Ανθίμου Βαγγέλω ν. Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 56

(2006) 2 ΑΑΔ 56

[*56]31 Ιανουαρίου, 2006

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

ΒΑΓΓΕΛΩ ΑΝΘΙΜΟΥ,

Εφεσείουσα,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7423)

 

Απόδειξη ― Έγγραφα ― Έγγραφο, έγινε αρχικά δεκτό ως τεκμήριο για περιορισμένο σκοπό και χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια από την υπεράσπιση κατά την αντεξέταση μαρτύρων για σκοπούς έξω και πέρα από τον περιορισμένο σκοπό για τον οποίο κατατέθηκε ― Κατά πόσο αποτελούσε αποδεκτή μαρτυρία.

Απόδειξη ― Αντεξέταση μαρτύρων ― Έχει ευρύ πεδίο και διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο κατά την εκδίκαση υπόθεσης.

Ποινικός Κώδικας ― Πλαστογραφία εγγράφου (πιστωτικής κάρτας), κυκλοφορία πλαστού εγγράφου και απόσπαση περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις ― Κατά πόσο η αθώωση της κατηγορουμένης στην κατηγορία για κλοπή της πιστωτικής κάρτας που χρησιμοποίησε στην παράνομη συναλλαγή, απέκλειε την διάπραξη των αδικημάτων πλαστογραφίας και κυκλοφορίας της πιστωτικής κάρτας και απόσπασης περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις, στα οποία κρίθηκε ένοχη.

Με την υπό κρίση έφεση, η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης για την καταδίκη της στις κατηγορίες πλαστογραφίας εγγράφου, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και απόσπασης περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις. Το έγγραφο που πλαστογράφησε η εφεσείουσα ήταν πιστωτική κάρτα που άνηκε στη Γιούλα Γεωργίου. Η εφεσείουσα είχε αθωωθεί στην κατηγορία για την κλοπή της πιστωτικής κάρτας που χρησιμοποιήθηκε για την παράνομη συναλλαγή.

Η εφεσείουσα πρόβαλε τους ακόλουθους λόγους έφεσης:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έλαβε υπόψη μαρτυρία που αφορούσε το περιεχόμενο ενός δελτίου πώλησης (τεκμ. 3) το οποίο, σύμφωνα με την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, είχε εκδώσει η [*57]Μ.Κ.13 προς την εφεσείουσα, όταν η τελευταία πλήρωσε για τα εμπορεύματα (καλλυντικά) που αγόρασε με την πιστωτική κάρτα.

     Ο συνήγορος της εφεσείουσας υποστήριξε ότι ενώ το έγγραφο αυτό είχε κατατεθεί μόνο για κάποιο περιορισμένο σκοπό - δηλαδή, ότι είναι έγγραφο στη βάση του οποίου ο ειδικός γραφολόγος της Αστυνομίας Μ.Κ.1 έκαμε επιστημονικές εξετάσεις για να αποδειχθεί ή όχι η γνησιότητα της υπογραφής που αυτό έφερε -στη συνέχεια έγινε από την Μ.Κ.13 επανειλημμένα αναφορά σ’ αυτό και αποτέλεσε, τελικά, ένα σημαντικό έρεισμα για την καταδίκη της εφεσείουσας.

2.  Η μαρτυρία που αφορά τη φύλαξη του τεκμηρίου 3 από την αστυνομία και τη διακίνησή του μέχρι την κατάθεσή του στο δικαστήριο, αποκαλύπτει σπάσιμο της αλυσίδας της διακίνησής του που καθιστά τρωτή την απόφαση αφού το πρωτόδικο δικαστήριο, έλαβε υπόψη το εν λόγω τεκμήριο και στηρίχθηκε πάνω σ’ αυτό για να καταδικάσει την εφεσείουσα.

3.  Η απαλλαγή και αθώωση της εφεσείουσας στην κατηγορία της κλοπής της πιστωτικής κάρτας καθιστούσε μετέωρο και ανεδαφικό το συμπέρασμα της κατοχής και χρήσης της συγκεκριμένης κάρτας για την παράνομη συναλλαγή.

4.  Το Δικαστήριο δεν έπρεπε να πιστέψει την Μ.Κ.13.

Αποφασίστηκε ότι:

A. Yπό Κραμβή, Δ. συμφωνούντος και του Φωτίου, Δ.:

1.  Το τεκμήριο 3 έγινε αρχικά δεκτό ως τεκμήριο για περιορισμένο σκοπό, ότι δηλαδή, υπήρξε αντικείμενο επιστημονικής εξέτασης για τους σκοπούς της υπόθεσης. Στη συνέχεια όμως, χρησιμοποιήθηκε από την υπεράσπιση κατά την αντεξέταση μαρτύρων για σκοπούς έξω και πέρα από τον περιορισμένο σκοπό για τον οποίο κατατέθηκε. Η υπεράσπιση είχε κάθε δικαίωμα να διευρύνει την αποδεικτική εμβέλεια του τεκμηρίου και να ενεργήσει όπως ενήργησε.

2.  Στην προκειμένη περίπτωση, η επιλογή του συγκεκριμένου χειρισμού, από πλευράς υπεράσπισης, κατέστησε ολόκληρο το έγγραφο (τεκμ. 3) αποδεικτικό στοιχείο ενάντια στο διάδικο που αντεξέτασε. Και εφόσον η μαρτυρία που δόθηκε ήταν απαλλαγμένη από παρανομία και σχετική με τα επίδικα θέματα, ορθά λήφθηκε υπόψη από το πρωτόδικο δικαστήριο.

[*58]

3.  Το τεκμήριο 3 αναγνωρίσθηκε ευθέως ως το έγγραφο που εκδόθηκε στα πλαίσια της παράνομης συναλλαγής και ότι επ’ αυτού υπέγραψε η εφεσείουσα με το όνομα της νόμιμης κατόχου της κάρτας που χρησιμοποίησε η εφεσείουσα για να αποσπάσει εμπορεύματα.

4.  Η κλοπή δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο των αδικημάτων για τα οποία κρίθηκε ένοχη η εφεσείουσα. Το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε ο τρόπος με τον οποίο η πιστωτική κάρτα περιήλθε στην κατοχή της εφεσείουσας δεν αποκλείει τη διάπραξη των αδικημάτων για τα οποία αυτή κρίθηκε ένοχη.

5.  Τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο συνάδουν με την μαρτυρία και με την κοινή λογική και συνεπώς δεν υπάρχει ούτε έχει καταδειχθεί βάσιμος λόγος επέμβασης του Εφετείου.

Β. Υπό Νικολαΐδη, Δ.:

To συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στο τεκμήριο 3, είτε αμέσως είτε μέσω της μαρτυρίας της Μ.Κ.13. Αφού δεν κατατέθηκε κανονικά προς απόδειξη του περιεχομένου του, αλλά για περιορισμένο μόνο σκοπό, αποτελεί, εκτός του σκοπού για τον οποίο κατατέθηκε, μη αποδεκτή μαρτυρία που δεν έπρεπε να χρησιμοποιηθεί από το δικαστήριο.

Η έφεση απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363,

Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143,

Erbekci v. Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 434,

Ellinas v. Yianni a.o. 23 C. L. R. 22,

Ελληνική Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Ε. Τ. Autospares Enterprises Ltd κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 843.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της καταδικαστικής από[*59]φασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Υπόθεση Αρ. 13881/01), ημερομηνίας 3/3/03.

Α. Ιντιάνος, για την Εφεσείουσα.

Ν. Κέκκος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η απόφασή μας δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας, που αποτελούν οι Δικαστές Κραμβής και Φωτίου, θα δώσει ο αδελφός Δικαστής Κραμβής.  Εγώ θα εκδώσω διιστάμενη απόφαση.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Η εφεσείουσα κρίθηκε ένοχη σε τρεις κατηγορίες που αντιστοίχως αφορούσαν στη διάπραξη των αδικημάτων της πλαστογραφίας εγγράφου, της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και της απόσπασης περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις και της επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης.

Με την υπό κρίση έφεση, αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης για την καταδίκη. Η εφεσείουσα λέγει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα έλαβε υπόψη μαρτυρία που αφορούσε στο περιεχόμενο ενός δελτίου πώλησης (τεκμ. 3) το οποίο, σύμφωνα με την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, είχε εκδώσει η Έλενα Νικηφόρου (ΜΚ13) προς την εφεσείουσα, όταν η τελευταία, πλήρωσε για τα εμπορεύματα (καλλυντικά) που αγόρασε με πιστωτική κάρτα η οποία ανήκε στη Γιούλα Γεωργίου, πλαστογραφώντας την υπογραφή της για να αποσπάσει με ψευδείς παραστάσεις τα εμπορεύματα.

Ο ειδικός γραφολόγος της αστυνομίας Ελ. Χριστοδούλου (ΜΚ1) ο οποίος είχε παραλάβει από άλλο αστυφύλακα το πιο πάνω δελτίο πώλησης (τεκμ. 3) καθώς και άλλα παρόμοια έγγραφα, επιχείρησε να τα παρουσιάσει προκειμένου να καταστούν τεκμήρια στην υπόθεση. Ο συνήγορος της εφεσείουσας ήγειρε ένσταση. Υστερα από δήλωση του εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής, το δικαστήριο αποδέχθηκε όπως το έγγραφο κατατεθεί ως τεκμήριο για περιορισμένο σκοπό. Η προαναφερθείσα  δήλωση του εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής και ό,τι ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής ανέφερε, αποδεχόμενος την κατάθεση του δελτίου πώλησης (τεκμ. 3) για περιορισμένο σκοπό, παρατίθενται:

«κ. Παπανικολάου: Να αναφέρω κ. Πρόεδρε ότι τα εν λόγω [*60]τεκμήρια κατατίθονται ως τεκμήρια ως αυτά που παρέδωσε ο Αστυφύλακας Ψευδιώτης στον μάρτυρα, τα οποία εξέτασε και έβγαλε το συμπέρασμα του. Δεν είπε ο μάρτυρας εάν είναι αντίγραφα, εάν είναι διπλότυπα ή φωτοαντίγραφα. Είναι αυτά που εξέτασε και έβγαλε το αποτέλεσμα του. Ως εκ τούτου μπορούν να κατατεθούν ως τεκμήρια με την δήλωση αυτή. Εκτός τούτου κ. Πρόεδρε εάν προσέξετε υπάρχουν κάποια μαυρίσματα από πάνω. Όποιος γνωρίζει από κάρτες, βγαίνουν από την μηχανή δύο κόλες, η μια μένει στο ταμείο και την άλλη την πιάνει ο χρήστης της κάρτας.

Δικαστήριο: Τα έγγραφα αυτά μετά από τα όσα έχει αναφέρει ο μάρτυρας ότι είχε κάμει επιστημονικές εξετάσεις με βάση έγγραφα που του παραδόθησαν, θα γίνουν δεκτά ως τεκμήρια στο Δικαστήριο μόνο για τον λόγο αυτόν. Δηλαδή ότι είναι έγγραφα βάση των οποίων έκαμε τις επιστημονικές του εξετάσεις και όσο μέρος αφορούν οι επιστημονικές εξετάσεις. Μόνο γι’ αυτό τον λόγο θα γίνουν δεκτά ως τεκμήρια στο Δικαστήριο. Δεν υπάρχει μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου κατά πόσο είναι πρωτότυπα ή αντίγραφα κάποιων άλλων εγγράφων.

Δελτίο πώλησης με αρ. 3221 ημερ. 29.3.2001 για το ποσό των ΛΚ44,97 με το χαρακτηριστικό 1.2 που έχει θέσει ο μάρτυρας όπως είπε, κατατίθεται και σημειώνεται ως Τεκμήριο 2.

Δελτίο πώλησης με αρ. 6435 ημερ. 29.3.2001 για το ποσό των ΛΚ73,15 με το χαρακτηριστικό 1.3 που έχει θέσει ο μάρτυρας όπως είπε, κατατίθεται και σημειώνεται ως Τεκμήριο 3.»

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία του πιο πάνω ειδικού γραφολόγου (ΜΚ1), η υπογραφή επί του δελτίου πώλησης (τεκμ. 3) δεν ήταν γνήσια υπογραφή της νόμιμης κατόχου της πιστωτικής κάρτας κας Γιούλας Γεωργίου που σύμφωνα με την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, χρησιμοποίησε παράνομα η εφεσείουσα για να αποσπάσει τα  εμπορεύματα.

Η Έλενα Νικηφόρου (ΜΚ13), στην κύρια εξέτασή της, αναγνώρισε, χωρίς ένσταση της υπεράσπισης, το πρωτότυπο του δελτίου πώλησης (τεκμ. 3) που εξέδωσε στην εφεσείουσα για τη συγκεκριμένη πώληση και το οποίο η τελευταία, υπέγραψε στην παρουσία της. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της κας Νικηφόρου, το πρωτότυπο του δελτίου πώλησης (τεκμ. 3) παρέμεινε στην κατοχή της το δε αντίγραφο, παρέλαβε η εφεσείουσα. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας αντεξετάζοντας την Έλενα Νικηφόρου [*61]έθεσε ενώπιόν της το δελτίο πώλησης (τεκμ. 3) και της υπέβαλε ερωτήσεις που αφορούσαν στο περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου. Οι ερωτήσεις που υποβλήθηκαν στη μάρτυρα αφορούσαν:

 (α)  Αν αναγραφόταν στο τεκμήριο 3 το όνομά της. Η απάντηση ήταν αρνητική.

 (β)  Αν στο ίδιο τεκμήριο αναγραφόταν το όνομα της Γιούλας Γεωργίου. Η απάντηση ήταν: «Έτσι γράφει».

 (γ)  Αν ήταν τυπωμένο από το κομπιούτερ. Η απάντηση ήταν «όχι».

 (δ)  Αν υπήρχε στο τεκμήριο 3 εκτυπωμένο από το κομπιούτερ το όνομα Γιούλα Γεωργίου. Η απάντηση ήταν «όχι».

 (ε)  Αν αναγραφόταν στο τεκμήριο 3 ότι «είναι ταμείο του Woolworth τερματικό του Woolworth». Η απάντηση ήταν «όχι».

(στ) Αν αναγραφόταν στο τεκμήριο 3 ότι είναι το ταμείο 1-2. Η απάντηση ήταν επίσης αρνητική.

 (ζ)  Αν αναγραφόταν στο τεκμήριο 3 «τί εμπορεύματα αγοράστηκαν» και η απάντηση ήταν και πάλι αρνητική.

Σε άλλο σημείο της αντεξέτασης της Έλενας Νικηφόρου (ΜΚ13) ο συνήγορος της υπεράσπισης υπέβαλε στη μάρτυρα ότι η εφεσείουσα ουδέποτε υπέγραψε ενώπιόν της το τεκμήριο 3 και η απάντηση ήταν ότι η εφεσείουσα υπέγραψε μπροστά της το εν λόγω τεκμήριο.

Επί του περιεχομένου του τεκμηρίου 3, αντεξετάστηκε και ο κ. Χαράλαμπος Σωτηρίου, υπάλληλος του κέντρου κάρτας της Τράπεζας Κύπρου και επανεξετάστηκε από τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής. Χωρίς ένσταση της υπεράσπισης αντεξετάστηκε και η εφεσείουσα επί του περιεχομένου του εν λόγω τεκμηρίου και επανεξετάστηκε για το ίδιο θέμα.

Το τεκμήριο 3 έγινε αρχικά δεκτό ως τεκμήριο για περιορισμένο σκοπό, ότι δηλαδή, υπήρξε αντικείμενο επιστημονικής εξέτασης για τους σκοπούς της υπόθεσης. Στη συνέχεια όμως, χρησιμοποιήθηκε από την υπεράσπιση κατά την αντεξέταση μαρτύρων για σκοπούς έξω και πέρα από τον περιορισμένο σκοπό για τον οποίο κατατέθηκε. Η υπεράσπιση είχε κάθε δικαίωμα να διευρύνει την αποδεικτική εμβέλεια του τεκμηρίου και να ενεργήσει όπως ενήργησε. Το πεδίο της αντεξέτασης είναι ευρύ. Μέσω της αντεξέτασης, καθίσταται δυνατή η διερεύνηση της αξιοπιστίας του μάρτυρα αλλά και των γεγονότων για τα οποία ο μάρτυρας κατέθεσε στην κύρια εξέταση. Καθίσταται επίσης εφικτή η [*62]προβολή της εκδοχής του διάδικου που αντεξετάζει το μάρτυρα και παρέχεται η δυνατότητα  παρουσίασης γεγονότων που δεν έχει καταθέσει ο μάρτυρας τα οποία όμως θα μπορούσε να είχαν κατατεθεί.

Στην προκείμενη περίπτωση, η επιλογή του συγκεκριμένου χειρισμού, από πλευράς υπεράσπισης, κατέστησε ολόκληρο το έγγραφο (τεκμ. 3) αποδεικτικό στοιχείο ενάντια στο διάδικο που αντεξέτασε. Βλ. Γ.Π. Κακογιάννη «Η Απόδειξη», σελ. 178, παρ. 9.01-0.09. Και εφόσον η μαρτυρία που δόθηκε ήταν απαλλαγμένη από παρανομία και σχετική με τα επίδικα θέματα, ορθά λήφθηκε υπόψη από το πρωτόδικο δικαστήριο. Επιγραμματικά υπενθυμίζω ότι η Έλενα Νικηφόρου, η μαρτυρία της οποίας κρίθηκε αξιόπιστη, αναγνώρισε την εφεσείουσα ως το πρόσωπο που στην παρουσία της υπέγραψε επί του τεκμηρίου 3 με το όνομα Γιούλα Γεωργίου και παρέλαβε τα εμπορεύματα που αφορούσε το εν λόγω δελτίο πώλησης. Η πιστωτική κάρτα της Γιούλας Γεωργίου που χρησιμοποιήθηκε στην πιο πάνω συναλλαγή έχει επίσης συνδεθεί με το επίμαχο τεκμήριο 3.

Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι η μαρτυρία που αφορά στη φύλαξη του τεκμηρίου 3 από την αστυνομία και τη διακίνησή του μέχρι την κατάθεσή του στο δικαστήριο, αποκαλύπτει σπάσιμο της αλυσίδας της διακίνησης του που καθιστά τρωτή την απόφαση αφού το πρωτόδικο δικαστήριο, έλαβε υπόψη  το εν λόγω τεκμήριο και στηρίχθηκε πάνω σ΄ αυτό για να καταδικάσει την εφεσείουσα. Θεωρώ αβάσιμο τον πιο πάνω λόγο έφεσης. Καθώς έχει ειπωθεί το τεκμήριο 3 αναγνωρίστηκε ευθέως ως το έγγραφο που εκδόθηκε στα πλαίσια της παράνομης συναλλαγής και ότι επ’ αυτού υπέγραψε η εφεσείουσα με το όνομα της νόμιμης κατόχου της κάρτας που η εφεσείουσα χρησιμοποίησε για να αποσπάσει τα εμπορεύματα. Όπως διαμορφώθηκε η εικόνα των  γεγονότων δεν υπήρχαν περιθώρια για ανεπίτρεπτες υποθέσεις από το δικαστήριο αναφορικά με την προέλευση ή την ταυτότητα του τεκμηρίου όπως συνέβηκε στη Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363 και Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143. Σχετική επί του προκειμένου είναι και η Sener Erbekci v. Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 434. Το κατηγορητήριο εναντίον της εφεσείουσας περιλάμβανε και κατηγορία για κλοπή της πιστωτικής κάρτας που χρησιμοποιήθηκε στην παράνομη συναλλαγή. Η εφεσείουσα πρόβαλε ως λόγο έφεσης ότι η απαλλαγή και αθώωση της στην κατηγορία της κλοπής της πιστωτικής κάρτας, καθιστούσε αυτοδικαίως μετέωρο και ανεδαφικό το συμπέρασμα της κατοχής και χρήσης της συγκεκριμένης κάρτας κατά τη διεξαγωγή της παράνομης συναλλαγής. Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης [*63]ευσταθεί. Η κλοπή δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο των αδικημάτων για τα οποία κρίθηκε ένοχη η εφεσείουσα. Το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε ο τρόπος με τον οποίο η πιστωτική κάρτα περιήλθε στην κατοχή της εφεσείουσας δεν αποκλείει τη διάπραξη των αδικημάτων για τα οποία αυτή κρίθηκε ένοχη.

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το δικαστήριο δεν έπρεπε να πιστέψει την Έλενα Νικηφόρου (ΜΚ13) για τους λόγους που εκτενώς παρατίθενται στο διάγραμμα αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου της. Το δικαστήριο επιμελώς και σχολαστικά αξιολόγησε τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του συμπεριλαμβανομένης και της μαρτυρίας της κας Έλενας Νικηφόρου. Τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο συνάδουν με τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί αλλά και με την κοινή λογική και συνεπώς δεν υπάρχει ούτε και έχει καταδειχθεί βάσιμος λόγος επέμβασης του Εφετείου.

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Με όλο το σεβασμό δεν μπορώ να συμφωνήσω με την απόφαση των ευπαιδεύτων συναδέλφων μου. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω τους λόγους.

Η εφεσείουσα βρέθηκε ένοχη από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας σε κατηγορία πλαστογραφίας εγγράφου, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και απόσπασης περιουσίας διά ψευδών παραστάσεων, ενώ αθωώθηκε στις υπόλοιπες κατηγορίες. Το δικαστήριο είχε καταλήξει ότι η εφεσείουσα με ψευδείς παραστάσεις απέσπασε από τη Μ.Κ.13 Έλενα Νικηφόρου καλλυντικά αξίας £75, τα οποία πλήρωσε χρησιμοποιώντας την πιστωτική κάρτα κάποιας Γιούλας Γεωργίου, την οποία παρουσίασε ως δική της.

Η καταδίκη της εφεσείουσας βασίστηκε κυρίως στη μαρτυρία της Έλενας Νικηφόρου και σε ένα δελτίο πώλησης που κατατέθηκε ως τεκμήριο 3. Η Νικηφόρου ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο σύμβουλος ομορφιάς και υπεύθυνη πωλήσεων σε εταιρεία. Προωθούσε τα καλλυντικά του εργοδότη της, στο ισόγειο καταστήματος στη Λάρνακα. Εκεί, όπως η ίδια κατέθεσε, στις 29.3.2001, την επισκέφθηκε η εφεσείουσα η οποία και αγόρασε καλλυντικά τα οποία πλήρωσε με πιστωτική κάρτα. Η Νικηφόρου της έδωσε το δελτίο πώλησης που εκδίδεται όταν χρησιμοποιείται πιστωτική κάρτα (το τεκμήριο 3) το οποίο, αφού το υπέγραψε, επιστράφηκε στη Νικηφόρου.

Η κατηγορούσα αρχή επιχείρησε στην αρχή της διαδικασίας να [*64]καταθέσει το δελτίο ως τεκμήριο. Ύστερα από σχετική ένσταση του συνηγόρου της εφεσείουσας, ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής δήλωσε ότι επιθυμεί την κατάθεση του δελτίου για τον περιορισμένο σκοπό της απόδειξης του γεγονότος ότι κάποιος αστυφύλακας, ονόματι Ψευδιώτης, το είχε παραδώσει στον Μ.Κ.1, υπαστυνόμο Ελευθέριο Χριστοδούλου, ο οποίος είναι ειδικός σε θέματα γραφολογίας και εξακρίβωσης πλαστών εντύπων. Μετά τη δήλωση αυτή το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αποφάσισε επί της ένστασης που υποβλήθηκε και δέκτηκε την κατάθεση του τεκμηρίου προς απόδειξη μόνο του γεγονότος ότι ήταν το έγγραφο βάσει του οποίου ο Χριστοδούλου προέβη στις επιστημονικές του εξετάσεις.

Ο πρώτος λόγος έφεσης στρέφεται εναντίον του τεκμηρίου 3. Υποστηρίζεται ότι ενώ είχε κατατεθεί μόνο για κάποιο περιορισμένο σκοπό, στη συνέχεια έγινε από τη Μ.Κ.13 επανειλημμένα αναφορά σ’ αυτό και απετέλεσε, τελικά, ένα σημαντικό έρεισμα για καταδίκη της εφεσείουσας.

Οι εφεσίβλητοι αντέτειναν ότι το τεκμήριο 3 κατατέθηκε ως κανονικό τεκμήριο και όχι ως τεκμήριο για αναγνώριση. Συνεπώς, η κατηγορούσα αρχή είχε κάθε δικαίωμα να διευρύνει τους σκοπούς για τους οποίους κατατέθηκε και την αποδεικτική αξία και βαρύτητά του με περαιτέρω προφορική μαρτυρία. Εναπόκειτο στο δικαστήριο να αξιολογήσει τη μαρτυρία αυτή. Πράγματι, συνεχίζουν οι εφεσίβλητοι, τέτοια μαρτυρία, αυτή της Μ.Κ.13, προσκομίστηκε και έτσι ο σκοπός για τον οποίο κατατέθηκε το τεκμήριο 3, διευρύνθηκε.

Είναι σαφές από το σχετικό πρακτικό ότι το συγκεκριμένο τεκμήριο κατατέθηκε για περιορισμένο σκοπό:

«Δικαστήριο: Τα έγγραφα αυτά μετά από τα όσα έχει αναφέρει ο μάρτυρας ότι είχε κάμει επιστημονικές εξετάσεις με βάση έγγραφα που του παραδόθησαν, θα γίνουν δεκτά ως τεκμήρια στο Δικαστήριο μόνο για τον λόγο αυτόν. Δηλαδή ότι είναι έγγραφα βάση των οποίων έκαμε τις επιστημονικές του εξετάσεις και όσο μέρος αφορούν οι επιστημονικές εξετάσεις. Μόνο γι’ αυτό το λόγο θα γίνουν δεκτά ως τεκμήρια στο Δικαστήριο. Δεν υπάρχει μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου κατά πόσο είναι πρωτότυπα ή αντίγραφα κάποιων άλλων εγγράφων.»

Η Μ.Κ.13 αναφερόταν συνεχώς στο τεκμήριο 3. Στο ίδιο τεκμήριο αναφέρεται επανειλημμένα και το δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της ενώπιόν του μαρτυρίας. Εν πάση περιπτώσει, δεν πρέπει [*65]να ξεχνούμε ότι το συγκεκριμένο έγγραφο ήταν ουσιαστικά και το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, αφού η εφεσείουσα αντιμετώπιζε κατηγορίες για πλαστογραφία και κυκλοφορία ως πλαστού, αυτού του εγγράφου. Το τεκμήριο 3, από μόνο του, αποτελούσε ένα σημαντικό στοιχείο της υπόθεσης, χωρίς να παραγνωρίζω και το ότι παίζει κεντρικό ρόλο στη μαρτυρία της Νικηφόρου στην οποία το δικαστήριο βασίστηκε πάρα πολύ.

Ήταν σαφής η πρόθεση της κατηγορούσας αρχής να καταθέσει το έγγραφο μόνο προς απόδειξη της συνέπειας της διαδικασίας και όχι προς απόδειξη του περιεχομένου του. Έτσι δήλωσε ο ευπαίδευτος συνήγορος της κατηγορούσας αρχής.  Και γι’ αυτό τον περιορισμένο σκοπό έγινε αποδεκτή η κατάθεσή του. Το δικαστήριο μετά τη δήλωση αυτή, παρέλειψε να ασχοληθεί με την ένσταση που ο ευπαίδευτος συνήγορος για την εφεσείουσα είχε εγείρει κατά του αποδεκτού της κατάθεσης του συγκεκριμένου εγγράφου ως τεκμηρίου. Έτσι, αφού το τεκμήριο στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε, εκτός του συγκεκριμένου σκοπού, η εφεσείουσα στερήθηκε της ευκαιρίας εξέτασης από το δικαστήριο της νομιμότητας της κατάθεσης του τεκμηρίου. Αν η ένσταση που διατυπώθηκε εξεταζόταν, δυνατόν το δικαστήριο να μην επέτρεπε την κατάθεσή του.

Χωρίς αμφιβολία έγγραφα μπορούν να κατατεθούν για πολλούς σκοπούς. Έγγραφο μπορεί να είναι αποδεκτό για κάποιο σκοπό και μη αποδεκτό για άλλον. Αποτελεί καθήκον του πρωτόδικου δικαστηρίου, κατά την κατάθεση τέτοιων εγγράφων να βεβαιώνεται για ποιο σκοπό το έγγραφο έχει κατατεθεί και να δίδει βάρος και σημασία σε τέτοια έγγραφα μόνο για το σκοπό που κατατέθηκαν και στην έκταση του σκοπού για τον οποίο έχουν κατατεθεί (Ellinas v. Yianni and Others 23 C.L.R. 22).

Αν έχει κατατεθεί μη αποδεκτή μαρτυρία, με ή χωρίς ένσταση, αποτελεί καθήκον του εκδικάζοντος δικαστή να την απορρίψει κατά τη συγγραφή της απόφασής του. Αν παραλείψει να το πράξει, η μαρτυρία αυτή θα απορριφθεί κατ’ έφεση, μια και είναι καθήκον των δικαστηρίων να καταλήγουν σε απόφαση βασιζόμενοι μόνο σε αποδεκτή μαρτυρία (Ellinas v. Yianni and Others, ανωτέρω).

Η μαρτυρία της Νικηφόρου που αφορούσε το τεκμήριο 3, μπήκε μεν χωρίς ένσταση, αλλά όπως είδαμε πιο πάνω, η παράλειψη αυτή δεν επιδρά επί του αποδεκτού της μαρτυρίας αυτής. Εξ άλλου, όπως έχει λεχθεί (Ελληνική Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Ε. Τ. Autospares Enterprises Ltd κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 843) η μη υποβολή ένστασης δεν έχει, από μόνη της, επίπτωση που υπερβαίνει τον [*66]προορισμό της.

Εν όψει των πιο πάνω κρίνω ότι η έφεση θα πρέπει να επιτύχει γιατί το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο βασίζεται σε πολύ μεγάλο, θα έλεγα, βαθμό, στο τεκμήριο 3, είτε αμέσως είτε μέσω της μαρτυρίας της Νικηφόρου. Αφού δεν κατατέθηκε κανονικά προς απόδειξη του περιεχομένου του, αλλά για περιορισμένο μόνο σκοπό, αποτελεί, εκτός του σκοπού για τον οποίο κατατέθηκε, μη αποδεκτή μαρτυρία που δεν έπρεπε να χρησιμοποιηθεί από το δικαστήριο.

Για τους πιο πάνω λόγους θα δεχόμουν την έφεση και θα παραμέριζα την πρωτόδικη απόφαση.

Η�έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο