(2006) 2 ΑΑΔ 183
[*183]5 Μαΐου, 2006
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
v.
ΝΙΚΟΥ ΠΕΤΡΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 206/2005)
Ποινή ― Αιμομιξία ― Εφεσίβλητος, για μεγάλη χρονική περίοδο διέπραττε συστηματικά αιμομιξία με τη θυγατέρα του ― Παραδοχή ― Μεταμέλεια ― Λευκό ποινικό μητρώο ― Επιβολή, κατά πλειοψηφία, συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 6 χρόνων σε κάθε κατηγορία ― Κρίθηκαν έκδηλα ανεπαρκείς και αντικαταστάθηκαν κατ’ έφεση με συντρέχουσες και ταυτόχρονα διαδοχικές ποινές φυλάκισης, ώστε σωρευτικά η ποινή να ανέρχεται στα δέκα χρόνια.
Ποινή ― Διαδοχικές ποινές ― Δεν πρέπει να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές όταν τα αδικήματα συσχετίζονται μεταξύ τους ως μέρος μιας ενιαίας ενέργειας.
Ποινή ― Ανεπαρκής ποινή ― Το κριτήριο της ανεπαρκούς ποινής πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα ― Το Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός εάν η ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής.
Τα γεγονότα της παρούσης υπόθεσης διαδραματίστηκαν σε προσφυγικό σπίτι στο Στρόβολο όπου αρχικά διέμενε ο εφεσίβλητος με την πολυμελή οικογένειά του, σύζυγο και έξι παιδιά ένα από τα οποία ήταν και η παραπονούμενη. Η παραπονούμενη γεννήθηκε το 1975 και είναι το δεύτερο στη σειρά παιδί της οικογένειας. Τα τρία από τα παιδιά του εφεσίβλητου απέκτησαν δική τους στέγη το 1993 ενώ τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, στα οποία προστέθηκε και ο σύζυγος της παραπονούμενης, η οποία παντρεύτηκε το 1994, συνέχισαν να ζουν στο ίδιο σπίτι. Η υπόθεση της αιμομιξίας άρχισε μέσα στο 1993 όταν η σύζυγος του εφεσίβλητου βρισκόταν σε κλινική για εγχείρηση. Η παραπονούμενη αντέδρασε με φωνές και κλάματα. Ο εφεσίβλητος της έκλεισε με τα χέρια το στόμα και της είπε να μη φωνάζει γιατί θα ξυπνούσε ο μικρός που [*184]κοιμόταν στο ίδιο δωμάτιο. Στη συνέχεια, ήρθε σε συνουσία μαζί της προκαλώντας της πόνους και αιμορραγία επειδή, καθώς αναφέρθηκε, ήταν παρθένα. Έκτοτε ο εφεσίβλητος, συνέχισε να έρχεται σε συνουσία με την παραπονούμενη κατά διαστήματα, όταν οι άλλοι απουσίαζαν από το σπίτι, μέχρι τις 24/4/2004 που συνελήφθη για την παρούσα υπόθεση.
Η κατάσταση κρατήθηκε μυστική για εννέα περίπου χρόνια.
Το 2002 η παραπονούμενη, η οποία στο μεταξύ έγινε μητέρα τριών παιδιών, ξεπερνώντας τους φόβους της, ανέφερε στο γαμπρό της, στα αδέλφια της και στις νύφες της τα διαδραματισθέντα, χωρίς όμως να γίνει πιστευτή. Τον Απρίλιο 2004 κατάγγειλε την υπόθεση στην Αστυνομία, μετά από τη συμβουλή κάποιας φίλης της.
Ο εφεσίβλητος παραδέχθηκε ενοχή σε 13 κατηγορίες αιμομιξίας με την παραπονούμενη. Ο συνήγορός του ανέφερε για μετριασμό της ποινής ότι υπήρχε πρόκληση εκ μέρους της παραπονούμενης για τη διάπραξη των αδικημάτων όπως επίσης και ότι αυτά έγιναν με τη συγκατάθεση της. Αναφέρθηκε επίσης στα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ο εφεσίβλητος, στην άμεση παραδοχή του στις κατηγορίες, που κατέστησε αχρείαστη την παρουσία της παραπονούμενης στο δικαστήριο, στο λευκό ποινικό του μητρώο και στη μεταμέλειά του.
Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 6 χρόνων σε κάθε κατηγορία, διαφωνούντος του Προέδρου, ο οποίος κρίνοντας ότι έπρεπε να επιβληθεί αυστηρότερη ποινή, καθόρισε τις ποινές που θα επέβαλλε στον εφεσίβλητο στα πέντε χρόνια για κάθε κατηγορία και διατάσσοντας όπως οι ποινές φυλάκισης στις 12 από τις 13 κατηγορίες να είναι συντρέχουσες και ταυτόχρονα διαδοχικές προς την πρώτη κατηγορία έτσι ώστε, η ποινή φυλάκισης που θα εξέτιε ο εφεσίβλητος να ανερχόταν σωρευτικά στα 10 χρόνια.
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας εφεσιβάλλει την επιβληθείσα ποινή ως ανεπαρκή.
Αποφασίστηκε ότι:
Τα γεγονότα και οι παράγοντες της υπόθεσης, μεταξύ των οποίων είναι η μεγάλη χρονική περίοδος διάπραξης των αδικημάτων καθώς και το γεγονός ότι κατά τη διάρκειά της το θύμα παντρεύτηκε και έγινε μητέρα τριών παιδιών, δεν είναι δυνατό να εντάξουν την υπόθεση στο πλαίσιο της ενιαίας ενέργειας. Λαμβανομένου δε υπόψη και του ότι το αδίκημα της αιμομιξίας, συνιστά γενετήσια εκδήλωση, ηθικά απαράδεκτη, η οποία προσβάλλει τη δημόσια αιδώ και προκαλεί έντονα αισθή[*185]ματα αποστροφής, με ανεξίτηλες τις συνέπειές της στο θύμα, η σωρευτική ποινή φυλάκισης των 10 χρόνων που επέβαλε ο Πρόεδρος του Κακουργιοδικείου (απόφαση μειοψηφίας), αποτελεί την αρμόζουσα ποινή για την τιμωρία του εφεσίβλητου.
Η έφεση επιτράπηκε. Η ποινή αντικαταστάθηκε με ποινή φυλάκισης 5 χρόνων στη 2η κατηγορία και συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 5 χρόνων στις υπόλοιπες κατηγορίες οι οποίες θα είναι διαδοχικές με την ποινή που επιβλήθηκε στη 2η κατηγορία έτσι ώστε σωρευτικά η ποινή να ανέρχεται στα 10 χρόνια από τις 26/4/04, ημέρα κράτησης του εφεσίβλητου.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245,
Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Τσαπατσάρη κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 304,
Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123,
Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 10361/04), ημερομηνίας 8/7/05.
Ε. Ζαχαριάδου, για τον Εφεσείοντα.
Π. Σολομωνίδης, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος παραδέχθηκε ενοχή σε 13 κατηγορίες αιμομιξίας με τη θυγατέρα του Ε.Π. ηλικίας σήμερα 31 χρόνων. Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 6 χρόνων σε κάθε κατηγορία. Ο Πρόεδρος του Κακουργιοδικείου, για τους λόγους που εξηγεί στη δική του ξε[*186]χωριστή απόφαση (απόφαση μειοψηφίας), θεώρησε ότι η περίπτωση ήταν κατάλληλη για αυστηρότερη τιμωρία. Καθόρισε τις ποινές φυλάκισης που θα επέβαλλε στον εφεσίβλητο στα 5 χρόνια για κάθε κατηγορία. Οι ποινές φυλάκισης στις 12 από τις 13 κατηγορίες θα ήταν συντρέχουσες και ταυτόχρονα διαδοχικές προς την πρώτη κατηγορία έτσι ώστε, η ποινή φυλάκισης που θα εξέτιε ο εφεσίβλητος να ανερχόταν σωρευτικά στα 10 χρόνια.
Ο Έντιμος Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας θεωρεί ως έκδηλα ανεπαρκή την ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο και με την υπό κρίση έφεση ζητά τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης και την επιβολή αυστηρότερης ποινής από το Εφετείο ώστε η τιμωρία να ανταποκρίνεται στη σοβαρότητα της εγκληματικής συμπεριφοράς του δράστη.
Με κάθε δυνατή συντομία θα παραθέσουμε τα γεγονότα της υπόθεσης η οποία, καθώς φαίνεται, είναι μια από τις σοβαρότερες του είδους της. Ο εφεσίβλητος γεννήθηκε το 1954. Παντρεύτηκε το 1974 και από το γάμο του απέκτησε έξι παιδιά. Η παραπονούμενη γεννήθηκε το 1975 και είναι το δεύτερο στη σειρά παιδί της οικογένειας. Το 1984 ο εφεσίβλητος σταμάτησε να εργάζεται λόγω προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε. Προβλήματα υγείας είχε και η σύζυγός του με αποτέλεσμα να καταστεί και αυτή ανίκανη για εργασία. Η οικογένεια διέμενε σε προσφυγικό σπίτι στο Στρόβολο και συντηρείτο με βοηθήματα από δημόσια ταμεία. Τα τρία από τα έξι παιδιά του εφεσίβλητου απέκτησαν δική τους στέγη το 1993 ενώ τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, στα οποία προστέθηκε και ο σύζυγος της παραπονούμενης, η οποία παντρεύτηκε το 1994, συνέχισαν να ζουν στο ίδιο σπίτι.
Η υπόθεση της αιμομιξίας άρχισε ένα βράδυ μέσα στο 1993 όταν η σύζυγος του εφεσίβλητου βρισκόταν σε κλινική για εγχείριση. Ο εφεσίβλητος, εκμεταλλευόμενος την απουσία της συζύγου του από το σπίτι, μπήκε στο δωμάτιο της παραπονούμενης και της είπε να ξεντυθεί και να ξαπλώσει. Η τελευταία υπάκουσε και όταν ξεντύθηκε, ο εφεσίβλητος επανήλθε γυμνός και άρχισε να της χαϊδεύει το στήθος και τα γεννητικά της όργανα. Η παραπονούμενη αντέδρασε με φωνές και κλάματα. Ο εφεσίβλητος της έκλεισε με τα χέρια το στόμα και της είπε να μη φωνάζει γιατί θα ξυπνούσε ο μικρός που κοιμόταν στο ίδιο δωμάτιο. Στη συνέχεια, ήρθε σε συνουσία μαζί της προκαλώντας της πόνους και αιμορραγία επειδή, καθώς αναφέρθηκε, ήταν παρθένα. Έκτοτε ο εφεσίβλητος, συνέχισε να έρχεται σε συνουσία με την παραπονούμενη κατά διαστήματα, όταν οι άλλοι απουσίαζαν από το σπίτι, μέχρι τις 24.4.2004 που συνελήφθη για την [*187]παρούσα υπόθεση. Κάποια σημαντικά γεγονότα που συνέβηκαν μέσα στο πιο πάνω χρονικό διάστημα και αφορούσαν στην προσωπική ζωή της παραπονούμενης δυστυχώς δεν στάθηκαν ικανά ώστε να επενεργήσουν αποτρεπτικά στις βδελυρές ορέξεις και επιθυμίες του εφεσίβλητου. Η κόρη του παντρεύτηκε το 1994 και έφερε στον κόσμο τρία παιδιά, το 1995, 1998 και 2001. Το τρίτο παιδί της παρουσιάζει ελαφρά καθυστέρηση η δε οικογένεια της συντηρείται με βοηθήματα από δημόσια ταμεία. Κατά την περίοδο 2003-2004 ο εφεσίβλητος ενεργούσε εκβιαστικά έναντι της παραπονούμενης. Έπαιρνε τις επιταγές που εκδίδονταν επ’ ονόματί της από το Γραφείο Ευημερίας και αφού τις εξαργύρωνε, την πίεζε να έρθουν σε συνουσία και μετά της πρόσφερε τα χρήματα που αυτή όμως αρνιόταν να πάρει.
Η κατάσταση κρατήθηκε μυστική για εννέα περίπου χρόνια. Το 2002 η παραπονούμενη, ξεπερνώντας τους φόβους της, ανέφερε στο γαμπρό της ότι ο πατέρας της προσπαθούσε να την «πειράξει σεξουαλικά». Δυστυχώς δεν έγινε πιστευτή όπως δεν έγινε πιστευτή όταν μίλησε για το ίδιο θέμα στα αδέλφια και στις νύμφες της. Τον Απρίλη 2004 εκμυστηρεύτηκε τα συμβάντα σε παλιά φίλη της η οποία τη συμβούλευσε να καταγγείλει την υπόθεση στην αστυνομία, πράγμα που έπραξε, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί η υπόθεση στο δικαστήριο.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου ανέφερε για μετριασμό της ποινής ότι οι σεξουαλικές πράξεις του πελάτη του με την παραπονούμενη γίνονταν με τη συγκατάθεση της τελευταίας και εν πολλοίς η δράση του οφειλόταν στην προκλητική συμπεριφορά της παραπονούμενης η οποία, όταν οι άλλοι απουσίαζαν από το σπίτι, κυκλοφορούσε με «καυτό σορτάκι» και γυμνόστηθη. Έγινε επίσης αναφορά στα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ο εφεσίβλητος καθώς και στην άμεση παραδοχή του στις κατηγορίες, που κατέστησε αχρείαστη την παρουσία της παραπονούμενης στο δικαστήριο. Αναφέρθηκε επίσης ότι ο εφεσίβλητος είναι λευκού ποινικού μητρώου και ότι έχει μεταμεληθεί για ό,τι έπραξε σε βάρος της παραπονούμενης η οποία, με επιστολή της προς το Γενικό Εισαγγελέα παρακάλεσε όπως ανασταλεί η ποινική δίωξη του πατέρα της.
Στην απουσία σφάλματος αρχής ή παρείσφρησης εξωγενούς παράγοντα στον προσδιορισμό της ποινής ή τον καθορισμό του ύψους της, πεδίο για επέμβαση παρέχεται μόνο όταν η ποινή καταφαίνεται ως έκδηλα ανεπαρκής. Το στοιχείο της ανεπάρκειας όπως και το στοιχείο της υπερβολής πρέπει να ευρίσκουν αντικειμενικό έρεισμα, τηρουμένης της αρχής ότι πρωταρχικός κριτής της ποινής είναι το δικάζον δικαστήριο. Βλ. Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525 και Γενικός Ει[*188]σαγγελέας ν. Τσαπατσάρη και Άλλου (2000) 2 Α.Α.Δ. 304.
Το αδίκημα της αιμομιξίας, συνιστά γενετήσια εκδήλωση, ηθικά απαράδεκτη, η οποία προσβάλλει τη δημόσια αιδώ και προκαλεί αισθήματα έντονης αποστροφής. Η αξιοπρέπεια του θύματος καταρρακώνεται και τα σημάδια της πράξης παραμένουν ανεξίτηλα. Οπως ορθά παρατήρησε το Κακουργιοδικείο, η προβλεπόμενη από το νόμο ποινή φυλάκισης των επτά χρόνων, κατ’ ανώτατο όριο, δεν αντιστοιχεί στο βαθμό της αποστροφής που το κοινωνικό σύνολο αισθάνεται για τέτοιας φύσης αδίκημα.
Το κυρίαρχο στοιχείο της υπόθεσης είναι η συστηματική διάπραξη των αδικημάτων για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο εφεσίβλητος χωρίς ηθικούς φραγμούς και αναστολές συνέχισε για έντεκα σχεδόν χρόνια να ανοσιουργεί σε βάρος της κόρης του αδιαφορώντας ότι αυτή είχε στο μεταξύ παντρευτεί και έγινε μητέρα τριών παιδιών. Η σύμφυτη σοβαρότητα των αδικημάτων και οι συνθήκες διάπραξης τους κατατάσσουν την υπόθεση στις σοβαρότερες του είδους της. Η σοβαρότητα των αδικημάτων αποτιμήθηκε μέσα στο σωστό πλαίσιο, όπως σωστή είναι και η σημασία που δόθηκε στους μετριαστικούς παράγοντες. Ωστόσο, έχουμε τη γνώμη πως κατά την επιμέτρηση της ποινής το πρωτόδικο δικαστήριο (απόφαση πλειοψηφίας) δεν απέδωσε την πρέπουσα σημασία στην μεγάλη χρονική περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας διαπράχθηκαν τα αδικήματα και στο γεγονός ότι κατ’ αυτή τη χρονική περίοδο η ζωή της παραπονούμενης πέρασε από σημαντικούς σταθμούς, το γάμο και τις γεννήσεις των τριών παιδιών της. Αυτή ακριβώς η κατάσταση παρείχε ικανοποιητικό έρεισμα επιβολής διαδοχικών ποινών ώστε η τιμωρία να βρίσκεται σε αντιστοιχία με τη σοβαρότητα των αδικημάτων χωρίς όμως η αθροιστική ποινή να ξεπερνούσε το όριο της υπερβολής. Βλ. Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123 και Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443.
Στη Χριστοφόρου (ανωτέρω) έγινε αναφορά στο γενικό κανόνα ότι δεν πρέπει να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές όταν τα αδικήματα συσχετίζονται μεταξύ τους ως μέρος μιας ενιαίας ενέργειας. Στο Principles of Sentencing, 2η έκδ., του D.A. Thomas εξηγείται η έννοια της ενιαίας ενέργειας (single transaction) ως εξής:
«The concept of ‘single transaction’ may be held to cover a sequence of offences involving a repetition of the same behaviour towards the same victim, such as a series of sexual offences with the same partner, a number of frauds on the same victim or several perjured statements made in the course of the same trial, provided [*189]the offences are committed within a relatively short space of time.»
Στο Sentencing and Penal Policy του Andrew Ashworth αναφέρονται τα εξής:
«It is very difficult to construct a workable definition of a ‘single transaction’, but it may be said that the Court of Appeal has extended the concept considerably beyond what might be expected. Thus a series of offences of the same or similar type, committed against the same victim, may properly be regarded as parts of the same transaction unless they were committed over a fairly lengthy period of time.»
Τα αδικήματα διαπράχθηκαν εντός μιας μεγάλης χρονικής περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας το θύμα παντρεύτηκε και έγινε μητέρα τριών παιδιών. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις θα ήταν λάθος να ενταχθούν οι ανίερες πράξεις του εφεσίβλητου στο πλαίσιο της ενιαίας ενέργειας. Υπό το φως των νομικών αυθεντιών που διέπουν το θέμα συνεκτιμήσαμε όλα τα γεγονότα και παράγοντες της υπόθεσης. Θεωρούμε ως έκδηλα ανεπαρκή την τιμωρία του εφεσίβλητου. Η σωρευτική ποινή φυλάκισης των 10 χρόνων που επέβαλε ο Πρόεδρος του Κακουργιοδικείου (απόφαση μειοψηφίας) αποτελεί την αρμόζουσα ποινή για την τιμωρία του εφεσίβλητου.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση (απόφαση πλειοψηφίας) παραμερίζεται και αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 5 χρόνων στη 2η κατηγορία και συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 5 χρόνων στις υπόλοιπες κατηγορίες οι οποίες θα είναι διαδοχικές με την ποινή που επιβλήθηκε στη 2η κατηγορία έτσι ώστε σωρευτικά η ποινή να ανέρχεται στα 10 χρόνια. Οι ποινές αρχίζουν από τις 26.4.04 που άρχισε η κράτηση του εφεσίβλητου γι’ αυτή την υπόθεση.
Η έφεση επιτρέπεται. Η ποινή αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 5 χρόνων στη 2η κατηγορία και συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 5 χρόνων στις υπόλοιπες κατηγορίες οι οποίες θα είναι διαδοχικές με την ποινή που επιβάλλεται στη 2η κατηγορία έτσι ώστε σωρευτικά η ποινή να ανέρχεται στα 10 χρόνια από τις 26/4/04, ημέρα κράτησης του εφεσίβλητου.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο