Hossein Javid Atefi ν. Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 190

(2006) 2 ΑΑΔ 190

[*190]8 Μαΐου, 2006

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

HOSSEIN JAVID ATEFI,

Εφεσείων,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 292/2005)

 

Ποινή ― Ψευδής δήλωση, πλαστογραφία, κυκλοφορία πλαστού εγγράφου ― Εξασφάλιση πιστοποιητικού εγγραφής αλλοδαπού δια ψευδών παραστάσεων ― Παραμονή στη Δημοκρατία μετά τη λήξη της άδειας παραμονής ― Είσοδος στη Δημοκρατία από απαγορευμένο λιμάνι ― Παραδοχή ― Επιβολή ποινών φυλάκισης κυμαινόμενων μεταξύ δύο και δέκα μηνών ― Επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.

Ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή στις ακόλουθες κατηγορίες:

Ψευδείς δηλώσεις για εξασφάλιση άδειας παραμονής στη Δημοκρατία και κατά την υποβολή αίτησης για παροχή άδειας παραμονής στη Δημοκρατία, ως αιτητής ασύλου. Πλαστογραφία, κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, εξασφάλιση πιστοποιητικού εγγραφής αλλοδαπού δια ψευδών παραστάσεων, παραμονή στη Δημοκρατία μετά τη λήξη της άδειας παραμονής του και είσοδο στη Δημοκρατία από απαγορευμένο λιμάνι. Οι ποινές που του επιβλήθηκαν κυμαίνονται μεταξύ δύο και δέκα μηνών. Ο εφεσείων εφεσίβαλε τις επιβληθείσες ποινές ως έκδηλα υπερβολικές. Ο συνήγορός του στήριξε την επιχειρηματολογία του στον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπ’ όψιν την πλέον πρόσφατη νομολογία επί του θέματος, τις υποθέσεις Wilesinge v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 560 και Haque κ.ά. ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. σελ. 569, αλλά και την αγγλική υπόθεση R. v. Uxbridge Magistrates [1999] 4 All E.R. 520.

Υποστήριξε επίσης, ότι, επειδή η σύζυγος του εφεσείοντος, η οποία επίσης καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης, με αναστολή, τον αναμένει για να αναχωρήσουν στο εξωτερικό, η συνέχιση της φυλάκισής του καθυστερεί την απέλαση ολόκληρης της οικογένειας.

[*191]Το τελευταίο επιχείρημά του ήταν ότι επειδή οι ποινές δεν γίνονται γνωστές εκτός Κύπρου, η επιβληθείσα ποινή δεν έχει αποτρεπτικότητα.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε έδαφος στα εγερθέντα επιχειρήματα, απέρριψε την έφεση.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Wilesinge v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 560,

Haque κ.ά. ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 569,

R. v. Uxbridge Magistrates [1999] 4 All E.R. 520.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 5101/05), ημερομηνίας 30/11/05.

Μ. Γεωργίου, για τον Εφεσείοντα.

Ολγ. Σοφοκλέους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Ο Εφεσείων είναι παρών.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Νικολαΐδη.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, ύστερα από δική του παραδοχή, καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας σε ποινές φυλάκισης που κυμαίνονται μεταξύ δύο και δέκα μηνών για διάφορες κατηγορίες, για ψευδή δήλωση, πλαστογραφία, κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, εξασφάλιση πιστοποιητικού εγγραφής αλλοδαπού διά ψευδών παραστάσεων, παραμονή στη Δημοκρατία μετά τη λήξη της άδειας παραμονής του και είσοδο στη Δημοκρατία από απαγορευμένο λιμάνι. Υποστηρίζει ότι οι επιβληθείσες ποινές είναι υπερβολικές.

Ο εφεσείων συνελήφθη στις 5.11.2005 στο οδόφραγμα Αγίου Δο[*192]μετίου, κατά το συνήθη έλεγχο της Αστυνομίας στην είσοδο οχημάτων από τις κατεχόμενες περιοχές, ενώ οδηγούσε με επιβάτες τη σύζυγό του, την ανήλικη κόρη τους και κάποιο άλλο πρόσωπο.

Ο εφεσείων και η γυναίκα του είχαν αφιχθεί στην Κύπρο για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 2001, οπότε και τους δόθηκε άδεια επισκέπτη για λίγες μέρες. Δύο σχεδόν χρόνια αργότερα ζήτησαν πολιτικό άσυλο, αλλά η αίτησή τους απορρίφθηκε. Αναχώρησαν από την Κύπρο χωριστά και το όνομα και τα στοιχεία τους τοποθετήθηκαν στον κατάλογο ανεπιθύμητων προσώπων.

Ο εφεσείων αφίχθηκε ξανά στην Κύπρο, παράνομα από τις κατεχόμενες περιοχές, στις 22.3.2005, ενώ με τον ίδιο τρόπο αφίχθη και η γυναίκα του με το παιδί τους στις 11.5.2005. Έκτοτε διέμεναν στη Λεμεσό. Τον Αύγουστο του 2005, μαζί με τη σύζυγό του μετέβη στην Υπηρεσία Αλλοδαπών Λεμεσού όπου υπέβαλαν αίτηση για ανανέωση της άδειας παραμονής τους. Υπέβαλαν επίσης νέα αίτηση παροχής ασύλου, με ψεύτικο όνομα, η οποία, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορό του, επίσης απορρίφθηκε.

Οι κατηγορίες αναφέρονται σε ψευδείς δηλώσεις στις οποίες προέβη το Μάιο του 2003 για να εξασφαλίσει άδεια παραμονής στη Δημοκρατία και κατά την υποβολή αίτησης για παροχή άδειας παραμονής στη Δημοκρατία, ως αιτητής ασύλου. Αναφέρονται ακόμα σε κυκλοφορία του πιο πάνω εγγράφου και στην πρόκληση εκτέλεσης εγγράφου με ψευδείς παραστάσεις, την εξασφάλιση πιστοποιητικού εγγραφής και άδειας παραμονής αλλοδαπού στη Δημοκρατία. Άλλες κατηγορίες αφορούσαν την παραμονή στη Δημοκρατία μεταξύ Αυγούστου 2001 και Φεβράρη 2005, ενώ ήταν απαγορευμένος μετανάστης, σε παράνομη είσοδο στη Δημοκρατία, σε είσοδο στις 22.3.2005 από μη εγκεκριμένο λιμάνι και παράνομη παραμονή του στην Κύπρο από τότε μέχρι την ημέρα της σύλληψής του. Τέλος κατηγορείτο για κυκλοφορία στις 5.11.2005 πλαστογραφημένου ιρανικού διαβατηρίου, το οποίο είχε αλλοιωθεί για να περιλαμβάνει τη φωτογραφία του και απόπειρα παροχής βοήθειας σε απαγορευμένο μετανάστη. Συγκεκριμένα είχε αποπειραθεί να βοηθήσει το τρίτο πρόσωπο που ήταν μαζί του στο αυτοκίνητο κατά το χρόνο της σύλληψής του, να εισέλθει παράνομα στις ελεύθερες περιοχές.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε ότι οι επιβληθείσες ποινές είναι υπερβολικές. Στήριξε την επιχειρηματολογία του στον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπ’ όψιν την πλέον πρόσφατη νομολογία επί του θέματος, τις υποθέσεις Wilesinge v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 560 και Haque κ.ά. v. [*193]Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 569, αλλά και την αγγλική υπόθεση R. v. Uxbridge Magistrates [1999] 4 All E.R. 520.

Με όλο το σεβασμό δεν βλέπουμε πως οι υποθέσεις αυτές βοηθούν τον εφεσείοντα, αφού εκείνο το οποίο πραγματεύονται είναι κατά πόσο το άρθρο 7(1) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000 προορίζεται να μεταφέρει στην κυπριακή νομοθεσία το άρθρο 31(1) της Σύμβασης της Γενεύης. Ειδικότερα εξετάζουν κατά πόσο το άρθρο 7, το οποίο αναφέρεται σε πρόσωπα που εισήλθαν στη Δημοκρατία παράνομα, καλύπτει και  άτομα τα οποία εισήλθαν στην Κύπρο με νόμιμο τρόπο.

Ο εφεσείων καταδικάστηκε σε σωρεία κατηγοριών και του επιβλήθηκε ποινή, όχι μόνο για το αδίκημα της παράνομης εισόδου του στη Δημοκρατία ή της παράνομης διαμονής του, αλλά και για πλαστογραφία και κυκλοφορία πλαστού εγγράφου. Μάλιστα, οι ψηλότερες ποινές, αυτές των δέκα και οκτώ μηνών φυλάκισης, επιβλήθηκαν στις κατηγορίες για πλαστογραφία και κυκλοφορία ψευδούς εγγράφου. Περαιτέρω σημειώνεται ότι ο εφεσείων, μέχρι τη σύλληψή του, δεν παρουσιάστηκε στις αρχές για να εκθέσει τους λόγους της παράνομης εισόδου του στη Δημοκρατία.

Ο εφεσείων υποστήριξε ακόμα ότι θα έπρεπε να ληφθεί υπ’ όψιν και το τι τον αναμένει όταν επιστρέψει στην πατρίδα του επειδή ζήτησε άσυλο. Το επιχείρημα αυτό δεν έχει στοιχειοθετηθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο και συνεπώς ορθά δεν υπολογίστηκε ένας τέτοιος αόριστος και ατεκμηρίωτος ισχυρισμός. Μάλιστα, το γεγονός ότι ενώ επέστρεψε στην πατρίδα του μετά την απόρριψη της πρώτης αίτησης ασύλου που υπέβαλε, χωρίς οποιανδήποτε εμφανή ή άλλη επίπτωση ή αντίδραση από το καθεστώς της χώρας του, αποδεικνύει την έλλειψη σοβαρότητας του πιο πάνω ισχυρισμού.

Έγινε επίσης αναφορά και σε κάποιο πιστοποιητικό υγείας που υποθέτουμε ότι κατατέθηκε για σκοπούς μείωσης της ποινής. Αρκεί να λεχθεί ότι το συγκεκριμένο πιστοποιητικό είναι ηλικίας τριών ετών και συνεπώς μικρή βοήθεια παρέχει για διαπίστωση της παρούσας του κατάστασης. Περαιτέρω, δεν έχει δειχθεί αν, και πως, η κακή, κατά το πιστοποιητικό, ψυχολογική του κατάσταση επιδεινώνεται από την περαιτέρω κράτησή του.

Λέχθηκε ακόμα υπό μορφή επιχειρήματος για μείωση της επιβληθείσας ποινής, ότι επειδή η σύζυγός του, η οποία επίσης καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης, με αναστολή, τον αναμένει για να αναχωρήσουν στο εξωτερικό, η συνέχιση της φυλάκισής του καθυστε[*194]ρεί την απέλαση ολόκληρης της οικογένειας.

Ο εφεσείων εκτίει ποινή φυλάκισης που του επέβαλε το δικαστήριο. Αν η εκτελεστική εξουσία θεωρούσε ότι τα συμφέροντα της πολιτείας θα εξυπηρετούνταν με την απέλαση του εφεσείοντα και της συζύγου του, θα μπορούσε με τα μέσα που έχει στη διάθεσή της να διακόψει τη φυλάκισή του και να προβεί στην απέλαση του ιδίου και της οικογένειάς του. Δεν μπορούμε να επέμβουμε στη δικαιοδοσία μιας άλλης λειτουργίας του κράτους. Καθήκον μας είναι μόνο να εξετάσουμε κατά πόσο η επιβληθείσα ποινή είναι υπερβολική υπό τις περιστάσεις.

Το τελευταίο επιχείρημα που προβλήθηκε είναι ότι επειδή οι ποινές δεν γίνονται γνωστές εκτός Κύπρου, η επιβληθείσα ποινή δεν έχει αποτρεπτικότητα. Ούτε αυτό το επιχείρημα ευσταθεί. Κατ’ αρχάς η αποτρεπτικότητα είναι ένα μόνο από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπ’ όψιν κατά την επιβολή της ποινής. Αποτρεπτικότητα όμως δεν είναι μόνο η γενική, αλλά και η ειδική και φαίνεται στην παρούσα περίπτωση ότι είναι αναγκαία, αφού ο εφεσείων παρά την απόρριψη της πρώτης αίτησης ασύλου του και της απέλασής του από την Κύπρο, ήλθε για δεύτερη φορά στην Κύπρο και μάλιστα παράνομα με ψεύτικο όνομα και υπέβαλε νέα αίτηση ασύλου με ψευδή στοιχεία, πράξεις οι οποίες δείχνουν ότι η ποινή θα έπρεπε να έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα, κυρίως ως προς τον ίδιο.

Δεν βρίσκουμε οποιοδήποτε έδαφος στα εγερθέντα επιχειρήματα και συνεπώς η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο