέρα του κατηγορούμενου 2 για τη μεταφορά των Μ.Κ.8 και 9 και ζητούσε από τον κατηγορούμενο 2 ποσό $2.000,00.  Αυτός αρνείτο να πληρώσει και το θύμα απείλησε ότι, εάν δεν πλήρωναν τα χρήματα, θα μιλούσε γι’ αυτούς στον Α. Χρίστου - Μ.Κ.14.  Με σκοπό να διευθετήσουν τη διαφορά που υπήρχε, επισκέφθηκαν το θύμα στο δωμάτιό του αργότερα την ίδια μέρα, γύρω στις 8.30 μ.μ. - 9.00 μ.μ.  [*44]Αναγκάστηκαν, όμως, να φύγουν, λόγω άλλης επίσκεψης που δέχθηκε το θύμα, για να επιστρέψουν λίγο αργότερα, οπότε θύμα και κατηγορούμενος 2 άρχισαν να συζητούν.  Ενώ συζητούσαν και ο ίδιος προσπαθούσε να τους συμφιλιώσει, το θύμα πήρε ένα μαχαίρι που ήταν δίπλα από το κρεβάτι του και προσπαθούσε να κτυπήσει τον κατηγορούμενο 2.  Τότε, έτρεξε, πήρε το χέρι του θύματος και αμέσως ο κατηγορούμενος 2 ανέσυρε από την τσέπη του μαχαίρι, που είχε τυλιγμένο σε εφημερίδα, και κτύπησε το θύμα στο πρόσωπο.  Το μαχαίρι, που κρατούσε το θύμα, ο ίδιος το πέταξε μακριά. Στην προσπάθειά του να σώσει το θύμα τραυματίστηκε στα χέρια.  Ενώ ο κατηγορούμενος 2 έκοβε το λαιμό του θύματος, ο ίδιος άνοιξε την πόρτα για να φύγει, είδε όμως κόσμο, γι’ αυτό βγήκε από το παράθυρο.  Ενώ κατέβαινε από το παράθυρο, περιμένοντας και τον κατηγορούμενο 2, αυτός πήδηξε, έχασε τον έλεγχό του, έπεσε πάνω του και, έτσι, έσπασε το πόδι του.

Ο κατηγορούμενος 2 στη δική του ανώμοτη δήλωση, όπως διατυπώνεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, αρνείται ότι ο ίδιος:-

«... χρησιμοποίησε οποιοδήποτε μαχαίρι για να πειράξει ή να σκοτώσει το θύμα, ούτε συμφώνησε ποτέ να σκοτώσει το θύμα ή να του προκαλέσει οποιαδήποτε ζημιά, ούτε και είχε κανένα λόγο για να το σκοτώσει.  Μέχρι που κάθισε στη μοτοσικλέτα το απόγευμα για να τον οδηγήσει ο κατηγορούμενος 1 στο ξενοδοχείο ‘Αλεξάνδρεια’, δεν ήξερε ότι θα πήγαιναν να επισκεφθούν το θύμα και απλά ο κατηγορούμενος 1 ενώ ο ίδιος κοιμόταν στο κρεβάτι του ήρθε και του είπε να πάει μαζί του γιατί είχε κάτι να κάμει. Προσπάθησε να σώσει το θύμα χωρίς όμως να τα καταφέρει. Ήταν συγχυσμένος και τρομοκρατημένος, και ό,τι είπε στην αστυνομία από την αρχή το είπε αυθόρμητα και στην ένταση της στιγμής, λέγοντας από την αρχή ότι δεν είχε καμιά ανάμειξη στο φόνο. Βοήθησε την αστυνομία στην υπόδειξη των σκηνών και ό,τι είπε τόσο στην κατάθεσή του όσο και στις υποδείξεις σκηνών ήταν η αλήθεια.  Δεχόμενος ότι βοήθησε πράγματι τον συγκατηγορούμενό του μετά τη δολοφονία, ανέφερε ότι δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί το έκαμε, ντρεπόταν και λυπόταν γι’ αυτό και αναγνωρίζει ότι θα πρέπει να τιμωρηθεί για την πράξη του αυτή.»

Το Κακουργιοδικείο, στην απόφασή του, αναφέρεται στο σύνολο της μαρτυρίας και πραγματεύεται τις νομικές αρχές που διέπουν την αξιολόγησή της, περιλαμβανομένων και αυτών που διέπουν τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων*. Πραγματεύεται επίσης, υπό το φως των αρχών της νομολογίας, τα συστατικά στοιχεία του εγκλήματος του φόνου εκ προμελέτης, όπως ήταν η κατηγορία που αντιμετώπιζαν οι εφεσείοντες, και του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας, για το οποίο τους έκρινε ενόχους.  Διαπίστωσε ότι δεν είχε αποδειχθεί το στοιχείο της προμελέτης, το μόνο διαφοροποιητικό στοιχείο των δύο εγκλημάτων - (βλ. HadjiSavvas v. Republic (1988) 2 C.L.R. 37· Ονησίλλου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 556, 569-570.). Πραγματεύεται, επίσης, το Άρθρο 20 του Κεφ. 154, το οποίο προνοεί για τη συμμετοχή αδικοπραγούντος σε ποινικό αδίκημα - (βλ. Ηλία ν. Συμβ. Βελτιώσεως Ξυλοφάγου (1994) 2 Α.Α.Δ. 137). Σημείωσε - και ορθά, με αναφορά στην υπόθεση Nicos Nikita Fostieri v. The Republic (1969) 2 C.L.R. 105, 112 - ότι, για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας, αρκεί η απόδειξη πρόθεσης του δράστη να διαπράξει την παράνομη πράξη που επέφερε το θάνατο και δεν είναι απαραίτητη η απόδειξη ότι ο δράστης είχε πρόθεση να φονεύσει το θύμα.

Αξιολόγησε με λεπτομέρεια τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε, μεταξύ της οποίας και τις καταθέσεις των εφεσειόντων στην Αστυνομία.  Καθοδηγούμενο ορθά από τη νομολογία, χειρίστηκε τις καταθέσεις του κάθε ενός από τους κατηγορουμένους, ως και τις προφορικές δηλώσεις τους, μόνο ως μαρτυρία εναντίον αυτού που τις έδωσε και όχι εναντίον του συγκατηγορουμένου του - (βλ. Κίτα ν. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 209, 212.)  Αντίκρισε, επίσης, τις ανώμοτες δηλώσεις ορθά στο πλαίσιο της νομολογίας.

Οι εφεσείοντες, με τέσσερις λόγους έφεσης ο καθένας, αμφισβητούν τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου. Οι τρεις πρώτοι, και στις δύο εφέσεις, παρέχουν δυνατότητα εξέτασής τους από κοινού.  Με τον πρώτο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η υπάρχουσα μαρτυρία δε θεμελιώνει την ενοχή τους.  Τα όσα, υπέβαλαν, ο κάθε ένας από αυτούς ανέφερε στις καταθέσεις του στην Αστυνομία υποστηρίζονται, σε μεγάλο βαθμό, από την ανεξάρτητη μαρτυρία που παρουσιάστηκε και, συνεπώς, θα έπρεπε να  γίνουν αποδεκτά από το Κακουργιοδικείο. Ο κ. Μυλωνάς, για τον κατηγορούμενο 2, υπέδειξε ότι η παραδοχή του κατηγορουμένου 1 - ότι εκείνος σκότωσε το θύμα - και το εύρημα, στη βάση της επιστημονικής μαρτυρίας - ότι ο κατηγορούμενος 1 γονατιστός απέκοψε το λαιμό του θύματος - καταδεικνύουν το αληθές της κατάθεσης του κατηγορουμένου 2 - ότι δε σκότωσε αυτός το θύμα.  Η μαρτυρία, υπέβαλε, που υπάρχει, κατατείνει στη συνδρομή του μετά τη διάπραξη του εγκλήματος, [*46]συνδρομή την οποία και αποδέχεται.

Ο κ. Θεμιστοκλέους, για τον κατηγορούμενο 1, χαρακτήρισε τα πιο κάτω, ως στοιχεία που καταδεικνύουν το εσφαλμένο του ευρήματος ενοχής του:-

(α)   Την έλλειψη ευρήματος ποίο από τα δύο μαχαίρια που βρέθηκαν στη σκηνή ήταν το φονικό όπλο.

(β)   Την απουσία της χειρολαβής από το μαχαίρι - (Τεκμήριο 2) - με το οποίο πρέπει να αποκόπηκε ο λαιμός του θύματος και την οποία πέταξε ο κατηγορούμενος 2, σε συνδυασμό με το εύρημα ότι το μαχαίρι - Τεκμήριο 1 - αρχικά το κρατούσε το θύμα και του το πήρε ο κατηγορούμενος 1· και

(γ)   Ότι το μαχαίρι - Τεκμήριο 2 - δεν το χρησιμοποίησε ο κατηγορούμενος 1 για να κόψει το λαιμό του θύματος, αφού δεν μπορούσε αυτός να κρατεί δύο μαχαίρια.

Δε βρίσκουμε ο λόγος αυτός των εφέσεων να ευσταθεί. Δεν υπάρχει, σε κανένα σημείο της κατάθεσης του κατηγορουμένου 1 ή της ανώμοτης δήλωσής του, παραδοχή ότι αυτός είναι που επέφερε το θάνατο του θύματος.  Από μόνη της η επιστημονική μαρτυρία - ότι ο λαιμός του θύματος κόπηκε με μαχαίρι - και το εύρημα ότι ο κατηγορούμενος 1 (λόγω του αποξηραμένου αίματος του θύματος στο γόνατό του), για να το επιτύχει, πρέπει να ήταν γονατιστός στο πάτωμα, δεν αποκλείουν τη συνδρομή του κατηγορουμένου 2 στη διάπραξη του εγκλήματος, όταν μάλιστα αυτός έφερε δύο τραύματα, που δεν ήταν αμυντικά και για τα οποία κρίθηκε ότι:-

«Είναι πολύ πιο φυσική και εύλογη η δημιουργία των τραυμάτων αυτών από τη συνύπαρξη και συμμετοχή του κατηγορούμενου 2 στο δωμάτιο και το έγκλημα.  Ο κατηγορούμενος 2 κρίνεται ότι έλαβε μέρος στην πάλη και βοήθησε τον συγκατηγορούμενό του στην ακινητοποίηση του θύματος. Η πάλη που έγινε, στην οποία δόθηκαν πολλαπλά κτυπήματα με τα μαχαίρια, δικαιολογεί την ύπαρξη αίματος σε όλο το χώρο από την πόρτα, τους τοίχους μέχρι το πάτωμα και τα έπιπλα.  Και μάλιστα, εύλογα μπορεί να προστεθεί ότι το αιματηρό αποτύπωμα στο σταθερό μάλιστα μέρος του τζαμιού που ανήκε στον ίδιο πρέπει να οφειλόταν σε τραυματισμό του εντός του δωματίου έχοντας υπόψη το σημείο στο οποίο βρέθηκε και που ήταν πριν την έξοδό του από το παράθυρο.  Με άλλα λόγια, ο κατηγορούμενος 2 ήταν ήδη τραυματισμένος πριν τη διαφυγή του και τα τραύματά του, [*47](εξ ου και το αιματηρό αποτύπωμα) δεν έγιναν εκ των υστέρων αλλά εκ των προτέρων.»   

Το Κακουργιοδικείο επεσήμανε και άλλα, τα οποία συνόψισε ως εξής:-

«(i) Υπήρχε σοβαρό κίνητρο και ελατήριο για την επίσκεψη και του ιδίου στο ξενοδοχείο «Αλεξάνδρεια» την ημέρα της δολοφονίας. Το κίνητρο αυτό ήταν αρκετά σημαντικό ώστε να οδηγήσει και τον κατηγορούμενο 2 στο δωμάτιο του θύματος τρεις φορές κατά τη διάρκεια της 16.3.03.  Είχε συμφέρον να βεβαιωθεί, έστω στα πλαίσια μιας συζήτησης και μιας διευθέτησης, ότι το θύμα δεν θα προχωρούσε σε ενέργειες τέτοιες που να οδηγούσαν είτε σε αναχαίτιση της εμπλοκής του στη διακίνηση ομοεθνών του ή ακόμη και στην απέλασή του από την Κύπρο.  Γνώριζε από πριν τις διαφορές που είχαν προκύψει με το θύμα και ήθελε και αυτός να τις επιλύσει.

(ii)  Πρόσθετα, ο κατηγορούμενος 2, όπως ο ίδιος αναφέρει, ενώ είχε την ευκαιρία να αποποιηθεί οποιωνδήποτε ευθυνών και ανάμειξη στη δολοφονία, εν τούτοις επέλεξε στο κτύπημα της πόρτας του δωματίου του θύματος να την κλείσει και να την κλειδώσει εκ νέου, στη θέα προσώπων έξω από αυτή, προφανώς, θέλοντας όχι μόνο να συγκαλύψει το τι γινόταν στο δωμάτιο, αλλά στα πλαίσια μιας συμμετοχής του που ξέφευγε πλέον από την απλή και αμέτοχη παρουσία του στον χώρο όπως θέλησε να παρουσιάσει ο κ. Μυλωνάς.

(iii) Η ύπαρξη τραυμάτων, μεταξύ των οποίων και κοψίματα και η ύπαρξη αιματηρών αποτυπωμάτων στο παράθυρο είναι στοιχεία εξίσου ενδεικτικά της ενεργούς συμμετοχής του στο έγκλημα.  Ιδιαίτερα το αιματηρό αποτύπωμα που και ο κ. Μυλωνάς δέχθηκε ότι ανήκει στον κατηγορούμενο 2 (όπως άλλωστε έδειξε και η επιστημονική μαρτυρία του Κερίμη μέσα από το Τεκμ. ‘82’) πρέπει να έγινε λόγω προηγούμενης ανάμειξης του κατηγορουμένου 2 στο επεισόδιο όπου και τραυματίστηκε διότι αφέθηκε στο γυαλί-τζάμι του παραθύρου και άρα δεν μπορεί να έγινε από οτιδήποτε που προεξείχε από το παράθυρο ή το σωλήνα που χρησιμοποιήθηκαν μετά.

(ιν) Ακόμη, εξίσου σημαντικό, ήταν και η προσπάθειά του να συγκαλύψει εκ των υστέρων το έγκλημα. Όλες οι ενέργειες που [*48]έγιναν από αυτόν δεν μπορούν να κοιταχθούν απομονωμένα για να οδηγήσουν στο συμπέρασμα και μόνο ότι βοήθησε τον κατηγορούμενο 1 να διαφύγει.  Πρόκειται για ενέργειες που έδειχναν συνέχιση της αποδοχής του και της συμμετοχής του στην ίδια την εγκληματική ενέργεια που έγινε στο δωμάτιο του θύματος.  Προς τούτο βοήθησε τον κατηγορούμενο 1 να επιβιβαστεί της μοτοσικλέτας οδηγώντας ο ίδιος το όχημα αυτό, ενώ αν ήταν αμέτοχος θα μπορούσε να φωνάξει προς βοήθεια ή να αναζητήσει βοήθεια αποκαλύπτοντας εκείνη την ώρα το όλο έγκλημα.  Κατά τη διάρκεια της διαφυγής τους πέταξε, όπως φαίνεται, σε χώρο άγνωστο τη χειρολαβή του Τεκμ. ‘2’ αποκλείοντας έτσι τη διενέργεια εξετάσεων και περαιτέρω ερευνών από την αστυνομία πάνω σε ένα σημαντικό στοιχείο και όργανο που χρησιμοποιήθηκε κατά το φόνο. Μετέπειτα, έδωσε απλόχερη βοήθεια στο να αλλάξουν και οι δύο ρούχα, δίνοντας τα ματωμένα ρούχα στη φίλη του κατηγορουμένου 1 για πλύσιμο.  Τέλος, έφυγε αμέσως μετά τη μεταφορά του κατηγορουμένου 1 στο νοσοκομείο, προς τον οποίο και πάλι πρόσφερε βοήθεια, χωρίς να παρουσιαστεί και να δώσει οποιοδήποτε στοιχείο.» 

Σ’ ό,τι αφορά τον κατηγορούμενο 1, το γεγονός ότι δεν καθορίστηκε ποιο ήταν το φονικό όπλο δεν τον βοηθά, δεδομένης της επιστημονικής μαρτυρίας ότι ο δράστης, όταν απέκοπτε το λαιμό του θύματος, ήταν γονατιστός, για να έχει δύναμη, και ότι στο γόνατο του κατηγορουμένου 1 υπήρχε αποξηραμένο αίμα από το θύμα. Ότι αυτός, αρχικά, πήρε το μαχαίρι - Τεκμήριο 1 - από το θύμα δεν αποκλείει, στη συνέχεια, να χρησιμοποίησε το άλλο μαχαίρι - Τεκμήριο 2.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης, προσβάλλεται η ερμηνεία που δόθηκε από το Κακουργιοδικείο σε διάφορα γεγονότα, ερμηνεία η οποία, οι εφεσείοντες διατείνονται, λειτούργησε αρνητικά γι’ αυτούς.  Ως γεγονότα που παρερμηνεύτηκαν ήταν, κατά την εισήγηση του συνηγόρου του κατηγορουμένου 2, η γνώση που αυτός είχε για το πού θα πήγαιναν όταν επιβιβάστηκαν στη μοτοσικλέτα του κατηγορουμένου 1. Παρερμηνεύτηκε η εισήγηση του συνηγόρου, με αποτέλεσμα να εκληφθεί ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου 2 ψευδής.  Δεν ήταν, ανέφερε ο κ. Μυλωνάς, η εισήγησή του ότι ο κατηγορούμενος 2 δε γνώριζε μέχρι την απογευματινή διακίνησή τους στο ξενοδοχείο «Αλεξάνδρεια» πού θα πήγαιναν, αλλά ότι δε γνώριζε και ούτε υποψιαζόταν πιθανά σχέδια για χρήση βίας.  Ως προς την ανάμειξή του στη διακίνηση ομοεθνών του, η μαρτυρία του Ανδρέα Χρίστου του Τμήματος Αλλοδαπών - (Μ.Κ.14) - δεν αφορούσε τον [*49]κατηγορούμενο 2, όπως θεώρησε το Κακουργιοδικείο.  Σε σχέση με την παρουσία του στη σκηνή του εγκλήματος, ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι βρέθηκε τυχαία, ώστε να δικαιολογείται η κατάληξη ότι είπε ψέματα.  Ούτε η ενέργειά του να ανοίξει την πόρτα και να την κλείσει αμέσως, κλειδώνοντάς την, ερμηνεύθηκε ορθά, με την κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι:-

«Δεν μπορεί να οφείλεται σε φόβο το εκ νέου κλείδωμα της πόρτας ... ιδιαίτερα, διότι, κατά τον ίδιο στην κατάθεσή του αμέσως προηγουμένως (πριν δηλαδή ανοίξει την πόρτα), ο συγκατηγορούμενός του είχε επιτεθεί και στον ίδιο και άρα λογικά θα ήθελε να απομακρυνθεί από αυτόν, …»

Κατά το συνήγορο, ούτε το κλείδωμα της πόρτας από τον κατηγορούμενο 2, κι αν ακόμη «πιθανώς να έγινε στο τέλος της όλης εγκληματικής ενέργειας», όπως κατέληξε το Κακουργιοδικείο, υποδεικνύει ενεργό συμμετοχή του στο έγκλημα.  Μπορεί να ερμηνευθεί ως απόκρυψη της συμμετοχής του στο έγκλημα, μπορεί, όμως, να δείχνει και διάθεση συγκάλυψής του μετά τη διάπραξή του.  Η ερμηνεία που δόθηκε από το Κακουργιοδικείο ήταν η δυσμενέστερη για τον κατηγορούμενο 2. 

Άλλο σημείο που, καθώς εισηγήθηκε, παρερμηνεύτηκε, αφορά στις εκδορές και τα τριψίματα που έφερε ο κατηγορούμενος 2.  Υποστηρίχθηκε ότι η παράλειψή του να αναφερθεί σ’ αυτά και να εξηγήσει πώς προκλήθηκαν λανθασμένα εκλήφθηκε ως επιβαρυντικό στοιχείο.  Δε λήφθηκε υπόψη ότι, σε κανένα στάδιο των ανακρίσεων, δεν ρωτήθηκε ειδικά για τις εκδορές, ούτε ότι ήταν παραδεκτό γεγονός ότι τραυματίστηκε ενώ βρισκόταν ακόμη στο δωμάτιο του θύματος. 

Ο κ. Θεμιστοκλέους, για τον κατηγορούμενο 1, έκαμε λόγο για ανασφαλείς συλλογισμούς από το Κακουργιοδικείο, παρά τα ευρήματά του και τη σαφώς αντίθετη μ’ αυτά μαρτυρία.  Η μη ανεύρεση της χειρολαβής του ενός μαχαιριού, η αδυναμία προσδιορισμού ποίο από τα δύο μαχαίρια που βρέθηκαν στη σκηνή ήταν το φονικό, η ανεύρεση στα χέρια του κατηγορουμένου 1 αμυντικών τραυμάτων, τα αιματηρά αποτυπώματα του κατηγορουμένου 2 στο παράθυρο του δωματίου, ως και το πέταγμα της χειρολαβής από αυτόν αντιστρατεύονται το εύρημα της ενοχής του κατηγορουμένου 1, όπως το αντιστρατεύεται και το γεγονός ότι τα όσα ανέφερε ο κατηγορούμενος 2 στην κατάθεσή του στην Αστυνομία δεν έγιναν αποδεκτά, σ’ αντίθεση με το ότι αρκετά από όσα ο κατηγορούμενος 1 είπε, ως υποστηριζόμενα από επιστημονική μαρτυρία, έγιναν δε[*50]κτά.   

Έχουμε εξετάσει με προσοχή όσα οι συνήγοροι των εφεσειόντων υπέδειξαν ως γεγονότα που παρερμηνεύτηκαν όσο και το σύνολο της μαρτυρίας, με την οποία το Κακουργιοδικείο ασχολήθηκε διεξοδικά προτού καταλήξει στην ενοχή τους.  Διαπιστώνουμε ότι σχεδόν όλα όσα οι συνήγοροι ανέπτυξαν ενώπιόν μας, ως γεγονότα που εσφαλμένα ερμηνεύτηκαν, τέθηκαν, κατά τον ίδιο τρόπο, και ενώπιον του Κακουργιοδικείου, το οποίο, αφού τα πραγματεύθηκε με κάθε λεπτομέρεια και προσοχή, επεξήγησε με πληρότητα και σαφήνεια πώς αντίκρισε το κάθε ένα γεγονός χωριστά, προτού καταλήξει στα ευρήματά του.  Αξιολόγησε τόσο τις παραλείψεις όσο και τις αντιφάσεις που διαπίστωσε και η αξιολόγησή του είναι καθ’ όλα εύλογη και πειστική, ώστε να μην επιδέχεται επέμβασή μας.  Το Κακουργιοδικείο, καθοδηγούμενο και εφαρμόζοντας τις αρχές της Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 260, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες είπαν ψέματα στην Αστυνομία και, μάλιστα, ηθελημένα.  Για τον κατηγορούμενο 1 έκρινε ότι είπε ψέματα:-

«(α)            στον Στ. Τερεζόπουλο, ΜΚ1, αρνήθηκε αρχικά ότι γνώριζε το θύμα λέγοντας ‘I don’t know him’, όταν συνελήφθη στις 9:10 πμ της 17.3.03 στο Νοσοκομείο.

 (β) στον ιατρό Σεντονάρη, σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα ημερ. 30.12.03, είπε, ερωτούμενος σχετικά, ότι ο τραυματισμός του στο γόνατο είχε συμβεί πριν μιάμιση ώρα και ότι οφειλόταν σε πτώση του από μια σκάλα, θέση που ήταν όμως αναληθής.

 (γ) στον Cheena Iftikhar Ahmed από το Πακιστάν, και πάλι σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, είπε γύρω στις 05:00 π.μ. της 17.3.03 τηλεφωνικώς ότι είχε πέσει από τα σκαλιά του ξενοδοχείου και είχε σπάσει το πόδι του.» 

Και για τον κατηγορούμενο 2:-

«…, όπως αναλύθηκε ήδη, πολύ καλά γνώριζε ο κατηγορούμενος 2 τα διαμειφθέντα μεταξύ του θύματος και του ιδίου και του συγκατηγορουμένου του έξω από το δωμάτιο 201 στο ‘Crown’ ενωρίτερα το απόγευμα, δεδομένου ότι έλαβε και ο ίδιος μέρος (στοιχείο, υπενθυμίζεται, που επιμελώς παρέλειψε να αναφέρει στη θεληματική του κατάθεση), ενώ ήταν και αυτός πλήρως αναμεμειγμένος στην επ’ αμοιβή διακίνηση των αλλοδαπών ομοε[*51]θνών του και είχε κάθε λόγο και κίνητρο να επισκεφθεί το θύμα.  Συνάγεται ότι η παρουσία του στη σκηνή του εγκλήματος δεν ήταν καθόλου τυχαία, ούτε εμπίπτει στα πλαίσια του “mere or accidental spectator”.  Κατά δεύτερο λόγο ο ίδιος παραδέχεται ότι έκλεισε έστω ξανά την πόρτα του δωματίου του θύματος στην προσπάθειά του μετά που του επιτέθηκε ο συγκατηγορούμενός του (έτσι λέει στη σελ. 3 του Τεκμ. ‘74’Δ), να τρέξει προφανώς για να διαφύγει από το δωμάτιο.  Κρίνεται ότι ο κατηγορούμενος 2 δεν είπε ούτε στο σημείο αυτό την αλήθεια.  Η δικαιολογία του γι’ αυτή την ενέργειά του δεν μπορεί να αντέξει στη βάσανο της λογικής διότι αν πραγματικά ήταν αμέτοχος στο τι συνέβαινε εκείνη την ώρα στο δωμάτιο, θα έπρεπε να ένιωθε ανακούφιση ανοίγοντας την πόρτα για να διαφύγει, βλέποντας έξω από αυτή ‘πολλούς ανθρώπους μαζεμένους’.  Θα αναμενόταν ότι όχι μόνο θα έτρεχε όντως να βγει από το δωμάτιο, αλλά θα ζητούσε και τη βοήθεια των παρευρισκομένων έξω από την πόρτα ατόμων.  Δεν μπορεί να οφείλεται σε φόβο το εκ νέου κλείδωμα της πόρτας (ούτε και εισηγήθηκε κάτι τέτοιο στην κατάθεσή του ο κατηγορούμενος 2 ή στην υπόδειξη σκηνών), ιδιαίτερα, διότι, κατά τον ίδιο στην κατάθεσή του αμέσως προηγουμένως (πριν δηλαδή ανοίξει την πόρτα), ο συγκατηγορούμενός του είχε επιτεθεί και στον ίδιο και άρα λογικά θα ήθελε να απομακρυνθεί από αυτόν, ιδιαίτερα διότι προσπάθησε, κατά την ίδια θέση, να μετακινήσει τον συγκατηγορούμενό του μακριά από το θύμα, με άλλα λόγια να γλιτώσει το θύμα από τις επιθέσεις του κατηγορουμένου 1.  Όλα αυτά απορρίπτονται ως παράλογες θέσεις και εκ των υστέρων σκέψεις του κατηγορουμένου 2 για να αποσείσει την ευθύνη από πάνω του.» 

Σε σχέση με τα ευρήματα της εμπλοκής του κατηγορουμένου 2 στη διακίνηση ομοεθνών τους, δε βρίσκουμε να ευσταθούν τα όσα εισηγήθηκε ο συνήγορος του. Δεν είναι από τη μαρτυρία του Μ.Κ.14, ο οποίος, όντως, δεν αναφέρθηκε στον κατηγορούμενο 2, που το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι αυτός ήταν αναμεμειγμένος στη διακίνηση ομοεθνών τους, αλλά από πολλά άλλα γεγονότα, τα οποία εξειδικεύονται στην απόφαση ως ακολούθως:-

«Κατ’ αρχάς η μαρτυρία αποδεικνύει, μέσω των ΜΚ8 και 9, ότι ο κατηγορούμενος 2 είχε εξέλθει του δωματίου 201 στο ‘Crown’ για να συνομιλήσει με το θύμα, το οποίο γνώριζε ήδη από τη βοήθεια που είχε προσφέρει και στον ίδιο να έρθει στις ελεύθερες περιοχές από τα κατεχόμενα.  Το αν βγήκε μετά τον κατηγορούμενο 1 ή μαζί, δεν έχει μεγάλη σημασία για την πτυχή αυτή διότι σημασία έχει ότι και ο κατηγορούμενος 2 συμμετείχε και [*52]γνώριζε τι λέχθηκε από το θύμα στην πεντάλεπτη περίπου συνομιλία που είχαν.  ...  Ο κατηγορούμενος 2 όμως επιμελώς στην κατάθεσή του Τεκμ. ‘74’Δ, αποκρύβει εντελώς ότι είχε λάβει μέρος στη συνομιλία έξω από το δωμάτιο, παρουσιάζοντας τον εαυτό του αμέτοχο και ότι μόνο ο κατηγορούμενος 1 είχε εξέλθει του δωματίου και είχαν μεταξύ τους συζήτηση σχετικά με ‘πάρε-δώσε’ αναφορικά με τη διακίνηση των ΜΚ8 και 9.  Περαιτέρω, ο ΜΚ9 γνωριζόταν με τον κατηγορούμενο 2 από το Πακιστάν, καταγόμενοι από το ίδιο χωριό και ήταν μάλιστα μαζί του στα κατεχόμενα, ενώ, σύμφωνα πάντα με τον ΜΚ9, η μαρτυρία του οποίου ήδη κρίθηκε αξιόπιστη, ήταν και ο πατέρας του κατηγορουμένου 2 αναμεμειγμένος στην όλη υπόθεση της διακίνησης ενόψει του ότι εκείνος είχε διευθετήσει από το Πακιστάν την άφιξη του ιδίου στην ελεύθερη Κύπρο δίνοντάς τους προς τούτο και χρήματα.  Πρόσθετα, και ο κατηγορούμενος 2 μαζί με τον 1, υποκίνησαν τον ΜΚ9 να μην βγει καθόλου από το δωμάτιο και να κοιμηθεί νωρίς.  Αναμφίβολα, αν ο κατηγορούμενος 2 ήταν  αμέτοχος στην οποιαδήποτε διακίνηση αλλοδαπών δεν θα είχε λόγο να συμμετάσχει σε υποδείξεις στο ΜΚ9, ούτε βέβαια και να παραχωρεί το δωμάτιό του (μαζί με τον κατηγορούμενο 1) στους ΜΚ8 και 9 για να διαμένουν ολόκληρα 24ωρα χωρίς να εξέρχονται αυτού.»

Σ’ ό,τι αφορά τα τραύματα στα χέρια του κατηγορουμένου 2, και πάλι δε βρίσκουμε να παρερμηνεύθηκε η παράλειψή του να αναφερθεί σ’ αυτά.  Η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε τη μαρτυρία που είχε και το Κακουργιοδικείο ορθά αναφέρει:-

«Επί του σώματός του βρέθηκαν 7 συνολικά τραύματα όπως διαπίστωσε ο Σοφοκλέους στο Τεκμ. ‘86’.  Τα 5 από αυτά έχουν χαρακτηρισθεί ως εκδορές, τριψίματα και αποσπάσεις επιδερμίδας (υπ’ αρ. 2, 3, 5, 6 και 7).  Ο Σοφοκλέους στην κύρια εξέτασή του είτε δεν ρωτήθηκε, είτε ανέφερε (για παράδειγμα για την υπ’ αρ. 2 εκδορά) ότι δεν γνώριζε από πού προήλθε ή με αναφορά στο υπ’ αρ. 3 ότι φαινόταν σαν κάπου να είχε τριφτεί.  Στην αντεξέτασή του δέχθηκε ότι πιθανόν οι εκδορές και τα τριψίματα να είχαν προέλθει και από τη διαφυγή του από το παράθυρο και την κάθοδό του από τη σωλήνα.  Όσον αφορά τα κοψίματα (τα υπ’ αρ. 1 και 4), ο Σοφοκλέους ανέφερε ότι πιθανόν, αν υπήρχαν τέλια ή μέταλλα κατά τη διαφυγή με ταχύτητα από το παράθυρο, να δημιουργούνταν.  Η θέση αυτή όμως είναι αφενός τελείως υποθετική και αφετέρου ήταν σε απάντηση ερώτησης στην αντεξέταση με αναφορά σε πρόκληση γδαρσίματος. Ο Σοφοκλέους όμως στην κυρίως εξέτασή του χαρακτήρισε το υπ’ αρ. 1 κόψιμο (ισχύ[*53]ει προφανώς και για το υπ’ αρ. 4), ως επιφανειακό και πολύ συμμετρικό και άρα δεν ήταν αμυντικό.  Επίσης στις φωτ. 65, 66 και 67 του Τεκμ. ‘66’ φαίνεται η σωλήνα διαφυγής να είναι λεία χωρίς προεξέχοντα τέλια ή μέταλλα. Ακόμη, ο ίδιος ο κατηγορούμενος 2 ουδέν αναφέρει ή εξηγεί στη θεληματική του κατάθεση πώς παρουσιάστηκαν οι τραυματισμοί αυτοί και ούτε και αναφέρει οτιδήποτε περί προεξοχών τέλλινων ή μεταλλικών στο παράθυρο ή στη σωλήνα που πιθανόν να του προκάλεσαν κάποια τραύματα.  Τα όσα ο κ. Μυλωνάς είπε στην αγόρευσή του ότι πιθανόν να προήλθαν και από επίθεση άλλου όπως του κατηγορουμένου 1 ή ότι ήταν τυχαία, δεν στηρίζονται πουθενά, ούτε ακόμη και από τον ίδιο τον κατηγορούμενο 2 με κάποιες σχετικές αναφορές. Έχει υποδειχθεί και στην Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195, 225, με αναφορά και στην Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, ότι διαζευκτικές πιθανότητες χωρίς μαρτυρία που μπορεί να προβάλλονται από ένα κατηγορούμενο πρέπει να υποστηρίζονται από κάποια μαρτυρία, διαφορετικά ένα Δικαστήριο θα καλείται να εξετάζει θεωρίες χωρίς εύλογη στήριξή τους.»

Από τα πιο πάνω, προκύπτει το αβάσιμο και του τρίτου λόγου έφεσης, ο οποίος αφορά στο εσφαλμένο των συλλογισμών του Κακουργιοδικείου.

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, ο κατηγορούμενος 2 παραπονείται ότι το ζήτημα της ανάμειξης του πατέρα του στη διακίνηση ομοεθνών τους, το οποίο, κατά την ακρόαση της υπόθεσης, θεωρήθηκε άσχετο και δεν επετράπησαν ερωτήσεις, αξιοποιήθηκε κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και προσμέτρησε εναντίον του στην κατάληξη για ύπαρξη ελατηρίου.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.  Σε κανένα στάδιο της αντεξέτασης των Μ.Κ.8 και 9 από το συνήγορο του κατηγορουμένου 2 δεν τέθηκε ερώτημα για το ειδικό αυτό θέμα.  Το Κακουργιοδικείο, κατά το στάδιο της αντεξέτασης του Μ.Κ.9 από το συνήγορο του κατηγορουμένου 1 και μετά που επέτρεψε αριθμό ερωτήσεων, θεώρησε το ζήτημα δευτερεύον και δεν επέτρεψε περαιτέρω ερωτήσεις.  Σε κανένα στάδιο δεν εμποδίστηκε ο συνήγορος του κατηγορουμένου 2, η γραμμή υπεράσπισης του οποίου ήταν άλλη από εκείνη του κατηγορουμένου 1, να υποβάλει ερώτηση σε σχέση με αυτό το ζήτημα και, συνεπώς, δεν μπορεί τώρα να παραπονείται.  Εν πάση, όμως, περιπτώσει και ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, η ανάμειξη του κατηγορουμένου 2 στη δραστηριότητα της διακίνησης ομοεθνών τους προέκυπτε ανεξάρτητα από την όποια ανάμειξη του πατέρα του.  [*54]Προέκυπτε από τις ενέργειές του - δέχθηκε να μένουν μαζί του οι Μ.Κ.8 και 9 - τη συμπεριφορά του απέναντι τους - τους συμβούλεψε μαζί με τον κατηγορούμενο 1 να μην βγουν από το δωμάτιο - αλλά κυρίως από τη συμμετοχή του στην ιδιαίτερη συνάντηση που είχαν με το θύμα στις 15/3/03.

Ο κατηγορούμενος 1, με τον τέταρτο λόγο έφεσης, αμφισβητεί το εύρημα ότι υπήρξε σε σχέση με την κατάθεσή του προσυνεννόηση με τον κατηγορούμενο 2, εύρημα το οποίο οδήγησε στο να μη γίνει πιστευτός. Ο χρόνος που μεσολάβησε, εισηγήθηκε ο συνήγορος, μέχρι τη σύλληψή του, δεν παρείχε τέτοια δυνατότητα.  Άλλωστε, πολλά σημεία της κατάθεσής του έγιναν δεκτά από το Κακουργιοδικείο, σε αντίθεση με τα όσα ο συγκατηγορούμενός του ανέφερε. 

Δε βρίσκουμε ούτε αυτός ο λόγος να ευσταθεί. Όπως διαπίστωσε το Κακουργιοδικείο, μετά από ανάλυση του περιεχομένου των καταθέσεων των εφεσειόντων, της επιστημονικής και άλλης μαρτυρίας:-

«και οι δύο δεν είπαν την όλη αλήθεια στο Δικαστήριο.  Είναι πρόδηλο από τις διάφορες τοποθετήσεις τους που περιέχουν από στοιχεία ανακρίβειας μέχρι ενσυνείδητα ψέματα ότι η αλήθεια για τα πλήρη και πραγματικά γεγονότα δεν ανευρίσκεται μέσα από τις δικές τους ξέχωρες εκδοχές.  Και οι δύο για δικούς τους λόγους ο καθένας, μετέθεσαν τις ευθύνες στους ώμους του ετέρου εξ αυτών τόσο για επιμέρους θέματα που σχετίζονται με την επίσκεψή τους όσο και για το τι στην πραγματικότητα συνέβηκε στο δωμάτιο του θύματος.  Ακόμη εύλογα θα μπορούσε να λεχθεί ότι τα όσα είπαν στις καταθέσεις τους ήταν μετά από συνεννόηση μεταξύ τους.  Δύσκολα εξηγείται διαφορετικά (i) η μετάθεση της ύπαρξης διαφοράς με το θύμα στον έτερο εξ αυτών, (ii) η θέση ότι ο έτερος εξ αυτών ανέσυρε μαχαίρι από το σακάκι του, (iii) ότι ο καθένας από αυτούς προσπάθησε να διασώσει το θύμα από τον άλλο και (iv) ότι έκαστος άνοιξε την πόρτα για να διαφύγει αλλά αντιμέτωπος με κόσμο απ’ έξω, έκλεισε και/ή κλείδωσε την πόρτα. Όλα αυτά είναι στοιχεία που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι κατηγορούμενοι εντέχνως ήθελαν να σκιάσουν την αλήθεια ρίχνοντας την ευθύνη ο ένας στον άλλο και περιγράφοντας ταυτόσημες σχεδόν πράξεις ως να είχαν γίνει από τον έτερο εξ αυτών.»

Καταλήγουμε ότι κανένας από τους λόγους που έχουν επικαλεστεί οι εφεσείοντες για να πλήξουν την απόφαση για την καταδίκη τους δεν ευσταθεί. Οι εφεσείοντες, οι μόνοι που γνώριζαν πώς [*55]ακριβώς εξελίχθηκαν τα γεγονότα από την αρχή μέχρι το τέλος, αφού ήταν οι μόνοι στο κλειδωμένο δωμάτιο με το θύμα, προτίμησαν να συσκοτίσουν, παρά να φωτίσουν τις συνθήκες του εγκλήματος.  Τα ερωτηματικά, τα οποία τώρα διατείνεται ο κατηγορούμενος 1 ότι δεν απαντήθηκαν, όπως ποιο από τα δύο ήταν το φονικό όπλο και η μη ανεύρεση της χειρολαβής, μόνο οι ίδιοι μπορούσαν να τα απαντήσουν και δεν το έπραξαν.  Δεν χρειάζονται όμως απαντήσεις σ’ αυτά για την απόδειξη της ενοχής τους.

ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ:

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το Κακουργιοδικείο επέβαλε στους εφεσείοντες ποινή φυλάκισης 20 χρόνων.  Σύμφωνα με το συνήγορο του κατηγορουμένου 2, η ποινή γι’ αυτόν είναι έκδηλα υπερβολική, λαμβανομένου υπόψη του νεαρού της ηλικίας του και του ρόλου του στην όλη εξέλιξη των γεγονότων. 

Ο συνήγορος του κατηγορουμένου 1, κατ’ ανάλογο τρόπο, χαρακτήρισε την ποινή έκδηλα υπερβολική, ενόψει της κατάστασης  άμυνας στην οποία βρέθηκαν οι κατηγορούμενοι, μετά που το θύμα πρώτο πήρε το μαχαίρι. 

Δεν αποδεχόμαστε τις εισηγήσεις των συνηγόρων.  Όπως τόνισε το Κακουργιοδικείο, η σοβαρότητα του αδικήματος, ως εκ της προβλεπόμενης ποινής, που είναι η διά βίου φυλάκιση, είναι δεδομένη. Το αγαθό το οποίο σκοπείται, με την αυστηρότητα της ποινής, να διαφυλαχθεί, η ανθρώπινη ύπαρξη, είναι το πολυτιμότερο και η αφαίρεσή της πρέπει να τιμωρείται, ανάλογα βέβαια πάντοτε με τις περιστάσεις και τις προσωπικές συνθήκες του κατηγορουμένου.

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως ορθά τόνισε το Κακουργιοδικείο, οι εφεσείοντες ενήργησαν κατά τρόπο βάρβαρο. Η ενέργεια του θύματος να ανεμίσει το μαχαίρι δεν δικαιολογεί τα όσα ακολούθησαν, με αποκορύφωμα τη διατομή του λαιμού του, μέχρι σημείου που έφτανε τη σπονδυλική στήλη. Όλα όσα οι συνήγοροι εισηγήθηκαν ότι δικαιολογούσαν χαμηλότερη ποινή λήφθηκαν υπόψη και σταθμίστηκαν, σε συνάρτηση πάντοτε με τη σοβαρότητα του αδικήματος. 

Οι εφέσεις απορρίπτονται.

Οι εφέσεις απορρίπτονται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο