(2006) 2 ΑΑΔ 259
[*259]14 Ιουνίου, 2006
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
MUHANAD HAMIEH,
Εφεσείων,
ν.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 184/2005)
Ποινή ― Βιασμός, κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Αλλοδαπός ηλικίας 24 ετών, βίασε 48χρονη Φιλιππινέζα, χωρίς τη χρήση υπέρμετρης βίας και απειλής κατά της ζωής της ― Προσχεδιασμός ― Επιβολή ποινής φυλάκισης εννέα ετών ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.
Ποινή ― Επιμέτρηση ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Παραδοχή ― Βιασμός ― Πότε η παραδοχή αποκτά σημασία και επιδρά στη μείωση της ποινής.
Ο εφεσείων, αλλοδαπός ηλικίας 24 ετών, ήλθε στην Κύπρο παράνομα, μέσω Τουρκίας τον Μάιο ή Ιούνιο του 2004 και, στη συνέχεια έφτασε στις ελεύθερες περιοχές προς αναζήτηση εργασίας.
Η παραπονούμενη, ηλικίας 48 χρονών, κατάγεται από τις Φιλιππίνες, είναι παντρεμένη με Κύπριο και δραστηριοποιείται επιχειρηματικά μεταξύ των ομοεθνών της. Για τους σκοπούς των εργασιών της, διατηρεί διαμέρισμα σε πολυκατοικία στην παλιά Λευκωσία.
Γύρω στις 8.00 π.μ. της 14/7/2004, ο εφεσείων μπήκε στο διάδρομο του διαμερίσματος χωρίς η παραπονούμενη να τον αντιληφθεί, την άρπαξε δυνατά από το χέρι, την έσπρωξε στο υπνοδωμάτιο, όπου τη βίασε, παρά τις εκκλήσεις της να μην το πράξει. Η συνουσία διήρκεσε ελάχιστα δευτερόλεπτα.
Ο εφεσείων, μετά από ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Κακουργιοδικείου, κρίθηκε ένοχος στις κατηγορίες:
[*260](α) της παράνομης εισόδου σε ξένη περιουσία με σκοπό τη διάπραξη ποινικού αδικήματος,
(β) του βιασμού, και
(γ) της εισόδου στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω μη εγκεκριμένου λιμανιού.
Ο εφεσείων αμφισβητεί, ως έκδηλα υπερβολική, την ποινή φυλάκισης εννέα ετών που του επιβλήθηκε για την κατηγορία του βιασμού. Ο συνήγορός του υπέβαλε ότι το Κακουργιοδικείο δε συνυπολόγισε ορθά τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος – (έλλειψη υπέρμετρης βίας και απειλής κατά της ζωής, διάρκεια της πράξης) – και τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα – (πρόκειται για νεαρό, ηλικίας μόλις 24 χρονών – (συμπτωματικά η ημέρα της διάπραξης του αδικήματος ήταν η ημέρα των γενεθλίων του) – άνεργο, ο οποίος ήλθε στην Κύπρο, για να εργασθεί και να βοηθήσει την οικογένειά του).
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η έλλειψη από τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος των επιβαρυντικών στοιχείων της άσκησης υπέρμετρης βίας και απειλής κατά της ζωής, δεν μειώνει τη σοβαρότητα του αδικήματος, με δεδομένο ότι ο εφεσείων, καθώς προκύπτει από τα γεγονότα, προσχεδίασε την πράξη του. Ο εφεσείων χρησιμοποίησε όση βία χρειάστηκε για να κάμψει την αντίσταση της παραπονούμενης, η οποία με κανένα τρόπο δεν τον ενθάρρυνε. Οι συνθήκες αυτές προσμετρούν στο αυστηρό της ποινής.
2. Η παραδοχή κάθε αδικήματος, αλλά ιδιαίτερα του αδικήματος του βιασμού, αποκτά σημασία και επιδρά στη μείωση της ποινής, όταν αυτή γίνεται προτού το θύμα, με την αφήγηση των γεγονότων στο Δικαστήριο, υποχρεωθεί να βιώσει εκ νέου την τραυματική εμπειρία που έζησε.
3. Το Κακουργιοδικείο έστρεψε την προσοχή του σε κάθε παράγοντα που επηρέαζε και συνυπολόγισε ορθά όλα τα δεδομένα, έτσι ώστε δεν δικαιολογείται να θεωρηθεί η ποινή έκδηλα υπερβολική.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342,
[*261]Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 132,
Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224,
Billam [1986] 8 Cr.App.R. (S) 48.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 10962/04), ημερομηνίας 14/7/04.
Χρ. Δημητρίου, για τον Εφεσείοντα.
Ηλ. Στεφάνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.
Ο Εφεσείων είναι παρών.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων, μετά από ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, κρίθηκε ένοχος σε τρεις κατηγορίες:-
«(α) της παράνομης εισόδου σε ξένη περιουσία με σκοπό τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, κατά παράβαση του άρθρου 280 του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154,
(β) του βιασμού, κατά παράβαση των άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα και
(γ) της εισόδου στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω μη εγκεκριμένου λιμανιού, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3 και 12(1)(5) του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, ΚΕΦ. 105, όπως τροποποιήθηκε από τον Ν. 50/80.»
Του επιβλήθηκαν ποινές συντρέχουσας φυλάκισης εννέα χρόνων για την κατηγορία του βιασμού και 18 μηνών για την κατηγορία της εισόδου στη Δημοκρατία, μέσω μη εγκεκριμένου λιμανιού. Δεν του επιβλήθηκε ποινή στην πρώτη κατηγορία.
[*262]Ο εφεσείων αμφισβητεί, ως έκδηλα υπερβολική, την ποινή της εννεαετούς φυλάκισης.
Είναι απαραίτητο να παραθέσουμε τα γεγονότα και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διαπράχθηκαν τα αδικήματα, σύμφωνα με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, έτσι ώστε να είναι αντιληπτά, στη συνέχεια, τα όσα ο εφεσείων υπέβαλε, με σκοπό να καταδείξει το υπερβολικό της ποινής.
Ο εφεσείων, ηλικίας 24 χρονών, ήλθε στην Κύπρο παράνομα, μέσω Τουρκίας, τον Μάιο ή Ιούνιο του 2004 και, στη συνέχεια, έφτασε στις ελεύθερες περιοχές προς αναζήτηση εργασίας.
Η παραπονουμένη, ηλικίας 48 χρονών, κατάγεται από τις Φιλιππίνες, είναι παντρεμένη με Κύπριο και δραστηριοποιείται επιχειρηματικά μεταξύ των ομοεθνών της. Για τους σκοπούς των εργασιών της, διατηρεί διαμέρισμα στον πρώτο όροφο πολυκατοικίας, στην οδό Γρανικού, στην παλιά Λευκωσία. Το χρησιμοποιεί δύο έως τρία βράδια την εβδομάδα, για να διανυκτερεύει με φίλη της.
Γύρω στις 8.00 το πρωί της 14/7/2004, η παραπονουμένη επέστρεψε στο πιο πάνω διαμέρισμα από τη Λαϊκή Αγορά, όπου είχε μεταβεί. Άφησε τα ψώνια της στο ύψος της σκάλας του πρώτου ορόφου, άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματός της και προχώρησε για να ανοίξει την μπαλκονόπορτα. Ενώ επέστρεφε για να πάρει τα ψώνια, στο διάδρομο του διαμερίσματος συνάντησε τον εφεσείοντα, ο οποίος είχε μπει σ’ αυτό χωρίς να τον αντιληφθεί. Τον ρώτησε στα Αγγλικά τι ήθελε και αυτός, αντί να απαντήσει, την άρπαξε δυνατά από το χέρι, την έσπρωξε στο υπνοδωμάτιο, όπου με βία, αφού της αφαίρεσε το παντελόνι και το εσώρουχο, παρά τις εκκλήσεις της να μην προχωρήσει, την βίασε. Η συνουσία διήρκεσε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Με την ολοκλήρωση της πράξης, ο εφεσείων έφυγε βιαστικά, ενώ η παραπονουμένη βγήκε στο μπαλκόνι και άρχισε να φωνάζει ότι την βίασε, καλώντας όσους την άκουαν να τον ακολουθήσουν. Πολίτες, που άκουσαν τις φωνές της και είδαν τον εφεσείοντα να τρέχει, τον καταδίωξαν, τον ακινητοποίησαν και τον παρέδωσαν στην Αστυνομία, μόλις αυτή έφτασε στο μέρος.
Το Κακουργιοδικείο, καθοδηγούμενο από νομολογία - στην οποία παραπέμπει - και επαναλαμβάνοντας την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής για το αδίκημα του βιασμού, που, ως εκ της διά βίου φυλάκισης την οποία επισύρει, είναι από τα σοβαρότερα του Ποινικού Κώδικα, αναφέρει τα εξής:-
[*263]«Στην κρινόμενη περίπτωση εντοπίζεται κατά τρόπο έκδηλο η θρασύτητα και η αποφασιστικότητα του κατηγορούμενου προκειμένου να εκτονωθεί σεξουαλικά. Θρασύτητα γιατί χωρίς ενδοιασμούς ‘γλίστρησε’ στο διαμέρισμα της παραπονούμενης μόλις του δόθηκε η ευκαιρία. Αποφασιστικότητα γιατί προχώρησε αμέσως στην υλοποίηση του σκοπού του, αδιαφορώντας στις εκκλήσεις της τρομαγμένης παραπονούμενης να μην προχωρήσει. ... Υπάρχει, όμως, ακόμη μια παράμετρος που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Οι κάτοικοι του τόπου μας, όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. M. A. Dos Santos (2005) 2 Α.Α.Δ. 297 θέλουν να έχουν τις πόρτες και τα παράθυρα τους ανοικτά και να αισθάνονται ασφαλείς, τόσο όταν κυκλοφορούν στους δρόμους όσο κι όταν βρίσκονται στο σπίτι τους, κυρίως στο σπίτι τους. Έτσι εμπεδώνονται συνθήκες ποιοτικής ζωής. Αυτές τις συνθήκες οφείλουμε να τις διασφαλίσουμε, όσο είναι δυνατό, και μέσω των ποινών θα πρέπει να σταλεί το μήνυμα, κι αυτό θα πράξουμε, ότι δεν μπορεί να γίνει ανεκτή εγκληματικότητα που δημιουργεί αισθήματα ανασφάλειας και προσβάλλει το επίπεδο ποιότητας της ζωής όσων ζουν σ’ αυτό τον τόπο. Περαιτέρω θα πρέπει να σταλεί το μήνυμα ότι όσοι έρχονται παράνομα στον τόπο μας, όπως είναι η περίπτωση του κατηγορούμενου και ανεξάρτητα από τους λόγους που τους ωθούν, δεν μπορεί να γίνει ανεχτό να κτίζεται στην πρώτη παρανομία, της παράνομης δηλαδή εισόδου στον τόπο μας, νέα παρανομία και μάλιστα πολύ σοβαρότερη της πρώτης. Οι παρατηρήσεις αυτές προδιαγράφουν τόσο το είδος όσο και το ύψος της ποινής που αναμένει τον κατηγορούμενο της παρούσας υπόθεσης.
Από την άλλη έχουμε εξετάσει με προσοχή τα όσα ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατηγορούμενου επικαλέσθηκε για σκοπούς μετριασμού της ποινής. Συμφωνούμε μαζί του ότι η κρινόμενη περίπτωση δεν είναι από τις χειρότερες υποθέσεις βιασμού. Η μικρής έκτασης βία που χρησιμοποιήθηκε, ο χρόνος που χρειάσθηκε για να συντελεσθεί η πράξη, αλλά και το πρόσωπο του θύματος πράγματι δεν κατατάσσουν την παρούσα στις χειρότερες μορφές βιασμού. Όμως η σοβαρότητα, όπως την έχουμε πιο πάνω προσδιορίσει, είναι δεδομένη. Έγινε, επίσης, αναφορά στη φήμη ότι ‘οι Φιλιππινέζες’ πιθανό να είναι εύκολες ως επίσης και στη σεξουαλική απειρία του κατηγορούμενου. Ούτε το ένα ούτε το άλλο στοιχείο μπορούν να θεωρηθούν ως ελαφρυντικοί παράγοντες. Τέτοια ‘φήμη’ ξενίζει κι αν ο κατηγορούμενος την έχει ακουστά είναι αδιάφορο. Όσον δε αφορά τη σεξουαλική του απειρία στην οποία, με βάση τα περιστατικά της υπόθεσης, [*264]προστίθεται και η σεξουαλική πενία, είναι στοιχείο που σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογήσει την πράξη του βιασμού. Τέλος, σ’ ότι αφορά τις προσωπικές του συνθήκες, θα υπενθυμίσουμε για πολλοστή φορά ότι σε υποθέσεις που επιβάλλεται όπως η ποινή έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα, όπως στην κρινόμενη περίπτωση, οι προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορούμενου ναι μεν λαμβάνονται υπόψη, αλλά στο βαθμό και κατά την έκταση που δεν εξουδετερώνεται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής. Κι αυτό θα κάνουμε τονίζοντας, περαιτέρω, ότι ο κατηγορούμενος λόγω του ότι η ενοχή του ήταν αποτέλεσμα ακροαματικής διαδικασίας δεν δικαιούται της σχετικής έκπτωσης.»
Ενώπιόν μας ο κ. Δημητρίου, χωρίς να υποβαθμίζει τη σοβαρότητα του αδικήματος και την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής, χαρακτήρισε το ύψος της ποινής αδικαιολόγητο. Με αναφορά σε υποθέσεις, όπου για το αδίκημα του βιασμού επικυρώθηκαν χαμηλότερες ποινές φυλάκισης, υπέβαλε ότι το Κακουργιοδικείο δε συνυπολόγισε ορθά τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος - (έλλειψη υπέρμετρης βίας και απειλής κατά της ζωής, διάρκεια της πράξης) - και τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα - (πρόκειται για νεαρό, ηλικίας μόλις 24 χρονών - (συμπτωματικά η ημέρα της διάπραξης του αδικήματος ήταν η ημέρα των γενεθλίων του) - άνεργο, ο οποίος ήλθε στην Κύπρο, για να εργασθεί και να βοηθήσει την οικογένειά του). Μας κάλεσε, έστω και στο στάδιο αυτό, να προσμετρήσουμε στους ελαφρυντικούς παράγοντες τη μεταμέλειά του, όπως αυτή προκύπτει μέσα από το γεγονός ότι δεν έχει προσβάλει με έφεση την καταδίκη του.
Ο κ. Στεφάνου, για το Γενικό Εισαγγελέα, υποστήριξε την ορθότητα της ποινής. Εισηγήθηκε, με αναφορά στην Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342, στην οποία υιοθετούνται τα νομολογηθέντα στις Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 132 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224, ότι οι προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα δεν μπορούν να εξουδετερώσουν τη σοβαρότητα του αδικήματος. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:- (σελ. 351)
«‘Η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δε συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του εγκλήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής όταν συντρέχουν λόγοι, όπως και στην προκείμενη υπόθεση, για την απόδοση και αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή. Οι ατομικές συνθήκες του παραβάτη δικαιολογούν την εξισορρόπηση της ποινής ώστε να μη συνιστά μόνο τιμωρία για το έγκλημα, αλλά να αρμόζει και στο άτομο του παραβάτη.’*
Στη μεταγενέστερη απόφασή μας, στην Κόκκινος ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 135, επισημάναμε:- (σελ. 138)
‘Η εξατομίκευση της ποινής έχει ως λόγο το συσχετισμό της τιμωρίας και με το άτομο του παραβάτη· όχι όμως την αποκλειστική συνάρτησή της με τις προσωπικές συνθήκες του παραβάτη [Βλ. Eleni Evagorou v. The Police (1971) 2 C.L.R. 194].’»
Αναφέρθηκε, επίσης, σε αγγλική νομολογία και στην Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής - (Panel’s Advice to the Court of Appeal, May 2002) - η οποία επαναπροσδιόρισε, μετά την απόφαση Billam [1986] 8 Cr.App.R. (S) 48, τους διάφορους επιβαρυντικούς - ελαφρυντικούς παράγοντες, οι οποίοι επιδρούν και, ανάλογα, εντάσσουν το αδίκημα του βιασμού σε κατηγορία, για την οποία δικαιολογείται σοβαρότερη ή επιεικέστερη ποινή.
Δε συμφωνούμε με την εισήγηση του κ. Δημητρίου - ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική - καίτοι, όπως και το Κακουργιοδικείο διέκρινε, και συμφωνούμε σ’ αυτό, ελλείπουν από τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος τα επιβαρυντικά στοιχεία της άσκησης υπέρμετρης βίας και απειλής κατά της ζωής. Η έλλειψη, βέβαια, των πιο πάνω παραγόντων, δε μειώνει τη σοβαρότητα του αδικήματος, με δεδομένο ότι ο εφεσείων, καθώς προκύπτει από τα γεγονότα, προσχεδίασε την πράξη του. Παρακολούθησε την παραπονουμένη και, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι ήταν μόνη, μπήκε στο διαμέρισμά της, προσβάλλοντας πρώτα το αίσθημα ασφάλειας και ελευθερίας που κάθε άνθρωπος δικαιούται όταν βρίσκεται στο σπίτι του και, στη συνέχεια, την ίδια την παραπονουμένη. Η ερώτησή της προς αυτόν: «τι θέλει», δεν τον προβληματίζει και ούτε τον σταματά, αφού έχει ήδη αποφασίσει το σκοπό της εισόδου του. Χρησιμοποίησε όση βία χρειάστηκε για να κάμψει την αντίσταση της παραπονουμένης, η οποία, με κανένα τρόπο δεν τον ενθάρρυνε. Οι συνθήκες αυτές προσμετρούν στο αυστηρό της ποινής.
Ούτε με την εισήγηση ότι, έστω και τώρα, ο εφεσείων δικαιούται ελαφρότερης ποινής συμφωνούμε. Η παραδοχή κάθε αδικήματος, αλλά ιδιαίτερα του αδικήματος του βιασμού, αποκτά σημασία και επιδρά στη μείωση της ποινής, όταν αυτή γίνεται προτού το θύμα, με την αφήγηση των γεγονότων στο Δικαστήριο, υποχρεωθεί να [*266]βιώσει εκ νέου την τραυματική εμπειρία που έζησε.
Στην παρούσα έφεση, δε διαπιστώνουμε βάσιμο λόγο που θα δικαιολογούσε την επέμβασή μας στην ποινή. Το Κακουργιοδικείο έστρεψε την προσοχή του σε κάθε παράγοντα που επηρέαζε και συνυπολόγισε ορθά όλα τα δεδομένα, έτσι ώστε δε δικαιολογείται να θεωρηθεί η ποινή έκδηλα υπερβολική.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η�έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο