Χαραλάμπους Παντελής ν. Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 72

(2006) 2 ΑΑΔ 72

[*72]1 Φεβρουαρίου, 2006

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 65/2005)

 

Μηχανοκίνητα οχήματα ― Μη άσκηση του καθήκοντος για ασφαλή φύλαξη μηχανοκινήτου οχήματος, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 14(Α) και 19 των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Νόμων του 1972-2000 ― Ποία τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος ― Κατά πόσο αποδείχθηκαν στην παρούσα υπόθεση.

Ποινή ― Μηχανοκίνητα οχήματα ― Μη άσκηση του καθήκοντος για ασφαλή φύλαξη μηχανοκινήτου οχήματος ― Εφεσείων έγγαμος με τρία παιδιά, ο ένας εργάτης, ο άλλος στρατιώτης, η δε κόρη μαθήτρια γυμνασίου, με εισοδήματα £826,40 μηνιαίως (περιλαμβανομένου ποσού από το Ταμείο Δημοσίων Βοηθημάτων), ακίνητη ιδιοκτησία αξίας £25.000 περίπου και χρέος £4.000, καταδικάστηκε σε ποινή προστίμου £200 και έξοδα £110 ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δικαίωμα κατηγορουμένου να υπερασπιστεί από δικηγόρο της επιλογής του ― Κατοχυρώνεται από το Άρθρο 12.5 του Συντάγματος ― Κατά πόσο το Δικαστήριο έχει υποχρέωση να πληροφορήσει τον κατηγορούμενο για το δικαίωμά του αυτό.

Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δικαίωμα νομικής αρωγής ― Κατά πόσο το Δικαστήριο έχει υποχρέωση να πληροφορήσει τον κατηγορούμενο για το δικαίωμά του αυτό ― Ο επιδιώκων νομική αρωγή πρέπει να υποβάλει σχετική αίτηση.

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Η εκτίμηση της αξιοπιστίας μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ― Προϋ[*73]ποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.

Η έφεση αυτή στρέφεται εναντίον της καταδίκης και της ποινής του εφεσείοντος σε κατηγορία της μη άσκησης του καθήκοντος για ασφαλή φύλαξη μηχανοκινήτου οχήματος, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 14(Α) και 19 των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Νόμων του 1972-2000. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος ο εφεσείων στις 16/10/2003 στο Πισσούρι, ενώ ήταν ιδιοκτήτης μηχανοκινήτου οχήματος, παρέλειψε να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για αποτροπή της χρησιμοποίησής του από μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο.

Προς απόδειξη της υπόθεσης της η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε δύο αστυφύλακες και το γιο του εφεσείοντος. Μετά που κλήθηκε σε απολογία, ο εφεσείων επέλεξε να κάμει δήλωση. Δήλωσε, «Τίποτε δεν έχω να πω, δεν έχω άλλη μαρτυρία».

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων ήταν ένοχος, με την έννοια ότι δεν έλαβε όλα τα απαραίτητα και εύλογα μέτρα για την αποτροπή της χρησιμοποίησης του οχήματος από μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, ήτοι το γιο του. Του επέβαλε δε την ποινή των £200 πρόστιμο και £110 έξοδα.

Οι λόγοι έφεσης εναντίον της καταδίκης είναι οι ακόλουθοι:

1.  Παραβίαση του δικαιώματος του εφεσείοντος να υπερασπιστεί από δικηγόρο της επιλογής του, δικαίωμα που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 12.5 του Συντάγματος.

2.  Μη απόδειξη του συστατικού στοιχείου του αδικήματος της μη λήψης όλων των απαραίτητων εύλογων μέτρων για την αποτροπή της χρησιμοποίησης του οχήματος από μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο· και τούτο διότι εσφαλμένα το Δικαστήριο απέρριψε το μέρος της μαρτυρίας του γιου του εφεσείοντος ότι βρήκε τα κλειδιά του οχήματος αφού διέρρηξε με ένα σίδερο συρτάρι στη σιφονιέρα που βρισκόταν στο δωμάτιο του πατέρα του.

Οι λόγοι έφεσης εναντίον της ποινής επικεντρώνονται στον ισχυρισμό ότι αυτή είναι έκδηλα υπερβολική, ενόψει των προσωπικών περιστάσεων του εφεσείοντος, του λευκού ποινικού του μητρώου, ιδιαίτερα της οικονομικής του κατάστασης.

 

[*74]Αποφασίστηκε ότι:

Α. Έφεση εναντίον καταδίκης.

1.  Το Άρθρο 12.5 του Συντάγματος δεν επιβάλλει καμιά υποχρέωση στο Δικαστήριο να πληροφορήσει τον κατηγορούμενο για το δικαίωμα εκπροσώπησής του από δικηγόρο της επιλογής του. Το ίδιο ισχύει και αναφορικά με το δικαίωμα νομικής αρωγής. Ο περί Νομικής Αρωγής Νόμος 165(Ι)/2002 δεν επιβάλλει στο Δικαστήριο την υποχρέωση να ενημερώσει τον κατηγορούμενο για το δικαίωμά του να ζητήσει νομική αρωγή. Το Άρθρο 7(1) του Νόμου προβλέπει ότι ο κατηγορούμενος, εφόσον επιθυμεί να έχει νομική αρωγή, πρέπει να υποβάλει σχετική αίτηση.

2.  Το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Στην προκειμένη περίπτωση εύλογα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το υπό συζήτηση μέρος της εκδοχής του γιου του εφεσείοντος εφόσον αυτό συγκρουόταν τόσο με τη δική του κατάθεση στην αστυνομία όσο και με την ανακριτική κατάθεση του πατέρα του. Δεν υπάρχει, επομένως, περιθώριο για παρέμβαση.

Β. Έφεση εναντίον ποινής.

Συνεκτιμώντας τα εισοδήματα του εφεσείοντος, τα περιουσιακά του στοιχεία και τις οικονομικές του υποχρεώσεις, σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα του αδικήματος, αλλά και την ανάγκη αποτροπής, η ποινή που του επιβλήθηκε δεν είναι έκδηλα υπερβολική ώστε να δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου.

Η έφεση απορρίφθηκε τόσο εναντίον της καταδίκης όσο και εναντίον της ποινής.

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθεση Αρ. 1277/04), ημερομηνίας 23/2/05.

Ντ. Καψάλης, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Σπηλιωτοπούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφε[*75]σίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπιζε την κατηγορία της μη άσκησης του καθήκοντος για ασφαλή φύλαξη μηχανοκίνητου οχήματος, κατά παράβαση των άρθρων 2, 14(Α) και 19 των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Νόμων του 1972-2000. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος, ο εφεσείων, στις 6.10.2003, στο Πισσούρι, ενώ ήταν ιδιοκτήτης του μηχανοκίνητου οχήματος με αρ. εγγραφής ΚΕΑ560, παρέλειψε να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για αποτροπή της χρησιμοποίησής του από μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο.

Προς απόδειξη της υπόθεσής της η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε τρεις μάρτυρες, δύο αστυφύλακες και το γιο του εφεσείοντος. Μετά που κλήθηκε σε απολογία, ο εφεσείων επέλεξε να κάμει δήλωση. Δήλωσε, “Tίποτε δεν έχω να πω, δεν έχω άλλη μαρτυρία.”

Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία, τονίζοντας ότι τα όσα ανέφεραν οι μάρτυρες κατηγορίας δεν αμφισβητήθηκαν κατά την αντεξέταση ούτε, επίσης, τα όσα αναφέρονταν από τον εφεσείοντα στην ανακριτική του κατάθεση, αποδέχθηκε πλήρως τη μαρτυρία των δύο αστυνομικών και, επίσης, τα όσα αναφέρονταν από τον εφεσείοντα στην ανακριτική του κατάθεση. Το μόνο που δεν αποδέχθηκε ήταν το μέρος της εκδοχής του γιου του εφεσείοντος, που είχε χρησιμοποιήσει το όχημα, ότι τα κλειδιά του οχήματος τα βρήκε αφού παραβίασε συρτάρι στη σιφονιέρα που βρισκόταν στο δωμάτιο του πατέρα του· και τούτο διότι η εκδοχή αυτή συγκρουόταν τόσο με την εκδοχή του εφεσείοντος στην ανακριτική του κατάθεση, ότι τα κλειδιά τα είχε αφήσει σε σταντ που είχε στο δωμάτιό του, όσο και με την εκδοχή του ιδίου στην κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία και υιοθέτησε ως μέρος της κύριας εξέτασής του.

Στη συνέχεια, στηριζόμενο στη μαρτυρία που αποδέχθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης είχαν ως εξής:

“Ο κατηγορούμενος στις 7.10.03 είχε υπό την κατοχή του και τον έλεγχο του το όχημα με αριθμό εγγραφής ΚΕΑ560. Το είχε έξω από το σπίτι του. Τα κλειδιά τα άφησε πάνω σε σταντ εντός [*76]του υπνοδωματίου του. Στις 6.10.03 ο γιος του, Μ.Κ.3, ενώ ο κατηγορούμενος απουσίαζε στη δουλειά του και χωρίς τη συγκατάθεση του, βρήκε τα κλειδιά του μοτοποδηλάτου και το πήρε και ενώ οδηγούσε ανεκόπη από το Μ.Κ.1. Κατηγορήθηκε επίσης αφού δεν κατείχε άδεια οδήγησης και οδηγούσε χωρίς ασφάλεια.”

Συνακόλουθα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε και τη νομική πτυχή του αδικήματος, έκρινε ότι ο εφεσείων ήταν ένοχος, με την έννοια ότι δεν έλαβε όλα τα απαραίτητα και εύλογα μέτρα για την αποτροπή της χρησιμοποίησης του οχήματος από μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, ήτοι το γιο του. Του επέβαλε δε την ποινή των £200 πρόστιμο και £110 έξοδα.

Με την ενώπιόν μας έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της καταδίκης του, όπως και την ορθότητα της ποινής που του επιβλήθηκε, την οποία και θεωρεί ως έκδηλα υπερβολική.

Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την παράλειψή του να πληροφορήσει τον εφεσείοντα για το δικαίωμά του να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο της επιλογής του και, μάλιστα, με το σύστημα της νομικής αρωγής, είχε ως αποτέλεσμα την παραβίαση του δικαιώματός του να υπερασπιστεί από δικηγόρο της επιλογής του, δικαιώματος που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 12.5 του Συντάγματος. Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Το Άρθρο 12.5 του Συντάγματος όντως κατοχυρώνει το δικαίωμα κάθε κατηγορούμενου να υπερασπιστεί από δικηγόρο της επιλογής του. Δεν επιβάλλει, όμως, καμιά υποχρέωση στο Δικαστήριο να τον πληροφορήσει για αυτό του το δικαίωμα. Το ίδιο ισχύει και αναφορικά με το δικαίωμα νομικής αρωγής. Ο περί Νομικής Αρωγής Νόμος 165(Ι)/2002 δεν επιβάλλει στο Δικαστήριο την υποχρέωση να ενημερώσει τον κατηγορούμενο για το δικαίωμά του να ζητήσει νομική αρωγή. Το άρθρο 7(1) του Νόμου προβλέπει ότι ο κατηγορούμενος, εφόσον επιθυμεί να έχει νομική αρωγή, πρέπει να υποβάλει σχετική αίτηση.

Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι, ενώ τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι (α) ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να είναι ιδιοκτήτης ή κάτοχος ή να έχει τον έλεγχο του μηχανοκίνητου οχήματος, και (β) να μην έχει λάβει όλα τα απαραίτητα εύλογα μέτρα για την αποτροπή της χρησιμοποίησής του από μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ ορθά έκρινε ότι αποδείχθηκε το υπό (α) συστατικό στοιχείο, έσφαλε στην κρίση του ότι αποδείχθηκε και το υπό (β) συστατικό στοιχείο· και τούτο διότι εσφαλμένα απέρριψε το μέρος της μαρτυρίας του γιου του εφε[*77]σείοντος ότι βρήκε τα κλειδιά του οχήματος αφού διέρρηξε με ένα σίδερο συρτάρι στη σιφονιέρα που βρισκόταν στο δωμάτιο του πατέρα του. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων είναι γνωστές.  Το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Στην προκείμενη περίπτωση θεωρούμε ότι εύλογα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το υπό συζήτηση μέρος της εκδοχής του γιου του εφεσείοντος εφόσον αυτό συγκρουόταν τόσο με τη δική του κατάθεση στην αστυνομία όσο και με την ανακριτική κατάθεση του πατέρα του. Δεν υπάρχει, επομένως, περιθώριο για δική μας παρέμβαση.

Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.

Η έφεση κατά της ποινής επικεντρώθηκε στην εισήγηση ότι οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντος, λευκού ποινικού μητρώου, ιδιαίτερα η οικονομική του κατάσταση, είναι τέτοιες ώστε η ποινή που του επιβλήθηκε να είναι έκδηλα υπερβολική. Είναι έγγαμος, με τρία παιδιά, από τα οποία ο ένας είναι εργάτης, ο άλλος στρατιώτης, η δε κόρη μαθήτρια γυμνασίου. Τα εισοδήματα της οικογένειας είναι £445.20 μηνιαίως από εργασία της συζύγου, £120 περίπου από την εργασία του εφεσείοντος και £261.20 μηνιαίως από Ταμείο Δημοσίων Βοηθημάτων. Ο εφεσείων έχει ακίνητη περιουσία αξίας £25.000 περίπου. Οφείλει £4.000 σε τράπεζα για την αγορά αυτοκινήτου και καταβάλλει μηνιαία δόση £100. Συνεκτιμώντας τα στοιχεία αυτά, σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα του αδικήματος, αλλά και την ανάγκη αποτροπής, δε θεωρούμε ότι η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα είναι έκδηλα υπερβολική ώστε να δικαιολογείται η παρέμβασή μας.

Απορρίπτεται και η έφεση κατά της ποινής.

Η έφεση απορρίπτεται τόσο εναντίον της καταδίκης όσο και εναντίον της ποινής.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο